Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εποχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εποχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Πολιτική συμμαχιών ή πολιτική συναλλαγών;




Θαυμαστή ομοφωνία και ομοβροντία στην «Αυγή της Κυριακής». Το πρωτοσέλιδο θέμα, το ανυπόγραφο κύριο άρθρο, τα περισσότερα πολιτικά σχόλια της εφημερίδας… Όλα στην ίδια γραμμή: Αφήστε τα’ αστεία!! Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να γίνουν εκλογές τώρα, διαφορετικά θα καταστραφούμε –χώρα και ΣΥΡΙΖΑ μαζί.
Ενδεικτικά παραθέτουμε: «Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μονόδρομος [αχ, αυτοί οι μονόδρομοι στο στόμα των αριστερών τώρα…] να επιβάλει το “ματ” με εκλογές τώρα». «Είναι αναγκαία η κατανόηση της πραγματικότητας που αλλάζει και της στιγμής που δεν πρέπει να χαθεί».
«Ζητούν κάποιοι να συμμετάσχουν στον αγώνα με τους μαχαιροβγάλτες και τους ζητούνται πιστοποιητικά πρότερου έντιμου βίου. Και αποδείξεις μελλοντικού έντιμου βίου» [ιδίως αυτό!] «Μερικοί αποκαλούν την επερχόμενη φάση αυτής της αναμέτρησης προεδρική εκλογή. Θα έπρεπε να την αποκαλούμε μάλλον προεδρική ευκαιρία».
«Η άλλη εκδοχή [από τη «συνεννόηση» με τη ΝΔ για πρόεδρο και εκλογές] είναι να αρνηθούμε κάθε συμβιβασμό και να κάνουμε εκκλήσεις στην κυβέρνηση να πέσει μόνη της». «Η εναλλακτική να μπλοκάρουμε την προεδρική εκλογή με άνοιγμα στους ανεξάρτητους έχει απορριφθεί, γιατί πριν διαφοροποιηθούν από το μνημόνιο, ήταν μνημονιακοί». «Δεν πειράζει, αν μαζέψει ο Σαμαράς τους 180, θα έχουμε ενάμιση χρόνο να το κουβεντιάζουμε, ενόσω ο Χαρδούβελης θα κόβει συντάξεις και ο Κυριάκος να απολύει κόσμο».
«Δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχει στρατηγική νίκης. Ας μην ταλαντεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ και ας πάρει επιτέλους πρωτοβουλίες που θα διασπούν τις συμμαχίες του κυβερνητικού μπλοκ ενόψει και της εκλογής προέδρου (χωρίς) αντίληψη περίκλειστου φρουρίου».
Εν τω μεταξύ, από τις σελίδες της «Αυγής» και τις ενημερωτικές ζώνες του Κόκκινου 105,5 παρελαύνουν με δηλώσεις, άρθρα και συνεντεύξεις τους όλοι οι υπο συνεργασία απαραίτητοι πολιτικοί, πριν ακόμα συζητηθεί και αποφασιστεί κάτι σχετικό σε αρμόδια όργανα του κόμματος.
 
Για το καλό της χώρας και του ΣΥΡΙΖΑ…
 
Διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις, λοιπόν, τα γραφόμενα και μένεις με την εκτύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να ανοίξει πανιά για την αυτοδυναμία, αξιοποιώντας τη συγκυρία της εκλογής προέδρου, και κάποιοι στενοκέφαλοι δεν τον αφήνουν. Και για να καταλάβουν κι αυτοί οι στενοκέφαλοι, επιστρατεύεται μέχρι κι ο Λένιν, που μας μιλάει για τη σημασία των συμβιβασμών και των συμμαχιών. Δεν του έχουν ακόμα αποδώσει εκείνο το γνωστό περί συμμαχίας ακόμα και με το διάβολο, αλλά, όπως πάει το πράγμα, δεν φαίνεται να τη γλιτώνει.
Πώς φτάνουν, όμως, να ανακατεύουν στο ίδιο καζάνι τις δοξασίες περί «στιγμών» και «ευκαιριών» με τη θεωρία περί συμμαχιών; Πώς γίνεται να ανάγεται η «στιγμή» και η «ευκαιρία» σε πολιτική βάση και κριτήριο των συμμαχιών; Και γιατί με τόση ελαφρότητα συγχέεται η πολιτική συμμαχιών με την εκλογική τακτική των συνεργασιών; Για τον απλούστατο λόγο ότι, με την επίκληση της μοναδικότητας της στιγμής και του «μονόδρομου», δεν χρειάζεται να συζητήσουμε ουσιαστικά. Χρειάζεται να κραυγάσουμε απλώς «υπέρ» ή «κατά» της «ευκαιρίας».
 
Μια έδρα για μια ψήφο
 
Τι ζητείται, όμως, από τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει; Απλά και καθαρά να συνδέσει με τον πιο άμεσο και ωμό τρόπο την ψήφο των ανεξάρτητων, ορισμένων εξ αυτών τουλάχιστο, με την υπόσχεση ότι όσοι θα συμβάλουν στη μη εκλογή προέδρου, θα συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές που έρχονται.
Είναι αυτή πολιτική συμμαχιών; Είναι μήπως εκλογική τακτική συνεργασιών; Είναι αυτή βάση για οποιαδήποτε συζήτηση, με οποιονδήποτε; Ή μήπως είναι η αναγέννηση της πελατειακής νοοτροπίας; Τι είναι η ψήφος που ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ από τους πολίτες για να μεταφέρεται στο παζάρι και να ανταλλάσσεται με την ψήφο του καθενός στην εκλογή προέδρου; Προίκα που μπορεί να την κάνει ό,τι θέλει; Δεν σας θυμίζει όλο αυτό τη γνωστή ιησουίτικη αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»; Ακόμη κι αν το είχε πει ο Λένιν, οφείλαμε να το είχαμε απορρίψει, πηγαίνοντας του ως δικαιολογητικά τα χαΐρια των καθεστώτων του «υπαρκτού-ανύπαρκτου».
Κι αυτή η απλουστευτική γελοιοποίηση των όποιων αντιρρήσεων έναντι αυτής της ευκαιριακής λογικής; Πόσο ανανεωτικό είναι να μετατρέπεις σε καρικατούρα την άλλη άποψη, για να επιβάλεις τον ευκαιριακό «μονόδρομο»; Ξέρω πολλούς από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις, οι οποίοι έχουν πολύ πιο ανοιχτό μυαλό, πιο ανοιχτά μάτια και πιο ανοιχτή αντίληψη για την ευρύτητα των συμμαχιών και των συνεργασιών από αρκετούς μονοδρομικούς. Με τη στάση τους, με την επιμονή τους, κι όχι με τα λόγια μόνο, έχουν βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει αυτό το ευρύ, ριζοσπαστικό, ενωτικό εγχείρημα, που ίσως καταγραφεί στην ιστορία σαν απαρχή της άρσης του ιστορικού σχίσματος της ευρωπαϊκής αριστεράς. Πολύ πριν υπάρξει στον ορίζοντα οποιαδήποτε «στιγμή» ή «ευκαιρία». Αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να τον απαξιώσουν μεταμορφώνοντάς τον σε άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, του νομίσματος της πιο αφόρητα επικρατούσας αντίληψης για την πολιτική.
 
Έντιμη στάση
Γιατί δεν μπορεί, άραγε, ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον πιο καθαρό τρόπο, να διακηρύξει δημόσια ότι, για συγκεκριμένους πολιτικούς λόγους, ζητάει από κάθε ανεξάρτητο βουλευτή και από κάθε κοινοβουλευτική ομάδα που επιδιώκει τη δημοκρατική ανατροπή των μνημονίων, να μην ψηφίσουν πρόεδρο δημοκρατίας σ’ αυτή τη Βουλή; Χωρίς να τους υποσχεθεί τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια συζήτηση για τη χάραξη κοινής πορείας με όσους μπορούν να βρουν βασικά, ουσιώδη κοινά στοιχεία στη βάση του προγράμματός του, πριν ή μετά τις εκλογές. Και, πάντως, να μην τους υποσχεθεί ως αντάλλαγμα για την αρνητική τους ψήφο μια έδρα στη νέα Βουλή. Αυτό θα κριθεί, θα εξαρτηθεί και από άλλους παράγοντες και όχι μόνο από μια ψήφο στη διαδικασία προεδρικής εκλογής. Από ποιον θα κριθεί; Από αυτούς που κατά το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ αποφασίζουν για τα ψηφοδέλτιά του. Τόσο απλά. Είναι μια έντιμη στάση –και από τις δύο πλευρές– που θα εκτιμηθεί πολύ περισσότερο από όποια ταχυδακτυλουργία.
Ναι, είναι ευκαιρία, τελικά, η διαδικασία προεδρικής εκλογής. Ευκαιρία να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ αν είναι ένα κόμμα που μπορεί να χειριστεί πολιτικά τα κρίσιμα ζητήματα και όχι με τη λογική της πελατειακής πεπατημένης. Ότι δεν είναι «μία από τα ίδια».
 
Χ. Γεωργούλας

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Οι ιδέες και οι αγώνες για να ζήσουν χρειάζονται οργάνωση (σύνθημα-αφίσα της ΕΚΟΝ Ρ.Φ.)

Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ καλπάζει προς την κατάκτηση της κυβέρνησης και απ’ ότι φαίνεται με αυτοδυναμία, παρατηρείται μια πρωτοφανής αναντιστοιχία. Ο οργανωμένος κόσμος του κόμματος (αλλά και της νεολαίας του) είναι ελάχιστος σε σχέση με τα ήδη καταγεγραμμένα εκλογικά ποσοστά του. Ούτε, φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, ούτε καν η ΝΔ στις καλές τους πολιτικές φάσεις δεν είχαν σημειώσει τέτοια αναντιστοιχία. Ούτε καν το ΚΚΕ Εσωτερικού, ένα κόμμα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ήταν σε τέτοια κατάσταση. Αντίθετα, το έβρισκες παντού ως οργανωμένη δύναμη. Στις συνοικίες, στα χωριά, στους εργασιακούς χώρους, όπου τα μέλη του έπαιρναν πρωτοβουλίες δημιουργίας συνδικαλιστικών παρατάξεων ταξικών, αγωνιστικών και αυτόνομων. Τα μέλη, μέσω των οργανώσεών του, συντηρούσαν και εν πολλοίς διόρθωναν τη γραμμή του, τροφοδοτώντας με κοινωνικό οξυγόνο το κόμμα και την πολιτική του παρουσία.
Σήμερα, οι λίαν ισχνές σε μέλη οργανώσεις του στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνται ως εκλογικό εργαλείο ή για να μεταφέρουν προς την κοινωνία πολιτικές πρωτοβουλίες που εκπορεύονται κεντρικά, όπως για τον ΕΝΦΙΑ ή τις παραλίες. Ως εκ τούτου, δεν ανοίγονται στο κοινωνικό γίγνεσθαι ως κύτταρα ενός πολιτικού οργανισμού ούτε στην εφαρμοστέα πολιτική, ούτε, ως συνέπεια του πρώτου στο άνοιγμα για τη στρατολόγηση μελών (προφανώς με προσοχή για να μη γίνουν πλυντήρια). Το φαινόμενο, δηλαδή, του πολιτικού σκαντζόχοιρου.

Κακές επιδόσεις στις αυτοδιοικητικές εκλογές

Οι άμεσες πολιτικές συνέπειες ήταν το πρόσφατο αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Σχεδόν παντού, η εκλογική επίδοση των σχημάτων μας, που δημιουργήθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τρεις – τέσσερις μήνες πριν το άνοιγμα της κάλπης, ήταν αποκαρδιωτική. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε περιοχές όπου κατέγραψε στις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ τα υψηλότερα ποσοστά του, είχαμε τα χειρότερα αυτοδιοικητικά αποτελέσματα.
Εδώ βέβαια να τονιστεί ότι η κεντρική γραμμή του κόμματος ήταν προβληματική, όπως συνοψίστηκε από τα συνθήματα «τρεις κάλπες μια επιλογή» ή το «Στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουν». Γραμμή που έπασχε πολιτικά, αλλά και δημιουργούσε ιδεολογική οπισθοδρόμηση, θεωρώντας ότι οι δημοτικές κινήσεις που στηρίζουμε δεν είναι αυτόνομες, αλλά κομματικό γρανάζι. Είναι προφανείς οι ευθύνες του κέντρου για την καταστροφική καθυστέρηση των επιλογών στους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης. Η ΚΕ πρέπει να δεσμευτεί ότι θα αποφασίζει για τις αυτοδιοικητικές κινήσεις που θα στηριχθούν, τουλάχιστον δύο χρόνια πριν τις εκλογές. Αλλά και μετά το αποτέλεσμα δεν συζητήθηκε κεντρικά, ούτε, ως συνέπεια, ζητήθηκε από τις οργανώσεις να εκτιμήσουν το συνολικό και τα τοπικά αποτελέσματα. Έτσι, για πολλές οργανώσεις οι εκλογές αυτές ήταν σαν να μην υπήρξαν σε συλλογικό επίπεδο.

 Να κτυπηθεί ο παραγοντισμός

Συναφές θέμα είναι ο παραγοντισμός και η εξ αυτού σύγκρουση στελεχών, όπου πολλές φορές ανοίγονται πολιτικά ζητήματα, περισσότερο προσχηματικά, παρά ως σύγκρουση πολιτικού διακυβεύματος.
Αλληλοεπηρεαζόμενο ζήτημα είναι η αυτονόμηση και ο παραγοντισμός υποψηφίων βουλευτών, όπως έγινε και στις εκλογές του 2012. Επειδή το δέλεαρ είναι μεγάλο, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ προχωρά ακάθεκτα για κυβέρνηση, αν δεν ληφθούν μέτρα θα δούμε καταστάσεις που θα ομοιάζουν με αυτές που έχουμε δει στα συστημικά κόμματα. Χρειάζεται επομένως να συνταχθεί από την Κ.Ε ένας κώδικας δεοντολογίας, ένα πλαίσιο δηλαδή αρχών και δεσμεύσεων για τους υποψήφιους και τους εκλεγμένους βουλευτές, που θα αφορά την προεκλογική εμφάνιση, τις δαπάνες, αλλά και τη βουλευτική δραστηριότητα.

 «Γίνε το κόμμα στο χώρο σου»

Ιδιαίτερη σημασία έχει η οικονομική συνδρομή από τα μέλη και τους φίλους. Η Κ.Ε πρέπει να αποφασίσει την έναρξη οικονομικής εξόρμησης, γεγονός που θα ανακουφίσει το κόμμα από το οικονομικό στρίμωγμα, αλλά και ως πολιτική πράξη μεγάλης σημασίας για τα μέλη και για τον κόσμο που απευθυνόμαστε. Το παραπάνω σύνθημα, ουσιαστικά συμπύκνωνε τη ρήση του Γκράμσι «να αποτελέσει(η οργάνωση) ένα θαυμαστό σχολείο πολιτικής και διοικητικής εμπειρίας, πλαισιώνοντας τις μάζες..» Ο Γκράμσι δεν θεώρησε μόνο την εσωκομματική δημοκρατία ως απαραίτητη λειτουργία, αλλά και για την ενοποίηση της ηγεσίας και της βάσης του κόμματος. Με άλλα λόγια, οι οργανώσεις πρέπει να γίνουν κύτταρα ενός δημοκρατικού κόμματος, που δε θα αναλύει μόνο, αλλά θα κρίνει τις αποφάσεις της ηγεσίας, θα παίρνει πρωτοβουλίες, δημιουργώντας μια αμφίδρομη, οριζόντια και κάθετη δημοκρατική και αποδοτική σχέση, πολλαπλά χρήσιμη και για τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και το κίνημα που βρίσκεται, δυστυχώς σε βαθιά ύφεση μπορεί να επηρεαστεί από πρωτοβουλίες της οργάνωσης, γενόμενη ο εμβρυουλκός της αναγέννησης τους.
Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ για περιφερειακές συνδιασκέψεις, σ’ όλη τη χώρα, με συμμετοχή κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, είναι ευκαιρία να οργανωθεί σωστά, αποδοτικά, δυναμικά και αξιοποιήσιμα από τις οργανώσεις. Τέτοιες πρωτοβουλίες και άλλες που θα πάρουν οι οργανώσεις με φαντασία, ευρηματικότητα, με τις αξίες και τη στρατηγική μας θα οδηγήσουν το κόμμα μας στην κατάκτηση της ηγεμονίας ενοποιώντας τις κοινωνικές αντιθέσεις. Τελειώνοντας παραθέτω μια παράγραφο που έγραψε ο Άγγελος Ελεφάντης το 2008, αρκετά παλιά σε σχέση με τις καταιγιστικές εξελίξεις που μεσολάβησαν, αλλά διατηρεί πλήρως την επικαιρότητά του: «πρέπει αυτή τη λαϊκή διαθεσιμότητα που “ξεχύνεται” καταπάνω στο κόμμα να την οργανώσει, να δράσει για την πολιτικοποίησή της, να της αποδώσει προσίδιους ρόλους, να την καταστήσει ικανή να κερδίσει τη μεγάλη λαϊκή συναίνεση, να την εφοδιάσει με τις απελευθερωτικές ιδεολογίες και πρακτικές, που θα αγωνισθεί να ανασυγκροτήσει τη χειμαζόμενη πολλαπλώς χώρα μας. Kαι τη ζωή μας. Να κάνουμε όλοι “μια ευγενή χρήση της ζωής” μας».

 Μάκης Μπαλαούρας

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπιταλισμός

Με αφορμή μια συνέντευξη και έναν τίτλο βιβλίου του Σλαβόι Ζίζεκ, του Χ. Γεωργούλα

Εχω την εντύπωση ότι ορισμένες από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συνέντευξη του Σλαβόι Ζίζεκ στην «Εφημερίδα των Συντακτών», οφείλονται και στο γεγονός ότι θίγει ζητήματα που στην Αριστερά συχνά τα αποφεύγουμε ή τα συζητάμε με αφοριστικό τρόπο, πράγμα που δεν το αποφεύγει και ο ίδιος, τελικά.
Πρόκειται, βέβαια, για μια συνέντευξη από τηλεφώνου, που εντείνει το πρόβλημα που ούτως ή άλλως έχει ο προφορικός λόγος ενός φιλοσόφου και όχι πολιτικού. Δηλαδή ενός ανθρώπου που αποφεύγει τις υποχρεώσεις μιας οιονεί επιστημονικής πειθαρχίας, που απαιτεί όχι γενικεύσεις αλλά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να κάνουμε κι εμείς το ίδιο λάθος κρίνοντας τις γνώμες που διατυπώνει.

Πόσο «κανονική» είναι η Ελλάδα;

Ο Ζίζεκ, λοιπόν, σε μια αποστροφή του λόγου του, λέει ότι θα πρότεινε –ίσως– στον ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει σαν «ένα τίμιο αστικό κόμμα», το οποίο «θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε κανονικό φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος». Εξηγεί δε ότι θεωρεί προτιμότερο ένα τέτοιο στόχο, παρά τη δοκιμή μιας «παλαβής αριστερίστικης επανάστασης», που, μετά την αποτυχία της, θα αποτελούσε μια ωραία ιστορική ανάμνηση.
Δύο πρώτες παρατηρήσεις. Πρώτον, με το δικαιολογητικό της ικανής απόστασης από τα ελληνικά πράγματα, ο Ζίζεκ δείχνει εδώ υπερβολικά επηρεασμένος από την επίμονη προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι ότι δεν αποτελεί «κανονικό», αλλά ένα διεφθαρμένο κράτος–παρία. Στην πραγματικότητα, είναι ένα κανονικό κράτος του ευρωπαϊκού Νότου, στο οποίο δοκιμάζεται πειραματικά ένας νέος τύπος κοινωνικής ισορροπίας σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Αν είναι, λοιπόν, κάτι να αλλάξει, είναι αυτή η συγκεκριμένη κατάσταση.
Δεύτερον, όλες οι απόπειρες ανατροπής, ακόμα και οι μετριοπαθέστερες, οι πιο πραγματιστικές και λιγότερο παλαβές και αριστερίστικες, είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να γίνουν ιστορικές αναμνήσεις. Αυτό, όμως, δεν τις καθιστά εκ προοιμίου μη ρεαλιστικές, ανέφικτες. Τίποτε δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Αν οδηγός μας ήταν μόνο ο πραγματισμός, πολύ λίγα θα είχαν αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο.
Τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπιταλισμός
Ας έρθουμε, τώρα, στην πραγματική και συγκεκριμένη Ελλάδα, στον πραγματικό και συγκεκριμένο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν ισχύει ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ισχύει εξίσου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ –αλλά και οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς– προτείνουν ένα ενδιάμεσο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα με αντιμνημονιακό και αντινεοφιλελεύθερο κατά βάση χαρακτήρα. Θα μπορούσαν στους υποστηρικτές του να συμπεριληφθούν και δυνάμεις που δεν στοχεύουν στην άρση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συστρατευτούν σ’ αυτό το πολιτικό πρόγραμμα και «παραγωγικοί καπιταλιστές» όπως προτείνει ο Ζίζεκ;
Δεν είναι πολύ μακρινή για την Ελλάδα η μετεμφυλιακή περίοδος, κατά την οποία το ΚΚΕ συζητούσε περί «εθνικής αστικής τάξης». Δεν πρόκειται, δηλαδή, για θέμα ταμπού. Πόσο ενδιαφέρον, όμως, θα είχε μια παρόμοια συζήτηση σήμερα, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της άκρας διεθνοποίησης του κεφαλαίου; Πριν αγανακτήσουμε για παρόμοιες –απορριπτέες κατά τη γνώμη μας υποδείξεις– ας διαβάσουμε προσεκτικά το σημερινό πρόγραμμα του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Εξουσία, για να δούμε με πόση προσοχή αντιμετωπίζει τα περιθώρια κίνησης των ιδιωτών μικροεπιχειρηματιών και παραγωγών στο πλαίσιο μιας εθνικοποιημένης–κοινωνικοποιημένης διαδικασίας παραγωγής τουλάχιστον στην κλίμακα των μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Όλα αυτά, όμως, πόση σχέση μπορούν να έχουν με τη σημερινή Ελλάδα και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ; Το κύριο χαρακτηριστικό τού τελευταίου είναι ότι αντιπαρατίθεται στο σχέδιο των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη για νέες κοινωνικές και διακρατικές ισορροπίες συμφερόντων σε βάρος των λαϊκών τάξεων και των εργαζομένων με τίτλο «διαρκής λιτότητα» και στόχο τη διατήρηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων ευρωπαϊκών συμφερόντων σε επίπεδα που μόνο μ’ αυτό το σχέδιο λιτότητας και υποτίμησης της εργατικής δύναμης θεωρούν ότι μπορούν να επιτευχθούν.
Κατά τούτο, λοιπόν, οι μεν αντιμνημονιακοί-αντινεοφιλελεύθεροι στόχοι του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται αντιληπτοί από τις κυρίαρχες δυνάμεις ως αντικαπιταλιστικοί, γιατί αντιστρατεύονται την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία τους, η δε επιδίωξη της συγκρότησης ενός «κανονικού φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους» σήμερα δεν αποτελεί επιλογή που μπορεί να αφήσει αδιάφορες και να κρατήσει ουδέτερες απέναντι στην επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ τις δυνάμεις αυτές. Ο αυταρχισμός και η αποστέωση της δημοκρατίας είναι βασικά στοιχεία του υποδείγματος που δοκιμάζεται στην Ελλάδα και προορίζεται, διαμέσου του ευρωπαϊκού Νότου, για όλη την Ευρώπη. Η πολωτική σύγκρουση, ακόμη και για τόσο λίγο «αντικαπιταλιστικά» επίδικα, φαίνεται αναπόφευκτη.
Ο φόβος της ακροδεξιάς
Τούτων δοθέντων, είναι μεν ορθή η διαπίστωση του Ζίζεκ ότι «μόνο μια ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να διασφαλίσει ό,τι αξίζει από μια φιλελεύθερη ατζέντα». Αλλά μπορεί να το κάνει μόνο ως ηγεμονική δύναμη, –ή τουλάχιστον, ως καταλυτική δύναμη που πυροδοτεί αλλεπάλληλες ανατροπές– με τις θέσεις της, που αφομοιώνουν και αναβαθμίζουν «ό,τι αξίζει» από τη δημοκρατική παράδοση ενός πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ο φόβος που υποκρύπτουν αυτές οι αναφορές του Ζίζεκ προέρχεται από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Πρόκειται για υπαρκτό κίνδυνο που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Σε άλλες περιόδους, στο μεσοπόλεμο, και σε άλλες συνθήκες, αντιμετωπίστηκε με την τακτική των ευρύτατων λαϊκών μετώπων, από πολιτικές δυνάμεις που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς φιλοκαπιταλιστικές, όπως τα κομμουνιστικά κόμματα της Τρίτης Διεθνούς. Δεν αποκλείεται να βρεθούμε και στο μέλλον μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.
Ο ρεαλισμός του ριζοσπαστισμού
Ωστόσο, στην Ευρώπη και την Ελλάδα του σήμερα βρισκόμαστε σε πρωιμότερες φάσεις της κυριαρχίας του φασιστικού φαινομένου και εκείνο που προέχει είναι να απορριφθεί, να αποτραπεί και να αποκρουστεί η πολιτική που εκτρέφει την ακροδεξιά και τα φασιστικά μορφώματα. Ένα μέτωπο κατά των δυνάμεων αυτών χωρίς πολιτικές αναφορές στην άρση των συνθηκών που τις εκτρέφουν, μοιάζει με πυροβολισμό στον αέρα.
Αν στην Ελλάδα δεν είδαμε να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο των πρόσφατων ευρωεκλογών στη Γαλλία, είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, να συνδυάσει τη ριζοσπαστική απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής με την πειστική υπεράσπιση μιας αριστερής εκδοχής της προοπτικής και της αναγκαιότητας της Ευρώπης των λαών, των εργαζομένων. Μπόρεσε, δηλαδή, με σχετική αλλά καθόλου αμελητέα επιτυχία, να ανακόψει τη δυνατότητα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς και της εθνικιστικής αναδίπλωσης να εμφανιστούν ως εναλλακτικές του μνημονιακού νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, που οπωσδήποτε δεν είναι. Επιχείρησε αυτό που ο Ζίζεκ φοβάται ότι δεν μπόρεσε ή δεν μπορεί να κάνει η Αριστερά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες –για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς, που δεν μπορούν να αναλυθούν στον περιορισμένο χώρο ενός σχολίου σαν κι αυτό.
Πηγή: Εποχή

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Μηνύματα και στον ΣΥΡΙΖΑ







Το αποτέλεσμα των εκλογών, των αυτοδιοικητικών και ιδίως των ευρωεκλογών, ήταν θετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολύ μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Σημειώθηκε ιστορική τομή και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς μια δύναμη της Αριστεράς πήρε την πρώτη θέση. Και αυτό παρά το ότι είχε απέναντί της συνασπισμένα τόσα πολλά συμφέροντα για να την καταπολεμήσουν και να υπερασπιστούν την κυβέρνηση. Είναι πειστικό, πλέον, ότι βρίσκεται σε τροχιά κυβερνητικής εξουσίας και αυτό μπορεί να απελευθερώσει κι άλλες δυνάμεις στο άμεσο μέλλον από τον φόβο που δεν εξέλιπε, να υπερνικήσει την επιφύλαξη έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, όση παραμένει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τώρα την πρωτοβουλία, η κυβέρνηση είναι σε άμυνα.

Διευρυμένη δυναμική

Το ότι για δεύτερη φορά μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζεται από ένα τόσο υψηλό ποσοστό, σταθεροποιώντας σε πολύ υψηλά ποσοστά – παρά την έκδηλη ρευστότητα του πολιτικού συστήματος – και τη συσπείρωσή του αποδεικνύει ότι ως κόμμα δεν είναι μια ευκαιριακή συσπείρωση. Η ικανότητά του, δε, να προσελκύει δυνάμεις, στατιστικά σημαντικές, απ’ ευθείας και από τη Δεξιά, να γίνεται ευρύτερα πόλος συσπείρωσης, ενθαρρύνει το συμπέρασμα ότι το κόμμα, αν τύχει της αντίστοιχης καθοδηγητικής φροντίδας, με κανένα τρόπο δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική του.
Η διαδικασία των ευρωεκλογών, ιδίως η υποψηφιότητα του σύντροφου Αλέξη ως προέδρου του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η ευρωκαμπάνια του και ιδίως η συμμετοχή του στην τηλεοπτική αντιπαράθεση με τους άλλους υποψήφιους για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν, όπου ανέπτυξε με αρτιότητα και ενάργεια τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρωπαϊκής αριστεράς, αποσαφήνισε πλήρως την ευρωπαϊκή μας πολιτική. Δύσκολα θα επανέλθουν στο τραπέζι, τουλάχιστον με την ίδια οξύτητα και τον ίδιο ως τώρα τρόπο, και θα διχάσουν το κόμμα, συζητήσεις για το ευρώ κτλ. Η καμπάνια προσέδωσε στο θέμα τις φυσιολογικές του διαστάσεις, το εγκατέλειψαν και οι αντίπαλοι σαν όπλο εναντίον μας. Δεν ενθαρρύνθηκαν, αλλά αποδοκιμάστηκαν τα αριστερά σχήματα που στηρίχθηκαν σ’ αυτό, άσκησαν δριμεία κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ με βάση αυτό.

Παρόντες στην αυτοδιοίκηση

Τα αποτελέσματα, με τη νίκη των αυτοδιοικητικών κινήσεων όπου συμμετέχουν και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως σε δήμους της Β΄ Αθηνών και Β΄ Πειραιώς, μεγάλους δήμους της περιφέρειας, όπως Κοζάνη, Λάρισα, Λειβαδιά, και στις δυο περιφέρειες είναι μια νέα και άγνωστη δυνατότητα για τη Ριζοσπαστική Ανανεωτική Αριστερά. Ιδιαίτερα η ανάληψη της ευθύνης της διοίκησης στην Περιφέρεια Αττικής με τη συντρόφισσα Ρένα Δούρου είναι τομή. Οι δυνάμεις της Αριστεράς και ευρύτερες κινηματικές - κοινωνικές δυνάμεις που συνυπάρχουν στα αυτόνομα αυτοδιοικητικά σχήματα, έχουν την ιστορική πρόκληση να αντιμετωπίσουν τεράστιας σημασίας λαϊκά – κοινωνικά προβλήματα από θέση δημοκρατικής εξουσίας. Έχουν τη μοναδική ευκαιρία να δώσουν δείγματα γραφής, έμπρακτα, ότι η εναλλακτική μας αντίληψη δεν είναι μόνο στα χαρτιά. Η επιτυχία εδώ θα άρει τις διάχυτες επιφυλάξεις έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως θα πείθει για την αξία της Αριστεράς και όταν δεν είναι στην κεντρική κυβέρνηση. Μας δίνεται, ακόμη, η ευκαιρία, πράγμα πολύ σημαντικό, να διευρύνουμε στην πράξη τον ρόλο της αυτοδιοίκησης που ασφυκτιά υπό τον Καλλικράτη.
Παράλληλα, οι πολύ σημαντικές αυτοδιοικητικές παρουσίες στα δύο τρίτα, περίπου, των δήμων και σ’ όλες τις περιφέρειες, ειδικά η παρουσία μας στην Αθήνα με την Ανοιχτή Πόλη και την υποψηφιότητα του συντρόφου Γαβριήλ Σακελλαρίδη που ανέδειξε ένα ελπιδοφόρο αριστερό αυτοδιοικητικό πρότυπο, είναι νέες δυνατότητες. Είναι αναντικατάστατες κινηματικές μορφές παρέμβασης, στους θεσμούς και την τοπική κοινωνία. Κινητοποιώντας τους πολίτες, αν ο δήμος ή η περιφέρεια κωφεύει, μπορούν αυτές να προωθούν τη λύση προβλημάτων ή να τα προβάλλουν. Οι συλλογικότητες κάθε μορφής, οι ποικίλες αλληλέγγυες δομές ανά τη χώρα είναι οι απαραίτητοι και αποτελεσματικοί σύμμαχοι στο έργο των αυτοδιοικητικών κινήσεων. Η κρίση διαρκεί, η οργάνωση του λαού προέχει.

Μηνύματα και στον ΣΥΡΙΖΑ

Όμως, τα αποτελέσματα έστειλαν μηνύματα και στον ΣΥΡΙΖΑ και θα πρέπει να τα αποκωδικοποιήσουμε, με προσοχή. Στην πραγματικότητα η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ιστορική μεν αλλά και με μέτρο, εμπεριέχει ένα είδος λαϊκής σοφίας που του δίνει τον απαραίτητο χρόνο ωρίμανσης, που φαίνεται ότι τον χρειάζεται για να αναλάβουμε τη μεγάλη ιστορική ευθύνη. Του υπενθυμίζει ότι ο αγώνας είναι ημιαντοχής όχι ταχύτητας, έχει απαιτήσεις δεν μπορεί να στηριχθεί σε ευκαιριακές πρωτοβουλίες, επικοινωνιακές, έχει δυσκολίες. Εν πολλοίς ο λαός, δεν γνωρίζει ακόμη ούτε το πλήρες, επικαιροποιημένο πρόγραμμά του, στο οποίο θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εναλλακτικό ορίζονται λαϊκών προσδοκιών.
Τέθηκαν ζητήματα αυτοδιοικητικής τακτικής και ουσίας. Το κύριο, το υπόβαθρο του λάθους είναι η αντίληψη που ενδημεί στην ηγεσία του κόμματος ότι το 27% του Ιουνίου μπορεί να ανοίξει όλες τις πόρτες. Μπορείς να κερδίσεις από επιτρόπους στην ενορία σου έως και τις περιφέρειες. Αποκαλύπτει ελλιπή θεωρητική προσέγγιση της έννοιας της ηγεμονίας, της αυτονομίας και διαφορετικότητας των τοπικών πολιτικών συστημάτων από το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Δεν τηρεί πάντα τους όρους αυτόνομης παρέμβασης των αυτοδιοικητικών κινήσεων όπου συμμετέχουν τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ με πολλούς άλλους. Επίσης, δείχνει - και είναι θεμιτό -λειψή αυτοδιοικητική εμπειρία και γνώση, για τους ειδικούς κώδικες που χρειάζονται για τους τοπικούς δίαυλους.
Αποτέλεσμα αυτής της λανθασμένης παραδοχής - επανάπαυσης ήταν η αργοπορία να στραφεί ο ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά τον Ιούνιο του 2012 στην οικοδόμηση της αυτοδιοικητικής του παρέμβασης. Διαδικασία που θα συνένωνε υπαρκτές κινηματικές οντότητες με άλλες αυτοδιοικητικές δυνάμεις, μαζί με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, στη βάση ενός τοπικού προγράμματος. Ιδίως στις περιφέρειες αυτό παραβιάστηκε πλήρως. Ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε τη θέση του, κατά κανόνα, χωρίς διαδικασίες που θα παρήγαγαν ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα. Ενδεικτική ήταν η επιλογή βουλευτών ή στελεχών του κόμματος για τη θέση του υποψήφιου περιφερειάρχη ή «συμμάχων» πολιτικών ή «προβεβλημένων» μιντιακών. Οι επιλογές αυτές δεν υποστηρίχθηκαν από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.

Λανθασμένες προσεγγίσεις

Αλλά το αποκορύφωμα ήταν το σύνθημα «τρεις κάλπες μια επιλογή». Δεν χρειάζεται καμιά επιχειρηματολογία για το πόσες μαζί λανθασμένες προσεγγίσεις ενσωματώνει. Οι πολίτες απάντησαν ακριβώς το αντίθετο: «τρεις κάλπες, τρεις επιλογές»! Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έλεγε σε όλους τους τόνους, ότι το μνημόνιο αφορά και τις τρεις κάλπες. Ούτε ότι θα έκρυβε πως ένας υποψήφιος είναι του ΣΥΡΙΖΑ, το αντίθετο. Αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Και μια και μιλήσαμε για «λαϊκή σοφία», στην Αθήνα και στην Αττική ο κόσμος αντιλήφθηκε ποιο είναι το πολιτικό διακύβευμα και ψήφισε τη Δούρου και τον Σακελλαρίδη. Το ίδιο ισχύει για το δεύτερο γύρο. Σχεδόν παντού ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε! Εδώ, από μόνοι τους οι πολίτες έκαναν πολιτική επιλογή, σωστή. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και το σύνθημα «25 ψηφίζουμε και φεύγουν». Ενώ μπορούσαμε να πούμε ότι αρχίζει η διαδικασία, ανοίγουν οι εξελίξεις να νικήσουμε την κυβέρνηση. Κάτι που έγινε, εξάλλου, και είναι πολύ σημαντικό.
Να συμπληρώσουμε, ακόμη, το παζλ με την επιμονή σε ένα είδος καμπάνιας που προέβαλλε κυρίως την καταστροφή που προκαλεί το μνημόνιο και όχι τον ορίζοντα προσδοκιών, το θετικό των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υψηλοί στόχοι «θα μπούμε στον δεύτερο γύρο σε επτά – εννιά περιφέρειες», εκ των οποίων «σίγουρες το Βόρειο Αιγαίο και η Δυτική Ελλάδα» και το «δέκα μονάδες μπροστά» στις ευρωεκλογές συμπληρώνουν την εικόνα. Είναι έργο της ηγεσίας ή σωστότερα των συμβούλων που περιτριγυρίζουν τον πυρήνα της κορυφής. Συνέβαλε και η ανάθεση της καμπάνιας σχεδόν αποκλειστικά σε επικοινωνιολόγους – που εκ φύσεως έχουν ρηχή πολιτική προσέγγιση, με ατάκες κτλ – μάλιστα έχουν παλιότερα διαπρέψει στην υπηρεσία του ΠΑΣΟΚ. Παρά τις αντιδράσεις από πολλές πλευρές. Ο κ. Τζιώτης υπήρξε επικοινωνιακό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και ορίστηκε κεντρικός επικοινωνιολόγος του ΣΥΡΙΖΑ στην πιο κρίσιμη μάχη! Δεν πρέπει να ενημερωθεί το κόμμα γι’ αυτές τις επιλογές; Να κριθούν;
Στο πλαίσιο της μη λειτουργίας των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος και των επιτροπών που ορίζονται για συγκεκριμένο έργο, το πολιτικό περιεχόμενο της καμπάνιας, η μονοπρόσωπη παρουσίασή της – πλην του τελευταίου εικοσαημέρου – και διάφορες αυθαίρετες «αναψηλαφήσεις» πολιτικών πλευρών της γραμμής μας, όπως και κρίσιμα λάθη (Σουλεϊμάν Σαμπιχά) έγιναν από άγνωστους στο κόμμα αόρατους συμβούλους, που έχουν λόγο ισχυρότερο από τα μέλη της Γραμματείας χωρίς να τους έχει αναθέσει ένα όργανο γι’ αυτή την ευθύνη. Κανένας δεν γνωρίζει, για παράδειγμα, πώς προέκυψαν τα προεκλογικά μας συνθήματα και η έμφαση (σε σημείο δημιουργίας ιστοσελίδας) στη «Νέα Ελλάδα». Κανένας δεν γνωρίζει, πώς προέκυψε η άφθονη –έκδηλα προπαγανδιστική – αναφορά στις ανοιχτές συγκεντρώσεις στην «πατρίδα». Ο υπερβολικός αντί-Μέρκελ, λαϊκότροπος λόγος, που στερούσε τη δυνατότητα να διατυπωθούν οι θέσεις μας για την Ευρώπη, παγίδευαν τον ομιλητή. Όπως και στο ντιμπέιτ, στις συνεντεύξεις του σε κανάλια ο Αλέξης είχε πιο πλούσιο λόγο,  επιχειρηματολογία και ιδέες.

Χάρη στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ

Υπάρχουν, βέβαια, και οι διάφορες αστοχίες της ηγεσίας κατά τη διάρκεια της  συγκρότησης των ψηφοδελτίων, κατά κανόνα παρακάμπτοντας οργανώσεις, ακόμη και όργανα. Γνωστές οι περισσότερες, αν και υπάρχουν και άλλες λιγότερο γνωστές. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να πούμε για τις ημιεπίσημες διαρροές διαφόρων τάσεων και κομματικών αποχρώσεων προς συγκεκριμένους δημοσιογράφους, ανάλογα με το ενδιαφέρον και τους δεσμούς. Αυτό το «χούι», που θεωρείται όπως φαίνεται «έξυπνο» και «νόμιμο» προνόμιο ηγετικών στελεχών, μαζί με την «επίδειξη γνώσεων και θέσεων» από κεντρικά στελέχη όταν βρίσκονται στο γυαλί – ξεχνώντας ότι στην πλάτη του κόμματος πατούν για να απευθύνουν με την προσωπική τους, βέβαια, συμβολή και εμπλουτισμό, τον λόγο του στους πολίτες – προκαλεί εσωστρέφεια και διαμορφώνει κλίμα αφερεγγυότητας. Στερούν, όλα αυτά μαζί, σημαντικούς βαθμούς από την ωριμότητα που θέλει να δει στον ΣΥΡΙΖΑ ο λαός για ένα τόσο βαρύ και δύσκολο έργο που τον προορίζει.
Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν στα ηγετικά όργανα συγκρούονταν – κάποτε χωρίς αίσθηση και ιστορικής ευθύνης – οργάνωνε τη μάχη. Συγκροτούσε συνδυασμούς, έγραφε προγράμματα, οργάνωνε συγκεντρώσεις, κρεμούσε πανό, κολλούσε αφίσες, τροφοδοτούσε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τηλεφωνούσε σε φίλους. Έτσι δόθηκε η μάχη, σώμα με σώμα, και γι’ αυτό κερδήθηκε.


Π. Κλαυδιανός, Χ. Γεωργούλας

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Κυβέρνηση της αριστεράς ή μόνο κυβέρνηση;

Καθώς πλησιάζουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να απομακρύνεται από όσα επί χρόνια αποτελούσαν κοινό τόπο για το μεγαλύτερο μέρος του, και να προσεγγίζει τη γνωστή και δοκιμασμένη συνταγή των κομμάτων εξουσίας να μετατρέπουν τις αυτοδιοικητικές εκλογές σε δημοσκόπηση της εκλογικής τους επιρροής. Ενδεικτικό είναι το κεντρικό σύνθημα: «Τρεις κάλπες, μια επιλογή: να νικήσουμε!»

Είναι λοιπόν πολιτικές οι αυτοδιοικητικές εκλογές;

Η «επίσημη γραμμή» εξηγεί ότι τόσο μέσα από τις αυτοδιοικητικές κάλπες  -όσο και από τις ευρωκάλπες, θα εξαχθούν «πολιτικά συμπεράσματα» που ενδεχομένως θα κρίνουν την επιβίωση της κυβέρνησης. Όμως η μονομερής αυτή οπτική παράγει προβληματικά αποτελέσματα. Η επίκληση της κρίσιμης συγκυρίας και η ανάγκη για «διεύρυνση» και «συμμαχίες», χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για την αναπαραγωγή μιας παθολογίας που αποτελεί βασικό παράγοντα ενσωμάτωσης στο «σύστημα». Πρόκειται για τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από την κοινωνική παρέμβαση, στην κατάκτηση της εξουσίας. Το κόμμα υποκαθιστά την κοινωνία και ο μηχανισμός φαντάζει ως ο καταλύτης των εξελίξεων. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, η αυτοδιοίκηση είναι το πεδίο όπου οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν πολιτική οι ίδιοι. Και τα ερωτήματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν, ειδικά σήμερα που για πολλούς η πολιτική ακούγεται σαν κακόφημη έννοια, είναι το πώς μπορούν να εμπνευστούν οι «από κάτω»; Πώς μπορούν να ξεφύγουν από τη λογική της ανάθεσης; Πώς γίνεται να ενισχυθεί η αυτοοοργάνωση, η χειραφέτηση και η αξιοπρέπειά τους; Πώς η πολιτική θα πάψει να είναι υπόθεση των πάσης φύσεως ειδικών; Οι αυτοδιοικητικές εκλογές θεωρούμε ότι είναι πολιτικές γιατί μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνικό άνοιγμα, να σπάσουν τις γραφειοκρατίες, να ραγίσουν τις εξουσιαστικές δομές, να εμπλουτίσουν το συλλογικό «εμείς», που ανοίγει δρόμους. Και, κυρίως, να δώσουν άμεσα παραδείγματα μιας άλλης κοινωνίας, του άλλου κόσμου του εφικτού που οραματιζόμαστε.

Από την πολιτική των δρόμων στην απολιτική των διαδρόμων


Ανεδαφικές φαντασιώσεις; Και όμως. Μόλις πριν από λίγους μήνες, ψηφιζόταν στο ιδρυτικό συνέδριο το σχετικό άρθρο 25 στο καταστατικό (οι υπογραμμίσεις δικές μας):  «Ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει για μια αυτοδιοίκηση που θα αποτελεί βασικό κύτταρο της δημοκρατίας και πυλώνα της κρατικής/διοικητικής λειτουργίας ισότιμο με το κεντρικό κράτος. Έναν γνήσιο λαϊκό θεσμό που θα συναρθρώνεται με τα κοινωνικά κινήματα των πολιτών για τα ζητήματα της περιοχής και της καθημερινότητάς τους. Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην παρέμβαση και δραστηριοποίηση των δυνάμεών του στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διαμορφώνει και να στηρίζει αυτοδιοικητικά σχήματα αυτόνομα, αντιγραφειοκρατικά, που να λειτουργούν με διαφάνεια, συλλογικότητα, ισότητα και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, χωρίς καμία διάκριση λόγω φύλου, φυλής, εθνικότητας, θρησκείας ή άλλου λόγου». Η συγκρότηση τέτοιων σχημάτων δεν ευδοκίμησε σχεδόν καθόλου στις περιφέρειες. Οι περιφερειάρχες πέρασαν με μια διαδικασία που μας προσβάλει, ενώ σε πολλές περιοχές δεν έγιναν προτάσεις ούτε μέσω των νομαρχιακών επιτροπών, ούτε πολύ περισσότερο μέσω των ομάδων μελών. Ελάχιστες ήταν οι προσκλήσεις και οι προσπάθειες για την συγκρότηση περιφερειακών παρατάξεων που θα συνομιλήσουν και θα κινητοποιήσουν κοινωνικές δυνάμεις. Που θα στηρίξουν και θα στηριχθούν από σωματεία, συλλόγους, κινήματα και δίκτυα πολιτών που θα δώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ κοινωνικό οξυγόνο. Οι υποψηφιότητες, σε πολλές περιπτώσεις προέκυψαν με διαδικασίες απολιτικές: προσωπικές συνεννοήσεις, συμφωνίες εσωκομματικών ισορροπιών, αναζήτηση υποψηφίων που εξυπηρετούν ανάγκες μιντιακές. Σε ό,τι αφορά τους δήμους, πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις που παρατάξεις κατάφεραν να αποφασίσουν αυτόνομα, π.χ. Θεσσαλονίκη, και ακόμη λιγότερες οι περιπτώσεις που δεν επιχειρήθηκαν ευθείες κομματικές παρεμβάσεις. Και έτσι φτάνουμε στο σημείο σήμερα ακόμα και εκπρόσωποι του απαξιωμένου πολιτικού κατεστημένου να βγαίνουν από αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ, εξυμνώντας την ανεξαρτησία της αυτοδιοίκησης από τον κομματικό εναγκαλισμό.

Η εποχή της αθωότητας φαίνεται ότι τελειώνει

Το άγχος να «κοκκινίσει» η Ελλάδα την νύχτα των αυτοδιοικητικών εκλογών καθηλώνει και εγκλωβίζει, γιατί παραβλέπει το ερώτημα τι θα μείνει για την επόμενη μέρα. Γιατί πέρα από την τεράστια δυσκολία που συνεπάγεται ο συνδυασμός της κρίσης με την αδρανοποίηση της κοινωνίας, η επομένη των εκλογών θα βρει τον ΣΥΡΙΖΑ με ένα νέο, πολυπληθές στελεχιακό δυναμικό, που θα αποτελέσει την σύνδεσή του με τις τοπικές κοινωνίες. Όμως πώς μπορεί να υποτυπωθεί σε αυτή τη σύνδεση η νέα κοινωνική συνείδηση που δημιουργήθηκε από τις τοπικές/κοινωνικές αντιστάσεις των τελευταίων ετών, όταν υιοθετείς την καθεστωτική πρακτική των αντιπάλων σου, με τα χρίσματα, τις επιλογές άνωθεν και τους παραγοντισμούς; Πώς γίνεται να δοθεί ουσία και περιεχόμενο στις γενικές και αφηρημένες μορφές της πολιτικής δραστηριότητας και συμμετοχής, όταν το κόμμα των μελών ολοένα και περισσότερο μετατρέπεται σε κόμμα των στελεχών; Δεν μπορείς όταν αυτοσκοπός γίνεται η συγκρότηση «ψηφοδελτίων νίκης» με τα ίδια ή παρόμοια υλικά, να φαντασιώνεσαι ότι όταν θα έρθεις στην εξουσία θα κάνεις ρήξεις και ανατροπές. Και σήμερα που η εποχή της αθωότητας φαίνεται ότι τελειώνει, θα πούμε και πάλι το παλιό αυτονόητο. Για την αριστερά η εξουσία αποτελεί μόνο μέσο για την αλλαγή της κοινωνίας, δεν είναι αυτοσκοπός. Όσο ο στόχος περιορίζεται γύρω από την λέξη κυβέρνηση, τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα να υλοποιηθεί το όραμα της κυβέρνησης της Αριστεράς.

Βάσω Λέβα, Δέσποινα Σπανούδη, Δημήτρης Γκιβίσης, Νίκος Αρβανίτης

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ένας ΣΥΡΙΖΑ δύο ταχυτήτων



Η φιλολογία γύρω από το φαινομενικά παράδοξο ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δημοσκοπικά να προηγείται, οι δε παρατάξεις που υποστηρίζει στις επαγγελματικές οργανώσεις να μην πρωτεύουν, είναι ήδη πλούσια. Κατά κανόνα, όμως, δεν εισφέρει πειστικές απαντήσεις στο ερώτημα τι σημαίνει και πού οφείλεται αυτή η αναντιστοιχία.
Οι πρόχειρες απαντήσεις που δίνουν τα κομματικά επικοινωνιακά γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη και της Συγγρού ή οι μιντιακές εκφράσεις τους, είναι γνωστές: η υστέρηση των παρατάξεων που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας του να ξεφύγει από μια στασιμότητα που χαρακτηρίζει τα δημοσκοπικά ποσοστά του και προοιωνίζεται το πέρασμά του, τελικά, στη δεύτερη θέση.
Ειδικότερα από τους φίλα προσκείμενους στο βενιζελικό ΠΑΣΟΚ προπαγανδιστές προτείνεται μετ’ επιτάσεως η ακόλουθη ερμηνεία: η κεντροαριστερά, παρά τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά της, αντέχει μέσα στην κοινωνία, η οποία απαιτεί την ανασυγκρότησή της.
Από επικοινωνιακή άποψη δεν είναι κακές αυτές οι προσπάθειες χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Δυστυχώς, όμως, δυσκολεύονται να εξηγήσουν γιατί το 40% ή το 50% στους μηχανικούς ή τους δικηγόρους μετατρέπεται με τη μέγιστη ευκολία σε 4% ή 5% όταν πρόκειται για τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ ή ακόμα και της ΔΗΜΑΡ (παρότι δεν είναι το ίδιο πράγμα ούτε μπορούν να αθροιστούν τα ποσοστά τους).

Το «δείγμα» και το κοινωνικό σώμα

Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε τη μετά λόγου γνώσεως προσέγγιση των πραγμάτων παραδεχόμενοι την απλή και καθαρή αλήθεια ότι καμία επαγγελματική ένωση επιστημόνων επαγγελματιών δεν μπορεί να αποτελεί κατά οποιοδήποτε τρόπο δειγματοληπτική υποδιαίρεση του εκλογικού σώματος. Αν μια δημοσκοπική εταιρία επιχειρούσε να διαμορφώσει μ’ αυτό τον τρόπο το δείγμα της, θα της αφαιρούσαν δίχως άλλο την άδεια άσκησης του επαγγέλματος.
Οι επαγγελματικές ενώσεις αυτού του είδους, παρά τις μεταξύ τους διαφορές και τις διαστρωματώσεις στο εσωτερικό τους, κατά βάση αποτελούν ενώσεις τμημάτων μιας μεγάλης ειδικής κατηγορίας: των μεσοστρωμάτων. Σε περιόδους κρίσης η συμπεριφορά τους είναι χαρακτηριστική: ενώ εισπράττουν την πίεση προς τα κάτω και βιώνουν την κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση, που τους ωθεί συχνά σε μια ιδιόμορφη φτωχοποίηση, η συνείδησή τους δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητά τους, παρουσιάζει υστέρηση. Κι αυτό μεταφράζεται σε διατήρηση της ελπίδας ότι, τελικά, υποβιβασμός δεν θα πραγματωθεί ή ότι η αναβάθμιση δεν θα αργήσει.
Η μόνη κατηγορία που τείνει να απεμπλακεί από αυτό το διμορφισμό, είναι η κατηγορία των επαγγελματιών που έχουν ήδη με μονιμότερο τρόπο μετατραπεί σε μισθωτούς ή οιονεί μισθωτούς.
Ένας από τους σκεπτόμενους αναλυτές που ασχολήθηκαν με το «παράδοξο», ο κ. Δ. Μητρόπουλος, παρατηρεί αμέσως μετά την παράθεση των αποτελεσμάτων στο ΤΕΕ και τον ΔΣΑ: «Για να είμαστε σωστοί, οι συριζαίοι πάνε καλά μόνο στους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ (εφ. «Τα Νέα» 6/3). Αποδίδει, βέβαια, το γεγονός στον κ. Γεωργιάδη («ας όψεται ο Άδωνις»), αλλά είναι προφανές ότι οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ είναι οι μόνοι γιατροί που έχουν συνειδητοποιήσει ότι τους ωθούν βίαια από τα μεσοστρώματα στις τάξεις των «μισθωτών δούλων» και δίνουν τον επαγγελματικό αγώνα τους με διαφορετική ή υπό διαφοροποίηση συνείδηση.

Η αναδίπλωση στην «κοινότητα»

Πιο κάτω, εξηγώντας με ειλικρίνεια τους λόγους της επιτυχίας του κ. Β. Αλεξανδρή στον ΔΣΑ, σημειώνει: «Υπέρ Αλεξανδρή έκαναν διακριτική καμπάνια όλα τα μεγάλα σοβαρά δικηγορικά γραφεία, αστικά και ποινικά (…) Είχε την υποστήριξη των μεγαλοδικηγόρων, χωρίς να απωθεί τους μεσαίους ή τους βιοπαλαιστές των δικαστηρίων». Για να συμπεράνει, τελικά: «Η εκλογή Αλεξανδρή είναι έκφραση του κοινοτισμού (…) Η κοινωνία σπάει σε κοινότητες, κυριολεκτικές ή μεταφορικές όπως των επαγγελματιών, που παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους». Ας μας επιτραπεί να υποθέσουμε βάσιμα ότι, αν επρόκειτο για την εκλογή υποψηφίων με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, τότε τις λέξεις «κοινοτισμός» και «κοινότητες» θα είχαν αντικαταστήσει οι λέξεις «συντεχνιασμός» και «συντεχνίες».

Οι καθυστερήσεις του ΣΥΡΙΖΑ

Όπως και να ‘χει, η λογική της ερμηνείας είναι ορθή. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι μοιραία ή ότι οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ τα έχουν κάνει όλα σωστά. Θα μπορούσαν οι παρατάξεις που υποστήριξε να είχαν αισθητά καλύτερα αποτελέσματα υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Πρώτα απ’ όλα, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η απρόσμενη εκλογική επιτυχία που υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών, ως κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική επιτυχία του δεν έτρεξε να την επενδύσει σε κοινωνική οργάνωση. Δεν φρόντισε να ανταποδώσει στην κοινωνική δράση αυτό που εκείνη του πρόσφερε απλόχερα στο πολιτικό επίπεδο. Κι αυτό δεν μπορούσε παρά να του κοστίσει στα επί μέρους μέτωπα (και στην κεντρική πολιτική μάχη πιθανότατα).
Αυτό που τίθεται ως πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ στο «τοπικό» επίπεδο των επαγγελματικών ενώσεων, αποτελεί ταυτόχρονα και ζήτημα σχετικό με τη γενική πολιτική στρατηγική του. Η πρόχειρη προσέγγιση της επίλυσης του προβλήματος προτείνει το πολιτικό άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτές τις ομάδες του εκλογικού σώματος, ώστε να νιώσουν ότι τις εκφράζει ικανοποιητικά.
Δυστυχώς, το θέμα είναι αρκετά πιο πολύπλοκο. Κανένα κόμμα, όσο κι αν «ανοίξει», δεν μπορεί να εκφράσει τους πάντες και τα πάντα. Ούτε το ΠΑΣΟΚ το μπόρεσε. Αν για μικρό χρονικό διάστημα ενομίσθη από κάποιους κάτι τέτοιο, η εντύπωση αυτή δεν κράτησε για πολύ. Και τότε, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και οι υπό την επιρροή του αναγκάστηκαν να επιλέξουν με ποιους θα πάνε και ποιους θ’ αφήσουν…

Σχέσεις εμπιστοσύνης με τα επιμέρους

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να επαναλάβει την ιστορία, πράγμα αδύνατον, άλλωστε, οφείλει να επεξεργαστεί πειστικές επιμέρους προγραμματικές θέσεις και την αντίστοιχη πολιτική συμμαχιών πάνω σ’ αυτή τη βάση. Έτσι θα μπορέσει να διευρύνει την επιρροή του και την υποστηρικτική βάση του μέσα στην κοινωνία με πιο σταθερό τρόπο, καλλιεργώντας τις απαραίτητες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Μπορεί, λοιπόν, η τεχνητή προβολή των εκλογικών αποτελεσμάτων στις επαγγελματικές ενώσεις κυρίως των μεσοστρωμάτων στο σύνολο του εκλογικού σώματος να είναι ουσιαστικά μια λαθροχειρία, ωστόσο αναδεικνύει ένα πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ∙ Η λύση του βρίσκεται στον αντίποδα των υποδείξεων των καλοθελητών: από την ικανότητά του να κερδίσει την ηγεμονία στο μεγάλο κάδρο, ως εκφραστής της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων, θα κριθεί και η δυνατότητά του να συμπαρασύρει και τη μεγαλύτερη μερίδα των διστακτικών στρωμάτων. Και όχι το αντίθετο.

Χ. Γεωργούλας

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Χρυσή Αυγή: Η συμμορία που την έκαναν κόμμα

via http://jacekpiotr.deviantart.com/art/antifa-137519510
του Δημήτρη Ψαρρά

ΕΠΟΧΗ, 30.4.12

Για μια ακόμα φορά η Ελλάδα πρωτοπορεί. Λίγους μήνες μετά την πανευρωπαϊκή πρωτιά της συγκυβέρνησης Σοσιαλιστών-Ακροδεξιάς, τώρα η χώρα μας διεκδικεί και νέες δάφνες: να είναι ελληνική η πρώτη ευρωπαϊκή βουλή που θα φιλοξενεί ένα ανοιχτά ναζιστικό κόμμα. Δέκα μέρες πριν τις εκλογές ανακάλυψαν οι πολιτικοί αρχηγοί ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας την ύπαρξη της Χρυσής Αυγής και διαγωνίζονται τώρα σε «αντιφασιστική» ρητορεία. Μόνο που έχουν την αξιοπιστία του βοσκού που φώναζε «λύκος». Γιατί είναι οι ίδιοι που άνοιξαν την πόρτα στον μέχρι πρότινος ηγέτη της ελληνικής Ακροδεξιάς Καρατζαφέρη, οι ίδιοι που από το 2010  τον αναγόρευσαν υπεύθυνο πολιτικό άνδρα και έκαναν πως αγνοούσαν ότι ήταν εκείνος ο πρώτος που εισηγήθηκε την πολιτική «αξιοποίηση» του ναζιστικού μορφώματος. Και όταν έχουν εξαντλήσει τους ακραίους χαρακτηρισμούς στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, κανέναν δεν τρομάζουν οι όψιμες κορόνες για τον κίνδυνο του «εκφασισμού», ειδικά όταν εκφωνούνται από τους εισηγητές του κράτους έκτακτης ανάγκης που επιβάλλει το μνημόνιο.

 Επικοινωνιακές αβάντες

Τις μέρες αυτές ξαναζούμε τις συνθήκες ανόδου του ΛΑΟΣ με την αβάντα των μέσων ενημέρωσης –που προβάλλουν τις δήθεν φιλάνθρωπες δράσεις των τραμπούκων της Χρυσής Αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα- και την αμηχανία του πολιτικού κόσμου που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Μόνο που το ενδεχόμενο εισόδου στη Βουλή της Χρυσής Αυγής είναι πολύ σοβαρότερο. Γιατί αυτό δεν θα σημαίνει μόνο την επιβράβευση ενός κόμματος ανοιχτά ρατσιστικού, αντισημιτικού, αντιμουσουλμανικού και φιλοχιτλερικού. Θα ισοδυναμεί με παραγραφή της ανοιχτά εγκληματικής του δράσης. Γιατί η οργάνωση αυτή βρίσκεται πίσω από μια σειρά επιθέσεις σε βάρος πολιτών, και έχει επί δεκαετίες στοχοποιήσει φοιτητές, συνδικαλιστές, μετανάστες. Ελάχιστες απ’ αυτές τις επιθέσεις έχουν καταλήξει στα δικαστήρια. Όμως κι αυτές οι λίγες αρκούν για να περιγράψουν τη δράση των χρυσαυγιτών.

Κορυφαία είναι η γνωστή περίπτωση της επίθεσης του 1998 που τελεσιδίκησε στον Άρειο Πάγο μόλις πριν από δύο χρόνια. Αυτή η απόφαση είναι σημαντική γιατί το ανώτατο δικαστήριο δέχεται ότι ομάδα δέκα μελών της Χρυσής Αυγής «έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, ήτοι έχοντας αποφασίσει να σκοτώσουν τον Δημήτριο Κουσουρή, φοιτητή (...) επιτέθηκαν κατ’ αυτού αιφνιδιαστικά με ξύλινα ρόπαλα που κρατούσαν τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί συναυτουργοί και κατάφεραν κατ’ αυτού με τρομακτική βιαιότητα και αγριότητα πολλαπλά χτυπήματα κυρίως στο κεφάλι και σε όλο το σώμα του (...) Απέτυχαν όμως και δεν ολοκλήρωσαν τελικά τον ανθρωποκτόνο σκοπό τους από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς τους» (Απόφαση 1167/2010 του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου).

Καθησυχαστικές δηλώσεις

Η ελληνική δικαιοσύνη, δηλαδή, την οποία πολλοί επικαλούνται στην προεκλογική περίοδο, έχει αποφανθεί τελεσίδικα για τον εγκληματικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Γι’ αυτό το λόγο βρίσκεται σε εντελώς λάθος κατεύθυνση η καθησυχαστική δήλωση της Αλέκας Παπαρήγα, που έσπευσε να προφητέψει πριν από λίγες μέρες, μιλώντας στο Ράδιο Εννέα, ότι με την εκλογή της Χρυσής Αυγής «δεν πρόκειται να γίνει απολύτως τίποτα», διότι «θα βάλουν γραβατούλα μέσα στη Βουλή και θα γίνουν κοινοβουλευτικότατοι. Σας το υπογράφω […] θα ενσωματωθούν πλήρως».

Η θέση αυτή –με την οποία η γραμματέας του ΚΚΕ επιχείρησε βέβαια να αμφισβητήσει τον «αντισυστημικό» χαρακτήρα της οργάνωσης- παρέχει ένα ανέλπιστο συγχωροχάρτι στους νεοναζιστές. Γιατί βέβαια κανένα νεοναζιστικό κόμμα δεν ασκεί παράνομη βία κάτω από το φως του ήλιου ή τους προβολείς της δημοσιότητας. Η νύχτα και το σκοτάδι είναι τα πεδία δράσης της. Ακόμα και όταν ο μέχρι τότε υπαρχηγός της δικαζόταν για τη δράση του ούτε ένα ηγετικό της στέλεχος δεν εμφανίστηκε να τον υπερασπίσει. Εστειλαν μόνο τα απλά μέλη να τιμήσουν με τις ασχήμιες τους τον «φαλαγγάρχη».

Φυσικά δεν είναι «αντισυστημική» η Χρυσή Αυγή. Όχι όμως επειδή τάχα έχει ενσωματωθεί στη νομιμότητα, αλλά επειδή αποτελεί επί χρόνια το σκοτεινό δεκανίκι των δυνάμεων καταστολής, μετέχοντας πίσω από τα ΜΑΤ στην καταστολή των διαδηλώσεων και οργανώνοντας τις δικές τους «επιχειρήσεις σκούπα» κατά των μεταναστών με τα πογκρόμ στις γειτονιές της Αθήνας.

Πώς ερμηνεύεται η άνοδος

Το ερώτημα για την Αριστερά είναι άλλο: πώς να ερμηνευθεί η διαφαινόμενη εκλογική άνοδος ενός παρόμοιου μορφώματος; Δυστυχώς η απάντηση είναι εύκολη. Όταν επί δύο χρόνια έχουν ηγεμονεύσει στον αντιπολιτευτικό λόγο η πιο ακραία εκδοχή του χυδαίου εθνικισμού, της μισαλλόδοξης ξενοφοβίας και της πρωτόγονης συνωμοσιολογίας, είναι επόμενο να αναδειχτούν στον αφρό οι πιο γνήσιοι εκφραστές του ρεύματος αυτού. Το ζήσαμε στο Σύνταγμα με τις συγκεντρώσεις των «πάνω» και των «κάτω».

Όσο για τις όψιμες αντιδράσεις των κομμάτων της συγκυβέρνησης και των μέσων ενημέρωσης που τα στηρίζουν, τι καλύτερο δώρο για τη Χρυσή Αυγή από την ανάδειξη του «μεταναστευτικού» ως κύριου προεκλογικού ζητήματος, παρά το γεγονός ότι όλες οι δημοσκοπήσεις το φέρουν πολύ πίσω στη λίστα με τις αγωνίες των πολιτών, πολύ πιο κάτω από την ανεργία και τη φτώχεια. Και το μεν ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να στήσει όπως όπως τα κοντέινερ της αθλιότητας, ενώ η Νέα Δημοκρατία προβάλλει σε σποτ την «τελική λύση», με την υπόσχεση ότι θα καταργήσει ακόμα κι αυτόν τον άτολμο νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια και το σύνθημα «Ανακατάληψη των πόλεων από τα γκέτο των μεταναστών». Αλλά τι χειρότερο λένε οι ναζιστές της Χρυσής Αυγής;

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Ποίηση, ατομικότητα, πολιτική

Francisco de Goya, Reading

 ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΙΕΤΡΟ ΙΝΓΚΡΑΟ «Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ»*

 του Νικόλα Σεβαστάκη

από την ΕΠΟΧΗ, 1.1.12

Μια από τις ωραιότερες συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη είναι το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Παραφράζοντας τον τίτλο, θα ισχυριστώ ότι οι σκέψεις του Ινγκράο που έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε σήμερα, φτιάχνουν ένα μικρό βιβλίο για μεγάλα πράγματα, ένα ολιγοσέλιδο κείμενο που ανοίγει, ωστόσο, πολλά και κυρίως σημαντικά ερωτήματα. Βρισκόμαστε μπροστά στον στοχασμό ενός σχεδόν αιωνόβιου, που έχει ωστόσο το χάρισμα να εκφέρει ή να υπαινίσσεται αλήθειες εξαιρετικά σύγχρονες, με την ουσιαστική κριτική σημασία της λέξης, όχι με την έννοια μιας σκέψης αγχωμένης μην απομείνει πίσω από τις εξελίξεις.

Και για να προχωρήσω ένα βήμα, δεν πρόκειται απλώς για απάντηση στη μπροσούρα του Στεφάν Εσέλ «Αγανακτήστε». Oι αναφορές στο πολυσυζητημένο κείμενο του παλιού Γάλλου αντιστασιακού είναι ένα από τα πολλά σημεία στα οποία απαντά ο Ινγκράο. Μπορεί όμως να μην είναι και το σημαντικότερο. Διαλέγω μια από τις φράσεις που πιστεύω ότι μας εισάγει καλύτερα στο στίγμα της κατάθεσης του ιταλού διανοούμενου και πολιτικού:

Στην πραγματικότητα -λέει- εντάχτηκα ολόκληρος μέσα στην πολιτική. Όμως δεν υπήρξα ποτέ μόνο αυτό. Άρα είμαι διχασμένος ανάμεσα στο να είμαι μέσα στην πολιτική, από κάθε άποψη, και στη συνειδητή άρνηση της αποδοχής του μέτρου της, της λογικής της; Πιθανόν.

Ας ξανασκεφτούμε ποιος μιλάει εδώ. Μιλάει λοιπόν ένας άνθρωπος που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έδρασε και λειτούργησε μέσα στους θεσμούς ενός κινήματος, αλλά και ενός πολιτικού συστήματος (βουλευτής, πρόεδρος κοινοβουλευτικής ομάδας, αλλά και πρόεδρος της ιταλικής Βουλής). Μιλάει ένας άνθρωπος που υπήρξε κατεξοχήν οργανωμένος και δεν είχε, τυπικά τουλάχιστον, καμιά σχέση με εμπειρίες αιρετικής περιθωριακότητας όπως αυτές εκφράστηκαν στον εικοστό αιώνα από τη μια ή άλλη αποκλίνουσα αισθητική θέση. Ο Iνγκράο ποτέ δεν υπήρξε Παζολίνι, με την έννοια ότι ποτέ δεν δημιούργησε «σκάνδαλο» στον χώρο του ή έξω από αυτόν, στην ευρύτερη ιταλική πολιτική και πνευματική ζωή. Ο Ινγκράο λοιπόν ο κομματικός, το παλιό στέλεχος του ιταλικού κομμουνισμού αφήνει να καταλάβουμε ότι υπήρξε και συνεχίζει να είναι κάτι άλλο από μια πολιτική προσωπικότητα. Ρίχνει στο τραπέζι κάποιες αναπάντεχες σημασίες και ένα είδος αυτοβιογραφικού σχολίου που φωτίζει διαφορετικά το πολιτικό οδοιπορικό ενός κομμουνιστή. Μιλάει για την πρακτική της αμφιβολίας, για τη σημασία της ατομικότητας, για τις δύσκολες και περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στον προσωπικό κόσμο και στη συλλογική πολιτική δράση.

Και όλα αυτά έχουν τη σημασία τους. Όχι όμως τόσο ως θραύσματα μιας ατομικής βιογραφίας, αλλά ως μελήματα κάθε αριστερής σκέψης, ως ερωτήματα που, όπως και αν το δούμε, παραμένουν αναπάντητα μέσα στην περιπετειώδη ιστορία των αριστερών εγχειρημάτων και των ανατρεπτικών στρατεύσεων.

Παρένθεση. Δεν πρόκειται καθόλου, όπως διάβασα πρόσφατα στον επικριτικό σχολιασμό για το βιβλίο, για «ελιτίστικες φιλοσοφίες» και ποιητικές «αοριστολογίες» που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για το κίνημα και τον αναστοχασμό του. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, μπορεί να συναντά κανείς τέτοιου είδους χρησιμοθηρικές και στεγνές αποφάνσεις που αναπαράγουν τις χειρότερες πλευρές της Αριστεράς. Εννοώ μια εργαλειακή αντίληψη για τη σκέψη, μια νοοτροπία που αναζητεί στη σκέψη του ενός ή άλλου μόνο ηθικοπλαστικές απαντήσεις και όχι ερωτήματα, μόνο συνταγές έτοιμης δράσης και όχι ανοίγματα στην πολυπλοκότητα της ζωής και της δραστηριότητας των υποκειμένων. Θα μπορούσε, φυσικά, να διαβάσει τις σκέψεις αυτές σαν μια παραλλαγή σε ένα γνωστό θέμα. Το θέμα είναι η ένταση η οποία εμφανίζεται μεταξύ του ορθολογικού πολιτικού όντος και της ποιητικής ευαισθησίας και ευρύτερα η σύγκρουση μεταξύ της λογικής του πολιτικού αγώνα ή της κοινωνικής στράτευσης και της ατομικότητας, των προσωπικών ευαισθησιών. Κατ’ αυτό τον τρόπο η στροφή του γηραιού Ινκράο προς τον λόγο της ποίησης θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί και ως αναμέτρηση με την πολιτική ήττα. Γιατί όχι και ως μια στρατηγική μετριασμού του μεγάλου ηθικού κόστους αυτής της ήττας που υπήρξε και προσωπική.

Η σιωπή ως άλλη μορφή δράσης

Υπάρχουν σημεία στις απαντήσεις του που ευνοούν τη συσχέτιση μεταξύ της εμπειρίας της πολιτικής ήττας και της προσφυγής στον ποιητικό λόγο. Σε αυτή την περίπτωση, η έμφαση που βλέπουμε να αποδίνει στην εσωτερικότητα ή στην σιωπή (στη σιωπή ως μια άλλη μορφή δράσης ) θα ήταν απλώς επιβεβαίωση ενός χάσματος. Αυτού που χωρίζει την επικράτεια των χαμηλών τόνων [ την ποίηση] και τον χώρο της διαπάλης με σκοπό τη νίκη [την πολιτική].

Αλλά ο Ινγκράο υπενθυμίζει διαρκώς στους συνομιλητές του την πρακτική της αμφιβολίας. Σαν να λέει: μη βιάζεστε να φτάσετε σε ένα οριστικό συμπέρασμα, σε μια ασφαλή εξήγηση της σχέσης ανάμεσα στους κυματισμούς του προσωπικού βιώματος και στο πεδίο μιας μακρόχρονης πολιτικής δέσμευσης. Δίνει δηλαδή κάποια κλειδιά για να αισθανθούμε ότι αυτή η σχέση ήταν ανέκαθεν πολύ πιο αινιγματική από όσο θα ήθελε ο αριστερός κοινωνιοκεντρισμός και ο φιλελεύθερος ιδεαλιστικός ατομικισμός. Και τα κλειδιά αυτά είναι ελεγειακά και χαμηλών τόνων, δεν έχουν δηλαδή το στιλ που θα άρεσε σε εκείνον που ταυτίζει την αριστερή πνευματικότητα με μια κάπως χαζοχαρούμενη και δίχως αίσθηση του τραγικού ορμητικότητα.

Παρά λοιπόν τον πειρασμό της εύκολης ερμηνείας, λίγο ψυχολογικής ή λίγο πολιτικής, νομίζω ότι η πρακτική της αμφιβολίας, έτσι όπως την αντιμετωπίζει ο Ινγκράο, δεν είναι ο γνωστός σκεπτικισμός απέναντι σε μια πολιτική ταυτότητα η οποία κρίνεται, εκ των υστέρων, «προβληματική». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η ανακάλυψη, από την πλευρά του, της ελευθερίας που προσφέρει η άσκηση της ποίησης, δεν έρχεται να αντιπαρατεθεί στις συγκρουσιακές ποιότητες της αγωνιστικής πολιτικής. Αντίθετα, η αισθητική και πνευματική καλλιέργεια φαίνεται να διαθέτουν μια δική τους, αυτόνομη αντήχηση, μια δική τους ηθική νομιμότητα πέρα από τη διάσταση της σύγκρουσης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Απαντούν δηλαδή σε εκείνες τις διαστάσεις της ύπαρξης, οι οποίες είναι αδύνατο να στεγαστούν στους θεσμούς και στις πρακτικές της πολιτικής.

Η ανακάλυψη του ποιητικού λόγου

Η ανακάλυψη του ποιητικού, δηλαδή μιας γλώσσας που μπορεί να πει αυτά που καμια άλλη γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει, προσφέρεται εντέλει ως ένα παράδοξο συμπλήρωμα του μακρόχρονου πολιτικού πάθους. Αυτή η άλλη σοφία, η οποία εκφράζεται με τη γλώσσα της ποίησης, δεν συνιστά μεταστροφή ως προς αυτό το πολιτικό πάθος, το οποίο έχει ως αφετηρία την εξέγερση του υποκειμένου, ήδη από την νεότητά του, για τις ανισότητες και την κοινωνική βία του κόσμου που το περιστοιχίζει. Πίσω από την ανατίμηση της ποίησης (η οποία όπως ομολογεί τον ενδιέφερε ήδη στη νεότητά του) ο Ινγκράο θέτει τα πιο δύσκολα ερωτήματα, τα οποία δεν αφορούν μόνο την ποίηση αλλά την ίδια τη δράση: μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρξει συλλογικός πολιτικός ορίζοντας αγώνα που να αναγνωρίζει, δίχως τσιγκουνιές και καχυποψίες, την πολυμέρεια των ατομικών υποκειμένων, που να κατανοεί το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα είναι πολλαπλότητες παθών και ενδιαφερόντων; Μπορεί να υπάρξει πολιτικό υποκείμενο ικανό να αναγνωρίζει ότι τα άτομα δεν είναι απλώς φορείς καθηκόντων και λειτουργικών ρόλων σε ένα σχέδιο, αλλά σύνθετες, αντιφατικές και «ασυνεπείς» μοναδικότητες; Μπορεί να υπάρξει πέρα από μια πολιτική της κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης και μια αριστερή κουλτούρα της ατομικής ελευθερίας, της ποιοτικής ατομικής αυτονομίας;

Άτομα, ελευθερία και πολιτική δράση

Μήπως άραγε και η ηγεμονική επικράτηση του φιλελευθερισμού και των διαφόρων μορφών καταναλωτικού ατομικισμού στον ύστερο εικοστό αιώνα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι τα ριζοσπαστικά εγχειρήματα έδειξαν δυσκαμψία στο να καταξιώσουν τη σημασία της ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα, και ως προς τη σχέση των ατόμων με τους θεσμούς και τα μοντέλα της αριστερής πολιτικής δράσης; Μήπως η γνωστή σαθρή «ατομικιστική ιδεολογία» με την οποία συνδέθηκε η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση εδώ και δεκαετίες αξιοποίησε τα κενά ή τις απίστευτες στρεβλώσεις στη σχέση της Αριστεράς με την ελευθερία, με την ελευθερία ως τολμηρή άσκηση της αμφιβολίας; Αρκεί να διαβάσει κανείς την ανακοίνωση του ΚΚΕ για τον θάνατο του Κιμ Γιονγκ Ιλ και τη Βόρειο Κορέα για να μελαγχολήσει και να θυμώσει.

Προφανώς δεν υπάρχει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Και ούτε ο Ινγκράο δίνει απαντήσεις, πράγμα ασφαλώς εκνευριστικό για κείνους που ζητούν από κάθε αποτύπωμα σκέψης να τους λύσει όλα τα θεωρητικά, για να μην πω όλα τα κοσμοθεωρητικά τους, προβλήματα.

Και για να έλθω στο θέμα της αγανάκτησης. Το γεγονός είναι ότι οι νέες μορφές κοινωνικού αγώνα, ο γαλαξίας των νέων μορφών δημοκρατικής κινητοποίησης, σχετίζεται και με αυτό το ερώτημα για τα όρια της ολικής δέσμευσης σε ένα πολιτικό πάθος όπως αυτό που χαρακτήρισε τη γενιά του Ινγκράο. Από πολλές απόψεις μοιάζει αδύνατο ένα συλλογικό πολιτικό εγχείρημα που θα αγνοεί την εξατομίκευση των ανθρώπων, τη σημασία που έχει η πλουραλιστική προσωπική ταυτότητα των συγχρόνων ως διασταυρώσεων ετερογενών ηθικών και πολιτιστικών οριζόντων.

Αριστερός, λέει ουσιαστικά ο Ινγκράο, είναι αυτός o οποίος επιδιώκει τη συνάντηση των ηθικών συναισθημάτων ( όπως είναι η αγανάκτηση και ο θυμός με τις σκανδαλώδεις αδικίες) με μια πολιτική ορθολογικότητα, με μια προοπτική μετασχηματισμού του πάνω και του κάτω, των θεσμών και των ηθών, του κράτους και των κοινωνικών πρακτικών. Όχι μέσα από την υποταγή της πολιτικής στα ηθικά πάθη, ούτε, όμως, και με αυτονόμηση της πολιτικής-εκλογικής μηχανής από αυτούς που καλείται να αντιπροσωπεύσει.

Πολιτική και ηθικό πάθος

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα είδος αποσπασματικού συναισθηματικού κινήματος, το οποίο, όσο πολύτιμη και αν είναι η συμβολή του στην αναζωογόνηση των κοινωνικών αγώνων, δεν μπορεί να γεννήσει, από μόνο του, ένα πολιτικό σχέδιο. Στη δεύτερη περίπτωση, η πολιτική λειτουργεί ως αποξενωτική ανάθεση, ως αποτυχημένη ή κακή εκπροσώπηση η οποία διαιωνίζει τη διαίρεση ανάμεσα σε μια διαλυμένη κοινωνία και στις κυβερνώσες ελίτ. Η ακραία εκδοχή αυτής της αποξενωτικής ανάθεσης -η οποία καταργεί την ίδια τη σχέση εκπροσώπησης διαστρέφοντας ακόμα και τη φιλελεύθερη λογική- είναι η ανάδυση του τεχνοκράτη, η διακυβέρνηση των ειδικών. Είναι δηλαδή αυτό που προτείνεται από σήμερα από διάφορες πλευρές για τη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης.

Η κατεύθυνση προς την οποία κινείται η σκέψη του Ινγκράο δεν είναι η παραδοσιακή αλλεργία της «ορθολογικής Aριστεράς» προς όλες τις ευαισθησίες που δεν ελέγχει ή δεν κατανοεί, προς καθετί που δεν παίζει στο δικό της πεδίο και με τους δικούς της όρους. Εκτιμά συγχρόνως ότι ακόμα και αν αλλάζουν όλα, οι γλώσσες της στράτευσης, η σχέση μεταξύ των ατόμων και των θεσμών, τα πολιτιστικά και κοινωνικά πρότυπα, υπάρχει κάτι θεμελιώδες το οποίο παραμένει ως ανάγκη: η αγανάκτηση (και η σύγκρουση με όλα όσα συνιστούν την αιτία της αγανάκτησης) μπορεί να είναι μόνο η μία όψη μιας αγωνιστικής διαδικασίας, της αριστερής διαμόρφωσης συνείδησης. Τα ηθικά συναισθήματα και η σύγκρουση δεν μπορούν να είναι το κέντρο μιας στάσης, αλλά ένα στοιχείο, σημαντικό φυσικά, μιας συνολικότερης στάσης της οποίας το νόημα πρέπει να αναδημιουργήσουμε, ο καθένας με τα υλικά που έχει, με τις ανάγκες, τις περιστάσεις και τους ιδιαίτερους όρους που του έτυχαν.

Όταν το νόημα, είτε αφορά την πολιτική είτε αφορά την προσωπική μας ταυτότητα, δεν είναι δοσμένο, δεν είναι αδιαμφισβήτητο και εξασφαλισμένο, αισθανόμαστε δυσφορία. Αισθανόμαστε ακόμα ότι αυτός που μας το λέει αυτό, δεν ικανοποιεί την ανάγκη μας για περισσότερη βεβαιότητα, για εξιχνίαση των όσων, μυστήριων και ακατανόητων, συμβαίνουν στον κόσμο και μας επηρεάζουν.

Αλλά από μια άλλη άποψη αυτός που μας απευθύνεται σε μια κάπως παράξενη γλώσσα και όχι με τον συνηθισμένο προτρεπτικό τόνο της υψηλότονης διακήρυξης, μπορεί να είναι περισσότερο έντιμος με τη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στην εποχή της κρίσης και της βίας της. Σε αυτή τη συνθήκη, η μια πλευρά είναι η εκ νέου επινόηση της σύγκρουσης η οποία τρέφεται από τον κοινωνικό θυμό, το αίσθημα της αδικίας. Η άλλη πλευρά ή μια άλλη ζωτική ανάγκη αφορά τη δυνατότητά της κατάφασης, την αναζήτηση τρόπων ώστε η κρίση να μην μας κάνει πιο ρηχούς και στεγνούς, να μην μας μετατρέψει σε μίζερες, πνευματικά και αισθητικά, μηχανές.

Ένα ποίημα του Ρίτσου υπαινίσσεται αυτή τη σχέση μεταξύ της κατάφασης που συνδέει την ατομικότητα με τον κοινό κόσμο, το δικό μου με το εμείς, με έναν τρόπο που θα άρεσε στον Ινγκράο:

Ανάμεσα σε τόσες αρνήσεις
Βρήκε μια λέξη καταφατική
δική του –
αυτήν που ανήκει
σε όλους μας


* Εκδόσεις Εύμαρος,
μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς, πρόλογος Μιχάλης Ψημίτης, 2011

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Pavel Filonov, universal flowering, 1915, The State Russian Museum, via Wikimedia commons

του Χ. Γεωργούλα


από την ΕΠΟΧΗ, 11.12.11

Συμμαχίες χωρίς συμμάχους

«Τα σενάρια αποπομπής της Ελλάδας από την ευρωζώνη ενισχύονται (…) Το θέμα δεν είναι να υπάρχουν χώρες που εκδιώκονται από την ΕΕ, το θέμα είναι να αποφασίσουν να φύγουν οι λαοί με τη θέλησή τους (…) Για τους λαούς της Ευρώπης, όσο περισσότεροι το αποφασίσουν, θα είναι μια μεγάλη πρώτη νίκη κι ένα στέρεο βήμα για να πάμε προς τα μπρος».

Το κείμενο προέρχεται από πρωτοσέλιδο άρθρο του «Ριζοσπάστη» (7-12-2011) και καταγράφει τις πρόσφατες, πιο επεξεργασμένες θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για την ευρωζώνη και την ΕΕ, που ως τώρα εκφραζόταν με το λακωνικό «αποδέσμευση από την ΕΕ».

Έξοδος με πρόσημο

Η ανάγκη να μιλήσει η ηγεσία του ΚΚΕ με περισσότερα λόγια γι’ αυτά τα ζητήματα, έγινε πιο έντονη και πιεστική, καθώς αυτή η «αποδέσμευση» άρχισε να έρχεται ως ορατό ενδεχόμενο από την εντελώς αντίθετη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση. Ενδεχόμενο που υποχρεώνει την ηγεσία του ΚΚΕ να τονίσει ότι δεν είναι αντίθετη με τη «συνεργασία των λαών» της Ευρώπης ή και των «ευρωπαϊκών χωρών», αλλά ότι, επειδή είναι η ΕΕ «συνεργασία καπιταλιστικών χωρών», δεν «ανοικοδομείται», χρειάζεται να ανατραπεί (δηλαδή μια θέση πολύ κοντά στην «επανίδρυση» του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς).

Η εξέλιξη αυτή έκανε φανερές δύο αδυναμίες της λακωνικής θέσης: πρώτον, δεν είχε αδιαμφισβήτητο ιδεολογικό πρόσημο και δεύτερον, δεν κάλυπτε τον υποστηρικτή της από το ενδεχόμενο να γίνει πράξη ηέξοδος με πρωτοβουλία των αστικών δυνάμεων, τώρα και όχι σε κάποιο μακρινό, ή απωθημένο, μέλλον.

Με πιο απλά λόγια, τώρα γίνεται ορατός ο κίνδυνος να υπάρξουν εξελίξεις, οι οποίες θα εντυπώνουν στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων ότι, όπως η ΕΕ δεν ήταν ποτέ παράδεισος (αλλά ένα νέο πεδίο ταξικών αγώνων, για να θυμηθούμε το ΚΚΕ Εσωτερικού), έτσι και η έξοδος από αυτήν μπορεί να θυμίζει κόλαση.

Τόσο πιο κοντά, τόσο πιο μακριά…

 Το πρόβλημα, όμως, γι’ αυτήν είναι ότι, λειαίνοντας την τοποθέτησή της, αφενός την κάνει να προσεγγίζει «επικίνδυνα» τους προβληματισμούς ορισμένων δυνάμεων της αριστεράς, αφετέρου αναγκάζεται να παραπέμψει την έξοδο από την ΕΕ στον ορίζοντα της οικοδόμησης της «λαϊκής εξουσίας–λαϊκής οικονομίας». Με αποτέλεσμα να διαφαίνονται μεγαλύτερα περιθώρια πίεσης για συνεργασία με άλλες αριστερές δυνάμεις με βάση τα πιο άμεσα πολιτικά επίδικα.

Γι’ αυτό, άλλωστε, τελευταία κάνει ό,τι μπορεί για να ανεβάσει τους τόνους της ενδοαριστερής αντιπαράθεσης στα ύψη, ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε υπόνοια ότι διαμορφώνεται έδαφος προς αναζήτηση κοινής δράσης. Είναι ενδεικτικό ότι στις πρόσφατες μεγάλης διάρκειας ομιλίας της η Αλ. Παπαρήγα αφιερώνει πολύ χρόνο για να αποδείξει πόσο… αδύνατο είναι να υπάρξει τέτοιου είδους προσέγγιση και συνεργασία, οξύνοντας τις επιθέσεις της κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι επιθέσεις αυτές πολλαπλασιάζονται, καθώς όλο και πιο συχνά συναντιούνται οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ με τους ανθρώπους του ΚΚΕ στο πλάι των πληττόμενων τάξεων (πιο πρόσφατο παράδειγμα οι λαϊκές πρωτοβουλίες για το χαράτσι και τα κινήματα συμπαράστασης απεργών).

Η «αδύνατη συμμαχία»

Αν ήταν μόνο αυτό, θα λέγαμε ότι πρόκειται για συνηθισμένα πράγματα –για την ηγεσία του ΚΚΕ. Το κακό είναι πως, στην προσπάθειά της αυτή, αρχίζει να αναπτύσσει μια επικίνδυνη για την πορεία των λαϊκών αγώνων απολογητική όσον αφορά την πολιτική συμμαχιών.

Ας εξηγηθούμε με τρία παραδείγματα:

Πρώτο: «Μας λένε ορισμένοι “καλές είναι οι θέσεις σας, αλλά βρείτε ορισμένα σημεία να συμφωνήσετε με όσο περισσότερες γίνεται πολιτικές δυνάμεις, μήπως γίνει κάτι”… Δυστυχώς δεν μπορούμε να απαντήσουμε τόσο απλά σ’ αυτά τα ζητήματα (…) Στη δεκαετία του ’70-’80 μπορούσες με όρους κινήματος να επιλέξεις τέσσερα – πέντε προβλήματα να τα προτάξεις (…) Τώρα είναι τεράστια τα προβλήματα και είναι και οξυμένα και πρωτόγνωρα. Ποια να προτάξεις; Είναι τόσα και τέτοια που δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Σήμερα μπαίνουν βασικές επιλογές. Εδώ πια συγκρούονται δύο δρόμοι ανάπτυξης. Εδώ πρέπει να απαντήσεις «με τα μονοπώλια» ή με το λαό», μέσα ή έξω από την ΕΕ (από την ομιλία Παπαρήγα στη Λιβαδιά, 5-12-2011).

Δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο αμήχανο κείμενο, που προσπαθεί να καλύψει την απουσία πολιτικής συμμαχιών, με την απόφανση ότι, για να αποκρούσεις την επίθεση του κεφαλαίου, μπορείς να συμμαχήσεις μόνο με τον εαυτό σου. Μόνο με τον εαυτό σου; Όχι ακριβώς, μπορείς να συμμαχήσεις με... το λαό, όπως διαπιστώνουμε στο δεύτερο παράδειγμα:
«Η μόνη διαφορά που μπορεί να γίνει σήμερα, είναι η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ (…) η ενίσχυση θα φέρει την ανατροπή μέσα στο κίνημα (...) Εμείς λέμε ότι αυτό που προέχει είναι η κοινωνική συμμαχία (…) κανένα άλλο κόμμα μην περιμένετε να προβάλει την αναγκαιότητα αυτής της συμμαχίας (…) Εμείς επιμένουμε: εργατική τάξη, μικροί επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενοι, φτωχή αγροτιά (…) λέμε ελάτε όλοι, κάτω στη βάση πρέπει να είναι όλοι, γιατί τα προβλήματα είναι κοινά» (Παπαρήγα στη Λιβαδιά, 5-12-2011).

Σύμμαχοι δεν υπάρχουν πια…

Τόσο φτωχή αντίληψη για τις συμμαχίες δεν είχε ποτέ το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Τέτοια απλουστευτική άποψη, όπου οι κοινωνικές δυνάμεις δεν εκφράζονται παρά αυτοπροσώπως στο πολιτικό πεδίο και συναντούν η μία την άλλη χωρίς διαμεσολαβητές και με μόνο σημείο αναφοράς το ΚΚΕ και μόνο πολιτικό στόχο την «αποφασιστική ενίσχυσή του», δεν διατυπώθηκε ποτέ στην ελληνική αριστερά! Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, το σχετικό κεφάλαιο κλείνει με την αποστομωτική παραδοχή: «Στο πολιτικό επίπεδο αυτή τη στιγμή η συμπόρευση με το ΚΚΕ είναι η απάντηση. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες μπορούμε να συμφωνήσουμε»…

Τρίτο παράδειγμα: Με μια τέτοια πολιτική συμμαχιών –ανύπαρκτη– καταλαβαίνει και η ίδια η Αλ. Παπαρήγα ότι δεν μπορεί να πάει μακρυά. Γι’ αυτό και μινιμάρει όσο μπορεί τους στόχους της: «Αυτή η συμμαχία μπορεί να καθορίσει και τη διέξοδο. Μπορούμε να παρεμποδίσουμε κάποια μέτρα; Μπορούμε να κερδίσουμε χρόνο; Ναι, μπορούμε».

Από το μάξιμουμ στο μίνιμουμ

 Ενώ, λοιπόν, η ηγεσία του ΚΚΕ εμφανίζεται να μην μπορεί να συμμαχήσει με άλλες αριστερές πολιτικές δυνάμεις, επειδή έχει τάχα πολύ προχωρημένους στόχους, στην πραγματικότητα, με την ασφυκτική αντίληψή της για τις συμμαχίες, οδηγείται στην ελαχιστοποίηση των στόχων του κινήματος, εν ονόματι του ότι δεν έχει ενισχυθεί επαρκώς το ΚΚΕ και δεν έχουν, συνεπώς, ωριμάσει οι συνθήκες: «Εμείς θεωρούμε ότι ο λαός πρέπει να ετοιμαστεί και για μια σχετικά μακρόχρονη πάλη χωρίς άμεσα αποτελέσματα και να μην κουραστεί. Να έχει αντοχή και για απότομες εξελίξεις» (ομιλία Αλ. Παπαρήγα στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό, 6-12-2011).

Γιατί είναι επικίνδυνη για την πορεία των λαϊκών αγώνων αυτή η αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ; Διότι αποκλείει εκ των προτέρων κάθε προσέγγιση των δυνάμεων της αριστεράς σε μια στιγμή κρίσιμη για την προώθηση ενός σχεδίου οικοδόμησης του αντίπαλου προς τις αστικές συσπειρώσεις συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Σε μια στιγμή που οι συνειδήσεις ωριμάζουν για κάτι τέτοιο. Σε μια στιγμή που η έναρξη και μόνο μιας τέτοιας διαδικασίας θα δημιουργούσε νέα ποιοτικά στοιχεία στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής της είναι ήδη ορατά και στους λιγότερο “εκπαιδευμένους” πολιτικά. Αυτό το «κάντε κάτι» που μεταφέρει η Αλ. Παπαρήγα ως αγωνία των «συμπαθούντων» ή και των μελών του ΚΚΕ (επιχειρώντας ταυτόχρονα να το αντικρούσει), πηγάζει από τις κοινωνικές ανάγκες, γι’ αυτό επανέρχεται όσο κι αν ξορκίζεται.

Χ.Γ.


Και το ΚΚ Ισπανίας στο στόχαστρο του ΚΚΕ

Δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στην Ισπανία, ο «Ριζοσπάστης» είναι αλήθεια ότι δεν έδειξε να ικανοποιείται από την επιτυχία της Ενωμένης Αριστεράς, στην οποία συμμετέχει το ΚΚ Ισπανίας. Ερμηνεύοντας, μάλιστα, το θετικό για την ΕΑ αποτέλεσμα σημείωνε ότι οι ψήφοι δόθηκαν στο κόμμα αυτό με την ελπίδα καλύτερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος...

Μόλις πληροφορήθηκαν στη Μαδρίτη για το σχετικό δημοσίευμα, έστειλαν επιστολή στο ΚΚΕ, στην οποία ανέφεραν μεταξύ άλλων:

«Διαβάσαμε με ανησυχία το άρθρο στην εφημερίδα σας «Ριζοσπάστης» με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου την ανάλυση για τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ισπανία, όπου υποστηρίζεται ότι πήραμε τις ψήφους με την ελπίδα της καλύτερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος.
Κατά τη γνώμη μας η άποψη αυτή είναι λανθασμένη και δεν ανταποκρίνεται καθόλου με τις θέσεις και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που υπερασπίστηκαν οι υποψήφιοι και οι υποψήφιες και μαζί τους τα μέλη της Ενωμένης Αριστεράς. (...)

Σε κάθε περίπτωση, για την ΕΑ και το ΚΚ της Ισπανίας, στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης που προκλήθηκε από τον αρπακτικό καπιταλισμό που επιτίθεται στα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων όλου του κόσμου, είναι καιρός για την ενότητα της συνεπούς αριστεράς για να κατακτήσει μια σύγκλιση για μια εναλλακτική λύση για το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Για αυτό, παρά τη δυσφήμηση της ΕΑ που εμφανίστηκε στην εφημερίδα σας, συνεχίζουμε να διατηρούμε με το κόμμα σας αδελφικές διμερείς σχέσεις θεωρώντας ότι αποτελείτε αδιαμφισβήτητο τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Παρά το κριτικό μεν αλλά φιλικό τόνο της επιστολής του ΚΚ Ισπανίας, η απάντηση του ΚΚΕ ήταν σκληρή και επέμενε στην άποψη περί «καλύτερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος», με επιχειρήματα όπως: «Το γεγονός ότι η συμμετοχή του ΚΚ Ισπανίας στο προεδρείο του λεγόμενου Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που έχει αποδεχτεί στα ιδρυτικά ντοκουμέντα του τη διαφύλαξη των αρχών της ΕΕ και στηρίζεται σε θέσεις που υπερασπίζονται τη διαχείριση του καπιταλισμού, δίνει μόνο του την απάντηση».

Κατόπιν καταπιάνεται λεπτομερώς με το πρόγραμμα της Ενωμένης Αριστεράς και με τη μέθοδο της απόσπασης απομονωμένων φράσεων δικαιολογεί την αρχική εκτίμηση του «Ρ». Για παράδειγμα: «Στη σελίδα 6 [του προγράμματος] μπαίνει ο στόχος της “υπέρβασης του σημερινού κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού μοντέλου, που κυριαρχείται από το νεοφιλελευθερισμό”, που παραπέμπει στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση». Ή στη σελίδα 8 «μπαίνει στόχος η “δημιουργία απασχόλησης από το δημόσιο, γιατί σήμερα οι επιχειρήσεις έχουν πολλές δυσκολίες να το κάνουν χωρίς βοήθεια”, που εκφράζει την αγωνία για τους καπιταλιστές και τις απαιτήσεις τους για ζεστό κρατικό χρήμα», τη στιγμή που απαιτεί το ακριβώς αντίθετο.

Απαντώντας αρνητικά και στην πρόσκληση για συνεργασία, η ηγεσία του ΚΚΕ παρατηρεί: «Η διαχειριστική, σοσιαλδημοκρατική γραμμή ενός εξανθρωπισμένου καπιταλισμού, η άρνηση του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα είναι η ιδεολογικοπολιτική βάση της λεγόμενης ενότητας της αριστεράς».

Η ηγεσία του ΚΚΕ, συνεπής στη γραμμή του αποκλεισμού οποιασδήποτε συνεργασίας με δυνάμεις της αριστεράς, φαίνεται ότι προωθεί την εξαγωγή αυτής της πολιτικής σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μετά την κριτική που είχε απευθύνει προς το ΚΚ Πορτογαλίας για τη συνεργασία του με το Μπλόκο, τώρα ήρθε η σειρά του ΚΚ Ισπανίας.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Ελπίδα της Ευρώπης οι αντιεξουσίες

The Burning of the Houses of Parliament,1835, Joseph Mallord William Turner [Public domain], via Wikimedia Commons
 
ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΕΤΙΕΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ

από την ΕΠΟΧΗ, 27.11.11

Δημοσιεύτηκε στο «Μανιφέστο» (19-11-2011)
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

«Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, μπορεί να θεωρηθεί ως η μορφοποίηση ενός νέου μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης. Δηλαδή παρακολουθούμε την εκ νέου προώθηση της διαδικασίας πολιτικής ενοποίησης, έπειτα από τη διακοπή που ακολούθησε το γαλλικό, ολλανδικό και ιρλανδικό δημοψήφισμα, που έκαναν φανερή τη διάχυτη αποδοκιμασία της διαδικασίας που προωθούσαν οι τεχνοκράτες των Βρυξελών. Η νέα προώθηση της πολιτικής ενοποίησης πραγματοποιείται, όμως, υπό τη σημαία ενός νεοφιλελευθερισμού ο οποίος, παρά την κρίση του, είναι ακόμη ικανός να ασκεί ηγεμονία στη γηραιά ήπειρο». Είναι λόγια του Ετιέν Μπαλιμπάρ που είναι πεπεισμένος ευρωπαϊστής. Παρόλα αυτά δε σταμάτησε ποτέ να κριτικάρει την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τα όσα έκανε κατά την παγίωση της ίδρυσής της. Μια κριτική συνήθεια που δεν εκλείπει ούτε αυτόν τον καιρό, με τη δημιουργία των κυβερνήσεων τεχνοκρατών στην Ελλάδα και στην Ιταλία.

Ο γάλλος φιλόσοφος μας προσκαλεί να δούμε με προσοχή τις μεταλλάξεις που πραγματοποιούνται στα εθνικά και, κυρίως, υπερεθνικά πολιτικά συστήματα. «Στη Γαλλία, αλλά και στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, υπάρχει μια σημαντική πολιτική και διανοητική συνιστώσα, που θέλει να κλείσει την ευρωπαϊκή συζήτηση για να επιστρέψει στην εθνική κυριαρχία, που τη θεωρεί ως το απαραίτητο ανάχωμα για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής εξουσίας. Πρόκειται για μια θέση που δεν αντιλαμβάνεται ένα δεδομένο που για μένα είναι θεμελιώδες: την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και το σχηματισμό μιας παγκόσμιας αγοράς που δε ανέχεται σύνορα. Και κυρίως μια αλλαγή της υλικής σύστασης της κοινωνίας».

Η κυριαρχία της τεχνοκρατικής δομής

Η ανάγνωση του Μπαλιμπάρ ασφαλώς δεν έχει το ελάττωμα της αφέλειας. Έβλεπε πάντοτε ευνοϊκά το σχηματισμό του νέου υπερεθνικού πολιτικού υποκειμένου που λέγεται Ευρώπη. Μια θέση που ερχόταν σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η γαλλική «αριστερά της αριστεράς», και όχι μόνο αυτή. Μια ευρωπαϊκή στράτευση που δεν απέκρυψε όμως το γεγονός ότι αυτό που διαδραματιζόταν ήταν μια διαδικασία συνταγματοποίησης που δεν είχε καμία λαϊκή νομιμοποίηση. (...) Η διατύπωση που χρησιμοποιεί – αυτό που οι Βρυξέλες επιβάλλουν είναι μια δικτατορία των κοινοτικής τεχνοκρατικής δομής- πρέπει να αρθρωθεί σε σχέση με το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η μοναδική νύξη που κάνει γι’ αυτό το θέμα είναι μια παραπομπή στις θεωρίες του μαρξιστή γεωγράφου Ντέιβιντ Χάρβεϊ, που ισχυρίζεται ότι τα δημόσια οικονομικά είναι το μέσο το οποίο ρυθμίζει και εγγυάται τη συσσώρευση κεφαλαίου μέσα από την απαλλοτρίωση του κοινωνικού πλούτου.

Κράτος έκτακτης ανάγκης

«Πρόσφατα, στη «Figaro», εφημερίδα της γαλλικής αστικής τάξης, δημοσιεύτηκε ένα ενδιαφέρον σχόλιο που φωτογραφίζει με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη. Η απόφαση του Νικολά Σαρκοζί και της Άνγκελα Μέρκελ να επιβάλουν στην Ελλάδα και στην Ιταλία πολιτικές λιτότητας, ευνόησε τη λύση της κυβέρνησης τεχνοκρατών. Στην Αθήνα και στη Ρώμη εγκαταστάθηκαν δύο γνωστοί οικονομολόγοι όπως ο Μάριο Μόντι και ο Λουκάς Δημήτριος Παπαδήμος, άνθρωποι ανέκαθεν ενταγμένοι εντός του δικτύου εξουσίας που έχει ως κομβικό σημείο την Goldman Sachs. Απ’ αυτή την άποψη, η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν μια πραγματική επανάσταση από τα πάνω. Για χρόνια πίστευα ότι ο πρώτος που την χρησιμοποίησε ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς στην εισαγωγή της έκδοσης του 1895 του βιβλίου του Μαρξ Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία. (...) Έπειτα ανακάλυψα ότι ο Ένγκελς την είχε «αντιγράψει» από τον Μπίσμαρκ. Μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι οι επαναστάσεις από τα πάνω υπήρχαν πάντα και χρησίμευαν στο να δίνουν μορφή σε μοντέλα και μηχανισμούς διακυβέρνησης που δεν προβλέπονταν από την παράδοση. (...) Η επανάσταση από τα πάνω εγκαθιδρύει πάντοτε ένα κράτος έκτακτης ανάγκης, που είναι ακριβώς αναγκαίο για να δοθεί μορφή σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, με τη ρητορική των κυβερνήσεων τεχνοκρατών, είναι ακριβώς αυτό: μια αναστολή των ισχυόντων κανόνων του παιχνιδιού, για να επιβληθούν λύσεις για την κρίση.
Ο Καρλ Σμιτ μίλησε, σε περασμένες εποχές, για δικτατορία κατ’ ανάθεση, που δεν είναι όμως απολυταρχικού χαρακτήρα, αλλά μάλλον θυμίζει τις μορφές κυριαρχίας που υπήρχαν στην αρχαία Ρώμη. Οι κυβερνήσεις τεχνοκρατών είναι η σύγχρονη μορφή μιας δικτατορίας κατ’ ανάθεση για να επιβληθεί μια νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού».

Επανάσταση από τα πάνω

Η «επανάσταση από τα πάνω» συνδέεται επομένως με την εγκαθίδρυση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε εθνικό επίπεδο και είναι μια περιγραφή που πιάνει το νόημα ισχυρών τάσεων που χαρακτήρισαν την κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του δίδυμου αδελφού του, του λεγόμενου μεταμοντέρνου λαϊκισμού. Πολλοί, μολαταύτα, υπέδειξαν συχνά την τεχνοκρατική δομή ως μια από τις ισχυρές εξουσίες που δρουν στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Μια τεχνοκρατική δομή που συμμετέχει, όμως, σε ένα ευρύτερο δίκτυο, όπου δρουν χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, διεθνικές επιχειρήσεις. Εν ολίγοις πρόκειται για μια μορφή διακυβέρνησης που διαχειρίζεται το σύγχρονο καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Απ’ αυτή την άποψη, η τεχνοκρατική δομή εγγυάται, στην Ευρώπη, τόσο την πολιτική λειτουργία όσο την εκ νέου ανάληψη του ελέγχου ενός «ξετρελαμένου» οικονομικού κύκλου. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για να δώσει ώθηση στο ηπειρωτικό πολιτικό του σχέδιο. Με κάποιες αντιφάσεις, εννοείται, όπως για παράδειγμα η νομιμοποίηση των κυβερνήσεων τεχνοκρατών από τα κοινοβούλια που έχουν εκλεγεί από το λαό.

Η προαναγγελθείσα καταστροφή

Η Ευρώπη κατορθώνει βέβαια να προτείνει μια μορφή διακυβέρνησης της ηπείρου, διατρέχει όμως τον κίνδυνο να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός νέου διαζυγίου μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ υποδεικνύει τον κίνδυνο και προειδοποιεί ότι κάθε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει πάντοτε αβέβαια αποτελέσματα. «Αυτή η διαδικασία είναι συγκρουσιακή. Δεν είναι δεδομένο ότι η δικτατορία κατ’ ανάθεση θα κατορθώσει να λειτουργήσει σ’ αυτή την κατάσταση. Οι τεχνοκράτες, οι ελίτ έχουν μια ισχυρή εξουσία πειθούς με το μέρος τους, γιατί ξεκινούν από έναν εκβιασμό: ή θα γίνει έτσι ή θα έρθει το χάος. Ο φόβος μιας καταστροφής κατορθώνει έτσι να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και τις αμφιβολίες. Κι όμως, εδώ και μερικούς μήνες στις εφημερίδες της αστικής τάξης, αλλά και στις προοδευτικές, είναι πολλοί αυτοί που ζητούν να εκφραστεί η λαϊκή κυριαρχία ακριβώς για το ζήτημα των πολιτικών μορφών και για ένα ενδεχόμενο ευρωσύνταγμα. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας γράφει εδώ και πολύ καιρό για την αναγκαιότητα μιας λαϊκής νομιμοποίησης των όσων συμβαίνουν στην Ευρώπη. Ο στόχος του είναι ο εκδημοκρατισμός των ευρωπαϊκών θεσμών, κλείνοντας έτσι τη φάση που είδε τις αγορές να υφαρπάζουν ουσιαστικά την καθολική ψήφο. Συμφωνώ βέβαια με τον Χάμπερμας, αλλά νομίζω παρόλα αυτά ότι πρέπει να δημιουργηθούν πραγματικές εξεγερσιακές αντιεξουσίες, που να έρθουν σε αντίθεση μ’ αυτή τη μορφή διακυβέρνησης που εγκαθιδρύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν εννοώ την λαϊκή εξέγερση, μα τη δημιουργία θεσμών εκ μέρους των κοινωνικών κινημάτων για να αντισταθούν στην τεχνοκρατική δομή».

Προς το παρόν, όμως, τα κοινωνικά κινήματα δρουν συχνά με εθνική προοπτική. Οι μόνοι που έθεσαν το πρόβλημα της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου, ήταν οι ισπανοί αγανακτισμένοι, που ζητούν τόσο να δοθεί ένα τέλος στη «δικτατορία των αγορών» όσο και έναν εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου.

Εξεγέρσεις και κοινωνικά κινήματα

Εκτός των άλλων, η εθνική επιλογή μοιάζει περισσότερο με υποχώρηση, με ένα σημάδι αδυναμίας και όχι σημάδι ισχύος. «Μου φαίνεται χρήσιμο να αναφέρω τον διαχωρισμό που έκανε ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρότρι μεταξύ campaign και mouvement. Οι ισπανοί αγανακτισμένοι είναι σίγουρα ένα κοινωνικό κίνημα. Ρίζωσαν στη χώρα, ανέπτυξαν δικούς τους θεσμούς, όρισαν κανόνες για να παίρνονται οι αποφάσεις, έθεσαν, τέλος, δυναμικά το κομβικό ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Μπορεί να το έκαναν με ένα λεξιλόγιο που ένας μαρξιστής ίσως το βρίσκει περίεργο, όμως το σημείο της δύναμής τους είναι η κριτική στο καθεστώς συσσώρευσης που επικεντρώνεται στην απαλλοτρίωση. Το Occupy Wall Street έχει, αντίθετα, όλα τα χαρακτηριστικά μιας εκστρατείας ευαισθητοποίησης γύρω από κάποια θέματα – τη φτώχια, την αντίθεση μεταξύ του 99% του πληθυσμού και του 1% των πλουσίων – όμως μέχρι σήμερα δεν έκαναν το μεγάλο άλμα στην πολιτική δράση.  Όταν σκέφτομαι τις εξεγερσιακές αντιεξουσίες, επομένως, έχω στο νου μου τα κοινωνικά κινήματα και την ικανότητά τους να αναπτύσσουν δικούς τους θεσμούς. Μόνο αν υπάρχουν αυτές οι αντιεξουσίες μπορούμε να θέσουμε όρους και να προκαλέσουμε την κρίση της δικτατορίας κατ’ ανάθεση, που είναι εύθραυστη αφού η οικονομική κρίση φτώχυνε την κοινωνία. Το παιχνίδι επομένως είναι ανοιχτό. Και το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι προδιαγεγραμμένο».

 
ΚΑΙ

Τα διλήμματα της γηραιάς ηπείρου
 
του Ετιέν Μπαλιμπάρ



Δημοσιεύτηκε στη «Λιμπερασιόν»  (21-11-2011).
Μετάφραση: Χ. Γ.

Τι συνέβη, λοιπόν, στην Ευρώπη στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην πτώση των κυβερνήσεων στην Ελλάδα και την Ιταλία και τη μεγάλη ήττα της ισπανικής αριστεράς στις εκλογές της περασμένης Κυριακής; Ήταν μια περιπέτεια στη μικρή ιστορία των πολιτικών χειρισμών, που εξαντλούνται στο να τρέχουν πίσω από τη χρηματοπιστωτική κρίση; Ή μήπως διαβήκαμε ένα κατώφλι στην ανάπτυξη αυτής της κρίσης, γεγονός που παράγει ανεπίστρεπτα αποτελέσματα στο επίπεδο των θεσμών και του τρόπου νομιμοποίησής τους; Αν και οι γνώσεις μας σχετικά με όλα αυτά δεν είναι πλήρεις, οφείλουμε να αναλάβουμε τον κίνδυνο μιας εκτίμησης.

Για τις εκλογικές περιπέτειες (όπως αυτή που θα έχουμε στη Γαλλία σε έξι μήνες) δεν έχουμε να κάνουμε πολλά σχόλια. Έγινε κατανοητό ότι οι εκλογείς θεωρούν τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για την αυξανόμενη ανασφάλεια μέσα στην οποία ζει σήμερα η πλειονότητα των πολιτών στις χώρες της Ευρώπης και δεν τρέφουν πολλές αυταπάτες γι’ αυτούς που τις διαδέχονται (μετά τον Μπερλουσκόνι, μπορεί κάποιος να καταλάβει γατί ο Μόντι σπάει όλα τα ρεκόρ λαϊκισμού). Το πιο σοβαρό ζήτημα που τίθεται αφορά τη θεσμική στροφή. Η συγκυρία της παραίτησης κυβερνήσεων υπό την πίεση των αγορών που ανεβάζουν και κατεβάζουν τα επιτόκια δανεισμού, της αποδοχής ενός γαλλο-γερμανικού «διευθυντηρίου» στους κόλπους της ΕΕ, και της ενθρόνισης των «τεχνικών» που συνδέονται με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίοι επιτηρούνται ή δέχονται συμβουλές από το ΔΝΤ, είναι αδύνατο να μην προκαλεί συζητήσεις και ανησυχία.

Η δημοκρατία σε αναστολή

Ένα από τα θέματα που συναντούμε πιο συχνά, είναι το ζήτημα της «δικτατορίας των επιτρόπων», που αναστέλλει τη δημοκρατία, για να αναδημιουργήσει τη δυνατότητα –έννοια που ορίζει ο Μποντέν στις απαρχές του σύγχρονου κράτους και αργότερα θεωρητικοποιεί ο Καρλ Σμιτ. Οι «επίτροποι» δεν μπορεί να είναι στρατιωτικοί ή δικαστές, χρειάζονται οικονομολόγοι. Αυτό ακριβώς επισημαίνει ο αρθρογράφος της «Φιγκαρό» στις 15 Νοεμβρίου: «Η περίμετρος και η διάρκεια της εντολής [των κυρίων Μόντι και Παπαδήμου] χρειάζεται να είναι αρκετά εκτεταμένες, ώστε να είναι αποτελεσματικοί. Όμως οφείλουν, και ο ένας και ο άλλος, να έχουν συγκεκριμένα όρια, ώστε να εξασφαλιστεί, με τους καλύτερους όρους, η επιστροφή στη δημοκρατική νομιμότητα. Δεν πρέπει να επιτραπεί σε κανέναν να πει ότι η Ευρώπη οικοδομείται στην πλάτη των λαών».

Από αυτή την εκδοχή προτιμότερη μου φαίνεται μια άλλη: η εκδοχή της «επανάστασης από τα πάνω», που, υπό την πίεση της ανάγκης (αναγγελία της κατάρρευσης του ενιαίου νομίσματος), επιχειρούν οι ηγέτες των κρατών με κυρίαρχη θέση στην Ευρώπη και η «τεχνοδομή» των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης. Ξέρουμε ότι αυτή η έννοια, που επινοήθηκε από τον Μπίσμαρκ, ορίζει μια δομική αλλαγή του «υλικού συντάγματος», δηλαδή των ισορροπιών ισχύος ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος, την οικονομία και την πολιτική, που προκύπτουν από μια «προληπτική στρατηγική» από την πλευρά των ηγέτιδων τάξεων. Αυτό ακριβώς δεν γίνεται τώρα με την εξουδετέρωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη θεσμοποίησης του ελέγχου των προϋπολογισμών και των δημοσιονομικών των κρατών-μελών από την ΕΕ, τη θεοποίηση των τραπεζικών συμφερόντων στο όνομα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας; Χωρίς αμφιβολία αυτοί οι μετασχηματισμοί υπάρχουν εν σπέρματι εδώ και πολύ καιρό, αλλά ποτέ δεν διεκδικήθηκαν εν ονόματι μιας νέας μορφοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν έκανε λάθος, όταν παρουσίαζε σαν «πραγματική επανάσταση» την εκλογή του προέδρου της Κομισιόν με καθολική ψηφοφορία, που θα προσέδιδε στο νέο οικοδόμημα ένα δημοκρατικό φωτοστέφανο. Η ανατροπή είναι εν εξελίξει ή, τουλάχιστον, σκιαγραφείται.

Επανάσταση ή το τέλος της Ευρώπης;

Ωστόσο, ας μην το κρύβουμε, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η απόπειρα θα είναι επιτυχής. Στο δρόμο της ορθώνονται τρία εμπόδια και ο συνδυασμός τους μπορεί να οδηγήσει σε μια επιδείνωση της κρίσης και στο «τέλος» της Ευρώπης ως συλλογικού σχεδίου.

Το πρώτο εμπόδιο σχετίζεται με το γεγονός ότι κανένα θεσμικό μόρφωμα δεν μπορεί, εξ ορισμού, να καθησυχάσει τις αγορές –ώστε να σταματήσουν την κερδοσκοπία– γιατί αυτή τροφοδοτείται από τον κίνδυνο χρεοκοπίας και από την προσδοκία βραχυπρόθεσμων κερδών. Είναι η αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η δημιουργία παραγώγων «προϊόντων» και η διαμόρφωση των σπρεντ πάνω στα επιτόκια δανεισμού. Οι επενδυτικοί οίκοι που τροφοδοτούν το shadowbanking, τις μισονόμιμες συναλλαγές, έχουν ανάγκη να οδηγήσουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς στο χείλος του γκρεμού, ενώ οι τράπεζες έχουν ανάγκη να στηρίζονται στα κράτη (και τους φορολογούμενους) όταν υπάρχει κρίση ρευστότητας. Όμως και οι μεν και οι δε συνιστούν ένα ενιαίο οικονομικό κύκλωμα. Όσο δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η «οικονομία του χρέους», που κυριαρχεί από πάνω ως κάτω στις κοινωνίες μας, καμία «λύση» δεν θα είναι βιώσιμη. Η σημερινή «διακυβέρνηση» το αποκλείει αυτό εκ των προτέρων, και για να το κατορθώσει θυσιάζει οποιαδήποτε ανάπτυξη επ’ αόριστον.

Διαλυτικές αντιθέσεις

Το δεύτερο εμπόδιο είναι η ένταση των ενδο-ευρωπαϊκών αντιθέσεων. Όχι μόνο υπάρχει εκ των πραγμάτων η «Ευρώπη των δύο ταχυτήτων», αλλά θα μετασχηματιστεί σε Ευρώπη των τριών ή τεσσάρων ταχυτήτων, και θα απειλείται διαρκώς από τη διάλυση. Από τις χώρες που δεν είναι μέλη της ευρωζώνης, άλλες μεν (οι παραγγελιοδόχοι της γερμανικής βιομηχανίας στην Ανατολική Ευρώπη) θα αναζητήσουν μεγαλύτερο βαθμό ολοκλήρωσης, κι άλλες (πρώτα απ’ όλα το Ενωμένο Βασίλειο), παρά την εξάρτησή τους από την ενιαία αγορά, θα οδηγηθούν στη ρήξη ή στην αναστολή της σχέσης που τις συνδέει μ’ αυτήν.

Όσο για το μηχανισμό «κυρώσεων» για τους κακούς μαθητές, που αναγγέλθηκε για την επιβολή της δημοσιονομικής αυστηρότητας, θα ήταν απίθανο να περιοριστεί μόνο σε κάποια κράτη της «περιφέρειας». Και αρκεί να δει κάποιος πού οδήγησε αυτή η λογική την αναιμική Ελλάδα, στα πρόθυρα της εξέγερσης, για να φανταστεί ποια θα είναι τα αποτελέσματα μιας γενίκευσης των ίδιων «συνταγών» σ’ ολόκληρη της Ευρώπη. Και τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο: το γαλλογερμανικό «διευθυντήριο», που ήδη σείεται εξαιτίας της διαφωνίας για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει πολύ λίγες πιθανότητες να ενισχυθεί μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, παρά το κοινό, εκλογικό, συμφέρον που έχουν και τα δύο μέρη, και κυρίως η γαλλική πλευρά εν όψει των προεδρικών εκλογών.

Η Ευρώπη χωρίς τους λαούς

Αλλά το εμπόδιο που είναι πιο δύσκολο να υπερπηδηθεί είναι η κοινή γνώμη των χωρών. Χωρίς αμφιβολία ο εκβιασμός με την απειλή του χάους, η διαρκής απειλή υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, είναι δυνατόν να παγώσουν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά. Δεν γίνεται, όμως, οι πολιτικές ηγεσίες να αδιαφορούν επ’ άπειρον για την ανάγκη να υπάρξει λαϊκή επικύρωση των αλλαγών που θα γίνουν με την αναθεώρηση των συνθηκών, όσο «περιορισμένη» κι αν είναι αυτή. Και κάθε προσφυγή στο εκλογικό σώμα περικλείει την πιθανότητα να στραφεί αυτό εναντίον τού υπό επικύρωση σχεδίου, όπως συνέβη ήδη το 2004. Τότε, στην κρίση στρατηγικής θα προστεθεί και η κρίση αντιπροσώπευσης, που κι αυτή ήδη έχει προχωρήσει.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ακούγονται επικριτικές φωνές. Και μάλιστα από αντιτιθέμενες πλευρές. Οι μεν (όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας) υποστηρίζουν μια «ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», αλλά προσθέτουν ότι θα είναι βιώσιμη μόνο με τον όρο ότι θα εμπεριέχει ένα τριπλό «επανεκδημοκρατισμό»: ανάκτηση της ισχύος της πολιτικής έναντι της οικονομίας, έλεγχος των κεντρικών αποφάσεων με την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, επιστροφή στον αντικειμενικό στόχο της αλληλεγγύης και της άμβλυνσης των ανισοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Οι δε (όπως οι γάλλοι θεωρητικοί της αποπαγκοσμιοποίησης) βλέπουν στη νέα αυτή διακυβέρνηση την κατάληξη μιας διαδικασίας υποταγής των «κυρίαρχων» λαών στην οικοδόμηση ενός υπερεθνικού οργανισμού, ο οποίος δεν μπορεί παρά να υπηρετεί το νεοφιλελευθερισμό και τη στρατηγική της «συσσώρευσης μέσω της στέρησης». Οι μεν είναι σαφώς ανεπαρκείς, οι δε επικίνδυνα εκτεθειμένοι στη σύγκλιση με δυνάμει ξενοφοβικούς εθνικισμούς.

Πέρα απ’ τη δικτατορία των αγορών

Το κύριο ζήτημα είναι να δούμε πώς θα προσανατολιστεί η «εξέγερση των πολιτών», για την οποία ο Ζαν Πιερ Ζουαγιέ, πριν από μερικές μέρες, δεν δίστασε να πει ότι ορθώνεται απέναντι στη «δικτατορία των αγορών» που όργανά της έχει τις κυβερνήσεις .Θα στραφεί, άραγε, «εναντίον της εργαλειοποίησης του χρέους» που υπερβαίνει τα σύνορα, ή θα αποτελέσει «μέσα στην ίδια την ευρωπαϊκή οικοδόμηση» ένα φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια; Θα τείνει, παντού όπου η διαχείριση της κρίσης συγκεντρώνει ντε γιούρε ή ντε φάκτο τις εξουσίες, να οικοδομήσει εξουσίες –αντίβαρα όχι μόνο στο συνταγματικό πεδίο, αλλά αυτόνομες και, αν χρειαστεί, επαναστατικές; Θα αρκεστεί να επικαλείται την ανοικοδόμηση του παλιού εθνικού και κοινωνικού κράτους, που σήμερα υπονομεύει η οικονομία του χρέους, ή θα αναζητήσει σοσιαλιστικές και διεθνιστικές εναλλακτικές λύσεις, θεμέλια μιας οικονομίας των αναγκών και της δράσης, στην κλίμακα της παγκοσμιοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας η Ευρώπη δεν αποτελεί παρά μια επαρχία; Ο καθοριστικός παράγοντας για την άρση αυτών των αβεβαιοτήτων είναι η επέκταση και διάχυση των ανισοτήτων και των αποτελεσμάτων της ύφεσης (ιδιαίτερα της ανεργίας) σ’ όλη την έκταση της Ευρώπης. Όμως αυτό που θα παράσχει ή δεν θα παράσχει τα συμβολικά μέσα, είναι η ικανότητα ανάλυσης και αγανάκτησης των «διανοουμένων» και των «αγωνιστών».