Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ για τα χαράτσια


Σήμερα, 30 Σεπτεμβρίου, λήγει η προθεσμία που έχει ορίσει η κυβέρνηση για να πληρωθεί η πρώτη δόση του χαρατσιού των «πολυεκκαθαριστικών». Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συνεχίζει την επίθεση, με εκβιασμούς και νέα μέτρα που διαλύουν την κοινωνία και εξαθλιώνουν εργαζόμενους και άνεργους, ενώ την ίδια στιγμή αφήνει αφορολόγητο τον μεγάλο πλούτο. Μπροστά στην αντικοινωνική επίθεση της κυβέρνησης, οι πολίτες θα ορθώσουν το δικό τους τείχος αντίστασης, με τον ξεσηκωμό, την ανυπακοή και την αλληλεγγύη τους. Όσο και να εκβιάζει η κυβέρνηση, ο λαός θα της επιστρέψει τον φόβο, με την ενότητα και τον αγώνα του.Τα χαράτσια αυτά δεν μπορεί και δεν πρέπει να πληρωθούν.
Τα νέα μέτρα δεν θα περάσουν.
Δεν έχουμε, δεν θέλουμε, δεν πληρώνουμε. Να πληρώσουν οι πλούσιοι.
Όσο πιο σύντομα φύγει αυτή η επικίνδυνη, αντικοινωνική κυβέρνηση, τόσο το καλύτερο θα είναι για τους εργαζόμενους, τους άνεργους, για τον λαό αυτής της χώρας.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Βρετανία: Ο υποδειγματικός αγώνας ενάντια στον poll tax - Πώς η άρνηση πληρωμής έριξε τη Θάτσερ

Η διαδήλωση της 31ης Μαρτίου 1991 στο Λονδίνο, από το BBC News
 
«Αν ο poll tax πέθανε, είναι γιατί τον σκότωσε η άρνηση πληρωμής, μια τακτική που και τα τρία μεγάλα κόμματα επέμεναν πως δεν είχε νόημα και ήταν λάθος. Η εξωκοινοβουλευτική δράση, ο εφιάλτης των πολιτικών του Γουέστμινστερ, δικαιώθηκε και καθώς ξεδιπλωνόταν εξέθεσε τους κούφιους μας ισχυρισμούς περί δημοκρατίας... αυτό το σαββατοκύριακο ο καθένας από αυτούς που δεν πλήρωσε θα πρέπει να νιώθει περήφανος για τον εαυτό του».
Observer, 1991


Του Πέτρου Τσάγκαρη

από την Εργατική Αριστερά, 27.9.11

Ο τριετής αγώνας του βρετανικού λαού ενάντια στον poll tax, τον κεφαλικό φόρο που επέβαλε η Θάτσερ το 1987, αποτέλεσε μία από κορυφαίες στιγμές του εργατικού κινήματος στη Γηραιά Αλβιόνα. Παραμένει μέχρι σήμερα υπόδειγμα αντίστασης σε ένα απολύτως καθολικό και προκλητικά άδικο ταξικό μέτρο, όπως τα χαράτσια που επιβάλλει η κυβέρνηση Παπανδρέου μέσω της ΔΕΗ και της εφορίας. Η αναδρομή στην οργάνωση της αντίστασης και στην τελική νίκη του κινήματος στη Βρετανία είναι, νομίζουμε, χρήσιμη στις προσπάθειες που κάνουμε στην Ελλάδα σήμερα.


Η δεξιά κυβέρνηση της Θάτσερ αποπειράθηκε να επιβάλει τον poll tax έχοντας πίσω της δύο σημαντικές νίκες: είχε επικρατήσει στον πόλεμο για τα Φόκλαντ με την Αργεντινή και είχε συντρίψει τον αγώνα των Βρετανών ανθρακωρύχων το 1984-85. Το νέο ταξικό χτύπημα φαινόταν ότι θα είναι περίπατος. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε μέχρι το 1987, το κύριο φορολογικό βάρος για τις δημοτικές υπηρεσίες έπεφτε στις επιχειρήσεις και στο πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού. Αντίθετα, ο poll tax επέβαλλε στον καθένα να πληρώνει το ίδιο για τις δημοτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα δηλ., από εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ. Άνεργοι, σπουδαστές, ανάπηροι, ακόμη και άστεγοι, θα έπρεπε να πληρώσουν το ίδιο με τους πολυεκατομμυριούχους και την αριστοκρατία. Το «σκεπτικό» ήταν απλό: οι φτωχοί επωφελούνται από τις δημοτικές υπηρεσίες περισσότερο από ό,τι οι πλούσιοι οι οποίοι έτσι κι αλλιώς καταφεύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες.


Σκοτία

Η απόπειρα να επιβληθεί ο φόρος ξεκίνησε από τη Σκοτία. Όμως η αντίσταση άρχισε αμέσως, με πρωτοβουλία αριστερών οργανώσεων. Οι άνθρωποι άρχισαν να δηλώνουν ότι «δεν έχουν και δεν θα πληρώσουν» το χαράτσι, ενώ ακόμη και οι δημοτικοί υπάλληλοι που θα εισέπρατταν το φόρο, προχώρησαν σε απεργίες αρνούμενοι να συνεργαστούν με την κυβέρνηση. Το 1988 οι εκδηλώσεις αντίστασης που ξεκίνησαν στο Εδιμβούργο είχαν απλωθεί σε όλη τη Σκοτία.


Ωστόσο, πολιτικοί από όλα τα κόμματα, δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί, ακόμη και τμήματα της Αριστεράς διακήρυσσαν με βεβαιότητα ότι το «δεν πληρώνω» δεν μπορεί να αποτελέσει κίνημα. Σε κάθε περίπτωση ήταν  βέβαιοι ότι η «Σιδηρά Κυρία» που συνέτριψε τους Αργεντινούς και τους ανθρακωρύχους δεν υπήρχε περίπτωση να νικηθεί από την αντίσταση στον poll tax.

Στα λόγια οι βουλευτές και τα στελέχη του –αντιπολιτευόμενου στη Θάτσερ– Εργατικού Κόμματος ήταν εναντίον του φόρου. Ωστόσο στην πράξη δεν πήραν καμία πρωτοβουλία για να στηρίξουν τον αγώνα. Το χειρότερο: επιτίθονταν στα στελέχη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος που τόλμησαν να μπουν μπροστά στο κίνημα. Ο Τόμι Σέρινταν, π.χ., επιφανές στέλεχος του κινήματος στη Σκοτία αλλά και σε ολόκληρη τη Βρετανία, διαγράφηκε από το κόμμα.


Γενίκευση

To 1988 ο κεφαλικός φόρος επιβλήθηκε στην Αγγλία και στην Ουαλία, ωστόσο το κίνημα αντίστασης άρχισε να επεκτείνεται και εκεί. Οι αριστερές οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στη Σκοτία, έκαναν το ίδιο και στην υπόλοιπη χώρα: διοργάνωναν τοπικές συγκεντρώσεις από όπου προέκυπταν τοπικές Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax. Στο τέλος του 1989, δημιουργήθηκε η «Fed», η Πανβρετανική Ομοσπονδία Ενάντια στον Poll Tax. Στο ιδρυτικό της συνέδριο συμμετείχαν πάνω από 2.000 αντιπρόσωποι από όλη τη χώρα. Επικεφαλής ήταν ο σοσιαλιστής Σέρινταν και η «Fed» έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στον αγώνα, καθώς στο ζενίθ της έφτασε να απαρτίζεται από 2.000 τοπικές Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax, από εργατικές ενώσεις και από δημοτικές παρατάξεις που μπήκαν κάτω από τη σημαία της. Τη βασική πρωτοβουλία για τη δημιουργία των επιτροπών είχε η αριστερή οργάνωση Militant, ενώ σταδιακά προσχώρησαν στο κίνημα κι άλλες αριστερές οργανώσεις.


Οι Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax ασχολήθηκαν και με το νομικό μέρος, καθώς στα δικαστήρια κλήτευσαν πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι αγωνιστές του κινήματος υπήρξαν απίστευτα εφευρετικοί στις νομικές τακτικές και μπόρεσαν να μπλοκάρουν πολλές φορές τα δικαστήρια.


Η δράση έφερε αποτελέσματα. Τα μεγάλα ΜΜΕ άρχισαν να «ανησυχούν» για το «1/10 του ενήλικου πληθυσμού της χώρας που αρνείται να πληρώσει το φόρο», ενώ στη Σκοτία η άρνηση αγκάλιαζε το 1/3 των φορολογούμενων. Τους πρώτους μήνες του 1990, το κίνημα είχε απλωθεί σχεδόν σε όλη τη Βρετανία και σε όλες τις μεγάλες πόλεις  γίνονταν τακτικά μαζικές διαδηλώσεις. Σε ολόκληρη τη χώρα ήταν πλέον συνηθισμένο φαινόμενο να βλέπεις αφισάκια κολλημένα από τη μέσα μεριά των παραθύρων των σπιτιών που έγραφαν: «No poll tax here». Ο φόβος των συνεπειών είχε σπάσει οριστικά.


Η διαδήλωση στο Λονδίνο

Στις 31 Μαρτίου του 1990 το κίνημα αντίστασης ενάντια στον poll tax έφτασε στην κορύφωσή του με τη διαδήλωση που κάλεσε η «Fed» στο Λονδίνο. Στη διαδήλωση αυτή βρήκε έκφραση όλο το συσσωρευμένο ταξικό μίσος ενάντια στη Θάτσερ και την πολιτική της. Συμμετείχαν μαζικά η άνεργη νεολαία, οι απολυμένοι, αλλά και όλοι εκείνοι οι εργαζόμενοι που είχαν νιώσει στο πετσί τους τις βάρβαρες κοινωνικές περικοπές του θατσερισμού. Η «Fed» οργάνωσε με μεγάλη επιμονή και επιμονή αυτή τη διαδήλωση. Δεν ήταν μόνον οι Λονδρέζοι: πάνω από 1.000 πούλμαν έφτασαν από όλη τη χώρα. Το απόγευμα στην πλατεία Τραφάλγκαρ, στο Γουάιτχολ και στο Γουέστιμνστερ επικρατούσε το αδιαχώρητο. Οι διαδηλωτές έφτασαν τις 250.000, το μεγαλύτερο νούμερο στην ιστορία των βρετανικών διαδηλώσεων μέχρι τότε. Στο βήμα των ομιλητών βρέθηκαν οι αριστεροί βουλευτές του Εργατικού Κόμματος, ο Τόνι Μπεν, ο Ντέιβ Νέλιστ και ο Τζορτζ Γκαλογουέι (που αρκετά χρόνια αργότερα εκλέχθηκε βουλευτής με την Αριστερά). Την ίδια ημέρα 50.000 διαδήλωναν στη Γλασκόβη και πολλές άλλες χιλιάδες σε διάφορες άλλες πόλεις.


Στο Λονδίνο, η αστυνομία ακολούθησε την παράδοση μιας δεκαετίας θατσερισμού: επιτέθηκε στη διαδήλωση απρόκλητα, με άλογα, με δακρυγόνα, με κλομπ. Τα ΜΜΕ αποπειράθηκαν τη γνωστή διαστρέβλωση της αλήθειας, κάνοντας λόγο για επιθέσεις των διαδηλωτών. Όμως η νόμιμη αυτοάμυνα των διαδηλωτών ήρθε μόνον μετά την επίθεση της αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση η συγκάλυψη ήταν δύσκολη καθώς δεκάδες χιλιάδες ήταν πλέον οι ίδιοι αυτόπτες μάρτυρες της αστυνομικής βαρβαρότητας, ενώ πολλά εκατομμύρια είδαν τις εικόνες από την τηλεόραση. Ένα χρόνο μετά η ίδια η μητροπολιτική αστυνομία έδωσε στη δημοσιότητα μια έρευνα, με την οποία παραδεχόταν δημόσια ότι οι δικές της τακτικές εκείνη την ημέρα ήταν αυτές που πυροδότησαν τις συγκρούσεις. Υπήρξαν αμέτρητοι τραυματίες, ενώ έγιναν 500 συλλήψεις κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της πορείας.


Νίκη

Ωστόσο μέσα σε μερικές εβδομάδες ήταν οι Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax αυτές που κυνηγούσαν τους δικαστικούς κλητήρες όταν αυτοί τολμούσαν να εμφανιστούν στις πόρτες των σπιτιών αρνητών πληρωμής. Κάθε απόπειρα φυλάκισης αρνητή πολεμήθηκε με νύχια και με δόντια από τη «Fed» η οποία διέσωσε έτσι χιλιάδες ανθρώπους. Πολλοί δημοτικοί άρχοντες μετάνιωσαν την ώρα και τη στιγμή που πήραν τα αξιώματά τους, ειδικά όταν οι ακτιβιστές του κινήματος εισέβαλλαν στα δημοτικά συμβούλια, στα γραφεία, τα ιατρεία τους, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών τους.


Η «Guardian» έγραψε πως η άρνηση πληρωμής έφθασε στο «40-50% σε μεγάλες πόλεις της χώρας» και «ακόμη υψηλότερα στο Λονδίνο». Τελικά 18 εκατομμύρια φορολογούμενοι αρνήθηκαν να πληρώσουν το φόρο. Αυτή η πλατιά άρνηση σε συνδυασμό με τις απεργίες στη Γλασκόβη, την άρνηση των δημοτικών υπαλλήλων να εισπράξουν το φόρο, αλλά και την αποφασιστική διαδήλωση της 31ης Μάρτη, οδήγησε το κίνημα στη νίκη –παρά τις «προβλέψεις» των δημοσιολόγων.


Η οριστική νίκη ήρθε στις 22 Νοεμβρίου του 1990 όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ εγκατέλειψε κλαίγοντας τον πρωθυπουργικό θώκο έπειτα από 11 φρικτά χρόνια για τους εργαζόμενους. Μόλις μερικούς μήνες αφότου ο poll tax έγινε νόμος στην Αγγλία και την Ουαλία, η μαζική εκστρατεία άρνησης πληρωμής που καθοδήγησε η «Fed» είχε ανατρέψει την πιο λαομίσητη πρωθυπουργό στην ιστορία της χώρας. Ο Τζον Μέιτζορ που διαδέχθηκε τη Θάτσερ αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ο poll tax δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, ανακοινώνοντας παράλληλα την αντικατάστασή του από δημοτικούς φόρους.


Ο poll tax αποδείχθηκε εγκληματικό λάθος για την ίδια τη Θάτσερ, επειδή ο φόρος αυτός κατάφερε να συσπειρώσει όλους τους εργαζόμενους, τους φτωχούς, τους καταπιεσμένους. Η παρέμβαση της Αριστεράς που μπόρεσε να εκφράσει πολιτικά αυτή τη συσπείρωση έπαιξε καταλυτικό ρόλο.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Συνέντευξη με τον νέο συντονιστή της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Αθανασίου

Η νοσταλγία του απείρου, Giorgio de Chirico, 1911, via wikipedia
 
 
Μπορούμε να τους σταματήσουμε και να τους ρίξουμε

Την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση θα ηττηθεί στον πόλεμο που έχει ξεκινήσει κατά της κοινωνίας, διατυπώνει ο νέος συντονιστής της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Αθανασίου. Στη συνέντευξή του στην “Εποχή” επισημαίνει, επίσης, ότι όλα τα μέτρα αφορούν τους φτωχούς και όχι τους πλούσιους και ότι το μείγμα αδυναμίας πληρωμής και οργής για την ταξικότητα των μέτρων μπορεί να φέρει και ευχάριστες εκπλήξεις.

Τη συνέντευξη πήρε η Ζωή Γεωργούλα


ΕΠΟΧΗ, 25.9.11

Οι απαιτήσεις σε μια κρίσιμη περίοδο για την κοινωνία είναι προφανώς μεγαλύτερες για την αριστερά. Τι εγγυήσεις μπορεί να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων με βάση τα δεδομένα του πρόσφατου παρελθόντος;

Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε φουρτούνα το προηγούμενο διάστημα και πολύς κόσμος δικαίως απογοητεύτηκε. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άντεξε όλη αυτή την κρίση δείχνει κάτι: ότι αυτό που κομίζει στην πολιτική ζωή είναι ανάγκη για το κίνημα και για την κοινωνία. Αυτό νομίζω ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει όλες και όλοι μας.

Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις ήταν αυτές που ωρίμασαν τις δυνάμεις που μετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ;

Προφανώς έχουν μεγάλο ειδικό βάρος, αλλά έπαιξαν ρόλο και οι εξελίξεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Είδαμε ότι κάτι που οικοδομείται αργά, με κόπο και είναι πολύτιμο, μπορεί να καταρρεύσει εύκολα.

Ναι, αλλά αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχουν γερά θεμέλια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι φαινόμενο της στιγμής. Έχει περάσει και έχει προσφέρει πολλά. Οι δυνάμεις του έχουν δώσει από κοινού πολλούς αγώνες, ορισμένοι από αυτούς ήταν νικηφόροι^ μην το ξεχνάμε. Ταυτόχρονα είναι ένας πολιτικός συμμαχικός οργανισμός, που συμπεριλαμβάνει διαφορετικές συλλογικότητες, αγωνιστές και αγωνίστριες που δεν ανήκουν σε πολιτικές οργανώσεις. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει και λειτουργεί τόσα χρόνια μόνο τυχαίο δεν είναι. Σήμερα δε, όλοι μας αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη που έχουμε, όχι μόνο απέναντι στον κόσμο της αριστεράς, αλλά κυρίως απέναντι στον κόσμο που πλήττεται από τα συνεχή μέτρα κυβέρνησης και τρόικας.

Μπορούμε να τους ρίξουμε

Ο κόσμος, που βλέπει να κατεδαφίζονται γύρω του κατακτήσεις χρόνων, έχει ανάγκη μια πρόταση διεξόδου. Τι του λέει ο ΣΥΡΙΖΑ;


Λέμε στους εργαζόμενους, τους άνεργους, τη νεολαία, ότι αν όλος αυτός ο κόσμος δράσει ενωμένος, τα μέτρα δεν θα περάσουν. Ότι η κυβέρνηση σε αυτό τον πόλεμο που έχει ξεκινήσει κατά της κοινωνίας, σε αυτό το πογκρόμ κατά του κόσμου της εργασίας, θα ηττηθεί. Ότι μπορούμε να τους σταματήσουμε και να τους ρίξουμε.

Είδαμε ότι, λίγο πριν την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, οι πλατείες ήταν γεμάτες. Εντούτοις, η κυβέρνηση δεν έπεσε και ψήφισε τα μέτρα. Τι έχει αλλάξει σήμερα για να είμαστε πιο αισιόδοξοι;

Το κίνημα οπωσδήποτε έχει ανάγκη από νίκες και κατά καιρούς έχει πετύχει πολλές. Ωστόσο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα με ευθύγραμμο τρόπο, να θεωρούμε, για παράδειγμα, ότι το κίνημα θα οικοδομεί σταθερά τη μία νίκη πάνω στην άλλη. Το κίνημα δίνει μάχες. Αλλά ακόμα και μάχες, που με μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να έχουν χαθεί, πολλές φορές αφήνουν ρίζες στην κοινωνία, που μακροπρόθεσμα αποδεικνύονται νίκες. Το κίνημα επενδύει πάνω στους αγώνες του και όχι αποκλειστικά στις νίκες. Άρα, δεν πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα στατικά...


Ο ΣΥΡΙΖΑ, τα κινήματα

Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ;


Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μέσα στα κινήματα σεβόμενος την αυτονομία τους. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ πολλές φορές πρωταγωνιστεί, αν και δεν μου αρέσει η λογική της πρωτοπορίας. Η συμμετοχή μας στα κινήματα είναι η ανάσα μας. Για μας δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική έξω από την κοινωνία, έξω από τις κινηματικές διεργασίες.

Η αριστερά έχει στρατηγική για τα κινήματα.

Πολλές φορές ο κόσμος της αριστεράς εμπλέκεται στα κινήματα με τρόπο βιωματικό. Θα έλεγα ότι η στρατηγική για τα κινήματα είναι ένα ζήτημα στο οποίο η αριστερά πάσχει. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αντιστοιχεί στον ΣΥΡΙΖΑ είναι να συμμετέχει ενεργά στο κίνημα και να πιστεύει βαθιά ότι θα νικήσει. Να φέρουμε ένα παράδειγμα; Όταν η Θάτσερ επανεξελέγη το 1987 επέβαλε τον κεφαλικό φόρο. Πολύ σύντομα άρχισε να αναπτύσσεται ένα κίνημα άρνησης πληρωμής του, το οποίο πήρε τεράστιες διαστάσεις. Σε πολλές περιοχές το ποσοστό της ανυπακοής έφτασε στο 50%. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε χρόνια. Μπήκε κόσμος στη φυλακή, τελικά, όμως, ήταν η αρχή του τέλους της Θάτσερ, όταν οι αρνήσεις πληρωμής έγιναν εκατομμύρια...

Υπάρχει εκτίμηση ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα με το χαράτσι για τα ακίνητα;

 Στον αγώνα πας για να νικήσεις. Μην ξεχνάμε ότι η εικόνα στην κοινωνία είναι τραγική. Μου θυμίζει την εικόνα της Αργεντινής όταν είχαν εφαρμοστεί και εκεί αντίστοιχα μέτρα, όταν ένας αργεντινός μαρξιστής, ο Α. Μπορόν, χρησιμοποίησε τη φράση “κοινωνικό ολοκαύτωμα”. Σας ακούγεται υπερβολική η φράση αυτή και για την Ελλάδα;  Συνεπώς, η αδυναμία του κόσμου να αντέξει αυτή τη θύελλα μέτρων, μαζί με την οργή για την ταξικότητα των χαρατσιών για τις απολύσεις και για όλα τα άλλα μέτρα που πάρθηκαν, μπορούν να δημιουργήσουν και ένα ποτάμι ανυπακοής και αντίστασης που να φέρει και ευχάριστες εκπλήξεις. Όλα τα μέτρα πλήττουν τους φτωχούς, δεν υπάρχει κανένα που να πλήττει τους πλούσιους.

Δεν υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος η απόγνωση του κόσμου να φέρει αντίθετα αποτελέσματα;

Η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανίσει την κατεύθυνση που ακολουθεί ως μονόδρομο. Η τρομοκρατία που ασκούν κυβέρνηση και πολλά ΜΜΕ είναι τρομακτική. Και μην εκπλαγούμε αν δούμε κινήσεις ακόμα μεγαλύτερης τρομοκράτησης του κόσμου τόσο όσον αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις όσο και την ίδια τη δημοκρατία. Είναι σαφές ότι θέλουν τον κόσμο ηττημένο μπροστά στις τηλεοράσεις να παρακολουθεί μοιρολατρικά την καταστροφή του. Η αριστερά πρέπει να δώσει μια και μόνο εγγύηση: ότι αυτή την περίοδο κανείς δεν θα είναι μόνος του στην κρίση και στον αγώνα. Η ενότητα μας, η αλληλεγγύη ανάμεσα στα θύματα της κυβερνητικής πολιτικής και ο κοινός μας αγώνας είναι αυτό που μπορεί να φέρει απτά αποτελέσματα.


Για το νέο συνασπισμό εξουσίας

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταθέσει την πρόταση για ένα νέο συνασπισμό εξουσίας πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Οι πρώτες όμως αντιδράσεις, από ΚΚΕ και ΔΗΜΑΡ δεν ήταν θετικές
.

Είναι λάθος να βλέπουμε τη συγκεκριμένη πρόταση ως άθροισμα ποσοστών κάποιων πολιτικών δυνάμεων. Όλες οι δυνάμεις της αριστεράς πρέπει να αντιληφθούν την ιστορικότητα των στιγμών, συνεπώς και τις ευθύνες τους. Οι πολιτικές επιλογές είναι σεβαστές και κρίνονται από τον κόσμο και την ιστορία. Ωστόσο, οι δυνάμεις, οι οποίες αρκούνται σε ένα μοναχικό, αυτόκεντρο τρόπο ανάπτυξης και πολιτικής, αναλαμβάνουν ένα μεγάλο κομμάτι της ευθύνης για το γεγονός ότι δεν προβάλλεται από την αριστερά μια αξιόπιστη πρόταση, τέτοια που να προσφέρει στον κόσμο διέξοδο ώστε να μην εμφανίζεται ο δικομματισμός ως μονόδρομος.

Συνεπώς αδιέξοδο;

Όχι, διότι τα πράγματα έχουν δυναμική. Η συζήτηση για το νέο συνασπισμό εξουσίας δεν μπορεί να γίνεται εν κενώ ή απλώς σε επίπεδο συνεννόησης πολιτικών δυνάμεων. Πρέπει να υπάρχει μια βάση. Και η βάση είναι το κίνημα, η κίνηση της κοινωνίας. Και εδώ και καιρό η κοινωνία είναι σε αναβρασμό.


Η αλληλεγγύη, η αριστερά, ο διεθνισμός

Τι σημαίνει αλληλεγγύη στις σημερινές συνθήκες;


Σίγουρα δεν είναι βοήθεια κάποιων που έχουν, προς κάποιους που δεν έχουν. Μιλάμε για αλληλεγγύη ανάμεσα στα θύματα της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση σε αγαστή συνεργασία με την τρόικα. Και ήδη έχουν δημιουργηθεί δίκτυα αλληλεγγύης σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Στον ΣΥΡΙΖΑ συζητάμε πρωτοβουλίες για δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών, λαϊκά συσσίτια κ.λπ., ώστε να φαίνεται στην πράξη αυτό το οποίο λέμε “κανείς μόνος του στην κρίση”.

Πόσο επηρεάζει τη σκέψη του ΣΥΡΙΖΑ η έννοια του διεθνισμού;

Θα ήθελα να σας θυμίσω κάτι που έλεγε ο Χοσέ Μαρτί και επαναλάμβανε ο Τσε: “Επαναστάτης είναι εκείνος που νιώθει στο μάγουλό του το χαστούκι που δέχεται οποιοσδήποτε άνθρωπος σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου”. Ο διεθνισμός δεν είναι για την Αριστερά ένας αγώνας για κάποιους άλλους, αλλά συστατικό στοιχείο κάθε τοπικού αγώνα, απαραίτητο κομμάτι του καθημερινού αγώνα στον τόπο όπου ζει ο καθένας και η καθεμιά. Ταυτόχρονα, κάθε αγώνας μας είναι εκ των πραγμάτων κομμάτι του παγκόσμιου κινήματος για έναν κόσμο πιο δίκαιο.

Έχει γίνει αρκετή συζήτηση για την επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν θετικά δείγματα;

Είμαστε ακόμα στην αρχή, αλλά νομίζω πως οι οιωνοί είναι πολύ καλοί. Βάζουμε τις βάσεις για ένα νέο ουσιαστικό ξεκίνημα, που να στηρίζεται στην ειλικρίνεια των σχέσεων που έχουμε μεταξύ μας, στον αλληλοσεβασμό, στην αλληλοκατανόηση, στην ανοχή στη διαφορετικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, βάζουμε τις βάσεις με τον πιο άμεσο τρόπο, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ από χθες, αν είναι δυνατόν, να αποτελεί ένα μάχιμο οργανισμό, με συμμετοχή στα κινήματα και με ένα συνολικό σχέδιο και μια πολιτική πρόταση για την επόμενη περίοδο. Ήδη ο κύκλος των συνελεύσεων των τοπικών ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει. Μας ενδιαφέρει να γίνουν ανοιχτές συνελεύσεις παντού, σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χωριό αν είναι δυνατόν, όχι με αφορμή ένα γεγονός, αλλά ως έναρξη μιας συστηματικής, φυσιολογικής λειτουργίας. Θέλουμε να αλλάξουμε τη λειτουργία μας. Με τη δημοκρατία να είναι παρούσα σε όλα τα επίπεδα, με αλληλοενημέρωση για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ήδη στη Γραμματεία -και αυτό γίνεται για πρώτη φορά- τα μέλη της έχουν χρεωθεί συγκεκριμένες ευθύνες δουλειάς. Δημιουργούμε, δηλαδή, δομές ΣΥΡΙΖΑ.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Αληθινές συνωμοσίες

από το comic book Nocturnal Conspiracies: Nineteen Dreams From December 1979 to September 1994 του David B.  NBM Publishing (December 1, 2008), η εικόνα από I Love Rob Liefeld
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

ΑΥΓΗ, 25.9.11

Ούτε εμένα μ’ αρέσουν οι θεωρίες συνωμοσίας. Είναι σαν παραμορφωτικός φακός της ήδη μπερδεμένης πραγματικότητάς μας, γίνονται εργαλεία σύγχυσης και υπεραπλούστευσης. Εκτρέπουν τη δυσφορία των ανθρώπων από την πολιτική διαμαρτυρία και δράση σε ψυχαναγκαστικές εμμονές, συχνά αντιδραστικής, μεταφυσικής, ακόμη και φασίζουσας χροιάς: για όλα φταίνε οι Εβραίοι, οι μασόνοι, η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, η παγκόσμια διακυβέρνηση και τα υποχθόνια αφεντικά της...
Οι θεωρίες συνωμοσίας αντιμετωπίζουν εν γένει την εκμετάλλευση, την καπιταλιστική βαρβαρότητα, τη διαφθορά της εξουσίας, την αποικιοκρατία, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους ως απόκλιση από ένα κατά τα λοιπά ηθικό σύστημα, ως παραβίαση μιας κανονικότητας προορισμένης να υπηρετεί την ευημερία των ανθρώπων.

ΑΠΟ την άλλη πλευρά δεν είναι σοφό να σνομπάρει κανείς την περίεργη ακολουθία των γεγονότων που μετέτρεψαν την Ελλάδα σε «εργαστήριο» ολοκληρωτικής εφαρμογής του δόγματος του σοκ στην Ευρώπη. Δεν είναι αποτέλεσμα ούτε τύχης ούτε ενός απρόσωπου «συστήματος» που επιλέγει τυφλά τα θύματά του. Είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων ενεργειών, πολιτικών επιλογών, των οποίων ενδεχομένως να μην γνωρίζουμε τα ακριβή κίνητρα.

ΟΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ των αποπεμφθέντων μελών της διοίκησης της ΕΛΣΤΑΤ για το έλλειμμα του 2009 εκ πρώτης όψεως έχουν χαρακτηριστικά μιας θεωρίας συνωμοσίας. Τι σημασία έχει αν το έλλειμμα φούσκωσε μία ή δύο μονάδες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν τεράστιο, αναρωτιούνται κάποιοι.
Ωστόσο, 1% - 2% του ΑΕΠ έλλειμμα αντιστοιχεί σε 3-6 δισ. ευρώ. Και μια ανάλογη απόκλιση στο φετινό έλλειμμα έφερε, υποτίθεται, την κρίση στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, την απειλή να μην καταβληθεί η 6η δόση, τα έκτακτα χαράτσια και τα μέτρα - χαριστική βολή για Δημόσιο και συντάξεις που ανακοίνωσε προχθές η κυβέρνηση. Οι μικρές αποκλίσεις των αριθμών δεν είναι αθώες όταν γίνονται μέσα βιασμού της κοινωνίας.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ έχει μείζονα πολιτική σημασία αν το έλλειμμα φούσκωσε τεχνητά το 2009. Κι έχουν σημασία αρκετά ακόμη πράγματα: αν η Eurostat ξεπλένει παλιές αμαρτίες της στο ελληνικό καθαρτήριο, αν η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τη δημοσιονομική «καταγραφή» σαν μέσο ηθικής εξόντωσης της προκατόχου της Ν.Δ., αν και η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε κάνει ακριβώς το ίδιο με τη δημοσιονομική «απογραφή» του 2004 που επίσης φούσκωσε το έλλειμμα εν ονόματι της διαφάνειας.

ΕΧΟΥΝ τη σημασία τους πολλά ακόμη παράλληλα γεγονότα: το δικομματικό αλισβερίσι με την Goldman Sachs στα τρικ απόκρυψης του χρέους, τα ραντεβού Παπανδρέου τον Ιανουάριο του 2010 με στελέχη της «τράπεζας που κυβερνά τον κόσμο», ο διορισμός ενός πρώην στελέχους της ίδιας τράπεζας («βαμπίρ των αγορών») ως προέδρου στον οργανισμό διαχείρισης του χρέους, ο συστηματικός διεθνής διασυρμός της χώρας με υστερικές αναφορές από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι συζητήσεις του με τον Στρος Καν από το 2009 για εμπλοκή του ΔΝΤ στην κρίση, η θερμή υποστήριξη Παπανδρέου στην ώσμωση του ΔΝΤ με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και η αναζήτηση από το ΔΝΤ ενός επιτυχούς «πειράματος» που θα το έβγαζε από την παγκόσμια ανυποληψία…

ΑΥΤΕΣ και άλλες λεπτομέρειες του δράματος, που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, ενδεχομένως, αν μπουν στη σωστή σειρά θα μας διηγηθούν στο μέλλον όλη την ιστορία, χρήσιμη για να αποδοθούν πολιτικές, και όχι μόνον, ευθύνες για την καταστροφή μιας χώρας.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ, βέβαια, και οι λιγότερο αστυνομικές διαστάσεις της ιστορίας. Όπως, για παράδειγμα, το μακρόχρονο, πνευματικό πραξικόπημα του νεοφιλελευθερισμού που έχει αλώσει τα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια και έχει αναδείξει στις θέσεις κλειδιά της παγκόσμιας και εγχώριας ελίτ σχεδόν αποκλειστικά αποφοίτους των θερμοκηπίων της ενιαίας σκέψης (Χάρβαρντ, LSE κ.ά.), φανατικούς οπαδούς του Φρίντμαν ή του Χάγιεκ, με γνήσιο μίσος για το κράτος, τα συνδικάτα, την εργασία. Μερικοί νεόκοποι αστέρες της κυβέρνησης, που σοκάρουν με τον κυνισμό τους, έχουν ανάλογο βιογραφικό και θητεία σε οργανισμούς αποδιάρθρωσης των κοινωνιών.

ΤΕΛΙΚΑ οι συνωμοσίες και οι συνωμότες μπορεί να μην εξηγούν την ουσία μιας κρίσης που αποκαλούμε συστημική και αντιμετωπίζουμε σαν έναν ακόμη καταστροφικό σπασμό του παρασιτικού καπιταλισμού. Αλλά και το «σύστημα» δεν είναι κάτι υπερβατικό και άυλο. Οργανώνεται «συνωμοτικά», μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς (από τα επιχειρηματικά λόμπι μέχρι τις μυστικές υπηρεσίες). Και φορείς του «συστήματος» είναι άνθρωποι που κάνουν ή αποδέχονται επιλογές, πολιτικές, ιδεολογικές, ταξικές.

Το «σύστημα» είναι μια τεράστια συνωμοσία μιας ελάχιστης ελίτ εις βάρος της ανθρωπότητας, αλλά οι συντελεστές της είναι συγκεκριμένοι, έχουν ονόματα, επίθετα και διευθύνσεις, έχουν ιδιοτέλειες, εμπάθειες, εμμονές, αντιθέσεις. Και ενδεχομένως κρυφούς τραπεζικούς λογαριασμούς.

Μπορεί, λοιπόν, να μην είναι υπόθεση ντετέκτιβ η αποκάλυψη των τεκμηρίων της «συνωμοσίας», αλλά είναι υπόθεση της πολιτικής (και της αριστερής, ριζοσπαστικής πολιτικής) να δώσει υπόσταση και πρόσωπο, αντιληπτά από τους απλούς ανθρώπους, στην αληθινή συνωμοσία εις βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Και καλά εμείς...

Ο αργυραμοιβός και η γυναίκα του, Quentin Matsys, 1514 (via Wikipedia)

του Ρούσου Βραννά


Και καλά εμείς...
... οι αμαρτωλοί, αν αξίζαμε τέτοια σκληρή μοίρα, όμως γιατί άραγε να τιμωρηθούν με την ίδια και οι ενάρετοι; Προτού παραιτηθεί, ο ευρωτραπεζίτης Γιούργκεν Σταρκ πρόλαβε να απαιτήσει και από τους Ιρλανδούς ακόμη περισσότερη λιτότητα. Είναι πια φανερό πως τα αρπακτικά απλώνουν τις φτερούγες τους πάνω από τα θύματά τους για να ξεσκίσουν το μερτικό τους προτού αυτά ξεψυχήσουν.

Τα ευρωπαϊκά...
... έθνη έχουν όμως διδαχτεί ήδη από το 1848 πως τέτοιες αρπακτικές πολιτικές δεν προσφέρουν ούτε κοινωνική ούτε πολιτική σταθερότητα. Οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν διαθέτουν Σχέδιο Β, έγραφε τον περασμένο Ιούνιο ο οικονομικός αναλυτής Λάρι ΄Ελιοτ στην εφημερίδα «Γκάρντιαν». Παραμένουν προσκολλημένοι στο Σχέδιο Α, έστω και αν αυτό σημαίνει μόνιμη λιτότητα για όλες τις ασθενέστερες χώρες της νομισματικής ένωσης. Τρεις μήνες αργότερα, οι ίδιοι ηγέτες ζουν ακόμη με τη φαντασίωση πως θα μπορούν να επιβάλλουν στο διηνεκές μέτρα λιτότητας σε αυτές τις χώρες και με την ψευδαίσθηση πως οι πολίτες τους θα εξακολουθούν να τα ανέχονται. Το Σχέδιο Α δεν πρόκειται να λειτουργήσει, έγραφε ο Λάρι ΄Ελιοτ - που κάθε άλλο παρά φημίζεται ως επαναστάτης - επειδή «είναι αντίθετο με τις βασικές αρχές της δημοκρατίας» και επειδή στο τέλος οι λαοί θα ξεσηκωθούν ενάντια σε αυτόν τον δικτατορικό ζυγό. ΄Ομως, αυτό το σχέδιο είναι αντίθετο και με την οικονομική λογική, διαπιστώνει ο οικονομολόγος και καθηγητής Ουίλιαμ Μίτσελ. Οι δείκτες στους οποίους η ευρωελίτ ισχυρίζεται πως έχει στραμμένη την προσοχή της (το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος) κινούνται όλοι ανάποδα. Γιατί; Επειδή εξαρτώνται από την ανάπτυξη. Η λιτότητα σκοτώνει την ανάπτυξη και έτσι αυξάνονται και άλλο τα ελλείμματα και τα χρέη. ΄Οσα πακέτα διάσωσης και να δοθούν, οι ασθενέστερες χώρες δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ το ίδιο ανταγωνιστικές όσο οι ισχυρότερες χώρες της ευρωζώνης.

Στον χορό...
... των οικονομολόγων που σήμερα πια βλέπουν ξεκάθαρα πως οι όροι που επιβάλλονται στις ασθενέστερες χώρες του ευρώ είναι «υφεσιακοί» και πως θα τις φορτώσουν με ακόμη περισσότερα χρέη τα προσεχή χρόνια, μπήκε πρόσφατα και ο πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής Μάριο Μπλέχερ που είχε διαχειριστεί την κρίση χρέους της χώρας του. Και λέει: «Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι γελοίο. Αν υποθέσουμε πως αυτές οι χώρες θα κάνουν όλα όσα προβλέπει το πρόγραμμα, όλες τις προσαρμογές και όλες τις ιδιωτικοποιήσεις, το χρέος τους ως προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους θα είναι υψηλότερο στο τέλος του 2012 από όσο είναι φέτος».

Γιατί συμβαίνουν...
... αυτά; Επειδή τα αρπακτικά δεν εννοούν να εγκαταλείψουν τη μερίδα του λέοντος που είχαν υπολογίσει για τον εαυτό τους όταν ίδρυαν την ευρωζώνη. Το 2002, η κυβέρνηση της Αργεντινής διέπραξε το «τέλειο έγκλημα». ΄Εσφιξε εκεί που πονούσαν τους κερδοσκόπους που τη δάνειζαν με εγκληματικά επιτόκια. ΄Οταν έχεις να κάνεις με εγκληματίες, δεν μπορείς να πηγαίνεις με τον σταυρό.

από τα Νέα, 21.9.11

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Μέτερνιχ Σοσιαλδημοκράτης: Η παρακμή της ευρωπαϊκής και η πτώση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Quel dommage! Τι κρίμα


από το Press Project, 1.3.11

Quel dommage! Τι κρίμα. Ήταν τόσο όμορφη ιδέα, ζυγισμένη και φρόνιμη και ασφαλής. Η σοσιαλδημοκρατία, ένας κομψός μεταπολεμικός συμβιβασμός: η αριστερά θα δεχόταν να εγκαταλείψει τις πιέσεις της για να αλλάξουν οι δομές και οι θεσμοί της παραγωγής και της εξουσίας στην Ευρώπη και σε αντάλλαγμα θα έπαιρνε ένα δυνατό κράτος που θα αναδιένειμε αναδρομικά μέσω φόρων και κοινωνικών υπηρεσιών σεβαστό μερίδιο από τα κέρδη των πλούσιων. Τι καλά, μαγικά, όλοι ευχαριστημένοι. Ας γίνουμε λοιπόν όλοι φαντασιακοί (γιατί οι πραγματικοί έχουν σοβαρά παράπονα) Σουηδοί. Ακόμα και στην Αμερική, η κυρίαρχη φιλελεύθερη διανόηση στα Πανεπιστήμια προσχώρησε: Η Θεωρία της Δικαιοσύνης του John Rawls είναι πιθανότατα η ισχυρότερη φιλοσοφική τεκμηρίωση της σοσιαλδημοκρατίας που γράφτηκε ποτέ. Σε ένα τόσο νοικοκυρεμένο και δίκαιο σύστημα, τι θα μπορούσε άραγε να πάει στραβά;

Το πρώτο πρόβλημα, είναι αυτό που παραδέχονται ιστορικά και οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτες, ότι δηλαδή οι πλούσιοι φροντίζουν έντεχνα να μην τηρούν τη συμφωνία. Δεν κάθονται ήσυχοι, ακίνητοι βρε αδερφέ, να τους φορολογήσουμε. Προσλαμβάνουν δικηγόρους, φοροτεχνικούς, δημοσιογράφους, μπράβους,  ελβετούς τραπεζίτες, διαφημιστές  και αγοράζουν τα ΜΜΕ και τις ομάδες ποδοσφαίρου και κάνουν στενή παρέα με πολιτικούς, δημάρχους, δικαστές, μεγαλοσυνδικαλιστές.

Επίσης έχουν την καταστροφική συνήθεια να προτιμούν τα σίγουρα και βαρετά κέρδη από τα επικά και αμφίβολα: Προτιμούν είτε να γίνουν ρεντιέρηδες είτε να αντιγράψουν εκ του ασφαλούς μια κοινότοπη μεταφερόμενη από άσχετο περιβάλλον συνταγή – που ονομάζουν Best Practice. Από καινοτομία, από δημιουργικότητα, από προσαρμογή στα καθ’ ημάς, ελάχιστα και αναιμικά και προσχηματικά.


Τι να κάνουν και οι έρμοι οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί, δωροδοκούν συστηματικά επί δεκαετίες τους πλούσιους με επιχορηγήσεις και θαλασσοδάνεια και άδειες τηλεόρασης και προνομιακές αναθέσεις μπας και φέρουν λίγη ανάπτυξη μέσω του θρυλούμενου επιχειρηματικού τους δαιμόνιου – αλλά αυτοί δεν τραβάνε…

Το δεύτερο πρόβλημα των σοσιαλδημοκρατών είναι οι ψηφοφόροι τους, που επιμένουν να τηρηθεί θρησκευτικά η συμφωνία. Και όταν αυτό δεν γίνεται, προσπαθούν μέσα στην απελπισία τους να μιμηθούν τους πλούσιους: να γίνουν κι αυτοί (έστω μικροί και ταπεινοί) ρεντιέρηδες. Να εξασφαλίσουν τιμής ένεκεν μια θέση στον ήλιο, να στείλουν τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια μπας και γίνει πράξη η καταπαγωμένη κοινωνική κινητικότητα, να περάσουν με πολιτικό μέσο το γείτονά τους στον άπονο αγώνα – στο rat race. Άλλωστε, είναι φυσικό στη δημοκρατία όσοι χάνουν και καταπιέζονται στην οικονομία να αντεπιτεθούν στο πεδίο της πολιτικής. Θα φτιάξουν κι αυτοί ομάδες πίεσης, θα κατέβουν στο δρόμο, θα περιχαρακωθούν στις λεγόμενες συντεχνίες, θα αδιαφορήσουν για τους καταφρονεμένους συναδέλφους τους στη σκιώδη οικονομία, δεν θα κάνουν τόπο στους νέους, θα αγαπήσουν μόνο τα βασανισμένα κεκτημένα τους.

Μάλιστα, κύριε, αντιστέκονται κι ας ορίζεται ο αγώνας τους ως λαϊκισμός κι ας τους κοροϊδεύουν με ηθοπλαστικά χρονογραφήματα αλά παλαιά οι βολεμένοι αναλυτές και οι παρατρεχάμενοι. Κι ας τους βρίζουν κάποιοι δεινόσαυροι σοσιαλδημοκράτες (;) πολιτικοί, ως κοπρίτες. Μόνο που, φευ, η αντίστασή τους είναι άγονη. Σκεφτείτε μόνο ότι την καταπίεζαν με ευχέρεια για μια τουλάχιστον δεκαετία στην Ελλάδα, με μόνα όπλα το δήθεν εκδημοκρατισμό της πίστωσης (καταναλωτικά δάνεια και κάρτες) και τα πολυτραγουδισμένα επιδόματα και την παραμυθία του ώριμου (!) χρηματιστηρίου και του Ευρώ.

Το τρίτο πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας είναι το προφανές, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπει κανένας θιασώτης της. Το πρόβλημα είναι ότι μετά τον μεταπολεμικό συμβιβασμό η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε το πρόγραμμα των αντιπάλων της!!! Ακόμα κι αν για ένα διάστημα κράτησε την ιδεολογία της (τώρα τη χάνει κι αυτήν), απέκτησε το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα των εχθρών της – απλά το εξανθρώπισε με πολλή ζάχαρη. Υιοθέτησε δηλαδή την κατεστημένη αλλά επιστημονικά αστήριχτη άποψη ότι η οικονομία της αγοράς έχει μία και μόνο μία θεσμική έκφανση – ότι δεν μπορεί να στηθεί με πολλούς διαφορετικούς συνταγματικούς τρόπους και νομικές διευθετήσεις. Έτσι π.χ. κατέληξε να θεωρεί δεδομένο το χρηματο-οικονομικό καζίνο και την ουσιαστική απαλλαγή των τραπεζών από τη δραστηριότητα που συνιστά το βασικό λόγο ύπαρξής τους: τη δρομολόγηση των αποταμιεύσεων στην παραγωγική διαδικασία. Οι τράπεζες ξεφαντώνουν πλέον ρέμπελες στη διεθνή αρένα, αλλά δυστυχώς εξακολουθούν να πεθαίνουν (άρα και να στοιχίζουν) στη χώρα τους. Ταυτόχρονα, το κράτος δωροδοκεί τους πλούσιους ιδιώτες, μπας και φιλοτιμηθούν και φέρουν την ανάπτυξη - όπως μόνο αυτοί υποτίθεται ξέρουν. Η όλο και πιο περιορισμένη αναδιανομή δεν μπορεί να προσφέρει ούτε κοινωνικά περιεκτική ανάπτυξη ούτε και χαλάρωση μιας άκαμπτης ιεραρχικής οικονομίας.

Εν γένει, όλες οι σύγχρονες πολιτικές της σοσιαλδημοκρατίας αποσκοπούν στο να εξευμενίσουν τον δήθεν πάνσοφο αλλά μισοκοιμισμένο δράκο – τις παγκόσμιες αγορές του χρήματος. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει εξελιχθεί στο νέο Μέτερνιχ, στο σκληρό πυρήνα της αντίδρασης και της αντεπανάστασης, με ιδεολογικό τοτέμ μια δήθεν τεχνοκρατική αλλά στην πράξη βαθιά συντηρητική θεώρηση του κόσμου. Έτσι ακριβώς χάνει και το στοίχημα της μετα-φορντικής παραγωγικής δικτύωσης και σπρώχνει τους ψηφοφόρους της προς τα ακραία δεξιά, ιδεολογικά σαφώς πιο καυτά, σχήματα. Επιχείρησε με άλλα λόγια να φέρει στην πολιτική το Μεγάλο Ύπνο, αλλά αντί αυτού πέτυχε το Μεγάλο Αποχαιρετισμό. Βέβαια κράτησε το καλό της όνομα: είναι τόσο εύκολο να φαίνεσαι ρεαλιστής, όταν δέχεσαι τα πάντα...


Στην Ελλάδα μάλιστα η σοσιαλδημοκρατία έκανε και ένα βήμα παραπάνω: αυτοκτόνησε
. Όχι επειδή πήρε τα σκληρά και άπονα δανεικά του Μνημονίου. Αυτό ήταν μεν λάθος, αλλά ανθρώπινο. Η συντεταγμένη άμεση χρεωκοπία ή μια πιο σκληρή διλημματική διαπραγμάτευση ή η ομαλή έξοδος από την Ευρωζώνη (έστω και προσωρινή), αν και ορθότερες αντικειμενικά και σαφώς πιο αναπτυξιακές λύσεις (όπως πληθώρα κορυφαίων πανεπιστημιακών σε Ευρώπη και Αμερική επέμενε – Ντάνι Ρόντρικ, Ρομπέρτο Ούνγκερ, Ρικάρντο Χάουσμαν, Ρίτσαρντ Φρίμαν από το Χάρβαρντ, Σάιμον Τζόνσον από το ΜΙΤ,  Κώστας Λαπαβίτσας από το Λονδίνο SOAS, Πολ Κρούγκμαν από το Πρίνστον και πάρα πολλοί άλλοι), ήταν λύσεις που απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς και είχαν κι αυτές ένα αρκετά μεγάλο κόστος. Και βέβαια η συναίνεση της κοινής γνώμης για αυτές τις πιο ας πούμε ριζοσπαστικές λύσεις δεν ήταν καθόλου δεδομένη – καθώς οι πολίτες είχαν παραπλανηθεί, από  την αυτονόητη  και μονόδρομη πορεία που προπαγάνδιζαν ΟΛΕΣ οι προηγούμενες (και η σημερινή επίσης) κυβερνήσεις. Όχι, λοιπόν, δεν ήταν τα ξένα, αν και κατά πολύ επαχθεστερα από τα προηγούμενα, δανεικά που πήρε η κυβέρνηση.

Πολύ πιο καταστροφική είναι η επιμονή της ότι δεν είναι εκ των ουκ άνευ η διαγραφή υπολογίσιμου μέρους του χρέους (κούρεμα). Ακόμα και οι μουτζαχεντίν των αγορών, το σύνολο των κατά τεκμήριο σοβαρών οικονομολόγων του πλανήτη (100%), ακόμα και οι σύμβουλοι αυτών που χάνουν τα χρήματά τους (!) είναι απόλυτα κατηγορηματικοί ως προς το κούρεμα: Είναι Α-ΠΑ-ΡΑΙ-ΤΗ-ΤΟ. Η ας πούμε ευγενής κυβερνητική τύφλωση ότι θα επιστρέψουμε και το τελευταίο σεντ είναι ακατανόητη και εξαιρετικά αποσταθεροποιητική για την Ελλάδα - και για την Ε.Ε.! Εγγυήσεις χωρίς νόημα, δεν πείθουν κανέναν. Οι αγορές βλέπουν μόνο μπροστά και δεν νοιάζονται για βικτωριανές ηθικές και αιώνιες υποσχέσεις. Εξίσου κατακριτέα είναι η αδιαφορία της κυβέρνησης για τα συμβόλαιά της με τους πολίτες της χώρας, όταν υπολογίζει αποκλειστικά και μόνο τα άλλα συμβόλαια, αυτά με τους ξένους πιστωτές. Μοιάζει με νέα κρυπτοαποικιοκρατία, αλλά, όχι, ούτε αυτή η στάση συνιστά την πτώση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Είναι κάτι άλλο, ακόμα πιο βαθύ.

Το πραγματικό έγκλημα της Ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας είναι η απίστευτη εκστρατεία κατασυκοφάντησης του μέσου εργαζόμενου Έλληνα ως τουλάχιστον συνένοχου, αν όχι και αυτουργού της κρίσης και της σαθρής ας πούμε ανάπτυξης και της πλημμύρας της χώρας από ξένα δανεικά (που πήγαν άλλωστε απευθείας στα χέρια της ελίτ). Του μέσου Έλληνα που την στήριξε και πίστεψε σε όλα τα δήθεν αυτονόητα -Ολυμπιάδα, τραπεζοκρατία, Ευρώ, χρηματοοικονομικό καζίνο-  που του ζήτησε η ίδια με αδιανόητη ανεμελιά να πιστέψει.
Το αμάρτημα της κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι ότι αθώωσε τον εαυτό της και σύσσωμη την ελίτ και ενοχοποίησε βάναυσα και συστηματικά όλους τους υπόλοιπους – ειδικά μάλιστα τους ψηφοφόρους της. Χρησιμοποίησε φροϋδικά σχεδόν το φόβο και την ενοχή, για να πείσει ότι η δική της καθαρά πολιτική επιλογή για το Μνημόνιο ήταν απολίτικη, μονόδρομος και η μόνη ρεαλιστική για όσους έχουν ακόμα σώας τας φρένας. Απέκρυψε τη γόνιμη συζήτηση που γινόταν σε Ευρώπη και Αμερική για νέες και ρηξικέλευθες λύσεις στην Ελληνική κρίση και κόλλησε σε ένα πρωτόγονα ανόητο ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ. Δεν είχε καν το κουράγιο να κουβεντιάσει, μήπως και τρομάξει ο ευαίσθητος μπαμπούλας - οι διεθνείς αγορές του χρήματος. Η ρητορική της ενάντια σε φοροφυγάδες και ρεντιέρηδες, σε ομάδες συμφερόντων που  λυμαίνονται την αναδιανομή, ακυρώθηκε από το θρυλικό Όλοι Μαζί Τα Φάγαμε και τελικά το μόνο θύμα ήταν η ίδια η αναδιανομή.

Τρομοκράτησε αλύπητα τους συνταξιούχους και τους μικροκαταθέτες ότι δήθεν θα χάσουν (;) και τα λίγα που έχουν, ότι θα γίνουμε Ζιμπάμπουε (200%  ο πληθωρισμός με τη νέα δραχμή, γράφει ο κάθε άσχετος κατεστημένος δημοσιογράφος ) και Αλβανία του Χότζα (χωρίς τον Χότζα).
Έσπρωξε τους ψηφοφόρους της σε μια δουλική μοιρολατρεία, σε μια ενδεή αντιπάθεια προς την αληθινή δημοκρατία και το γενναίο διάλογο, τους αποξένωσε από όποια ανάγκη για αυτοδιάθεση, τους ξανάκανε (άτακτα) παιδιά που θέλουν να ξυπνήσουν και όλα να είναι εφιάλτης – δεν μπορεί, όχι, η μαμά Ευρώπη δε θα μας αφήσει ποτέ να χαθούμε, όχι αν είμαστε πολύ (μα πολύ) φρόνιμοι.

Προτίμησε δηλαδή η κυβέρνηση να χρεωκοπούμε κάθε μέρα από φόβο, για να μην τύχει και χρεωκοπήσουμε μία και καλή και το αντιμετωπίσουμε. Εκεί έδειξε η Ελληνική σοσιαλδημοκρατία ότι είναι ολοκληρωτικά υποταγμένη  στη δήθεν  εμπιστοσύνη των αρπακτικών αγορών του χρήματος και τις αγκυλώσεις των πτωχευμένων τραπεζών. Και απορεί τώρα που τα θύματά της δεν έχουν περιπετειώδη διάθεση για ανάπτυξη και δίψα για το καινούργιο. Που όλο καταστροφολογούν και είναι απαισιόδοξα, και όλο τρέμουν τα καημένα. Quel dommage!


Η.Μ.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Ποιο χρέος;

το εξώφυλλο του βιβλίου του Ντ. Γκρέμπερ "Χρέος: τα πρώτα 5.000 χρόνια"
 
Τρίκκας Μιχάλης
 ΑΥΓΗ, 22.9.11

Ο Ντέιβιντ Γκρέμπερ, συγγραφέας του "Χρέος: τα πρώτα 5.000 χρόνια", δεν είναι οικονομολόγος, αλλά ανθρωπολόγος. Ίσως γι' αυτό και η ματιά του στο κυρίαρχο ζήτημα των ημερών να είναι τόσο ασυνήθιστη και αναζωογονητική.

Η σανσκριτική, η εβραϊκή και η αραμαϊκή γλώσσα είχαν μόνο μία λέξη για το "χρέος", την "ενοχή" και την "αμαρτία", σημειώνει. Η ηθική έννοια προϋπήρχε της οικονομικής, αλλά κάπου στην πορεία η διάκριση καταργήθηκε. Γι' αυτό και οι προφήτες υιοθέτησαν την οικονομική ορολογία της αρχαιότητας με σκοπό να την υπονομεύσουν: για να πουν ότι ιερό δεν ήταν το χρέος, αλλά η "συγχώρεσή" του. Η συνειδητοποίηση ότι τελικά χρέη δεν υπάρχουν.

Το χρέος απέκτησε σάρκα και οστά χάρη σε έναν εξαιρετικά απλό μηχανισμό, επισημαίνει ο Γρκέμπερ στη συνέντευξή του στον ιστότοπο nakedcapitalism.com. Έναν μηχανισμό εξαιρετικά οικείο στους μαφιόζους. Αν θέλεις να δώσεις ηθικό προσωπείο σε έναν εκβιασμό, σε μια ωμή εξουσιαστική σχέση, τότε δεν έχεις παρά να ενοχοποιήσεις τα ίδια τα θύματα και να δημιουργήσεις μια σχέση χρέους. "Μου χρωστάς. Αλλά αυτή τη φορά θα σου τη χαρίσω"...

Στην πορεία της ανθρωπότητας το μόνο ερώτημα που μπορούσαν να αρθρώσουν οι χρεωμένοι ήταν: "Για μισό λεπτό ποιος χρωστάει τι και σε ποιον"; Έπεφταν όμως έτσι στην παγίδα. Υιοθετούσαν τη γλώσσα του επικυρίαρχου και παραδέχονταν ότι το χρέος και η ηθική ήταν το ίδιο πράγμα. Από την αρχαιότητα, όλοι φοβούνταν μια τεράστια κρίση χρέους. Μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι θα ήταν πια τόσο χρεωμένοι στο πλουσιότερο 2% του πληθυσμού ώστε τελικά θα υποδουλώνονταν.

Και τι συμβαίνει σήμερα; Αντί να έχουν δημιουργηθεί θεσμοί που να προστατεύουν τους δανειζόμενους, υπάρχουν ιδρύματα παγκόσμιας εμβέλειας, όπως το ΔΝΤ και οι οίκοι αξιολόγησης, που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να θωρακίζουν τους δανειστές. Αψηφώντας κάθε οικονομική λογική οι οργανισμοί αυτοί στην πράξη απαγορεύουν την πτώχευση. Ο Γκρέμπερ αναφέρει ενδεικτικά την περίπτωση της χώρας μας. Είναι προφανές ότι το συνολικό χρέος δεν μπορεί να αποπληρωθεί. Όταν όμως ορισμένες γαλλικές τράπεζες προτείνουν μερική παραγραφή, οι υπόλοιποι δανειστές αρνούνται σημειώνοντας ότι θα θεωρήσουν την κίνηση ως πτώχευση.

Η εμμονή, όμως, των αγορών ότι τα χρέη θα πρέπει πάντοτε να εξοφλούνται έχασε και το τελευταίο ίχνος νομιμοποίησης το 2008, όταν τα κράτη διέσωσαν -με τα χρήματα των φορολογουμένων -τις τράπεζες από την κατάρρευση. Αυτό είναι που λένε και οι Έλληνες και Ισπανοί διαδηλωτές, τονίζει ο Αμερικανός συγγραφέας. "Το 2008 ανοίξατε το κουτί της Πανδώρας. Αν όμως το χρήμα είναι μόνο μια κοινωνική κατασκευή, τότε τρισεκατομμύρια χρέους μπορούν να εξαφανιστούν αν ισχυροί παράγοντες το απαιτήσουν. Αν η δημοκρατία έχει ουσιαστικό περιεχόμενο τότε όλοι μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία κατά την οποία οι υποσχέσεις αυτές δίνονται και επαναδιαπραγματεύονται".

Είναι αυτές οι αντιδράσεις που δίνουν αισιοδοξία στον Γκρέμπερ. Κάποια στιγμή, και ενδεχομένως ύστερα από αρκετές καταστροφές, η ανθρωπότητα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η φάση του εικονικού χρήματος απαιτεί ασφαλιστικές δικλείδες. Αμφιβάλλει πάντως ότι, ύστερα από αυτό, το αποτέλεσμα θα θυμίζει έστω και απόμακρα τον καπιταλισμό.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συμβάλει στη διέξοδο του λαού και της χώρας

του Banksy
 
Αναγκαίος ένας ξεσηκωμός που θα οδηγήσει στον άλλο δρόμο.
 
του Γιώργου Νικολακάκη*


Η επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με τις όποιες οργανωτικές και πολιτικές αδυναμίες έχουν επισημανθεί από διάφορες πλευρές, επιχειρείται σε μια κρίσιμη για την κοινωνία, το λαό και τη χώρα περίοδο. Τα αδιέξοδα της μνημονιακής πολιτικής (Μνημόνιο και Μεσοπρόθεσμο) είναι πλέον πασιφανή. Ο ελληνικός λαός υποβάλλεται στο μαρτύριο της σταγόνας, αφού η εκταμίευση κάθε δόσης μετατρέπεται σε «ευκαιρία» λήψης ολοένα και σκληρότερων νέων μέτρων κατ’ εντολή της τρόικας και των δανειστών.

Ο δρόμος για την επισημοποίηση της ήδη υπαρκτής χρεοκοπίας έχει ανοίξει. Διάφορα σενάρια για τον τρόπο που θα πραγματοποιηθεί έρχονται στο φως ή παραμένουν ακόμα στα συρτάρια. Όποια κι αν είναι, όμως, η τελική μορφή της (εδώ θα παίξει ρόλο η εξέλιξη της κρίσης σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο), ένα είναι σίγουρο: Μέσα σ’ αυτή την πορεία επιχειρείται μια ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος («πειραματόζωο Ελλάς»), που αφενός θα αφήσει μια «προίκα» για την όποια διάδοχη κατάσταση και αφετέρου θα αποτελέσει οδηγό για μια νέα αντιδραστική τάξη πραγμάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η αναδιάρθρωση αυτή αποσκοπεί:

– Στην πλήρη διάλυση ό,τι απέμεινε από το πάλαι ποτέ κοινωνικό κράτος, με ό,τι αυτό σημαίνει για παιδεία, υγεία και γενικότερα για οποιοδήποτε κοινωνικό αγαθό.
– Στην υποτίμηση της αξίας της εργασίας και στην αποδόμηση του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων της προηγούμενης περιόδου.
– Στην αποδιοργάνωση της οικονομικής βάσης, οδηγώντας στη χρεοκοπία μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, και ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο στο μεγάλο κεφάλαιο.
– Στην κατάλυση της αστικής δημοκρατίας όπως τη γνωρίσαμε μεταπολεμικά, η οποία θα επιχειρηθεί να επισημοποιηθεί μέσω συνταγματικών αλλαγών. Τότε, δεν θα μιλάμε πλέον για συνταγματικές εκτροπές, αλλά για ανελεύθερα, κατ’ επίφαση δημοκρατικά συστήματα, πλην όμως συνταγματικά κατοχυρωμένα.
– Επίσης, επιχειρείται η ολοκληρωτική αλλαγή των προσανατολισμών της εξωτερικής πολιτικής, σύμφωνα με τους νέους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς του ιμπεριαλιστικού άρματος στο οποίο ο ΓΑΠ και η κυβέρνησή του δένουν τη χώρα.

Η κοινωνία βράζει

Απέναντι σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου ολοκληρωτική επίθεση των διεθνών ληστών και των ντόπιων υπαλλήλων τους, η κοινωνία μοιάζει πια με καζάνι που βράζει και αναζητά διέξοδο. Τη θέση της αρχικής αμηχανίας των πρώτων μηνών του μνημονίου παίρνουν σιγά-σιγά η οργή και η ριζοσπαστικοποίηση. Η πλύση εγκεφάλου της κυβερνητικής προπαγάνδας και των ΜΜΕ δεν βρίσκει πλέον εύφορο έδαφος. Τα κύματα απολύσεων στον ιδιωτικό, και τώρα και στο δημόσιο τομέα, δημιουργούν όχι μόνο ανασφάλεια αλλά και αγανάκτηση. Η ύφεση έχει πλήξει και ολοένα χειροτερεύει την κατάσταση και τους όρους ζωής των μικρομεσαίων στρωμάτων. Τα νέα χαράτσια της εφορίας, οι κάθε είδους «έκτακτες» εισφορές, όπως και οι αυξήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, φέρνουν σε απόγνωση τον περισσότερο κόσμο.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η ρήξη της πολιτικής διαμεσολάβησης του αστικού πολιτικού κόσμου με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Έχουμε διάρρηξη των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών και ισορροπιών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ο λαός αναζητά διέξοδο σ’ ένα θολό πολιτικό τοπίο. Ο δικομματισμός χάνει τις κοινωνικές του συμμαχίες, αλλά την ίδια στιγμή τα κόμματα της Αριστεράς είναι αδύναμα να πείσουν και να εκφράσουν τη λαϊκή αγανάκτηση. Επιπλέον, στο πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας, είναι καταγεγραμμένα ως κομμάτια του συστημικού παζλ. Αυτό φάνηκε άλλωστε με πολύ έντονο τρόπο το καλοκαίρι με το κίνημα των αγανακτισμένων και τις πλατείες.

Στη μάχη για το μεσοπρόθεσμο στις 15 και στις 28-29 Ιούνη, πολιτική διαμεσολάβηση του λαού απέναντι στην κυβέρνηση ΓΑΠ δεν ήταν ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η ΓΣΕΕ ή η ΑΔΕΔΥ, αλλά το κίνημα των πλατειών. Η Βουλή με το βλέμμα στραμμένο στις πλατείες ψήφιζε. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο, επειδή οι πλατείες βρίσκονταν ένα (ή και περισσότερα) βήματα πιο μπροστά από τους σχεδιασμούς της πολιτικής Αριστεράς.

Ποια είναι η διέξοδος;

Είναι αναγκαίο σήμερα να υπάρξει διέξοδος που θα ανατρέψει τους σχεδιασμούς της τρόικας και του ΓΑΠ. Να ανατρέψει το σημερινό πολιτικό σύστημα. Να εκφράσει το λαό. Να οδηγήσει τη χώρα σε μια πολιτική, οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση. Η μοναδική ρεαλιστική διέξοδος σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι ένας λαϊκός ξεσηκωμός που θα επιβάλει τις λύσεις του, θα θέσει τα ζητήματα της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας και της κοινωνικής χειραφέτησης. Ένας ξεσηκωμός που θα οδηγήσει τη χώρα στον άλλο δρόμο, όπως διακηρύσσουν τα συνθήματα της Αριστεράς. Και προϋπόθεση για έναν τέτοιο σωτήριο ξεσηκωμό είναι η δημιουργία ενός παλλαϊκού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου – δηλαδή ενός μετώπου που θα εκφράζει όχι μόνο την Αριστερά αλλά όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που είναι διατεθειμένες και έχουν συμφέρον να παλέψουν για την ανασυγκρότηση της χώρας σε μια διαφορετική, προοδευτική και ανεξάρτητη πορεία.

Κατά την άποψή μας, ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν θέλει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνία, πρέπει να μοχθήσει για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου ανατροπής των σημερινών πολιτικών δεδομένων. Να θέσει το ζήτημα σε όλες τις υπάρχουσες δυνάμεις, αλλά και σ’ αυτές που θα ξεπηδήσουν από τους αγώνες. Να συμβάλει αποφασιστικά στη διαδικασία οικοδόμησης του μετώπου από τα κάτω, οργανώνοντας το λαό για να σταθεί όρθιος και να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα. Να δημιουργήσει δίκτυα αλληλεγγύης στις πόλεις και στις συνοικίες. Τέτοια είναι τα βήματα που οικοδομούν ένα μεγάλο μέτωπο ανατροπής, ένα συνασπισμό εξουσίας που ανατρέπει καταστάσεις.

Άρα, αυτό που δεν πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι π.χ. να αναλωθεί στον προσεταιρισμό κάποιων παραγόντων του σοσιαλιστικού χώρου, έχοντας βασικά κατά νου την αύξηση των ποσοστών του στα πλαίσια μιας υποτιθέμενης ομαλής κοινοβουλευτικής μετάβασης. Αντίθετα, είναι πολύ πιο ρεαλιστικό, και κυρίως είναι πολύ πιο αναγκαίο, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να υπηρετεί αποτελεσματικά το λαό και τη χώρα, να αποτελέσει μοχλό ριζικής αλλαγής. Να στοχεύσει σε μια μεγάλη ανατροπή του υπάρχοντος πολιτικού τοπίου, σε μια μεγάλης κλίμακας νέα μεταπολίτευση σε όφελος του λαού.

Μόνο έτσι…

Όλα αυτά σήμερα απαιτούν το «δια ταύτα» τους! Με αιχμή του δόρατος τα νέα χαράτσια, και με ανοιχτά τα μέτωπα της υπό πλήρη διάλυση Παιδείας και των μαζικών απολύσεων, πρέπει να οργανωθούν αγώνες αντίστασης και μη εφαρμογής των μέτρων. Αγώνες που θα ενώνονται στο στόχο της μεγάλης και απαραίτητης πολιτικής ανατροπής μέσα από παλλαϊκό ξεσηκωμό.

Για παράδειγμα: Θα περιοριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να καταγγείλει τη βαρβαρότητα, την αδικία και την ταξικότητα των νέων χαρατσιών; Ή θα καλέσει σ’ ένα μαζικό κίνημα ανυπακοής «δεν πληρώνω τα χαράτσια» και θα συμβάλλει έμπρακτα και αποφασιστικά στην οργάνωσή του; Σήμερα, που πλατιά λαϊκά στρώματα κυριολεκτικά αδυνατούν πια να «υπακούσουν», ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί (και πρέπει!) να δώσει κουράγιο, να εμπνεύσει, να οργανώσει το λαό. Να κάνει πράξη το σύνθημα «κανένας μόνος του», οικοδομώντας δομές συλλογικής άρνησης πληρωμών. Να φροντίσει για τη νομική (και όχι μόνο) υποστήριξη αυτού του κινήματος. Να βγάλει τους βουλευτές, τους δημάρχους και τα στελέχη του στους δρόμους, στο πλάι του κόσμου που αγωνιά και αγωνίζεται. Να κινητοποιηθούν οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις γειτονιές και την επαρχία και να επωμισθούν την όσο δυνατόν καλύτερη οργάνωση του κόσμου σ’ έναν τέτοιο αγώνα.

Με την ίδια λογική και με το ίδιο πείσμα οφείλει να κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα μέτωπα που άνοιξαν και ανοίγουν, ενοποιώντας τα στην κατεύθυνση του παλλαϊκού ξεσηκωμού που θα δώσει διέξοδο. Έχουμε επίγνωση ότι αυτά δεν είναι καθόλου εύκολα. Τον αγώνα όμως πρέπει να τον δώσουμε. Πρέπει να σταθούμε μπροστά και στο πλάι μιας κοινωνίας που ασφυκτιά. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ παίξει ένα τέτοιο ρόλο, θα μπορέσει να εμπνεύσει, και να ξανασυσπειρώσει με ουσιαστικό τρόπο και τους αποστασιοποιημένους που σε μια προηγούμενη περίοδο πίστεψαν και έλπισαν σ’ αυτόν. Μα, το πιο σπουδαίο: μόνο έτσι θα τον πιστέψει και θα ακουμπήσει πάνω του ο λαός.
* Ο Γιώργος Νικολακάκης είναι εκπρόσωπος της ΚΟΕ
στην Εκτελεστική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ.
 
(Το παραπάνω άρθρο δίνει ένα περίγραμμα της λογικής και των προτάσεων που κατέθεσε ο εκπρόσωπος της ΚΟΕ στη δεύτερη συνεδρίαση της νέας Εκτελεστικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ)

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Πριν από την οικονομική, υπήρξε η πολιτική κρίση

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ ΤΑΚΗ ΚΑΦΕΤΖΗ*

Τη συνέντευξη πήρε ο Στάθης Κουτρουβίδης, ΕΠΟΧΗ, 18.9.11

Τι είδους είναι αυτή η κρίση, ποιες είναι οι πτυχές της;

Παραμένει κεντρικό ερώτημα αν μπορούμε να προσεγγίσουμε την κρίση αναλύοντας  επιμέρους πεδία της, όπως έγινε, για παράδειγμα, με την κρίση του 1929. Σε αυτήν την περίπτωση λέγαμε ότι είναι μια κρίση στο οικονομικό πεδίο^ το πολιτικό όμως παρέμενε “όρθιο” και εκλήθη εκ των υστέρων να δώσει λύση με μια κεϋνσιανή λογική. Το ίδιο έγινε στην Α΄ πετρελαϊκή κρίση του 1973, το ίδιο και στη Β΄ πετρελαϊκή κρίση. Δηλαδή, σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις η κρίση μπορούσε να αναλυθεί στις επιμέρους εκφάνσεις της. Το ερώτημα σήμερα είναι κατά πόσο μπορούμε να διακρίνουμε επιμέρους πεδία έκφρασης της κρίσης και να πούμε ότι η κρίση αφορά την παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική καπιταλιστική οικονομία, οπότε μπορεί να περιοριστεί αναλυτικά σε αυτό το πεδίο και να αντιμετωπιστεί με τα όποια εργαλεία υπάρχουν ή αν αντίθετα είναι ολική. Εάν είναι ολική, η αναλυτική διάκριση των πεδίων της κρίσης έχει μόνο γνωστική αξία.


Είναι εντέλει ολική;

Της οικονομικής κρίσης προηγήθηκε η κρίση στο πολιτικό. Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια φιλελεύθεροι πολιτειολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες αναφέρονται στις δυτικές αναπτυγμένες δημοκρατίες, μιλώντας με τον όρο «disaffected democracies». Σε όλο τον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο, στον πυρήνα του πολιτικού συστήματος, στον πυρήνα του αρχετυπικού κοινωνικού συμβολαίου που είναι η σχέση αντιπροσώπευσης, αναφέρονται με αυτόν τον όρο. Δημοκρατία, θεσμικά, τυπικά, μπορεί να υπάρχει, όμως, παράλληλα με αυτό, παρατηρούνται φαινόμενα κράτους έκτακτης ανάγκης.

Η κρίση της εξουσίας αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο με μεθόδους οι οποίες μας πάνε πίσω στα γραπτά του Καρλ Σμιτ. Τρανό παράδειγμα η μανιχαϊστική, βαθειά σκοταδιστική ιδεολογία, που εκφράζει ο αμερικανικός νεοσυντηρητισμός, όπως αποτυπώθηκε στο σλόγκαν του Μπους Junior, μια φονταμενταλιστική απάντηση στον φονταμενταλισμό «ο πόλεμος του καλού έναντι του κακού». Τι σημαίνει το Γκουαντάναμο, ή ο δήθεν «πόλεμος κατά της λεγόμενης διεθνούς τρομοκρατίας»; Ένα είναι σίγουρο, ότι ανέδειξε και κατασκεύασε μηχανισμούς που δεν ήταν συμβατοί με την οποιαδήποτε έννοια του αστικού κράτους δικαίου. Πριν την οικονομική κρίση, λοιπόν, υπήρξε η κρίση του πολιτικού. Και αυτό διότι το πολιτικό είχε καθημαχθεί κυριολεκτικά, μετά το τείχος, αλλά και πριν από αυτό. Η απελευθέρωση των αγορών και η απορρύθμιση ήρθαν ουσιαστικά με τομή.

Μείζον περιστατικό της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας, η άνοδος Μιτεράν, τον Απρίλιο του 1981, στη Γαλλία και το Μέτωπο Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών. Ήρθε επίσης συμβολικά όταν το 1983 αποχώρησαν από τη γαλλική κυβέρνηση οι Κομμουνιστές και ο Μιτεράν άρχισε να ιδιωτικοποιεί αυτά τα οποία είχε πριν κρατικοποιήσει. Διότι αντιμετώπιζε πόλεμο από τις διεθνείς αγορές, τις τράπεζες, από το κεφάλαιο και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Από τότε έχουμε την πορεία μετάλλαξης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας;

Ναι και επισφραγίστηκε δεκαέξι χρόνια μετά, με την άνοδο του Τόνυ Μπλερ και των μεταλλαγμένων εργατικών στην εξουσία της Αγγλίας. Τότε είχαμε πιστοποίηση της μετάλλαξης της κλασικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όταν έγινε το συνέδριο του γερμανικού SPD το 1956, υπήρξε ολόκληρη πολεμική στο εσωτερικό του κόμματος για το αν θα έπρεπε να παραμείνει στο προοίμιο του καταστατικού του η επίκληση στο μαρξισμό, η οποία τελικά καταργήθηκε. 40 χρόνια μετά, όταν πήρε την εξουσία το νέο-εργατικό κόμμα στην Αγγλία, προχώρησε σε συνέδριο. Οι αλλαγές που έγιναν στο καταστατικό ήταν σαρωτικές. Μπήκε ρητά η αναγνώριση του κομβικού ρόλου της αγοράς.

Η λογική αυτή είναι κυρίαρχη;

Δείτε την τρέχουσα ρητορική από την Κίνα έως την Σομαλία, που μόλις άκουσα ότι το 53% πεθαίνει από την πείνα (ο FAO του ΟΗΕ, μάλιστα, προβλέπει ότι θα φτάσει σε λίγους μήνες το 72%) το μόνο που ακούς είναι ένα υβρίδιο λόγου που κάνει μια συνεχή αντιμετάθεση ανάμεσα στην αγορά και στην Πολιτεία, ανάμεσα στους όρους δανειστής και εταίρος. Σε συμβολικό, αφηγηματικό επίπεδο υπάρχει μια συνεχής διολίσθηση στο λόγο προς το οικονομικό με μια ιδιόλεκτο, η οποία εκπορεύεται από τις πολύ επεξεργασμένες λέξεις της επιχειρηματικής τραπεζικής αργκό.

Δεν ξέρω γιατί μου έρχεται τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο η φράση από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι η εκτελεστική εξουσία δεν είναι άλλο παρά μια επιτροπή διαχείρισης των κοινών υποθέσεων της αστικής τάξης- μολονότι πολλοί πέρασαν από τις μεταγκραμσιανές επεξεργασίες του Νίκου Πουλαντζά για τη σχετική αυτονομία του κράτους. Όμως, έγραφε σε μια εποχή που και ο ίδιος προγραμματικά-πολιτικά πίστευε απόλυτα στη δυνατότητα να υπάρξει μια μετάβαση από τον καπιταλισμό προς ένα τύπο κοινωνίας, που θα είχε πολλά κοινά στοιχεία με αυτό το οποίο έμεινε ατελείωτο στην επεξεργασία του. Και ήταν το πρόταγμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας μέσα από το κράτος, το κοινοβούλιο, μέσα από τα κόμματα, μέσα από την ελευθεροτυπία, μέσα από τα συνδικάτα, γιατί το κράτος είχε μια σχετική αυτονομία απέναντι στις μερίδες της αστικής τάξης.

Πώς εξηγούνται εύκολα τα 18 χρόνια της Θάτσερ, και μετά του Μέιτζορ; Πώς εξηγείται ο ριγκανισμός; Πώς εξηγείται η φράση που είχε πει η Θάτσερ «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες»; Πώς εξηγείται η ηγεμονία αυτών των ιδεών; Όλα χειροτέρευαν. Δεν μπορούσε ο Μπλερ να μην αλλάξει το Καταστατικό του Εργατικού κόμματος, να μην αλλάξει ριζικά προς το φιλελεύθερο, προς την αγορά, προς το κεφάλαιο, και εις βάρος της εργασίας.
 Πριν γράψει τον “Πλούτο των Εθνών” ο Σμιθ, έχει γράψει ένα δοκίμιο, που δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά, “Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων”. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς κρούει τον κώδωνα για τον κίνδυνο της αδηφαγίας, της κτητικότητας και της αρπακτικότητας. Όλα αυτά κυβερνούν σήμερα.

Αυτή η χυδαία πολιτική να στρέφουν τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης και να γίνεται ένας διαγκωνισμός ευτελισμού της μιας προς την άλλη, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Διάβασα μια φράση στο Οικονομικό Βήμα ενός κινέζου επιχειρηματία που απασχολεί 1.000.000 εργαζομένους. Μια φράση που καταργεί σε λίγες λέξεις όλη την ιστορικότητα αυτού του πολυσχιδούς οικοδομήματος, που είναι  ο καπιταλισμός. Αυτός θέλει να βάλει ρομπότ στην παραγωγή και είπε: «Καλός εργαζόμενος είναι εκείνος, ο οποίος εργάζεται, δεν πληρώνεται και κυρίως δεν αυτοκτονεί». Και μια άλλη φράση που είπε ο μέγας και τρανός Σόρος: «Οι αγορές μπορούν να προβλέψουν το μέλλον, διότι το προκαλούν». Τι να πει κανείς μπροστά σε αυτές τις φράσεις;

Τα συνδικάτα είναι σε θέση να παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο;

Τα μαζικά συνδικάτα -στην Ελλάδα δεν την είχαμε αυτήν την παράδοση, λόγω του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης του καπιταλισμού– άρχισαν να απομαζικοποιούνται. Μαζί με αυτό, έχουμε και την κρίση του ίδιου του συνδικαλισμού, μετά το ‘75 ειδικά, όπου παρατηρείται μια σταθερή σταδιακή μείωση των μελών τους, ακόμα και στο χώρο της δευτερογενούς παραγωγής με τη ρομποτική, τον μεταφορντισμό. Αυτό που λέει ο Λιπιέζ, η εργασία με κομμάτια: σου λέει, άστο το 8ωρο μπορεί να είναι και εξάωρο. Την Παρασκευή θα κάνουμε ταμείο. Στη Σααμπ, που ήταν η πρώτη επιχείρηση ήδη από το 1973 που έσπασε την αλυσίδα παραγωγής και έκανε τη μορφή του ατελιέ, υπήρχαν εναλλασσόμενοι ρόλοι του εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος δεν ήταν μόνο να βιδώνει μπουλόνια, μπορούσε να δει και τον εγκέφαλο παροχής βενζίνης. Και μάλιστα την Παρασκευή στο ταμείο μπορούσε να πάρει και μπόνους. Είναι πολύ πιο ελαστικό επομένως το περιβάλλον, ενδεχομένως, όμως, πολύ πιο πιεστικό. Υπάρχουν επίσης οι κατακτήσεις των κοινωνικών δικαιωμάτων, οι οποίες επενδύθηκαν, θεσμικά και πολιτικά, μέσα στη δομή της εξουσίας και αποτέλεσαν τη μορφή του κοινωνικού κράτους. Το δεύτερο που γίνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είναι η σταδιακή κυριαρχία ενός προτύπου, απότοκου πιστεύω του καταναλωτικού μπουμ, αλλά, όπως λέει το ‘92 ο Μπάουμαν, και της εξατομίκευσης που επιφέρει αυτό το μπουμ. Υπήρξε από εκεί και μετά, με ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στο life - style. Αυτό αποτελεί την απόδειξη του θριάμβου μιας δημοκρατίας, δεν τη λένε αστική, έμμεση, αντιπροσωπευτική, που συνοδεύεται από την αναγωγή του ατόμου σε ύπατη αξία και από τον πλούτο που είναι αρκετός για να θρέψει καλά όλους.


Υπάρχει ήδη σημαντική υποχώρηση σε επίπεδο δικαιωμάτων.

Στην Γαλλία το 50% των εργαζομένων είναι κάτω από 900 ευρώ. Στο Παρίσι με αυτόν το μισθό είσαι παρίας. Ένας φίλος μου είπε ότι στην Γερμανία έχει διαμορφωθεί μια άτεγκτη κοινωνική πυραμίδα, όπου στο κάτω μέρος της υπάρχουν 7.000.000 συνταξιούχοι με κάτω από 500 ευρώ το μήνα. Στη Γερμανία, όχι αλλού...

Λύση μπορεί να υπάρξει; Ποιος είναι ο ρόλος της αριστεράς σε αυτήν την εξέλιξη;

Δεν υπάρχει λύση σε εθνικό επίπεδο. Διότι και τα κράτη της Λατινικής Αμερικής που “ακολούθησαν το λάθος δρόμο”, συνασπίστηκαν μεταξύ τους -και όχι μόνο μεταξύ τους. Μην ξεχνάτε ότι ο Τσάβες μέχρι την τελευταία στιγμή υποστήριξε τον Καντάφι. Δεν υπάρχει λύση σε αυτήν τη βαθειά, ολική, πολύπτυχη κρίση του καπιταλισμού ούτε σε περιφερειακό επίπεδο. Δεν μπορεί να δοθεί λύση ούτε σε επίπεδο, τυπικά εννοούμενης ΕΕ. Η λύση πρέπει να είναι ευρύτερη και διεθνής. Μπορεί αύριο σε θεσμοθετημένο φόρουμ, όπως είναι ο ΟΗΕ, ο οποίος τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει χάσει όλο και περισσότερες αρμοδιότητες, να δημιουργηθεί μια κίνηση, η οποία θα φτάσει μέχρι το σημείο να βάλει προδιαγραφές για την κατάργηση των οίκων αξιολόγησης ή να αποφασίσει να επιβάλει φόρο Τόμπιν. Να βάλουν ένα κανονιστικό, ρυθμιστικό αστικό πλαίσιο σε ένα καπιταλισμό που δεν θα αμφισβητηθεί στην παγκοσμιοποίησή του, αλλά θα επαναφέρει τον ρόλο των εξουσιαστικών ευκαιριών του έθνους - κράτους. Άλλωστε αυτή είναι η κλασική έννοια του όρου της κυριαρχίας. Αυτό είναι ένα επίπεδο αποκατάστασης του Πολιτικού. Ένα δεύτερο επίπεδο είναι η εκπόνηση ενός σχεδίου για την ίδρυση μιας νέας διεθνούς, με άλλα υποκείμενα, με άλλες προγραμματικές και ιδεολογικές αναφορές, με άλλη δομή.

Εδώ είναι και ο ρόλος της αριστεράς...

Βεβαίως. Γιατί από το 1999 και δώθε είχαμε απλώς ξεσπάσματα. Ξέσπασμα της Πράγας, της Γένοβας, του Σιάτλ..., που είχαν και αρνητικά στοιχεία. Γιατί δεν μπορεί να είσαι και με τους σκίνχεντς και με τους τροτσκιστές. Μόνο ως ξεσπάσματα μπορούμε να τα δούμε.

Ναι, αλλά ήταν μια απάντηση σε διεθνές επίπεδο.

Σωστά, χωρίς αμφιβολία ήταν και μια απόπειρα συνάντησης του διεθνούς στοιχείου πολύ θετική. Υπάρχει, επομένως, το μαζικό επίπεδο και κυρίως, τα εκατοντάδες εκατομμύρια άκληρων με την κυριολεκτική και ουσιαστική έννοια του όρου, νέων ανθρώπων. Η ιστορία κάνει τσαλιμάκια, κάνει κόλπα. Τον τελευταίο χρόνο ακούς όλο και περισσότερο νέους ανθρώπους να επαναλαμβάνουν το λάιτ - μοτιβ ενός σεναρίου τάχα μου ιστορικού, κατ’ ουσίαν ισχυρά χειραγωγικού από ιδεολογική άποψη: τη ζωή των νέων εικοσάρηδων – τριαντάρηδων την έφαγαν οι δύο τελευταίες γενιές. Το ακούς βέβαια συνεχώς και αποκωδικοποιημένα από τα ΜΜΕ ή το διαβάζεις, να λένε σε έναν άνθρωπο τρεις γενιές μπροστά από τον ίδιο, μας έφαγες το ψωμί, εσύ δεν έκανες τίποτα.

Υπάρχει ένα προσφιλές ιστορικά ζήτημα στην αριστερά. Ποιος, τι, με ποιον και ειδικά το με ποιόν. Δεν μπορεί να υπάρχουν σήμερα προνομιακά υποκείμενα στην ιστορία. Τα υποκείμενα θα είναι πολλά, διότι διαφορετικά δεν θα μπορεί να συγκροτηθεί ούτε καν ως ιδέα ένα οποιοδήποτε κοινωνικά συμμαχικό μέτωπο. Υπάρχει, λοιπόν, το ζήτημα των συμμαχιών.

Οι “πλατείες” είναι ένα είδος κοινωνικής συμμαχίας;

Εάν κατέβαινε κανείς στο Σύνταγμα τον Μάιο και τον Ιούνιο, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος, στη μεγάλη του πλειοψηφία, ήταν πολιτικά παρατημένος και κατέβαινε για πρώτη φορά. Όμως, αυτοί οι πολιτικά άκληροι, που δεν έχουν κληρονομήσει τίποτα από τη μεταπολίτευση και εδώ, μπορεί μερικές φορές ούτε χρήμα -είδα χιλιάδες φτωχούς ανθρώπους, από το ντύσιμο και μόνο-, είναι σαν να ζητάγανε έκφραση, να τους ακούσουν, και να ακούσουν και αυτοί οι ίδιοι τους εαυτούς τους, να αποκτήσουν πολιτικό λόγο. Αν και κακοπέρασε ο όρος “σύντροφος” από την κομματική αργκό, άγνωστοι άνθρωποι έπιαναν κουβέντα, πιάνονταν αγκαζέ, φωνάζανε, ήταν ή γίνονταν, συνεπώς, σύντροφοι.

Όμως, είδα επώνυμους ανθρώπους, που είναι στο χώρο της αριστεράς, ντυμένους ολόσωμα με σημαία γαλανόλευκη και όταν τους ρώτησα γιατί το κάνουν, μου απάντησαν “δεν θα το αφήσω μόνο σε ακροδεξιούς”. Το μείζον θέμα για την αριστερά είναι ποιος, τι, με ποιον. Υπάρχει μια σύγχυση, σε σχέση με τους διαχωρισμούς που γίνονταν έως και κατά το πρόσφατο παρελθόν. Δεν μπορεί μια οργάνωση, μια κίνηση, μια πρωτοβουλία, να είναι ταυτόχρονα αριστερή και εθνικοπατριωτική. Δεν γίνεται, είναι ασύμβατο.

Πρέπει να πάρουμε ένα πολύ μεγάλο δίδαγμα από την περίπτωση της Γαλλίας. Στις ευρωεκλογές του 1984, το νεότευκτο Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν πήρε ένα ποσοστό της τάξης του 12%. Από τις αναλύσεις που κάναμε, είδαμε μια μαζική μετατόπιση από τα μαζικά οχυρά του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος προς τον Λεπέν. Του έφυγαν ολόκληρες “φέτες”, με ένα σταθερό μοτίβο: «η προστασία της εργασίας των Γάλλων», ούτε το χρώμα, ούτε οι κατώτεροι, ούτε οι ξένοι.

Ο Τάκης Καφετζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Ένας κόσμος ανάποδα

World Map - Upside Down by ~vladstudio
 της Σίσσυς Βωβού*

ΑΥΓΗ, 18.9.11

Ακόμα και οι τραπεζίτες παραδέχονται σήμερα ότι έχουμε κρίση του καπιταλισμού, αυτό που δεν παραδέχονται είναι ότι χρειάζεται υπέρβαση ή ανατροπή του. Φυσικά η αριστερά θα μπορούσε ή θα έπρεπε να ηγηθεί ενός κινήματος για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και οικολογικό προσανατολισμό, με βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα προς την κατεύθυνση μιας άλλης κοινωνίας, προς την κατεύθυνση της ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων από τις πολύμορφες επιθέσεις των μνημονιακών πολιτικών, αλλά και προς την κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων που δυστυχώς ελάχιστα την απασχολεί. Αυτή τη στιγμή όμως το μέγεθος της απήχησής της είναι αρκετά περιορισμένο, ενώ η προοπτική ενότητας των δυνάμεων οι οποίες θα υποστήριζαν μια σειρά τέτοιων μέτρων, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, μένει να γίνει πράξη, ώστε να αποκτήσει δυναμική και αξιοπιστία.

Η αλλαγή των συνειδήσεων και η υπέρβαση της λατρείας και λαγνείας του χρήματος που, όπως διαβεβαιώνει και το τραγούδι «κάνει τον κόσμο να κινείται» και διαπερνά τον homo capitalisticus, πρέπει να εγγράφεται στις προτάσεις της αριστεράς. Η αριστερά χρειάζεται να κάνει ιδεολογική αντιπαράθεση προς όλα τα κανάλια διοχέτευσης ιδεολογίας, πρωτίστως βέβαια τα ΜΜΕ, που συντηρούν και αναπαράγουν τη θεσπισμένη και φυσικοποιημένη κοινωνική ανισότητα και τη λεηλασία της φύσης. Το πρόβλημα της οικονομίας, από αριστερή και οικολογική σκοπιά, σίγουρα δεν είναι πρόβλημα ανάπτυξης, αλλά πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η πλήρης απασχόληση και η οικονομία αφορά τους ανθρώπους που πρέπει να είναι πάνω από τα κέρδη όπως διακηρύσσει και το Κοινωνικό Φόρουμ.

Αν υπήρχε μηδενική ανάπτυξη, δηλαδή στάσιμη οικονομία, αλλά παράλληλα πλήρης απασχόληση με μοίρασμα των ωρών εργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται δουλειά για όλους και όλες, θα εξαφανιζόταν η τεράστια πηγή δυστυχίας που γεννά η ανεργία, η σπατάλη ψυχικής ενέργειας του τεράστιου αριθμού των ανέργων, οι ψυχικές ασθένειες, καταθλίψεις, αυτοκτονίες, η απαισιοδοξία, ο ρατσισμός, η αλληλοεξόντωση. Θα μπορούσαν οι καθημερινοί άνθρωποι να μην ασχολούνται με την παραγωγή χρήματος, αφού θα είχαν επαρκές για μια αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά με κάτι που αγαπούν.

*Μέλος του Δικτύου Γυναικών ΣΥΡΙΖΑ

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Τιτλοποίηση του οράματος- Η θεοποίηση του σχεδίου στην παράδοση της Αριστεράς

Gustav Klimt
Fir Forest I, 1951

Θέσεις, Editorial, Τεύχος 116, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2011

1. Το χρέος ως μηχανισμός εκκαθάρισης

Ακόμη και για τους πιο ανυποψίαστους έχει γίνει φανερό ότι το δημόσιο χρέος λειτούργησε και λειτουργεί ως μοχλός για την πλέον απροκάλυπτη μεταπολεμικά αναδιανομή εισοδήματος και εξουσίας προς όφελος του κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών αποκαλύπτει ότι αυτή η αντιδραστική αναδιανομή που συνοδεύεται από μια γενικευμένη παλινόρθωση επιδεινώνει το πρόβλημα το οποίο υποτίθεται ότι έρχεται να θεραπεύσει. Η συγκυρία θέτει λοιπόν αφ’ εαυτής ζητήματα στην ημερήσια διάταξη που ξεκινούν από τα άμεσα και πρακτικά και οδηγούν σε κομβικά επίδικα αντικείμενα πολιτικής και ταξικών συσχετισμών.

Άμεσο και πρακτικό είναι λοιπόν το ερώτημα αν το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο, αν δηλαδή μπορεί να εξυπηρετηθεί στο επόμενο διάστημα, εν γένει, και με τις συγκεκριμένες πολιτικές «προσαρμογής» που ακολουθούνται με βάση το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα ειδικότερα, καθώς και τα αποτελέσματα που επιφέρουν. Συνδεδεμένο με αυτό είναι το ερώτημα για το ενδεχόμενο να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί, αν φτάσει δηλαδή κάποια στιγμή που δεν θα μπορούν να καταβληθούν τόκοι για κάποιο τμήμα του χρέους, ή να αποπληρωθούν ομόλογα που λήγουν. 

Ειδικότερα, κάτω από το πρίσμα ότι ο συνήθης δανεισμός δεν είναι διακρατικός οπότε θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει αντικείμενο διακρατικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, αλλά «ελεύθερος», από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι αυτός υπόκειται στην κρίση των αγορών και στους μηχανισμούς χρηματιστηριακής παραγωγής χρήματος από χρήμα. Με σημαντικότερο συνεπαγόμενο ότι αν και όποτε οι δανειστές εκτιμήσουν ότι δεν είναι βιώσιμη η εξυπηρέτηση του χρέους, αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού καθώς η εκτίμηση για το μέλλον διαμορφώνει συμπεριφορές στο σήμερα. 

Με δεδομένο ότι οι σχετικά άμεσες ανάγκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου είναι υψηλότατες, μιας και στα επόμενα χρόνια θα ανακυκλωθεί σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος σε συνθήκες αυξημένων επιτοκίων και αυξημένων ασφαλίστρων κινδύνου για τα (ελληνικά) ομόλογα, τούτο συνεπάγεται μια εγγενή τάση για αύξηση του χρέους σε αντίθεση με τις επίσημες διακηρύξεις περί «ριζικής» αντιμετώπισης του ζητήματος. Εκτός εάν αυτό συνδυαστεί με υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα που δεν είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα συνδυασμένης περικοπής δαπανών και αύξησης δημοσίων εσόδων, τα οποία όπως έδειξε και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα προέρχονται από τις συνήθεις πηγές: τους μη έχοντες.

Από εδώ προκύπτει αβίαστα το ζήτημα της πολιτικής και των ταξικών συσχετισμών. Επειδή με τις πολιτικές «προσαρμογής» που υιοθετούνται μόνο ένταση της κρίσης του δημοσίου χρέους μπορεί να προκύψει, γίνεται φανερό ότι το δημόσιο χρέος και οι επιλογές αντιμετώπισής του δεν είναι παρά το πρόσωπο των πολιτικών εκκαθάρισης που έχουν ακόμη «μεγάλο δρόμο να διαβούν». Η ανεργία πρέπει να αναρριχηθεί σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων να γίνει ακόμη περισσότερο έκδηλη, η εργασία απόλυτα πρόθυμη να αποδεχτεί τον νέο «οδικό χάρτη».
Δεν έχουμε δει ακόμη τίποτε. Η εκκαθάριση βρίσκεται ακόμη στην αρχή…

2. Η «πολιτική» των μηχανισμών

Απέναντι σε αυτή την ολοένα σαφέστερη διαμόρφωση της πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων με άξονα το δημόσιο χρέος και την κρίση των δημόσιων οικονομικών εκτυλίσσονται διάφορες εναλλακτικές ή συμπλέουσες πρωτοβουλίες με συγκλίνοντα η φαινομενικώς αποκλίνοντα προτάγματα.

Κατά πρώτον προβάλλει και πάλι όλος ο εσμός των κρατικών διανοουμένων: Στον ορίζοντα του ρόλου που έχουν οι ίδιοι αξιολογήσει ως αρμόζοντα στο δικό τους «μεγαλείο», εξαντλούν την ανώφελη και εν μέρει αποκρουστική δημόσια παρουσία τους σε μεγαλόστομες διακηρύξεις, στην πραγματικότητα νουθεσίες προς την εξουσία – και την κοινωνία φυσικά – για τα «ιστορικά» ζητήματα που ο κοινός νους αδυνατεί να συλλάβει. 

Εδώ εντάσσεται η πρωτοβουλία «Διακεκριμένων καθηγητών υπέρ Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος» (Βήμα 14/6/2011), στην οποία στιγματίζεται ο στρουθοκαμηλισμός των Ελλήνων με ρητορικά ερωτήματα του τύπου: «Εμείς ως λαός δεν έχουμε καμία ευθύνη για την παρούσα δραματική κατάσταση; Δεν καθυστερήσαμε με μαζικές κινητοποιήσεις τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού μας συστήματος; Οι πολιτικές μας επιλογές, η επίμονη απαίτηση ευχάριστων προεκλογικών υποσχέσεων που οδηγούσε τα κόμματα σε πλειοδοσία “δεσμεύσεων” και εξοστράκιζε τις φωνές της πρόνοιας και της λογικής, ο ατομικός υπερδανεισμός και ο ακραίος υπερκαταναλωτισμός την περίοδο της φαινομενικής ευμάρειας δεν συνέβαλαν στη σημερινή κατάσταση; Και υπήρξαν ποτέ λαοί που δεν κατέβαλαν τίμημα για τα λάθη τους;» Οι οποίοι βεβαίως «υπενθυμίζουν» στους Έλληνες ότι οι «Ευρωπαίοι φορολογούμενοι» δεν μπορούν να πληρώνουν την ελληνική ασυνέπεια.

Εδώ συμπυκνώνονται ανάγλυφα όλες οι δοξασίες των κρατικών μηχανισμών περί του αιτίου τη «ελληνικής κακοδαιμονίας», αν και πρόσφατα μάθαμε από τον Υπουργό Πολιτισμού ότι «τα λεφτά τα έφαγε το κύκλωμα των στημένων αγώνων». Μόνο που δυστυχώς για τους «διακεκριμένους» οι δοξασίες τους διαψεύδονται από πηγές πολύ πιο έγκυρες από τις δημοσιογραφικού τύπου αναφορές τους. 

Με βάση τα δεδομένα που δημοσιεύονται στην Zeit (22/6/2011), η Γερμανία έδωσε στην Ελλάδα πιστώσεις ύψους 8,4 δις € για τις οποίες η Ελλάδα έχει καταβάλει μέχρι στιγμής 183 εκ. € εκ των οποίων η γερμανική προμήθεια ανέρχεται σε 42 εκ. €. Επίσης η μεγέθυνση στη Γερμανία επλήγη κυρίως από την πολιτική του σκληρού Ευρώ, παρά από την βοήθεια προς τις «αδύναμες χώρες»: κάθε μονάδα υποτίμησης του Ευρώ φέρνει περίπου μία μονάδα αύξησης των γερμανικών εξαγωγών. Ενώ η «παραγωγικότητα» του κεφαλαίου είναι αρκετά διαφορετική σε κάθε χώρα: στη Γερμανία με ωριαίο εργασιακό κόστος 33,10 € παράγεται αξία 37 €, ενώ στην Ελλάδα με εργασιακό κόστος 16,60 παράγεται αξία 24 €. Και κάτι ακόμη για τους θιασώτες της «παραγωγικής» ανασυγκρότησης της Ελλάδας «που δεν παράγει τίποτε»: κύριο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας προς τη Γερμανία δεν είναι το ελαιόλαδο ή τα αγροτικά προϊόντα αλλά φαρμακευτικά σκευάσματα γενικής χρήσης.

Στην ίδια λογική είναι και η έκκληση των 32 «ανθρώπων του πνεύματος» μεταξύ των οποίων και του γνωστού τροβαδούρου που αναζητεί νησιωτική χλωρίδα για να φιλοξενήσει παραγωγικά την «πανίδα» των μεταναστών, προς όλο το πολιτικό φάσμα να παραμερίσει την «ιδιοτέλεια» και να συνεργαστεί για να παραμείνει η Ελλάδα «ισότιμο» μέλος στην ευρωπαϊκή «κοινωνία». Αλλά το ίδιο πρότυπο αναπαράγει και η επιστολή «διακεκριμένων καθηγητών» προς τον Κάρολο Παπούλια με «ριζοσπαστικό» πρόσημο, όπου «με αίσθημα εθνικής ευθύνης», διατυπώνουν «συγκεκριμένες προτάσεις» που μπορούν να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η καταγγελία του Μνημονίου, η κήρυξη στάσης πληρωμών, η διεκδίκηση του κατοχικού δανείου αλλά και η «λειτουργία του κράτους υπό καθεστώς μηδενικού ελλείμματος»…

Όλες αυτές οι πολιτικές με το τεχνοκρατικό ή «πολιτικό» περίβλημα τελικά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να σταθεροποιούν τον κυρίαρχο λόγο, είτε ως κύρια είτε ως συμπληρωματική όψη του. Διότι στην κάθε μορφή τους αναπαράγουν σε απλή ή διευρυμένη μορφή κάποιο σύνδρομο ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη βάση της άρχουσας ιδεολογίας. Της «χώρας», του «κοινού σκάφους» στο οποίο είμαστε στοιβαγμένοι όλοι, του «μέλλοντος των παιδιών μας», και άλλα ηχηρά.

3. Η ανυπακοή των μαζών

Όμως, τόσο η προφανής ανεπάρκεια της πολιτικής των μηχανισμών, όσο και η πρόσφατη κυβερνητική οπερέτα των εκβιασμών και ανασχηματισμών μπροστά στην αδυναμία επιβολής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, δεν πρέπει να επηρεάσει τη διαύγεια της εικόνας που έχουμε μπροστά μας. Η Ελλάδα συγκλονίζεται για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες από ένα κίνημα που δεν ξεκίνησε από την Αριστερά και διατηρεί μια αξιοσημείωτη δυναμική πέρα από τα όρια και τις δυνατότητές της: το κίνημα της πλατείας. 

Μια δράση που συμπυκνώνει την οπτική του μέσου εργαζόμενου, του άνεργου και του αποκλεισμένου, της νεολαίας και των φοιτητών, μιας πρωτοβουλίας στην οποία για πρώτη φορά εμφανίζονται να συνυπάρχουν χωρίς τις συνήθεις εντάσεις τόσο ετερόκλητα στοιχεία, από το οργανωμένο της Αριστεράς, έως το ελευθεριακό και το αυθόρμητο του αντιεξουσιαστικού χώρου, και από τις αυθόρμητες λαϊκές ιδεολογίες με όλες τις αντιφάσεις τους έως ακροδεξιές και εθνικιστικές αποχρώσεις που προσπαθούν να αναβαπτιστούν στη λαϊκή κολυμβήθρα. Με στόχο να μην περάσει το «Μεσοπρόθεσμο» και με όπλο τη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων ως αντίβαρο στη διαρκή, προϊούσα και μέχρι πρότινος αδυσώπητη κοινωνική απομόνωση.

Το «κίνημα της πλατείας» αντιδρά με τον τρόπο του, με την άμεση δημοκρατία, με τη δοκιμή νέων μορφών συνεννόησης και οργάνωσης από τα κάτω, στον ντε φάκτο αποκλεισμό του από τη λήψη των αποφάσεων και τη μετατροπή του σε εκλογικό μηχανισμό. Και με τον τρόπο και τις πρακτικές του αντιδρά και στους θεσμούς εκείνους που μιλάνε στο όνομά του, τα συνδικαλιστικά στελέχη του Δημοσίου που με την προστασία της κομματικής κάλυψης και των σχετικών προνομίων, φροντίζουν κυρίως με την επαναστατική ρητορεία να καλύψουν τη δική τους ιδιοτέλεια παρά να προάγουν το συμφέρον της εργασίας. 

Αυτή η νέα άμεση συλλογικότητα αντιστρατεύεται από τα πράγματα την παραδοσιακή κρατικού τύπου οργάνωση της Αριστεράς, που χρησιμοποιεί τα κινήματα ως εκλογικούς μηχανισμούς στα σωματεία, στους συλλόγους, στους δήμους, στη βουλή, στην ευρωβουλή, για να λειτουργήσει στη συνέχεια ως – έστω αντιπολιτευτικός – μηχανισμός του κράτους που η ίδια υποτίθεται ότι επιδιώκει να καταργήσει.

Το πλήθος στις πλατείες λειτουργεί από ένστικτο υπέρ μιας πολιτικής της αλληλεγγύης με όπλο την άμεση δημοκρατία, χωρίς να έχει – και πώς θα μπορούσε άλλωστε; – και να προτείνει τη διέξοδο και τη λύση. Λειτουργεί ως κήρυκας των αναγκών και των επιθυμιών μιας μάζας που είχε καταστεί άφωνη από τη ροή των πραγμάτων, αλλά που τελικά αποδεικνύεται έτοιμη να διεκδικήσει το άμεσο, το καθημερινό αλλά και το πολιτικό, το μεγάλο. 

Η λυτρωτική παρουσία του ανεξέλεγκτου κινήματος της πλατείας, με την ειρηνική καθημερινή άσκηση στη δημοκρατία καταρρίπτει τα ιδεολογήματα των τεχνικών της εξουσίας που από φόβο μπροστά στο κοινωνικά αστάθμητο και την ανεξέλεγκτη δυναμική των μαζών, προτείνουν και ευαγγελίζονται τον κοινωνικό ορθολογισμό που δεν είναι τίποτε άλλο από την «ασφάλεια» του κοινωνικού status quo, ένας ακόμη δρόμος προς το αδιέξοδο.

4. Η κρυφή γοητεία του ιδιωτικού

Αν οι κοινωνικές ανάγκες βρέθηκαν επιτέλους μέσω της «πλατείας» στο επίκεντρο της πολιτικής, τότε προέχει ο ορισμός τους και η διάκρισή τους από οτιδήποτε άλλο μπορεί να επιχειρείται στο όνομά τους. Η πρωταρχικότητα των κοινωνικών αναγκών έναντι του κέρδους έχει ως αναγκαία συνέπεια και τον τρόπο παραγωγής αγαθών που προορίζονται για την ικανοποίησή τους, με κεντρικό πυρήνα τη διασφάλιση του δημόσιου ελέγχου σε όλους τους τομείς που συμβάλουν στην παραγωγή τους. Αυτό στη συγκεκριμένη σημερινή συγκυρία ενδεχομένως σημαίνει ότι για το κοινωνικά συγκεκριμένο ελάχιστο επίπεδο κοινωνικών αναγκών – Υγεία-Περίθαλψη, Παιδεία αλλά και Πολιτισμό – θα πρέπει να διασφαλιστεί μέσω του κοινωνικού ελέγχου η παραγωγή για τις ανάγκες και όχι για το κέρδος. Και εδώ δυστυχώς η μη ιδιωτικοποίηση ή η τυπικά δημόσια οργάνωση της λειτουργίας συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής δεν αρκεί για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. 

Το δίδαγμα από την έως σήμερα λειτουργία τυπικά δημόσιων υπηρεσιών δείχνει ότι το κλειδί για την ανάδειξη της οικονομίας των αναγκών είναι η εξάλειψη και της αφανούς εσωτερικής ιδιωτικοποίησης «από τα κάτω» που παραδοσιακά κυριαρχεί στον κοινωφελή δημόσιο τομέα. Η εσωτερική ιδιωτικοποίηση «από τα κάτω» είναι σύμπτωμα της ηγεμονίας του καπιταλισμού (και του νεοφιλελευθερισμού) και αποτελεί πολύ μεγαλύτερο εμπόδιο για την εγκαθίδρυση της οικονομίας των αναγκών από τις τυπικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής. Μιλάμε για τον θρίαμβο της ιδεολογίας του «ιδιωτικού», με τη μικρής κλίμακας ευρύτατα διαδεδομένη διαφθορά στους δημόσιους χώρους να απαιτεί ακόμη και για την παροχή της πλέον αμελητέας υπηρεσίας την ιδιωτική συναλλαγή υπό το οποιοδήποτε πρόσχημα και την καταβολή του σχετικού τιμήματος. 

Υπάρχει εμφανέστερη ομολογία απόλυτης ηγεμονίας του κεφαλαίου από την υιοθέτηση της στρατηγικής του κέρδους ως κίνητρου για την κινητοποίηση της «δημόσιας» παραγωγικής μηχανής;
Και πάλι, αυτή η βιωμένη πρακτική στην ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι άραγε ένα απόλυτο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την παραγωγή πραγματικά δημόσιων αγαθών σύμφωνα με τις ανάγκες, δηλαδή εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια να γίνει ηγεμονικό το στρατηγικό πρόταγμα μιας Κοινωνίας της Αλληλεγγύης;

Αλλά πέρα και πάνω από τη δωροληψία, τη συναλλαγή και την κυριαρχία του κέρδους στις δοσοληψίες που σχετίζονται με δημόσια αγαθά, παρόμοιας υφής είναι και η κυριαρχία του ιδιωτικού που αναπτύσσεται σε δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα και κοινωφελείς, με την παραμέληση του καθήκοντος, την υιοθέτηση γραφειοκρατικών αντιλήψεων στην εξυπηρέτηση των πολιτών, τη «λούφα» και την απουσία ελέγχου επί του αποτελέσματος. Και μάλιστα σε έναν τομέα που ως δημόσιος θα όφειλε να λειτουργεί υποδειγματικά για την παραγωγή των κοινωνικών αγαθών. Το «ίδιον συμφέρον» όσο ασήμαντο και αν φαίνεται αποτελεί τη μαγιά για την απαξίωση της οικονομίας των αναγκών και της κοινωνίας της αλληλεγγύης: Αυτό το ιδεολογικό κλίμα, που σε ορισμένες περιπτώσεις εκτρέφει και διαχέει τη διαφθορά, την παράνομη συναλλαγή και «εξυπηρέτηση» ιδιωτικών συμφερόντων, βρίσκεται στον αντίποδα του εγχειρήματος της κοινωνικής ανατροπής και αποτελεί άλλη μια έκφανση της ηγεμονίας του κέρδους πάνω στις ανάγκες.

5. Το Σχέδιο και το Όραμα

Όλα τα παραπάνω μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι συνιστούν «πολυτέλεια» στη σημερινή συγκυρία, στην οποία η εργασία δέχεται ολομέτωπη επίθεση από το κεφάλαιο με όπλο τη δημοσιονομική κρίση και με μέσο την κάθε είδους κρατική τρομοκρατία. Μάλιστα εύλογη φαίνεται και η κριτική ότι η θέση αυτή συγκαλύπτει τις διαχωριστικές γραμμές, βρίσκοντας εχθρούς στο «εσωτερικό» των δυνάμεων της εργασίας, τη στιγμή που προέχει πάνω απ’ όλα η αρραγής ενότητα του μετώπου απέναντι στο κεφάλαιο και το κράτος. 

Η γοητεία και ηγεμονία του ιδιωτικού είναι όμως μια πραγματικότητα που διαπερνά το σύνολο των μηχανισμών, ακόμη και εκείνων που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς ή της αντίστασης στα μέτρα του Μνημονίου. 

Η συναλλαγή και η θεραπεία του «ιδιωτικού» κυριαρχούν σε συνδικαλιστικές πρακτικές του Δημοσίου, ιδίως εκεί όπου ο κυβερνητικός συνδικαλισμός κάθε χροιάς έχει εξαλείψει κάθε κοινωνική γείωση και έχει εκθρέψει τη συνδιοίκηση στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις. Γεγονός που δεν συγκαλύπτεται από τις «μαχητικές» κινητοποιήσεις όσων δεν κινδυνεύουν στην εργασιακή τους ασφάλεια, οι οποίες άλλωστε έχουν ημερομηνία λήξης κατά την ψήφιση του κάθε νόμου. Ούτε από τις κραυγές για «ασυμβίβαστο αγώνα» ενάντια στην ιδιωτικοποίηση όταν εκείνο που μάλλον διακυβεύεται είναι η θέση της συνδικαλιστικής αριστοκρατίας στην εσωτερική εταιρική ιεραρχία και εξουσία. Ιδίως όταν η «μετοχοποίηση» έχει γίνει σιωπηρά ή ηχηρά δεκτή ως μέσο για την «ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας» των επιχειρήσεων, «παραβλέποντας» ότι η χρηματιστηριακή λογική εδράζεται στη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους και όχι σε κάποιο νεφελώδες κριτήριο κοινωνικής ωφέλειας. 

Και δεν είναι σπάνιο οι πρακτικές αυτές στη συγκυρία να αποσπούν την ενεργή υποστήριξη της Αριστεράς, στο πλαίσιο μιας τακτικής ή και στρατηγικής σύμπλευσης. Γιατί η Αριστερά είναι προσηλωμένη στους άμεσους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και έχει συνηθίσει να τους εντάσσει σε ένα πανταχού παρόν «Σχέδιο», το οποίο στόχο έχει να υπηρετήσει την πάλη για «τότε» που «η Αριστερά θα γίνει κυβέρνηση». Ένα Σχέδιο που κάτω από την πίεση της καθημερινής πολιτικής πρακτικής τείνει να ισχυρίζεται ότι διαθέτει «λύσεις» επεξεργασμένες για τώρα, για το μέλλον. Κάτι που, ακόμη και αν υφίσταται στα χαρτιά, είναι διαβατήριο για τον κόσμο των σκιών μιας και η δημιουργία του αριστερού «Σχεδίου» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εναλλακτικό πρόταγμα ηγεμονίας, το οποίο τίθεται «εδώ και τώρα», και του οποίου «υποκείμενο» μέσα στην πάλη των τάξεων δεν μπορεί να είναι παρά τα κινήματα, ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία. 

Μια κατασκευή δηλαδή στην οποία το Όραμα έχει πάντα τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο.

6. I had a dream

Το Σχέδιο λοιπόν έπεται, «δεν υπάρχει», παρά μόνο ως διαδικασία δημιουργίας του, δηλαδή διαμορφώνεται από το «υποκείμενο» (τα κινήματα, τον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία) μέσα στην ταξική πάλη, καθώς θα αλλάζει ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, θα κερδίζονται μάχες, θα διαμορφώνονται νέα πρακτικά δεδομένα πάνω στα οποία θα μπορέσει να στηριχθεί ο επόμενος κύκλος ανέλιξης του Σχεδίου. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχουν κατευθυντήριοι άξονες, αρχές και στόχοι, που τίθενται από την Αριστερά και τα κινήματα, αλλά αυτά επ’ ουδενί συνιστούν αυτό που τυπικά χαρακτηρίζεται Σχέδιο. Το Σχέδιο προκύπτει μόνο μέσα στη διαδικασία των κοινωνικών μετασχηματισμών και μόνο εφόσον διαμορφώνονται οι κατάλληλοι συσχετισμοί δύναμης.

Υπάρχει και μια ιστορική εικονογράφηση των παραπάνω που μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τη σημασία και την απόλυτη χρησιμότητα του οράματος. Στη δεκαετία του ’60, ο ηγέτης του κινήματος για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ Martin Luther King ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία του και την πορεία προς την πρωτεύουσα των ΗΠΑ – που δυστυχώς διακόπηκε άδοξα με τη δολοφονία του – με μια μαγική φράση που έδρασε καταλυτικά και ηγετικά στη δεδομένη εκρηκτική συγκυρία της φυλετικής καταστολής των έγχρωμων πολιτών, με το ιστορικό: I have a Dream. Για να γίνει χιονοστιβάδα στη συνέχεια.

Αντιθέτως, αν διακήρυσσε ένα τεχνοκρατικό I have a Plan, δηλαδή ότι στις δεδομένες συνθήκες είχε Σχέδιο και «προτάσεις διεξόδου», μάλλον θα έμενε στην ιστορική αφάνεια. Αντίθετα, το περίφημο I have a dream, κινητοποίησε γιατί παρέπεμπε στο Όραμα και στην αναγκαιότητα να αλλάξουν οι δεδομένες κατά την έναρξη της διαδικασίας συνθήκες.

Όραμα: η επίκληση του ανέφικτου ως δικαίωμα για τη σταδιακή και υπό συνθήκες στοιχειοθέτηση του Σχεδίου ανατροπής. Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που βρίσκονται στις πλατείες της χώρας ξέρουν καλά τι δεν θέλουν (τη φτώχεια, την ανεργία, τον αυταρχισμό, την έλλειψη δημοκρατίας) και επομένως έχουν σαφές το περίγραμμα του Οράματος. 

We have a Dream…