Τη νύχτα της 14ης Ιουλίου 1789, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ ρώτησε τον δούκα του Λιανκούρ: «Είναι, λοιπόν, εξέγερση;». «Όχι, μεγαλειότατε, είναι επανάσταση», απάντησε ηττοπαθώς ο δούκας του Λιανκούρ. Δυστυχώς, δεν είχε πρόχειρο το άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου, «Φασίστες στον καθρέφτη», το οποίο αποκαλύπτει με αδυσώπητη ενάργεια στο ανθρώπινο γένος το ανατρεπτικό μένος της Γαλλικής Επανάστασης απέναντι σε εκείνο το φιλάνθρωπα απολυταρχικό και δυναστικά γλυκύ ancien régime: «Κι όμως, με τη διαύγεια που αποκτάμε εκ των υστέρων, μπορούμε να δούμε τον ολοκληρωτικό, τρομοκρατικό, εθνικιστικό και συνωμοτικό χαρακτήρα της γαλλικής επανάστασης, η οποία ξεπέρασε σε αγριότητα το παλιό καθεστώς της μοναρχίας». Γιρονδίνοι, γιακωβίνοι, κορδελιέροι κι αβράκωτοι, πίσω και σας έφαγε!
Είναι, βεβαίως, γνωστό ότι κάθε ευγενές αναλυτικό τουρλού μπορεί να ανακατέψει άκριτα και αδίστακτα το σύνθετο ιστορικό υλικό μιας πολύπλοκης περιόδου, που ουσιαστικά εκτείνεται από το 1789 μέχρι το 1848, για να στειρώσει τα επαναστατικά φαινόμενα κοινωνικής απελευθέρωσης και πολιτικής δημοκρατίας σε ισοπεδωτικές αναγωγές. Στα τετριμμένα μοτίβα της ψευδο-ιστορίας, το ανορθολογικό προβάλλεται εκ των προτέρων ως διαύγεια της «κοινής λογικής», ορίζοντας τον τόνο με τον οποίο το εκάστοτε «παλαιό καθεστώς» θα εξασφαλίζει υπέρ αυτού την ομοιογενοποίηση του κοινωνικού φαντασιακού. Ίσως σκεφτείτε ότι αυτά τα αναλυτικά μέσα είναι ευτελή. Αλλά έτσι είναι αυτά τα μέσα – διότι είναι απολύτως ανάλογα προς τις ευτελείς τους σκοπιμότητες. Κυριότερη σκοπιμότητα ανάμεσά τους είναι να κολακευτεί ο επιθετικός νεοσυντηρητισμός «μικρών ανθρώπων», οι οποίοι ανακουφίζονται όταν η χείριστη δυνατή διαστρέβλωση της ιστορίας πετάει στο μπλέντερ τους αριστερούς-σαν-φασίστες και τους κοινωνικούς επαναστάτες-σαν-φασίστες: ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός τους, η τρέντι μούχλα τους και η ροπή τους προς «σοβαρές χρυσές αβγές» έχουν ανάγκη από κυρίαρχες βιτρίνες ψευδαισθήσεων, οι οποίες αντανακλούν τις πραγματικές αντιθέσεις στα μέτρα τους. Η ψευδής ιστοριοπλαστική δύναμη του θυμικού τους μεταλλάσσει τα πάντα σε έναν «ετεροχρονισμένο εξορθολογισμό του παραλόγου», για να το διατυπώσουμε με τα λόγια του Τέοντορ Λέσινγκ.
Ένα τέτοιο παράδειγμα μάς έρχεται από τη Γαλλία, με την ιστοσελίδα «Boulevard Voltaire». Το όνομα του Βολταίρου χρησιμοποιείται ως φιλελεύθερη επίστρωση για μια ρητορική σύμφυτη με την περιοριστική πολιτική της νέας (ακρο)δεξιάς. Ένας πρώην συνεργάτης της ιστοσελίδας, ο κλινικός ψυχολόγος Ντιντιέ Πλε, αναφέρει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Le Monde» (22.10.2012), τα εξής χαρακτηριστικά για τους λόγους που διέκοψε κάθε συνεργασία: «Ο γάμος των ομοφυλοφίλων δαιμονοποιείται, η έκφραση “ρατσισμός κατά των λευκών” αξιοδοτείται, η ισλαμοφοβία καθίσταται κοινόχρηστη [...]. Θέσεις μισαλλόδοξες, θέσεις του Βολταίρου ούτε για πλάκα!» (ολόκληρο το κείμενο εδώ).
Όπως φαίνεται, αυτή η ιστοσελίδα μισαλλόδοξης ρητορικής με παραπλανητική προμετωπίδα τον Βολταίρο χρησιμοποιεί το σόφισμα του καθρέφτη για να εξομοιώσει τους αντιφασίστες με τους φασίστες και για να παραχαράξει τις αξίες της antifa. Σε ένα ρυπαρογράφημα με τίτλο «Ο αντιφασισμός στον καθρέφτη» (23.2.2014), και οι αντιφασίστες παραδίδονται έτσι βορά στο κοινό του «νόμου και της τάξης: «Βεβαίως, κατά την εποχή του φασισμού, ο πιο αξιαγάπητος πολίτης διέτρεχε τον κίνδυνο να ξυλοφορτωθεί μέχρι θανάτου από τις δυνάμεις της τάξης μέσα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα, κι αυτό δεν είναι η περίπτωση σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό μπορεί να του συμβεί σχεδόν παντού αλλού, εξαιτίας της ένοχης ατιμωρησίας των δυνάμεων της αταξίας». Η διαύγεια του καθρέφτη στο εν λόγω κείμενο μας δηλώνει και κάτι ακόμα στην κατακλείδα: «συμμετρικό του κακού, δεν είναι το καλό, είναι ακριβώς το αντιπαρατιθέμενο κακό. Όταν ένα τέρας κοιτάζεται στον καθρέφτη, δεν βλέπει τον εαυτό του τέτοιος που είναι. Βλέπει τον εαυτό του με αντεστραμμένα χαρακτηριστικά, αλλά αυτό που βλέπει, είναι πάντοτε ένα τέρας» (ολόκληρο το κείμενο εδώ).
Η βιτρίνα των ψευδαισθήσεων à la «Boulevard Voltaire» εξορθολογίζει το παράλογο με καθρέφτες για το κοινό του νόμου και της τάξης. Γι’ αυτό, είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο ιδρυτής του «Boulevard Voltaire», ο δημοσιογράφος Ρομπέρ Μενάρ, στο όνομα της «ελεύθερης έκφρασης» προσέγγισε το Εθνικό Μέτωπο. Από την «κεντροαριστερά», στον αντισημιτισμό και κατόπιν στην «εκλογικευμένη» ισλαμοφοβία, εξασφάλισε τη στήριξη του Εθνικού Μετώπου και συντηρητικών κομμάτων (ακόμα και στελεχών του UMP), ώστε να εκλεγεί δήμαρχος της πόλης Μπεζιέ (βλ. εδώ). Κάτω από μια φιλελεύθερη κρούστα καπηλείας του Βολταίρου, μπορεί να πραγματοποιηθεί ακροδεξιά στροφή.
***
Δεν αρκεί να θυμηθούμε τον Χιάλμαρ Σαχτ ή τους άλλους επιχειρηματίες, βιομήχανους, τραπεζίτες που μετεξέλιξαν τον συντηρητικό «φιλελευθερισμό» τους μέχρι την υποστήριξη στον Χίτλερ, ώστε να καταλάβουμε ποιές (κατά Κικέρωνα) «αληθινές αλήθειες δεν χωρούν στην ιστορία» εκείνων που κατασκευάζουν βιτρίνες ψευδαισθήσεων. Θα ήταν χρησιμότερο να αναφερθούμε στον έγκριτο Γερμανό ιστορικό και κοινωνιολόγο, τον Στέφαν Μπρόϋερ, ο οποίος στο έργο αναφοράς του «Η ριζοσπαστική Δεξιά στη Γερμανία 1871-19451»[1] καταδεικνύει πώς οι δεξιές, συντηρητικές, αντικομμουνιστικές παραδόσεις και τάσεις του «εθνικού φιλελευθερισμού», του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού, του νεοαριστοκρατισμού, λειτούργησαν υποστηρικτικά προς τον ναζισμό. Τα αυταρχικά αστικά ιδεολογήματα αλληλεπιδρούσαν με ένα πλέγμα κοινωνικών αρχαϊσμών (ακόμα και με δήθεν πληβειοκρατικά χαρακτηριστικά) σχετικοποιώντας και ενδυναμώνοντας τη φασιστική επιρροή.
Όπως υπογραμμίζει ένας άλλος έγκριτος Γερμανός ιστορικός, ο Ντιρκ Μπλάζιους, σε μια κρίσιμη περίοδο έδωσαν ένα χεράκι και αστοί διανοούμενοι που έβλεπαν στον ναζισμό «την αποκατάσταση της εσωτερικής ειρήνης» [2], ο καθένας με τη διαύγειά του. Ακόμα και η εκλεκτικιστική ή τεχνική προσέγγιση του φασισμού από την αστική τάξη και τις ελίτ είχε πάντα ως στόχο τη συντριβή της Αριστεράς, των κοινωνικών και ταξικών κινημάτων, κάθε επαγγελία ισότητας. Και-τι παράξενο πράγμα!-δεν υπάρχει ούτε ένα αίτημα εργοδοτικής οργάνωσης για να υποστηριχθούν οι κομμουνιστές απέναντι στον Χίτλερ, ενώ υπάρχουν αρκετά παραδείγματα περί του αντιθέτου [3].
Ο νεοφιλελεύθερος συντηρητισμός απαιτεί την κοινωνική πειθάρχηση με παραμορφωτικούς καθρέφτες-και, φυσικά, δεν υπάρχει απλός καθρέπτης για να κοιταχτεί ο ίδιος. Στις βιτρίνες των ψευδαισθήσεων που επιδιώκει να επιβάλει στον δημόσιο χώρο, αυτό που κρύβεται παρουσιάζει αναλογίες με το φαινόμενο που είχε μελετήσει ο ομότιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Princeton, Άρνο Μάγιερ, για τον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα. Ο νεοαριστοκρατισμός της αστικής τάξης αφομοίωσε αντιδιαφωτιστικές επιδράσεις του παλαιού καθεστώτος και ζυμώθηκε υλικά με τα κατάλοιπά του [4]. Μια από τις συνέπειες, ήταν η δυσπιστία ή το μίσος απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση, η οποία υποδείκνυε στις καταπιεζόμενες τάξεις την ανάγκη για μετάβαση από μια ξεπερασμένη ιστορική φάση σε μια άλλη, ανοιχτή στο μέλλον. Η «konservative Revolution», η «συντηρητική αντεπανάσταση» που κυοφορήθηκε σε αυτό το πλαίσιο, θυμίζει ανησυχητικά τους τρόπους, τις τροπές και τις τραγελαφικές αναγωγές του νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού. Η βιτρίνα των ψευδαισθήσεων δεν μπορεί να κλείσει τις ρωγμές της.