Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

«...το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η επιβίωση για την επιβίωση.»

από την Εποχή, 28.02.10
του Βασίλη Μουλόπουλου

Αν οι εξελίξεις στην Ελλάδα είναι μέρος των παγκόσμιων εξελίξεων, σ' αυτές τις εξελίξεις θα πρέπει να δώσουμε ένα όνομα και να χαράξουμε ένα χάρτη. Το όνομα για μένα είναι παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και ο χάρτης όλος ο πλανήτης. Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό δεν μπορεί να υπάρξουν καθαρά τοπικές νίκες εναντίον του. Όπως οι εργάτες μιας βιομηχανίας δεν μπορούν να εμποδίσουν μόνοι τους τη μετεγκατάσταση της επιχείρησης σε άλλη χώρα, έτσι και μια ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να αγωνισθεί μόνη της ενάντια στις πολιτικές του κεφαλαίου για έξοδο από την κρίση. Μια αντισυστημική αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι και διεθνιστική.
Πιστεύω ότι πρέπει να βρούμε τη δύναμη και την ευφυΐα να αναπτύξουμε στρατηγική πρόταση, ικανή να ασκήσει ηγεμονία στην κοινωνία και στην πολιτκή, προτείνοντας νέα κοινωνικά και παραγωγικά μοντέλα που θα επηρεάσουν τη ζωή της χώρας και τους θεσμούς της. Πολλοί ίσως μειδιάσουν γι' αυτά που λέω χαρακτηρίζοντάς τα ουτοπικά. Ότι μια δύναμη μειοψηφική όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, του 4,6% και στα όρια της διάσπασης, το μόνο που θα έπρεπε να σκέφτεται είναι πώς θα επιβιώσει.
Θα απαντήσω ότι το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η επιβίωση για την επιβίωση. Και ότι πολλές φορές υψώνοντας τον πήχη επιτυγχάνεις το μεγάλο άλμα.
Υπάρχουν στιγμές που μόνο οι μειοψηφίες μπορούν να πάνε ενάντια στο ρεύμα, να παίξουν έναν ιστορικό ρόλο ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ το μέγεθος και το βάρος τους. Υπάρχουν στιγμές που μόνον οι τρελοί του χωριού τολμούν να πούνε την αλήθεια. Το ζητούμενο είναι αν στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ακόμα τρελοί για να τολμήσουν το μεγάλο άλμα.

Δομική ή προγραμματική αντιπολίτευση;

Δομική ή προγραμματική αντιπολίτευση; Και γιατί; Για να δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα, πρέπει να συμφωνήσουμε πρώτα στο περιεχόμενο των λέξεων. Εγώ, την πρώτη απάντηση που αυθόρμητα δίνω, είναι αριστερή, χωρίς άλλον επιθετικό προσδιορισμό. Αλλά τι σημαίνει αριστερή; Και τι σημαίνει δομική;
Και η αριστερή αντιπολίτευση εμπεριέχει την προγραμματική αντιπολίτευση; Και σε ποιο πεδίο θα δοθεί; Στους θεσμούς, στα κινήματα, στα συνδικάτα; Και ποιες είναι οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα συσπειρώσουμε; Οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που θα κάνουμε; Και κυρίως ποια θα είναι η πρόταση αυτής της αριστερής αντιπολίτευσης;
Για μένα η αντιπολίτευση μιας κοινωνικής αριστεράς, όπως πιστεύω ότι έιναι ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν από όλους τους άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς, είναι η αντισυστημική. Και αυτή την αντιπολίτευση μπορεί να την κάνει μια ανταγωνιστική αριστερά. Μια αριστερά που αρνείται ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο δυνατό σύστημα παραγωγής και ότι η μόνη δυνατή κοινωνία είναι αυτή της αγοράς.
Αλλά μια αντισυστημική αντιπολίτευση δεν αρκεί να λέει «όχι», να είναι μόνο «ενάντια». Πρέπει να έχει μια πρόταση που στα προβλήματα της εργασίας, της κοινωνίας, της οικονομίας, της οικολογίας, της Δημοκρατίας, δίνει απαντήσεις διαφορετικές από τη δεξιά. Εδώ και τώρα και όχι όταν οι «συνθήκες ωριμάσουν».

Εθελοντική υποδούλωση, ο βρόγχος της αριστεράς

Αλλά αυτό είναι εύκολο να το λες και δύσκολο να το κάνεις, όπως αποδεικνύει η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Εγώ πιστεύω ότι οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων αριστερών δεν εξαρτώνται από το έλλειμα καλής θέλησης ή από κομματικούς μικροϋπολογισμούς. Για πάνω από τριάντα χρόνια, η αριστερά διαλύεται από την επίθεση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που άλλαξε τις οικονομικές και παραγωγικές δομές, τις ταξικές συνθέσεις και τις ανάγκες του κόσμου μας. Προσπάθησε να υπερασπίσει ανεπιτυχώς τις κοινωνικές κατακτήσεις του νεοφιλελευθερισμού, εγκαταλείποντας τις μεγάλες ιδέες που την είχαν γεννήσει.
Εδώ και τριάντα χρόνια, χρόνο με το χρόνο, ήττα με την ήττα, ωρίμασε στη συλλογική της συνείδηση η ιδέα ότι το παιχνίδι έχει τελειώσει, ότι οι «άλλοι» κέρδισαν οριστικά.
Αυτή η «εθελοντική υποδούλωση» -όπως την αποκαλεί η Ροσάνα Ροσάντα- είναι ο βρόγχος που πνίγει την αριστερά. Που την παραλύει μεταξύ του «αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα καλύτερα να παραδοθούμε» και του «αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα ας κλείσουμε ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα του κομματικού μας οίκου, για να σώσουμε τουλάχιστον την επαναστατική ψυχή μας».

Ο εργαζόμενος πάλι στο επίκεντρο

Αν θέλουμε όχι απλά να επιβιώσουμε, ούτε μόνο να αντισταθούμε ηρωικά, στην τελική επίθεση που έχει εξαπολύσει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, χρειαζόμαστε μια πρόταση που να πείθει και να κινητοποιεί. Που να δένει τις μεμονωμένες κοινωνικές συγκρούσεις και να τους δίνει προοπτική παρέμβασης στην κεντρική σκηνή. Ένα πολιτικό υποκείμενο δηλαδή, που θα αμφισβητήσει το κοινωνικό μοντέλο  και θα αρχίσει να περιγράφει ένα άλλο. Τα διάφορα κινήματα μας έχουν δείξει το δρόμο. Αλλά από μόνα τους δεν αρκούν. Είναι η αναγκαία αλλά όχι η ικανή συνθήκη. Χρειάζεται το πολιτικό υποκείμενο. Είναι πολύ πιθανό ότι το ιστορικό πρότυπο, που ονομάζεται κόμμα, δεν είναι πλέον κατάλληλο για να αναλάβει αυτόν το ρόλο. Η πολιτική όμως παραμένει απαραίτητη, αυτό που πρέπει ν' αλλάξει είναι ο τρόπος άσκησης της πολιτικής. Το κλασικό μοντέλο του εργατικού κινήματος που βασιζόταν στη σχέση μεταξύ τάξης-κόμματος-συνδικάτου, δεν λειτουργεί πλέον. Πρέπει να ανακαλύψουμε μια νέα πολτική κουλτούρα προσαρμοσμένη στη σημερινή κοινωνία όπου ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός την έχει κατακερματίσει, ικανή να ανασυνθέσει την κοινωνία  και να της δώσει τις απαντήσεις που θέτει. Μια πρόταση που θα βάλει και πάλι στο επίκεντρο τον εργαζόμενο. Όχι τον εργαζόμενο που γνωρίζαμε, αλλά εκείνον με τα πολλά πρόσωπα της μεταβιομηχανικής εποχής.

Παρέμβαση και στο πεδίο των θεσμών

Για μένα, το πρώτο απαραίτητο βήμα που πρέπει να γίνει, είναι να ορίσουμε και να εγγυηθούμε μια περίμετρο, εντός της οποίας να συνομιλήσουμε, να συγκρουστούμε, να διαφωνήσουμε και να συμφωνήσουμε για να συνθέσουμε μια πολιτική πρόταση ισχυρή στα πεδία των ιδεών, της κοινωνίας και των θεσμών. Για τα όρια παρέμβασης στους θεσμούς, συμμερίζομαι τις ενστάσεις, αλλά χωρίς αυτήν την παρέμβαση, η πρόταση χωλαίνει, όπως και το να περιορισθούμε μόνο σε αυτήν, σημαίνει ότι κόβουμε κάθε κανάλι επικοινωνίας και τροφοδοσίας από τα κοινωνικά κινήματα και πεθαίνουμε από ασφυξία. Σε αυτή την περίμετρο χωράνε όλες οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πολλές έξω από αυτόν. Με την προϋπόθεση να βάλουν στην άκρη τις αγκυλώσεις του κομματικού πατριωτισμού και της ιστορικής τους ταυτότητας.
Μέσα μπορούν να χωρέσουν και εκείνοι οι οικολόγοι που γνωρίζουν ότι η λεηλασία του πλανήτη οφείλεται στην οικονομία του κέρδους. Ότι η αντίθεση κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας είναι και αντίθεση κεφαλαίου-οικοσυστήματος. Όσο για τα κινήματα, η ίδια τους η υπόσταση τους επιτρέπει να προσχωρούν στο όλον ή στα επιμέρους, διατηρώντας την αυτονομία τους.

Πώς θα αλλάξουμε μια κοινωνία άδικη

Άφησα τελευταίους τους ηγέτες. Αυτοί θα πρέπει να δουλέψουν μαρξιστικά όπως το κράτος στην κομμουνιστική κοινωνία. Δηλαδή για την εξαφάνισή τους.
Σε αυτή την περίμετρο οικοδόμησης του νέου πολιτικού υποκειμένου της αριστεράς, αυτό που δεν χωράει, ούτε καν εφάπτεται, είναι το ΠΑΣΟΚ, όχι γιατί είναι σοσιαλδημοκρατικό αλλά γιατί δεν είναι το άλλο σκέλος της αριστεράς. Της λεγόμενης συστημικής.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η αριστερά διασπάστηκε βίαια μεταξύ επαναστατών και ρεφορμιστών. Δηλαδή στο «πώς» θα αλλάξουμε μια κοινωνία άδικη, αλλά στο ότι έπρεπε να αλλάξει δεν διαφώνησε κανείς. Σήμερα, αυτό το ρεύμα της αριστεράς δεν υπάρχει. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη πέθανε τη δεκαετία του '80, όταν κήρυξε το τέλος της πάλης των τάξεων και ανέλαβε την εδραίωση και εξάπλωση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και τα ομόσταυλα μετασοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης, δεν είναι συστημική λύση του προβλήματος αλλά μέρος αυτού. Δεν στοχεύει όπως η κλασική σοσιαλδημοκρατία να διορθώσει τον καπιταλισμό, αλλά να αναδιαρθρώσει τα δικαιώματα της εργασίας ως το σημείο να τα κάνει ένα εμπόρευμα, όπως τα άλλα, όπως ήταν μέχρι το 18ο αιώνα.

το έργο Crystal Mind, του Nevit Dilmen, computer art, 1999, από την Wikipedia, δεν αποτελεί μέρος του αρχικού άρθρου.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΚΟΚΚΙΝΟ-ΠΡΑΣΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ: Συμβολή στο 6ο Συνέδριο του Συνασπισμού

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Δέκα χρόνια πριν, δέκα χρόνια μετά

Δέκα χρόνια πριν, στο 3ο Συνέδριο του Συνασπισμού, οι πιο αισιόδοξοι από μας δεν θα μπορούσαν να φανταστούν πόσο μεγάλη διαδρομή θα καλύπταμε σε αυτή τη «σύντομη» δεκαετία.

Είχε προηγηθεί βεβαίως μια «διαβρωτική» δεκαετία, μια δεκαετία κρίσης και αποσύνθεσης που ημερολογιακά ξεκίνησε με την κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η οποία όμως δεν άφησε ανέγγιχτα ακόμα και τα ποιο κριτικά μαρξιστικά ρεύματα, ακόμα και εκείνα τα αριστερά κόμματα τα οποία εγκαίρως είχαν πάρει «διαζύγιο» από τα γραφειοκρατικά και εκμεταλλευτικά καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας. Καθεστώτα εκμεταλλευτικά και ανελεύθερα που καταχρηστικά ονομάσθηκαν «σοσιαλιστικές χώρες», δυσφημώντας κάθε χειραφετητικό εγχείρημα που επιμένει να αναφέρεται στις παραδόσεις του εργατικού και επαναστατικού κινήματος: στον Μαρξ, τον Λένιν, τη Ρόζα, τον Γκράμσι και τόσους άλλους που νοηματοδότησαν την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων.
Σε αυτά τα 10 χρόνια άλλαξε και ο Συνασπισμός, βήμα-βήμα μεταμορφώθηκε από κόμμα της κεντροαριστερής συναίνεσης σε κόμμα της σύγχρονης ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς, ομόλογο με παρόμοια εγχειρήματα που έχουν συντελεστεί την ίδια περίοδο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χρειασθήκαμε χρόνια για να αλλάξουμε το παράδειγμα πολιτικής δράσης και θα χρειασθούμε και άλλο χρόνο, όπως φαίνεται, για να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας του κόμματός μας. Μια γενιά «αναλώθηκε» προκειμένου ο Συνασπισμός να αποκτήσει αυτόνομο πολιτικό στίγμα, να πάψει να θεωρείται ενδιάμεσος, μεταβατικός και συμπληρωματικός πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ.

Εργαστήκαμε στο πλαίσιο της αριστερής στροφής, θεωρητικά και πολιτικά, για να αποκτήσει το κόμμα μας ταυτότητα, δουλέψαμε στα 2 προηγούμενα συνέδρια και κυρίως στα «Προγραμματικά» προκειμένου να μην μας συνέχει μόνο η «πολιτική ενότητα», αλλά και η προγραμματική και η ιδεολογική. Αρκετοί σύντροφοι, η Ανανεωτική Πτέρυγα κυρίως, δεν θέλουν να το αποδεχθούν ακόμα και σήμερα παραμένοντας καθηλωμένοι σε αναλύσεις και ισχυρισμούς άλλων εποχών –εποχών κρίσης και αποϊδεολογικοποίησης. Οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύστηκαν από την ίδια την κρίση ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μαζί και ο «πολιτικός πραγματισμός» των συναινέσεων στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου δικομματικού πολιτικού συστήματος.

Χρειάσθηκαν μεγάλες συγκρούσεις, ατέλειωτοι εσωκομματικοί καβγάδες προκειμένου να πάψουμε να θεωρούμε την κυβερνητική εξουσία και τα ΜΜΕ το κέντρο της πολιτικής μας προσοχής και να αφιερωθούμε στην κοινωνία και στις διεργασίες της. Εκπαιδευτήκαμε, αλλά και εκπαιδεύσαμε μια νέα γενιά συντρόφων και συντροφισσών να συμμετέχουμε, να δημιουργούμε να ενθαρρύνουμε κοινωνικά κινήματα (αντιπαγκοσμιοποιητικό, κινήματα πόλης, μεταναστευτικό, δικαιώματα, διακρίσεις, καταστολή, περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες) χωρίς να υποτιμήσουμε τα ιστορικά κινήματα, τον εργατικό και αγροτικό συνδικαλισμό.

Δεν είμαστε ανυποψίαστοι: γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός κατακερματίζει τους εργαζόμενους με τη νέα οργάνωση της εργασίας, με τα εξατομικευμένα συστήματα αμοιβών και τις διαφοροποιημένες εργασιακές σχέσεις, με τις υπαρκτές αντιθέσεις των πολλαπλών ταυτοτήτων, με τον ατομικισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία και τον καταναλωτισμό ως κοινωνικό όραμα. Όπως γνωρίζουμε ότι οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αδυνατούν να συνθέσουν τους «εκτός των τειχών», τους άνεργους, τους επισφαλείς, τους νέους της εργασιακής περιπλάνησης, τις γυναίκες, τους μετανάστες και τις μετανάστριες με τα συνδικαλισμένα στρώματα μέσα από την έννοια της τάξης και του ταξικού συμφέροντος.

Εγκαταλείψαμε τα «εθνικά ακροατήρια» και εστιάσαμε την προσοχή μας στα στρώματα που πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις: στους ηττημένους της αγοράς, στις κατηγορίες της κοινωνικής ανασφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, στη γενιά των 700 ευρώ, στη νεολαία της αμφισβήτησης. Εκπονήσαμε ένα πολιτικό σχέδιο για την ενότητα της Αριστεράς, υλοποιούμε την ενότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με το ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούμε δια μέσου αυτού του σχεδίου να ενώσουμε τα κοινωνικά κινήματα, να ενοποιήσουμε τον κατακερματισμένο κόσμο της εργασίας.

Πολλά έχουμε να κάνουμε ακόμα, έχουμε τη γνώση ότι είμαστε στην αρχή. Πρώτιστη δουλειά μας είναι ν’ αλλάξουμε το κόμμα μας. Ν’ αφήσουμε πίσω το συγκεντρωτισμό, την ανάθεση και την υποκατάσταση, την αποϊδεολογικοποίηση, την «ομοσπονδιακή» λειτουργία του, τις προσχηματικές περιχαρακώσεις που διαιωνίζουν τα «φέουδα», με δύο λόγια όλα όσα φτιάχνουν το Συνασπισμό κόμμα στελεχών και όχι κόμμα των μελών του.

Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό Συνασπισμό για να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα, χρειαζόμαστε έναν καλύτερο ΣΥΡΙΖΑ, καταλύτη για τη δημιουργία μιας νέας Αριστεράς ικανής να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιόδου που τις ορίζουν η οικονομική κρίση, η κρίση του χρέους, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και οι περιφερειακές συγκρούσεις. Μια νέα περίοδος με απαιτητικά καθήκοντα όχι μόνο για να οργανώσουμε και να ενθαρρύνουμε τις κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των υποτελών τάξεων που προδιαγράφει το αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά απαιτητική ταυτόχρονα στη διατύπωση ενός ηγεμονικού λόγου που να ερμηνεύει «ποιοι ευθύνονται για την κρίση» και να διατυπώνει «ποιοι πρέπει να πληρώσουν την κρίση» και σε ποια κατεύθυνση μετασχηματισμού του υπάρχοντος. Και την ίδια στιγμή χρειαζόμαστε ένα άλλο Συνασπισμό και ένα διαφορετικό ΣΥΡΙΖΑ ικανούς να επωμισθούν το καθήκον της ανασύνθεσης της Αριστεράς και μαζί τα καθήκοντα του μετασχηματισμού της κοινωνίας, τα καθήκοντα του σοσιαλισμού.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση κι εμείς 

Στις μεγάλες κρίσεις προκύπτουν δυο καίρια αλληλοεξαρτώμενα ζητήματα. Το πρώτο αφορά τη σφαίρα των ιδεών. Αυτό που διακυβεύεται είναι το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο θα κατανοηθεί η κρίση – και συνήθως αντιμαχόμενες θεωρητικές προσεγγίσεις δίνουν πολύ διαφορετικές αναλύσεις για το πως φτάσαμε σε τέτοιο σημείο και ποιος φταίει. Το δεύτερο έχει να κάνει με την πολιτική διαμεσολάβηση της κρίσης – ποιες πολιτικές δυνάμεις, με ποιες κοινωνικές συμμαχίες, μπορούν να υποδείξουν μιά ελκυστική και εφικτή διέξοδο από την κρίση. Συνεπώς, μια κρίση τέτοιου μεγέθους μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε όλα τα στρατηγικά ζητήματα που συζητάει η αριστερά, από τις ταξικές μας αναφορές μέχρι το πρόβλημα της εξουσίας.

Ερμηνεύοντας την κρίση

Η χρηματοπιστωτική κρίση, που εξελίσσεται εδώ και καιρό σε βαθειά ύφεση και κρίση χρέους, έχει παγκόσμιες διαστάσεις και είναι ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά πορεία οικονομικής κάμψης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό της εποχής μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα. Η σύγκριση σε όλους τους βασικούς δείκτες –ρυθμός μεγέθυνσης, ποσοστό κέρδους, σχηματισμός κεφαλαίου, εργασιακή παραγωγικότητα- υποσημειώνει μια μεγάλη υστέρηση σε σχέση με τα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η καπιταλιστική κρίση, που σηματοδότησε το τέλος της «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού δεν έχει βρει λύση στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Η κρίση του χρέους

Δύο χρόνια καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης είχαν -μεταξύ άλλων- ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των προϋποθέσεων για να εκδηλωθεί μια «κρίση χρέους» σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Μια κρίση χρέους, πλέον, στον αναπτυγμένο Βορρά. Τα επεισόδια της κρίσης χρέους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, δηλαδή στον παγκόσμιο Νότο, τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, οι συνέπειες για τις χώρες που έγιναν το θέατρό της, αλλά και οι αναταράξεις στο ίδιο το παγκόσμιο σύστημα που τη συνόδευσαν είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Με εργαλείο τα επιτόκια και τις νομισματικές ισοτιμίες και «εκτελεστές» τα διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια, χώρες ολόκληρες κατέρρευσαν και λεηλατήθηκαν (από το Μεξικό τη δεκαετία του ’80 ως την Αργεντινή στα τέλη της δεκαετίας του ’90). Τους κερδοσκόπους ελάχιστα απασχολεί το πολιτικό ρίσκο, οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες των πράξεών τους ή ποιος είναι κάθε φορά ο «αδύναμος κρίκος», δηλαδή η χώρα που προσφέρεται για επίθεση και αποκόμιση κερδών.

Καθώς μπαίνουμε στη δεύτερη δεκαετία του νέου αιώνα, οι όροι για μια μακρόχρονη κρίση χρέους στον ίδιο το Βορρά έχουν ήδη συγκεντρωθεί: Ο αναπτυγμένος Βορράς είναι βουτηγμένος στα χρέη για πολλούς λόγους:

Πρώτο, γιατί κοινωνικοποίησε σε μεγάλη έκταση τις ιδιωτικές ζημιές με πακέτα στήριξης προς τις τράπεζες, αλλά και προς άλλους επιχειρηματικούς τομείς, που επιβάρυναν κατά κύριο λόγο το δημόσιο χρέος και δευτερευόντως το δημόσιο έλλειμμα.

Δεύτερο, εξαιτίας της ύφεσης, η οποία μειώνει δραστικά τα δημόσια έσοδα, άρα αυξάνει τα ελλείμματα και εν τέλει το χρέος. Τα δημοσιονομικά συστήματα του νεοφιλελευθερισμού είχαν στηθεί πάνω στη λιτότητα των μισθών και των κοινωνικών δαπανών και τη δραστική ελάφρυνση της φορολογίας των κερδών. Η προσπάθεια να διατηρηθούν άθικτα μέσα στην κρίση (με υφεσιακές πολιτικές περικοπής των δαπανών), παρατείνει, επιδεινώνει και περιπλέκει την κρίση, βαθαίνοντας εν τέλει την κρίση του χρέους.

Τρίτο, γιατί όσο αυξάνεται το χρέος τόσο ακριβαίνει η αναχρηματοδότησή του, αφενός γιατί ενισχύεται η τάση αποφυγής του ρίσκου και αφετέρου μέσα από τη γνωστή διαδικασία: υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, αύξηση των spread.

Τέταρτο, γιατί τεράστια κεφάλαια (μη επανεπενδυμένα κέρδη) κατευθύνονται πλέον στην κερδοσκοπία στον τομέα των κρατικών ομολόγων και των νομισματικών ισορροπιών καθώς μέσα στην κρίση στερεύουν γι’ αυτά άλλες, “παραδοσιακές” πηγές αξιοποίησης (δηλαδή κερδοσκοπίας).

Οι λόγοι αυτοί αναδεικνύουν την κρίση του χρέους σε βασικό αντικείμενο των παγκόσμιων ανταγωνισμών και επιταχύνουν τη διαμόρφωση στον ίδιο τον αναπτυγμένο Βορρά μηχανισμών ανακατανομής της υπεραξίας, ανάμεσα στους κυρίαρχους πόλους (ΗΠΑ, Γερμανία, Μ. Βρετανία, Ιαπωνία κ.λπ.).  

Το υπόβαθρο της κρίσης (η μαρξιστική ανάλυση της κρίσης):

Η χρηματοπιστωτική κρίση, που εξελίσσεται εδώ και καιρό σε βαθειά ύφεση και κρίση χρέους, έχει παγκόσμιες διαστάσεις και είναι ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά πορεία οικονομικής κάμψης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό της εποχής μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα. Η σύγκριση σε όλους τους βασικούς δείκτες –ρυθμός μεγέθυνσης, ποσοστό κέρδους, σχηματισμός κεφαλαίου, εργασιακή παραγωγικότητα- υποσημειώνει μια μεγάλη υστέρηση σε σχέση με τα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η καπιταλιστική κρίση, που σηματοδότησε το τέλος της «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού δεν έχει βρει λύση στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Οι προσπάθειες των αστικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν, καταρχήν, τα κεϋνσιανά μέσα επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι την προηγούμενη περίοδο, επιδείνωσε παρά θεράπευσε την κατάσταση. Η παταγώδης αποτυχία του κεϋνσιανισμού ως πολιτικής πρότασης διεξόδου από την κρίση του ’70 άνοιξε το δρόμο στην επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων και πολιτικών προτάσεων. Ωστόσο, και αυτό το εγχείρημα ανάταξης του συστήματος μέσα, κυρίως, από την ραγδαία αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης –το πρόγραμμα του νεοφιλελευθερισμού- δεν είχε παρά περιορισμένα αποτελέσματα. Το ποσοστό κέρδους δεν προσέγγισε καν τα μεταπολεμικά επίπεδά του. Η καπιταλιστική συσσώρευση δεν βρήκε νέα δυναμική διέξοδο. Οι χρηματοπιστωτικές φούσκες λειτούργησαν όλη αυτή την περίοδο ως μια ορθολογική προσπάθεια του κεφαλαίου να συγκεντρωθεί και να εξοικονομήσει πάγια στοιχεία που (έτσι στο πρωτότυπο)

Η πορεία αυτή έδειξε με σαφή τρόπο την ισχύ της μαρξιστικής θεωρίας των καπιταλιστικών κρίσεων, η οποία εντοπίζει την αιτία τους στην ίδια την εσωτερική δυναμική τους συστήματος, που οδηγεί σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Η υπερσυσσώρευση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προβλέψιμης μοναδικής αιτίας, αλλά αναγκαίο προϊόν της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, συνέπεια του συνόλου των αντιφάσεων που διέπουν το σύστημα. Όπως σημειώνει ο Μαρξ έχουμε υπερσυσσώρευση, όταν «το κεφάλαιο [γίνεται] ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η «υγιής», «ομαλή» ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής». Είναι η ώρα, όπου, «το αληθινό εμπόδιο για την καπιταλιστική παραγωγή είναι το κεφάλαιο το ίδιο». Η κρίση ξεσπάει λόγω της υπερσυσσώρευσης, λόγω του γεγονότος, δηλαδή, όπως διατυπώνεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, πως «η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο». Και ακριβώς γι’ αυτό η μόνη πραγματική διέξοδος που έχει ο καπιταλισμός είναι η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, η καταστροφή κεφαλαίου. Καμιά οικονομική πολιτική που δεν θέτει σε λειτουργία εκτεταμένες εκκαθαριστικές λειτουργίες δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική.  

Τα πολλαπλά πρόσωπα της κρίσης.

Η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση συνδέεται οργανικά με τη διατροφική, την ενεργειακή και την περιβαλλοντική κρίση, που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα. Πίσω της βρίσκεται η ίδια καταστροφική δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς και οι συναρτημένες με αυτήν πολιτικές επιλογές των (υπερ)κρατικών εκπροσώπων των αστικών τάξεων.

Η διατροφική κρίση πηγάζει από την εκτεταμένη τις τελευταίες δεκαετίες προσπάθεια ολοκληρωτικού ελέγχου της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων από τις πολυεθνικές εταιρίες, τα καπιταλιστικά κράτη του κέντρου και τους θεσμικούς παράγοντες του ιμπεριαλισμού (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ) με κύριο στόχο, μεταξύ άλλων, τον χειρισμό του ύψους της αξίας της εργασιακής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο και κατακλυσμιαίες επιπτώσεις στη διατροφική επάρκεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων στην περιφέρεια του συστήματος.

Η ενεργειακή κρίση συνδέεται ισχυρά με την ανάγκη της καπιταλιστικής συσσώρευσης να στηρίζεται σε όσο το δυνατό φθηνότερες πρώτες ύλες μαζί με τη δεσμευτική –συστημική- απαίτηση του σημερινού καπιταλισμού της «αρπαγής», που εμφανίζει χαρακτηριστικά της αρχικής «άγριας» φάσης πρωταρχικής συσσώρευσης, να εξαντλεί όλες τις ενεργές δυνατότητες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των μεγάλων πετρελαϊκών εταιριών.

Η περιβαλλοντική κρίση είναι άμεσο απότοκο της δίψας για κέρδος που έχει μετατρέψει εδώ και καιρό το καπιταλιστικό σύστημα σε ύβρη πλανητικών διαστάσεων και απειλεί να δώσει άδοξο τέλος στο ανθρώπινο –και όχι μόνο- είδος. Ακόμη και οικονομικά αποτιμημένο το κόστος της οικολογικής καταστροφής δείχνει πόσο αναποτελεσματικός είναι ο καπιταλισμός και η «αγορά» σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση στοιχειωδών αναγκών –κοινωνικών και ατομικών.  

Η ευρωπαϊκή της διάσταση της κρίσης

Η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει σήμερα μόνο μία οικονομική κρίση αλλά την χρεοκοπία όλων των ιδεολογημάτων πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η σημερινή αρχιτεκτονική της και το μείγμα των πολιτικών με το οποίο άλλαξε το οικονομικό και κοινωνικό παράδειγμα στα 30 χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Παρόλα αυτά η πολιτική της ελίτ εμμένει πως η κρίση δεν θέτει σε αμφισβήτηση ούτε το οικονομικό μοντέλο ούτε τη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης της προηγούμενης περιόδου. Ισχυρίζεται ακόμα και σήμερα ότι η κρίση μπορεί να αποδοθεί σε κάποιες δυσλειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή στην πλεονεξία κάποιων μεμονωμένων τραπεζικών μάνατζερ.

 Η ευρύτερη αρχιτεκτονική, αλλά και οι επιμέρους θεσμοί της Ε.Ε., οικοδομήθηκαν πάνω σε κάποιους πολύ συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Πρωτίστως ότι οι αγορές μπορεί να είναι αυτορρυθμιζόμενες και ότι χαρακτηρίζονται από σταθερότητα με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να αντιδρούν θετικά στον οποιοδήποτε κλυδωνισμό. Επί πλέον, οι θεσμοί της Ε.Ε. οικοδομήθηκαν πάνω στην υπόθεση ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος κλυδωνισμού θα προερχόταν από την κρατική πολιτική και τα «ειδικά» συμφέροντα όπου, βεβαίως, τα τελευταία δεν συμπεριλαμβάνουν τις τράπεζες, τις πολυεθνικές και το κεφάλαιο στο σύνολο του, αλλά τους εργαζόμενους, τους άνεργους και όλους αυτούς που αντιμετωπίζουν το μέλλον χωρίς ουσιαστική κοινωνική προστασία.

Για αυτούς τους λόγους, η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση έπρεπε να προστατέψει τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων από τα αιτήματα και τους αγώνες των υποτελών τάξεων. Δημιούργησαν για αυτό ένα πολιτικό σύστημα ολιγαρχικό και αδιαπέραστο από τις ταξικές συγκρούσεις στο επίπεδο των κρατών μελών, εξοβελίζοντας κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας. Οι «ανεξάρτητες» αρχές, με πρώτη τη κεντρική τράπεζα- που όφειλε να έχει ως μόνη μέριμνα τον πληθωρισμό- λειτούργησαν πάνω σε τέτοιες παραδοχές με τα γνωστά αποτελέσματα. Συγχρόνως οι χρηματαγορές, μετά από χρόνια φιλελευθεροποίησης, λειτούργησαν ως μηχανισμός πειθάρχησης – οι επιχειρήσεις που δεν περιόριζαν τις μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζόμενων ή τα κράτη μέλη που άφηναν τις κοινωνικές δαπάνες να δημιουργούν προβλήματα στην επιχειρηματικότητα και στα δημοσιονομικά του κράτους, θα αντιμετώπιζαν μείωση ζήτησης για τα ομόλογά τους και άρα δυσμενέστερους όρους δανεισμού. Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τους πρώτους μήνες του 2010 με τα spreads έφεραν στην επιφάνεια με ακραία μορφή αυτό το μηχανισμό πειθάρχησης αλλά δεν άλλαξαν την προϋπάρχουσα μορφή αυτού του μηχανισμού. Οι θεσμοί οικοδομήθηκαν πάνω στην υπόθεση ότι στο μέλλον η παγκόσμια οικονομία δεν θα αντιμετώπιζε υφέσεις σαν αυτές του 1929 και του 1974. Και έτσι το οικοδόμημα ήταν ακραίο στη σύλληψη του σε σχέση με όλες τις άλλες νομισματικές ενώσεις ανά τον κόσμο.

Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχουν πολύ περισσότερα εργαλεία παρέμβασης: μια κεντρική τράπεζα που δεν έχει μόνο μέριμνα τον πληθωρισμό και που μπορεί να βοηθήσει την ομοσπονδία και τις πολιτείες όταν αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα, ένα μεγάλο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που σταθεροποιεί σε κάποιο βαθμό τις πολιτείες αυτές που έχουν πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την κρίση και που επιτρέπει το κόστος της βοήθειας να μοιραστεί με τις περιοχές με μικρότερο πρόβλημα, μια δημοσιονομική πολιτική που ασκείται κεντρικά με βάση την οικονομική κατάσταση που επικρατεί σε όλη τη χώρα και όχι σε σχέση με αυτό που ισχύει σε κάποια προνομιακή πολιτεία. Τίποτα από όλα αυτά δεν προβλέπονται στην Ε.Ε. Αυτό που έχει επικρατήσει είναι το όραμα της Θάτσερ για μια Ε.Ε, ως ενιαία αγορά, χωρίς κανένα συλλογικό νου, χωρίς τη δυνατότητα αλληλεγγύης και συντονισμένων κινήσεων. Μια Ευρώπη ανισότιμη στην αρχιτεκτονική της, ολιγαρχική στη δομή της, με έντονες περιφερειακές και εσωτερικές ανισότητες, όπου επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού

Είναι προφανές πια πως χρειάζεται μια ριζική αναδιάρθρωση του συνολικού πλαισίου άσκησης οικονομικής πολιτικής της Ε.Ε. Μια άλλη ΕΚΤ με άλλους στόχους, με άλλα μέσα και με άλλη λογοδοσία. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός πρέπει να μετεξελιχθεί για να αναλάβει το ρόλο που παίζει σε όλες τις άλλες μεγάλες ομοσπονδίες. Μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική της Ε.Ε. πρέπει να παίρνει υπόψη της τις συνθήκες σε όλη την Ένωση, αλλά και το ρόλο της Ε.Ε. στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό βεβαίως δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί να την αναλάβει η ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ελίτ. Είναι ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης μια άλλης Ευρώπης που μπορεί να το αναλάβει μόνο η ευρωπαϊκή αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα.

Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των PIGS είχε προβλεφτεί από όλους όσοι δεν υπέκυψαν τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα. Σε μια Ε.Ε. του κεφαλαίου θα υπάρχουν αδύνατες περιοχές, που θα γίνονται όλο και πιο αδύναμες. Όχι μόνο επειδή χάνουν το εργαλείο της υποτίμησης, αλλά επειδή χάνονται και πολλά άλλα εργαλεία, για παράδειγμα η βιομηχανική και κλαδική πολιτική, ακόμα και ο δημόσιος παρεμβατισμός υποκύπτει στο βωμό των κανόνων ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι μόνο το Σύμφωνο Σταθερότητας που αποτελεί ασφυκτικό κορσέ. Τα κράτη μέλη στην ουσία δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το παραγωγικό μοντέλο, τον οικονομικό καταμερισμό που επιβλήθηκε δια μέσου του ευρώ και της ΟΝΕ, πόσο μάλλον να πειραματιστούν με νέα παραγωγικά πρότυπα. Στην πραγματικότητα, ακόμα και με δραστικότερα μέτρα, το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα είναι σε διαρκή κρίση που την υπαγορεύει η άνιση συσσώρευση κεφαλαίου που υπερκαθορίζεται από την άνιση ιστορική εξέλιξη των χωρών που αποτελούν την Ε.Ε.

Στην ουσία ο δρόμος που προτείνεται είναι ένας και μοναδικός. Η Ελλάδα, αλλά και οι άλλες χώρες, καλούνται να ξαναποκτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους μέσω της μείωσης μισθών και άρα τιμών. Τα επιπλέον πακέτα που θα έρχονται το ένα μετά από το άλλο για τις συντάξεις, για την αγορά εργασίας, για τη φορολογία, εξυπηρετούν αυτό το βασικό στόχο. Και αυτή η διαδικασία θα τραβήξει πολύ. Δεν ολοκληρώνεται με την μείωση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων. Θα χρειαστεί να συνεχιστεί η σταθεροποιητική πολιτική για να αντισταθμιστούν τα έτη με συσσωρευμένα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Όσο για το χρέος αυτό δύσκολα θα μειωθεί σε συνθήκες ύφεσης και μάλλον θα μείνει στα ίδια επίπεδα και στο τέλος αυτής της δυσοίωνης διαδρομής.

Συνοψίζοντας: Η συνθήκη της Λισαβόνας και πιο πριν η συνθήκη του Μάαστριχτ, η αρχιτεκτονική, οι διοικητικές προβλέψεις με το Σύμφωνο Σταθερότητας, τα απροσπέλαστα από τον λαϊκό και πολιτικό έλεγχο κέντρα παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όλα αυτά που αποτέλεσαν τον ευρωπαϊκό συμβιβασμό μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων (όπου οι κεντροαριστεροί ακόμα και σήμερα μας καλούν να συνυπογράψουμε) σε βάρος της μισθωτής εργασίας και της συνοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών αποδείχτηκαν ταυτόχρονα συνταγή αποτυχίας ως προς τις διακηρυγμένες στοχεύσεις του νεοφιλελεύθερου σχεδίου και μαζί διάψευση των υπεσχημένων προσδοκιών ευημερίας των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Με αυτή την έννοια η Ευρώπη δεν περνάει μόνο μια οικονομική κρίση, ούτε μόνο μια κοινωνική κρίση εξ αιτίας των ανισοτήτων και της ύφεσης αλλά την ίδια στιγμή μια πολιτική κρίση του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος.  

Η Ελλάδα

Στην Ελλάδα ο κόσμος της εργασίας, οι άνεργοι και οι αποκλεισμένοι θα πρέπει να ξέρουν ότι δεν αντιμετωπίζουν μόνο ένα τριετές πρόγραμμα σταθερότητας που μετά τη λήξη του θα επιστέψουμε στην ομαλότητα. Η Ε.Ε. έχει κάνει σαφές ότι η όποια βοήθεια θα δοθεί για να προστατευτούν τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών της Γερμανίας και Γαλλίας (που είναι εκτεθειμένα σε ομόλογα του Ελληνικού κράτους), για να μην κινδυνέψει το ευρώ και για να μην μειωθεί το κύρος της Ε.Ε από μια προσφυγή κράτους μέλους στο ΔΝΤ. Η όποια βοήθεια δεν αντιμετωπίζει ούτε το χρέος ούτε και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που έχει εμφανιστεί μετά το 2000 σε όλες τις οικονομίες των PIGS.

Στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζουμε μια μακρά περίοδο ύφεσης με υψηλή ανεργία, μειωμένους μισθούς, λιγότερες κοινωνικές παροχές. Και τίποτα δεν αποκλείει νέα επεισόδια εμβάθυνσης της κρίσης καθώς οι επενδυτές διστάζουν να επενδύσουν, και οι τράπεζες να δανείσουν, μπροστά σε μια συρρικνωμένη αγορά και κανείς δεν παίρνει τον οποιοδήποτε ρίσκο. Το τελευταίο δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα ξεσπάσει μια νέα κρίση ούτε ότι θα μεταφερθεί η οικονομική στασιμότητα στο πολιτικό πεδίο. Υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα: από μια στροφή στον αυταρχικό κρατισμό μέχρι νέες συμμαχίες εντός του συστήματος που θα επιδιώξουν τη διαχείριση της στασιμότητας.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 
Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση

Το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε σε λιγότερο από δύο μήνες τις προεκλογικές φιλολαϊκές κορόνες και νεοκεϋνσιανές του θέσεις και υιοθέτησε αφενός τη γραμμή της “ασφάλειας” και της “μηδενικής ανοχής” και αφετέρου τη γραμμή της “πτώχευσης της εργασίας για να αποφευχθεί η πτώχευση της οικονομίας”. Έτσι, με τον προϋπολογισμό του 2010 και ακόμη περισσότερο με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2010-2013 προχωρεί σε μια καταιγίδα αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων (κατεδάφιση ασφαλιστικού, μειώσεις μισθών, κατάργηση των επισφαλώς απασχολούμενων στο Δημόσιο και όχι της επισφάλειας, επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών, φοροκαταιγίδα με αυξήσεις έμμεσων φόρων, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.). Η κυβέρνηση είναι ο εντολοδόχος και οικειοθελής διαχειριστής των ευρωπαϊκών και διεθνών ντιρεκτίβων επιτήρησης και πειθάρχησης με στόχο την επιβολή του πιο στυγνού νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Έχοντας επίγνωση ότι αυτή η πολιτική αλλά και η κρίση δημιουργούν έναν εκτεταμένο και βουβό θυμό στην κοινωνία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει και έχοντας βγάλει τα συμπεράσματα από την εξέγερση του Δεκέμβρη, υλοποιεί ένα σχέδιο αυταρχικής ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος ώστε να είναι ικανό να απορροφήσει τους αναπόφευκτους και μεγάλης έκτασης κραδασμούς που θα αντιμετωπίσει. Η πολιτική, που προ πολλού είχε γίνει διαχείριση στο νεοφιλελεύθερο κοινό τόπο, τώρα μπαίνει στον αυτόματο πιλότο των απαιτήσεων των διεθνών αγορών, παρακάμπτοντας κάθε διαμεσολάβηση ή φιλτράρισμα μέσα από τις “εθνικές ιδιαιτερότητες”. Μαζί με τις υπόλοιπες δημόσιες δαπάνες περικόπτονται και δαπάνες αναπαραγωγής του παραδοσιακού δικομματισμού – τα τελευταία απομεινάρια του παλιού τρόπου άρθρωσης των κοινωνικών συμμαχιών της εξουσίας. Η απονομιμοποίηση των κεκτημένων πάει μαζί με την απονομιμοποίηση των διαμεσολαβήσεων και του ρόλου των “συντεχνιών”. Ο “Καλλικράτης”, στην ίδια ακριβώς γραμμή, συγκεντροποιεί την αυτοδιοικητική εξουσία με σκοπό να την κάνει πιο πολύ “κράτος” και να τη χειραφετήσει από τις «δουλείες» τοπικών διαμεσολαβήσεων και από τις κατακτήσεις και τις δυνατότητες παρέμβασης και διεκδίκησης από τις “τοπικές κοινωνίες”.

Ο εκλογικός νόμος, που θα εισάγει το γερμανικό μοντέλο, αποσκοπεί να θωρακίσει τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση απέναντι στις πιθανότατες “αρρυθμίες” που θα προκαλούσε η εκλογική φθορά του δικομματισμού σε συνδυασμό με περαιτέρω εκλογική άνοδο της Αριστεράς, η αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

Αυτή η διαδικασία “αποστείρωσης” του πολιτικού συστήματος από τις δουλείες των παλιού τύπου διαμεσολαβήσεων έχει το ανάλογό της στην τακτική της ηγεσίας Παναγόπουλου στη ΓΣΕΕ και της ΠΑΣΚΕ γενικότερα στην ηγεσία των τριτοβάθμιων ιδιαίτερα συνδικαλιστικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος. Ακόμη και ο ξέπνοος διεκδικητισμός με τις αποτυχημένες απεργίες και στάσεις εργασίας που εξαγγέλλονταν χωρίς να οργανώνονται, εγκαταλείπεται και τη θέση του παίρνει ο απροσχημάτιστος κυβερνητικός και συχνά ανοιχτά φιλοεργοδοτικός συνδικαλισμός. Η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ δεν θέλει πλέον να διακινδυνεύσει ούτε καν να προσποιηθεί πως αντιστέκεται. Θέλει να φτιάξει υγειονομική ζώνη γύρω από τις τριτοβάθμιες οργανώσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, για να μην αφήσει κανένα περιθώριο να εκφραστούν και μέσα από αυτές οι διαθέσεις αντίστασης των εργαζομένων. Είναι η προσαρμογή του κυβερνητικού συνδικαλισμού στις διαδικασίες αυταρχικής ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος.

Προφανώς αυτή η πολιτική του ΠΑΣΟΚ είναι ενιαία και αδιαίρετη στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Γι’ αυτό και είναι απορριπτέα στο σύνολό της από την Αριστερά. Η οποία πρέπει να διατυπώσει ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο και να διαμορφώσει μια γραμμή αντιπολίτευσης, αντικαπιταλιστικής, και σοσιαλιστικής. Το πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς για να μπορεί να είναι ανταγωνιστικό και «επικίνδυνο» χρειάζεται όχι μόνο να οικοδομεί ισχυρά επιχειρήματα αλλά τοι ισχυρισμοί της να αποτελούν τους βάσιμους λόγους των κοινωνικών αντιστάσεων, των διεκδικήσεων των εργαζομένων, των αγώνων της νεολαίας. Όσο δεν διαμορφώνουμε τους όρους ηγεμονίας του δικού μας πολιτικού σχεδίου θα έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται πιο αποτελεσματικά η από τα δεξιά “αντισυστημική” και “εθνικά υπερήφανη” αντιπολίτευση του ΛΑΟΣ. Το κενό αυτό αριστερής αντιπολίτευσης και εναλλακτικού – ανταγωνιστικού πολιτικού σχεδίου, κοινωνικά επενδυμένου, από την Αριστερά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να επικρατήσουν οι συντονισμένες εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις για από τα δεξιά και από τα πάνω αντιπολίτευση και φθορά του ΠΑΣΟΚ, που θα ανοίξουν τον επικίνδυνο δρόμο για περαιτέρω ισχυροποίηση της ακροδεξιάς και της φασιστικής απειλής και για ακόμη αυταρχικότερη διακυβέρνηση.  

Η απάντηση της Αριστεράς στην κρίση.

Η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει λόγους να αναζητεί σχέδια «διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση», δεν είναι δική της δουλειά η «καλύτερη αναπαραγωγή του συστήματος. Αντιθέτως. Η δική της υποχρέωση είναι η εκπροσώπηση των κατώτερων τάξεων: στη μεγάλη μάχη που δίνεται για την κατανομή του κόστους της κρίσης πρέπει να εξασφαλίσει τα καλύτερα αποτελέσματα για τις κοινωνικές κατηγορίες, των οποίων αποτελεί τμήμα. Το κριτήριο της Αριστεράς είναι η ικανοποίηση των αναγκών του συνόλου των ανθρώπων και, μ’ αυτήν την έννοια, στο μέτρο που αξιοποιεί αυτό το κριτήριο στην πολιτική της παρέμβαση, είναι μέτοχος του κομμουνισμού, αυτού του μεγάλου «κινήματος που καταργεί ήδη από σήμερα την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».

Η δική μας αριστερά χρειάζεται συμμαχίες, παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες σε πολλά πεδία και πολλά επίπεδα. Ενδεικτικά:

Η αμφισβήτηση των ανεξάρτητων αρχών, του ρόλου πειθάρχησης των χρηματαγορών, του μοντέλου διακυβέρνησης της Ε.Ε. που αποκλείει τον κόσμο της εργασίας αναδεικνύουν τη δημοκρατία ως μέρος της λύσης. Χρειάζεται προστασία από τις χρηματαγορές με περιορισμούς ή/ και φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, μια ΕΚΤ που λογοδοτεί στο Ευρωκοινοβούλιο και που έχει στόχους και για την πραγματική οικονομία. Μόνο στο υπερεθνικό επίπεδο αντιμετωπίζονται οι χρηματαγορές και οι πολυεθνικές. Χρειάζεται έντονος συντονισμός των ευρωπαϊκών συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων για να αλλάξουν οι συσχετισμοί, για να αλλάξει η ατζέντα.

Η έλλειψη συντονισμού στο επίπεδο Ε.Ε. μετά από την κρίση δείχνει το δρόμο για μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, για δεσμούς αλληλεγγύης με έντονο το στοιχείο της αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, για μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική με γνώμονα τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες σε όλη την Ένωση αλλά και τις συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία.

Το ροκάνισμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου με τις αναμενόμενες ανισότητες, αποκλεισμούς και διακρίσεις οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι προτεραιότητες πρέπει να αντιστραφούν, ότι οι στόχοι του οικονομικού μοντέλου πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Ο ελεύθερος χρόνος, η φροντίδα, η σχέση ανδρών-γυναικών, οι σχέσεις εργασίας και οι σχέσεις στις κοινότητες που ζούμε είναι στόχοι στους οποίους η παραγωγή οφείλει να προσαρμοστεί και όχι αντίστροφα. Οι κοινωνικές ανάγκες αναδεικνύουν νέους στόχους και νέα μέσα. Στον αντίποδα της κυβερνητικής πολιτικής.

Ως ριζοσπαστική Αριστερά είμαστε στον αντίποδα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και στις συναινέσεις που του παρέχουν Ν.Δ. και ΛΑΟΣ. Έχουμε κάθε λόγο για να μπλοκάρουμε το Πρόγραμμα σταθερότητας του ΠΑΣΟΚ, την αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών τάξεων που προωθεί το μπλοκ εξουσίας. επιδιώκουμε μια ριζική αναδιανομή του εισοδήματος στηριγμένη καταρχήν σε μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της αστικής τάξης. Σήμερα, ακριβώς στις συνθήκες της κρίσης, αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα ως εθνικά ή «καθολικά» -η «ζήτηση» που μας απασχολεί είναι αυτή των λαϊκών τάξεων. Αυτή στοχεύουμε να ενισχύσουμε σε βάρος εκείνης των επιχειρηματιών.

Ας το επαναλάβουμε: όλα τα προηγούμενα δεν είναι μέτρα «επίλυσης της κρίσης». Δεν είναι δική μας δουλειά να προτείνουμε κάτι τέτοιο. Πρόκειται για παρεμβάσεις στην ταξική πάλη προς όφελος των κατώτερων στρωμάτων. Όπως, μέσα στην έξαψη των ημερών, δήλωσε ο ιδεότυπος του σύγχρονου καπιταλιστή, ο Γουώρεν Μπάφετ, «η ταξική πάλη υπάρχει και είναι η δική μου τάξη που κερδίζει». Δουλειά μας είναι να γίνει το αντίθετο ακριβώς: να είναι η δική μας τάξη που κερδίζει. 

ΜΕ ΠΟΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ; ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΣΥΡΙΖΑ

Δέκα χρόνια μετά την αριστερή στροφή του Συνασπισμού, δέκα χρόνια μετά το Σηάτλ, οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες έχουν αλλάξει τελείως το χάρτη των κινημάτων και της Αριστεράς. Δύο χρόνια πριν, το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης έδωσε στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες νέα έκταση, βιαιότητα και βάθος. Η δική μας Αριστερά, η ενωτική – ριζοσπαστική – κινηματική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, προϊόν αυτών των διεργασιών και κληρονόμος μερικών από τις καλύτερες κατακτήσεις αυτής της διαδρομής, βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων διλημμάτων και προκλήσεων. Πρέπει να (ανα)στοχαστούμε πάνω στην κοινή μας διαδρομή, τις κατακτήσεις αλλά και τα ελλείμματα και τις αναπηρίες, ώστε να κάνουμε τις επιλογές που θα δώσουν στα κινήματα και την ανασύνθεση της Αριστεράς μια νέα προωθητική ορμή.  

Σχέδιο και κατακτήσεις της Ριζοσπαστική Αριστεράς

Βασίσαμε το πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ ως μαζικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε δύο βασικές και αλληλοσυμπληρούμενες εκτιμήσεις για την περίοδο: Πρώτο, ότι η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας υπονομεύει τις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με πλατιά στρώματα εργαζομένων και νεολαίας και δημιουργεί στ’ αριστερά της πολιτικό «χώρο» για τη συγκρότηση νέων πολιτικών σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεύτερον, ότι από τις αρχές του νέου αιώνα ήταν φανερά τα σημάδια μιας προϊούσας κρίσης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. «Τεκμηριώσαμε» και επαληθεύσαμε αυτές τις δύο βασικές εκτιμήσεις με τη συμμετοχή μας στα βασικά μέτωπα και κινήματα (εργατικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό, κινήματα πόλης). 

Τα κεκτημένα

Εξειδικεύσαμε όλοι μαζί –Συνασπισμός, Συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και ανένταχτοι- την παραπάνω ανάλυση σε πολιτικές προτεραιότητες και μέτωπα πάλης με αιχμή το «κοινωνικό ζήτημα», με την γενίκευση της επισφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, Αναδείξαμε παράλληλα πολιτικά αλλά και δια μέσου κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων το 2ο πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού: την παράδοση των κοινωνικών αγαθών, των μηχανισμών κοινωνικής αναπαραγωγής, στην αγορά και στο κέρδος, παράδοση που δημιουργεί νέους αποκλεισμούς και εξαιρέσεις, διαλύοντας την όποια κοινωνική συνοχή. Μέσα από την ίδια πολιτική ανάλυση δείξαμε τις επιπτώσεις της εκχώρησης των δημόσιων χώρων, της δημόσιας περιουσίας στις κατασκευαστικές εταιρείες και στις ρίαλ εστέιτ, τόσο στο περιβάλλον όσο και στις εργασιακές σχέσεις και την ποιότητα ζωής. Αναλύσαμε παράλληλα καταδεικνύοντας τους μηχανισμούς διαφθοράς που διαπλέκουν την πολιτική τάξη, με τους εκκλησιαστικούς κύκλους και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δημιουργούνται αντίστοιχες συμμαχίες στις κρατικές προμήθειες, στα εξοπλιστικά προγράμματα και στις αναθέσεις δημόσιων έργων. Η αναγωγή όλων των προηγούμενων στο πολιτικό πεδίο, μας έδωσε «γραμμή» για την περίοδο: πολιτικά, κοινοβουλευτικά, συνδικαλιστικά και αυτοδιοικητικά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε ταυτότητα διακριτή, ανταγωνιστική και μάχιμη γιατί ακριβώς είχε να αντιπαραθέσει τις δικές του επεξεργασίες, τα δικά του αιτήματα μετασχηματισμών -με άλλα λόγια το δικό του πρόγραμμα- απέναντι στη νεοφιλελεύθερη δικομματική συναίνεση. Ένα μείγμα πολιτικής δηλαδή που περιλάμβανε προγραμματικές επεξεργασίες και δράση (πολιτική και κοινωνική) που έδειξε να είναι διατεθειμένος να την υπερασπιστεί παντού: στη Βουλή, στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, στην εξέγερση του Δεκέμβρη, στους περιβαλλοντικούς αγώνες, στην υπεράσπιση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στα δικαιώματα των μεταναστών, χωρίς να λογαριάζει κόστος και επιθέσεις. Όλα τα παραπάνω τα κρατάμε ως κεκτημένα της πολιτικής μας διαδρομής, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν είναι αρκετά για τη νέα περίοδο της οικονομικής κρίσης, που μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε ευκαιρία μετασχηματισμού του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, δηλαδή σε ευκαιρία μετάβασης στο σοσιαλισμό και επανανοηματοδότησης της ιδέας του κομμουνισμού.  

Οι ανεπάρκειες

Αυτή η «κόκκινη γραμμή» που συνδέει τα αρχικά μας εφόδια και το αρχικό μας «πρόγραμμα» με τις μετέπειτα και πρόσφατες κατακτήσεις μας είναι στην πραγματικότητα ο «οδικός χάρτης» της έως τώρα πορείας μας. Είναι οι κοινές μας κατακτήσεις. Ωστόσο, δεν είχαμε όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ την ίδια κατανόηση ούτε την ίδια ερμηνεία για την πορεία του κοινού μας εγχειρήματος, ενώ υπάρχουν και αυτοί που είτε δεν πίστεψαν στο εγχείρημα είτε το είδαν σαν «αναγκαίο κακό» ή τρέχουσα τακτική επιλογή είτε το εχθρεύτηκαν ανοιχτά. Στο τρίπτυχο «ενότητα στη δράση – πολιτική ενότητα – ανασύνθεση της Αριστεράς» οι αντιστάσεις από την Ανανεωτική Πτέρυγα αλλά και από συνιστώσες αποδείχθηκαν ισχυρές και στα τρία συστατικά του: η κοινή δράση εγκλωβίστηκε στις εκλογικές καμπάνιες και σε ελάχιστες και μικρής εμβέλειας καμπάνιες προς την κοινωνία (με φωτεινές εξαιρέσεις την καμπάνια υποστήριξης του πανεκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και την κοινή μας δράση μέσα από τα κινήματα πόλης), η δε πολιτική ενότητα και ακόμη περισσότερο η ανασύνθεση της Αριστεράς αντιμετωπίστηκαν σαν κίνδυνος για την αυτονομία των Συνιστωσών, του Συνασπισμού συμπεριλαμβανομένου.. Η «προτεραιότητα της πολιτικής», ως όρος για την ενωτική συνύπαρξη πολύ διαφορετικών ρευμάτων και διαδρομών, κατανοήθηκε λανθασμένα σαν άτυπη συμφωνία «αποκλεισμού» των ιδεολογικών, αξιακών και στρατηγικών στοιχείων ως συστατικών της οικοδόμησης του ενωτικού εγχειρήματος., με συνέπεια όλα τα ζητήματα να ανάγονται σε ζητήματα τακτικής. Το «προβάδισμα της πολιτικής» έγινε άλλοθι για να μην προχωρήσει ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, με τη δημοκρατική συμμετοχή των μελών στην παραγωγή πολιτικής και στον έλεγχο των πεπραγμένων, μαζικοποιώντας τις γραμμές του και μετατρέποντάς τον σε πραγματικό αντίπαλο δέος του συστήματος. Και σαν επιστέγασμα, είχαμε τη συστηματική υπονόμευση των επιλογών, των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών αλλά και του ίδιου του εγχειρήματος από την Ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ, στελέχη της οποίας μιλούσαν και μιλούν εξ ονόματος του ΣΥΡΙΖΑ και κατέχοντας θέσεις εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ …εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην κορύφωση της ανοδικής του δυναμικής, αμέσως μετά τις εκλογές του 2007, αυτές οι ανεπάρκειες άρχισαν να υποσκάπτουν αυτή τη δυναμική. Οι κατακτήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε και οι οποίες έφεραν τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πρώτη κορύφωση, άρχισαν να υπονομεύονται από τις ανεπάρκειες, και μαζί τους να υποβαθμίζεται η ίδια του η δυναμική. Μια διαδικασία φθοράς και υπονόμευσης του κοινού μας εγχειρήματος έχει έκτοτε ενεργοποιηθεί, ενώ δεν έλειψαν και οι ανοιχτές κρίσεις που έθεσαν το εγχείρημα σε άμεσο κίνδυνο διάσπασης και διάλυσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν εκλογικός μηχανισμός και μέτωπο συνιστωσών έχει φτάσει στα όριά του, όπως και η διαδικασία της πολιτικής ενότητας και της ανασύνθεσης της Αριστεράς που κάνει αφαίρεση των ιδεολογικών, αξιακών και στρατηγικών στοιχείων. Αν θέλουμε να βγούμε από το φαύλο κύκλο της αναπαραγωγής της κρίσης, πρέπει να στοχοθετήσουμε το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ και την αναζωογόνηση της διαδικασίας της ανασύνθεσης με ιδεολογικά, στρατηγικά και αξιακά στοιχεία.
 
Ποιος ΣΥΡΙΖΑ

Ποιο μαζικό πολιτικό υποκείμενο μπορεί να κάνει πράξη και να μετατρέψει σε υλική δύναμη μια τέτοια γραμμή; Η απάντηση έχει δύο πλευρές: Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα μαζικό πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς, χρειαζόμαστε το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ . Δεύτερον, αυτό το νέο, μαζικό πολιτικό υποκείμενο με κατεύθυνση αλλά και δομές που να υλοποιούν τη μαζική παρέμβαση στην κοινωνία, τους κοινωνικούς χώρους, τις αντιστάσεις, με στόχο την οικοδόμηση μιας κοινωνικής συμμαχίας ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού και ενεργοποίησης μιας διαδικασίας μετασχηματισμών σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Έχει αποδειχθεί, στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, ότι τις νέες μαζικές δυναμικές δεν μπορούν να τις εκφράσουν πολιτικά οι παλιές συγκροτήσεις, αλλά μόνο νέες, μαζικές πολιτικές συγκροτήσεις. Και αντίστροφα: όπου δεν δημιουργούνται τέτοιες νέες μαζικές πολιτικές συγκροτήσεις, η διαδικασία ανασύνθεσης της Αριστεράς βραχυκυκλώνεται και ο στόχος της πολιτικής έκφρασης των μαζικών διαθέσεων αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού απομακρύνεται.

Φυσικά υπάρχουν και πολιτικοί λόγοι για την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι πολιτικές αντιθέσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν συχνά κρισιακή μορφή ακριβώς επειδή η οργανωτική του μορφή συγκρότησης δεν του παρέχει τα μέσα για να τις διαχειριστεί. Το ζήτημα “ποιος και πώς αποφασίζει” δεν έχει απαντηθεί θεσμικά, με αποτέλεσμα να βασιλεύουν τα πολλαπλά κέντρα εκπόνησης και εκφώνησης γραμμής, να ανθούν οι προσωπικές πρωτοβουλίες και ο παραγοντισμός. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και πολιτικά διαχειρίσιμες διαφωνίες γίνονται αιτία κρίσεων. Η δημοκρατία στο ΣΥΡΙΖΑ, τα πολιτικά δικαιώματα και κυρίως οι πολιτικές αρμοδιότητες των μελών, θα αποδραματοποιούσε, θα έβαζε στις σωστές τους διαστάσεις και θα έκανε πολύ πιο διαχειρίσιμες τις όποιες διαφωνίες. Αντίθετα, στον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό μηχανισμό και μέτωπο συνιστωσών ακόμη και ελάσσονος σημασίας διαφωνίες προκαλούν κρίσεις, δραματοποιήσεις, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις κ.λπ. Ήδη οι αλλεπάλληλες, μικρές και μεγάλες, κρίσεις του τελευταίου διαστήματος έχουν σε τέτοιο βαθμό υπονομεύσει τη συνοχή του εγχειρήματος ώστε οι τάσεις αποστράτευσης συντρόφων και συντροφισσών καθώς και η έλλειψη διάθεσης και αδυναμία παρέμβασης να έχουν πάρει επικίνδυνες διαστάσεις.

Έχει επίσης αποδειχθεί επαρκώς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκλογικός μηχανισμός και μέτωπο συνιστωσών, μεταξύ άλλων και εξαιτίας της αδυναμίας του να στρατεύσει μαζικά κόσμο στις γραμμές του, πάσχει από προφανή αδυναμία να οργανώσει μαζικές παρεμβάσεις στους κοινωνικούς χώρους, να οικοδομήσει δυνατότητες και δομές παρέμβασης στα κινήματα, να φτιάξει συριζικές κλαδικές οργανώσεις και παρατάξεις. Η αδυναμία αυτή ενισχύει την ηγεμονία των απόψεων που βλέπουν την κοινοβουλευτική ή εκλογική παρέμβαση σαν το κύριο αν όχι το αποκλειστικό πεδίο παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ και δεν αφήνει περιθώρια ουσιαστικών παρεμβάσεων, πλην ίσως επικοινωνιακού χαρακτήρα ακτιβισμών.

Από την άλλη, η κρίση και η αυταρχική αναδόμηση του πολιτικού συστήματος απαιτούν ένα μαζικό πολιτικό υποκείμενο που δεν μπορεί να αρκείται σε επικοινωνιακή χρήση του πολιτικού λόγου ή σε εκφώνηση πολιτικής μέσα από τα ΜΜΕ. Η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις της κρίσης (μεγάλη επέκταση ανεργίας και επισφάλειας, μείωση εισοδημάτων και αύξηση της φτώχειας), την αυταρχική αναδόμηση του πολιτικού συστήματος και τη συναίνεση του φόβου αν δεν μεταφέρει το κέντρο βάρους των παρεμβάσεών της στα κινήματα, στους κοινωνικούς χώρους, στην κοινωνία. Δεν θα συνδεθεί πραγματικά με τους εργαζόμενους και με το δυναμικό των κινημάτων αν δεν είναι δίπλα τους, εκεί που βιώνουν τα προβλήματα και αδιέξοδα.

Για όλους τους προηγούμενους λόγους, η ανασύνθεση της Αριστεράς και ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστούν έναν οργανωτικό σεχταρισμό ή ρομαντισμό αλλά πολιτικό σχέδιο ξεπεράσματος της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ και συγκρότησης ενός μαζικού πολιτικού υποκείμενου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα μπορεί να αγωνιστεί αποτελεσματικά για τη ριζική ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.

Για αυτούς τους λόγους το σύνθημα «ΣΥΡΙΖΑ παντού» πρέπει να αποκτήσει οργανωτική και πολιτική υπόσταση, Με αυτή την έννοια είναι ακατανόητη μια φοβική συμπεριφορά συντρόφων, που κατά τα άλλα «ορκίζονται» στην αριστερή στροφή, στην πράξη όμως λειτουργούν ανασχετικά με οργανωτίστικά επιχειρήματα στην προώθηση της εγγραφής μελών στις Τοπικές και Κλαδικές Επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ. Που αναστέλλουν τη μαζική συμμετοχή συντρόφων-ισων, που κωλυσιεργούν στην απόδοση της κάρτας του μέλους ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στα πολιτικά δικαιώματα των μελών, ενταγμένων και ανέντακτων σε Συνιστώσες, με άλλα λόγια στην αναγνώριση της ευθύνης που έχει καθένας και καθεμία που συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτικής, στον έλεγχο και τη λογοδοσία των διευθυντικών πολιτικών οργάνων, δια μέσου εκλεγμένων αντιπροσωπευτικών σωμάτων. Ο φόβος της διάχυσης του ΣΥΝ στο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα «κόλπο» που χρησιμοποιεί η Ανανεωτική Πτέρυγα για να επενδύσει στον κομματικό πατριωτισμό των μελών και να μπορούν ανενόχλητα τα στελέχη της να διαμεσολαβούν την πολιτική εν αγνοία τους. Όταν όμως χρησιμοποιείται από στελέχη της αριστερής πλειοψηφίας στην καλύτερη περίπτωση συνιστά άγνοια του κομματικού φαινομένου. Κανένα κόμμα, ποτέ, δεν διαχύθηκε σε άλλο παρά μόνο στο βαθμό που η μεγάλη πλειοψηφία των μελών συναινούσε. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι κομματικοί δεσμοί και η συνεκτική πολιτική ταυτότητα υπερτερούσε των σχεδίων «διολίσθησης».  

Η ανασύνθεση

Οι μαζικοί – πλατιοί πολιτικοί σχηματισμοί και κόμματα της Αριστεράς που είναι προϊόν ανασύνθεσης δεν μπορεί παρά να είναι σε αντιστοιχία με το εύρος του κοινωνικού υποκειμένου στο οποίο αναφέρονται. Θα περιέχουν λοιπόν μέσα τους τόσο μεταρρυθμιστικές τάσεις και ρεύματα όσο και αντισυστημικές – αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές τάσεις και ρεύματα. Στα νέα πλατιά κόμματα και σχηματισμούς της Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να υπάρχει ο χώρος για την ανεμπόδιστη ύπαρξη και δράση των ιδεολογικών και ιστορικών ρευμάτων. Τα νέα πλατιά κόμματα και σχηματισμοί της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θα υποταχθούν στην αποϊδεολογικοποίηση και τη μεταμοντέρνα ιδεολογική αποσάθρωση, δεν θα υποταχτούν στο μεσσιανισμό μιας πολιτικής και ιδεολογικής παρθενογένεσης, αλλά ούτε θα απολυτοποιήσουν τις ιστορικές ιδεολογικές ταυτότητες.  

Ποιος Συνασπισμός: αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και διεύθυνσης του κόμματος

Όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να γίνουν αν δεν αλλάξουμε το ίδιο το κόμμα μας, να το κάνουμε δηλαδή ικανό να «επωμισθεί» μια διαδικασία ανασύνθεσης της Αριστεράς και μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν μάλιστα όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι πολλά από τα ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα του Συνασπισμού εμφανίζονται συνήθως σαν οργανωτικές παθογένειες.

Ο πολύ χαλαρός τρόπος της λειτουργίας των Πολιτικών Κινήσεων και των Νομαρχιακών Επιτροπών, η αδύναμη σύνδεση τους με τα λαϊκά προβλήματα, εξ αιτίας της περιορισμένης συμμετοχής στα κινήματα και στις κοινωνικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στο συνδικαλισμό, δημιουργούν ένα τύπο πολιτικής οργάνωσης εσωστρεφή με δημοσιογραφική κατανόηση των πολιτικοκοινωνικών ανταγωνισμών. Παράλληλα η περιστασιακή και εκ των υστέρων πολιτική συζήτηση, το χαμηλό επίπεδο των αντιπαραθέσεων που διαπερνούν την κομματική ζωή, και καθορίζουν τη μειωμένη κινητικότητα των περισσότερων οργανώσεων του κόμματος, ο συγκεντρωτισμός στη λειτουργία των ηγετικών στελεχών ο οποίος πριμοδοτείται από τον γραφειοκρατικό τρόπο συγκρότησης του ΣΥΝ και ανατροφοδοτείται από τη λογική της ανάθεσης που κυριαρχεί στη «βάση», είναι εκφυλιστικά φαινόμενα που δεν μπορούν να ξεπεραστούν με διοικητικούς τρόπους. Μόνο πολιτικά μέσα μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτού του κλίματος γεροντικής νοσηρότητας που χαρακτηρίζει την εσωτερική ζωή του μεγαλύτερου τμήματος του κόμματος.

Είναι χαρακτηριστικό πως σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονται μόνο εκείνες οι οργανώσεις που τόλμησαν να απευθυνθούν στην κοινωνία παίρνοντας μέρος στην πολιτική ζωή και σε κοινωνικές συγκρούσεις ,είτε μέσα από την ίδρυση αυτοδιοικητικών κινήσεων που συνέχισαν να λειτουργούν και μετά τις εκλογές, είτε μέσα από την έντονη συμμετοχή τους σε δραστήρια τοπικά παραρτήματα του Φόρουμ, είτε σε άλλες κινηματικές προσπάθειες.

Παρά την προφανή αλήθεια της παραπάνω διαπίστωσης υπάρχουν ορισμένα οργανωτικά μέτρα που θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο, επειδή ακριβώς είναι αδύνατο να γίνουν ντιρεκτίβες της διοίκησης. Η πραγματοποίηση τους είναι εφικτή μόνο ως υλοποίηση μιας πολιτικής πρότασης η οποία στοχεύει στη ριζική αλλαγή της εσωκομματικής μας κουλτούρας , στα όρια της εσωκομματικής πολιτισμικής επανάστασης.
 
Συνηγορία και καταγγελία των τάσεων

Πριν αναφερθούμε σε τέτοιου τύπου μέτρα, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε αυτό που συνιστά στρατηγική πηγή εκπομπής εκφυλιστικών σημάτων στη ζωή του κόμματος. Μιλάμε, φυσικά, για τη μετατροπή των τάσεων από ιδεολογικά ρεύματα σκέψης και αναζήτησης, σε κλειστούς οργανωτικούς μηχανισμούς με σιδερένια πειθαρχία και αυστηρή ιεραρχία. Καταρχήν θέλουμε να εκφράσουμε τη διαφωνία μας με δύο κατηγορίες απαντήσεων που κυκλοφορούν στο Συνασπισμό, ως απάντηση στο εκρηκτικό πρόβλημα της στρεβλής λειτουργίας των τάσεων. Πιστεύουμε πως η κατάργηση των τάσεων και ανέφικτη είναι, και ιδεολογικά θα αποτελεί πισωγύρισμα, όχι βέβαια στη μονολιθικότητα τύπου Κ.Κ.Ε. ( είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο στο χώρο μας ) αλλά στο πλασάρισμα μιας μεταμοντέρνας εικόνας ομοψυχίας πίσω από την οποία θα βυσσοδομούν ο αχαλίνωτος παραγοντισμός και ο ανελέητος φραξιονισμός, την ίδια στιγμή που τα «προβεβλημένα στελέχη», (από τον εκάστοτε πρόεδρο του κόμματος μέχρι τους βουλευτές), θα ήταν η μόνη αυθεντική εκπροσώπηση -δια μέσου των ΜΜΕ- και το μοναδικό κέντρο παραγωγής πολιτικής στο κόμμα. Με άλλα λόγια κάτι τέτοιο θα συνιστούσε τον ασφαλή δρόμο για τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση ή την «πασοκοποίηση» του κόμματος.

Ταυτόχρονα θεωρούμε απολύτως απαράδεκτη την πρόταση που διακινείται για ομοσπονδιοποίηση του κόμματος με πρόνοιες αυξημένων πλειοψηφιών για τις σημαντικές αποφάσεις και άλλες παρόμοιες ρυθμίσεις, οι οποίες ταιριάζουν σε πολυεθνικά κρατικά μορφώματα και όχι σε πολυτασικά πλουραλιστικά κόμματα της Αριστεράς  

Να φέρουμε τα κάτω πάνω

Πέρα από τις κλασικές πολιτικές απαντήσεις οι οποίες πρέπει να δίνονται σταθερά στο ζήτημα των τάσεων ( η επιμονή π.χ. στην αριστερή στροφή και την κινηματική δράση σε απόλυτη συνάρτηση με την επίμοχθη προσπάθεια για περαιτέρω αποσαφήνιση του προγραμματικού μας λόγου) είναι σαφές πως τα ακραία αρνητικά συμπτώματα της δράσης τους σχετίζονται με την αναπαραγωγή του ίδιου, εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον ( στο Συνασπισμό και στα κόμματα από τα οποία προήλθε ), πολιτικού προσωπικού που ανακυκλώνεται με όρους επετηρίδας. O σεβασμός στην πολύχρονη προσφορά αυτών των συντρόφων, που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως κράτησαν όρθιο το χώρο της ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε δύσκολες εποχές, δεν μπορεί να μας κάνει να παραγνωρίσουμε το αντικειμενικό γεγονός, πως στα καθήκοντα και στις δυνατότητες της σημερινής εποχής, μπορεί να ανταποκριθεί θαυμάσια μια γενιά στελεχών με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.  

Ανανέωση με περιφερειακή και γυναικεία υπόσταση

Η γενιά των συντρόφων και των συντροφισσών που έμαθαν να δρουν προσπαθώντας να συνδυάσουν το ριζοσπαστισμό των θέσεων με την μαζικότητα της απεύθυνσης, αναζητώντας θέματα και πρακτικές που μπορούν να δημιουργήσουν ρωγμές στην αστική κυριαρχία μέσα από ενωτικά σχήματα δράσης με αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες, αγωνιώντας να μείνουν μακριά από τη στρέβλωση της γραφειοκρατίας, την ελιτίστικη έπαρση του αριστερισμού και τη μιζέρια των αντανακλαστικών του κυβερνητισμού. Η γενιά των συντροφισσών και των συντρόφων που έχουν βαθιά επίγνωση του οικολογικού ελλείμματος της παραδοσιακής Αριστεράς, της σπουδαιότητας των δικαιωμάτων που φαίνεται πως πρωταρχικά αφορούν μειοψηφίες, που γνωρίζουν βιωματικά πως πολιτική είναι εξίσου συζήτηση, οργάνωση, σύνθεση, προγραμματική αναζήτηση και ιδεολογική συγκρότηση όσο και συμμετοχή, παρέμβαση στους τόπους δουλειάς και κατοικίας, αυτών των οποίων επιθυμούμε να είμαστε εργαλείο μάχης τους. Η γενιά με δυο λόγια που υλοποίησε τη στροφή του ΣΥΝ στα κινήματα και στα λαϊκά προβλήματα, πρέπει να εισβάλει ορμητικά στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος.

Αυτή η ανανέωση, ηλικιακή, αλλά και «επετηρίδας», και εμπειριών και κοινωνικής ένταξης, πρέπει να συνδυαστεί με μια γενναία μετατόπιση του κέντρου βάρους των κομματικών προτεραιοτήτων από το κέντρο στην περιφέρεια. Η εκπροσώπηση της περιφέρειας, των λαϊκών γειτονιών των μητροπολιτικών κέντρων, των πόλεων της επαρχίας, πρέπει να αποκαταστήσει τη σύνδεση της με όσα συμβαίνουν στα παραδοσιακά κέντρα των εξελίξεων. Κατεύθυνση που είναι αδύνατο να γίνει αν κομματικοί πόροι (χρήματα και επαγγελματικά στελέχη) δεν μεταφερθούν στην Περιφέρεια και αν δεν αποκτήσει με τη χρήση ποσόστωσης,(τουλάχιστον ένα μέλος στην ΚΠΕ από κάθε Νομό) αυξημένη πρόσβαση και συμμετοχή στα καθοδηγητικά κέντρα του ΣΥΝ.

Η ανανέωση στα ηγετικά, αλλά και στα ενδιάμεσα κλιμάκια του κόμματος πρέπει, εξίσου με τα παραπάνω, να στηριχθεί σε ένα ορμητικό ρεύμα γυναικείας εκπροσώπησης. Για την εξασφάλιση της επίτευξης αυτού του στόχου προτείνουμε τη θεσμοθέτηση ενός μέτρου που ήδη ισχύει στα περισσότερα από τα κόμματα που συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς : ποσόστωση της τάξης του 50% σε όλα τα κεντρικά όργανα του Συνασπισμού. Γιατί το μέλλον αποκλείεται να είναι αντικαπιταλιστικό, αντιιεραρχικό και κόκκινο (δηλαδή πράσινο) αν ταυτόχρονα δεν γίνει γυναικείο. Η ποσόστωση στο επίπεδο του 50% είναι ένα μέτρο απαραίτητο για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των γυναικών στη Διεύθυνση του Κόμματος και για το γκρέμισμα των σεξιστικών τειχών που εμποδίζουν την “ φυσική” κατάκτηση αυτού του επίπεδου συμμετοχής.

Πολύ περισσότερο από αυτό, όμως, ένα τέτοιο μέτρο συνιστά έμπρακτη αναγνώριση από τη μεριά του ΣΥΝ πως ο πολιτικός του λόγος συνεχίζει να είναι δέσμιος της επιρροής που ασκούν πάνω μας χιλιάδες χρόνια πατριαρχίας. Δεν ισχυριζόμαστε πως η αυξημένη γυναικεία παρουσία στα καθοδηγητικά όργανα θα εξαλείψει μαγικά τον στείρο ανταγωνιστικό αντρικό λόγο από τις γραμμές μας. Θα εκπέμψει όμως ένα ισχυρό σήμα πως είμαστε υποψιασμένοι γι αυτή την πραγματικότητα και αποφασισμένοι να κάνουμε πολλά για να αρχίσουμε να την αλλάζουμε.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

"Πιο εύκολο να θυμίζεις τα Καλάβρυτα απ’ το να θυμάσαι το Σύμφωνο Σταθερότητας, ε;"

26/02/2010  από την Αυγή
Greek Comedy
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ

Ο δήμαρχος Αθηναίων θυμήθηκε ότι η Μέρκελ μας χρωστάει το Δίστομο και τα Καλάβρυτα. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης θυμήθηκε ότι η εν λόγω κυρία μας χρωστάει πολεμικές αποζημιώσεις. Ο πρόεδρος της Βουλής (όχι που θα έλειπε κι αυτός από το εθνικό παρών…) θυμήθηκε ότι η Καγκελάριος και η κυβέρνησή της μας χρωστάνε εξηγήσεις για το εξώφυλλο του περιοδικού "Focus" και άλλα ανθελληνικά  δημοσιεύματα. Επισημότερος όλων μάλιστα, ο Φίλιππος Πετσάλνικος, προέβη σε διάβημα στον Γερμανό πρέσβη, με όλους τους τύπους της διπλωματίας. Όχι παίζουμε!

Πολύ καλά όλα αυτά, αλλά και οι τρεις πρωτοπόροι, και όσοι πιθανόν θα ήθελαν να τους ακολουθήσουν, οφείλουν να λάβουν υπόψη όλα τα χρέη προς τη βαλλόμενη και προσβαλλόμενη πατρίδα. Δεν μας χρωστάει μήπως ο Γκόρντον Μπράουν τον αποκλεισμό του Πειραιά από αγγλικές κανονιοφόρους τον προπερασμένο αιώνα, που τόσο κόστισε στην Ελλάδα; Δεν μας χρωστάει τις ζημιές του μαύρου '44, δισεκατομμύρια για την Κύπρο, τα μάρμαρα του Παρθενώνα κι άλλα ων ουκ έστι αριθμός; Ή δεν μας χρωστάει ο Μπερλουσκόνι για όσα διέπραξε η Ιταλία εις βάρος μας, για την "Έλλη" και τα Δωδεκάνησα;

Μας χρωστάνε βέβαια! Όλοι που μας περιπαίζουν στα περιοδικά τους, μας πιέζουν με τα Ecofin τους και μας καταπιέζουν με τα spreads τους. Και χιλιάδες λέξεις μας χρωστάνε, μην το ξεχνάμε, που τις ξεσήκωσαν για τις γλώσσες τους από τη δική μας. Και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα φαίνεται ότι κάποιες τις ξεσήκωσαν για τα καλά, μαζί με το περιεχόμενό τους.  Όπως τη λέξη σοβαρότητα, παραδείγματος χάρη, που μας την έκλεψαν, τη μεταμόρφωσαν αγγλοσαξονικά να μην αναγνωρίζεται και μας άφησαν χωρίς ίχνος της, όπως δείχνει τουλάχιστον ο όψιμος  λογαριασμός του Πάγκαλου, η κοστολόγηση των Καλαβρύτων του Κακλαμάνη και η Αχμαντινετζάντ πρωτοβουλία του Πετσάλνικου.

Τι να πει κανείς μ’ αυτή την του Έλληνος ο τράχηλος οπερέτα; Πιο εύκολο να θυμίζεις τα Καλάβρυτα απ’ το να θυμάσαι το Σύμφωνο Σταθερότητας, ε; Ακόμα πιο εύκολο να πυροβολείς στο γάμο του Καραγκιόζη για τις πολεμικές αποζημιώσεις, αντί να πυροβολείς στο γάμο του ΔΝΤ με την Κομισιόν για τις ελληνικές… ζημιώσεις. Και τι έγινε στο φινάλε; Ήμασταν Greek Tragedy, θα γίνουμε Greek Comedy. Δικές μας λέξεις κι αυτές…

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Better PIGS than SHEEP

Pigs (Three Different Ones) (Pink Floyd, Animals, 1977)
Big man, pig man, ha ha charade you are. You well heeled big wheel, ha ha charade you are. And when your hand is on your heart, You're nearly a good laugh, Almost a joker, With your head down in the pig bin, Saying "Keep on digging." Pig stain on your fat chin. What do you hope to find. When you're down in the pig mine. You're nearly a laugh, You're nearly a laugh But you're really a cry. Bus stop rat bag, ha ha charade you are. You fucked up old hag, ha ha charade you are. You radiate cold shafts of broken glass. You're nearly a good laugh, Almost worth a quick grin. You like the feel of steel, You're hot stuff with a hatpin, And good fun with a hand gun. You're nearly a laugh, You're nearly a laugh But you're really a cry. Hey you, Whitehouse, Ha ha charade you are. You house proud town mouse, Ha ha charade you are You're trying to keep our feelings off the street. You're nearly a real treat, All tight lips and cold feet And do you feel abused? .....! .....! .....! .....! You gotta stem the evil tide, And keep it all on the inside. Mary you're nearly a treat, Mary you're nearly a treat But you're really a cry.

οι στίχοι από http://www.pink-floyd-lyrics.com/html/pigs-animals-lyrics.html\ το video από το YouTube και τον χρήστη http://www.youtube.com/user/VjZman

Sheep (Pink Floyd, Animals, 1977)

 Harmlessly passing your time in the grassland away; Only dimly aware of a certain unease in the air. You'd better watch out! There may be dogs about I looked over Jordan, and I've seen Things are not what they seem. That's what you get for pretending the danger's not real. Meek and obedient you follow the leader Down well trodden corridors into the valley of steel. What a surprise! A look of terminal shock in your eyes. Now things are really what they seem. No, this is not a bad dream. The Lord is my shepherd, I shall not want He makes me down to lie Through pastures green He leadeth me the silent waters by. With bright knives He releaseth my soul. He maketh me to hang on hooks in high places. He converteth me to lamb cutlets, For lo, He hath great power, and great hunger. When cometh the day we lowly ones, Through quiet reflection, and great dedication Master the art of Judo, Lo, we shall rise up, And then we'll make the bugger's eyes water. Bleating and babbling we fell on his neck with a scream. Wave upon wave of demented avengers March cheerfully out of obscurity into the dream. Have you heard the news? The dogs are dead! You better stay home And do as you're told. Get out of the road if you want to grow old.



Διαβάστε

Source: http://www.sing365.com
το video από το YouTube και τον http://www.youtube.com/user/troyzuse

Χθες...



περισσότερα στην ΕΟΣ και στην ΠΑΣΑ

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Which side are you on Common people Eat the rich

Which Side Are You On?
Florence Reece (Coal Mining Women 1931)
Natalie Merchant (The House Carpenter's Daughter, 2003)

Η Florence Reece ήταν σύζυγος του Sam Reece, συνδικαλιστή της Ένωσης των Αθρακωρύχων στο Harlan County του Κεντάκι. Το 1931 οι ανθρακωρύχοι της περιοχής βρίσκονταν σε σκληρό και βίαιο αγώνα με τους ιδιοκτήτες των ορυχείων. Σε μια προσπάθεια να εκφοβίσουν την οικογένεια των Reece, μισθωμένοι εκπρόσωποι της εταιρείας μπήκαν παράνομα και έψαξαν το σπίτι των Reece. Ο Sam Reece είχε ειδοποιηθεί και διέφυγε, και έτσι ήταν η Florence και τα παιδιά που έπεσαν θύματα της τρομοκρατίας της εταιρείας. Το ίδιο βράδυ όταν οι άντρες εκείνοι έφυγαν, η Florence έγραψε τους στίχους του τραγουδιού σε ένα ημερολόγιο τοίχου στην κουζίνα της.
Come all of you good workers
Good news to you I'll tell
Of how that good old union
Has come in here to dwell

Which side are you on?
My daddy was a miner
And I'm a miner's son
And I'll stick with the union
Till every battle's won

They say in Harlan County
There are no neutrals there
You'll either be a union man
Or a thug for J.H. Blair

Oh, workers can you stand it?
Oh, tell me how you can
Will you be a lousy scab
Or will you be a man?

Don't scab for the bosses
Don't listen to their lies
Us poor folks haven't got a chance
Unless we organize

Which side are you on?
Με ποια πλευρά είστε;
Ο μπαμπάς μου ήταν ανθρακωρύχος
Κι εγώ είμαι γιος ανθρακωρύχου
Και θα παραμείνω με την ένωση
Μέχρι να κερδηθεί κάθε μάχη
Λένε πως στο Harlan County
Δεν υπάρχουν ουδέτεροι
Θα είσαι είτε συνδικαλιστής
Ή μπράβος του J.H. Blair
Ω, εργάτες μπορείτε να το αντέξετε;
Ω, πείτε μου πώς μπορείτε
Θα είστε άθλιοι απεργοσπάστες
Ή θα είστε άνθρωποι;
Μην στηρίζετε τα αφεντικά
Μην ακούτε τα ψέματά τους
Εμείς οι φτωχοί δεν έχουμε καμιά ευκαιρία
Αν δεν οργανωθούμε.

Common People
Pulp
Κάποτε μια πλούσια Ελληνίδα θέλησε να ζήσει όπως ζουν οι κοινοί άνθρωποι και πήγε στην Αγγλία...την ιστορία της τραγουδούν οι Pulp στο Different Class το 1995
She came from Greece, she had a thirst for knowledge, She studied sculpture at Saint Martin's College
That's where I caught her eye, She told me that her Dad was loaded
I said "In that case I'll have rum and coca-cola, She said "fine"
And then in 30 seconds time she said "I want to live like common people
I want to do whatever common people do, I want to sleep with common people
I want to sleep with common people like you"
Well what else could I do? I said "I'll see what I can do"
I took her to a supermarket, I don't know why
but I had to start it somewhere, so it started there
I said "pretend you've got no money", but she just laughed
and said "oh you're so funny", I said "Yeah
Well I can't see anyone else smiling in here, Are you sure
you want to live like common people
you want to see whatever common people see
you want to sleep with common people
you want to sleep with common people like me?"
But she didn't understand, she just smiled and held my hand
Rent a flat above a shop, Cut your hair and get a job
Smoke some fags and play some pool, Pretend you never went to school
But still you'll never get it right 'cos when you're laid in bed at night
watching roaches climb the wall if you called your dad he could stop it all
yeah
You'll never live like common people
You'll never do whatever common people do
You'll never fail like common people
You'll never watch your life slide out of view
and then dance and drink and screw because there's nothing else to do
Sing along with the common people, Sing along and it might just get you through
Laugh along with the common people, Laugh along although they're laughing at you
and the stupid things that you do because you think that poor is cool
Like a dog lying in a corner they will bite you and never warn you
Look out, they'll tear your insides out 'cos everybody hates a tourist
especially one who thinks it's all such a laugh
yeah and the chip stain's grease will come out in the bath
You will never understand how it feels to live your life
with no meaning or control and with nowhere left to go
You are amazed that they exist and they burn so bright
whilst you can only wonder why
Rent a flat above a shop...etc...

Και αν πεινάσετε
Eat the Rich
Motörhead (Rock 'n' Roll,1987)
They say music is the food of love,
Let's see if you are hungry enough,
Take a bite, take another, just like a good boy would,
Get a sweet thing on the side,
Home cooking, homicide,
Side order, could be your daughter,
Fingerlicking good

Come on baby, eat the rich,
Put the bite on the son of a bitch,
Don't mess around, don't give me no switch,
C'mon baby eat the rich
C'mon baby eat the rich

Sittin' here in a restaurant,
Tell the waiter just what you want
Is that the meat, you wanted to eat,
How would you ever know?
Hash browns an' bacon strips,
I love the way that you lick your lips,
No fooling, I can see you drooling,
Feel the hunger grow
Eat up, eat you, eat me,
Eat two, get one free
Shetland pony, extra pepperoni
Just pick up the phone,
Eat greek, or eat chinese,
Eat salad, or scarf up grease
You're on the shelf, maybe eat yourself,
Come on, bite my bone

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Αφηφίστε τους...


Προς το Έκτακτο ΣΥΝέδριο

Διαμορφώνουμε τις θέσεις της Σύγχρονης Ανανεωτικής Αριστεράς

ΑΝΟΙΚΤΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ για ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΟΡΕΙΑ

3. Κώστας Ανδρέου: Η μικρή Α.Π. πάει συνέδριο, 21/02/10

Τελικά η Α.Π. πάει στο συνέδριο.
Κάτι σαν την μικρή κοκκινοσκουφίτσα που πάει στην γιαγιά της και ο κακός λύκος, αλοίμονο, είναι εκεί στο δάσος και καιροφυλακτεί.
Τι πιθανότητες έχει;
Πόσοι σύνεδροι, ποιο ποσοστό της επιφυλάσσει η συμμετοχή της; Τι θα εκπροσωπεί αύριο, αυτό το ιστορικό ρεύμα;
Ποιος πήρε την ευθύνη να την οδηγήσει σε τέτοια περιπέτεια;
Εχει πιθανότητες η κοκκινοσκουφίτσα να νικήσει τον κακό λύκο και να μετατρέψει αυτό το συνέδριο από συνέδριο εκκαθάρισης και περιθωριοποίησης προδιαγεγραμμένης, σε συνέδριο ουσιαστικό, σε συνέδριο αποκαθήλωσης του αριστερισμού και του τυχωδιωκτικού οπορτουνισμού;
Εγώ υποστηρίζω, παρά την πλήρη διαφωνία μου για την συμμετοχή της Α.Π. σ’αυτό, ότι έχει την πολιτική και ιδεολογική επιρροή για να κερδίσει.
Να κερδίσει. Όχι να επιβιώσει. Να κερδίσει για το καλό όλης αυτής της ιστορικής περιπέτειας. Να κερδίσει για το καλό της Ανανεωτικής Αριστεράς , για το καλό όλης της χώρας.
Για να συμβεί αυτό όμως, υπάρχει μια προυπόθεση.
Να μετατρέψει το συνέδριο από συνέδριο αφωνίας σε συνέδριο πολιτικής συζήτησης με ένα και μόνο θέμα. Πως θα βγεί η χώρα από την κρίση.
Δεν είμαι μέλος του ΣΥΝ και προφανώς δεν μου πέφτει και λόγος για το τι θα κάνει η Ανανεωτική Πτέρυγα, αλλά έτσι επειδή με μεγάλη ευγένεια αυτό το site φιλοξένησε τη γνώμη μου, όποτε τα επιθύμησα, νοιώθω υποχρεωμένος να πώ την γνώμη μου.
Το ιδεολογικό όριο της παραδοσιακής Αριστεράς.
Η Ανανεωτική Αριστερά, λούζεται διάφορα επίθετα, από τους «αυτόκλητους» αριστερούς του Αριστερού Ρεύματος, του Κοκκινοπράσινου και των συνιστωσών περί τον Αλαβάνο συνιστουσών για έναν και μόνο λόγο. Το έχω ξαναπεί στο κείμενό μου σ’αυτό το site όπου υποστήριζα ότι η Αριστερά πρέπει να βγάλει την επανάσταση από το μενού της αν θέλει να κάνει αριστερή πολιτική και έτσι δεν επανέρχομαι.
Θα προσθέσω όμως ένα απλό λογικό σχήμα για να γίνει κατανοητή αυτή η κεντρικού χαρακτήρα ανάγκη.
Το 17 οι Μπολσεβίκοι, έκαναν την επανάσταση στηριζόμενοι στην συμμαχία των εργατών με τους αγρότες, επειδή το βασικό αίτημα μιας επανάστασης και η βασική προϋπόθεση αποδοχής της από την κοινωνία και συστράτευσης, είναι το εγχείρημα να μπορεί να καταλήξει σε μια βασική δυνατότητα.
Η επανάσταση πρέπει να μπορεί να θρέψει, να δώσει ψωμί –ένα από τα τρία συστατικά του κεντρικού συνθήματός της «Ψωμί , γή, ειρήνη»- στην κοινωνία. Η επανάσταση πρέπει να μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία με την εξασφάλιση των στοιχειωδών αναγκών της.
Σήμερα η κρίση στην Ελλάδα, μας καλεί να απαντήσουμε ξανά στο ίδιο σύνθημα, αν θεωρούμε ότι χρειάζεται μια επανάσταση για να λυθεί.
Ολοι αυτοί που περιμένουν η κρίση να οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις και «κινηματικές ευκαιρίες», θα πρέπει να απαντήσουν πριν απαντήσουν σε δευτερεύοντα θέματα, στο ερώτημα.
Με ποιους και πως θα εξασφαλίσει αυτή η άλλη, η επαναστατική εκδοχή, το ψωμί της χώρας;
Οι αγρότες πριν από έναν μήνα ακόμη ήταν στα μπλόκα για να πάρουν τις επιδοτήσεις με τις οποίες έχουν μάθει να ζούν τα τελευταία 30 χρόνια. Όχι μόνο δεν έχουν να προσφέρουν ψωμί, αλλά χρειάζονται και αυτοί μια επιδότηση για να επιβιώσουν.
Οι βιομηχανικοί εργάτες, μετά την φυγή 50.000 επιχειρήσεων στα βαλκάνια, αποτελούν μειοψηφία που κινδυνεύει να χάσει και αυτή την δουλειά της, αν κάποιος καταλάβει τα όποια εργοστάσια.
Οι εργάτες στον τουρισμό, τρέμουν τον «Δεκέμβρη» του Αλαβάνου που θα μειώσει τις αφίξεις τουριστών σε μια χώρα με κοινωνικές εκρήξεις, αν αναλογιστούμε τον νεανικό Δεκέμβρη και τις φωνές των «μικροαστών» του τουρισμού «τότε».
Ας μη μιλούμε για την οικοδομή, για το εμπόριο και τους 1 εκατομμύριο εργαζόμενους στον Δημόσιο Τομέα, που περιμένουν με αγωνία αν θα καταφέρουμε να πάρουμε τα απαιτούμενα δανεικά για να πληρωθούν τον μισθό τους.
Αν κάνουμε λοιπόν ταμείο, βλέπουμε ότι η Αριστερά δεν μπορεί να στηριχτεί στα «παραδοσιακά κοινωνικά υποκείμενα» που θα τις έδιναν την δυνατότητα να τραβήξει τον επαναστατικό της «μονόδρομο».
Αν πετύχει η ακτιβίστικη κοπτοραπτική της μέσα σε μια χαοτική εξέγερση των συντεχνιών, θα καταρρεύσει την άλλη μέρα το πρωί. Αυτός ο στρατός στερείται «επιμελητείας».
Αυτό είναι το σημείο που η Ανανεωτική Αριστερά , με την φρονιμάδα της και τις πραγματιστικές προσεγγίσεις της στο πρόβλημα της κρίσης, μπορεί να οργανώσει την πρότασή της, την συνεισφορά της στο κενό πολιτικής ανάλυσης και πρότασης στην συγκυρία.
Αυτό είναι το σημείο, που κάνει αριστερή πολιτική την πολιτική του δρόμου της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και τυχοδιωκτική αυτή της αριστερής και της αριστερίστικης στροφής, των κινηματικών εφόδων στο πλευρό κάθε συντεχνιακής λαθροχειρίας, που θέλει να κρατήσει τα προνόμια που κατέκτησαν με ποικίλους εκβιασμούς στο παρελθόν, που αρνείται να αποδεχθεί ότι η κρίση ή θα οδηγήσει σε ολοκαυτώματα ανεργίας αδύναμων κοινωνικών μερίδων ή θα μας φωτίσει να προχωρήσουμε σε εξορθολογιμούς με γνώμονα την «κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη στους πλέον αδύναμους τουλάχιστον».
Συμπέρασμα
Η μικρή κοκκινοσκουφίτσα, μόνο έτσι μπορεί να νικήσει τον κακό λύκο, φίλοι μου. Μόνο με την αποδόμηση των επαναστατικών φαντασιώσεων , των κατά τα άλλα αγαπητών συντρόφων των άλλων τάσεων και ευρύτερα των αριστερών. Μόνο με την αποδόμηση των ιδεολογικών τυφλώσεων και την πρόταξη της Λογικής.
Μόνο έτσι, μπορεί να ξεκαθαρίσει η θολούρα των μεγαλοστομιών και η αποκόληση των σταθερών φοβικών ΟΧΙ της σε κάθε κυβερνητική επιλογή.
Η Αριστερά πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δουλειά της είναι να οδηγήσει την κοινωνία με δικαιοσύνη και φροντίδα στην έξοδο από την κρίση. Πρέπει να καταλάβει ότι καλείται να επιβεβαιώσει ότι είναι η πολιτική δύναμη της λογικής.
Η διακυβέρνηση της χώρας, στην κρίση, δεν είναι υπόθεση κοινοβουλευτικών συσχετισμών μόνο. Οι προτάσεις όλων θα συζητούνται και θα επιβάλλονται από την κοινή γνώμη και εκεί η Ανανεωτική Αριστερά μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο , για το καλό ή το χειρότερο. Ας διαλέξει.

2. Γιάννης Παπαθεοδώρου: Επανίδρυση ή αναπαλαίωση ; 17/02/10

(Μερικές σκέψεις για το «έκτακτο συνέδριο», ενόψει της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της Ανανεωτικής Πτέρυγας)

1. Το σύνδρομο του κομματικού αμορφισμού
Οι αποφάσεις της τελευταίας πανελλαδικής συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσαν την προϋπάρχουσα τάση «ρευστοποίησης» του ΣΥΝ εντός του ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέποντας, έτσι, τη μετεξέλιξη μιας πολιτικής συμμαχίας σε άτυπο ενιαίο κόμμα με «κάρτα μέλους», οργανωτικές δομές, και πολλαπλά πολιτικά κέντρα αποφάσεων. Τα προβλήματα βέβαια που ανέκυψαν μετά από μια τέτοια εξέλιξη δεν άργησαν να επηρεάσουν ολόκληρο το φάσμα της ανανεωτικής αριστεράς, στο βαθμό, μάλιστα, που ήδη από το καλοκαίρι, μετά τις ευρωεκλογές, το αίτημα του συγκεκριμένου χώρου για τον πολιτικό ανακαθορισμό του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, δεν άφηνε περιθώρια για νέους αυτοματισμούς, αυτοσχεδιασμούς και κυρίως παραπλανητικούς συμβιβασμούς. Ως «τάση», η Ανανεωτική Πτέρυγα πήρε τις αποστάσεις της από τις διαφαινόμενες διεργασίες «συριζοποίησης» του ΣΥΝ, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να υπερασπιστεί το «συνασπισμικό κεκτημένο». Λίγο καιρό αργότερα, ωστόσο, και ενώ η κρίση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συνεχιζόταν, ο ΣΥΝ πήρε την πρωτοβουλία να οδηγηθεί σε «έκτακτο συνέδριο», το οποίο θα αναλάβει δήθεν να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, με μια ελαφρώς διαφοροποιημένη στόχευση «συριζοποίησης» : ισχυροποίηση του ΣΥΝ εντός μια πολιτικής συμμαχίας που θα μετεξελιχθεί μελλοντικά σε ενιαίο νέο φορέα ∙ «σε κάτι που θα μοιάζει με κόμμα αλλά, προς το παρόν, δεν θα είναι ακριβώς κόμμα, αλλά θα θέλει να γίνει κόμμα» – σύμφωνα με την «ευρηματική» εξήγηση ορισμένων από τους εμπνευστές της «μετεξέλιξης». Είναι σαφές, πάντως, πως και στις δύο περιπτώσεις αναδεικνύεται ένα κεντρικό ζήτημα που αφορά την ίδια τη φύση του ΣΥΝ, την ιδιοσυστασία του, το παρόν και το μέλλον του. Για πρώτη φορά, μετά από είκοσι χρόνια ενεργού παρουσίας του ΣΥΝ, στελέχη, μέλη και συμμαχικές «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούν πολιτικά με σχεδόν αποκλειστικό κίνητρο τη διάλυση του ΣΥΝ, την περιθωριοποίησή του, ή έστω την υπέρβασή του, στο όνομα ενός ρευστού κομματικού αμορφισμού.
Στο μεταξύ, τα φαινόμενα αυτής της νέας θολής κομματικότητας πληθαίνουν : στο διαδίκτυο κυκλοφορούν συμβολικές «κόκκινες κάρτες» μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, στα αμφιθέατρα του Πολυτεχνείου το πλήθος των ΣΥΡΙΖαίων θέλει να «φωτίσει τις αιτίες που τ’ αφήνουνε μισό», στις συνεντεύξεις τύπου ο σύντροφος Αλαβάνος εξαγγέλλει το «Μέτωπο Ανατροπής και Αλληλεγγύης» και στα κόκκινα blogs διάφοροι σύντροφοι και φίλοι υπογράφουν κείμενα για το «ΣΥΡΙΖΑ 2, 3 κλπ.». Όλα αυτά και πολλά άλλα συμπτώματα ενισχύουν την πεποίθηση πως τόσο ο ΣΥΝ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλέον οριστικά εισέλθει σε μια βαθύτατη κρίση καταστατικού χαρακτήρα, που καταλήγει πρακτικά στην αποσύνθεση της ίδιας της συμμαχίας, τουλάχιστον έτσι όπως ιδρύθηκε ∙ κρίση που συνοδεύεται από την ταυτόχρονη ανάδυση μιας πολυδιάσπασης, η οποία ολοένα και περισσότερο προβάλλει τα απολύτως προσωποκεντρικά της χαρακτηριστικά : οι «έντεκα αρχηγοί» των πρόσφατων εκλογών – έστω και ως καρικατούρα μιας απόφασης που δεν τηρήθηκε ποτέ – θα πρέπει να θεωρηθούν ως αφετηριακό σημείο αυτής της νέας πολιτικής αλαζονείας, που θεωρεί πως ένα κόμμα (ΣΥΝ) και μια συμμαχία (ΣΥΡΙΖΑ) μπορούν απλώς να καταφύγουν στον αμορφισμό για να καλύψουν ατομικές διαδρομές, ιδιοτέλειες, φαντασιώσεις, μικρότητες και εύθραυστες ισορροπίες.
2. Πολιτική οριοθέτηση της ανανεωτικής αριστεράς
Απέναντι σε αυτή την ανησυχητική τροπή, η Ανανεωτική Πτέρυγα επέλεξε ορθά τη λύση της συγκρότησης ενός Forum Διαλόγου (Α.Π- Πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της Ανανεωτικής Αριστεράς- ΑΡ.ΣΗ.), για να συσπειρώσει όλες εκείνες τις φωνές των αριστερών «με ή χωρίς κόμμα», που επιμένουν ακόμη να αναζητούν μια εναλλακτική πρόταση : είτε για τον ανακαθορισμό του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είτε για την αυτόνομη πορεία του ανανεωτικού χώρου. Η πρόταση, σε κάθε περίπτωση, είναι καλοδεχούμενη και αποτελεί, ίσως, τη μόνη - ίσως και την τελευταία- ευκαιρία για να διατυπωθεί ένα συνεκτικό ρεύμα ιδεών με επάλληλες θέσεις γύρω από την πορεία της Ανανεωτικής Αριστεράς. Αποτελεί, επίσης, το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στη διαμόρφωση της λεγόμενης «αντικαπιταλιστικής αντισυστημικής αριστεράς», που με πρωτόγνωρο τρόπο, τον τελευταίο καιρό, έχει προβεί σε ευθεία αμφισβήτηση της ιστορικής παρουσίας και των ανανεωτικών παραδόσεων του ΣΥΝ. Για αυτό το λόγο, ο διάλογος που έχει ξεκινήσει, σηματοδοτεί μια επιλογή ευθύνης, πέρα από τα στενά όρια μιας κομματικής «τάσης» ∙ στην πραγματικότητα, είναι μια πρωτοβουλία για την ίδια την πολιτική οριοθέτηση των ανανεωτικών ιδεών, οι οποίες, αν και έχουν κατοχυρώσει τον ιστορικό και πολιτικό τους ρόλο μέσα στην ίδια τη νεοελληνική κοινωνία, βάλλονται σήμερα από ποικίλους μηχανισμούς εντός κι εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πυρήνας αυτών των ιδεών, που θα μπορούσε, σχηματικά έστω, να κωδικοποιηθεί στο θεμελιώδες τρίπτυχο «δημοκρατικός σοσιαλισμός-αριστερός ευρωπαϊσμός-μεταρρυθμιστική στρατηγική» είναι (και παραμένει) συγκροτητικό στοιχείο μιας ιδεολογικής ταυτότητας, η οποία μπόλιασε με τη δυναμική της ολόκληρο το φάσμα της προοδευτικής πολιτικής, από τη μεταπολίτευση ως σήμερα, τόσο σε επίπεδο κοινωνικών αγώνων όσο και σε επίπεδο θεσμικών λύσεων, με μικρές ή μεγάλες αντιφάσεις στις επιμέρους πραγματώσεις της. Οι ιδέες αυτές εξακολουθούν για τους περισσότερους από εμάς να είναι ενεργές και να τροφοδοτούν τους προβληματισμούς μας για το μέλλον της αριστεράς. Γιατί ο χώρος της ανανεωτικής και διαρκώς ανανεούμενης αριστεράς δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα λείψανο περασμένων δεκαετιών. Αντίθετα, είναι και πρέπει να είναι ένα ζωντανό κύτταρο πολιτικού προβληματισμού και προγραμματικών θέσεων, που, με όλες τις ιδιομορφίες της σύγχρονης μετα-κομουνιστικής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, εξακολουθεί σήμερα να επεξεργάζεται λύσεις για την ευρύτερη σοσιαλιστική ηγεμονία.
3. Ο διπλός πολιτικός εκβιασμός
Ακριβώς αυτός ο χώρος απειλείται σήμερα, όχι εξαιτίας της κοινωνικής του απαξίωσης (οι εκλογές, άλλωστε, ήταν ενδεικτικές για τις δυνάμεις και τα πρόσωπα που προκρίθηκαν στο κοινοβούλιο) αλλά εξαιτίας ενός ιδιότυπου πολιτικού εκβιασμού από το νεο-αριστερισμό, που αναπτύχθηκε εντός του ΣΥΡΙΖΑ, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό και την ιδεολογική ταυτότητα του ΣΥΝ. Ο εκβιασμός αυτός συνθηματικά καλύπτεται κάτω από δύο ιδεολογήματα με αμφίβολη πολιτική αξία και έωλη αποτελεσματικότητα.: το «ΣΥΡΙΖΑ των μελών» και το «έκτακτο συνέδριο».
Το «ΣΥΡΙΖΑ των μελών» ενώ φαινομενικά φαντάζει ως το απαύγασμα των «διαδικασιών βάσης», παραπέμπει σε μια ψευδώνυμη αμεσοδημοκρατική διαδικασία και σε δήθεν αυτοδιαχειριστικές εστίες, οι οποίες περιφρονούν και καταλύουν τους ίδιους τους αντιπροσωπευτικούς κομματικούς θεσμούς, όχι μόνο όπως αυτοί αποτυπώνονται στο ΣΥΝ αλλά και στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα μετά τα αποτελέσματα των εκλογών. Αυτή ακριβώς η άρνηση της αποδοχής των αντιπροσωπευτικών τάσεων, των εκλεγμένων σωμάτων και προσώπων που προέρχονται από τη βούληση των πολιτών, εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως αποτυπώθηκε στην εκλογική ψήφο, ισοδυναμεί με την κατάπνιξη της ίδιας της πολιτικής ζωής της ανανεωτικής αριστεράς και γενικεύει την κοινωνική παράλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή την άποψη, ο «ΣΥΡΙΖΑ των μελών» δεν είναι ένα νέο σχήμα οικιοθελούς ένταξης πολιτών στην υπόθεση της αριστεράς αλλά το ανώτατο στάδιο της νέο-αριστερίστικης γραφειοκρατίας ∙ ένα φέουδο των «συνιστωσών» που εκβιάζουν προκειμένου να πείσουν ότι σχεδόν ανύπαρκτες δυνάμεις και «γκρούπες» έχουν υπέρτερη ισχύ από ένα αναγνωρίσιμο κόμμα με ιστορία είκοσι χρόνων.
Είναι ενδεικτικό ότι μετά την ιδεολογική και πολιτική ήττα του αριστερισμού στις τελευταίες εκλογές, ορισμένοι από τους «συμμάχους» οδηγήθηκαν σε ακόμη πιο σεχταριστικές και εχθρικές θέσεις με σταθερό άξονα την αντιπολίτευση στον ΣΥΝ και στην ηγετική του ομάδα. Η στάση του Αλέκου Αλαβάνου καθώς και οι εκλεκτικές του συγγένειες με την Πρωτοβουλία για την Αντισυστημική Αριστερά (ΠΑΣΑ), την ΑΝΑΣΑ και την Ένωση Οπαδών (sic) ΣΥΡΙΖΑ (ΕΟΣ) αποτελούν σαφείς ενδείξεις για την επιτηδευμένη υποκρισία ενός μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, που στο όνομα νέων οργανωτικών λύσεων επιχειρεί την επανάληψη της πλέον παρακμιακής φραξιονιστικής δραστηριότητας. Προεκλογικά, η δραστηριότητα αυτή εκφράστηκε με την καλλιέργεια επιφυλάξεων απέναντι στο ΣΥΝ, και μετεκλογικά με την αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας της «αριστερής προγραμματικής αντιπολίτευσης». Κοινός παρονομαστής ήταν η ομηρία του ΣΥΝ από τη γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, και η σκιώδης επιτήρηση του κόμματος από τις συνιστώσες, σχεδόν σε κάθε εκδήλωση της κοινοβουλευτικής ομάδας.
Το τελευταίο – πολύ χαρακτηριστικό - επεισόδιο αυτής της επιθετικής υπονόμευσης του ΣΥΝ από το ΣΥΡΙΖΑ ήταν η θλιβερή ανακοίνωση ορισμένων μελών από διάφορες συνιστώσες εναντίον του Φώτη Κουβέλη. Για πρώτη φορά, στα χρονικά της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας εγκαλείται κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος αριστερού κόμματος επειδή δήθεν προωθεί το κλίμα της νεοφιλελεύθερης «συναίνεσης»! Το αίτημα της καθαίρεσης του Φώτη Κουβέλη από τη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου συνιστά πρωτόγνωρη ενέργεια που πλήττει ευθέως την ομαλή λειτουργία και την αυτονομία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας αλλά και την ιδιοσυστασία του ΣΥΝ. Όταν η «αριστερή προγραμματική αντιπολίτευση» απέναντι στην οικονομική κρίση εκλαμβάνεται ως «συναίνεση», τότε ή οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, ή το νόημα βρίσκεται ήδη υποθηκευμένο στα γραμμάτια του επαναστατικού βερμπαλισμού. Όσο δε για τις αυτό-διοικητικές προτάσεις και την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Κουβέλης δεν είπε τίποτε περισσότερο από αυτό που επιθυμεί η πλειονότητα του προοδευτικού κόσμου : να «γυρίσει σελίδα» η συντηρητική Θεσσαλονίκη και να αναγνωριστεί η ευαισθησία του Παπούλια σε μια σειρά από ζητήματα που απασχόλησαν τη δημόσια σφαίρα, το τελευταίο διάστημα. Ως βουλευτής διατήρησε απλώς το δικαίωμα της γνώμης του και διεκδίκησε το ενδεχόμενο να πείσει τους συναδέλφους του για πιθανή αλλαγή στάσης στο θέμα της προεδρικής εκλογής. Απέναντι σε αυτή τη νόμιμη και θεμιτή παρέμβαση, ορισμένα μέλη των συνιστωσών προέβησαν σε «προγραφή απόψεων» προς χάριν της «ανάπτυξης των κοινωνικών αγώνων» και της υλοποίησης των αποφάσεων της συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ. Αναρωτιέμαι : τι άλλο είναι ο δογματισμός αν δεν είναι το καταφύγιο μιας προ-αποφασισμένης αλήθειας ; τι άλλο είναι ο συγκεντρωτισμός αν δεν είναι η απόπειρα επιβολής των απόψεων μιας φωτισμένης πρωτοπορίας («κίνημα των 23») στη βάση των ψηφοφόρων ; Και επιτέλους, στο όνομα ποιας «βάσης» μιλάνε οι είκοσι τρειςι «σταυροφόροι» του ΣΥΡΙΖΑ ; Χρειάζεται, άραγε, να θυμίσει κανείς πως ο Φώτης Κουβέλης πήρε είκοσι τέσσερις χιλιάδες σταυρούς, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση; Ή μήπως τον εξέλεξαν κι αυτόν τα «συμφέροντα» λόγω της «επιλεκτικής του σχέσης με τα ΜΜΕ;
Τα πράγματα βέβαια θα ήταν αλλιώς αν υπήρχε ένα ισχυρό ανάχωμα στο εσωτερικό του ΣΥΝ ∙ μόνο που κι εκεί τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Στην πορεία της «συριζικής» διολίσθησης πρέπει να προστεθεί και η αδράνεια του «Αριστερού Ρεύματος» και η σταδιακή αποσκίρτηση του «Κοκκινο-Πράσινου Δικτύου», που με έναν ιδιότυπο κομματικό αυτοσχεδιασμό έσπευσε να δηλώσει την προσδοκώμενη έλευση του «νέου φορέα». Η εξέλιξη άλλωστε ήταν προδιαγεγραμμένη. Η απόσταση που χώριζε την «αριστερή στροφή» από την «αριστερίστικη στροφή» ήταν ελάχιστη και βρήκε γόνιμο έδαφος, εντός του ΣΥΝ. Ας σταθούμε όμως και στο ιδεολόγημα του «έκτακτου συνεδρίου». Η επιμονή του προέδρου και το άγχος της νομιμοποίησης της νέας ηγετικής ομάδας εξωθεί τα πράγματα σε μια απολιτική διαδικασία, στην οποία κυριαρχεί η κολακεία της «βάσης». «Αφού το θέλει η βάση, δεν μπορούμε παρά να πάμε σε συνέδριο», ακούμε από διάφορους συντρόφους. Σύμφωνοι ∙ αλλά ποιο είναι εκείνο το μείζον ζήτημα στο οποίο τοποθετήθηκε η βάση; Νομίζω πως είναι φανερό ότι η βάση αφομοίωσε και αναπαρήγαγε ένα προκατασκευασμένο άλλοθι που αφορά την ίδια την (αν)ικανότητα της συλλογικής καθοδήγησης του κόμματος : την ανεύρεση «εσωτερικού εχθρού».
Γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι ένα «έκτακτο συνέδριο», σε αυτή τη συγκυρία, παρά συνέδριο συσχετισμών, εκκαθαρίσεων και ανακατανομής των τάσεων ; Απ’ όσο γνωρίζω, η προσφυγή στη βάση δεν προτάθηκε λόγω του κεντρικού ιδεολογικού θέματος – που είναι η σχέση ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ- αλλά με βάση τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί στην κομματική ζωή. Το συνέδριο, λοιπόν, δεν είναι παρά το μέσο για να επιτευχθεί ένας ακόμη τακτικός ελιγμός της ηγεσίας του κόμματος. Η φαινομενική παντοδυναμία του Αριστερού Ρεύματος και η ιστορική παρουσία της Ανανεωτικής Πτέρυγας, καθώς και η μεταξύ τους σχέση, θα αντικατασταθούν από μια νέα εύθραυστη ισορροπία και πειθαρχία. Αλήθεια, πόσες φορές πρέπει να επανεκλεγεί ο σ. Τσίπρας για να καταλάβει πως η απάντηση στα εσωκομματικά προβλήματα είναι η επαναφορά της ίδιας της πολιτικής στο προσκήνιο και όχι το ανακάτεμα της τράπουλας ;
Το συνέδριο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα συνέδριο «απόσυρσης» της αριστεράς από τα μείζονα προβλήματα του τόπου, μια εσωστρεφής κίνηση πρόσκαιρης διευθέτησης του εσωκομματικού τοπίου που θα έρχεται «από το πουθενά» και θα απαντά «στο τίποτε». Αμφιβάλλει, άραγε, κανείς πως και η αμφισβήτηση του Τσίπρα και η πολυγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχιστεί ; Αμφιβάλλει, άραγε κανείς πως η εύκολη ρητορεία του προέδρου θα διανύει την απόσταση από τον «αριστερό τρίτο πόλο» στην «προγραμματική αντιπολίτευση» και το «μέτωπο κοινωνικής αντίστασης» με ταχύτητα φωτός ; Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το συνέδριο αυτό γίνεται για να ανεβάσει απλώς τις μετοχές της νέας ηγετικής ομάδας, με τη σιωπηρή αποδοχή του Ρεύματος και το στρίμωγμα της Ανανεωτικής Πτέρυγας. Είναι ένα ψευδώνυμο «έκτακτο συνέδριο» που σκοπό έχει να επικυρώσει τον οδικό χάρτη της «συριζοποίησης» του ΣΥΝ από τη νέα «προεδρική φρουρά». Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, αναρωτιέμαι τι ακριβώς θα επικυρώσει το επερχόμενο έκτακτο συνέδριο: την επανίδρυση του ΣΥΝ ; ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο με το ΣΥΡΙΖΑ ; ή μήπως την κοινή μετεξέλιξη τους σε ένα θολό μόρφωμα αναχωρητικού ριζοσπαστισμού, έξω και πέρα από τα δεδομένα αλλά και τις προσδοκίες της κοινωνίας ;
Προφανώς, σε πρώτο επίπεδο, την εύκολη λύση θα τη δώσουν και πάλι οι νέοι «κεντριστές», που παραταγμένοι περί τον πρόεδρο θα ενισχύσουν το προφίλ του, ακόμα και με ανανεωτικό «άρωμα». Η επιζητούμενη επικύρωση πάντως του νέου «πολιτικού συμβολαίου» με το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι όμως μια προωθητική διεργασία αλλά ένα κομματικό σωσίβιο χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα. Το έκτακτο συνέδριο, με όλη την έμφαση που δίνει στην εσωτερική δραστηριότητα και την οργανωτικοπολιτική λαγνεία γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη μια ένδειξη πως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί πλέον να πρωταγωνιστήσει και να προκαλέσει «μαζικές πολιτικές εμπειρίες». Το χειρότερο, δηλαδή, είναι πως αυτό το νέο πολιτικό συμβόλαιο με το ΣΥΡΙΖΑ εγκαινιάζει, δίπλα και παράλληλα με το ΚΚΕ και την εξω-κοινοβουλευτική αριστερά, μια εντελώς νέα συνθήκη για το ελληνικό πολιτικό σύστημα : «την ενοχοποίηση του πολιτικού». Υιοθετώντας μια απόλυτη αρνητικότητα για τις επιμέρους πραγματώσεις της κεντρικής πολιτικής – αρνητικότητα η οποία βαπτίζεται «ριζοσπαστική κοινωνική αντίσταση» -, ο ΣΥΡΙΖΑ αποσύρεται από την ίδια την κοινωνία και την «πραγματική πραγματικότητα». Στη θέση του πολιτικού τοποθετεί το μανιχαϊστικό ομοίωμα μιας ανυπόστατης διάζευξης («σύστημα – αντισυστημισμός») παραδίδοντας, έτσι, - εκ του αποτελέσματος, έστω- τη σκυτάλη της πολιτικής στη δεξιά, για να γεμίσει το κενό. Η στάση αυτή δεν αποτελεί μόνο άρνηση των πιο σημαντικών παραδόσεων θεσμικής παρέμβασης της αριστεράς στον τόπο μας αλλά συνιστά και σύμπτωμα ενός νέο-δογματισμού.
Το να καταγγέλλει κανείς τον «πανταχού παρόντα» νεοφιλελευθερισμό δεν είναι μόνο δείγμα πολιτικής αμηχανίας αλλά και σύμπτωμα μιας εργαλειακής οικονομίστικης σκέψης που αδυνατεί να κατανοήσει τη συνθετότητα των νέων κοινωνικών σχέσεων. (Η οπισθοδρόμηση είναι ενδεικτική στη νεατερντάλεια θεωρία του «αδύναμου κρίκου» αλλά και στις επιθέσεις στο Σύμφωνο Σταθερότητας που διατυπώνονται διαρκώς διά στόματος Αλαβάνου κλπ.). Το να λέει κανείς πως τα μπλόκα των αγροτών «πρέπει να νικήσουν» – και επιμένω στα μπλόκα ως κατεξοχήν αντικοινωνική μορφή πάλης - δεν είναι απλώς λαϊκισμός αλλά αδυναμία υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος. Το να αναγγέλλει κανείς κάθε βδομάδα «μέτωπα αντίστασης» και «μέτωπα ανατροπής», πέρα από κάθε υπαρκτό κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, δεν είναι απλώς επαναστατική πόζα αλλά ένδειξη αναβίωσης του χειρότερου συντεχνιακού συνδικαλισμού. Το να τα βάζει κανείς με τους «κερδοσκόπους των ευρωπαϊκών αγορών» έχοντας κάψει όλα τα χαρτιά (ακόμη και της «δεξιάς») πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης δεν είναι μόνο υποκριτική κραυγή διαμαρτυρίας αλλά μαξιμαλιστική αναβολή των ρεαλιστικών λύσεων. Σταχυολογώ μερικά μόνο από τα πρόσφατα και τυχαία συμπτώματα της κομματικής παθητικότητας που έχει επικρατήσει στο ΣΥΡΙΖΑ για να υποστηρίξω ότι η λεγόμενη «αντικαπιταλιστική αντισυστημική αριστερά» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μορφή ιδεολογικού μυστικισμού και προταγματικής μετάλλαξης : ξορκίζει την πραγματικότητα, υιοθετώντας μια αντι-εξουσιαστική ρητορεία και μια «κατάσταση διαρκούς απαισιοδοξίας», που αρμόζει περισσότερο σε γκρουπούσκουλο παρά σε κόμμα.
4. Επανίδρυση ή αναπαλαίωση ;
Σήμερα πια, οποιαδήποτε απόπειρα πολιτικής συνεννόησης ανάμεσα στο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι ναρκοθετημένη, γιατί εξέλιπε πλέον η ουσιαστική «παρέμβαση του κόμματος» : ο ενεργός, δηλαδή, ρόλος του στην ανάληψη πρωτοβουλιών που θα κατοχύρωναν τον ηγεμονικό του χαρακτήρα και θα οδηγούσαν σε μια συμμαχία με τις δυνάμεις της οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Και δυστυχώς σε αυτό το σημείο, βαρύτατες ευθύνες έχει και η ίδια η ηγεσία του ΣΥΝ που στάθηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η υπάρχουσα συμμαχία έχει χάσει – εκ των πραγμάτων - πλέον τον προγραμματικό και στρατηγικό της χαρακτήρα, επειδή δεν έχει καταφέρει να προβάλει ένα ενιαίο πειστικό πολιτικό πρόταγμα απέναντι στη κοινωνική συγκυρία. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως συμμαχία έχει ουσιαστικά αυτό-διαλυθεί : αφού πρώτα απέτυχε ως ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης της νέας κοινωνικής αριστεράς, τώρα αποτυγχάνει και στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής. Οι δύο όψεις δεν είναι βέβαια άσχετες μεταξύ τους, αφού ο καθοδηγητικός ρόλος και η οργανωτική λειτουργία ενός κόμματος ή έστω μιας συμμαχίας έχει καθοριστική σημασία για την ίδια την ιδεολογική του/της λειτουργία. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται το ιδεολογικό κενό του ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλο που δεν είναι συμμαχία πολιτικής ενότητας και «καθαρότητας», ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να σκέφτεται γύρω από την κοινωνία και την πολιτική ως «ολότητα» - ως «αντικειμενική αντιφατική ενότητα στοιχείων», θα λέγαμε παλαιότερα - αποθεώνοντας τον ατομικό εμπειρισμό, σε όλες τις κλίμακες του. Η φαρσοκωμωδία του καλοκαιριού (με την «ξε-παραίτηση» Αλαβάνου και το μελόδραμα του Κοροβέση) ήταν η αρχή αυτής της αυτιστικής δυσλειτουργίας. Ότι έχει απομείνει πια σήμερα είναι συνομαδώσεις που στοιχίζονται πίσω από σφραγίδες και ατομικές τακτικές, ξένες προς τις παραδόσεις της ανανεωτικής αριστεράς. Το ιδεολογικό χάσμα με το ΣΥΡΙΖΑ μεγαλώνει, και μαζί του μεγαλώνει η αδυναμία της αριστεράς να μετασχηματίσει τις οικονομικές και πολιτικές δομές της ελληνικής κοινωνίας, στο μέτρο και στο βαθμό που τις αναλογεί.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πορείας είναι γνωστό : οργανώσεις που κλείνουν, ψηφοδέλτια που διασπώνται, και κυρίως ένας κόσμος που αποσύρεται (συγκυριακά ή και οριστικά) από την καθημερινή ζωή της αριστεράς. Θα τον φέρει πίσω το έκτακτο συνέδριο και η πανικόβλητη αναδίπλωση της ανταγωνιστικής «συριζοποίησης» μεταξύ Τσίπρα και Αλαβάνου ; Πολύ αμφιβάλλω. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν η Ανανεωτική Πτέρυγα θα συμμετάσχει σε αυτό το «έκτακτο συνέδριο», στο οποίο η ηγεσία του ΣΥΝ επικαλείται μια ψευδώνυμη «επανίδρυση» για να εφαρμόσει, πιο γρήγορα και χωρίς ενοχλητικές φωνές, την «αναπαλαίωση» της αριστεράς. Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα και από τους συντρόφους που προκρίνουν τη συμμετοχή και από εκείνους που διατηρούν τις επιφυλάξεις τους. Ας έχουμε πάντα στο νου μας πως ο ΣΥΝ ήταν ένα εγχείρημα μακράς πνοής που επηρέασε βαθιά την πολιτική δεσμευτικότητα όλων των συντρόφων. Έτσι, ακόμα κι αν πολλοί από την Πτέρυγα διατείνονται πως «όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά», η πιθανή λύση που θα επικρατήσει, είναι η συμμετοχή στο συνέδριο με μια διακριτή πολιτική και ιδεολογική πλατφόρμα. Από αυτό ακριβώς το σημείο, ωστόσο, αρχίζουν τα δύσκολα : αν, δηλαδή, ως τώρα η λύση της «διαφοροποίησης» ήταν ένα θεμιτό μέσο διαχωρισμού της ανανεωτικής αριστεράς απέναντι στο νέο-αριστερισμό του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το συνέδριο – και με όλες τις ανακατατάξεις που θα προκύψουν – η διαπραγμάτευση θα εξελιχθεί σε μια δευτερεύουσα διαδικασία περιφερειακής ενσωμάτωσης. Ή αλλιώς : κάτι που να θυμίζει «ανανέωση» χωρίς να μπορεί να μπολιάσει ενεργά το νέο κομματικό έδαφος, και κυρίως την πολιτική ζωή του τόπου.
Ωστόσο, επειδή η πολιτική δεν είναι αποκλειστική υπόθεση των «τάσεων» και των ηγεσιών αλλά των πολιτών που εκφράζονται μέσα από (και περί) τα κόμματα, η δημοκρατική μεταρρυθμιστική αριστερά δεν έχει άλλο τρόπο να εκφραστεί και να αντιμετωπίσει την κρίση της παρά μέσα από τον ευρύτερο το δημόσιο χώρο της. Κι αυτός ο δημόσιος χώρος θα δείξει τελικά αν η ανανεωτική αριστερά σήμερα μπορεί να αποτελέσει ένα διακριτό και αυτόνομο φορέα πολιτικής ευθύνης ή θα αφομοιωθεί μέσα σε ένα αριστερίστικο κόμμα, έξω και πέρα από την κοινωνία. Το σίγουρο είναι πως η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Α.Π θα πρέπει πραγματικά να λάβει υπόψη της και να συζητήσει «όλα τα ενδεχόμενα». Ακόμα κι αυτά που μπορεί να τη βγάζουν από τις δικές της βεβαιότητες για το «αυτονόητο» των επιλογών όλων μας.

1. Μάκης Διόγος: Μερικές σκέψεις... 16/02/10

Με αφορμή την διήμερη πανελλαδική σύσκεψη, αλλά και την πορεία προς το έκτακτο συνέδριο του ΣΥΝασπισμού, θέλω να καταθέσω μερικές σκέψεις στον διάλογο. Πρώτα απ’ όλα θεωρώ ότι η συμμετοχή της Ανανεωτικής Πτέρυγας στο έκτακτο συνέδριο του ΣΥΝ δεν είναι απλά αυτονόητη είναι επιβεβλημένη. Θα πρέπει στις προσυνεδριακές διαδικασίες να κατατεθεί ολοκληρωμένη πολιτική και ιδεολογική πλατφόρμα, για όλα τα θέματα που αφορούν το κόμμα (λειτουργία, τάσεις κ.λ.π) αλλά και γενικότερα την παρουσία της Ανανεωτικής, Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο ΣΥΝ είναι πρώτα απʼ όλα το κόμμα που στεγάζει τις ιδέες και τις απόψεις της Ανανεωτικής Αριστεράς (το κόμμα που μας έλαχε που έλεγε και ο αείμνηστος σύντροφός μας Αγγελος Ελεφάντης) που καλύπτει και το ιδεολογικό ρεύμα του ΚΚΕ Εσωτερικού & της ΕΑΡ. Είναι το κοινό μας σπίτι. Ε απʼ το σπίτι σου δεν φεύγεις παρά μόνο όταν θέλεις να πας σε ένα άλλο. Εμείς έχουμε αποδείξει ότι «άλλο» πολιτικό σπίτι δεν θέλουμε να αποκτήσουμε.
Η αποχή...
Με όλο το σεβασμό στον κόσμο που στηρίζει τόσα χρόνια της Α.Π. η πρόταση που "ακούγεται" για μη συμμετοχή στο έκτακτο συνέδριο δεν είναι απλά αυτοκτονική για τις ιδέες και τις απόψεις που εκφράζει στον ΣΥΝ η Α.Π. είναι πέρα για πέρα απολίτικη, καθώς θα είχε νόημα αν συνοδευόταν και από μια πρόταση για το τι κάνουμε σʼ αυτή τη περίπτωση. Αν υπάρχει πρόταση για ξεχωριστή πορεία από τον ΣΥΝασπισμό (σκέψη με την οποία διαφωνώ...) να κατατεθεί για συζήτηση. Οι εκπλήξεις σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βοηθούν καθόλου...
Η συμμετοχή μας στον ΣΥΡΙΖΑ...
Η επιλογή του πρώην προέδρου του ΣΥΝ Αλ. Αλαβάνου να δημιουργήσει, ουσιαστικά & τυπικά, ένα αντίπαλο (προς τον ΣΥΝ ουσιαστικά....) πολιτικά & ιδεολογικά μπλογκ μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι ο μόνος δρόμος λειτουργίας του σχήματος είναι αυτός του συμμαχικού, μέσα στο οποίο κάθε συνιστώσα διατηρεί τα χαρακτηριστικά της. Κάθε ιδέα για «οργανωτική συγκρότηση» του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά μανδύας της πρότασης για συγκρότηση νέου πολιτικού φορέα και αυτό πρέπει να ειπωθεί σε όλους τους τόνους στο έκτακτο συνέδριο.
Επιτέλους όσοι σύντροφοι και συντρόφισσες θέλουν την μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε εναίο κόμμα της λεγόμενης αντισυστημικής αριστεράς ας το πουν, ας το θέσουν στον προσυνεδριακό διάλογο και κυρίως ας το καταθέσουν στο σώμα του συνεδρίου για ψήφιση προκειμένου δημοκρατικά και ελεύθερα τα μέλη του ΣΥΝ να πάρουν θέση. Τέρμα η πολιτικές λογικές του στυλ «διολισθαίνουμε προς ενιαίο κόμμα...».
Ελπίζω ότι στο έκτακτο συνέδριο θα ξεκαθαριστεί η θέση μας για τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κατά την άποψη μου θα πρέπει να είναι ότι πρόκειται για εκλογικό (άρα και πολιτικό...) συμμαχικό σχήμα, το οποίο μπορεί να αποκτήσει τοπικές, συντονιστικές, επιτροπές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει «ξεχωριστά» μέλη, κάρτες κ.λ.π. Οσο αφορά τους ανένταχτους πρέπει σε κάθε τοπική, συντονιστική, επιτροπή να δημιουργηθεί μητρώο ανένταχτων για να δοθεί λύση και σʼ αυτό το ζήτημα.
Σε ότι αφορά την κεντρική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώ ότι όπως η Α.Π. μετέχει στα όργανα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (ο σ. Κουβέλης είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ), έτσι θα πρέπει να μετέχει και στη γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην αντιπροσωπεία του ΣΥΝ, είτε ξεχωριστά το οποίο και προτιμώ. Μάλιστα θα πρότεινα να εκπροσωπηθεί στη γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ το σύνολο του Ανανεωτικού χώρου (Πτέρυγα, Πρωτοβουλία για την Αν. Αριστερά, ΑΡ.ΣΗ). Δεν είναι δυνατόν να εκπροσωπούνται στη γραμματεία του συμμαχικού σχήματος ολιγομελής οργανώσεις και να μένει χωρίς εκπροσώπηση ο χώρος της Ανανεωτικής Αριστεράς. Εκεί θα δίνουμε τις πολιτικές & ιδεολογικές μάχες, θα καταθέτουμε τις όποιες συμφωνίες ή διαφωνίες και κανένας από τους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορεί να λασπολογεί σε βάρος μας.
Εν κατακλείδι
Μετέχουμε μʼ όλες μας τις δυνάμεις στις προσυνεδριακές διαδικασίες. Δίνουμε τη μάχη των απόψεων, αλλά και των συνέδρων (βεβαίως...). Δίνουμε στα μέλη του κόμματος να καταλάβουν ότι έχουμε κόμμα και πρέπει να το δυναμώσουμε και να το κάνουν καλύτερο. Παράλληλα μετέχουμε στις κινηματικές δραστηριότητες του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας και χρωματίζοντας αυτές τις δραστηριότητες με τα χαρακτηριστικά της Ανανεωτικής Αριστεράς. Εξάλλου σύντροφοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η μόνη χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δίνουμε...
--------------------------------------------------------------------------------
Από την ιστοσελίδα Ανανεωτική Πτέρυγα του Συνασπισμού
www.ananeotiki.gr/el/sx_printEvent.asp?eventID=71

η φωτό της Πτέρυγας ενός Διπτέρου από την Wikipedia δεν αποτελεί μέρος της σελίδας της ΑΠ.