Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Βία και Αριστερά

 
The 1831 Queen Square riot in Bristol. By The book's text by JF Nicholls (d. 1883) and John Taylor (d. 1893). Death dates citation: doi:10.1093/library/s1-V.1.86. Images by unknown engravers, and thus are PD due to age, per the relevant British legislation [Public domain], via Wikimedia Commons

του Άρη Θαλασσινού

Η διαφαινόμενη όξυνση της ταξικής πάλης, που φέρνουν το μνημόνιο, η εξαθλίωση και η προοπτική της χρεωκοπίας, ωθεί στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης το ζήτημα της βίας και στις τρεις διαστάσεις του: Ως πολιτικό- πρακτικό πρόβλημα του λαϊκού κινήματος, που χρειάζεται αποτελεσματικές απαντήσεις στη βία του ολιγαρχικού- απολυταρχικού κράτους. Ως ιδεολογικό πρόβλημα, αντιμετώπισης του διαρκούς ψυχολογικού πολέμου που διεξάγουν τα αστικά μέσα ενημέρωσης για την τρομοκράτηση του λαού και την παράλυση των αγωνιστικών αντανακλαστικών. Και ως θεωρητικό- πολιτιστικό πρόβλημα στο εσωτερικό της Αριστεράς, απέναντι στη συνωμοσιολογία των γραφειοκρατών που αναγορεύουν σε προβοκάτσια κάθε αυθόρμητη έκρηξη των μαζών και στην αναρχίζουσα αποθέωση της βίας, που προβιβάζει τον χουλιγκανισμό σε επανάσταση.

1. Η αντιμετώπιση του αστυνομικού κράτους εκτάκτου ανάγκης

Ο κοινωνικός Αρμαγεδδώνας που έχουν εξαπολύσει κυβέρνηση και τρόικα σέρνει μαζί του μια απολυταρχική εκτροπή με κοινοβουλευτικό μανδύα. Ουσιαστικά, η χώρα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία τείνει να μετατραπεί σε μόνιμο καθεστώς. Τα δικαστήρια λειτουργούν ως έκτακτα, διαρκή απεργοδικεία, κατ’ αναλογία με τα έκτακτα, διαρκή στρατοδικεία του εμφυλίου πολέμου. Κάθε απεργία που θα ξεπεράσει τα όρια μιας λιτανείας της ΓΣΕΕ είναι βέβαιο ότι θα κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική, ενώ κάθε εργοδοτική παρανομία, όπως οι ατομικές συμβάσεις με το πιστόλι της απόλυσης στον κρόταφο του εργαζόμενου, σύννομη και λογική.
Εν όψει συλλαλητηρίων, επιβάλλεται προληπτικά απαγόρευση της κυκλοφορίας οχημάτων στο κέντρο της πόλης επί 24ωρο, ενώ οι πορείες διαλύονται πριν φτάσουν στη Βουλή με γκλομπς και καρκινογόνα χημικά αέρια. Η προκλητική παρουσία εκατοντάδων χαφιέδων, που δεν ξεχωρίζουν εμφανισιακά από τους διαδηλωτές, έχει στόχο να σπείρει τη δυσπιστία στους πολίτες, που θα αναρωτιούνται αύριο, στην επόμενη πορεία, αν ο διπλανός τους είναι αγανακτισμένος διαδηλωτής ή επαγγελματίας προβοκάτορας που θα κάψει την επόμενη Μαρφίν.

Στο έργο της τρομοκράτησης συνεργάζονται, φτάνοντας τα όρια της συγχώνευσης, οι παραδοσιακοί κατασταλτικοί μηχανισμοί με τους κατ’ εξοχήν ιδεολογικούς μηχανισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού, τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα την τηλεόραση. Τι θα ήταν ο ΜΑΤατζής που ανοίγει κεφάλια φοιτητών και ψεκάζει με χημικά τον Μανώλη Γλέζο χωρίς τον μεγαλοδημοσιογράφο που δεν βλέπει τίποτα από αυτά και αναγουλιάζει μόνο μπροστά στην ανοιγμένη μύτη του Χατζηδάκη;

Απέναντι σ’ αυτή την ψαρωτική επίδειξη δύναμης, το μαζικό λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να αντιτάξει μόνο ρητορικές επιδείξεις ανήμπορης οργής. Είναι καιρός να περάσει από το όπλο της κριτικής στην κριτική των όπλων- των δικών του όπλων, της μαζικής, λαϊκής ανυπακοής και της επιβολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολλών πάνω στον επωαζόμενο ολοκληρωτισμό των λίγων. Αυτό σημαίνει:

-Τη ματαίωση της ποινικής απαγόρευσης απεργιών και της πολιτικής επιστράτευσης με πολιτική ανυπακοή, που θα στηριχτεί από το σύνολο των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων με γενική, συντονισμένη κινητοποίηση αλληλεγγύης (ανθρώπινες ασπίδες έξω από χώρους εργασίας), όπως επίσης από τους δικηγορικούς συλλόγους, συνταγματολόγους κλπ.

-Την ανακατάληψη των δρόμων και της πλατείας Συντάγματος, ως δημόσιων χώρων ελεύθερης έκφρασης, από τις δυνάμεις καταστολής και την επιβολή στην πράξη του δικαιώματος της πορείας, με συντονισμένη, πειθαρχημένη και αποφασιστική κινητοποίηση όλης της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς (και με εξέχουσες προσωπικότητές της στην πρώτη γραμμή των συλλαλητηρίων).

-Τη συγκρότηση ενός αριστερού δικτύου παρακολούθησης και καταγραφής της δράσης των κατασταλτικών και παρακρατικών μηχανισμών, άμεσης ενημέρωσης στη διάρκεια των συλλαλητηρίων, με χρήση των νέων, διαδικτυακών μέσων (blogs, twitter κ.α.). Ιδιαίτερο ρόλο μπορούν να παίξουν αριστεροί δημοσιογράφοι στην καταχώρηση ντοκουμέντων (φωτογραφίες, βίντεο) από τη δράση του παρακράτους και το ηλεκτρονικό «φακέλλωμα» των παρακρατικών, ώστε να τρομοκρατηθούν οι τρομοκράτες!

-Τη δημιουργία μηχανισμού υποστήριξης των θυμάτων κρατικής βίας και των διαδηλωτών που συλλαμβάνονται από τις δυνάμεις καταστολής, τόσο στη διάρκεια των ίδιων των συλλαλητηρίων όσο και μετά από αυτά, με τη συμμετοχή προοδευτικών νομικών και δημοσιογράφων.

-Τη μελέτη και αξιοποίηση της πείρας άλλων κινημάτων (ιδιαίτερα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, βλ. Σιάτλ, Γκέτεμποργκ και ιδίως Γένοβα) αναφορικά με τη μαζική, λαϊκή αυτοάμυνα στην αστυνομική και παρακρατική βία.

-Τη «στοχοποίηση», με την πολιτική έννοια, από το μαζικό κίνημα, με μορφές συμβολικής περικύκλωσης, αποκλεισμού, δημιουργίας πανδαιμόνιου με μεγάφωνα, μποϊκοτάζ, αποκαλύψεων κ.ο.κ, των μεγάλων συγκροτημάτων της ενημέρωσης που παίζουν τον πιο βρώμικο ρόλο στον κοινωνικό πόλεμο και των μεγαλοστελεχών τους, που λειτουργούν σαν πληρωμένοι μπράβοι του κεφαλαίου.

2. Η ιδεολογική τρομοκρατία των Εξορκιστών της βίας
Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος αξιοποιούν στο έπακρο περιστατικά τυφλής βίας (αν δεν τα οργανώνουν ή συνδαυλίζουν οι ίδιες οι υπηρεσίες τους), από το απολίτικο μπάχαλο προς το οποίο τείνουν περιθωριοποιημένα ή απειλούμενα με περιθωριοποίηση κομμάτια του πληθυσμού, μέχρι εγκληματικές ενέργειες τύπου Μαρφίν. Καλλιεργώντας την ιδέα ότι η Αριστερά, ακόμη κι αν δεν έχει άμεση σχέση με παρόμοιες πρακτικές, ευθύνεται για την ηθική τους νομιμοποίηση- λόγω της ανατρεπτικής της ιδεολογίας, που δεν αναγνωρίζει τη «δημοκρατική νομιμότητα»- ασκούν έντονη ιδεολογική πίεση στις αριστερές ηγεσίες να δίνουν κάθε τόσο διαπιστευτήρια κοινοβουλευτικής υπεθυνότητας, με πορείες- κομματικές παρελάσεις και αποχή από οποιαδήποτε δυναμική μορφή αγώνα.

Αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος της κυρίαρχης τάξης έχει αποτελέσματα γιατί η Αριστερά δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να διαλύσει τον βασικό πυρήνα του: Την ψευδή αντίληψη ότι η βία, είτε προέρχεται από το στρατόπεδο της κοινωνικής διαμαρτυρίας, είτε έστω από τους Πραιτωριανούς του συστήματος, αποτελεί προσωρινή «εκτροπή» (δικαιολογημένη ή όχι) από μια ομαλή, ειρηνική κατάσταση πραγμάτων, που εκπροσωπεί, τάχα, τον κανόνα της καθημερινότητας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Η αθόρυβη βία είναι διαρκώς παρούσα, σαν το αίμα που κυλάει στις αρτηρίες του συστήματος- από τη ρητή βία του επιστάτη μέχρι την άρρητη βία που ασκεί στον εργαζόμενο ο τρόμος της ανεργίας και της έκπτωσης στη φτώχεια. Το δημοκρατικό πρόσωπο του ειρηνικού, ομαλού καπιταλισμού απεικονίζεται πάνω στη μορφή της Κωνσταντίνας Κούνεβα. Έπειτα, το κλασικό μαρξιστικό σχήμα κατά το οποίο ο καπιταλισμός στηρίχθηκε στην ωμή, εξωοικονομική βία μόνο κατά τη βρεφική ηλικία της πρωταρχικής συσσώρευσης και ότι στη μετέπειτα, «κανονική» ανάπτυξή του αυτή η πολιτική, εξωοικονομική βία περιορίζεται στο ρόλο της εφεδρείας για τις δύσκολες στιγμές, είναι ελλιπές: Παραλείπει να σημειώσει (κάτι που έκανε η Λούξεμπουργκ) ότι ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να επιστρέφει διαρκώς στο προπατορικό αμάρτημα της πρωταρχικής συσσώρευσης, της αναπαραγωγής με την ανοιχτή βία, πειρατεία και καταστροφή, για να ξεπερνά τις κρίσεις του και να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του. Τα φαινόμενα της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού αυτό υποδηλώνουν, σε γιγαντιαία κλίμακα.

Στην εποχή μας, η γυμνή, εξωοικονομική βία γίνεται οργανικό, εσωτερικό συστατικό των μηχανισμών αναπαραγωγής ενός ολιγαρχικού, «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού σε τροχιά ιστορικής κρίσης. Ο καπιταλισμός της «γενικής διάνοιας», που στηρίζεται στη χωρίς προηγούμενο κοινωνικοποίηση της γνώσης- με το Ίντερνετ να αντιπροσωπεύει την πρώτη, πραγματικά παγκόσμια παραγωγική δύναμη του ανθρώπου- επιστρατεύει τις μεθόδους «περίφραξης γης» (enclosures), της πρωταρχικής συσσώρευσης, για να περιφρουρήσει τα «πνευματικά δικαιώματα», τις πατέντες, τα προϊόντα της πνευματικής εργασίας. Η παγκοσμιοποίηση που κηρύσσει την κατάργηση των οικονομικών συνόρων, γράφει τα γεωγραφικά σύνορα των νέων ζωνών επιρροής με πυρωμένο σίδερο πάνω στο σώμα των εθνών, όπως έγινε στο Ιράκ. Αυτοί που δοξάζουν τη μη βία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, βομβάρδισαν ανηλεώς τη Σερβία για να φτιάξουν στο Κόσοβο ένα άθλιο προτεκτοράτο με πρωθυπουργό έναν αρχιμαφιόζο, επικεφαλής σπείρας που βιάζει και σκοτώνει μετανάστες για να πουλήσει τα νεφρά τους σε κλινικές μεταμοσχεύσεων της πολιτισμένης Ελβετίας.

Καθώς στις μέρες μας δεν είναι δυνατή η εκτόνωση της ιστορικής κρίσης που περνάει το σύστημα μέσω ενός νέου, μεγάλου πολέμου που θα καταστρέψει πλεονάζοντα κεφάλαια και παραγωγικές δυνάμεις, η εφιαλτική «εξυγίανση» γίνεται εσωτερικά, μέσω του παγκόσμιου, εμφυλίου πολέμου, που έχει κηρύξει μονομερώς το χρηματιστικό κεφάλαιο. Η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους αποτελεί βασικό μηχανισμό βίαιης λεηλασίας ολόκληρων λαών από το διεθνές τοκογλυφικό κεφάλαιο, απείρως μεγαλύτερης κλίμακας από τα ανδραγαθήματα γενιών ολόκληρων «κονκισταδόρες» στη Λατινική Αμερική. Χρειάζεται υποκρισία χιλίων καρδιναλίων για βγαίνουν ανερυθρίαστα στα γεγονότα των οκτώ και να καταδικάζουν τη «βία» οι εκπρόσωποι μιας κατοχικής δύναμης, που ξεκληρίζει από τη μια στιγμή στην άλλη χιλιάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που κόβει τις εξετάσεις καρκινοπαθών και τα παπούτσια διαβητικών που απειλούνται με ακρωτηρισμό. Όταν οι ίδιοι άνθρωποι καταγγέλλουν την Αριστερά ως υπεύθυνη για κάθε σπασμένο τζάμι, αλλά δεν βρίσκουν ούτε μία λέξη για τη δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη ότι «όταν δρα η Αστυνομία, αναπόφευκτο είναι να σκοτωθούν και αθώοι», το συμπέρασμα είναι ότι ο εκφασισμός προχωρά ακάθεκτος από το πολιτικό περιθώριο στο πολιτικό «κέντρο».

Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν ανέδειξε μια αινιγματική φιγούρα του ρωμαϊκού Δικαίου, τον homo sacer, τον παρία που έχει εξοστρακιστεί εκτός νομιμότητας της πόλης και τον οποίο μπορεί να φονεύσει ατιμώρητα οποιοσδήποτε πολίτης, πράγμα που τον καταδικάζει να ζει σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, σαν ζωντανός- νεκρός, λυκάνθρωπος, φάντασμα. Χθες, στη θέση του homo sacer βρέθηκαν οι ξεριζωμένοι προλετάριοι της Νέας Ορλεάνης, σήμερα τα εκατομμύρια των παραγκουπόλεων στον παγκόσμιο Νότο και των νεόπτωχων στον παγκόσμιο Βορρά. Αύριο, στη θέση αυτή θα βρίσκεται ή θα απειλείται να εκπέσει ένα πολύ μεγάλο, ίσως και πλειοψηφικό τμήμα των λαϊκών τάξεων. Σ’ αυτό το σκηνικό του ανελέητου κοινωνικού πολέμου, κάθε «ειρήνη» που επιβάλλεται από τις κυρίαρχες τάξεις είναι βίαιη και κάθε «βία» που επιστρατεύεται από τους κυριαρχούμενους αμυντική- άλλο θέμα αν είναι πολιτικά χρήσιμη ή επιζήμια.

3.Να περιφρουρήσουμε το κίνημα από την προβοκάτσια ή το κόμμα από το κίνημα;

Ισχυρές ομάδες στα ηγετικά επιτελεία της Αριστεράς (όχι μόνο σε ένα κόμμα) βρίσκουν σε τυφλά ξεσπάσματα βίας των διαδηλωτών ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογήσουν μια πολιτική διαχωρισμού από κάθε εκδήλωση του κινήματος που απειλεί να ξεφύγει από το σαβουάρ βιβρ της αστικής νομιμότητας. Κάθε τι που φέρνει τον αέρα της εξέγερσης, τους μυρίζει προβοκάτσια. Λες και μπορεί ποτέ να υπάρξει πραγματική κοινωνική παλλίροια που να μην φέρει στην επιφάνεια και σαβούρα του βυθού, λες και μπορεί να υπάρξει «επανάσταση όπου δεν θα σπάσει ούτε τζάμι» (!), εξέγερση όπου δεν θα δρουν και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών προσπαθώντας να την υπονομεύσουν από τα μέσα, ή λες και η επανάσταση του 1905 δεν ήταν επανάσταση επειδή μπροστά πήγαινε, κάποια στιγμή, ο παπα- Γκαμπόν ή λες και οι μπολσεβίκοι δεν ήταν μπολσεβίκοι επειδή βρέθηκε κάποτε στις γραμμές τους ο χαφιές Μαλινόφσκι.

Ασφαλώς, οι ομάδες αυτές έχουν δίκιο όταν λένε ότι ο παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος που έχουμε μπροστά μας απαιτεί υψηλό βαθμό οργάνωσης, πειθαρχίας και συνειδητότητας, μια συντεταγμένη μάχη που θα ξεπερνά τα τυφλά ξεσπάσματα και θα περιφρουρεί το κίνημα από τις παγίδες του αντίπαλου. Άλλο όμως περιφρούρηση του κινήματος από την πολιτική προβοκάτσια (που κι αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός κόμματος) κι άλλο περιφρούρηση του κόμματος από το κίνημα.

Όταν μια κομματική ηγεσία αρχίζει και βλέπει κάθε οιωνεί εξεγερτική εκδήλωση ως απειλή για την ηγεμονία της στο χώρο της Αριστεράς (και αυτό ακριβώς συμβαίνει με κάποιους σήμερα), όταν ανακαλύπτει «κέντρα» πίσω από κάθε άλλη αριστερή οργάνωση, τότε το ένστικτο της γραφειοκρατικής αυτοσυντήρησης έχει υπερνικήσει προ πολλού κάθε υπόλειμμα επαναστατικής τόλμης. Μια τέτοια ηγεσία μπορεί να αυταπατάται ότι θα επιβιώσει στο ασηπτικό περιβάλλον της κομματικής περιχαράκωσης, όπου δεν υπάρχουν επικίνδυνοι «ιοί», σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι όσο πασχίζει να κρατά μακριά τα καινά δαιμόνια, τόσο θα τα αναπαράγει σε διευρυμένη μορφή στο εσωτερικό της. Όσο κι αν κάνουν γαργάρα με τον «κομμουνισμό», δεν μπορούν να κρύψουν ότι οραματίζονται έναν κομμουνισμό χωρίς επανάσταση και μια ταξική πάλη διά πληρεξουσίων.

Εξίσου σαφής οφείλει να είναι, ωστόσο, η ρήξη της μαχόμενης Αριστεράς με τις αναρχικές λογικές της τυφλής βίας. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς η βία ήταν μαμή της ιστορίας, ποτέ μητέρα της. Η ουσία της κοινωνικής επανάστασης βρίσκεται όχι στο τι γκρεμίζει, αλλά στο τι χτίζει και δεν υπάρχει σοβαρή άρνηση χωρίς σταθερή θέση. Η καταστροφική, μηδενιστική εξέγερση είναι μια από τις δύο ψυχολογικές προδιαθέσεις του μικροαστού που απειλείται να καταστραφεί- η άλλη, η πιο συνήθης, που διαδέχεται την πρώτη, είναι η απάθεια και η δουλοπρέπεια. Η εργατική τάξη είναι η κατ’ εξοχήν δημιουργική τάξη της κοινωνίας και γνωρίζει από την πείρα της ότι η βία είναι το όπλο του αδύνατου, το όπλο αυτού που δεν μπορεί να ηγεμονεύσει και πρέπει να καταφύγει στο έσχατο μέσο εκτάκτου ανάγκης για να διασωθεί. Γι αυτό είναι ένα μαχαίρι δίκοπο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο προσωρινά, προσεκτικά και με προϋποθέσεις. Πάνω απ’ όλα, οι επαναστάτες δεν επιτρέπεται να λησμονούν τη συμβουλή του Νίτσε ότι όποιος συναναστρέφεται με τα τέρατα κινδυνεύει να γίνει τέρας κι όποιος κοιτά πολύ την άβυσσο κινδυνεύει να κάνει άβυσσο την ψυχή του.

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Για όσους λείπουν, για την Αριστερά που λείπει, Χριστούγεννα του 2010

Χριστουγεννιάτικο στολίδι που απεικονίζει κοσμοναύτη, ΕΣΣΔ, 1960, του Андрей Ю. Вуколов, με άδεια
 Creative Commons Attribution-Share Alike 3.0 Unported, via Wikipedia
 
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1971, ΤΟΥ 1972, ΤΟΥ 1973

της Έλενας Πατρικίου, από την ΕΠΟΧΗ, 24.12.10

Χριστούγεννα του ’71 στην Αθήνα. Ένα έλατο στο σαλόνι όπως πάντα μόνο με κόκκινες μπάλες. Η μαμά μου μαγειρεύει στο σπίτι και η Μαρία Κουλουφάκου μας έχει πάρει με την Γεωργία για βόλτα στο Κολωνάκι. Αγοράζουμε ένα λαχείο, καθόμαστε σένα παγκάκι στο παρκάκι του Αγίου Νικολάου κι ονειρευόμαστε όσα θα γίνουν αν κερδίσουμε. Γιατί αν κερδίσουμε, τότε σίγουρα θα πέσει η δικτατορία και θα γυρίσει ο Κώστας κι όλοι οι άλλοι από την εξορία και θα γυρίσει ο Τίτος κι όλοι οι άλλοι από το Παρίσι και όλα θα είναι αλλιώς. Αν κερδίσουμε το λαχείο.

Χριστούγεννα του ‘72 στο Παρίσι. Σε κάθε αλλαγή του μετρό (με κίτρινα τρυπημένα εισιτήρια και τα παλιά βαγόνια, που είχαν ξύλινα καθίσματα) ο Τίτος βρίσκει κάποιον γνωστό και πιάνει κουβέντα με τις ώρες για τα πολιτικά, ή τα κομματικά, ή τί έγραψε κάποιος στο «Temps Modernes». Στις παλιές Halles, που πηγαίναμε να πάρουμε γαλοπούλα, τα πόδια παγώνουν από το κρύο. Κι ύστερα ένα μικρό μαγαζάκι, μάλλον κάπου στη Μουφτάρ, πάντως σε ανηφόρα, τρία σκαλάκια και, μέσα σε ζεστές αναθυμιάσεις από μαχλέπι, ζάχαρη και βούτυρο, ένας γέρος Αρμένης θρονιασμένος σε ένα βουνό από κουραμπιέδες και τσουρέκια. Ατελείωτες ώρες σε καφενεία στο Καρτιέ, με το ρυθμικό ήχο από τα φλιπεράκια και τη βαβούρα των καυγάδων: καυγάδες με τους κοληγιαννικούς για τα λάθη και τί έγινε στην 12η ολομέλεια, καυγάδες με τους «αριστεριστές» και τις φαντασίες τους για ένοπλο αγώνα, καυγάδες (πιό μυστικοί αυτοί) μεσα στο ΚΚΕ εσωτερικού. Και κυρίως τί νέα ήρθαν από κάτω, ποιόν πιάσαν, ποιός έφυγε. Ο Δεσποτίδης με ένα μικρό γέλιο στα μάτια σχεδόν απειλητικό, ο Φίλιππος με μία τεράστια στάχτη που πάντα ισορροπεί στο τσιγάρο του ώσπου να το καπνίσει όλο (ένα θαύμα που δεν κουράστηκα ποτέ να θαυμάζω), ο Ελεφάντης πάντα συνοφρυωμένος, σαν να ήταν διαρκώς θυμωμένος με κάτι (ή εμένα μου φαινόταν έτσι;), ο Τσουκαλάς θεϊκά όμορφος και καλός, ο Πουλαντζάς με κάτι αλαφιασμένο πάνω του, που δεν ταίριαζε σε μεγάλο, ο Καβουριάρης με ένα χαμογελάκι σκεφτικό, που δεν ήξερες ποτέ αν συμφωνεί ή διαφωνεί και η Άννα, που ήταν κατηγορηματική και φοβιστική σαν κομμισάρια, ο Βεργόπουλος που έλεγαν ότι ήταν «γκεβαριστής», ο Ζουράρις σε άλλο τραπέζι με μιά κοπέλα όμορφη σαν την Άνοιξη του Μποτιτσέλι (ήταν η Μάγδα ή η Αλίσια;).

Κι ύστερα, αυτοί που δεν βλέπαμε στα καφενεία, αλλά σε σπίτια ή έξω από το Ινστιτούτο ή στην Σιτέ: η Ελένη Αντωνιάδου πάντα απίστευτα ευγενική και γλυκιά (αλλά με τον Κοληγιάννη και μέλος του γαλλικού Κ.Κ.), ο Μίκης στο «κουζινάκι», η Στέλλα Γεωργούδη που πάντα βιαζόταν, η Ασπασία Παπαθανασίου αν τύχαινε να περάσει από το Παρίσι, φανατική και καθόλου τραγική, ο Ρούσος Κούνδουρος, πολύ πιο επιβλητικός από τους άλλους Κούνδουρους, με όλη την αχλή του μυστηρίου απτα μισόλογα που δεν καταλάβαινα αλλά δεν τολμούσα να ρωτήσω (γιατί τον έβγαλαν χαφιέ, και τί σχέση είχε με τον Μπελογιάννη και τί είχε πει το Βουκουρέστι).

Καμία σχέση με το «Καφενείο Εμιγκρέκ» ή με όλες τις κοινοτοπίες για την «αντίσταση του Παρισιού», που ξαναβγήκαν εκδικητικά στη φόρα μετά τη σύλληψη του Γιωτόπουλου. Εκεί ήταν μια μεθυστική μυρουδιά ιστορίας, φτιαγμένη από ηρωισμούς και παρανομία και διαφωνίες και αναλύσεις, ανακατεμένη με τη μυρουδιά από τα Γκολουάζ και τα Ζιτάν και με γεύση παγωτό σοκολάτα που με κερνούσαν το ένα πίσω από το άλλο (κυρίως όσοι είχαν παιδιά στην Ελλάδα).

Κι ύστερα, όλη αυτή η πλούσια φωτοχυσία των δρόμων κι οι βιτρίνες των Γκαλερί Λαφαγιέτ, με τους μηχανικούς Άη Βασίληδες που μπαινόβγαιναν σε καμινάδες, μέσα σε εξωτικά ντεκόρ με ταράνδους και καλλικαντζαράκια και κάτι φάτνες σαν ζωγραφιές από βιβλίο που ζωντάνεψε, και οι Μπάρμπι με τα χυτά τους πόδια και τα υπέροχα ρούχα –καμία σχέση με τις κακόμοιρες βιτρίνες της Αθήνας και τα κακόγουστα στολίδια και τις χοντροκομμένες κούκλες στα ελληνικά μαγαζιά. Κι η Κομεντί Φρανσέζ, με τα βελούδα και τα κλειστά θεωρεία και την τεράστια σκάλα στο σκηνικό του «Μισάνθρωπου» και τα υπέροχα εκλέρ σοκολάτα και μόκα στο φουαγιέ –πού το φτωχικό «υπόγειο», με τα φθαρμένα μαξιλάρια στις πολυθρόνες και τα κοκ στο ψυγείο του μπαρ (κι όμως κάτι είχε το «υπόγειο» μέσα στη φτώχεια του, μια ένταση αλλιώτικη, μια αίσθηση πως είμαστε μαζί, εδώ, πως κάτι συντελείται). Κι οι άνθρωποι στο δρόμο, μέναν άλλο αέρα, με άλλες κινήσεις, με άλλα ρούχα, με άλλο γέλιο –πού οι άνθρωποι στην Αθήνα, με τα σκαμμένα πρόσωπα, τα κουρασμένα σώματα, τα φθαρμένα σακάκια, τις γελοίες φαβορίτες, τα ντεμοντέ χτενίσματα, στην Αθήνα όπου ακόμα ζητιάνευαν ανάπηροι από τον πόλεμο και την Κατοχή.

Χριστούγεννα του ’73 στο Παρίσι. Όλοι να συζητάνε αν τελικά ήταν ή δεν ήταν προβοκάτσια της χούντας ο Νοέμβρης και τί σκοπιμότητες εξυπηρετεί ο Παπαντρέου που μιλούσε για 500 νεκρούς, και πόσο θα σφίξουν τώρα τα πράγματα και τί θα γίνει στη Χιλή κι αν έπρεπε να βγουν τα 18 Κείμενα κι αν έπρεπε να κάνει έκθεση ο Κανιάρης στην Αθήνα... Ο Δεσποτίδης μάλλον ήδη ερωτευμένος με την Ειρήνη. Η Βάσια Καρκαγιάννη, μελαχρινή και πανέμορφη, να μοιράζει τις γαλλικές αφίσες που είχαν τυπώσει για το Πολυτεχνείο. Η Ρένα να ανησυχεί που έχω ξεσκολίσει το λεξιλόγιο της πόκας. Ο Καθαροσπόρης (πέθανε και δεν πρόλαβε να γυρίσει) να ψήνει τη γαλοπούλα. Ο μπαμπάς να μου εξηγεί γιατί ο Τεντέν είναι ρατσιστικό κόμικ και δεν πρέπει ποτέ-ποτέ να τον διαβάσω (και όντως δεν τον διάβασα ποτέ μου) κι ο Ηλιού να γελάει και να μου αντιπροτείνει τον Αστερίξ που είναι κατά του ιμπεριαλισμού. Η μαμά μου εγχειρισμένη στο Σαλπετριέρ, τελικά δεν θα μείνει ανάπηρη.

«Του χρόνου θα σφίξουν τα πράγματα». Όχι. Του χρόνου θα πέσει η δικτατορία. Του χρόνου η Αθήνα θα είναι πιο φωτεινή κι απ' το Παρίσι. Του χρόνου, όλη αυτή η ομορφιά των βλεμμάτων που φωταγώγησαν τον Νοέμβρη, θα σαρκωθεί σε μία πραγματική γιορτή.

Του χρόνου, όσοι λείπουν θα γυρίσουν.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Απ’ τον Δεκέμβρη της εξέγερσης στον Δεκέμβρη της πτώχευσης

Αγνώστου, η φωτογραφία από τον George Shuklin, via Wikimedia Commons. Ο δείκτης του ρολογιού με τον τίτλο «κομμουνισμός» ετοιμάζεται να κόψει το κεφάλι μιας καρικατούρας με το όνομα «κεφάλαιο». Η λεζάντα σημαίνει «Η τελευταία ώρα»
Πολιτικά και ψυχικά στιγμιότυπα της Ελλάδας 2008-2010

του Νίκου Ξυδάκη
από το Red NoteBook

Δεκέμβρης 2008 - Είμαστε εικόνα από το μέλλον

Ποιοι είναι οι «γνωστοί-άγνωστοι» της εξέγερσης; Ποιοι είναι οι κουκουλοφόροι ακτιβιστές των οδομαχιών; Αν είναι γνωστοί, γιατί δεν κατονομάζονται; Αν είναι άγνωστοι, γιατί δεν τους μαθαίνουμε;

H παρούσα νεανική εξέγερση κατέρριψε τα κλισέ περί δυο-τριών εκατοντάδων κουκουλοφόρων που κατοικοεδρεύουν στα Εξάρχεια. Οι χιλιάδες νεαροί με τα κουκουλο-φούτερ “χούντις” Nike και GAP,  σε όλη την Ελλάδα, ασφαλώς δεν ανάβλυσαν από τα μυθολογημένα Εξάρχεια. Οι περισσότεροι χούντις των Δεκεμβριανών είναι λυκειόπαιδα εύπορων και μικροαστικών οικογενειών, που έως την ιστορική πια Νύχτα του Αγίου Νικολάου δεν είχαν ιδέα πώς ανατρέπονται οι κάδοι και πώς προφυλάσσεσαι από τα δακρυγόνα. Το έμαθαν σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα. Η θεαματική είσοδος των λυκειακών χούντις στους δρόμους είναι το πρώτο και πιο εντυπωσιακό στοιχείο των Δεκεμβριανών ‘08.

Το δεύτερο καινοφανές στοιχείο είναι ο ρόλος των λούμπεν βανδάλων. Σε αυτό το άμορφο σύνολο αθροίζονται μικροποινικοί, παραβατικοί, πρεζάκια, τσιγγάνοι, μετανάστες, γηπεδο-συναυλιακοί χούλιγκαν, περιθωριακοί χωρίς καμία πολιτική συνείδηση. Τους ενώνει το σπάσιμο χωρίς επιλεκτική στόχευση, το μπάχαλο, το ντου, το μικροπλιάτσικο. Οι λούμπεν βάνδαλοι σπάνε  «ό,τι να’ ναι», αδιακρίτως, και έδωσαν τον τόνο σε αρκετά σημεία της Αθήνας, την περασμένη Δευτέρα. Αυτοί κυριάρχησαν σιωπηρά και το βράδυ της Τετάρτης στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, υπερισχύοντας ακόμη και επί των δυναμικών, πλην ευάριθμων και πολιτικοποιημένων αντεξουσιαστών, οι οποίοι ενώπιον του χάους των λούμπεν μετακόμισαν στη συνέλευση της ΑΣΟΕΕ. Οι αναρχικοί έχασαν το Πολυτεχνείο, το μυθικό τους Κάμελοτ, άπαρτο από το 1973.

Αυτούς τους λούμπεν τους εχω δει και στην Ιταλία και στη Γένοβα ―μάς έλεγε εμπειροπόλεμος αναρχικός, την Πέμπτη τα ξημερώματα― αλλά δεν τους είχα ξαναδεί σε τέτοια έκταση εδώ. Οι λούμπεν δεν υπακούουν σε καμία συλλογικότητα: έκλεβαν κινητά, κράνη και μοτοσυκλέτες από αναρχικούς, ακόμη και μέσα στο Πολυτεχνείο…

Τρίτο στοιχείο: το πλιάτσικο. Περισσότερο και από τους λούμπεν, στο πλιάτσικο επιδόθηκαν μετανάστες που δεν συμμετείχαν καν στα σπασίματα. Η Πατησίων λεηλατήθηκε από τέτοιους ανθρώπους: Είδα Πακιστανό με σαγιονάρα, να φοράει γούνα-λάφυρο, μας είπε αναρχικός ακτιβίστας.
Αλλοι γνωστοί-άγνωστοι; Ναι, μια ακαθόριστη ομάδα «γκρίζων» που κινείται στις διαδηλώσεις σε ρόλο προβοκάτορα: σπάει απρόκλητα εκτός στόχων, αρχίζει το πλιάτσικο κι ύστερα ξεγλιστράει, αφήνοντας πίσω τους νεοφώτιστους, τους άπειρους νεαρούς, οι οποίοι και συνήθως συλλαμβάνονται. Αυτοί οι «γκρίζοι» πιθανολογείται ότι χρωστούν κάτι στην αστυνομία από το παρελθόν ―σύλληψη για ουσίες, για μικροποινικά κ.λπ.― και δρουν, για κάποιο διάστημα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδιότυπης ομηρίας και ανταπόδοσης. Για κάποιους τουλάχιστον αυτοί οι «γκρίζοι» δεν είναι «άγνωστοι», και δεν είναι αναρχικοί.

Οι αναρχικοί; Σαραντάρης διανοούμενος αντεξουσιαστής, την Κυριακή των δακρυγόνων στον Λυκαβηττό, ενώ μας προσπερνούσαν εκατοντάδες έξαλλοι σπάστες, μας είπε: Τώρα το λόγο έχει η ξέφρενη μεταβλητή… Προφανώς είχε διαγνώσει τη φύση του πλήθους. Οι αναρχικοί δεν είναι οργανωμένοι και δεν είναι ενιαίοι ιδεολογικά: αναρχοκομμουνιστές, συμβουλιακοί, σιτουασιονίστ, κοινωνικοί οικολόγοι, πολιτικοί σπάστες, αυθόρμητοι μπάχαλοι, κ.λπ., χωρίς καν ενιαία στάση στη χρήση βίας. Τα σπασίματά τους πάντως, όταν συμβαίνουν, στρέφονται κατά στόχων με σαφή συμβολισμό: κρατικά κτίρια, τράπεζες, πολυεθνικές, ποτέ μικρομάγαζα και κτίρια κατοικιών.

Στις πρωτοφανούς εκτάσεως και διάρκειας ταραχές της περασμένης εβδομάδας, ακόμη και οι αναρχικοί «έχασαν την μπάλα», όπως μας είπαν. «Είδαμε μπροστά μας το όνειρο κάθε αναρχικού: το χάος. Και σαστίσαμε…» Οι συνειδητοποιημένοι αναρχικοί είναι μορφωμένοι· όταν δεν σπάνε, περνούν με άνεση από τον Ντοστογιέφσκι στον Αναγνωστάκη και τον Ντεμπόρ, από το dubstep στα ρεμπέτικα και στο noise, συζητούν για τη βακχεία της εξέγερσης, για τη  μέθη της βίας και τα όριά της. Αναγνωρίζουν προγόνους, συγχρωτίζονται με την Αριστερά και αλληλοεπηρεάζονται, βρίσκονται εντός κοινωνίας. Μετά τα τριάντα, συνήθως, αποσύρονται σταδιακά από το δρόμο. «Οι πιο υπέροχες στιγμές ήταν όταν κατεβαίναμε πιασμένοι χέρι-χέρι», άκουσα να εξομολογείται υποβλητικά η νεαρή αναρχική. «Δεν αντέχω πια τους “πρεζέουλες” της Δευτέρας που τρέχανε τρελαμένοι όπου γινόταν μπάχαλο. Βαρέθηκα τα όχι, θέλω να πω ναι, δεν γουστάρω άλλο θάνατο…».

Αλλά οι πολιτικοί αναρχικοί δεν δίνουν πια τον κυρίαρχο τόνο στα οδοφράγματα και τα σπασίματα· το κύμα των αυθόρμητων χούντις εφήβων και η αγέλη των λούμπεν απειλούν, αν δεν έχουν σπάσει ήδη, την ηγεμονία τους.

Δεκέμβρης 2008 - Πύλη προς το έλλογο

Δύο εβδομάδες μετά τη Νύχτα του Αγίου Νικολάου με το φόνο του 15χρονου Αλέξη και την πανελλαδική εξέγερση λυκειόπαιδων και άγριας νεολαίας, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου αρνείται πεισμόνως να αφουγκραστεί οτιδήποτε. Σαν να ζουν σε άλλη χώρα.

Σίγουρα δεν διαθέτουν τα αναλυτικά εργαλεία για να προσεγγίσουν τα καινοφανή υποκείμενα, τις πολυπολικές συγκρούσεις, τους εργαζόμενους νέου τύπου, τους ημιαποκλεισμένους, τους μικροαστούς που εξαθλιώνονται, τη μεσαία τάξη που ξεπέφτει. Οι συζητήσεις για τον βαθύ μετασχηματισμό της εργασίας και της σύστοιχης συνείδησης, για το μετασχηματισμό του λαού σε πλήθος, για τη νέα γενική διάνοια, για την πνευματική υπεραξία, για τους homo sacer λαθρομετανάστες, για τη βιοπολιτική, για την αυξανόμενη ενδοκοινωνική βία, για τη φθορά του δημόσιου χώρου, όλες αυτές οι συζητήσεις που ανάβουν εδώ και πολλά χρόνια, και είναι επείγουσες και αναγκαίες όσο ποτέ, ασφαλώς και δεν βρίσκονται στα ενδιαφέροντα του πολιτικού προσωπικού. Ασφαλώς. Η πολιτική ελίτ της χώρας επιδίδεται μόνο στη δράση: Πώς θα παραμείνει στην εξουσία.

Δεν μπορούν λοιπόν; Ναι. Και δεν θέλουν. Δεν θέλουν να καταβάλουν κανέναν κόπο για να σκεφτούν, πόσω μάλλον για να κατανοήσουν ή να ρισκάρουν δράση άλλη από την καθήλωση στην καρέκλα. Κι όταν ξεσπάσει κρίση; Οταν το πλήθος, που έως τώρα αγνοούσαν ή περιφρονούσαν, πάρει φωτιά από μια σπίθα; Ε, τότε το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναζητήσουν έναν φταίχτη εκεί έξω, έξω από τους ίδιους βεβαίως. Ενα εξιλαστήριο θύμα.

Στην περίπτωση των ταραχών, ο φταίχτης ήταν πάντα, στερεότυπα, οι γνωστοί – άγνωστοι, οι κουκουλοφόροι. Στην περίπτωση των σχολικών καταλήψεων και κινητοποιήσεων, φταίχτης ήταν πάντα οι υποκινητές της Αριστεράς. Τώρα, με την Greek Riot των λυκειόπαιδων της μεσαίας τάξης, των γονιών τους, αριστερών, φοιτητών, άγριων, αποκλεισμένων, λούμπεν, τώρα που τσουρουφλίζεται η Ελλάδα από οργή, τώρα που μυριάδες κραυγάζουν «φτάνει πια!», ποιος είναι ο φταίχτης; Η πολιτική ελίτ, κατάκοπη από σκάνδαλα, κορεσμένη από νεποτισμό, αποσυρμένη από την κόλαση του πραγματικού, η ίδια που ανέθεσε τη διαχείριση του κοινωνικού σε ειδικούς φρουρούς, βρίσκεται πια αντιμέτωπη με την κοινωνία. Και αφού δεν αναγνωρίζει καμία δική της ευθύνη, αναζητά υποκινητές, καθοδηγητές και συνοδοιπόρους. Ακριβώς με την ορολογία του Ψυχρού Πολέμου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σχηματισμός της Αριστεράς, σε οριακή επαφή με τα νεανικά κινήματα των τελευταίων ετών, κυρίως τα φοιτητικά, κλήθηκε να καταδικάσει τους εξεγερμένους συλλήβδην, κυρίως από εισαγγελείς–τηλεαστέρες. Οταν ο ηγέτης του Αλ. Αλαβάνος είπε ζυγισμένα, σαν γονιός, «δεν μπορώ να καταδικάσω ένα παιδί που πετάει μια πέτρα, και δεν είναι επαγγελματίας», μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκινεί, υποθάλπει, καθοδηγεί τους σπάστες – ήταν η ετυμηγορία της έξαλλης μιντιόσφαιρας, της πολιτικής ελίτ και του σταλινικού ΚΚΕ, το οποίο συνεπές στην παράδοσή του χαρακτηρίζει προδότες, πράκτορες και προβοκάτορες όποιους ξεφεύγουν από τη χειραγώγησή του – από τον καιρό των σταλινικών εκκαθαρίσεων αιρετικών, ετερόδοξων και συντρόφων στην περίοδο του Εμφυλίου και μετά, έως τους χαρακτηρισμένους σαν «προβοκάτορες» εξεγερμένους του Πολυτεχνείου ’73.

Η πραγματικότητα: Η κομματική Αριστερά δεν είχε καμία ουσιαστική επιρροή στο αυθόρμητο, διάχυτο και άμορφο πλήθος της δεκεμβριανής εξέγερσης. Ωστόσο, μεταξύ των αυτόνομων εξεγερμένων υποκειμένων με πολιτική συνείδηση και της οργανωμένης Αριστεράς πάντα υπήρχε μια άτυπη διαπίδυση, διαπίδυση ιδεολογικών αντιδικιών και αντιπαραθέσεων όμως, και όχι καθοδήγησης. Οι δε σημερινοί διάχυτοι «άγριοι», βάνδαλοι και λούμπεν, δεν επηρεάζονται καν από πολιτικούς αντιεξουσιαστές, πόσω μάλλον από «καθεστωτικούς» αριστερούς.

Η δαιμονοποίηση της Αριστεράς, σε όλο το φάσμα, από τους ευπειθείς πρώην ροζ ευρωκομμουνιστές έως τους αναρχικούς, συνιστά απειλή για τα θεμέλια της κοινωνίας. Ο δίαυλος του πολιτικού πρέπει να παραμείνει ανοιχτός· η οργή και η καταστροφική μανία να μετασχηματιστούν έλλογα, να εμπλουτίσουν την πολιτική κοινωνία. Η τυφλή απόρριψη μπορεί να ρίξει το εξεγερμένο πλήθος βαθύτερα στην απελπισία και τον μηδενισμό, απελευθερώνοντας πολύ πιο σκοτεινές δυνάμεις.

Γι’ αυτό το άμορφο πλήθος, η πολυμερής αντιφατική Αριστερά είναι προς το παρόν η μόνη πύλη εισόδου στο έλλογο. Αν κλείσει η πύλη, θα πλημμυρίσει η απόγνωση και η τυφλότης. Και τότε ανάμεσα στις φρουρούμενες επαύλεις της ελίτ και στους λυσσασμένους λούμπεν, θα μείνει ανυπεράσπιστη η απέραντη μεσαία τάξη, και τα παιδιά της με τα χούντις, δηλαδή όλοι μας.

Δεκέμβρης 2008 - Omnia sunt communia

Αυτή η χώρα δεν έχει μέλλον… Ή: No future. Η βαριά αυτή κουβέντα, με δύο τρόπους ειπωμένη, ακούγεται από δαφορετικούς άνθρώπους. Ο πρώτος τρόπος είναι ανθρώπων που δεν έχουν πολύ μέλλον, αλλά έχουν πλούσιο παρελθόν· μάλιστα, σε αυτή τη χώρα, την τώρα περιγραφόμενη ως ζοφερή, οι συγκεκριμένοι μεσήλικες ή ηλικιωμένοι άνθρωποι έκαναν προκοπή, φάγανε ψωμάκι, βολεύτηκαν· τώρα, ξινίζουν με την τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.

Ο δεύτερος τρόπος, ο οργισμένος, ανήκει σε ανθρώπους που έχουν άφθονο μέλλον· μάλλλον, οι νέοι έχουν όλο το μέλλον, και από αυτή την άποψη η διαπίστωση No Future ηχεί παράδοξα, σαν τζάμπα μεμψιμοιρία.
Και οι δύο τρόποι είναι περίβλημα μιας κοινοτοπίας· το μέλλον δεν εξαρτάται από διαπιστώσεις. Μα και οι δύο τρόποι εκφράζουν, στερεοτυπικά έστω, μια κοινή αγωνία· όχι για το άδηλο μέλλον, μα για το υλικότατο, το σωματικό παρόν, και το περιγράφουν σχεδόν όμοια: σκοτεινό, δυσοίωνο, νοσογόνο. Ενα παρόν που σαμποτάρει την «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος.

Εδώ ακριβώς, στην «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος, διαφορίζονται ηλικιωμένοι και νέοι. Κάθε ομάδα το εννοεί, το προσδοκά, το διεκδικεί αλλιώς. Οι ηλικιωμένοι το θέλουν χωρίς εκπλήξεις, κεκανονισμένο, μοιρασμένο, με προτεραιότητα στους ήδη έχοντες. Οι νέοι το θέλουν όλο, τίποτε λιγότερο.

Διελκυνστίδα. Τραβάνε οι έχοντες, από τη μια, τραβάνε οι θέλοντες, από την άλλη. Σταδιακά, κάποιοι διεκδικούντες περνάνε απέναντι, καινούργιοι προστίθενται στους μη έχοντες κ.ο.κ. Στο αδρό αυτό σχήμα βέβαια, οι κοινωνικές και ταξικές διαστρωματώσεις, δηλαδή η υλική συνθήκη, συχνά βαραίνουν περισσότερο από τις διαφορές ηλικιών. Η βιολογική-ψυχική συνθήκη, της νεότητος ή του γήρατος, δεν γέρνει μόνο αυτή τη ζυγαριά των στάσεων.

Ωστόσο, στο ηλικιακό φάσμα 15-25 μπορούμε να διακρίνουμε εναργέστερα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης κοινωνίας, ακριβώς διότι λόγω ηλικίας οι συμπεριφορές είναι αμεσότερες, λιγότερο διαμεσολαβημένες και υστερόβουλες. Η επισφάλεια λόχου χάριν, στην εργασία και στο κοινωνικό πλασάρισμα, η τυραννία του καταναλωτισμού και της καριέρας, ο χυδαίος υλισμός, ο ατομοκεντρισμός, ο κομφορμισμός, είναι τα βασικά στοιχεία που επιβάλλονται στη νεολαία. Στην εικονογραφία της διαφήμισης ο νέος σκιτσάρεται στερεοτυπικά σαν χαζοχαρούμενο πρόβατο που πραγματώνει την ύπαρξή του εκλιπαρώντας περισσότερες μονάδες για το κινητό με αργκό βελάσματα, καταβροχθίζοντας αυτιστικά γκέιμ και γκάτζετ, κουρέματα και piercing. Η ελευθερία του περιγράφεται σαν κατανάλωση στυλ. Στη νεότητα επιτρέπονται μόνο ασθητικές ακρότητες· είναι εμπορευματικό συμβάν, είναι τάργκετ γκρουπ. Στην πράξη, μέγα μέρος του μαζικού ποπ εμπορεύματος παράγεται βάσει αυτών των προδιαγραφών, δηλαδή των προεξοφλημένων αναπαραστάσεων για τη νεότητα: από τα μούλτιπλεξ και τα φαστοφουντάδικα έως το packaging των γκάτζετ, των ρούχων και των ταινιών.

Στην πράξη επίσης, η νεολαία, συμπιεσμένη ανάμεσα σε υπέρμετρες προσδοκίες και ταπεινές δυνατότητες, εξεγείρεται. Οι τσακισμένες χαρές καθρεφτίζονται σε σπασμένες βιτρίνες ― κάπως έτσι περιέγραψε τη βιωματική-πολιτική ανάδυση των νέων υποκειμένων και το νέο habitus, ένας Ελληνας ανθρωπολόγος αυτής περίπου της γενιάς. Ξαφνικά ο ανέμελος καταναλωτής, το πρόβατο των φροντιστηρίων, ο καταθλιπτικός της τερατώδους ανεργίας, o λοιδωρούμενος ως γραφικός emo, κάγκουρας, χουλιγκάνι, φύτουλας, μεταλάς και ράστα, όλες οι δήθεν φυλές, σπάνε τα στερεότυπα που τους κρατούν φυλακισμένους στην απάθεια και την αυτοανάλωση, σπάνε τη διάψευση και την κατάθλιψη, σπάνε τα όρια του πωλούμενου χωροχρόνου που τους αναλογεί, και απαιτούν το δημόσιο όλον, το παρόν, το εδώ και το τώρα, μουρμουρίζουν ή κραυγάζουν, χωρίς ενσυνείδητη μνήμη ίσως, αλλά με τρομερό ένστικτο, ένστικτο αυτοσυντήρησης πρωτίστως, αλλά και έντστικτο αναγνώρισης, χειρονομούν: το αρχαίο omnia sunt communia. Ολα. Η διαφήμιση, η υποκριτική νεολατρεία, η σχολική αγωγή, η οικογενειακή ανατροφή, όλοι τους τάζουν όλα, τους τα υπόσχονται, τα κρεμάνε δόλωμα, από το γυμνάσιο έως την μακρόσυρτη ένταξη στην αλυσίδα παραγωγής. Ολα. Αυτό ζητούν.
Η θραύση της βιτρίνας προσδοκιών και υποκρισίας από τη σημερινή γενιά 15-25 είναι το πέρασμά τους στον δημόσιο βίο με τους δικούς τους όρους, είναι η υπέρβαση της κατανάλωσης και του οικόσιτου πρόβατου, το άνοιγμα προς την δύσκολη ελευθερία του λύκου, είναι κατάκτηση του δικού τους habitus, αντιφατικού και εύθραυστου, δυσχερούς, όμως δικού τους. Αυτό κανείς δεν τους το υποσχέθηκε, κανείς δεν τους το χάρισε, κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει.

Δεκέμβρης 2009 - Πώς μιλάμε το συμβάν


Ενα χρόνο ακριβώς από την περσινή νύχτα του Αγίου Νικολάου, ο Δεκέμβρης 2008 πλανάται ακόμη αδέσποτος, ακατάτακτος, ακατανόητος. «Ο Νοέμβρης ανήκει σε όλους, ο Δεκέμβρης δεν ανήκει σε κανέναν», έγραφε προσφυώς ένα πανώ στην πρόσφατη πορεία για το Πολυτεχνείο. Πράγματι, ο σκοτεινός Δεκέμβρης του 2008, ως συμβολικό και πολιτικό συμβάν, δεν διεκδικείται ευθέως από κανέναν, πλην των αντισυστημικών αριστερών και, κυρίως, των αναρχικών-αντεξουσιαστών, αλλά κι εκεί ακόμη με κρίσιμους διαφορισμούς, μεταξύ των “πολίτικος” και των ποικίλων μπάχαλων, ως προς το περιεχόμενο και το νόημα.

Οσο μένει σκοτεινός, και εν πολλοίς ανεπιθύμητος, θα μένει και ακατανόητος· δηλαδή, ένα συμβάν μη οργανικό, ασύνδετο με τα πριν και τα μετά, άχρηστο, ανωφελές, μια μέλαινα οπή στο ιστορικό συνεχές. Eνα ρήγμα. Υπάρχουν όμως ιστορικά συμβάντα ανωφελή ή άχρηστα για την κριτική σκέψη; Ισως υπάρχουν, για μια ορισμένη σκέψη, που μπορεί μόνο να κατακρίνει ή να παινεύει, να εναγκαλίζεται ή να απορρίπτει ― αλλά αυτή η σκέψη δεν είναι κριτική, δεν είναι καν σκέψη, είναι κουβεντολόι περί γούστου, είναι εργαλειακός λόγος υπέρ συμφερόντων και μηχανισμών κυριαρχίας. Η κριτική σκέψη ζητά πάνω απ’ όλα να κατανοήσει· να αναλύσει μηχανισμούς, να διαβάσει πολυεπίπεδα την πραγματικότητα, να αφουγκραστεί τα μη φωνητά, να εξηγήσει. Ακόμη κι όταν το συμβάν τελείται εν θερμώ, όταν βρίσκεται εν τω γεννάσθαι.

Να πώς προσέλαβε το ελληνικό συμβάν ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού: «[...] Ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν τη νεολαία από ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό –και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός– αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν, γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει και τις ίδιες» (Καθημερινή 29.11.09, συνέντευξη στον Π. Παπακωνσταντίνου).

Η συζήτηση για τον Δεκέμβρη δεν έγινε, τουλάχιστον με τέτοιους αναλυτικούς όρους. Αρα λιγοστά ώς τώρα είναι τα φανερά πνευματικά οφέλη μας, ως κοινωνίας, από αυτή τη μείζονα διαταραχή. Εντούτοις πολιτικά ο Δεκέμβρης έδρασε καταλυτικά, μολονότι δεν διατύπωσε κανένα αίτημα, κανένα πρόγραμμα: αποσυναρμολόγησε μια ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, δίχασε την Αριστερά, αιφνιδίασε τους διανοούμενους, συνήγειρε τη νεολαία, ξάφνιασε και εντέλει αναδίπλωσε τη μεσαία τάξη των γονιών.
Εμφανή χαρακτηριστικά ήταν ο θυμός, η εκδραμάτιση, η ορμητική κατάληψη της σκηνής, η πρωταρχική κραυγή των νέων («είμαστε κι εμείς εδώ, θέλουμε κάτι να γίνει, ό,τι να ‘ναι»), η αγωνιώδης απαίτηση του παρόντος, η άμορφη, χαοτική διεκδίκηση ενός άμορφου μέλλοντος, ένας ρομαντισμός στις παρυφές του μηδενισμού. Αυτά, ως περιγραφή· η ανάλυση θα έπρεπε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο. Για να προσεγγίσουμε, τουλάχιστον, τις πηγές του θυμού, της κραυγής, του μηδενισμού· πού έφταιξαν, πού φταίξαμε, οι γονείς της σοσιαλίζουσας ευημερίας, της βαλτωμένης Μεταπολίτευσης, οι γονείς που συγχέουν το ηθικό με το νόμιμο, και τη δημοκρατία με τη μεζονέτα. Η ανυπακοή των νέων μπορεί να πηγάζει από την καταρράκωση του κύρους των γονιών τους, από το αξιακό κενό που κληρονομούν, από την κακομαθησιά και την ευτέλεια που παραλαμβάνουν και αβγατίζουν ― αναρωτιέμαι.

Αυτή η κριτική προσέγγιση έλειψε, όσο γνωρίζω. Αντ’ αυτού, είδαμε διανοούμενους γονείς της μεσαίας τάξης να κραδαίνουν δάφνες αριστεροσύνης και Πολυτεχνείου, να κομίζουν διδακτισμό και αφορισμούς, απέναντι στα ερωτήματα του ασύλληπτου παρόντος. Μάλιστα, οι μοντέρνοι αριστεροσυντηρητικοί, θεμελιωτές και ωφελημένοι του μεταπολιτευτικού consensus, παραγωγοί κυνισμού και νεποτισμού, είναι οι πιο άτεγκτοι επικριτές της αταξίας, είναι αυτοί που αρνούνται στις νεότερες γενιές, στα παιδιά τους, τη διερώτηση επί του ισχύοντος συστήματος, αυτοί που λένε στα παιδιά τους ότι μόνη πολιτική δράση είναι η συμμετοχή σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικά έργα. Η αλλαγή τελείται άπαξ, και ετελέσθη από εμάς, τους γονείς, το ’73-’74 και το ‘81· τι γυρεύετε εσείς τώρα; Μα αυτός ο νεοευσεβισμός, αυτή η υποκρισία των γονιών του καναπέ, πώς μπορεί να μιλήσει στις καρδιές και τα μυαλά των νέων, των νέων όποιας εποχής; Δεν μπορεί.

Ακόμη δεν θέλουμε να μιλήσουμε το συμβάν.

Δεκέμβρης 2009 - Aπονομιμοποίηση

Οι θεαματικές ασυνέχειες του ελληνικού κράτους έχουν βαριές συνέπειες για την κοινωνία: βγάζουμε τα μάτια μας. Οδηγημένες μόνο από το πάθος τους για την εξουσία, τυφλές και ράθυμες, οι εγχώριες ελίτ έχουν εξορίσει κάθε πολιτική επεξεργασία των πολλών και ακανθωδών προβλημάτων, κάθε σκέψη με ιστορικές απαιτήσεις, κάθε πολιτική δράση που απαιτεί ειλικρίνεια και ανάληψη ρίσκου. Η κοινωνία και τα σύνθετα προβλήματά της αντιμετωπίζονται με τεχνικές επικοινωνίας, με εργαλειακή σκέψη, με τεχνοκρατική νοοτροπία ― εντελώς απολιτικά όλα αυτά.

Η συρροή σκανδάλων, η δομική διαφθορά που κατατρώει τη διοίκηση και το κοινωνικό σώμα, η ανικανότητα και το ψεύδος, έχουν απογυμνώσει τις ηγεσίες από την πολιτική νομιμοποίηση, την απολύτως αναγκαία για να ζητήσουν συναίνεση και θυσίες, σε μια ιστορική καμπή. Ο πρωθυπουργός σε κάθε υπουργικό συμβούλιο καλεί την τηλεόραση και εμμέσως απευθύνει διάγγελμα στον λαό. Εχει όμως το σθένος και το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο, ώστε να συνεγείρει τον δύσθυμο λαό, να τον καλέσει σε συστράτευση για εθνική και κοινωνική ανασυγκρότηση, να ζητήσει θυσίες, να ξεβαλτώσει η χώρα και να επιχειρηθεί η φυγή προς τα εμπρός; Αυτό τον σκοτεινό Δεκέμβρη του ’09, δεν φαίνεται πιθανό τέτοιο ενδεχόμενο.

Η οικονομική κρίση επιστέφει την πολυδιαπιστωμένη πολιτική κρίση, οξύνει την ήδη σοβούσα κοινωνική κρίση, δείχνει ακόμη πιο δραματική την κρίση θεσμών και αξιών. Κάποια από τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης του περσινού Δεκέμβρη παραμένουν ίδια, σκοτεινά και απαράλλαχτα ― παρότι διάφοροι φαιδροθλιβεροί καθηγητίσκοι επιμένουν ότι αυτό το συμβάν δεν συνέβη ποτέ. Η δύσθυμη μεταδημοκρατία, με τις αρχαϊκές αδυναμίες και τον υπερμοντέρνο ζόφο, δεν άλλαξε επειδή άλλαξε κυβέρνηση. Τα μεσαία στρώματα πλήττονται από την κρίση και φοβούνται τα χειρότερα· τα κατώτερα στρώματα τρέμουν τη διολίσθησή τους προς τον αποκλεισμό. Και στα μάτια μεγάλου μέρους της νεολαίας το κράτος και η ηγεσία του έχουν πλήρως απονομιμοποιηθεί· αυτό, μεταξύ άλλων, φέρνει και άγνοια κινδύνου, έλλειψη φόβου, αποκοτιά, αφέλεια, διογκωμένο ναρκισσισμό, αυτοκαταστροφικές τάσεις, μηδενισμό.

Το ερεθισμένο νευρικό σύστημα της νεολαίας, παραπαίον ανάμεσα σε ναρκισσιστικούς συναγερμούς και μελαγχολικές βυθίσεις, επηρεάζει αντινομικά την υπόλοιπη κοινωνία των ενηλίκων, ήδη αποσταθεροποιημένη και έμφοβη. Δικαίως. Οχι μόνο επειδή πολλές πηγές δυσθυμίας είναι κοινές, αλλά και γιατί αυτοί οι νέοι αλληλεπιδρούν άμεσα με τις καταγωγικές τους οικογένειες. Εξ ου και οι νενανικές υπερβάσεις, οι ακρότητες και οι αστοχίες, δεν καταδικάζονται αναλόγως αυστηρά από όλους. Οσοι είναι γονείς, κατά τεκμήριο, δείχνουν άλλη κατανόηση, άλλη ανοχή.
Κατανόηση, ανοχή: ιδού τα καταχωμένα, φθαρμένα θεμέλια της δυσθυμούσας κοινωνίας μας. (Θα πρόσθετα: και αυτοπειθαρχία και αυτοσεβασμός, αλλά ας μείνουμε στα πρώτα.) Την κατανόηση ας την εννοήσουμε και ως συμπάθεια, ως ενσυναίσθηση: να μπορούμε και να θέλουμε όχι μόνο να καταλάβουμε αλλά και να συναισθανθούμε, να συμπονέσουμε και να μοιραστούμε. Με διατρέχει μια εμμονή με αυτή την έννοια, αυτή τη στάση, εκ του ρομαντισμού αντλούμενη· θεωρώ ότι είναι πυλώνας του συλλογικού βίου ελεύθερων ανθρώπων. Μαζί, η ανοχή, κληρονομιά ελευθεριακή και φιλελεύθερη, διαφωτιστική.

Αυτή η κληρονομιά, αυτή η ηθική και ιστορική στάση λείπει σήμερα. Ποτισμένοι από κανιβαλικό ατομικισμό, νάρκισσοι και μόνοι, υποταγμένοι και ετερόνομοι, ανήμποροι να αφουγκραστούμε τους γόνους μας, απρόθυμοι να αναλάβουμε ευθύνες και ρίσκα, βλέπουμε τη συλλογική ζωή να βουλιάζει στη διαφθορά και την απάθεια, και αντιδρούμε με εργαλειακούς σπασμούς, λέμε ότι για το χάλι μας φταίει το spread ομολόγων και η διεθνής κερδοσκοπία. Δεν φταίνε αυτά. Εμείς φταίμε.

Iανουάριος 2010 - Tikkun olam


Ο χρόνος της εορτής, πυκνός, έμφορτος συμβολισμών, καθώς εξέπνεε μάς έσυρε σαν ζόμπι στις αγορές για δώρα και ψώνια τελετουργικά, κι ύστερα ενόσω τα ρολά κατέβαιναν και τα ταξί λιγόστευαν, γύρω από τραπέζια και εστίες, αναδύθηκε νικητήριο νέο πνεύμα, μια λάμψη, μια υπενθύμιση: ο βαθύς χρόνος, ο χρόνος πριν τον χρόνο, και μαζί η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον κόσμο, να τον διορθώσουμε και να τον επαναφέρουμε, όχι μόνο παλαιό αλλά και ριζικά καινούργιο, ωραίο και τρομερό. Σαν το Tikkun olam της Καμπάλα, μεσσιανικό και βαθιά επαναστατικό.

Φεβρουάριος 2010 - Αντίο παλιέ κόσμε


Κανένα Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κανένα σχέδιο διάσωσης από το Βερολίνο ή τις Βρυξέλες δεν μπορεί να μάς σώσει από τους εαυτούς μας, δεν θα αλλάξουν το υπόδειγμα διοίκησης, τον τρόπο διαβίωσης, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας, συλλογικά και ατομικά.
Ξανά: Το ζητούμενο δεν είναι να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε εις το διηνεκές, να σπαταλάμε, να σωρεύουμε, να δανειζόμαστε εν απληστία και εν αφροσύνη. Το ζητούμενο είναι να απαλλαγούμε απ’ όλο αυτό το υπόδειγμα βίου, που στηρίζεται σε παλαιές βεβαιότητες, στις βεβαιότητες της διαρκούς προόδου, της διαρκώς διαστελλόμενης ανάπτυξης, της διαρκούς επέκτασης, της αυτοτροφοδούμενης κερδοφορίας. Αυτές οι βεβαιότητες, καταγόμενες εκ της Βιομηχανικής Επανάστασης και του ντετερμινισμού του 18ου-19ου αιώνα, έχουν κλονιστεί καίρια και από την επιστήμη και από τον ιστορικό- επιστημομολογικό στοχασμό ― προ πολλού. Δεν είναι καν βεβαιότητες, είναι δοξασίες, στις οποίες εναποθέτουν τη μοίρα τους οι μάζες· ενόσω κάποιοι illuminati σωρεύουν πλούτο και εξουσία.

Ο πλούτος δεν παράγεται από τον εαυτό του. Οι πηγές και η ενέργεια δεν είναι ανεξάντλητες. Ο κόσμος δεν είναι άπειρος. Ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος και κλειστός, μια μοναχική μπλε σφαίρα στο απροσπέλαστο (προς το παρόν) διάστημα. Η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτρέπει τον πόλεμο ― το αντίθετο. Το κυριότερο: ζούμε σε έναν κόσμο όπου αυτές οι γνώσεις μπορούν να γίνουν κτήμα του καθενός· οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική αναπτύχθηκαν από το στρατιωτικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για δικά τους οφέλη, αλλά η διασπορά τους στις κοινωνίες άλλαξε ραγδαία τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τον χρόνο, δημιούργησε φαντασιακές κοινότητες, μετασχημάτισε τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, επιτάχυνε την ιστορία, περισσότερο ίσως και από την τυπογραφία ή την ατμομηχανή.

Αυτή η νέα επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης αναδύεται δραματικά με την παγκοσμιοποίηση, παράλληλα με την κατίσχυση της ιδεολογίας της απληστίας, ιδεολογίας της ακατάσχετης συσσώρευσης πλούτου με κάθε τίμημα. Μια νέα γενική διάνοια [general intellect].

Μια νέα γενική διάνοια κυοφορείται δύσκολα, επώδυνα, στα έγκατα της κοινωνίας, βουβά, με πρόδρομες αναταράξεις, σαν αχνές αναγγελίες σεισμού. Οι νέοι, γεννημένοι με Ιντερνετ και κινητά, καλωδιωμένοι από τα γεννοφάσκια τους, γαλακτισμένοι στο κυβερνοσύμπαν, αφουγκράζονται εναργέστερα αυτό το επερχόμενο κύμα. Είναι οι μόνοι άλλωστε που μπορούν να ζουν στις φαντασιακές κοινότητες του Δικτύου ―Ελληνες, Αργεντίνοι και Νεοζηλανδοί συμβιώνουν στην ίδια guild του World of Warcraft ή βελτιώνουν τον κώδικα του Firefox― και ταυτοχρόνως να βγαίνουν στον φυσικό χώρο, στην ένυλη πραγματικότητα, με άνεση, φυσικοί και χαλαροί, νεοχίππυς, τοπικοί σαμάνοι και πολίτες του κόσμου μαζί, glocal υποκείμενα.
Ο παλιός κόσμος, αγκυλωμένος ακόμη στο παλαιό παράδειγμα της διαρκούς υλικής συσσώρευσης, της υλικής κυριαρχίας και της υποταγής, πλέει μέσα στην άγνοια, την αδράνεια, την αδιαφορία. Ετσι κινούνται η Ελλάδα, η Ευρώπη: μέσα σε ένα κλειστό αυτοαναφορικό σύμπαν, περίκλειστες και αδρανείς, με βραχεία όραση, αντλώντας από στερεότυπα του παρελθόντος. Ετσι κινούμαστε, και τούτη την ώρα της κρίσης. Διψώντας για περισσότερο δανεικό χρήμα, για περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα γκάτζετ με μπαταρίες, ενέργεια, νερό, χώρο, δημητριακά, βοδινό, υβρίδια, μεταλλαγμένα, υπηρέτες, λαθρομετανάστες, τοξικά, χωματερές, αστυνομίες, κάμερες επιτήρησης, γκέτο, φαβέλες, μίσος.

Less is more: Τη σοφία τούτη, σοφία των αρχαίων μυστικών, μάς την ξαναπρόσφερε ο μοντερνισμός στον 20ό αιώνα· ο αρχιτέκτων Mies van der Rohe την διατύπωσε σε λόγια, και την εφάρμοσε υπέροχα στη Neue Nationalgalerie του Βερολίνου. Το λιγότερο είναι περισσότερο ― θα μπορούσε να το ‘χει πει ο Ηράκλειτος. Να τι μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ευαισθησίας για τις κοινωνίες, τις ζωές μας, το οικοσύστημα, τον μικρό μπλε πλανήτη.

Η Ελλάδα δυο φορές σε έναν χρόνο βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος υπερμοντέρνα: τον Δεκέμβρη ’08, με το βίαιο ξέσπασμα του φαντασιακού, και τώρα, με την καινοφανή κατάρρευση μιας ευημερούσας χώρας του ευρώ. Και τις δύο φορές η Ευρώπη και όλοι είδαν στην ελληνική περίπτωση τα σημάδια ενός κόσμου που αναδύεται, τρομερός και καινούργιος.

Απρίλιος 2010 - Με ματωμένα χείλη


Kαθώς ο χρόνος σέρνεται πυκνός και ταχύς, βαρύς και βασανιστικός πάνω στο πετσί μας, με κυκλώνουν όλο και πιο έντονα τα αισθήματα του τρομερού καινούργιου, της βίας που φωλιάζει μας στο αναδύομενο νέο. Η ανακαίνιση του κόσμου θα προέλθει μέσα από καταστροφή. Το ψυχανέμισμα τούτο δεν είναι φόβος, είναι περισσότερο μια στάγδην επίγνωση.
Αν το παλιό μάς οδήγησε σε αυτή την παρακμή, η ανάδυση του καινούργιου θα απαιτήσει να απαλλαγούμε από παλιά βάρη και συνήθειες, να αφήσουμε πίσω τον παλαιό χιτώνα, σαν φιδοπουκάμισο. Ο χιτώνας είναι σάρκινος, αποκολλάται με οδύνες· ο χιτώνας είναι μέρος του εαυτού, του ατομικού και συλλογικού, είναι η συνήθεια, είναι σώμα μας. Ο παλιός εαυτός μάς χάρισε χαρές, απολαύσεις, απατηλές έστω, προτού μάς οδηγήσει στο χαμό. Αλλά τώρα πρέπει να τον αποχωριστούμε.

Πίσω από την αγωνία και τον μετεωρισμό, πίσω από τις αναλήψεις μετρητών στις τράπεζες και τα άδεια μαγαζιά με τα κηδειόσημα “Ενοικιάζεται”, βρίσκεται αυτός ο παλιός εαυτός που αφήνουμε πίσω, ο εαυτός που συνηθίσαμε ν’ αγαπάμε, ο καθρέφτης μας, καθρέφτης αμεριμνησίας και αόμματης προόδου. Ηταν το σπίτι μας.

Με δαγκωμένα χείλη, λοιπόν. Γνωρίζοντας ότι το μέλλον μπορεί να εμφανίζεται σαν σωρός ερειπίων, και ότι παρ’ όλ΄αυτά, οφείλουμε να προσχωρήσουμε σε αυτό το σκοτεινό μέλλον, δεν έχουμε άλλη οδό, παρά την οδό της αποκατάστασης, της καταστροφής και της ανακατασκευής. Προσωρινοί κάτοικοι, νοικάρηδες του κόσμου, χρεωμένοι εντούτοις με το καθήκον της ανακατασκευής του.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Του κουφού την πόρτα... σπάστε την

Παλιά πόρτα σπιτιού στο Ισπαχάν, του Fabien Dany - www.fabiendany.com, με άδεια Creative Commons Attribution-Share Alike 2.5 Generic
 
Καρτερός Θανάσης
ΑΥΓΗ, 21/12/2010
 
Επιτύχαμε έναν άθλο και γράφετε ιστορία, είπε μεταξύ άλλων στους βουλευτές του ο Γιώργος Παπανδρέου. Για να τονώσει το ηθικό τους, γιατί άρχισε να τους τρομάζει κι αυτούς του έρμους το αίμα των αθώων και των ίδιων τους των δεσμεύσεων στα χέρια τους. Και για να υπογραμμίσει πώς γράφεται η ιστορία και πώς επιτυγχάνεται ο άθλος δεν άφησε κανέναν να μιλήσει. Όταν είμαστε σε πόλεμο -κι αυτό επίσης δικό του είναι- τότε πυροβολούμε, δεν μιλάμε... If it is to shoot, shoot, don't talk, που έλεγε κι ο Ίστγουντ σε ένα σπαγγέτι γουέστερν.
Εν τέλει, μπροστά σε μια τέτοια στάση, μένει κανείς αμήχανος. Δεν ξέρει τι να πει... Χάνουν οι λέξεις, ακόμα και οι βρισιές, το νόημά τους και η πολεμική γίνεται πουκάμισο αδειανό. Ο άνθρωπος δεν ακούει, είναι κουφός, πώς το λένε. Ψηφίζει με διαδικασία ψεκάστε - σκουπίστε  - τελειώσατε ένα νομοσχέδιο συμφοράς και διάλυσης για τις εργασιακές σχέσεις. Την ίδια στιγμή επιβάλλει ένα εφιαλτικό προϋπολογισμό. Την ίδια στιγμή οργανώνει συναντήσεις εν ονόματι της συναίνεσης. Και την ίδια στιγμή, ενώ εκατομμύρια απεργούν και δεκάδες χιλιάδες διαδηλώνουν, διατυμπανίζει στο εξωτερικό ότι οι Έλληνες στηρίζουν την πολιτική του. Και αντέχουν...

Αυτή η αμηχανία που προκαλεί η κουφαμάρα του είναι μεγάλο πρόβλημα. Αν σε κάποιον μιλάς και όχι απλώς δεν καταλαβαίνει, αλλά δεν ακούει καν, τότε τι κάνεις; Αν οι άνθρωποι στενάζουν, φωνάζουν, βρίζουν, ουρλιάζουν κι αυτός δεν ακούει; Αν τα γεγονότα φωνάζουν, προειδοποιούν, ουρλιάζουν κι αυτός δεν ακούει; Αν τα πολιτικά αυτιά του είναι γαϊδουρινά όταν πρόκειται για τους επαίνους της Μέρκελ και του Στρος Καν και λιλιπούτεια όταν πρόκειται για τους κατοίκους της ίδιας του της χώρας, αν η Ελλάδα παραλύει από τις απεργίες, η διαμαρτυρία σπάει τύμπανα κι αυτός δεν ακούει παρά μόνο χειροκροτήματα για τον άθλο, τότε τι γίνεται; Ποιες επιπτώσεις μπορεί να έχει η εκλεκτική κουφαμάρα του σε όσους ψάχνουν κάποιο τρόπο για να ακουστούν;

Αυτό πρέπει να το σκεφτούν καλά όσοι επικρίνουν εκείνους που απεργούν τέτοιες μέρες. Οι ακραίες αντιδράσεις θα είναι τόσο πιο πυκνές όσο πιο κουφός αποδεικνύεται ο αυτουργός του άθλου. Κι αφού δεν ακούει τα χτυπήματα στην πόρτα, δεν είναι φυσικό κάποια στιγμή κάποιοι να την γκρεμίσουν;

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Συνδικάτο Τύπου, όχι «τύποις» Συνδικάτο


«Στους άρρωστους καιρούς, τρελοί οδηγούν τυφλούς», λέει ο σαιξπηρικός ήρωας  Έντγκαρ στον βασιλιά Ληρ. Η αποστροφή ταιριάζει γάντι σε ορισμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες στον χώρο του Τύπου, και κυρίως στην ΕΣΗΕΑ. Ανίκανη να αντιληφθεί ότι διανύουμε «άρρωστους καιρούς», και όχι μόνο στον Τύπο, ενδύεται το ζουρλομανδύα και τραβά τους τυφλούς ή εθελοτυφλούντες δημοσιογράφους προς το βάραθρο της ανυποληψίας αν όχι της οριστικής ανυπαρξίας και –σε σωματειακό και συνδικαλιστικό επίπεδο– της ολοκληρωτικής καταστροφής. Τα παραδείγματα της προκλητικά καθυστερημένης ή ανύπαρκτης δράσης και παρέμβασης της Ένωσης στα μύρια όσα, που επωμίζονται να υπομείνουν μεμονωμένα οι δημοσιογράφοι στο σύνολο του Τύπου, πληθαίνουν επικίνδυνα.

Στον όμιλο Αλαφούζου η πλειοψηφία της διοίκησης της ΕΣΗΕΑ άφησε τους εργαζόμενους εντελώς εκτεθειμένους στην εργοδοτική τρομοκρατία. Οι μαζικές απολύσεις σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, όπως ο ΑΝΤ1, ή σε εφημερίδες, όπως το «Βήμα» και τα έντυπα του Πήγασου, δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως, ενώ το ζήτημα της αντίδρασης υψηλά ιστάμενων στελεχών ή ακόμη και απλών συντακτών –μελών πάντα της ΕΣΗΕΑ– στο ενδεχόμενο ή στην προκήρυξη απεργίας από την Ένωση, στα «μαγαζιά» όπου ανακύπτουν μονίμως προβλήματα παραπέμπεται μονίμως στις ελληνικές καλένδες και ουδέποτε στην αρμοδιότητα των Πειθαρχικών Συμβουλίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κλήση δύο συντακτών του «Βήματος» για εξηγήσεις στο Πρωτοβάθμιο, καθώς εκκρεμεί ακόμη η διερεύνηση ευθυνών για τις κάλπες της 29ης Σεπτεμβρίου. Τότε, ομάδα συντακτών και αρχισυντακτών της εφημερίδας πρωτοστάτησε στο να στηθεί κάλπη αποδοκιμασίας της ΕΣΗΕΑ και της κήρυξης 48ωρης απεργίας συμπαράστασης στους απολυμένους διοικητικούς υπαλλήλους του ΔΟΛ, προκειμένου, τάχα, να μην αναστείλει την έκδοση του ημερήσιου φύλλου ο εκδότης Σταύρος Ψυχάρης. Ο ίδιος ο εκδότης είχε θέσει ωμά το εκβιαστικό δίλημμα: «Είτε καταδικάζεται η ΕΣΗΕΑ, και οι συντάκτες με στηρίζουν, είτε κλείνω το ημερήσιο φύλλο». Η υπόθεση ακόμη δεν έχει φτάσει στην κρίση του Πειθαρχικού, περίπου τρεις μήνες μετά το συμβάν.

Απολύσεις, πλήρης επέκταση επισφαλών μορφών εργασίας, όπως είναι η ανασφάλιστη ή η παρεχόμενη μέσω δελτίου παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκι), αιφνιδιαστικές περικοπές αμοιβών και λουκέτα είναι ο Γολγοθάς και για τους συντάκτες των περιοδικών ή τους τεχνικούς της τηλεόρασης και της ραδιοφωνίας. Το σωματείο των τελευταίων, η ΕΤΕΡ, είχε το θλιβερό «μνημονιακό» προνόμιο να είναι το πρώτο που είδε να καταρρέει η δήθεν «προκλητικά ευνοϊκή» συλλογική της σύμβαση στον ΟΜΕΔ, που ακολούθησε, με θρησκευτική Μνημονίου ευλάβεια, τις κυβερνητικές επιταγές για πλήρη ισοπέδωση των απολαβών και εξάλειψη των κατεκτημένων μισθολογικών ωριμάνσεων.

Στο πεδίο των διοικητικών υπαλλήλων που εργάζονται στον Τύπο, η ΕΠΗΕΑ μετρούσε διαρκώς θύματα-απολυμένους σε πολλά «μαγαζιά», με μεγαλύτερο σφαγείο εκείνο το οποίο στήθηκε για περίπου τρεις μήνες στον ΔΟΛ, με 62 ανθρώπους από τις διοικητικές υπηρεσίες να απολύονται. Το ίδιο εφιαλτικό σκηνικό μαζικής και καταναγκαστικής εξόδου εργαζομένων διαμορφώθηκε και στον Πήγασο και μάλιστα την ίδια χρονική περίοδο.Με λουκέτο απειλείται η Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδας (ΕΦΕ), που αντιμετωπίζει οξύτατα οικονομικά προβλήματα, ενώ οι φωτογράφοι βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα κάθε φορά που εκτίθενται σε ρεπορτάζ, όπως στις πρόσφατες διαδηλώσεις, καθώς αποτελούν στόχο τόσο των αστυνομικών όσο και μερίδας εξοργισμένων διαδηλωτών.

Χαίνουσα πληγή παραμένει το καθεστώς εργασίας στα «νέα Μέσα» του Διαδικτύου, όπου οι συνθήκες εργασίας (αμοιβές που μόλις αγγίζουν τα 300 ευρώ, δεκάωρη και πλέον ανασφάλιστη απασχόληση επί επταήμερο, πλήρης περικοπή αδειών και εξάλειψη και μόνο της ιδέας για κινητοποίηση ή σωματειακή οργάνωση – και με ευθύνη των Ενώσεων, κυρίως της ΕΣΗΕΑ), τείνουν να γίνουν καθεστώς και για τις υποτιθέμενες νέες ηλεκτρονικές εκδόσεις των μεγάλων εφημερίδων. Ας ανοίξουν, επομένως, τα μάτια τους και ας ξαναβρούν την όρασή τους οι «τυφλοί» καθοδηγούμενοι εργαζόμενοι του Τύπου, προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο που θα ξεπερνά τον προβληματικό, όπως έχει καταστεί, κατακερματισμό τους σε διαφορετικά, 13 τον αριθμό, σωματεία. Το μοντέλο έχει δείξει τα όριά του και στη λειτουργία του Διασωματειακού, που η σύγκλησή του και η αποφασιστική του παρέμβαση εξαρτώνται, σχεδόν αποκλειστικά, από τις βουλές της ΕΣΗΕΑ. Οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν ήδη ότι έχει σημάνει η ώρα για ενιαίο Συνδικάτο Τύπου.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Σλαβόι Ζίζεκ: Πιστεύω ότι πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτή τη λέξη.


Συνέντευξη στον  Πέτρο Παπακωνσταντίνου (από την “Καθημερινή”,12.12.10)

Αν και απολύθηκε για τις αιρετικές απόψεις και τον πολιτικό ακτιβισμό του υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων από το καθεστώς του Τίτο, ο Σλαβόι Ζίζεκ παρέμεινε πιστός στον αριστερό ριζοσπαστισμό.

Ισορροπώντας επιδέξια πάνω στο τεντωμένο σχοινί που συνδέει τη μαρξιστική πολιτική οικονομία με τη λακανική σχολή της ψυχανάλυσης, ο Σλοβένος διανοητής απέκτησε παγκόσμια φήμη όταν μεταφράστηκε στα αγγλικά το μείζον φιλοσοφικό έργο του «Το υψηλό αντικείμενο της Ιδεολογίας» (ελληνική έκδοση: Scripta, 2006).

Σήμερα, ο Ζίζεκ θεωρείται ένα είδος «σούπερ σταρ» των ανθρωπιστικών επιστημών. Τα πολυάριθμα βιβλία του γίνονται κατά κανόνα μπεστ σέλερ, όπως επιβεβαίωσε και το τελευταίο έργο του που μεταφράστηκε στα ελληνικά «Βία - Εξι λοξοί στοχασμοί» (Scripta, 2010).

Τα αμφιθέατρα που τον φιλοξενούν σε διάφορα σημεία του κόσμου ξεχειλίζουν από κόσμο που έλκεται από τον Ζίζεκ – ζωηρό ρήτορα, ο οποίος συνδυάζει τον Χέγκελ με τον Φρόιντ, τις αναφορές στον «Τιτανικό» και στο «Ψυχώ» με τα ανέκδοτα από τη Σοβιετική Ενωση και τους Εβραίους της διασποράς.

Την ερχόμενη Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου, ο Σλαβόι Ζίζεκ θα δώσει διάλεξη στην Αθήνα με θέμα «Ζώντας στην εποχή των τεράτων», προσκεκλημένος από το Αριστερό Βήμα (αμφιθέατρο Μ. Α. Χ., Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 11.30 π. μ.).

Με αφορμή τη διάλεξη αυτή, ο Σλοβένος διανοούμενος μίλησε στην «Κ» για την παγκόσμια οικονομική κρίση, τα διλήμματα της Ευρώπης και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Αριστερά.

Η κρυφή γοητεία του κινεζικού μοντέλου και η Δύση

– Ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου, «Ζώντας στους έσχατους καιρούς», παραπέμπει σε σκηνικό Αποκάλυψης. Πιστεύετε πραγματικά ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός, που αναδείχθηκε θριαμβευτικός με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αγγίζει κάποια έσχατα όρια;
– ΄Οχι με την έννοια της επικείμενης κατάρρευσης. Αποτελεί, δυστυχώς, θεμελιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλισμού το γεγονός ότι κάθε φορά που φτάνει σε κάποια φαινομενικά «έσχατα» όρια, καταφέρνει να ανασυγκροτηθεί και να επιστρέψει δριμύτερος. Αυτό περιγράφει και η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το δόγμα του σοκ» κι αυτό περίπου γίνεται, νομίζω, και στην Ελλάδα, όπου η χρηματοπιστωτική κρίση αξιοποιείται ως ευκαιρία για τη διαμόρφωση ενός αγριότερου είδους καπιταλισμού. Επομένως, οι παλιές, αριστερές προσδοκίες ότι η κρίση θα οδηγήσει αυτόματα σε ριζοσπαστικοποίηση αποδεικνύονται φρούδες.

Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι παραμένω κατά κάποιο τρόπο απαισιόδοξος με έναν ορισμένο τρόπο. Πιστεύω ότι μια ορισμένη εποχή του καπιταλισμού φτάνει όντως στο τέλος της. Προκειμένου να επιβιώσει, το σύστημα πρέπει να γίνει πιο «οργανωμένο», εξασθενίζοντας τη Δημοκρατία. Μέχρι τώρα, ο καπιταλισμός είχε τουλάχιστον ένα καλό στοιχείο, ότι η ομαλή αναπαραγωγή του προωθούσε τη Δημοκρατία. Μπορεί, βέβαια, σε κάποιο σημείο να χρειαζόταν τη δικτατορία, όπως στη Χιλή ή στην Ανατολική Ασία, αλλά όταν η μηχανή έπαιρνε μπροστά, γεννούσε μια ακατανίκητη ορμή προς τη Δημοκρατία. Λοιπόν, αυτή η λογική νομίζω ότι στις μέρες μας εξαντλείται. Αναδύεται ένα νέο είδος αυταρχικού καπιταλισμού, που δεν αφορά μόνο την Κίνα και την Ανατολική Ασία, αλλά και τη Δύση.

– Μου λέτε δηλαδή ότι, αν και μέχρι τώρα η Δύση ήλπιζε ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κίνα θα φέρει κάποια στιγμή τη Δημοκρατία, μπορεί κάλλιστα να συμβεί το αντίστροφο: Το μοντέλο του κινεζικού, αυταρχικού καπιταλισμού να επιδράσει καθοριστικά στην ίδια τη Δύση.

– Δυστυχώς! Κι αυτό είναι το μάθημα που θα πάρουμε, αν δούμε την τρέχουσα οικονομική κρίση ως ιστορικό τεστ. Δεν δείχνει μήπως η εμπειρία ότι οι ασιατικές χώρες με τα αυταρχικά καθεστώτα είναι εκείνες που άντεξαν καλύτερα τη δοκιμασία της κρίσης; Το 2009 η Σιγκαπούρη είχε ανάπτυξη-ρεκόρ και η Κίνα δεν έμεινε πίσω.

Το δεύτερο σημείο που ήθελα να τονίσω είναι το εξής: ΄Οταν πολλοί, ακόμη και οι αριστεροί επικριτές της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, μιλούν για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, λησμονούν ότι πρόκειται για ιδεολόγημα και όχι για πραγματικότητα. Η ιδέα ότι η οικονομία αυτορρυθμίζεται και ότι το κράτος υπάρχει μόνο για να εγγυάται την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, είναι εξωπραγματική. Αυτό που βλέπουμε τελευταία είναι ολοένα και ισχυρότερος κρατικός παρεμβατισμός, σε Αμερική και Ευρώπη, με τρισεκατομμύρια δολάρια να διοχετεύονται για τη διάσωση της οικονομίας.

Παραγωγικός καπιταλισμός

– Το αόρατο χέρι της αγοράς χρειάζεται τη σιδερένια γροθιά του κράτους…
– Ακριβώς! Δεν θέλω να δώσω την εντύπωση του απλοϊκού, φανατικού αντικαπιταλιστή. Ο καπιταλισμός είναι το πιο παραγωγικό σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο κρατικός κομμουνισμός απέτυχε οικτρά. Σήμερα όμως βλέπουμε τα ιστορικά όρια του συστήματος. Δείτε τι συμβαίνει με τους μετανάστες, με τις νέες μορφές απαρτχάιντ. Εδώ βλέπουμε το ιστορικό όριο της Δημοκρατίας. Για τον Μαρξ, η πολιτική, νομική ισότητα ήταν όρος για την οικονομική εκμετάλλευση. Σήμερα όμως πλησιάζουμε ένα νέο στάδιο, όπου η ανισότητα θεμελιώνεται και στο πολιτικό, νομικό επίπεδο. Το παράδοξο του συστήματος είναι ότι, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ανάδειξη του «Ενός Κόσμου», πολλαπλασιάστηκαν τα καινούργια, ορατά και αόρατα τείχη σε όλη τη Γη, από τις φαβέλες μέχρι τη Δυτική Οχθη.

Η εθνική αναδίπλωση δεν μπορεί να είναι λύση

– Ο νέος κόσμος δεν είναι, δηλαδή, «επίπεδος», όπως τον ήθελε ο Τόμας Φρίντμαν, αλλά κατακερματισμένος.

– Το παράδοξο αυτού του νέου κόσμου είναι ότι ο πολιτικός κατακερματισμός του αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική του ενοποίηση. Κι εδώ θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε έναν κίνδυνο, που ελλοχεύει, πιστεύω και στις γραμμές της Αριστεράς. Κρίσεις σαν κι αυτές που πλήττουν σήμερα την Ελλάδα και αύριο θα πλήξουν οπωσδήποτε και τις ανεπτυγμένες χώρες (κι ας δημαγωγούν πολλοί για τους «σπάταλους» Ελληνες), δημιουργούν τον πειρασμό να πούμε: Ορίστε, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι όργανο του παγκόσμιου κεφαλαίου, επομένως χρειαζόμαστε ένα ισχυρό έθνος–κράτος για να μας προστατέψει.

– Οντως, η τάση αυτή είναι ισχυρή.

– Ωστόσο, τη θεωρώ επικίνδυνη, γιατί από οικονομική άποψη ο κόσμος όντως ενοποιείται. Το να αποσυρθεί κανείς στο παλιό κράτος–έθνος, θα οδηγήσει όχι σε λιγότερη, αλλά σε πιο βάναυση εκμετάλλευση των εργαζομένων.

– Γιατί θέτετε το ζήτημα με απόλυτους, διαζευκτικούς όρους; Γιατί πρέπει κανείς είτε να ανήκει στη σημερινή Ευρωζώνη είτε να γίνει Αλβανία του Χότζα;

– Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να το θέτουμε απόλυτα και ότι μπορεί να συνιστώ κάτι προβληματικό. Είχα μια παρόμοια συζήτηση με τον Σαμίρ Αμίν, που μου είπε ότι μπορείς να είσαι ανεξάρτητος, αλλά να έχεις σχέσεις με τους άλλους. Εντάξει, αλλά ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Αν δείτε όλες τις υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, από τη Ρωσία και την Κίνα μέχρι το Ιράν, δεν προσφέρονται για έμπνευση.

– Η Σουηδία δεν έχει ευρώ και η Νορβηγία δεν ανήκει καν στην Ε.Ε.
– ΄Οπως και η Ισλανδία, που ήταν ανεξάρτητη, αλλά υπέστη ακόμη χειρότερη κρίση. Το ζήτημα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο· θυμίζει το ερώτημα του Φρόιντ –τι θέλει η γυναίκα; – στο οποίο δεν υπάρχει απάντηση. Η θέση μου είναι ότι πρέπει να παλέψουμε για μια άλλη Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή έχουμε τρία διαθέσιμα μοντέλα, που διεκδικούν την ηγεμονία: το φιλελεύθερο - αγγλοσαξονικό, το ασιατικό - αυταρχικό και το πιο περίπλοκο λατινοαμερικανικό - λαϊκίστικο. Δεν νομίζω ότι μας ταιριάζει κάποιο από αυτά και δεν θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο όπου αυτά τα τρία μοντέλα θα είναι τα μόνα διαθέσιμα. Η Ευρώπη μπορεί να αποτύχει, αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να υπερασπιστούμε πλευρές του κεκτημένου της. Πρόσφατα διάβαζα μελέτη ενός Σουηδού μαρξιστή, ο οποίος υποστήριζε ότι, παρά την πίεση του νεοφιλελευθερισμού, η χώρα του έχει διατηρήσει τον μικρότερο βαθμό εισοδηματικών ανισοτήτων, της τάξης του 6:1 ή του 7:1. Μάλιστα, σε πείσμα των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, το κοινωνικό κράτος όχι μόνο δεν εμπόδισε τη Σουηδία να είναι ανταγωνιστική, αλλά την ανέβασε σε μία από τις τρεις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης.

Το σύστημα δεν θέλει στοχαστές, μόνο ειδικούς

– Στο βιβλίο σας «Βία», που έγινε μπεστ σέλερ φέτος στην Ελλάδα, γράφετε: «Τι είδους κόσμος είναι αυτός, που εμφανίζεται ως κοινωνία της ελεύθερης επιλογής, αλλά όπου η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική λύση στην επιβληθείσα συναίνεση είναι η έκρηξη οργής; (…) Η αντιπολίτευση στο σύστημα δεν μπορεί να εκφρασθεί ως ρεαλιστική εναλλακτική λύση, ούτε καν ως έλλογο ουτοπικό σχέδιο, αλλά μόνο ως ανορθολογική έκρηξη». Δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί αυτή η θέση ως δικαιολόγηση της τυφλής βίας;

– ΄Οχι, καθόλου. ΄Ισα-ίσα, λέω πως θα καταλήξουμε σ’ αυτή τη μίζερη «εναλλακτική λύση», που δεν είναι εναλλακτική λύση, αν παραμείνουμε μέσα στα όρια του συστήματος. Κι αυτό γιατί το σύστημα σήμερα δεν δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί, μέσα από θεσμικά κανάλια, όλη αυτή η δυσαρέσκεια που συσσωρεύεται στην κοινωνία. Υπάρχει ένα «πλεόνασμα δυσαρέσκειας», που εκρήγνυται κάθε τόσο με τα καμένα αυτοκίνητα στο Παρίσι ή με άλλες μορφές αυτοκαταστροφικής βίας. Θυμάμαι τις βουλευτικές εκλογές του 2005 στη Βρετανία. Στην προεκλογική περίοδο, το BBC έκανε μια τηλεφωνική δημοσκόπηση με το ερώτημα ποιος ήταν ο πιο μισητός άνθρωπος στη χώρα. Κέρδισε ο Τόνι Μπλερ. Δύο εβδομάδες αργότερα, κέρδισε και στις εκλογές.

Νομίζω ότι το σύστημα αντιλαμβάνεται αυτό το πλεόνασμα δυσαρέσκειας και προσπαθεί να αποκλείσει προληπτικά κάθε προσπάθεια να βρει έλλογη έκφραση. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την προσπάθεια πλήρους ιδιωτικοποίησης των ανθρωπιστικών σπουδών, π. χ. σε Βρετανία και Γαλλία. Μας λένε ανοιχτά: Αν θέλετε ανθρωπιστικές σπουδές, αναζητήστε σπόνσορες στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για μια επίθεση στην ίδια την ελευθερία της σκέψης. Γι’ αυτό είμαι τόσο αντίθετος στη λεγόμενη μεταρρύθμιση της Μπολόνια για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Το σύστημα λέει ανοιχτά ότι δεν θέλει στοχαστές, που να σκέφτονται για τις ρίζες των προβλημάτων, αλλά ειδικούς. ΄Εχεις κάποιο πρόβλημα; Φώναξε τον ειδικό να στο λύσει. Αυτό είναι τραγωδία!

Μαρξισμός, ψυχανάλυση και η επικαιρότητα


– Παρά τη χωρίς προηγούμενο κρίση του συστήματος, η Αριστερά φαίνεται ανίκανη να επωφεληθεί, αντιθέτως είναι η αυταρχική, ξενοφοβική Δεξιά, που ενισχύεται σε πολλές περιπτώσεις.
– Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Πιστεύω ότι η παραδοσιακή αντίθεση μετριοπαθούς Δεξιάς - μετριοπαθούς Αριστεράς δίνει στις μέρες μας τη θέση της στην αντίθεση πολιτικής - μεταπολιτικής: στον ένα πόλο, της μεταπολιτικής, βρίσκεται ο τεχνοκρατικός, εκσυγχρονιστικός πόλος των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων εξουσίας και στον άλλο, της «πολιτικής του πάθους», οι ριζοσπαστικές τάσεις, όπου όμως κυριαρχούν οι εθνικιστικές δυνάμεις της Δεξιάς. Αλλά εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά: να εκφράσει τις ριζοσπαστικές διαθέσεις για μια θεμελιώδη, συνολική αλλαγή, αντί να συνεχίσει να καθηλώνεται σε έναν συντηρητικό ρόλο, διατήρησης των κοινωνικών κεκτημένων, όπως δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει σήμερα. Αν δεν το πράξει, οι συνέπειες θα είναι μοιραίες. Δείτε τι συμβαίνει στη Μέση Ανατολή: γιατί έχουμε αυτή τη μεγάλη διάδοση του φονταμενταλισμού; Γιατί η κοσμική Αριστερά, παρά τη μεγάλη δύναμη που είχε στο παρελθόν –σε πολλές αραβικές χώρες υπήρξαν πολύ ισχυρά Κ. Κ. – απέτυχε να δώσει ένα διαφορετικό όραμα, εξαφανίστηκε και άφησε ανοιχτό το πεδίο στις θρησκευτικές, αντιδραστικές δυνάμεις.

– Στο βιβλίο σας «Προς υπεράσπιση των χαμένων υποθέσεων» ισχυρίζεστε ότι, μετά το υποτιθέμενο «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» που κηρύσσει το μεταμοντέρνο, έμειναν μόνο δύο θεωρίες, πιστές σε μια στρατευμένη έννοια της αλήθειας, ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση. Ωστόσο, ούτε ο ένας, ούτε η άλλη, ούτε ο προβληματικός γάμος τους φαίνεται να διανύουν μια δεύτερη νεότητα.
– Σωστά, αλλά δεν βλέπω τίποτα το ενοχλητικό εδώ πέρα. Αντίθετα, θα έλεγα ότι τα ερωτήματα που γέννησαν τον μαρξισμό και την ψυχανάλυση εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ. Η οικονομική κρίση και ο ανορθολογισμός του καπιταλισμού προσδίδουν στον μαρξισμό μια έντονη επικαιρότητα.

Από την άλλη πλευρά, ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανούς σεξουαλικής ελευθερίας, όπου όλα επιτρέπονται εκτός από την παιδεραστία, αλλά αυτό δεν μας οδηγεί σε μεγαλύτερη απόλαυση –αντίθετα, πολλαπλασιάζονται τα άγχη, η κατάθλιψη– και αυτό είναι το αντικείμενο της ψυχανάλυσης. Μιλώντας γενικότερα, από τη δική μου οπτική γωνία βλέπω τον κομμουνισμό όχι ως απάντηση, αλλά ως το όνομα του προβλήματος. Και το πρόβλημα που γέννησε τον κομμουνισμό είναι πάντα εδώ!

– Πώς όμως μπορεί η κομμουνιστική ιδέα να αποσυνδεθεί στο φαντασιακό των ανθρώπων από την ιστορική εμπειρία του σταλινισμού;
– Ασφαλώς, η Αριστερά οφείλει να επεξεργαστεί κριτικά την εμπειρία του σταλινισμού και να δώσει εξηγήσεις – κάτι που δεν κάνει, όσο κι αν διαρρηγνύει τα ιμάτιά της, η φιλελεύθερη σκέψη. Από εκεί και πέρα, ορισμένοι θεωρούν ότι ο όρος κομμουνισμός κηλιδώθηκε τόσο από τον κομμουνισμό, ώστε η Αριστερά πρέπει να αναζητήσει υποκατάστατα, π. χ. στην «καθολική χειραφέτηση», «ριζοσπαστική δημοκρατία» ή κάτι ανάλογο. ΄Οχι, δεν συμφωνώ. Πιστεύω ότι πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτή τη λέξη. Γιατί το πρόβλημά μας σήμερα δεν είναι η δημοκρατία, είναι η έννοια του «commons», του κοινού, δημόσιου αγαθού, εναντίον της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησής του – είτε στη μορφή της φύσης είτε στη μορφή της πνευματικής παραγωγής.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΟΥΜΕ
ΤΟ ΘΥΜΟ ΜΑΣ


ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2010
ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ
ΜΑΖΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΙΣ ΠΟΡΕΙΕΣ

ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΠΙΣΩ
ΙΣΟΠΕΔΩΝΟΥΝ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΚΑΤΑΡΓΟΥΝ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ-
ΣΧΟΛΕΙΑ-ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΔΟΥΛΙΚΑ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΔΝΤ

 

ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΠΙΣΩ ΤΑ ΜΕΤΡΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ΤΟ ΔΝΤ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΤΟ
ΥΠΗΡΕΤΕΙ

 

ΔΕΝ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ
ΕΜΕΙΣ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΟΥΣ

 

ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ
ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ




ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΡΓΑΤΗ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ
(Fragen eines lesenden Arbeiters)

Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δεν βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τα’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα –
Ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν,
πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιους
θριαμβεύσανε οι Καίσαρες; Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του; Ακόμα και στη μυθική
Ατλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους
καλούσαν.

Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες.
Μονάχος του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η Αρμάδα του
βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Εφτάχρονο τον Πόλεμο. Ποιος
άλλος τόνε κέρδισε;

Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;

Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;

Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες.
(
Μπέρτολτ Μπρεχτ, 1935)

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Υπάρχουν προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη


Κοιτάζω τούτη την πόλη
που την περικύκλωσαν
τα φρούρια
αυτή που με γέννησε
και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένα φώτα


Μιχάλης Κατσαρός
«Κατά Σαδδουκαίων»


Τα νέα χαρακτηριστικά της αριστεράς του 21ου αιώνα γεννήθηκαν ως δυνατότητα τις δεκαετίες του 1990 και 2000 μέσα από μια σειρά πυκνά και εμβληματικά γεγονότα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της 10ετίας του 1970, τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα που συγκλόνισαν την Ευρώπη και τον κόσμο είχαν αναδιπλωθεί, ενώ συνεχιζόταν η έμπρακτη αμφισβήτηση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, που έλαβε μαζικές διαστάσεις με το κορυφαίο εργατικό κίνημα της «Αλληλεγγύης» στην Πολωνία. Το 1989 επισημοποίησε την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού μέσα στη γενική λαϊκή κατακραυγή. Κατά τον Εντουάρντο Γκαλεάνο προσκληθήκαμε τότε σε μια κηδεία αλλά ο εκλιπών δεν ήταν δικός μας. Ο νεοφιλελευθερισμός απέκτησε κοινωνικά ερείσματα και εμφανιζόταν ανίκητος στην Ευρώπη. Παρ’ όλ’ αυτά, τα δεδομένα άρχισαν ν’ αλλάζουν ξανά με το τέλος του 20ού αιώνα.

Νέα κινήματα, νέες ιδέες στην Ευρώπη και την Λατινική Αμερική

Στη Γαλλία, που αποτελεί σημαντικό εργαστήριο παραγωγής ιδεών και νέων μορφών συλλογικής δράσης στην Ευρώπη, διαμορφώνονται τα νέα επίδικα και οι αντίστοιχες μαζικές κινητοποιήσεις, χαρακτηριστικές της νέας εποχής.
Το 1986 ξεσπά το κίνημα της «Άνοιξης μέσα στο Χειμώνα» ενάντια στο σχέδιο νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση στη Γαλλία, που μετά τη δολοφονία του αλγερινής καταγωγής φοιτητή Malik Oussekine, παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Το σχέδιο νόμου αποσύρεται.
Το 1987 ιδρύεται η Αγροτική Συνομοσπονδία (La Conf) με στόχο μια αγροτική πολιτική που να λαμβάνει υπόψη το περιβάλλον, τους καλλιεργητές και τους καταναλωτές. Είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Αγροτικού Συντονιστικού και της Via Campesina, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αγροτών με 90 οργανώσεις μικρών και μικρομεσαίων παραγωγών, αγροτών και κοινοτήτων ιθαγενών στην Ασία, την Αφρική, την Αμερική και την Ευρώπη (2005). Η Via Campesina συναντά το οικολογικό κίνημα, το κίνημα των Χωρίς Γη, και τα κινήματα κατά των παγκόσμιων οργανισμών που κατευθύνουν την αγροτική παραγωγή και θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των τροφίμων και τη διατροφική επάρκεια στον πλανήτη.
Το 1993 ιδρύεται η AC για ν’ αγωνιστεί ενάντια στην ανεργία, την προσωρινότητα και τον αποκλεισμό, με τη συμμετοχή ανέργων, προσωρινά εργαζομένων, μισθωτών, συνταξιούχων και συναφών οργανώσεων.
Το 1994 η κυβέρνηση Balladur προωθεί τη «Σύμβαση για την ένταξη στην Αγορά Εργασίας» των νέων (CIP) ή «Σύμβαση προς το Συμφέρον του Εργοδότη» (SMIC), όπως ονομάστηκε από το μαζικό κίνημα εναντίωσης συνδικάτων, φοιτητών, μαθητών, το οποίο κερδίζει την απόσυρση της ρύθμισης.
Το κίνημα του Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 1995 στη Γαλλία ενάντια στο «Σχέδιο Juppι» για μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, εκφράστηκε με εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους (2.200.00 στις 12 Δεκεμβρίου) και απεργίες συγκρίσιμες με εκείνες του Μάη του ’68 (6 εκατ. μέρες απεργίες στο δημόσιο, τον ευρύτερο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα), υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο.
Το 1997 ξεκινά η ίδρυση της ATTAC με το άρθρο του Ignacio Ramone στη Μonde Diplomatique «Αφοπλίστε τις Αγορές» και στόχους τον έλεγχο των χρηματαγορών με την επιβολή του φόρου Tobin, τη ρύθμιση της παγκόσμιας οικονομίας, τη διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου, την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων, τη μεταρρύθμιση των διεθνών οργανισμών (ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) και την προάσπιση δημόσιων υπηρεσιών και κοινωνικών αγαθών.
Στη 10ετία 1990 τα Συνδικάτα SUD – Αλληλέγγυα Ενωτικά Δημοκρατικά (Solidaires Unitaires Dιmocratiques) ανανεώνουν το Γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα και δημιουργούν ένα νέο πόλο απέναντι στις 5 συνομοσπονδίες.
Στη δεκαετία του 1990 μαζικοποιούνται τα κινήματα των Χωρίς Φωνή, της Στέγης για τους Αστέγους και γενικά για την Κατοικία, καθώς και των Χωρίς Χαρτιά. Η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους είναι στην ημερήσια διάταξη στα κινήματα του τέλους του 20ού αιώνα.
Ταυτόχρονα, οι αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής, αναδεικνύουν τις τεράστιες ανισότητες και τη στυγνή εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων και ανθρώπων και αποσταθεροποιούν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην περιοχή. Στη Λατινική Αμερική, με το Λαϊκό Μέτωπο του Αλιέντε, με το ένοπλο κίνημα των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και του Φαραμπούτο Μαρτί στο Σαν Σαλβαδόρ, με τα λαϊκά – λαϊκιστικά κινήματα που ανέτρεψαν συντηρητικές κυβερνήσεις σε Εκουαδόρ και Βραζιλία, με το κίνημα των αποκάτω κατά του ΔΝΤ στην Αργεντινή, τέλος με τις νέες αριστερές κυβερνήσεις σε Βολιβία και Βενεζουέλα, δοκιμάζεται η νέα στρατηγική της συνάντησης πολυσχιδών κοινωνικών κινημάτων, των ευρύτατων λαϊκών μετώπων ανάμεσα στους καταπιεσμένους και οι δυνατότητες μιας προοδευτικής ή/και αριστερής εξουσίας.
Τα ιθαγενικά κινήματα έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο. Οι Ζαπατίστας από την Τσιάπας του Μεξικού διαδίδουν τις αξίες της Αλληλεγγύης, της Αντίστασης και της Αξιοπρέπειας, όπως παίρνουν σάρκα και οστά στο κίνημά τους, το οποίο αναγνωρίζει και αναζητεί τα κοινά στοιχεία ενός παγκόσμιου «εμείς» (nosotros) των καταπιεσμένων. Ταυτόχρονα, επιχειρούν μορφές «καλής διακυβέρνησης» -ένα είδος αντιεξουσίας των κοινοτήτων που οικοδομείται γύρω από την αρχή «κυβερνάμε υπακούοντας»
 Το 1999 το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα εμφανίζεται δυναμικά και αντιπαρατίθεται συγκρουσιακά με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, η σύνοδος του οποίου πραγματοποιείται στο Σιάτλ. Έκτοτε, τα επιμέρους εθνικά κινήματα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μαζικοποιούνται, συναντώνται σε τοπικά, ηπειρωτικά και παγκόσμια φόρα, οργανώνουν κοινές διαδηλώσεις κατά των κυβερνήσεων των πλουσίων χωρών και συντονίζουν μαζικούς αγώνες ενάντια στον πόλεμο, τον ρατσισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, με μια θαυμαστή εθνική και διεθνική συνεννόηση.
Εξάλλου, ήδη από το 1992, έχει τεθεί από κινήματα αγροτικά, οικολογικά, ιθαγενικά και των λαών του Τρίτου Κόσμου, το θέμα της κλιματικής αλλαγής και η ανάγκη να σταματήσουν οι πολιτικές που έχουν ήδη υπονομεύσει το μέλλον του πλανήτη.
Οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος σ’ αυτή την κοινωνική αφύπνιση ήταν αριστεροί, με μεγάλες εμπειρίες αγώνων αλλά και ήττες και νέοι άνθρωποι που φιλοδοξούσαν να διαμορφώσουν με τη συμμετοχή τους «έναν άλλο εφικτό κόσμο».

Η αριστερά
και τα νέα κοινωνικά
και πολιτικά επίδικα


Όλη αυτή η μεγαλειώδης κίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων, που αμφισβητούν τη δημοκρατία των δημοσκοπήσεων, επινοούν μορφές συμμετοχής και συνεργασίας, διαμορφώνουν αντιιεραχικές σχέσεις μεταξύ τους και απορρίπτουν τις αγοραίες αξίες και τον πολιτισμό της κατανάλωσης, έδωσε μια ηθική και ρεαλιστική βάση για την ανασυγκρότηση της αριστεράς με όρους κοινωνικής αναφοράς και πολιτικής διαύγειας.
Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 έχουν τεθεί, λοιπόν, όλα τα κοινωνικά και πολιτικά επίδικα της επισφάλειας και της ανεργίας, της στέγης, της αγροτικής παραγωγής, των δημόσιων αγαθών, της εκπαίδευσης και της μετανάστευσης, της μονοκρατορίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών. Έχει τεθεί με μαζικούς όρους το ζήτημα της δημοκρατίας, της συμμετοχής και της δημιουργικής χειραφέτησης των αποκάτω απέναντι στην αντίληψη της πρωτοπορίας ενός τμήματος της εργατικής τάξης που χαρακτήρισε τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Έχει τεθεί, δηλαδή, το θέμα μιας νέας σχέσης ανάμεσα στα αριστερά κόμματα και τα κινήματα, σχέση που χαρακτηρίζεται, όπως μας έμαθε ο Νίκος Πουλαντζάς, από διαλεκτική ένταση.
Η δημοκρατία εντός των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων, στα οποία είχε ασκηθεί δριμεία θεωρητική και πολιτική κριτική, ήδη από τη δεκαετία του 1960, δεν είναι μια ιδιοτελής επιλογή για να επικρατήσουν οι «αυθεντικές» αριστερές ιδέες. Είναι μια δημοκρατική αποφόρτιση του κόμματος ως μηχανισμού εξουσίας, στο όνομα της ελευθερίας και της ευθύνης των μελών του, συνακόλουθα και των οργανικών δεσμών του με την κοινωνία και ένα πρελούδιο για τη σχέση κόμματος - κράτους, όταν με δημοκρατικά μέσα αναληφθεί η διακυβέρνηση μιας χώρας από ένα νέο συνασπισμό εξουσίας –τόσο ανοιχτής ώστε να προοιωνίζεται τον μαρασμό του κράτους.
Η αχίλλειος πτέρνα της ιστορικής αριστεράς βρίσκεται στην αναπαραγωγή παλιών και νέων μορφών κρατικής εξουσίας, που κυριάρχησαν πάνω σε αυθεντικά λαϊκές επαναστάσεις, επιβλήθηκαν στην κοινωνία και την κατέστειλαν μέχρι ασφυξίας.
Ένας άνεμος ελευθερίας διέτρεξε προς στιγμήν τους κομματικούς μηχανισμούς, που ασφυκτιούσαν στις συμπληγάδες των σταλινικών κατάλοιπων και του αρχηγισμού, του συγκεντρωτισμού και της αδιαφάνειας των αστικών κομμάτων.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά - για να μείνουμε σ’ αυτή - απέκτησε ξανά κοινωνικό περιεχόμενο και δεσμούς με μαζικά κοινωνικά κινήματα. Και αυτό την άλλαξε εν μέρει, τουλάχιστον την προσανατόλισε πολιτικά και θεωρητικά στα επίδικα του 21ου αιώνα. Αυτή, όμως, η αλλαγή δεν συνέβη για όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της και, πάντως, ακόμα και στις καλύτερες περιπτώσεις δημοκρατικής και ενωτικής ανασυγκρότησης των αριστερών κομμάτων (όπως το Μπλόκο ή το Die Linke), η αριστερά δεν είναι ακόμα σε θέση ν’ αναχαιτίσει την κατακλυσμιαία επίθεση του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας, την παγκόσμια ομηρία των λαών του κόσμου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις αγορές και τις καταστροφικές για το μέλλον του πλανήτη κατευθύνσεις της ανάπτυξης. Το γιατί υπάρχει αυτή η αδυναμία είναι μια άλλη συζήτηση.

Γεννιέται ο ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε στις εκλογές του 2004, μέσα σ’ αυτή την παγκόσμια αφύπνιση, όταν είχαμε πιστέψει ότι τα πέτρινα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού μπορούσαν να τελειώσουν με τη δική μας συνδρομή. Ο κόσμος μας προσέβλεπε στην ενότητα της αριστεράς, γιατί η ενότητα δεν ήταν ένα άδειο πουκάμισο, αλλά αυτό που δημιουργούσαμε καθημερινά μέσα στην κοινή δράση, ανακαλύπτοντας τον νέο βάρβαρο κόσμο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και σχεδιάζοντας τις αντιστάσεις μας.
Πολύ γρήγορα φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε ν’ αποτελέσει μια εμπνευσμένη επιλογή, καθώς μάλιστα στράφηκε ουσιαστικά στην ελληνική κοινωνία και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις δύο μαζικές κοινωνικές κινητοποιήσεις : ασφαλιστικό και αντιμεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση. Με τη θέση μας για την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 αποδείξαμε ότι μπορούμε να διαλέγουμε στρατόπεδο όταν τα πράγματα τίθενται οριακά και χρειάζεται να πούμε «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι». Με αυτά τα δεδομένα, καθώς και με το κοινό πρόγραμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε την αναγκαία βάση και αξιοπιστία για να συνδεθεί οργανικά με τις λαϊκές τάξεις και την κοινωνία -ή οποία βυθιζόταν σταδιακά στο τούνελ της κρίσης του 2008 που κατέληξε στα δεσμά της τρόικα- και να επιχειρήσει ένα πολιτικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση.
Τότε ακριβώς και ορθά τέθηκε το θέμα της δημοκρατίας. Γιατί τα παραπάνω επίδικα δεν είναι λόγια που εκφωνούν αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες, αλλά αντικείμενα μαζικής συστράτευσης αριστεράς και κινημάτων με στόχο να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία.
Ο φίλος μου ο Παύλος λέει ότι δεν κατανοήθηκε ή/και δεν έγινε αποδεκτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε την ιστορική δυνατότητα δημιουργίας της αριστεράς του 21ου αιώνα από τα κάτω. Αυτό το από τα κάτω είναι η βασική αρχή και η κινητήρια δύναμη της σύγχρονης αριστεράς, που έχει στοχαστεί πάνω στην ίδια την ιστορία της: την εποποιία των επαναστάσεων και τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα των καθεστώτων που οικοδομήθηκαν.
Σήμερα, βέβαια, ζούμε στην εποχή των χαμηλών πτήσεων και όχι της εφόδου στον ουρανό. Απ’ αυτή την άποψη τα εσωτερικά αντιδημοκρατικά, κλειστά συστήματα μικροεξουσιών δεν παραπέμπουν στις μεγάλες τραγωδίες της ιστορίας. Μπορούν όμως και διαλύουν αυτά στα οποία χιλιάδες άνθρωποι επενδύσαμε, παραδίδοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην κοινή χλεύη και αναξιοπιστία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα
Λυπάμαι, αλλά στα πρόσφατα κείμενα αποτίμησης των αποτελεσμάτων των αυτοδιοικητικών εκλογών, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο το οποίο να παραπέμπει σε μια εκ βάθους κριτική προσέγγιση της πορείας και της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ και των λόγων που οδήγησαν στην παρακμή του. Πολύ περισσότερο και παρότι έχουν χυθεί τόνοι μελάνι για την κατεδάφιση όλων των δικαιωμάτων της μισθωτής εργασίας, για την εκποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και την παραβίαση κάθε δημοκρατικού κανόνα λειτουργίας του κράτους, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο που να προοιωνίζεται, με πραγματικούς όρους, την ανασύνταξη της κοινωνικής πλειοψηφίας και την ανατροπή της κυβέρνησης και του δικομματισμού.
Μοιάζει παράδοξο, αν όχι εξοργιστικό, την ίδια ώρα που ακούγονται «επαναστατικές» μεγαλοστομίες, να κατεδαφίζονται οι υπαρκτές προϋποθέσεις συνεργασίας και ενότητας που, αν μη τι άλλο, είχαν αποδώσει θετικά στο πρόσφατο παρελθόν. Η πλειοψηφία των οργανώσεων που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ συζητά σχεδόν αποκλειστικά οργανωτικά θέματα ή, για να το πούμε καθαρά, θέματα τακτοποίησης ανοιχτών εσωτερικών λογαριασμών ή λογαριασμών προς συμμάχους.
Μολαταύτα, τα πράγματα παραμένουν απλά, όπως απλή είναι η ανάγκη επιβίωσης των ανθρώπων, η ανάγκη παραγωγικής ανασύνταξης της χώρας και η ανάγκη δημοκρατικών κανόνων συμμετοχής, που επιτρέπουν σε όλους ν’ αντισταθούν, ν’ αγωνιστούν και να σχεδιάσουν ένα διαφορετικό μέλλον.
Απλό είναι, επίσης, και το φάρμακο στη βαριά αρρώστια του ΣΥΡΙΖΑ: δημοκρατική ανασυγκρότηση εκ βάθρων στο εσωτερικό του και διεύρυνση, και εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης μέσα από και προς τις κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται και ταυτόχρονα χειραφετούνται στις σημερινές συνθήκες. Όπως θα έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός «υπάρχουν προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη». Εμείς, όμως, απουσιάζουμε.

*Η Ελένη Πορτάλιου,
μέλος του ΣΥΡΙΖΑ

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Ευρωπαϊκά όνειρα χειμερινής νυκτός...

Winter Night 1920 60x73cm
Winter Night, 1920, Alfons Mucha [Public domain], via Wikimedia Commons


του Π. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ απο iskra

H ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κρίσης οδηγεί σε τόσο απότομη επιτάχυνση των εξελίξεων, που δυσκολεύεται να τη χωνέψει ο νους. Αισθάνεται κανείς να φεύγει ξαφνικά το έδαφος κάτω από τα πόδια του, καθώς όλες οι σταθερές της ζωής εξαερώνονται κι όλα αυτά που μέχρι χθες φαίνονταν προϊόντα δυστοπικής φαντασίας, γίνονται τώρα εφιαλτική πραγματικότητα: Απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, παρά τη συνταγματική απαγόρευση; Βεβαίως, αφού η χώρα έχει κηρυχθεί σε οικονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και ακρωτηριασμός των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, παρότι αυτός δεν έχει καμία σχέση με το δημόσιο έλλειμμα; Τι να κάνουμε, αφού το είπε ο γιατρός μας, Ντομινίκ Στρος-Καν. Να πληρώνουν οι καρκινοπαθείς του Δημοσίου από την τσέπη τους για υπέρηχους και άλλες ιατρικές εξετάσεις; Εντάξει, φαίνεται λίγο βάναυσο, αλλά ο γιατρός ξέρει καλύτερα.

Ωστόσο, το νόμισμα έχει και την ανάποδη όψη: Η κρίση φέρνει όχι μόνο τους αδύνατους, αλλά και τους ισχυρούς ενώπιον διλημμάτων, που μέχρι χθες θα θεωρούσαν παρανοϊκά. Ο πολύς Νουριέλ Ρουμπινί, που μάλλον δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αριστερισμό, μας συνιστά να διεκδικήσουμε μερική διαγραφή του χρέους και να σκεφτούμε ακόμη και την έξοδο από το ευρώ. Στάση πληρωμών και καθιέρωση μιας «νέας δραχμής», δύο ιδέες που μέχρι χθες θεωρούνταν περιθωριακές, αποτελούν πλέον αντικείμενο διαλόγου από τις στήλες των πιο σοβαρών εντύπων και το βήμα συνεδρίων των ελίτ.

Σε αυτό το φόντο ήρθε και η αναθέρμανση της συζήτησης για το ευρωομόλογο: να δανείζονται δηλαδή όλες οι χώρες με το ίδιο επιτόκιο, απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μέχρι χθες, η ιδέα αυτή εμφανιζόταν ως ευσεβής πόθος της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς. Να όμως που την περασμένη Δευτέρα υιοθέτησαν αυτή την ιδέα ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ και ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Τζιούλιο Τρεμόντι. Κριτική υποστήριξη εξέφρασε, με κύριο άρθρο της και η βρετανική εφημερίδα Financial Times. Ενθερμος θιασώτης του ευρωομολόγου, ο αρθρογράφος της εφημερίδας, Βόλφγκανγκ Μίνχαου, βλέπει την καθιέρωσή του ως πολιτικό άλμα, καθώς θα κάνει αναπόδραστο το πέρασμα από τη νομισματική, στην οικονομική ενοποίηση, με θέσπιση ισχυρού κοινοτικού προϋπολογισμού και κοινής φορολογικής πολιτικής.

Το επιχείρημα δεν στερείται λογικής συνοχής. Με τη δημιουργία κοινής αγοράς, τα κράτη-μέλη στερήθηκαν το όπλο των εθνικών, προστατευτικών δασμών, αλλά ο ανταγωνισμός μεταφέρθηκε στο πεδίο της νομισματικής υποτίμησης. Με την ΟΝΕ, στερήθηκαν και αυτό το όπλο, αλλά ο ανταγωνισμός και πάλι συνεχίστηκε με μεταλλαγμένη μορφή, εκείνη του κοινωνικού ντάμπινγκ. Καθένας προσπαθούσε να μειώσει όσο γίνεται τους φόρους στους πλούσιους για να προσελκύσει κεφάλαια και τις αποδοχές των φτωχών για να κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα. Μια οικονομική ένωση με κοινά επιτόκια δανεισμού, κοινή φορολογική πολιτική και σύγκλιση μισθών θα μπορούσε, θεωρητικά, να βγάλει την Ε.Ε. από τον φαύλο κύκλο.

Το αναπάντητο ερώτημα είναι τι συμφέρον έχει η Γερμανία της κ. Μέρκελ να πληρώνει ακριβότερα επιτόκια δανεισμού για χάρη εταίρων, τους οποίους αντιμετωπίζει ως υποτελή οικονομική περιφέρεια; Το μόνο που θα την εξανάγκαζε να στραφεί, με κρύα καρδιά, προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν αν η δημοσιονομική κρίση άρχιζε να δαγκώνει και χώρες του πυρήνα (ήδη οι γύπες των αγορών ομολόγων αρχίζουν να κόβουν κύκλους πάνω από το Βέλγιο και την Ιταλία, ακόμη και τη Γαλλία) ή αν η κρίση της περιφέρειας οδηγούσε σε σημαντική πτώση των γερμανικών εξαγωγών (κάτι για το οποίο ο τελευταίος μήνας έστειλε τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια).

Ωστόσο, ισχύει κι εδώ ότι μεγαλύτερος κίνδυνος κι από το να μην πραγματωθούν ποτέ τα όνειρά μας, είναι να τα δούμε να πραγματώνονται - μόνο για να αποδειχθούν εφιάλτες! Ακόμη κι αν γίνει πράξη το ευρωομόλογο και η οικονομική ένωση της Ευρώπης, το αντάλλαγμα θα είναι μια τέτοιας έκτασης απαλλοτρίωση της εθνικής κυριαρχίας, που θα μπορεί να έρχεται στη Βουλή των Ελλήνων (θεωρητικά μιλώντας) ένας ασήμαντος τεχνοκράτης, να μας καταριέται που του στερούμε την κυριακάτικη προπόνησή του στο ποδόσφαιρο και να εισπράττει αιδήμονα σιωπή. Πράγματα, δηλαδή, που ουδείς μπορεί να διανοηθεί σήμερα σ’ αυτή τη χώρα...