Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Η «ΑΡΙΣΤΕΡΗ» ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ: ΜΑΚΡΥΣ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ!


Γράφει ο 
ΗΛΙΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ*

Το νέο στάδιο που μπήκε το συλλογικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο δείχνει να είναι αυτό της δημιουργίας επιμέρους συμμαχιών μέσα στη συμμαχία, με κυριότερες: 
το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής (το λεγόμενο και φιλοαλαβανικό μπλοκ) που το πλαισιώνουν κυρίως οι οργανώσεις της ΚΟΕ, της ΚΕΔΑ και της ΔΕΑ,
και την ΑΝΑΣΑ, που απαρτίζεται από τις οργανώσεις της ΑΚΟΑ, του ΚΟΚΚΙΝΟΠΡΑΣΙΝΟΥ, του ΚΟΚΚΙΝΟΥ και της ΡΟΖΑΣ, με υποστήριξη από το ΞΕΚΙΝΗΜΑ.
 Η συγκεκριμένη  εικόνα είναι πιθανό να προκαλεί ερωτηματικά και σύγχυση σε πολλούς φίλους του εγχειρήματος, οργανωμένους και μη, που δικαιολογημένα  οραματίζονται μια μεγάλη και ενιαία αριστερή συμμαχία.
 Η προσπάθεια  της ανασύνθεσης της Αριστεράς όμως είναι μια διαδικασία που παραβλέπει το συναισθηματικό πεδίο και εξαρτάται κατ’ αρχήν από κοινές πολιτικές θέσεις και αντιλήψεις και από εκεί και πέρα από αντικειμενικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζωντανή πραγματικότητα.
Η συμμαχία της  Αριστεράς δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί μ’ έναν αυτόματο τρόπο και οι άνθρωποι που πασχίζουν γι αυτή δεν είναι ασφαλώς  μάγοι που βγάζουν περιστέρια μέσα απ’ την τσέπη τους.
Μια μεγάλη συμμαχία με σταθερή προοπτική δεν οικοδομείται ούτε στη βάση της διακαούς επιθυμίας των απλών μελών της, ούτε στηρίζεται στις καλές προθέσεις κάποιων αισιόδοξων ιδεαλιστών, πολύ δε περισσότερο δεν δημιουργείται με διατάγματα.
 Βασικός παράγοντας είναι ότι αρχικά επιβάλλεται να συγκλίνει πολιτικά και κατόπιν να δοκιμαστεί και να ξαναδοκιμαστεί πολλές φορές στην πράξη για να αποδείξει ότι αντέχει στο χρόνο και τις δοκιμασίες.
Είναι άλλο πράγμα επίσης η συνεργασία και η κοινή δράση  πάνω σε μίνιμουμ συμφωνίες και άλλο η συγκατοίκηση σ’ ένα κοινό φορέα που θα πρέπει να προβάλλει ενιαίες πολιτικές θέσεις.
 Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος πολιτικός ειδήμονας για να γνωρίζει πως δεν είναι θέσφατο ότι δυο ή περισσότερες εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, προερχόμενες από διαφορετικές σχολές σκέψης, θα συγκλίνουν οπωσδήποτε για να δημιουργήσουν μια μόνιμη και σταθερή συμμαχία.
Οι διαφορές αντιθέτως τείνουν να αναδειχτούν και να οξυνθούν όταν υπάρχουν έντονες κοινωνικές διεργασίες, σαν κι αυτές που βιώνουμε την παρούσα στιγμή με την ολομέτωπη και σκληρή επίθεση που πραγματοποιεί η κυβέρνηση σε όλη την ελληνική κοινωνία και τα μέχρι τώρα κεκτημένα της.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Η Γραμματεία του  ΣΥΡΙΖΑ απ’ όπου θα έπρεπε να ξεδιπλώνονται όλες οι πρωτοβουλίες αυτή την κρίσιμη περίοδο, είναι φανερό ότι αδυνατεί να παίξει κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις.
Σε καταστάσεις  κοινωνικής ειρήνης οι οποιεσδήποτε πολιτικές διαφορές αμβλύνονται και είναι εύκολο να βγάζεις συνθετικά κείμενα με όλη την άνεση του χρόνου που σου παρέχουν οι συνθήκες, το πράγμα όμως αλλάζει σε περιόδους έντασης και κοινωνικών αγώνων όπως η τωρινή.
 Διαφωνώντας τα μέλη της σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα όπως αυτό των αιτίων της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και του τρόπου αντιμετώπισής της, δυσκολεύεται να πάρει ξεκάθαρη και ενιαία θέση σε αυτά. Η όλη προσπάθεια παραγωγής ενιαίας πολιτικής φαίνεται να εξαντλείται στην απόπειρα συγγραφής κοινά αποδεχτών κειμένων.
 Η πρακτική όμως των κοινά αποδεκτών κειμένων που τους ικανοποιούν όλους και από λίγο, σίγουρα δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αποκτήσει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η εικόνα που  δίνει αυτή τη στιγμή το σχήμα είναι εικόνα μιας πολύ εύθραυστης  κατάστασης  που αντικειμενικοί λόγοι όπως οι οικονομικές επιχορηγήσεις συγκρατούν τις φυγόκεντρες τάσεις.
 Κάποιοι πολιτικοί  εταίροι ήδη βρίσκονται με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω,  απαξιώντας να συμμετάσχουν στις οργανωτικές διαδικασίες και στη πραγματικότητα κάνουν τη δική τους ανεξάρτητη δουλειά και πολιτική ζύμωση.
 Φροντίζουν  μάλιστα να το κάνουν φανερό αυτό και στην ελληνική κοινωνία (για την οποία ποσώς αντιλαμβάνονται ότι δεν ασχολείται καθόλου μαζί τους), δημιουργώντας ξεχωριστά μπλοκ στις συγκεντρώσεις, στα πλαίσια της αγωνιώδους προσπάθειάς τους να κάνουν διακριτή την παρουσία τους.
Η κατάσταση στη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει λίγο ένα παλιό ρωσικό παραμύθι που συνήθιζε να λέει ο Λένιν σε όσους τον κατηγορούσαν για τη διάσπαση του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο συνέδριο του 1903 ανάμεσα σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους (πλειοψηφούντες και μειοψηφούντες σημαίνουν τα ονόματα).
Μαζεύτηκαν, λέει το παραμύθι, τέσσερα διαφορετικά ζώα να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τραβήξουν ένα κάρο που βρήκαν εγκαταλειμμένο  στο δάσος. Τα ζώα ήταν ένας λαγός, ένας πελαργός, ένας κάβουρας κι ένας ροφός. Ο λαγός άρχισε να τραβά το κάρο προς τα εμπρός, ο κάβουρας τραβούσε προς τα πίσω, ο πελαργός προς τα πάνω στο αέρα και ο ροφός προς τη μεριά της θάλασσας, προς τα κάτω. Το αποτέλεσμα της όλης προσπάθειας ήταν ότι το κάρο δεν μετακινήθηκε ούτε πιθαμή.
Η ίδια ακριβώς  παραλυσία φαίνεται να χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τη Γραμματεία του που με τις συνεχείς, ατέρμονες και άνευ ουσίας συνεδριάσεις της αδυνατεί να πάρει κοινές αποφάσεις και να κάνει αισθητή την παρουσία της ως σημαντικού κέντρου άσκησης πολιτικής.
Μοναδική ελπίδα οι πρωτοβουλίες κάποιων τοπικών επιτροπών, οι οποίες ηρωικά, χωρίς ουσιαστική βοήθεια και καθοδήγηση, προσπαθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στις γειτονιές.
Πάντως σ’ εκείνη την φαινομενικά οδυνηρή για το ρωσικό κόμμα κατάσταση, και με όλον τον κίνδυνο να παρεξηγηθούμε από κάποιους που πιθανά θα το εκλάβουν σαν προτροπή διάσπασης, πρέπει να πούμε ότι η Ιστορία δικαίωσε, έστω προσωρινά, τη θέση του Λένιν και όχι την παράταση μιας ετερόδοξης, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, συμμαχίας.
Η Αριστερά έχει ανοίξει εδώ και πολύ καιρό ένα διάλογο που ήταν απαραίτητος να γίνει. Χρειαζόταν πράγματι χρόνος για να κατατεθούν και να συζητηθούν οι διαφορετικές απόψεις  και αντιλήψεις.
Μια συζήτηση όμως δεν μπορεί να διαρκεί αιώνια. Κάποτε πρέπει να καταλήξει σε συμπεράσματα και από εκεί σε κοινές δράσεις. Και δεν είναι δυνατόν αυτές να βασίζονται επ’ άπειρο σε αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Η σημερινή οικονομική κρίση έχει επιταχύνει τις διαδικασίες και τα γεγονότα δεν δίνουν περιθώριο για ατέρμονες πολιτικούς διαλογισμούς.
 Έφτασε ο καιρός για να αποδείξουν οι πολιτικές δυνάμεις που απαρτίζουν τη συμμαχία ότι έχουν πειστεί οι ίδιες πρώτα για την αναγκαιότητά και την προοπτική της και μετά να πείσουν και την κοινωνία γι αυτό.

Ο ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟΣ  ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝ

Ο άξονας γύρω από  τον οποίο δημιουργήθηκε το συμμαχικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ  είναι αναμφισβήτητα το κόμμα του Συνασπισμού, με ότι θετικό ή αρνητικό σημαίνει αυτό.
Με τα καλά και  τα κακά του, τα ρεφορμιστικά σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηριστικά του και τις απότομες αριστερές στροφές του, την ανάδειξη στην πρώτη γραμμή των ηγετικών στελεχών του αλλά και τις απρόβλεπτες μεταπτώσεις τους, τον κομματικό πατριωτισμό κάποιων μελών του αλλά και την έντονα ριζοσπαστική συνείδηση κάποιων άλλων και κυρίως της νεολαίας του.
Η πιο ενδιαφέρουσα, κατά την ταπεινή μας άποψη, μεταβατική πολιτική διαδικασία αυτή τη στιγμή είναι η προσπάθεια ιδεολογικού ξεκαθαρίσματος και αποκρυστάλλωσης της ταχτικής της μαζικότερης συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ και ο τρόπος που αυτή θα εκφραστεί στο επερχόμενο συνέδριο.
Αυτό ασφαλώς  δεν συνιστά μια εύκολη και  ανώδυνη διαδικασία. Υπάρχουν αρκετοί πολιτικοί παράγοντες στο εσωτερικό του κόμματος που, φοβούμενοι μη χάσουν τον μικρό ή μεγάλο, σημαντικό ή ασήμαντο παρ’ όλα αυτά προσωπικό πολιτικό ρόλο που διαδραματίζουν, αρνούνται να συναινέσουν στη αριστερή στροφή που επιχειρείται και αντιδρούν αποφασιστικά σε κάθε είδους αλλαγή, συμβιβασμένοι στην πολιτική μιζέρια που έχουν βιώσει επί χρόνια.
Κάποιοι από αυτούς αντέδρασαν ακόμη και στο αναμφισβήτητο διακύβευμα μιας δημοκρατικά κατοχυρωμένης εσωκομματικής διαδικασίας που λέει ότι οι πολύ σοβαρές αποφάσεις, όπως αυτές που αφορούν το μέλλον του συμμαχικού σχήματος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την επανατοποθέτηση του κόμματος σε ζητήματα όπως η οικονομική κρίση και η οικοδόμηση μιας άλλης Ευρώπης, επιβάλλεται να παίρνονται από το ανώτατο όργανο του κόμματος, το συνέδριο.
 Από την άλλη ωστόσο υπάρχει μια ισχυρή πλειοψηφία στη βάση που πιέζει για μια πιο αριστερή και πιο ριζοσπαστική εικόνα του κόμματος και η οποία αυτόματα σημαίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό το επόμενο διάστημα.
Στη νέα ηγεσία πάντως που θα εκλεγεί από το συνέδριο μπαίνει επιτακτικά το καθήκον για πολιτικές υπερβάσεις που θα παρακάμψουν συντηρητικές παραδόσεις του παρελθόντος οι οποίες καθιστούσαν το κόμμα παρατηρητή της πολιτικής ζωής αντί για παράγοντα επηρεασμού των εξελίξεων.
Το κυρίαρχο ωστόσο είναι ότι το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, είτε αρέσει αυτό σε κάποιους είτε όχι, εξαρτάται απόλυτα από τις εξελίξεις στο κόμμα του Συνασπισμού και με αυτή την έννοια το επερχόμενο συνέδριο θα είναι καθοριστικής σημασίας.

Η ΣΕΧΤΑΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Κάποιοι λοιπόν που θεωρούν τους εαυτούς τους σαν τους αυθεντικούς  αριστερούς επαναστάτες και μοναδικούς εκφραστές της κοινωνίας, πιθανά να έχουν πιστέψει ότι έφτασε η ώρα να ηγηθούν του αριστερού κινήματος, παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά, μαζικά, αριστερά κόμματα.
Έχουν την αίσθηση  ότι η εργατική τάξη είναι πανέτοιμη  να κάνει αποδεχτό το τελεσίγραφο  που θα της στείλουν.
Βιάζονται να κάνουν πράξη αυτό που ουσιαστικά πάντα  είχαν στο μυαλό τους, να καθοδηγήσουν οι ίδιοι δηλαδή τις εξελίξεις.
Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν το επίπεδο πολιτικής και επαναστατικής συνείδησης των πλατιών στρωμάτων της κοινωνίας στις σημερινές συνθήκες, σπεύδουν να το τοποθετήσουν στο σημείο που βολεύει τους ίδιους.
Έτσι μπαίνουν στη διαδικασία μιας καταδικασμένης εκ των προτέρων προσπάθειας να μετατρέψουν την στάση και την ταχτική τους απέναντι στην υπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα από ένα μαραθώνιο σε μια κούρσα κοντινών αποστάσεων.
Σ’ αυτή την  επιλογή το μόνο πράγμα που μπορούμε να τους πούμε είναι ότι η σκληρή πραγματικότητα αργά ή γρήγορα επιβεβαιώνει την ορθότητα των πολιτικών πραχτικών, καμιά φορά μάλιστα με επώδυνο και σκληρό τρόπο.

*Ο Ηλίας Μυλωνάς είναι μέλος του Κόκκινου και της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ 3ου Διαμ. 
η φωτογραφία  La terre rouge του Remembermylogin (Real Name: Guy Néchois),Creative Commons Attribution-Share Alike 3.0 Unported license, από την Wikipedia.

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Κ. Π. Καβάφης (29.04.1863-29.04.1933)

 ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

     Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ᾿ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

     Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
     Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
     Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

      Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
      Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
      τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
      για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
      τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ᾿ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ᾿ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

      Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
      και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ᾿ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

      Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
      κι αυτοί βαρυούντ᾿ ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν᾿ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ᾿  η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τί σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ᾿ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

       Γιατί ενύχτωσε κ᾿ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
       Και μερικοί έφθασαν απ᾿ τα σύνορα,
       και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                         ____

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII
 

Ο ΑΝΤΙΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΝΤΕΦΑΙΤΙΣΜΟΣ
(ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ)

ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗΣ

Στα 1945, το ελβετικό Formes et Couleurs ανθολογούσε στο ανοιξιάτικο τεύχος του κομμάτια από την παγκόσμια σύγχρονη ποίηση. Οι σελίδες που αφιέρωνε στην Ελλάδα ανοίγανε με το Περιμένοντας τους βαρβάρους. Δεύτερος ερχόταν ο Παλαμάς και τρίτος ο Σικελιανός. Σ' ένα σύντομο πρόλογο, ο μεταφραστής τους στα γαλλικά κ. Samuel Baud-Bovy αναρωτιόταν: «Μήμως δεν είναι πάντα επίκαιρη η αληθινή ποίηση; Ακόμη και σήμερα, που η Ευρώπη κατέθεσε τα όπλα δίχως όμως να ξαναβρεί την ειρήνη, ποια στάση μάς προσφέρεται άλλη από τούτη που προτείνουν οι τρεις έλληνες ποιητές: [...] Την αναμονή καινούριων βαρβάρων, που με τη βία, θα έρθουνε να λύσουν τα προβλήματά μας...»
Στα 1951, στις πιο κρίσιμες ώρες τού ψυχρού πολέμου, κάποιος που ερχόταν από τη Γερμανία, πληροφορούσε τους αλεξαντρινούς πως εκεί το δημοφιλέστερο ποίημα του Καβάφη ήταν το Περιμένοντας τους βαρβάρους. Οι βερολινέζοι μάλιστα το τυπώνανε σε τρακτ και το τοιχοκολλούσαν. Αλήθεια; Ψέμματα; Η είδηση πάντως βρήκε θέση στις στήλες μιας αθηναϊκής εφημερίδας. Κι έτσι, ύστερα από το Θερμοπύλες, προσαρτιόταν τώρα κι αυτό στο ιδεολογικό οπλοστάσιο μιας ορισμένης πολιτικής.
Και ιδού ο Δρ Χέλμουτ φον ντεν Στάϊνεν, που μετέφρασε στα γερμανικά τον Καβάφη. Το Δεκέμβρη τού 1955, σε μια διάλεξή του στο Κάϊρο, λέγει πως το ποίημα αυτό έκαμε ιδιαίτερη αίσθηση στους γερμανούς: «Ίσως γιατί, είπε, η ψυχή των γερμανών έχει μια έφεση προσφυγής, κάθε τόσο, προς τις υπεράνθρωπες δυνάμεις (πρωσσικός μιλιταρισμός). Ίσως γιατί οι γερμανοί νιώθουν καλύτερα ποιοι είναι οι Βάρβαροι, μια και υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της στέππας».
Κι όμως ο περίεργος αυτός «ερμηνευτής» είχε τονίσει προηγούμενα πως ο Καβάφης ήταν πολύ αγαπητός «προ παντός στους κύκλους εκείνους των γερμανών διανοούμενων που δεν ασχολούνται μόνο με την πολιτική». Ποιους εννοούσε και πόσο έπαιζε με τη σημασία τής λέξης «πολιτική» δε χρειάζεται, νομίζω, να τ' αναλύσουμε. Το νόστιμο είναι αλλού. Γιατί αυτό το ποίημα θάπρεπε ν' αγαπηθεί ίσα-ίσα από τους ανθρώπους που εξαιρούσε με τη σκέψη του ο αείμνηστος, τώρα, φον ντεν Στάϊνεν.
[...]
ΠΩΣ ΤΟ ΣΧΟΛΙΑΖΕ Ο ΙΔΙΟΣ
Βέβαια ο πιο αρμόδιος να μας φωτίσει για την έννοια τού ποιήματος είναι αυτός που το έγραψε. Κι ας βρεθήκανε μεταφυσικοί κρισολόγοι που είπανε: «Σκοτεινός ο Καβάφης και δυσπρόσιτος και για τον ίδιο τον εαυτό του». Κι άλλοι, πως σαν αυτοσχολιαστής, ο Καβάφης αποκαρδιώνει με την αφάνταστη ξηρότητα, τυπικότητα κι επιφυλακτικότητά του.
Τρία σχόλια από τον Καβάφη περισώθηκαν. Το πρώτο το υπαγόρεψε ο ίδιος στον Παύλο Α. Πετρίδη. Το δεύτερο το ανασύνθεσε από μνήμης ο κ. Μαλάνος. Το τρίτο είναι μια βραχυγραφημένη σημείωση με το χέρι του. [...]
Το σχόλιο αυτό μέσα στο κείμενο τού Π.Α.Πετρίδη, έρχεται αμέσως ύστερα από το σχόλιο για τα Τείχη:

Και ένα άλλο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα απασχολεί τον ποιητή μας· το πρόβλημα του Πολιτισμού. Ο Καβάφης νομίζει ότι ο Πολιτισμός δεν μας έδωκε την ευτυχίαν. Σε στιγμή μαύρης απισιοδοξίας και βαθειάς ρέμβης πρέπει να συνέλαβε το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους». Είναι μια μεγαλοπρεπής και γοητευτική οπτασία τού ποιητού, ο οποίος μεταφέρεται σε ιδανικήν πόλιν, που οι κάτοικοί της αφού ανέπτυξαν μεγάλον βαθμόν πολιτισμού, καταλαμβάνονται από ηδονικήν νοσταλγίαν για μια ζωή περασμένων εποχών των οποίων η ανάμνησις χάνεται εις την νύχτα τού παρελθόντος. Φαντάζονται ότι επιστρέφοντας εις την ζωήν τού αρχεγόνου πολιτισμού θα αποκτήσουν την ευτυχίαν. Και η επιθυμία των παρ' ολίγον να εκπληρωθή. Έρχεται η είδησις ότι οι Βάρβαροι πλησιάζουν. Εις την αγγελίαν, σύγκλητος και νομοθέται παύουν κάθε εργασίαν. Ο αυτοκράτωρ με μεγέλη στολή, και περιστοιχισμένος από τους πραίτορας και υπάτους με τες κλασικές τους τόγες και τα φανταχτερά τους στολίδια, περιμένει τους ξένους εις την μεγάλην πύλην τής πόλεως. Περιμένοντας όμως ενύχτωσε, και οι Βάρβαροι δεν εφάνησαν. Μερικοί που ήλθαν από τα σύνορα είπαν πως βάρβαροι δεν υπάρχουν πεια. Όλοι γυρνούν στα σπίτια τους συλλογισμένοι και απογοητευμένοι ερωτώντας:
«Και τώρα τί θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Η είδησις ότι οι Βάρβαροι πεια δεν υπάρχουν, είναι η πεποίθησις τού ποιητού. Νομίζει ότι ο κολοσσαίος αυτός οργανισμός που λέγεται Πολιτισμός, είναι τόσο τέλειος, οι πλόκαμοί του αγκαλιάζουν τόσο σφιχτά τον πλανήτη μας, ώστε κάθε προσπάθεια προς αποφυγήν του, προς επιστροφήν σε βίον αρχέγονον θα ήτο ματαία.

Το δεύτερο σχόλιο, όπως λέγει κι ο κ. Μαλάνος που το καταγράφει, είναι πολύ μεταγενέστερο. Ανάμεσα στα 1916 και 1925, υπολογίζω. Αλλά, όσο πιστή κι αν θέλει να είναι μαρτυρία τού κ. Μαλάνου, δεν παύει να φέρνει τη σφραγίδα τής δικής του προσωπικότητας και της δικής του κοσμοαντίληψης. Λέγει λ.χ. για τον Καβάφη: «Όταν κατά το 1900 έγραφε το ποίημά του, τη σκέψη του δεν την απασχολούσε διόλου το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής αλλαγής [...] δηλαδή δεν έβαζε το πρόβλημα στον εαυτό του κοινωνιολογικά». Απόψεις και συμπεράσματα που δε μας βεβαιώνει πως τα έχει από το στόμα τού ποιητή. Γι' αυτό θα κρατήσουμε μόνο όσα άμεσα και ρητά αποδίνονται στον καβάφη. Τούτο πρώτα απ' όλα: Οι βάρβαροι δεν είναι σύμβολο:

Όταν (όμως) μια μέρα μού μίλησε γι' αυτούς, αντελήφθηκα ότι ο ίδιος, λέγοντας βαρβάρους, δεν εννοούσε τίποτ' άλλο παρά βαρβάρους, ενώ αντιθέτως, στη «Σατραπεία», λέγοντας Σούσα, εννοούσε βίον ευμάρειας, όπως πάλι, λέγοντας Αλεξάνδρεια στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», δεν εννοούσε άλλο από ζωή.

Και τούτο, που κλεισμένο μέσα σε εισαγωγικά, μας μεταφέρει αυτούσια τα λόγια τού ποιητή:

Όμως έτσι που μας έχει υποταγμένους ο πολιτισμός -επρόσθετε ο ίδιος συμπερασματικά στην ομιλία του- είναι ματαιοπονία να τους περιμένουμε.

Και τώρα, ας σημειώσουμε μια «λεπτομέρεια» με διπλή μολυβιά. Ο Πετρίδης, έχοντας άγρυπνο το μάτι τού Καβάφη πάνω από τον ώμο του, κάθε φορά που αναφέρεται σε σύγχρονες καταστάσεις, γράφει Πολιτισμός, με κεφαλαίο. Ο κ. Μαλάνος, με μόνη βοήθεια την ακουστική του μνήμη, το γράφει με μικρό. Ρώτησε για τους βαρβάρους, δε ρώτησε όμως αν ο Πολιτισμός συμβόλιζε τίποτ' άλλο. Κι ο Καβάφης, πολύ συνετά, απόφυγε να τού το ξεδιαλύνει μόνος του. Ωστόσο με τη λέξη αυτή οι αλεξαντρινοί τού 1882-1910, πότε σοβαρά και πότε ειρωνικά, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση εκείνου που την έλεγε, εννοούσαν άλλο πράγμα. Εννοούσαν την αγγλική κατοχή. Παραδείγματα υπάρχουν άπειρα.[...]
Μήπως «κατά το 1900», όταν, όπως βεβαιώνει ο κ. Μαλάνος, έγραφε το ποίημα ο Καβάφης υπήρχαν πραγματικά βάρβαροι; Που απειλούσαν ποιον Πολιτισμό; [...]

ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ (δεύτερο κλειδί)
[...] Ο Νετζούμι, όταν πήρε την εντολή να καταχτήσει την Αίγυπτο, για να δείξει την αποφασιστικότητά του, γύρισε πρώτα κι έκαψε το σπίτι του. Δύο χρόνια πολεμάει στα βόρεια τής Δόγκολας. Στα 1889 αρχίζει την εκστρατεία τής Αιγύπτου. Η απειλή είναι σοβαρότατη. Μα ο σιρδάρης Σερ Φράνσις Γκρένφελ συντρίβει το Νετζούμι στο Τόσκι, στα νότια σύνορα τής Αιγύπτου. Είναι η πρώτη βρετανική νίκη από τότε που ξεσηκώθηκε ο Μάχντι. Μα οι πολεμικές επιχειρήσεις θα συνεχίζονται άλλα δέκα χρόνια.[...]
Για δεκατέσσερα χρόνια, η ελπίδα ή ο φόβος τής κατάχτησης τής Αιγύπτου από τους μαχντιστές κυβερνάει όλα τα πνεύματα. Οι ελληνικές εφημερίδες τής Αλεξάντρειας δημοσιεύουν κάθε τόσο αφηγήσεις ανθρώπων που έφτασαν από τα σύνορα. Πότε λένε πως άρχισε η εισβολή, πότε πως ο αληθινός Μάχντι δεν πέθανε, και άλλα. Όμως ας δώσουμε ακόμη μια φορά το λόγο στο Σενέλ. Η υποψία που εκφράζει για την αγγλική πολιτική υιοθετήθηκε πολύ γρήγορα από την Ιστορία:

«Όταν εξετάζει κανείς προσεχτικά την ασυνάρτητη πολιτική, τους ανεξήγητους δισταγμούς τής αγγλικής κυβέρνησης σ' αυτή την υπόθεση τού Σουδάν, δεν μπορεί να μη σκεφθεί πως τόση ανικανότητα πρέπει να κρύβει κάποια υποκρισία. Θα έλεγε κανείς πως η Αγγλία επιμένει να διατηρεί στις περιοχές τού Νείλου μια αδιάκοπη απειλή ανάφλεξης, για να δικαιολογεί την επέμβασή της. Κάθε φορά που τα ευρωπαϊκά έθνη θυμίζουν στην αγγλική κυβέρνηση τις υποσχέσεις της, πως θα φύγει από την Αίγυπτο, αμέσως πολλαπλασιάζονται τ' ανησυχητικά τηλεγραφήματα· το Σουδάν ταράζεται· οι αντάρτες ξαναπήρανε τα όπλα και βαδίζουν εναντίον τού Ασσουάν· ο Μάχντι αναστήθηκε και απειλεί να εισβάλει στο Κάϊρο. Αυτά τα καραγκιοζιλίκια επαναλαβαίνονται κάθε τρεις μήνες και η ιπποτική Αλβιώνα κράζει με δάκρυα στη φωνή: «Θέλετε λοιπόν να εγκαταλείψουμε τους κακόμοιρους τους ιθαγενείς στη μανία των βαρβαρικών ορδών;! Υποσχεθήκαμε να τους προστατέψουμε και θα τους προστατέψουμε ακόμη και παρά τη θέλησή τους».

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΒΙΩΜΑΤΑ (τρίτο κλειδί)
[...] Είναι η περίοδος τού πεσιμιστικού ρεαλισμού τού Καβάφη, με κάποια σκιρτήματα στωικότητας και αγωνιστικής έφεσης. [...]
Αλλά δεν είναι μόνο οι συνθήκες τής ατομικής του ζωής που τον ρίχνουν σε καταστάσεις «μαύρης απαισιοδοξίας». [...] Ολόκληρος ο αλεξαντρινός κοσμάκης παραδέρνει μέσα στην απόγνωση και την αθλιότητα. Ο Σωτήρης Λιάτσης, αρχισυντάκης τού «Ταχυδρόμου» και στενός φίλος τού Καβάφη, αρχίζει το άρθρο του της 30 Αυγούστου 1899 μ' αυτά τα λόγια:

Όχι πλέον πενία και στέρησις, αλλά η φοβερά και αποτρόπαιος πείνα, μαστίζει μέγα μέρος τής κατωτέρας τάξεως τής παροικίας μας.

Και συνεχίζει:

Ο αριθμός των αποκλήρων τής τύχης, των εγκαταλελειμμένων, αυξάνει καθ' εκάστην, ενόσω ο κύκλος των εμπορικών εργασιών στενούται και η εξεύρεσις εργασίας καθίσταται ημέρα τη ημέρα δυσχερεστέρα. Πλείστοι εύποροι το πριν οικογενειάρχαι, περιέπεσαν εις παντελή ένδειαν, άπειρος δ΄ είναι ο αριθμός των άνευ εργασίας και πόρου ζωής υπαλλήλων [...]. Ο Αριθμός των στερουμένων άρτου οικογενειών είναι τόσον μέγας ώστε καταντά απίστευτος. Ας μαρτυρήσωσι περί τούτου οι διανείμαντες προ ολίγων ημερών την εξ 150 λιρών δωρεάν προς τους πτωχούς τού Αβέρωφ. Η Φιλόπτωχος Αδελφότης η διανέμουσα τρεις χιλιάδας περίπου οκάδας άρτου εις απόρους οικογένειας, βλέπει ανεπαρκείς τους πόρους της όπως χορτάσει το πλήθος των πεινώντων.

Την επομένη, 31 Αυγούστου 1899:

Πρώτην φοράν εκτυλίσσονται εν Αλεξανδρεία σκηναί αθλιότητος, τας οποίας αδυνατεί τις να πιστεύση, αν δεν τας ίδη δι' ιδίων οφθαλμών. Εσμός επαιτών διασχίζει τας οδούς ενοχλητικώτατα ζητών ελεημοσύνην, διότι εξωθείται υπό της πείνης. Δεκάδες ανθρώπων κοιμώνται εις το ύπαιθρον επί προχείρων αχυροστρωμνών, παρά την παραλίαν, εξεγειρόμενοι δε νίπτονται δια του ύδατος τής θαλάσσης. Πτωχαί γυναίκες αναμένουσι το σκότος τής νυκτός δια να το περιβληθώσιν ως ένδυμα και σύρουσαι δυστυχή μικρά πλάσματα επικαλούνται σπαρακτικώς τον οίκτον των διαβατών.

Σε τέτοιο σημείο δυστυχίας είχε φέρει «την πρώτη μεταξύ των ξένων παροικιών» η εξοντωτική πολιτική τού Κρόμερ. Η μαύρη απαισιοδοξία του και το μίσος του κατά τής αγγλικής κατοχής ευθυγραμμίζουν ψυχικά τον Καβάφη με τον κόσμο τής στέρησης και τής βιοπάλης. Είναι μεγάλες αυτές οι ώρες, που ηθελημένα ή άθελά του, γίνεται ο εκφραστής των αισθημάτων μιας πλατειάς κοινωνικής ομάδας. Κι ο εκδικητής της. Τα σύμβολά του στα ποιήματα αυτής τής περιόδου είναι πιο βαθειά, πιο γεμάτα. Και το μέτρο του, το ιαμβικό βέβαια, όμως πιο τραχύ, πιο σκονταφτικό, σαν πατήματα βαρβάρων που πλησιάζουν.
Η ευχή του, η προσευχή του, αν μπορεί να ταιριάξει τέτοια λέξη δίπλα στην πασίδηλη απιστία του: Ας έρθουν· ας ερχόταν ο Μάχντι, να πάρει ένα τέλος ο βραχνάς κι ας γίνει ό,τι γίνει - δίνει συγκεκριμένη έκφραση στο αίσθημα τού αδιέξοδου και τής αβεβαιότητας που πνίγει τις ευρωπαϊκές παροικίες τής Αλεξάντρειας. Γάλλοι, ρώσοι, γερμανοί, ιταλοί, αυστριακοί, σύριοι και γραικοί, όλοι τους εύχονται την επιστροφή προς τα πίσω, στον παράδεισο τού «αρχέγονου πολιτισμού», όταν δηλαδή δεν υπήρχε αγγλική κατοχή. [...]

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ
[...] Είναι το τρίτο σχόλιο που αναφέραμε στην αρχή. Γράφτηκε στ' αγγλικά. Το αντιγράφω ακριβώς όπως το δίνει ο Μιχ. Περίδης από τα χαρτιά τού ποιητή: «I was also smwh. doubtful ab. "περμν. τους Βρ." and there I found in rew. t. surmise that their recurrence is a possibility».
Η μετάφραση τού κ. Περίδη μού φαίνεται πρόχειρη. [...] Γιαυτό θα μεταφράζαμε τη σημείωση έτσι: «Ήμουν επίσης έναν καιρό δισταχτικός για το "Περιμένοντας τους Βαρβάρους" και να που βρήκα προς χαρά μου την υπόθεση πως η επιστροφή τους είναι δυνατή».
Ποια «υπόθεση» ; [...]
Από το Μάρτη του 1896 μέσα σ'αυτή την ίδια την Αλεξάνδρεια ο νέος εθνικός ηγέτης Μουστάφα Κάμελ έρριχνε το σύνθημα:«Η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους». [...] Το εθνικό κίνημα ξαναζωντάνευε. [...] η μορφωμένη νεολαία τής Αιγύπτου συσπειρωνόταν γύρω από αυτό το φλογερό ρήτορα. [...]Το νέο κίνημα οργανώνει τους διανοούμενους, τους μικροαστούς των πόλεων, αργότερα ασχολείται και με τους εργάτες. Ο λόρδος Κρόμερ, στις ετήσιες εκθέσεις του, αφρίζει και λυσσάει. Τους αποκαλεί αμόρφωτους, διεφθαρμένους, όργανα ασυνείδητων ταραχοποιών, που δεν εκπροσωπούν παρά μια θορυβώδικη μειοψηφία και τα τοιαύτα.[...] Ο κίνδυνος τού «μουσουλμανικού φανατισμού» είναι μεγάλος, τους λέγει [ο Σερ Έντουαρντ Γκρέϋ]. Το θέμα των δερβίσηδων και των βαρβαρικών ορδών τού Μάχντι έρχεται πάλι στην ημερήσια διάταξη.
Ο ιταλο-έλληνας Φ.Φ. Όδδης, κάνοντας τον απολογισμό τής αγγλικής διοίκησης, θα γράψει στα 1911: «Είναι επίσης απηθές ότι κατεπολεμήθη αποτελεσματικώς ο φανατισμός, όστις ήτο πολύ πιθανόν να προκαλέση εν εγγυτέρρω ή απωτέρω μέλλοντι βαρβαρικάς εισβολάς».

ΣΠΑΡΑΖΕΤΑΙ Ή ΧΛΕΥΑΖΕΙ;
Αν ο εντιμότατος μίστερ Ουΐλιαμς, επιθεωρητής τού Τρίτου Κύκλου των Αρδεύσεων και ιεραρχικός προϊστάμενος τού Καβάφη, διάβαζε τότε κάποια μετάφραση τού Περιμένοντας τους Βαρβάρους, τί θα καταλάβαινε και πώς θα χαρακτήριζε το ποίημα; Ιστορικό ή πολιτικό; Νομοταγές ή  ντεφαιτιστικό;
Κάποτε -ήτανε Μάης τού 1873- ο Αρθούρος Ρεμπώ έγραψε σ' ένα φίλο του: «Πήγα προχτές και είδα τους πρώσσους στο Βουζιέ... Αυτό με καρδάμωσε». Υπάρχουν γάλλοι που ακόμη δεν του το συχωρνάνε. Ο ντεφαιτισμός τού Καβάφη δεν είναι σατανικά βερμπαλιστικός όπως εκείνου του αφορεσμένου παιδιού που ανανέωσε τη γαλλική ποίηση. Γυρεύει τη ρίζα, είναι επαναστατικός. Ερμηνεύοντας μεταφυσικά το ποίημά του, οι ιππότες τής «λυρικής αποκάλυψης» μάς λένε πως η πόλη αυτή «διψά για θάνατο και ανυπαρξία». Όμως ποιοι άρχοντες, ποιας πολιτείας, που οι κάτοικοί της μάλιστα «ανέπτυξαν μεγάλον βαθμόν πολιτισμού», θέλησαν ή θα θελήσουν ποτέ, δίχως λόγο και δίχως αφορμή, τον αφανισμό τους; Μόνο αν έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, γιατί σπαράζονται από εσωτερικές αντιθέσεις. Αντιθέσεις τόσο αξεπέραστες, που το πήδημα στο άγνωστο, η περιπέτεια τού ξαναγυρισμού στη «φύση», η αναθεώρηση δηλαδή ολόκληρης της κλίμακας των ηθικών και υλικών τους αξιών, να τους φαίνεται σα μια υποφερτή, μια κάποια λύση. Αλλά μια τέτοια πόλη παύει πια να είναι, δεν μπορεί να είναι, «ιδανική».είναι συγκεκριμένη, σε τόπο και σε καιρό. Είναι και η Αλεξάντρεια τού Καβάφη γύρω στα 1900. Γι' αυτό ο ερχομός των βαρβάρων δε θα έδινε τη λύση στα προβλήματά της. Θα ήταν μόνο μια ΚΑΠΟΙΑ λύση.
Αν ο Ουΐλιαμς ήταν άνθρωπος ξυπνός -και φαίνεται πως ήταν, γιατί εγκωμίαζε στις εκθέσεις του τις γλωσσολογικές και μεταφραστικές ικανότητες τού Καβάφη- ίσως έβρισκε στο γνωμικό στίχο:

Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

μια ασεβέστατη διάθεση χλευασμού και παρωδίας. Μήπως δεν το συχνολέγανε μεταξύ τους οι άγγλοι; «Ο Μάχντι είναι μια κάποια λύση. Αν κάποτε λείψει, θα πρέπει να βρούμε άλλη πρόφαση για να παρατείνουμε την κατοχή». Και τώρα, τώρα που έλειψε, φαίνεται σα να λέγει για λογαριασμό τους ο Καβάφης: τί θα γίνουμε;
Λοιπόν, τί κάνει στους δυο τελευταίους στίχους, σπαράζεται ή χλευάζει; Και τα δυο, νομίζω. Και τα δυο μαζύ. Το διφορούμενο πάντα τον γοήτευε, γι' αυτό και το χειριζόταν αριστοτεχνικά: διπλή ζωή, διφορούμενες δραματικές καταστάσεις, διφορούμενο φύλο των προσώπων στα ποιήματά του. Το διφορούμενο τον προστατεύει «από τους κακούς ανθρώπους», αλλά και τον εμπνέει, γιατί ερεθίζει την εφευρετικότητα τής φαντασίας του. [...]
Αυτός ήταν ο Καβάφης. Ο υποκειμενισμός του θα φαινόταν αινιγματικός αν δεν ξέραμε πόσο πιστά εκφράζει την αντίφαση ανάμεσα στη σκέψη και τη δράση, αντίφαση που τον βασάνιζε. Ήταν περήφανος για το γένος του, φανατικά «φυλετικός». Τον ελληνισμό τον ήθελε πρώτο μέσα στην κοσμοπολίτικη Αλεξάντρεια. «Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ. Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ»(ρμθ'). Αυτό το αμάλγαμα τού δραματικού και του ειρωνικού στοιχείου μήπως δεν καθρεφτίζει βαθειά την Αλεξάντρεια και τα προβλήματά της στα τέλη τού 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα; Για τον Καβάφη η έμπνευση ισοδυναμούσε με μια οξύτατη συνείδηση τού πραγματικού. Κι όμως, από στάδια, που ίσως δε θα τα εξιχνιάσουμε ποτέ, μα που εκείνος τα είχε υπολογισμένα με το διαβήτη, μας οδηγάει στο γεμάτο και ολοκληρωμένο ποίημα. Στο έργο τέχνης: στιλπνό, αυτόνομο κι αγέραστο.

από το βιβλίο του Στρατή Τσίρκα, Ο Καβάφης και η εποχή του, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

ΤΕΙΧΗ

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ᾿ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Ἀ όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ᾿ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ᾿  ίσιοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ᾿ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ᾿ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ

Τί συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ᾿ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ᾿ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τί φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ᾿ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι᾿ άλλα κλαίει·
τον έπαινο τού Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ᾿ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείςστη σατραπεία·
και τί ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ᾿, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ᾿ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

ΤΡΩΕΣ

Είν᾿ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν᾿ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ᾿ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάροος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει. -


Είν᾿ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ᾿ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ᾿ έξω στεκόμεθα ν᾿ αγωνισθούμε.

Αλλ᾿ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ᾿ η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ᾿ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ᾿ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ᾿ η Εκάβη κλαίνε.


«Είμαι Κωνσταντινοπουλίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ᾿ ένα σπίτι τής Οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος τής παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα.
Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά».

Τούτο το αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, δημοσιευμένο το 1924 στο πανηγυρικό τεύχος τού περιοδικού «Νέα Τέχνη», μπορεί να συμπληρωθεί με τις ακόλουθες πληροφορίες:
Γεννήθηκε στις 17/29 Απριλίου 1863, και πέθανε στην Αλεξάνδρεια, στις 29 Απριλίου 1933, από καρκίνο του λάρυγγος. Γόνος μεγαλεμπόρων, είχε οκτώ μεγαλύτερα αδέλφια που επέθαναν όλα πριν από αυτόν. Δύο από τους αδελφούς του ήταν ερασιτέχνες ζωγράφοι, και ένας άλλος έγραφε στίχους αγγλικά και γαλλικά· ένας εξάδελφός του ήταν μεταφραστής τού Σαίξπηρ.
Το πρώτο δημοσιευμένο ποίημά του τυπώθηκε στο περιοδικό «Έσπερος»της Λειψίας, το 1886. Από τότε, δεν έπαψε να δημοσιεύει ποιήματά του σε διάφορα έντυπα τής Αλεξάνδρειας και τής Αθήνας, καθώς και σε ιδιότυπες συλλογές εκτός εμπορίου.[...]
Στα 1926, η δικτατορική κυβέρνηση Παγκάλου, κατά εισήγηση του Γ.Χαριτάκη, του απένειμε το «Αργυρούν Παράσημον του Φοίνικος». Τον ίδιο χρόνο, άρχισε να εκδίδεται, υπό την καθοδήγησή του το λογοτεχνικό περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη».
Δεν πρόλαβε να τυπώσει το τελευταίο του ποίημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1935 [...]
Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του Καβάφη στα Ελληνικά Γράμματα έγινε από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, το 1903. Αντίστοιχα, ο Άγγλος μυθισοριογράφος κ. E. M. Forster ήταν ο πρώτος ξένος που, το 1919, αποκάλυψε στο διεθνές κοινό τον Ποιητή.
[...]


Στις 29 Απριλίου 1933 (ημέρα των γενεθλίων του) ο Κωστής Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης, χάρη σε μια εκπληκτική συνέπεια της Μοίρας απέναντι στον ακριβέστερο εξόριστο του ελληνικού λόγου, έκλεισε στην γενέτειρά του τον εβδομηντάχρονο κύκλο τής επίγειας ζωής του, και πέρασε στον κύκλο τής αιωνιότητας: έγινε, οριστικά, ο Καβάφης.
Την παραμονή, ο άνθρωπος του οποίου όλος ο συνειδητός βίος εστάθηκε μια μελέτη θανάτου, εκτέλεσε με πλήρη διάυγεια το ύστατο χρέος του: μετάλαβε. Είχε συντάξει την διαθήκή του πριν δέκα χρόνια, και τα χαρτιά του βρέθηκαν σε υποδειγματική τάξη - σημάδι πως ήταν «έτοιμος από καιρό».
Έτοιμος, δεν σημαίνει: βέβαιος· μάλλον υποδηλώνει άγρυπνη συνείδηση, και σταθερή, αν όχι ήρεμη, ελπίδα.
Δεν μπορουσε, λ.χ., ο Ποιητής να έχει την βεβαιότητα πως είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, ένα πό τα γνωστότερα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου θα διαφήμιζε ότι: «Έχουμε όλα τα καλύτερα βιβλία: από τον Τσώσερ ως τον Καβάφη» - κι αν την είχε, σίγουρα δεν θα του αρκούσε για να νιώσει γαλήνιος και ασφαλής· όχι πως περιφρονούσε τα εγκόσμια· μα το πατροπαράδοτο ένστικτό του και οι συνθήκες της ζωής του τον είχαν διδάξει από νωρίς να κα΄νει σωστούς λογαριασμούς:

Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω...

έγραφε, το 1897, σ᾿ ένα ιδιωτικό του στιχούργημα.
Μπορούσε, όμως, να έχει την καθαρή συνείδηση του αγαθού δούλου, ο οποίος δεν καταχώνιασε μήτε επόρνευσε το τάλαντό του στην κοσμοπολίτικη έρημο της Αλεξάνδρειας ή στην βαλκανική σκόνη τής Αθήνας, μα το έσπειρε στα πιο παραμελημένα χώματα του Ελληνισμού, και το πότισε και το ανάστησε με όλα του τα δάκρυα και με όλο του το αίμα.
Και μπορούσε, ακόμα, να έχει την σοφήν ελπίδα την οποία του πρόσφερε η Τράπεζα του Παρελθόντος, δηλαδή η αδιάκοπη συναναστροφή του με τους νεκρούς: ότι πέρα από τις τυφλές χειρονομίες των ανθρώπων και πέρα από τις απατηλές βουλές των θεών, υπάρχει πάντα το είδωλο ενός νέου σώματος - η αφθαρσία τού ενσαρκωμένου λόγου, που για τον Ποιητή ενδεχομένως κατορθώνεται και πάντως προσεγγίζεται με την μεταμόρφωση της σάρκας σε λόγο.
[...]

από Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1896-1918), Άπαντα Ι, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Φιλολογική Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης 

η φωτογραφία του ποιητή από τη Βικιπαίδεια.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Έχει το κουτόχορτο πολιτικές βιταμίνες;

Του ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ, από την ΑΥΓΗ, 28.04.10


Είπε*: Θα έπρεπε να απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα του κ. Παπανδρέου και του κ. Παπακωνσταντίνου, γιατί κάθε φορά που βγαίνουν από την Ελλάδα ανεβαίνουν τα spread. Χρειάζεται κανένας πλεόνασμα σοφίας για να καταλάβει τι εννοούσε; Χρειάζεται πλεόνασμα χιούμορ για να καταλάβει ότι δεν ζητούνται στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους Παπανδρέου; Μπα! Απλώς χρειάζεται πλεόνασμα γραμμής και κακής πίστης, για να διακρίνει κανείς εδώ άρωμα γκουλάγκ, γεροντικό ξεσάλωμα, εμπρηστική δήλωση άξια πάσης καταδίκης και πάσης περιφρονήσεως.

Γιατί τσιμπάνε λοιπόν ορισμένοι τόσο εύκολα στους τηλεοπτικούς εισαγγελείς; Γιατί ξεχνούν ότι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του ΔΝΤ χρειάζονται ένα εσωτερικό εχθρό για να αποτρέψουν την αποσταθεροποίησή τους… το έργο όμως είναι ξαναπαιγμένο και ο κόσμος δεν τρώει κουτόχορτο, όπως έλεγε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν ισχύει σήμερα η διαπίστωση; Διαπίστωσαν ότι και το κουτόχορτο περιέχει πολιτικές βιταμίνες; Ή απλώς δεν ισχύει όταν ο εσωτερικός εχθρός των άλλων θεωρείται και εσωτερικός εχθρός δικός μας και άρα ανάξιος πάσης υπερασπίσεως και άξιος πάσης περιφρονήσεως;

Υπάρχει όμως ένα ζητηματάκι εδώ. Όταν συνδράμουν τους εισαγγελείς ή τα μαζεύουν δημοσίως μπροστά τους (εγώ δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο… πρόκειται για υπερτροφικό πολιτικό λόγο… μάλλον συσπειρώνει στο ΠΑΣΟΚ τη δυσαρεστημένη βάση του), τότε παθαίνει κάτι ο δράστης της επίμαχης φράσης; Ή παθαίνει περισσότερο από κάτι ο πολιτικός χώρος που εκπροσωπούν, και γιατί εμφανίζεται πάλι αλαλούμ, αλλά και γιατί δίνει την εντύπωση ότι, ευκαιρίας δοθείσης, δεν έχει πρόβλημα να θάψει καμιά δεκαριά, κι ας είναι ξαναπαιγμένο το έργο και δύσπεπτο το κουτόχορτο;

Μετά απ’ αυτά, δεν φαίνεται να έχει, ευτυχώς, πρόβλημα εξόδου από τη χώρα ο Παπανδρέου. Δεν φαίνεται όμως, δυστυχώς, να έχουν και πρόβλημα εισόδου στον χώρο οι προβοκάτσιες όσων χρειάζονται έναν εσωτερικό εχθρό κ.λπ. Όταν αύριο θα περιλάβουν τον Τσίπρα γιατί μιλάει για εκ προμελέτης έγκλημα, τον Λαφαζάνη γιατί μιλάει για χούντα, τον δεν-ξέρω-ποιον γιατί μιλάει για πραξικόπημα (απείρως βαρύτερα από τα δημοσίως αποκηρυχθέντα) κι όταν πάλι ο μονίμως εκπροσωπών τον εαυτό του εκπρόσωπος δηλώσει ότι κάτι τέτοια, α-πα-πα, δεν θα τα έλεγε αυτός ποτέ, τότε να δούμε ποιος τρώει κουτόχορτο και ποιος προτιμά τους λωτούς…

*Το όνομα αποσιωπάται γιατί εκτός από γκουλάγκ υπάρχουν και ουγκαγκαού…

το εξώφυλλο του βιβλίου από http://cretashop.gr/gr/imagesgr/booksgr/9603931841.jpg, δεν αποτελεί μέρος του αρχικού άρθρου.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί. Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται τρομαχτικές ελευθερίες.*

...Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος
με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα....

Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι, 1958, Μ.Κατσαρός

 Τάκης Σινόπουλος
...πέθανε ξαφνικά από την καρδιά του, ανήμερα του Πάσχα, 26.04.1981, στον Πύργο...

Ο καιόμενος

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Μεταίχμιο Β', 1957

Ακόμη μια νύχτα, XVI.

7.10.74
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.

Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.

Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οισκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.

Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
περπατάνε οι δολοφόνοι.

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.


 Χρονικό, 1975


Χώρος αναμονής

Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια.
Εδώ δεν είναι τόπος για έκσταση.
Ένα μακρύ ποτάμι ημέρες αργοκίνητες.
Η νύχτα ο φόβος και το κάθισμα.
Εσύ γυρεύοντας τη σκάλα για τον ουρανό.
Εγώ ψάχνοντας με τα νύχια το πρόσωπο
ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας
στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά
τι περιμένω;

Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός παροξύνεται;
Αν κάποιος φωνάξει βοήθεια απ' το δρόμο
αν κάποιος χτυπήσει τον τοίχο
αν έρθουν απέναντι και καθήσουν
όλα τα παιχνίδια που κερδίζονται χωρίς το θεό
η συνέχεια του σκοταδιού
η λάμπα που έφαγε το πετρέλαιο
τ' αποτσίγαρα χάμου στο πάτωμα
τα ξένα ρούχα
ακόμη ζεστά
αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια
η πράξη
που γυρίζει ξάφνου σε φόνο;

Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα
που καθάριζε ολημέρα το βασίλειό της;
Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός
την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την άρνηση;
Το στόμα ήταν ακόμα ζωντανό
η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα και σφάδαζε
η λευτεριά πηδούσε από πόλη σε πόλη
έσταζε το αίμα
η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα
κι εγώ κρύωνα
όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι
μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή
κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι.

Σε τούτη την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί βιασμοί
η επινόηση του έρωτα και της απόγνωσης
εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός
υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα
υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος
υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων
ομοιώματα επαφών συναρτήσεων
πίσω απ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές
εξόριστα διαστήματα μετατοπίζονται
οι πιθανότητες κοιμούνται μες στο δίχτυ τους
η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές
μ' ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα
πλησιάζουν και είναι ακίνητα
στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και περιμένω
τι περιμένω;

Ίσως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα σπίτια χάνονται
εκεί που η αυγή ανάβει ένα εκατομμύριο χαλίκια
ίσως κατέβεις πιο χαμηλά
εκεί που το σκοτάδι σκάβει το χώμα ακατάπαυστα
εκεί που στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα
εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει
ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα
στον ατελείωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα
όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση χάνεται
εκεί που είσαι ωστόσο
σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια
το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο
μες στη νύχτα που καίει
εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και περιμένω
τι περιμένω;

Η νύχτα και η αντίστιξη, 1959
* Η ποίηση της ποίησης, 1964
Ο πίνακας Μια γωνιά του ατελιέ, 1830, του Ευγένιου Ντελακρουά, που γεννήθηκε σαν σήμερα, 26.04.1798 (από την Wikipedia).

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Η «ανανέωση» ως μεταδεξιά



του Περικλή Κοροβέση, Εποχή, 25.04.10, από την στήλη Αριστερή Ανακύκλωση

     Ανήκω σε κείνη την κατηγορία των ανθρώπων που ήδη από τις αρχές του '70, μεσούσης της χούντας, είχα καταλήξει σε κάποιες σκέψεις για το μέλλον της Αριστεράς, που στην εποχή τους δεν είχαν καμία απήχηση. Ας θυμίσουμε το κλίμα της εποχής. Η χούντα φαινόταν να έχει εδραιωμένη για καλά την εξουσία της, παρά το μείζον γεγονός της ταπεινωτικής πολιτικής της ήττας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η χούντα απομονώθηκε διεθνώς. Αντιχουντικά κινήματα είχαν διαμορφωθεί σχεδόν σε όλες τις δημοκρατικές χώρες και άνθισαν ιδιαίτερα εκεί που υπήρχαν Έλληνες. Αυτό το κίνημα όμως δεν είχε ενιαία πολιτική έκφραση, παρά το γεγονός πως ο στόχος ήταν ενιαίος. Πτώση της χούντας και εκλογές, στόχος αποδεκτός ακόμα και από μια μεγάλη μερίδα της λεγόμενης Άκρας Αριστεράς που είχε περισσότερη σχέση με την πραγματικότητα και λιγότερο με την ιδεοληψία της Επανάστασης.
     Εντούτοις, η κατάσταση στις οργανώσεις της Αριστεράς ήταν θλιβερή. Τα δύο ΚΚΕ ήταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Οι οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς, κυρίως Μαοϊκοί και Τροτσκιστές, ήταν και αυτοί διασπασμένοι, ανήγαγαν τις διαφορές τους σε θέματα αρχής και ιδεολογίας. Και η κατάσταση αυτή δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του ελληνικού κινήματος. Ήταν και η πραγματικότητα του ευρωπαϊκού. Ο κύριος εχθρός, που ήταν η χούντα, δεν ήταν προτεραιότητα για καμιά οργάνωση. Ήταν η πρωτοπορεία-ηγεμονία της κάθε οργάνωσης που ήταν προϋπόθεση για τη δράση της. Συχνά αυτό δεν ήταν άσχετο από προσωπικές φιλοδοξίες. Αυτή η εμμονή μου στην ενότητα της αριστεράς, με προϋπόθεση την υπέρβαση της «ηγεμονίας» και της «πρωτοπορίας», την απόρριψη της βίας (τότε είχα ακόμα μια λάμψη που δεν κράτησε για πολύ) και την επιλογή της σύγκρουσης μέσα από μαζικά κινήματα ανυπακοής, έπεσε στο κενό. Και το δίλημμα που μπαίνει για κάθε αριστερό με σκέψη είναι το ακόλουθο. Για ποιο λόγο κανείς να βοηθάει με τη στράτευσή του το αδιέξοδο; Και εδώ υπάρχουν δύο απαντήσεις. Ή γυρίζεις στο σπίτι σου (που συχνά δεν είναι παράιτηση, αλλά επιλογή) ή να στρατευθείς σε κάποια κοινωνικά κινήματα που δεν έχουν την μορφή και τη δομή πολιτικής οργάνωσης (π.χ. ανθρώπινα δικαιώματα, κινήματα αλληλεγγύης, τοπικά περιβαντολογικά προβλήμτα κ.λπ.)
     Αυτές οι απόψεις που τότε ήταν απορριπτέες, σήμερα έχουν γίνει κοινός τόπος για κάθε ενωτικό κίνημα της αριστεράς. Το γερμανικό «Die Linke», το πορτογαλικό «Μπλόκο», ο δικός μας «ΣΥΡΙΖΑ», αλλά και αναρίθμητα κινήματα σε όλο τον κόσμο που συμμετέχουν στο «Παγκόσμιο Φόρουμ». Εγχειρήματα καθόλου εύκολα, γιατί κανείς δύσκολα απορρίπτει τις βεβαιότητες που το διαμόρφωσαν. Στα καθ' ημάς, τα «συριζαϊκά», περίμενε κανείς πως το ρόλο της πρωτοπορίας θα τον έπαιζαν εκείνες οι συνιστώσες που δεν προέρχονται από το ΚΚΕ, που το θεωρούσαν αναθεωρητικό και συμβιβασμένο, μέρος του συστήματος, και στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, δικαίωναν την παρουσία του.
     Παρά τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ και χωρίς να ωραιοποιώ κανένα, τα μείζονα προβλήματα δεν μας ήρθαν από αυτή την πλευρά, αλλά από εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που θέλει να παρουσιάζεται ως το πιο αντιδογματικό και ανοιχτό στην κοινωνία. Εννοώ την πολιτική ομάδα των «Ανανεωτών» που συστεγάζονται στο ΣΥΝ και επέλεξαν για τον εαυτό τους ένα άκρως πρωτοποριακό και ηγεμονικό ρόλο στην πιο καθαρή σταλινική του μορφή.
     Στις θέσεις τους για το 6ο -έκτακτο- συνέδριο του ΣΥΝ διαβάζουμε: «Στον ΣΥΡΙΖΑ (αντί να) διεκδικήσουμε ένα ρόλο πολιτικά ηγεμονικό, πράξαμε το αντίθετο». Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα ενοχοποιείται για «αντισυστημικές πολιτικές θέσεις, εξτρεμισμό σε εκδηλώσεις βίας και ακραίο αντιευρωπαϊσμό». Για την ομάδα των «Ανανεωτών» οι αποφάσεις της 3ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης αποτελούν αρνητική τομή στην πορεία (του ΣΥΝ). Και ως εκ τούτου μπαίνει κόκκινη γραμμή και αποφασίζουν: «Δεν θα πάρουμε κάρτες μέλους ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα εγγραφούμε σε ενιαίο μητρώο μελών στις τοπικές οργανώσεις. Δεν δεχόμαστε τις σχετικές αποφάσεις της 3ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ και απορρίπτουμε τη λογική της συγκρότησης και της πολιτικής κατεύθυνσης, όπως ήδη έχει προκαθοριστεί, της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης».
     Τα συμπεράσματα των «Ανανεωτών» τόσο για κάποιους συντρόφους τους στον ΣΥΝ όσο και για τις συνιστώσες, δηλώνουν μια βαθιά απογοήτευση που δεν φαίνεται να είναι ανατρέψιμη. «Για πρώτη φορά, μετά είκοσι χρόνια ενεργού παρουσίας του ΣΥΝ, στελέχη, μέλη και συμμαχικές «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργούν πολιτικά με σχεδόν αποκλειστικό κίνητρο τη διάλυση του ΣΥΝ». Σε αυτό το παιχνίδι, έχει μπει και ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ, Αλ. Αλαβάνος που με την «ηγετική επανεμφάνισή του, με κινήσεις, παρεμβάσεις, πολιτικές πρωτοβουλίες αποσταθεροποιεί την ηγεσία του ΣΥΝ». Αν είναι αυτή η αλήθεια των «Ανανεωτών», σεβαστή, όσο και να διαφωνεί κανείς μαζί τους, μπαίνει το απλό ερώτημα. Γιατί παραμένουν στο ΣΥΡΙΖΑ, αφού σαφώς είναι άλλο κόμμα και γιατί δέχονται να είναι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ στο Κοινοβούλιο; Όταν διαφωνείς πλήρως με κάποιον, τότε τα  μαζεύεις και φεύγεις. Αλλιώτικα είσαι μαζοχιστής ή ιδιοτελής. Καλή η θέση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ορκισμένος εχθρός; Συμβιβάζεσαι;
     Αλλά το πρόβλημα της ουσίας είναι αλλού. Η Ομάδα των «Ανανεωτών» έχασε οριστικά την ηγεμονία του ΣΥΝ και έχει μπει σε ένα μάταιο αγώνα να την επαναποκτήσει. Και γι' αυτό χρησιμοποιεί όλα τα μέσα. Ακόμα και τον παραλογισμό, συχνό φαινόμενο του σταλινισμού. Αν οι συνιστώσες είχαν τη δύναμη να διαλύσουν τον ΣΥΝ και αν ο Αλαβάνος από την πλευρά του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ Χαλανδρίου, έχει τις μεταφυσικές ικανότητες να αποσταθεροποιήσει την ηγεσία του ΣΥΝ, να είναι σίγουροι πως θα χρησιμοποιούσαν αυτές τις υπερβατικές τους δυνάμεις για τη συγκρότηση του ΣΥΝ. Όλες οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύτιμες. Φτάνει να είναι ΣΥΡΙΖΑ και να πιστεύουν στο εγχείρημα. Και οι ανανεωτές δεν είναι. Δικαίωμά τους. Αλλά να είναι σίγουροι οι παλιοί μου σύντροφοι, πως η κρίση τους δεν οφείλεται σε καμιά εχθρική παρέμβαση. Είναι η αποτυχία της δέσμης των «ιδεών Κύρκου» που κατάλαβε την ανανέωση της αριστεράς, σαν ανανέωση της δεξιάς. Δεν μπόρεσε ποτέ να εμβαθύνει τις ιδέες της αριστεράς, αλλά «αριστεροποίησε» δεξιές κατεστημένες αξίες.

perkor29@gmail.com

η αφίσα C'est la crise, éjectons le capitalisme, cc-by-nc-nd από τον Titom από Mai 68 - Mai 08

IMF dirty MF, Lies and death IMF

Bruce Cockburn Call it Democracy

Padded with power here they come
International loan sharks backed by the guns
Of market hungry military profiteers
Whose word is a swamp and whose brow is smeared
With the blood of the poor


Who rob life of its quality
Who render rage a necessity
By turning countries into labour camps
Modern slavers in drag as champions of freedom


Sinister cynical instrument
Who makes the gun into a sacrament --
The only response to the deification
Of tyranny by so-called "developed" nations'
Idolatry of ideology


North South East West
Kill the best and buy the rest
It's just spend a buck to make a buck
You don't really give a flying fuck
About the people in misery


IMF dirty MF
Takes away everything it can get
Always making certain that there's one thing left
Keep them on the hook with insupportable debt


See the paid-off local bottom feeders
Passing themselves off as leaders
Kiss the ladies shake hands with the fellows
Open for business like a cheap bordello


And they call it democracy
And they call it democracy
And they call it democracy
And they call it democracy


See the loaded eyes of the children too
Trying to make the best of it the way kids do
One day you're going to rise from your habitual feast
To find yourself staring down the throat of the beast
They call the revolution


IMF dirty MF
Takes away everything it can get
Always making certain that there's one thing left
Keep them on the hook with insupportable debt

Thievery Corporation, Vampires

They' ll gain the world but lose their souls
They' ll gain the world but lose their souls

Don't believe politicians and thieves
They want our people oh their bended knees
Pirates and robbers, liars and thieves
You come like the wolf but dressed like the sheep

If you go to Lagos what you find, vampires
If you go to Kinshasa what you find, vampires
If you go to Darfur what you find, vampires
If you go to Malabo what you find, vampires

Lies and theft
Guns and debt
Lies and death
IMF

When the bank man comes to your door
Better know you' ll always be poor
Bank loans and policies
They can't make our people free

You live on the blood of my people
Everyone knows you've come to steal
You come like the thieves in the night
The whole world is ready to fight

If you go to Lagos what you find, vampires
If you go to Kinshasa what you find, vampires
If you go to Darfur what you find, vampires
If you go to Malabo what you find, vampires

Lies and theft
Guns and debt
Lies and death
IMF

They' ll gain the world but lose their souls
They' ll gain the world but lose their souls

You live on the blood of my people
Everyone knows you've come to steal
You come like the thieves in the night
The whole world is ready to fight

If you go to Lagos what you find, vampires
If you go to Kinshasa what you find, vampires
If you go to Darfur what you find, vampires
If you go to Malabo what you find, vampires

Lies and theft
Guns and debt
Lies and death
IMF

από την ραδιοφωνική εκπομπή Infowar του Άρη Χατζηστεφάνου ΔΝΤ: Η νεκρανάσταση του τέρατος

Δείτε και το ντοκυμαντέρ Argentina's Economic Collapse με αγγλικούς υπότιτλους

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

«Μπορώ να προσθέσω χρώματα στον χαμαιλέοντα, ν' αλλάξω μορφές σαν τον Πρωτέα κατά το συμφέρον μου, και να στείλω τον Μακιαβέλλη στο σχολειό»

Γιατί μπορώ να χαμογελώ κι ενώ χαμογελώ να θανατώνω,
και να κραυγάζω «ευχαριστώ» σ' αυτό που μού πικραίνει την καρδιά,
και να μουσκεύω τα μάγουλά μου με δάκρυα ψεύτικα,
και ν' αλλάζω το πρόσωπό μου κατά περίσταση.
Θα πνίξω ναύτες πιο πολλούς κι απ' τη γοργόνα·
θα σκοτώσω περισσότερους που με κοιτούν κι από τον βασιλίσκο·
θα παίξω τον ρήτορα καλά όσο κι ο Νέστορας,
εξαπατώντας με πανουργία άφταστη κι από τον Οδυσσέα·
και, σαν τον Σίνωνα, θα πάρω άλλη Τροία.
Μπορώ να προσθέσω χρώματα στον χαμαιλέοντα,
ν' αλλάξω μορφές σαν τον Πρωτέα κατά το συμφέρον μου,
και να στείλω τον Μακιαβέλλη στο σχολειό.
Μπορώ να τα κάνω όλ' αυτά και δεν μπορώ να πάρω ένα στέμμα;

Why, I can smile, and murder whiles I smile,
And cry 'Content' to that which grieves my heart,
And wet my cheeks with artificial tears,
And frame my face to all occasions.
I'll drown more sailors than the mermaid shall;
I'll slay more gazers than the basilisk;
I'll play the orator as well as Nestor,
Deceive more slily than Ulysses could,
And, like a Sinon, take another Troy.
I can add colours to the chameleon,
Change shapes with Proteus for advantages,
And set the murderous Machiavel to school.
Can I do this, and cannot get a crown?
Shakespeare, King Henry the Sixth, Τρίτο μέρος, πράξη 3η, σκηνή 2η (μονόλογος Ριχάρδου) 
Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ (1513)
Νικολό Μακιαβέλλι

ΙΙ. ΠΕΡΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΗΓΕΜΟΝΙΩΝ
De principatibus hereditariis

[...] Λέω, λοιπόν, ότι στις κληρονομικές ηγεμονίες και σ' αυτές που κυβερνώνται για καιρό από την ίδια οικογένεια οι δυσκολίες για να διατηρηρθούν είναι αρκετά μικρότερες απ' ότι στα νέα κράτη, γιατί φτάνει μόνο να μην εγκαταλείπει κανείς τις μεθόδους διακυβέρνησης των προγόνων του και στη συνέχεια να προσαρμόζεται στις περιστάσεις: έτσι αν η ηγεμόνας αυτός έχει τις συνηθισμένες ικανότητες θα διατηρεί παντοτινά το κράτος του, εφόσον δεν υπάρχει μια συνήθιστη και υπερβολικά μεγάλη δύναμη που να του το στερήσει. Αλλά και να το χάσει, με την παραμικρή δυσκολία που θα τύχει στον κατακτητή, μπορεί να το αποκτήσει πάλι.[...]

ΙΙΙ. ΠΕΡΙ ΜΙΚΤΩΝ ΗΓΕΜΟΝΙΩΝ
De principatibus mixtis

[...] Όταν όμως κατακτά κανείς κράτη σε μια περιοχή με διαφορετική γλώσσα, έθιμα και νόμους, στο σημείο αυτό βρίσκονται οι δυσκολίες και πρέπει να έχει μεγάλη τύχη και μεγάλη επιτηδειότητα για να τα κρατήσει· και ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ισχυρά φάρμακα θα ήταν ο κατακτητής να πήγαινε να κατοικήσει εκεί. Αυτό θα έκανε πιο σίγουρη και πιο μακρόχρονη την κατάκτησή του: όπως έκανε ο Τούρκος στην Ελλάδα· αυτός, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλα τ'άλλα μέσα για αν διατηρήσει το κράτος του, εάν δεν πήγαινε να κατοικήσει εκεί, δεν θα ήταν δυνατόν να το διατηρήσει. Γιατί, μένοντας εκεί, βλέπεις τις ανταρσίες τη στιγμή τής γέννησής τους και μπορείς νατις καταπνίξεις αμέσως. Εάν δεν μένεις εκεί, γίνονται αντιληπτές όταν έχουν μεγαλώσει και δεν υπάρχει πια θεραπεία. Εκτός απ' αυτό, η επαρχία δεν καταστρέφεται από τους υπουργούς σου. Οι υπήκοοι μένουν ικανοποιημένοι, αφού μπορούν να προστρέχουν άμεσα στον ηγεμόνα· έτσι έχουν περισσότερους λόγους να τον αγαπούν, αν θέλουν να είναι υπάκουοι, και να τον φοβούνται, αν δεν το θέλουν. Όποιος ξένος θα ήθελε να εισβάλει σ' αυτή τη χώρα, θα πρέπει να το καλοσκεφτεί γιατί, εξαιρετικά δύσκολα μπορεί να τη χάσει ο ηγεμών που κατοικεί σ' αυτή.
Το άλλο, και καλύτερο, φάρμακο είναι να στείλει εποίκους σε έναν η δύο τόπους, που να είναι κατά κάποιον τρόπο ο σύνδεσμος με αυτό το κράτος· γαιτί είναι αναγκαίο ή να πράξει έτσι ή να διατηρεί εκεί αρκετούς ιππείς και πεζικάριους. Στους εποικισμούς τα έξοδα δεν είναι πολλά· και χωρίς δικά του έξοδα ή με λίγα, τους εγκαθιστά και τους συντηρεί, και βλάπτει μόνο εκείνους από τους οποίους αρπάζει τα κτήματα και τα σπίτια, για να τα δώσει στους καινούργιους κατοίκους, που άλλωστε είναι αελάχιστοι σ' εκείνη τη χώρα· και εκείνοι που βλάπτει δεν μπορούν ποτέ να τον βλάψουν, καθώς μένουν διασκορπισμένοι και φτωχοί· κι οι υπόλοιποι από τη μια αφήνονται απείραχτοι (και γι' αυτό θα έπρεπε να ησυχάσουν), απ' την άλλη φοβούνται μήπως παρανομήσουν και τους συμβεί ό,τι και σ' εκείνους που τους είχαν λεηλατήσει το βιός. Λέω συμπερασματικά ότι αυτοί οι εποικισμοί δεν κοστίζουν, οι έποικοι είναι πιο πιστοί και βλάπτουν λιγότερο· και οι ζημιωμένοι, όπως έχει ειπωθεί, δεν μπορούν να βλάψουν, επειδή είναι φτωχοί και διασκορπισμένοι. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τους ανθρώπους πρέπει ή να τους καλοπιάνεις ή να τους εξουδετερώνεις· γιατί ενώ εκδικούνται για τις ελαφρές ζημιές, για τις σοβαρές δεν μπορούν· επομένως η ζημιά που κάνεις στους ανθρώπους πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην φοβάσαι την εκδίκηση. Αλλά διατηρώντας εκεί, αντί για τους εποίκους, στρατό, ξοδεύεις πολύ περισσότερα, έχοντας να δαπανάς για τις φρουρές όλα τα έσοδα της χώρας· έτσι η κατάκτησή της γίνεται επιζήμια· και βλάπτει πολύ περισσότερο, γιατί ζημιώνεις ολόκληρο το κράτος με τις μετακινήσεις και τις στρατοπεδεύσεις τού στρατού σου· αυτή την ενόχληση την νιώθει ο καθένας και γίνεται εχθρός σου· και είναι εχθροί που μπορούν να βλάψουν, παραμένοντας ηττημένοι στο δικό τους σπίτι. Από κάθε άποψη, λοιπόν, αυτές οι φρουρές είναι άχρηστες, ενώ οι εποικισμοί είναι χρήσιμοι.[...]

V. ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ Ή ΟΙ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΟΤΟΥ ΚΑΤΑΚΤΗΘΟΥΝ ΖΟΥΣΑΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ
Quomodo administrandae sunt civitates vel principatibus, qui, antequam occuparentur, suis legibus vivebant

Όταν τα κράτη που κατακτώνται, όπως έχει ειπωθεί, είναι συνηθισμένα να ζουν με τους δικούς τους νόμους και ελεύθερα, υπάρχουν τρεις τρόποι να τα κρατήσει κάποιος που θέλει: ο πρώτος να τα ερημώσει· ο άλλος να πάει να κατοικήσει εκεί ο ίδιος· και ο τρίτος να τα αφήσει να ζήσουν με τους δικούς τους νόμους, εισπράττοντας μια εισφορά και εγκαθιστώντας ένα ολιγαρχικό καθεστώς που να διατηρήσει τη χώρα φιλική προς εσένα.[...]
Γιατί, στ' αλήθεια, δεν υπάρχει άλλος πιο σίγουρος τρόπος να τις κατέχεις, από να τις καταστρέφεις. Όποιος μάλιστα γίνει αφέντης μιας πόλης που είναι συνηθισμένη να ζει ελεύθερη και δεν την καταστρέφει, πρέπει να περιμένει ότι θα τον καταστρεψει αυτή· επειδή πάντοτε η πόλη επικαλείται, σε περίπτωση εξέγερσης, το όνομα της ελευθερίας και τους παλιούς δικούς της θεσμούς· κι αυτοί δε λησμονούνται ούτε με την πάροδο του χρόνου ούτε με ευεργετήματα. Ό,τι και να κάνεις ή να προνοήσεις, εάν δεν διχαστούν ή δεν σκορπιστούν οι κάτοικοι, δεν ξεχνούν ούτε αυτό το όνομα ούτε εκείνους τους θεσμούς κα σε κάθε ευκαιρία θα προστρέχουν αμέσως σ' αυτά· [...]

IX. ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ
De principatu civili

Αλλά ας έρθουμε στην άλλη περίπτωση,ὀπου ένας απλός πολίτης γίνεται ηγεμόνας τής πατρίδας του, όχι με εγκλήματα ή άλλες βδελυρές πράξεις, αλλά με την εύνοια των συμπολιτών του· τούτο το πολίτευμα μπορεί να ονομαστεί πολιτική ηγεμονία· για να επιτευχθεί αυτό δεν είναι απαραίτητη ούτε η μέγιστη αξιοσύνη ούτε πολύ μεγάλη τύχη, αρκεί μόνο πονηριά μαζί με τύχη - λέω ότι στην ηγεμονία αυτή αναβαίνει κάποιος είτε με την εύνοια του λαού είτε με την εύνοια των μεγάλων. Γιατί σε κάθε πόλη υπάρχουν αυτά τα δύο διαφορετικά στοιχεία· και τούτο οφείλεται στο ότι ο λαός θέλει να μην κυβερνάται ούτε να καταπιέζεται από τους μεγάλους και οι μεγάλοι επιθυμούν να κυβερνούν και να καταπιέζουν τον λαό: κα από αυτές τις δυο διαφορετικές διαθέσεις γεννιέται στην πόλη ένα από τα τρία αποτελέσματα, η ηγεμονία, η ελευθερία και η ασυδοσία.
Η ηγεμονία προέρχεται είτε από τον λαό είτε από τους μεγάλους, ανάλογα με το ποιο από τα δύο μέρη έχει την ευκαιρία· γιατί οι μεγάλοι, βλέποντας ότι δεν μπορούν να αντισταθούν στον λαό, αρχίζουν να προσδίδουν κύρος σ' έναν δικό τους και τον κάνουν ηγεμόνα, για να μπορούν υπό την προστασία του να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους. Ο λαός, από την άλλη, βλέποντας ότι δεν μπορεί να αντισταθεί στους μεγάλους, προσδίδει κύρος σε κάποιον και τον κάνει ηγεμόνα, για να είναι προστατευμένος υπό την εξουσία του. Όμως εκείνονς που ανεβαίνει στην ηγεμονία με τη βοήθεια των μεγάλων, διατηρείται με μεγαλύτερη δυσκολία απ' ότι εκείνος που γίνεται με τη βοήθεια του λαού· γιατί βρίσκεται στο αξίωμά του με πολλούς τριγύρω του, που πιστεύουν ότι είναι ίσοι του, και γι' αυτό δεν μπορεί ούτε να τον διατάξει ούτε να τους μεταχειριστεί με τον δικό του τρόπο.[...]

XVIII. ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΗΓΕΜΟΝΕΣ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝ ΤΙΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ
Quomodo fides a principibussit servanda

[...] Ένας ηγεμόνας, λοιπόν, δεν είναι απαραίτητο να έχει πράγματι όλες τις ιδιότητες που έγραψα παραπάνω, είναι όμως απολύτως αναγκαίο να φαίνεται ότι τις έχει. Θα τολμήσω να πω το εξής, πως όταν τις έχει και τις τηρεί πάντοτε, είναι επιζήμιες, ενώ όταν φαίνεται ότι τις έχει, είναι χρήσιμες: να φαίνεται πονετικός, έντιμος, καταδεκτικός, ειλκρινής, ευσεβής, και να είναι· αλλά να είναι προδιατεθειμένος, όταν χρειάζεται να μην είναι, να μπορεί και να ξέρει ν' αλλάξει στο αντίθετο. [...]
Πρέπει λοιπόν, ένας ηγεμόνας να προσέχει πολύ να μην του ξεφύγει ποτέ από το στόμα κάτι που να μην είναι γεμάτο απο τις προηγούμενες πέντε αρετές και να φαίνεται, σ' όποιον τον βλέπει και τον ακούει, γεμάτος οίκτο, γεμάτος καλή πίστη, γεμάτος ευθύτητα, γεμάτος ανθρωπιά, γεμάτος ευσέβεια.[...] Οι άνθρωποι εν γένει, κρίνουν περισσότερο με βάση τα μάτια παρά τα έργα· γιατί όλοι μπορούν να δουν, λίγοι όμως καταλαβαίνουν. Ο καθένας βλέπει αυτό που φαίνεται, λίγοι όμως καταλαβαίνουν αυτό που πραγματικά είσαι· κι αυτοί οι λίγοι δεν τολμούν να εναντιωθούν στη γνώμη των πολλών, που έχουν την αυθεντία τού κράτους να τους προστατεύει· και στις πράξεις όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των ηγεμόνων, όπου δεν υπάρχει ένα δικαστήριο στο οποίο να προσφύγεις, κρίνει κανείς από το τελικό αποτέλεσμα. Ας επιτύχει λοιπόν, ένας ηγεμόνας να κερδίσει και να διατηρήσει το κράτος: τα μέσα όλοι θα τα κρίνουν πάντοτε έντιμα και αξιέπαινα· γιατί ο όχλος παρασύρεται από τα φαινόμενα και τις επιτυχίες· και στον κόσμο δεν υπάρχει παρά μονάχα όχλος· και οι λίγοι δεν έχουν πού να σταθούν, όταν οι πολλοί έχουν πού να στηριχθούν.[...]

Μτφ. Ζώζη Ζωγραφίδου-Καραχάλιου, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, 1999

ο πίνακας Untitled του Willem de Kooning με αφορμή τη γέννησή του σαν σήμερα 24.04.1904, από www.artknowledgenews.com/

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

«Κλάστε μου τώρα τόν μποῦτζον»

 
ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
ΕΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ

Ὁ δέ Καραΐσκος, ἅμα κτυπηθείς, εἶπεν: «Κλάστε μου τώρα τόν μποῦτζον».[...] Ὁ δέ Καραΐσκος τήν 23ην Ἀπριλίου μετέβη εἰς τάς αἰωνίους σκηνάς τοῦ Πλάστου.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ

Καί τόν συνέλαβαν οἱ ἄγγελοι ἐν πομπῇ.
Ὁ πιό μεγάλος ἀπ' αὐτούς, μέ κάτι φτερά νά,
μελέτησε τόν μποῦτζον του καί τόν εὐλόγησε.
Θά φέρεις ἀπό τοῦδε καί στό ἐξῆς, τοῦ λέει,
τόν προμαχώνα ἐπάνω σου. Λάβε καί τοῦτο.
Καί τοῦ 'δωκε, ἀκούω, μία κουδούνα -
τοῦ τήν κρεμάζει στό λαιμό κι ἀρχίνησε
βροντές καί μπαταριές ὁ Καραΐσκος.
Ἀνοῖξαν τά ἐπουράνια σάν σεντόνι
πού σκίστηκε στή μέση· ροδοπέταλα καί δάφνες
ἀνέμισαν μέ τῶν ἀγγέλων τά πτερά.
Ὁ Γιώργης Καραΐσκος ἀγουροξυπνημένος
δέν καταλάβαινε ποιός ζεῖ καί ποιός πεθαίνει.
Τρυπᾶ τό κόκαλό του, νιώθει τήν Ἀνάσταση
σάν ἄσπρο κουνουπίδι, σάν κιτρόμηλο.
Ἐντάξει, λέει, ἄς ποῦμε πώς ἀνέστηκα.
Καί τί μέ τοῦτο, ἐάν ἡ νύχτα μέ βαρεῖ
καί τό ντουφέκι μου εἶναι τζακισμένο;
Τ' ἄλογό μου φέρτε μου νά κλάσω ἀπάνω του.
Εὐτύς οἱ πρῶτοι τῶν ἀγγέλων σπεύδουν
μέ πύρινα ὑποδήματα καί μέ φωνές
κυπαρισσένιες· τόν τυλίγουν μέ πτερά.
Ἐκεῖνος τ' ἄλογό του, αὐτό μονάχα.
Κι ὡς ἤτανε καί τ' ἄλογό του χτυπημένο
στή γῆ θαμμένο, νά το - ἐγείρεται καί φτάνει
μ' ἕνα χλιμίντρισμα στόν κόσμο τόν ἀπάνω.
Γέμισε ὁ τόπος μῆλα καί γαρούφαλα.
Κι ἡ μέρα κολυμποῦσε στό ξανθό ποτάμι
         τῆς ἀστραπῆς.

Μάρτης 1989

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, από την Μεθιστορία, εκδ. Άγρα

ο θάνατος του Καραΐσκάκη ξυλογραφία, Σπύρος Βασιλείου
από mathima.gr