В ссылке
Ο γέροντας Σεμιόν, που είχε το παρατσούκλι «ο Γνωστικός», κι ένας νεαρός Τάταρος, που κανείς δεν ήξερε τ' όνομα του, κάθονταν στην όχθη, πλάι στη φωτιά. Οι άλλοι τρεις περαματάρηδες είχανε πάει στην ίζμπα. Ο Σεμιόν, ένας γέροντας καμιά εξηνταριά χρονών, ξερακιανός και φαφούτης αλλά με γεροδεμένες πλάτες και γεμάτος ζωντάνια, θα είχε πάει εδώ και ώρα για ύπνο, όμως είχε στην τσέπη ένα μπουκάλι και φοβόταν μήπως οι νεαροί στην ίζμπα τού ζητούσαν μερίδιο από τη βότκα. Ο Τάταρος ήταν άρρωστος. Έλιωνε σαν το κερί και, χωμένος μες στα κουρέλια του, έλεγε τι ωραία που ήταν στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ και τι όμορφη και έξυπνη που ήταν η γυναίκα του, που την είχε αφήσει πίσω, στο σπίτι. Δε θα 'τανε πάνω από είκοσι πέντε χρονών, αλλά τώρα, στο φως της φωτιάς, χλωμός, με το μελαγχολικό κι ασθενικό του πρόσωπο, έμοιαζε με μικρό παιδί.
«Ε, καλά, εδώ χάμω δεν είναι δα και κανένας παράδεισος» έλεγε ο Γνωστικός. «Τα βλέπεις και μοναχός σου: νερό, ερημιά, γύρω γύρω λάσπη και τίποτ' άλλο... Είναι τόσες μέρες από τη Λαμπρή και το ποτάμι ακόμα κατεβάζει πάγο. Μόλις σήμερα το πρωί χιόνιζε». «Κακό! Κακό!» έχανε ο Τάταρος και κοίταξε γύρω του σκιαγμένος.
Καμιά δεκαριά βήματα πιο πέρα κυλούσε το σκοτεινό, παγωμένο ποτάμι. Βούιζε, πλατσούριζε στη γυμνή, λασπερή όχθη κι έτρεχε γρήγορα γρήγορα για τη μακρινή θάλασσα. Στην από δω όχθη ξ ε χώριζε μια μεγάλη μαούνα, απ' αυτές που οι περαματάρηδες ονομάζουν «καρμπάς». Μακριά, στην απέναντι όχθη ελίσσονταν σαν τα φίδια φωτιές, πότε μισοσβήνοντας και πότε λαμποκοπώντας: Καίγανε το περσινό χορτάρι. Και, μετά από τα φλεγόμενα φίδια, πάλι το σκοτάδι. Μπορούσες ν'ακούσεις τους πάγους, μικρά κομμάτια να κοπανάνε πάνωστη μαούνα. Είχε υγρασία και κρύο...
Ο Τάταρος κοιτούσε τον ουρανό. Είχε πολλά αστέρια, όπως και στην πατρίδα του, και γύρω την ίδια μαυρίλα, κάτι όμως του έλειπε. Στην πατρίδα, στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ, τ'αστέρια κι ο ουρανός ήταν τελείως αλλιώτικα.
«Κακό! Κακό!» ξανάπε.
«Θα συνηθίσεις!» απάντησε ο Γνωστικός και χαμογέλασε. «Είσαι ακόμα μικρός, δεν έχει πήξει το μυαλό σου, έχεις ακόμα το γάλα της μάνας σου στο στόμα, κι απ' τη βλακεία σου σου φαίνεται πως δεν υπάρχει άνθρωπος πιο δυστυχισμένος από σένα, αλλά θα 'ρθει ο καιρός που θα πεις μοναχός σου μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα. Εμένα κοίτα, σε καμιά βδομάδα από τώρα το ποτάμι θα 'ναι εντάξει και θα ξαναβάλουμε την περαταριά, εσείς όλοι θα πάρετε δρόμο για τη Σιβηρία, αλλά εγώ θα μείνω εδώ να πηγαίνω από όχθη σε όχθη. Είκοσι δύο χρόνια τώρα αυτή τη δουλειά κάνω. Μέρα νύχτα. Ο λούτσος και ο σολομός κάτω απ'το νερό κι εγώ από πάνω. Και δόξα τω Θεώ. Δεν έχω ανάγκη από τίποτα. Μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα».
Ο Τάταρος έριξε μερικά ξερόκλαδα στη φωτιά, ήρθε πιο κοντά και είπε:
«Εμένα ο πατέρας μου είναι άρρωστος άνθρωπος. Όταν θα πεθάνει, μάνα και γυναίκα θα 'ρθουν εδώ πέρα. Μου το 'πανε».
«Και τι να τις κάνεις, μάνα και γυναίκα;» ρώτησε ο Γνωστικός. «Βλακείες, αδελφέ. Ο Διάολος σε κοροϊδεύει, σου φαρμακώνει την ψυχή. Μην τον ακούς τον Οξαποδώ. Μην του κάνεις το χατίρι. Αυτός θα σου λέει για γυναίκες, εσύ θα του πηγαίνει κόντρα: "Δε θέλω!". Αυτός θα σου λέει για λευτεριά, εσύ το βιολί σου: "Δε θέλω! Τίποτα δεν έχω ανάγκη! Ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε γυναίκα, ούτε λευτεριά, ούτε σπίτι, ούτε χωράφι! Τίποτα δεν έχω ανάγκη, στον αγύριστο!"».
Ο Γνωστικός ήπιε μια γουλιά απ' το μπουκάλι και συνέχισε:
«Εγώ, αδελφέ, δεν είμαι απλός μουζίκος, δεν είμαι από το λαουτζίκο, είμαι γιος διάκου εγώ, κι όταν ζούσα ελεύθερος στο Κουρσκ, φόραγα σουρτούκο, και τώρα έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο, που μπορώ να κοιμάμαι γυμνός πάνω στη γη και να τρώω αγριόχορτα. Και μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα. Τίποτα δεν έχω ανάγκη και δε φοβάμαι κανέναν, κι όπως το βλέπω, πιο πλούσιος και πιο λεύτερος άνθρωπος από μένα δεν υπάρχει. Με το που με στείλανε δω πέρα από τη Ρωσία, απ' την πρώτη κιόλας μέρα εγώ πείσμωσα: "Δε θέλω τίποτα!". Μου 'λεγε ο Διάολος και για γυναίκα και για πατρίδα και για λευτεριά, κι εγώ απαντούσα:"Τίποτα δεν έχω ανάγκη!". Με έπιασε το πείσμα και να, όπως βλέπεις καλά ζω, δεν παραπονιέμαι. Αλλά έτσι και τον πάρεις με το καλό το Διάολο, μόνο μια φορά να τον ακούσεις, πας χαμένος, δεν υπάρχει σωτηρία. Χώνεσαι μες στο βούρκο απ' την κορφή ως τα νύχια και δεν ξαναβγαίνεις ποτέ. Κι όχι μόνον άνθρωποι σαν και του λόγου σου, χαζοί μουζίκοι, αλλά και αριστοκράτες και μορφωμένοι. Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια στείλαν εδώ πέρα απ' τη Ρωσία έναν άρχοντα. Κάτι δεν είχε μοιράσει σωστά με τ' αδέρφια του και είχε πλαστογραφήσει κάποιον όρο στη διαθήκη. Λέγανε ότι ήτανε πρίγκιπας ή βαρόνος, μπορεί να 'τανε κι απλός υπάλληλος, ποιος ξέρει! Ήρθε λοιπόν εδώ ο αφέντης και πρώτη του δουλειά να πάει ν' αγοράσει σπίτι και γη στο Μουχορτίνσκ. "Θέλω" έλεγε "να ζήσω με την εργασία μου, με τον ιδρώτα του προσώπου μου, γιατί τώρα δεν είμαι αφεντικό" έλεγε "είμαι εξόριστος". Ε λοιπόν, έλεγα εγώ, σωστά το σκέφτεσαι, κι ο Θεός βοηθός. Ήτανε τότε νέος άνθρωπος πολυάσχολος, με όλα καταπιανόταν. Και μόνος του να θερίσει, και να ψαρέψει, και κάτι ταξίδια ίσαμε εξήντα βέρστια καβάλα στ' άλογο έκανε. Να όμως κι η συμφορά: Απ' τον πρώτο κιόλας χρόνο άρχισε να πηγαίνει στο Γκιρίνο, στο ταχυδρομείο. Στεκόταν απάνω στη μαούνα κι αναστέναζε: "Αχ, Σεμιόν, σαν να αργούν να μου στείλουν λεφτά απ' το σπίτι!". "Δεν τα 'χετε ανάγκη" του 'λεγα εγώ "Βασίλι Σεργκέιτς, τα λεφτά. Να τα κάνετε τι; Τα παλιά σβήστε τα, ξεχάστε τα, σαν να μην υπήρξανε ποτέ, σαν να μην ήτανε παρά ένα όνειρο, κι αρχίστε να ζείτε απ' την αρχή. Μην τον ακούτε το Διάολο" έλεγα "καλό από δαύτονα δε θα δείτε, θα σας βάλει τη θηλιά στο λαιμό. Τώρα θέλετε λεφτά" του έλεγα "και λίγο λίγο θα περάσει ο καιρός και θα θέλετε κάτι άλλο, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Άμα θέλετε την ευτυχία σας" του έλεγα "τότε πρώτα απ' όλα πρέπει να μην επιθυμείτε τίποτα. Ναι... Κι άμα η μοίρα" του έλεγα "μας φέρθηκε σκληρά, και σ' εσάς και σ' εμένα, δεν έχει νόημα να της ζητάμε έλεος και να της υποκλινόμαστε, πρέπει να την αψηφάμε και να την κοροϊδεύουμε κατάμουτρα. Αλλιώς μας κοροϊδεύει αυτή". Έτσι του έλεγα... Μια φορά, ύστερα από κάνα δυο χρόνια, τον περνούσα απέναντι και τον βλέπω που έτριβε τα χέρια του και γέλαγε. "Πάω στο Γκιρίνο" μου λέει "να συναντήσω τη γυναίκα μου. Με πεθύμησε" μου λέει "και ήρθε. Είναι καλή η γυναίκα μου, καλός άνθρωπος". Κι από τη χαρά του είχε λαχανιάσει. Μια μέρα αργότερα έρχεται με τη γυναίκα του. Ήταν μια νέα κυρία, όμορφη, με το καπελάκι της. Κρατούσε αγκαλιά ένα κοριτσάκι. Κι ένα σωρό μπαγκάζια. Κι ο Βασίλι Σεργκέιτς μου όλο και γύριζε γύρω της, να μη χορταίνει να την καμαρώνει. "Ναι, Σεμιόν, αδελφέ μου, και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος!" Ναι, ναι, καλά, σκεφτόμουν εγώ, μη χαίρεσαι. Κι από εκείνη την ώρα, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, κάθε βδομάδα στο Γκιρίνο να ρωτάει μπας και ήρθαν τα λεφτά απ' τη Ρωσία. Και χρειαζόταν τσουβάλια λεφτά. " Εξαιτίας μου" έλεγε "χαραμίζει κι εκείνη την ομορφιά της και τα νιάτα της εδώ πέρα, στη Σιβηρία, μοιράζεται την κακιά μου τη μοίρα" έλεγε "πρέπει λοιπόν κι εγώ" έλεγε "να της παρέχω κάθε ευχαρίστηση..." Για να περνάει καλά η αρχόντισσα, φροντίσανε να πιάσουν γνωριμία με τους υπαλλήλους και μ' ένα σωρό άχρηστους. Και μια τέτοια κουστωδία πρέπει φυσικά να την ταίζεις και να την ποτίζεις, αφού ακόμα και πιάνο είχανε κι ένα σκυλάκι μαλλιαρό πάνω στον καναπέ, που κακό ψόφο να'χει... Λούσα, με δυο λόγια, και καπρίτσια. Έζησε λοιπόν λίγο καιρό μαζί του η αρχόντισσα. Πού 'ν' τ η ; Λάσπη, νερό, κρύο, ούτε ζαρζαβατικά ούτε φρούτα, γύρω όλοι αμόρφωτοι και μεθύστακες, καμία κοινωνική ζωή, κι αυτή ήτανε μια κυρία παραχαϊδεμένη, πρωτευουσιάνα... Βαρέθηκε φυσικά. Αλλά κι ο άντρας της, όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν πια άρχοντας, ήταν ένας εξόριστος, δεν είναι δα το ίδιο πράγμα... Ύστερα από δυο τρία χρόνια, θυμάμαι, μια νύχτα, παραμονή ήτανε της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ακούω που με φωνάζουν από την εκείθε μεριά. Πηγαίνω εγώ κοντά με τη μαούνα, κοιτάζω, τι να δω; Η αρχόντισσα, κουκουλωμένη καλά καλά, και μαζί της ένας νεαρός, ένας απ' τους υπαλλήλους. Με μια τρόικα... Τους πέρασα απέναντι, ανέβηκαν στην τρόικα και μην τους είδατε! Από δω παν κι άλλοι! Πρωί πρωί να σου κι ο Βασίλι Σεργκέιτς, ανεβαίνει μ' ένα σάλτο στη μαούνα. "Μήπως πέρασε από εδώ, Σεμιόν, η γυναίκα μου μαζί μ' έναν κύριο με γυαλιά;" "Αμέ" του λέω "πέρασε, ψάχνε τώρα εσύ να βρεις ψύλλο στ' άχυρα!" Ξαμολιέται αυτός το κατόπι τους, τους κυνήγησε τέσσερα πέντε μερόνυχτα. Ύστερα, όταν τον ξαναπέρασα εκείθε, ξαπλώθηκε στη μαούνα και βάλθηκε να κοπανάει το κεφάλι του στο κατάστρωμα και να βογκάει. "Εμ, έτσι είναι" του λέω εγώ. Χαμογελάω και του θυμίζω: "Και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος!". Και δώστου αυτός να χτυπιέται... Αυτή η ιστορία λοιπόν τώρα τον έκανε να πεθυμήσει τη λευτεριά του. Η κυρά πήρε δρόμο για τη Ρωσία κι αυτός λοιπόν όλο για κει τρωγόταν, να πάει να τη βρει και να την πάρει από τα χέρια του αγαπητικού. Κι άρχισε κάθε μέρα, που λες, αδερφάκι, να τρέχει πότε στο ταχυδρομείο και πότε στην πόλη, στις αρχές. Κι όλο έγραφε κι έστελνε αιτήσεις για να τον λυπηθούνε και να τον αφήσουνε να γυρίσει στο σπίτι του, κι έλεγε ότι μόνο σε τηλεγραφήματα του είχαν φύγει διακόσια ρούβλια. Πούλησε τη γη του, υποθήκευσε το σπίτι του στους Εβραίους. Άσπρισε, καμπούριασε, το πρόσωπο του χλώμιασε, κατάντησε σαν φθισικός. Σου μιλάει κι όλο γκούχου γκούχου. Και τα μάτια του πάντα δακρυσμένα. Έτσι ταλαιπωρήθηκε με τις αιτήσεις κοντά δυο χρόνια. Τώρα πάλι ζωντάνεψε και πήρε τα πάνω του. Τώρα βρήκε καινούριο καπρίτσιο. Η κορούλα, βλέπεις, μεγάλωσε. Την κοιτάει και του κόβεται η ανάσα. Και, για να λέμε του στραβού το δίκιο, είναι κι εκείνη ομορφούλα, μαυροφρύδα κι όλο ζωντάνια. Κάθε Κυριακή την παίρνει και πάνε στο Γκιρίνο, στην εκκλησία. Στέκονται οι δυο τους πλάι πλάι, πάνω στη μαούνα, εκείνη χαμογελάει κι αυτός δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. "Ναι, Σεμιόν" μου λέει "και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος! Και στη Σιβηρία υπάρχει ευτυχία. Κοίτα" μου λέει "τι όμορφη κορούλα που έχω! Μου φαίνεται πως τέτοια κοπέλα δε θα βρεις ούτε σε χίλια βέρστια από δω!" Σου λέω η κόρη του είναι ομορφούλα, πραγματικά, αυτό είναι αλήθεια... Μέσα μου όμως σκέφτομαι: Για περίμενε λιγουλάκι ακόμα... Είναι νέα κοπέλα, το αίμα της βράζει, θέλει να ζήσει, κι εδώ τι ζωή να κάνει; Κι αρχίζει, αδελφέ, το κοριτσάκι να μην είναι καλά... Έλιωσε, μαράθηκε, αρρώστησε και τώρα δεν τη βαστάνε τα πόδια της. Φθίση. Φάτηνα τώρα την ευτυχία σου στη Σιβηρία, που να την πάρει ο διάολος, φάτα τώρα τα "Και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος"... Άρχισε να τρέχει στους γιατρούς και να τους κουβαλάει στο σπίτι του. Έτσι κι ακούσει πως υπάρχει κάποιος διακόσια τριακόσια βέρστια από δω, μα γιατρός είναι μα τσαρλατάνος, τρέχει αμέσως. Έχει φάει στους γιατρούς ένα σωρό λεφτά. Κι άμα θες τη γνώμη μου, τα λεφτά αυτά καλύτερα να τα 'πινε... Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει. Σίγουρα θα πεθάνει το κορίτσι, και τότε αυτόν κλαύτονα. Ή θα πάει να κρεμαστεί από τη λύπη του ή θα το σκάσει για τη Ρωσία, την ξέρουμε τη δουλειά. Θα το σκάσει, θα τον πιάσουν, μετά δικαστήρια, κάτεργο, θα γνωρίσει και το μαστίγιο...».
«Καλά, καλά» μουρμούρισε ο Τάταρος, που είχε γίνει ένα κουβάρι απ' το κρύο.
«Τι καλά;» ρώτησε ο Γνωστικός.
«Γυναίκα, κόρη... Ας έχει πίκρες και κάτεργο, είδε γυναίκα του και κόρη του... Εσύ λες τίποτα δε χρειάζεται. Αλλά τίποτα είναι κακό! Γυναίκα έζησε μαζί του τρία χρόνια, αυτό είναι δώρο από Θεό. Τίποτα είναι κακό, τρία χρόνια καλό. Δεν καταλαβαίνει;»
Τρέμοντας, κομπιάζοντας και ψάχνοντας με δυσκολία τις ρώσικες λέξεις, που δεν ήξερε και πολλές, ο Τάταρος προσπαθούσε να εξηγήσει πως, αν δώσει ο Θεός να μην αρρωστήσει σε ξένο τόπο, να μην πεθάνει και θαφτεί σ' αυτή την κρύα, μαύρη γη, πως, αν ήθελε η γυναίκα του να έρθει έστω και για μια μέρα, έστω και για μια ώρα μονάχα, αυτός για τόση ευτυχία θα δεχόταν να βαστάξει οποιαδήποτε βάσανα και θα ευχαριστούσε το Θεό. Καλύτερα μια μέρα ευτυχίας απ' το τίποτα.
Κι ύστερα πάλι έλεγε τι όμορφη κι έξυπνη γυναίκα που είχε στην πατρίδα, κι ύστερα έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια κι έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να ορκίζεται στον Σεμιόν ότι δε φταίει σε τίποτα κι άδικα υποφέρει. Τα δυο του αδέρφια κι ο θείος του κλέψανε τ' άλογα ενός γερο-μουζίκου και τον έδειραν, σχεδόν τον σκοτώσανε, αλλά το δικαστήριο δεν έκρινε σωστά κι έβγαλε απόφαση που έστειλε στη Σιβηρία και τα τρία αδέρφια, ενώ ο θείος, ένας πλούσιος άνθρωπος, έμεινε στο σπίτι του.
«Θα συνηθίιισεις!» είπε ο Σεμιόν.
Ο Τάταρος έμεινε σιωπηλός και κάρφωσε τα κλαμένα μάτια του στη φωτιά. Το πρόσωπο του έδειχνε απορία και φόβο, λες κι ακόμα δεν καταλάβαινε τίποτα, γιατί βρισκόταν εκεί, μες στο σκοτάδι και την υγρασία, ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους, και όχι στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ. Ο Γνωστικός ξάπλωσε πλάι στη φωτιά, γέλασε λιγάκι μόνος του κι έπιασε να σιγομουρμουρίζει κάποιο τραγούδι.
«Τι χαρά να έχει τώρα με τον πατέρα της;» συνέχισε μετά από λίγο. «Ωραία, την αγαπάει, την προσέχει, αυτό είναι σίγουρο. Όμως δε φτάνει. Ο γέρος είναι παράξενος, απότομος. Και τα κοριτσάκια δε θέλουν παραξενιές... Θέλουν χάδια και χα χα, χου χου, θέλουν φρουφρού κι αρώματα. Εμ, έτσι είναι... Αχ, μπελάδες, μπελάδες...»
Ο Σεμιόν αναστέναξε κι άρχισε να σηκώνεται αργά αργά:
«Η βότκα τέλειωσε, ώρα για ύπνο. Ε; Άντε, αδελφέ, εγώ να πηγαίνω...».
Όταν ο Τάταρος έμεινε μόνος του, έριξε μερικά ξερόκλαδα στη φωτιά και με τα μάτια καρφωμένα στη θράκα βάλθηκε να σκέφτεται το χωριό του και τη γυναίκα του. Ας ερχόταν η γυναίκα του έστω για ένα μήνα, έστω για μια μέρα, κι έπειτα, αν ήθελε, ας ξανάφευγε! Καλύτερα ένας μήνας, ή ακόμα και μια μέρα, απ' το τίποτα. Αν όμως η γυναίκα του κρατήσει την υπόσχεση της κι έρθει, τι θα τρώνε;
Πού θα μένουν εδώ πέρα;
«Πώς να ζήσεις άμα δεν έχεις να φας;» ρώτησε ο Τάταρος φωναχτά.
Για την τωρινή του δουλειά, να τραβάει κουπί μέρα νύχτα, του δίνανε όλα κι όλα δέκα καπίκια μεροκάματο. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν και τα φιλοδωρήματα των επιβατών, αλλά τα παιδιά τον έριχναν, τα μοιράζανε όλα μεταξύ τους και δεν έδιναν τίποτα του Τατάρου, μόνο τον κοροϊδεύανε. Κι από την ανέχεια πεινούσε, κρύωνε και φοβόταν... Τώρα, που όλο το κορμί του πονούσε κι έτρεμε, θα έπρεπε να πάει να ξαπλώσει μέσα στην ίζμπα, αλλά δεν είχε με τι να σκεπαστεί, κι έκανε πιο πολύ κρύο εκεί απ' ό,τι στην όχθη. Ούτε κι εδώ είχε με τι να σκεπαστεί, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να έχει τη φωτιά...
Σε καμιά βδομάδα, όταν θα έχουν χαμηλώσει αρκετά τα νερά και θα ξαναβάλουν εδώ πέρα την περαταριά, όλοι οι άλλοι περαματάρηδες εκτός από τον Σεμιόν θα είναι πια άχρηστοι, και ο Τάταρος θ'αρχίσει να γυρνάει στα χωριά για να ζητιανεύει και να ζητάει δουλειά. Η γυναίκα του είναι μόλις δεκαεφτά χρονών, είναι όμορφη, παραχαϊδεμένη και ντροπαλή. Μπορεί τάχα να γυρνάει κι αυτή στους δρόμους με ακάλυπτο το πρόσωπο και να ζητιανεύει; Όχι, αυτό είναι τρομερό ακόμα και να το σκέφτεται...
Άρχιζε πια να φέγγει. Ξεχώριζε αχνά η μαούνα, τα φυλλώματα από τις ιτιές που έγερναν πάνω από το νερό, οι ρυτίδες στην επιφάνεια του ποταμού, κι αν γύριζες να κοιτάξεις πίσω, ο λασπώδης γκρεμός, χαμηλά μια μικρή ίζμπα με γκρίζα αχυροσκεπή και πιο πάνω σκορπισμένα τα σπιτάκια του χωριού. Στο χωριό είχαν αρχίσει να λαλούν τα κοκόρια.
Ο σκοτεινός γκρεμός, η μαούνα, το ποτάμι, οι ξένοι, κακόψυχοι άνθρωποι, η πείνα, το κρύο, οι αρρώστιες, ίσως όλα αυτά να μην υπήρχαν στην πραγματικότητα. Μάλλον όλα αυτά τα ονειρεύομαι, σκεφτόταν ο Τάταρος. Ένιωθε πως κοιμόταν κι άκουγε το ίδιο του το ροχαλητό... Μα φυσικά, είναι στο σπίτι, στο κυβερνείο του Σιμπίρσκ, και φτάνει μόνο να φωνάξει τ' όνομα της γυναίκας του κι εκείνη θα του απαντήσει. Στο διπλανό δωμάτιο είναι η μάνα του... Τι παράξενα που είναι καμιά φορά τα όνειρα... Και για ποιο λόγο; Ο Τάταρος χαμογέλασε και μισάνοιξε τα μάτια. Ποιο να 'ναι τούτο το ποτάμι; Ο Βόλγας;
Χιόνιζε.
«Εεε!» φώναζε κάποιος απ' την απέναντι όχθη. «Μαούουουνααα...»
Ο Τάταρος σηκώθηκε και πήγε να ξυπνήσει τους συντρόφους του για να περάσουν απέναντι με τη μαούνα. Τυλιγμένοι στις κουρελιάρικες κάπες τους, βρίζοντας με βραχνές, αγουροξυπνημένες φωνές και τρέμοντας απ' το κρύο, οι περαματάρηδες εμφανίστηκαν στην όχθη. Ύστερα από τον ύπνο, το ποτάμι, που κατέβαζε ένα παγωμένο αεράκι, τους φαινόταν απαίσιο και φρικαλέο. Δίχως βιασύνη ανεβήκανε στη μαούνα... Ο Τάταρος και οι τρεις περαματάρηδες έπιασαν τα μακριά κουπιά με το φαρδύ φτερό, που μες στο σκοτάδι έμοιαζαν με τις δαγκάνες του αστακού. Ο Σεμιόν έγερνε κι ακουμπούσε με την κοιλιά πάνω στο μακρύ τιμόνι. Κι από την άλλη μεριά οι φωνές συνεχίζονταν. Κάποιος πυροβόλησε δυο φορές μ' ένα ρεβόλβερ, νομίζοντας, φαίνεται, πως οι περαματάρηδες κοιμούνταν ή είχαν πάει στο χωριό, στην ταβέρνα.
«Ε, καλά, θα προλάβετε!» είπε ο Γνωστικός με το ύφος ανθρώπου που είναι βέβαιος ότι σε τούτο τον κόσμο δεν υπάρχει λόγος να βιάζεται κανείς, το ίδιο κάνει, δεν έχει νόημα.
Η βαριά, χοντροκομμένη μαούνα ξεμάκραινε από την όχθη πλέοντας κοντά στις ιτιές, ανάμεσα στα κλωνάρια τους, και μόνον επειδή οι ιτιές αργά αργά έφευγαν προς τα πίσω μπορούσε να καταλάβει κανείς ότι η μαούνα δεν έστεκε ακίνητη, αλλά προχωρούσε. Όλοι μαζί, ρυθμικά, οι περαματάρηδες σήκωναν τα κουπιά. Ο Γνωστικός ακουμπούσε με την κοιλιά του πάνω στο τιμόνι και πότε πότε
πεταγόταν από τη μια μπάντα στην άλλη διαγράφοντας ένα τόξο στον αέρα. Μες στο σκοτάδι έμοιαζε σάμπως μερικοί άνθρωποι να κάθονταν πάνω σε κάποιο προϊστορικό ζώο με τεράστια πόδια και να έπλεαν μαζί του για εκείνη την άχαρη και παγωμένη χώρα που βλέπουμε καμιά φορά στους εφιάλτες μας.
Πέρασαν τις ιτιές και βγήκαν στ' ανοιχτά. Απ'την άλλη όχθη είχαν ακούσει πια το θόρυβο και το ρυθμικό παφλασμό των κουπιών και φώναζαν:
«Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!».
Πέρασε κάνα δεκάλεπτο και η μαούνα κοπάνησε μ' έναν υπόκωφο γδούπο στο μουράγιο.
«Κι όλο ρίχνει, κι όλο ρίχνει!» μουρμούρισε ο Σεμιόν σφουγγίζοντας το χιόνι απ' το πρόσωπο του. «Μα για τ' όνομα του Θεού, τι καιρός είναι τούτος;»
Στην όχθη περίμενε ένας αδύνατος, μάλλον μικροκαμωμένος γέροντας, με κοντογούνι από αλεπού και καπέλο από αρνίσιο τομάρι. Στεκόταν ακίνητος λίγο πιο πέρα απ' τ' άλογα του. Το πρόσωπο του είχε μια σκυθρωπή και απορροφημένη έκφραση, λες και πάσχιζε να θυμηθεί κάτι και είχε θυμώσει με την αδυναμία της μνήμης του. Όταν ο Σεμιόν τον πλησίασε και του έβγαλε χαμογελώντας το καπέλο, εκείνος είπε:
«Τρέχω στην Αναστασιέφκα. Η κόρη μου πάλι χειροτέρεψε, και στην Αναστασιέφκα άκουσα πως διόρισαν καινούριο γιατρό».
Έσυραν την άμαξα στη μαούνα και ξεκίνησαν. Όση ώρα ταξίδευαν, ο άνθρωπος, τον οποίο ο Σεμιόν είχε αποκαλέσει Βασίλι Σεργκέιτς. Στεκόταν ακίνητος, με τα χοντρά του χείλη σφιγμένα και το βλέμμα του καρφωμένο σ' ένα σημείο. Όταν ο αμαξάς τού ζήτησε την άδεια να καπνίσει μπροστά του, εκείνος δεν του απάντησε, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα. Κι ο Σεμιόν, ακουμπώντας με την κοιλιά του πάνω στον τιμόνι, τον κοίταζε κοροϊδευτικά κι έλεγε:
«Και στη Σιβηρία ζει ο άνθρωπος! Ζ ε ι ! . . . » .
Στο πρόσωπο του Γνωστικού υπήρχε μια θριαμβευτική έκφραση, λες και είχε καταφέρει να αποδείξει κάτι και τώρα ήταν χαρούμενος που τα πράγματα είχαν έρθει έτσι, όπως τα είχε πει. Φαίνεται πως η δυστυχισμένη και αβοήθητη όψη του ανθρώπου με το αλεπουδίσιο κοντογούνι τού προκαλούσε μεγάλη ικανοποίηση.
«Πού θα τρέχετε τώρα, Βασίλι Σεργκέιτς, είναι παντού λάσπη» είπε όταν έφτασαν στην όχθη κι έπιασαν να ζεύουν τ' άλογα. «Έπρεπε να περιμένετε κάνα δυο βδομάδες και μετά να ξεκινούσατε, που θα 'χει στεγνώσει. Μα και καθόλου να μην πηγαίνατε... Και να 'βγαινε τουλάχιστον και τίποτα, εντάξει, αλλά το ξέρετε κι εσείς, οι άνθρωποι ταξιδεύουν συνέχεια, μέρα και νύχτα, και τι βγαίνει; Έτσι είναι!»
Ο Βασίλι Σεργκέιτς έδωσε αμίλητος το φιλοδώρημα, κάθισε στ' αμάξι και ξεκίνησε.
«Να τον που κυνηγάει το γιατρό!» είπε ο Σεμιόν τρέμοντας απ' το κρύο. «Ναι, ψάξε βρες πραγματικό γιατρό, ψάξε να βρεις βελόνα στ' άχυρα, πιάσ'το Διάολο απ' τα κέρατα, που να πάρει και να σηκώσει! Ε ρε κάτι παλαβοί που υπάρχουνε, σχώρα με, Θεέ μου, τον αμαρτωλό!»
Ο Τάταρος ήρθε κοντά στο Γνωστικό και, κοιτώντας τον με μίσος και αποστροφή, ανακατεύοντας ταταρικές λέξεις στα φτωχά του ρωσικά, του είπε:
«Αυτός είναι καλό... καλό, κι εσύ κακό! Εσύ κακό! Αφέντη καλή ψυχή, μεγάλη, κι εσύ ζώο, εσύ κακό! Αφέντη είναι ζωντανό κι εσύ ψοφίμι... Θεός έφκιασε άνθρωπος για να είναι ζωντανό, για να υπάρχει και χαρά, να υπάρχει και λύπη, να υπάρχει και
πίκρες, κι εσύ δε θέλεις τίποτα, δηλαδή εσύ δεν είσαι ζωντανό, εσύ πέτρα, λάσπη. Πέτρα δε θέλει τίποτα, κι εσύ τίποτα... Εσύ πέτρα, και Θεός δεν αγαπάει εσένα, αλλά αφέντη αγαπάει».
Έβαλαν όλοι τα γέλια. Ο Τάταρος με μια αηδιασμένη έκφραση σήκωσε τα χέρια, σφίχτηκε στα κουρέλια του και πήγε κατά τη φωτιά. Οι περαματάρηδες και ο Σεμιόν χώθηκαν στην ίζμπα.
«Κρύο!» έκανε με βραχνή φωνή ένας απ' τους περαματάρηδες και ξάπλωσε στο άχυρο που ήταν στρωμένο στο ξερό χωμάτινο πάτωμα.
«Ε, ναι, δεν έχει και ζέστη!» συμφώνησε κάποιος άλλος. «Σκυλίσια ζωή!»
Ξάπλωσαν όλοι. Ο αέρας άνοιξε την πόρτα και το χιόνι μπήκε στην ίζμπα. Κανείς δεν ήθελε να σηκωθεί να κλείσει την πόρτα. Έκανε κρύο και βαριόντουσαν.
«Εγώ μια χαρά είμαι!» είπε ο Σεμιόν. «Μακάρι τέτοια ζωή να τη δώσει ο Θεός στον καθένα!»
«Το ξέρουμε όλοι, εσύ είσαι βαρυποινίτης! Ούτε οι διάολοι δε σε ζυγώνουν εσένα!»
Απ' έξω ακούστηκε κάτι σαν ουρλιαχτό σκύλου.
«Τι είναι; Ποιος είναι αυτού;»
«Ο Τάταρος είναι που κλαίει».
«Κοίτα πράματα... Μυστήριος τύπος!»
«Θα συνηθίσει!» είπε ο Σεμιόν κι αποκοιμήθηκε στη στιγμή.
Σε λίγο κοιμήθηκαν και οι άλλοι. Και η πόρτα απόμεινε ανοιχτή.
Π ρ ώ τ η έκδοση στο π ε ρ ι ο δ ι κ ό Εικονογραφημένα Νέα του Κόσμου,
No 20, 1892.
Από No 20, 1892.
΄Αντον Τσέχοφ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ Μια επιλογή
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Μετάφραση του διηγήματος: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ
ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis
vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
Σίβυλλα, τι θέλεις; Respondebat illa: αποθανείν θέλω.
Στον Ezra Pound
Il miglior fabbro
Α. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ’ το Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα· σταματήσαμε στις κολόνες,
Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χόφγκαρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
Και σαν ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέρφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Κι έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά.
Και πήραμε την κατηφόρα. Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.
Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια;Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch Kind
Wo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
Τ’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω.Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευχαριστώ. Αν δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κίνγκ Ουίλλιαμ Στρήτ,
Εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια !
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει, τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère !»
μτφ. Γιώργου Σεφέρη
Ο Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888, η φωτογραφία τραβηγμένη το 1923 ένα χρόνο μετά τη συγγραφή της Έρημης Χώρας. |
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γνωστός ως Τσε γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1928 στο Ροζάριο της Αργεντινής.
ο Ερνέστο ενός έτους, το 1929 (από την Wikipedia) |
Ο Μπόρχες, στο Hôtel des Beaux Arts, όπου πέθανε ο Όσκαρ Γουάιλντ και όπου επιθυμούσε να πεθάνει και ο ίδιος. Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 (από την Βικιπαίδεια) |
Χόρχε Λουίς Μπόρχες:
Έμμα Τσουντς
Η Έμμα άφησε το γράμμα να πέσει. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν μια αδιαθεσία στο στομάχι κι έναν τρόμο στα γόνατα· ύστερα, τυφλή ενοχή, μια αίσθηση εξωπραγματικού, κρυάδες, φόβο· ύστερα, θέλησε κιόλας να είναι αύριο. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε ότι αυτή η ευχή ήταν ανώφελη, αφού ο θάνατος του πατέρα της ήταν το μόνο πράγμα που είχε συμβεί στον κόσμο, και θα εξακολουθούσε να συμβαίνει επ' άπειρον. Σήκωσε το γράμμα και πήγε στην κάμαρά της. Το 'χωσε βιαστικά σ' ένα συρτάρι, θαρρείς και κατά κάποιο τρόπο γνώριζε ήδη αυτά που έμελλε ν' ακολουθήσουν. Μπορεί και να είχε ήδη αρχίσει να τα μαντεύει· ήταν ήδη αυτή που έμελλε να γίνει.
Μες στη σκοτεινιά που πύκνωνε ολοένα, η Έμμα Τσουντς έκλαψε ως τα ξημερώματα την αυτοκτονία του Μανουέλ Μάιερ, που κάποτε, παλιά, λεγόταν Εμμάνουελ Τσουντς. Θυμήθηκε ευτυχισμένες διακοπές σ' ένα κτήμα, κοντά στο Γουαλεγουάι, θυμήθηκε (προσπάθησε να θυμηθεί) τη μητέρα της, το σπιτάκι τους στο Λανούς που εκπλειστηριάστηκε, τους κίτρινους ρόμβους σ' ένα παράθυρο, την καταδίκη, τη ντροπή, τα ανώνυμα σημειώματα με τ' αποκόμματα του Τύπου για την «κατάχρηση του ταμία», θυμήθηκε (και πώς μπορούσε να το ξεχάσει) ότι ο πατέρας της, την προτεραία, της είχε ορκιστεί πως ο κλέφτης ήταν ο Λέβενταλ. Ο Λέβενταλ, ο Ααρών Λέβενταλ, τότε διαχειριστής του εργοστασίου και τώρα ένας από τους ιδιοκτήτες. Η Έμμα είχε κρατήσει το μυστικό, από το 1916. Δεν το 'χε αποκαλύψει σε κανέναν, ούτε καν στην καλύτερή της φίλη, την Έλσα Ούρσταϊν. Μπορεί και να νόμιζε ότι δεν θα την πίστευε κανείς· μπορεί και να πίστευε ότι το μυστικό ήταν κάτι που την έδενε με τον απόντα. Ο Λέβενταλ δεν ήξερε ότι εκείνη ήξερε· απ' αυτό το ασήμαντο γεγονός, η Έμμα Τσουντς αντλούσε μια συναίσθηση δύναμης.
Δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνη τη νύχτα, κι όταν το πρώτο φως της μέρας σχημάτισε το ορθογώνιο περίγραμμα του παραθύρου της, είχε σχεδιάσει τα πάντα στην εντέλεια. Προσποιήθηκε ότι εκείνη η μέρα, που της φάνηκε ατέλειωτη, ήταν ίδια με τις άλλες. Στο εργοστάσιο κυκλοφορούσαν φήμες για απεργία· όπως πάντα, η Έμμα τάχθηκε κατά οπιοασδήποτε βίας. Στις έξι, όταν σχόλασε, πήγαν με την Έλσα να γραφτούν σε μια λέσχη γυναικών που διέθετε γυμναστήριο και πισίνα. Η Έμμα υποχρεώθηκε να επαναλάβει και να υπαγορεύσει γράμμα γράμμα το ονοματεπώνυμό της, υποχρεώθηκε να γελάσει με κάτι χυδαία αστεία που διάνθισαν την ιατρική εξέταση. Συζήτησε με την Έλσα και τη μικρότερη από τις αδελφές Κρόνφους σε ποιο σθἶνεμά θα πήγαιναν την Κυριακή το απόγευμα. Ύστερα η κουβέντα πήγε στ' αγόρια, και καμιά δεν απόρησε που η Έμμα δεν άνοιξε το στόμα της. Τον Απρίλιο θα έκλεινε τα δεκαεννιά, αλλά οι άντρες εξακολουθούσαν να της προκαλούν έναν σχεδόν πεθολογικό τρόμο... Όταν γύρισε σπίτι, έφτιαξε μια σούπα με ταπιόκα και λαχανικά, έφαγε νωρίς, ξάπλωσε και κοιμήθηκε με το ζόρι. Έτσι, πολυάσχολη και κοινότοπη, πέρασε η Παρασκευή 15 του μηνός, η παραμονή.
Το Σάββατο, την ξύπνησε η αδημονία. Η αδημονία, όχι η ανησυχία, και η αφάνταστη ανακούφιση που επιτέλους είχε ξημερώσει αυτή η μέρα. Δεν ήταν πια υποχρεωμένη να κάνει σχέδια, να φαντάζεται· σε λίγες ώρες, θα έφτανε στην απλότητα των γεγονότων. Διάβασε στην Prensa ότι το Α/Π «Nordstjarman» από το Μάλμοε θα απέπλεετη νύχτα από την αποβάθρα 3· τηλεφώνησε στον Λέβενταλ, του έδωσε να καταλάβει ότι είχε να του μεταφέρει, κρυφά απο τους άλλους, κάτι σχετικό με την απεργία και του υποσχέθηκε να περράσει το βραδάκι απ' το γραφείο του. Η φωνή της έτρεμε· το τρέμουλο ταίριαζε σε μια καταδότρια. Τίποτα άλλο αξιοσημείωτο δεν συνέβη εκείνο το πρωί. Η Έμμα δούλεψε ως τις δώδεκα και κουβέντιασε με την Έλσα και την Πέρλα Κρόνφους τις λεπτομέρειες του κυριακάτικου περίπατου. Μετά το μεσημεριανό, έπεσε να πλαγιάσει και ξανάφερε στο νου της, με κλειστά τα μάτια, το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Συλλογίστηκε ότι η τελική φάση θα ήταν λιγότερο φριχτή από την πρώτη και ότι θα της χάριζε, το δίχως άλλο, την αίσθηση της νίκης και της δικαιοσύνης. Ξαφνικά, πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι και έτρεξε στο συρτάρι του κομό. Το άνοιξε· κάτω απ' τη φωτογραφία του Μίλτον Σιλλς, εκεί που το' χε βάλει το προηγούμενο βράδυ, ήταν το γράμμα του Φάιν. Κανείς δεν μπορούσε να το'χει δει· άρχισε πάλι να το διαβάζει και το 'σκισε.
Θα ήταν δύσκολο (και, ίσως, ανάρμοστο) να αφηγηθεί κανείς τα γεγονότα εκείνου του απογέυματος με τρόπο που να αποδίδει όσο πιο πιστά μπορεί την πραγματικότητα. Το εξωπραγματικό είναι ιδιότητα του καταχθόνιου, μια ιδιότητα που μπορεί να αμβλύνει τον τρόμο που προκαλεί το καταχθόνιο, μπορεί όμως και να τον επιδεινώνει. Πώς να προσδώσεις αληθοφάνεια σε μια πράξη, στην οποία δεν πίστευε καλά καλά ο ίδιος ο εκτελεστής της; Πώς να συλλάβεις εκείνο το απειροστό χάος, που σήμερα η μνήμη της Έμμα Τσουντς το συγχέει και το αποσκορακίζει; Η Έμμα κατοικούσε στη γειτονιά του Αλμάγρο, στην οδό Λινιέρς· γνωρίζουμε ότι εκείνο το βράδυ κατέβηκε στο λιμάνι. Ποιος ξέρει, μπορεί στο κακόφημο Πασέο δε Χούλιο να είδε τον εαυτό της να πολλαπλασιάζεται από τους καθρέφτες, να φαντάζει από τα φώτα και να γυμνώνεται απ' τα πεινασμένα βλέμματα, πιο λογικό όμως μας είναι να φανταστούμε ότι, στην αρχή, περιπλανήθηκε απαρατήρητη μέσα στο αδιάφορο παζάρι... Μπήκε σε δυο-τρία μπαρ, πρόσεξε το φέρσιμο και τα τσαλίμια των άλλων γυναικών. Κάποια στιγμή, έπεσε πάνω στους ναύτες του «Nordstjarman». Σκέφτηκε ότι ένας τους, πολύ νεαρός, υπήρχε κίνδυνος να της εμπνεύσει κάποια τρυφερότητα, και ρίχτηκε σ' έναν άλλο, πιο λαϊκό απ' αυτήν, χυδαίο, ώστε να μη νοθευτεί καθόλου η φρίκη. Ο άντρας την οδήγησε σε μια πόρτα και μετά σε μια βρομερή είσοδο και μετά σε μια στριφτή σκάλα και μετά σ' ένα χωλ (όπου υπήρχε μια τζαμαρία με κάτι ρόμβους ολόιδιους μ' εκείνους του σπιτιού στο Λανούς) και μετά σ' έναν διάδρομο και μετά σε μια πόρτα που έκλεισε. Όλα τα σοβαρά γεγονότα είναι έξω από τον χρόνο, είτε επειδή σ' αυτά το άμεσο παρελθόν φαίνεται σαν να έχει αποκοπεί απ' το μέλλον, είτε επειδή τα επιμέρους περιστατικά τους δεν δείχνουν να έχουν συνοχή.
Σ' εκείνον λοιπόν τον χρόνο έξω απ' τον χρόνο, σ' εκείνο το πολύπλοκο συνονθύλευμα ασύνδετων και αποτρόπαιων αισθημάτων, σκέφτηκε άραγε η Έμμα Τσουντς, έστω και μία φορά, τον νεκρό που οιστρηλατούσε τη θυσία; Η γνώμη μου είναι ότι τον σκέφτηκε μια φορά και ότι, εκείνη τη στιγμή, το απονενοημένο της σχέδιο κινδύνεψε. Σκέφτηκε (δεν ήταν δυνατόν να μην το σκεφτεί) ότι το φριχτό πράγμα που της έκαναν τώρα, το έκανε και ο πατέρας της στη μητέρα της. Το σκέφτηκε με μια ελαφριά έκπληξη και, αμέσως μετά, ζήτησε καταφύγιο στον ίλιγγο. Ο άντρας, Σουηδός ή Φινλανδός, δεν μιλούσε ισπανικά· καθένας απ'τους δυο ήταν ένα όργανο για τον άλλον, με τη διαφορά ότι εκείνη ήταν όργανο ηδονής κι εκείνος, δικαιοσύνης.
Όταν έμεινε μόνη, η Έμμα δεν άνοιξε αμέσως αμέσως τα μάτια. Πάνω στο κομοδίνο ήταν τα λεφτά που είχε αφήσει ο άντρας: η Έμμα ανασηκώθηκε κι έσκισε το χαρτονόμισμα όπως είχε σκίσει και το γράμμα. Το να σκίζεις λεφτά είναι αμαρτία, όπως και το να πετάς ψωμί· δεν πρόλαβε να το σκίσει, κι η Έμμα το είχε μετανιώσει. Μια πράξη αλαζονείας και τέτοια μέρα... Ο φόβος πνίγηκε μέσα στη θλίψη του κορμιού της, μέσα στην αηδία. Η αηδία και ο φόβος την κρατούσαν αλυσοδεμένη, παρ' όλα αυτά όμως η Έμμα σηκώθηκε αργά κι έπιασε να ντύνεται. Η κάμαρα δεν είχε ούτε ένα ζωντανό χρώμα· το τελευταίο φως του δειλινού βάραινε. Η Έμμα μπόρεσε να βγει χωρίς να γίνει αντιληπτή· στη γωνιά του δρόμου πήρε το τραμ που πήγαινε δυτικά. Σύμφωνα με το σχέδιο της, κάθισε μπροστά μπροστά, για να μη φαίνεται το πρόσωπό της. Δεν μπορεί παρά να ένιωσε ανακούφιση όταν διαπίστωσε, μες στην πυκνή οδική κυκλοφορία, πως ό,τι είχε συμβεί δεν είχε μολύνει τα πράγματα. Ταξίδεψε μέσ' από γειτονιές μουντές και ξεπεσμένες, γειτονιές που τις έβλεπε και τις ξεχνούσε στη στιγμή, και κατέβηκε σ' ένα από τα σταυροδρόμια της λεωφόρου Βάρνες. Κατά παράδοξο τρόπο, η κούραση τής χάριζε δύναμη, γιατί την ανάγκαζε να συγκεντρώνεται στις λεπτομέρειες της περιπέτειας και της έκρυβε το βάθος, αλλά και το τέλος.
Για όλο τον κόσμο, ο Ααρών Λέβενταλ ήταν ένας σοβαρός άνθρωπος· για τον μικρό, στενό του κύκλο, ένας φιλάργυρος. Ζούσε πάνω απ' το εργοστάσιο, ολομόναχος· κι επειδή το εργοστάσιο βρισκόταν σε μια ερειπωμένη φτωχογειτονιά, φοβόταν τους κλέφτες· στην αυλή του είχε ένα μεγάλο μαντρόσκυλο και στο συρτάρι του γραφείου του, όλοι το 'ξεραν αυτό, ένα περίστροφο. Πριν από ένα χρόνο, είχε κλάψει αξιοπρεπώς τον αναπάντεχο θάνατο της γυναίκας του -μιας Γκάους, που του εξασφάλισε μια καλή προίκα!-, αλλά το πραγματικό του πάθος ήταν το χρήμα. Με ενδόμυχη ντροπή, παραδεχόταν ότι ήταν λιγότερο ικανός στο να κερδίζει χρήματα, παρά στο να τ' αποταμιεύει. Ήταν πολύ θρήσκος· πίστευε ότι υπήρχε μεταξύ του και του Κυρίου μια μυστική συμφωνία, που τον απάλασσε από το να πράττει το καλό, με αντάλλαγμα προσευχές και μετάνοιες. Φαλακρός, ογκώδης, μαυροφορεμένος, με φυμέ γυαλιά και ξανθά γένια, όρθιος, κοντά στο παράθυρο, περίμενε την εμπιστευτική αναφορά της εργάτριας Τσουντς.
Την είδε να σπρώχνει την αυλόπορτα (που την είχε αφήσει επίτηδες ξεκλείδωτη) και να διασχίζει το σκοτεινό προαύλιο. Την είδε να κάνει μια μικρή παράκαμψη, όταν ο δεμένος σκύλος γάβγισε. Τα χείλη της Έμμα τρεμόπαιζαν, όπως τα χείλη κάποιου που προσεύχεται χαμηλόφωνα· κουρασμένα, επαναλάμβαναν τα λόγια της καταδίκης που θα άκουγε ο Κος Λέβενταλ πριν πεθάνει.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα είχε προβλέψει η Έμμα Τσουντς. Από τα ξημερώματα της προηγουμένης, η Έμμα ονειρεύτηκε πολλές φορές τη σκηνή που θα κρατούσε σφιχτά το περίστροφο, θα σημάδευε τον άθλιο, θα τον υποχρέωνε να ομολογήσει το άθλιο κρίμα του και θα του ανέπτυσσε το θαρραλέο της στρατήγημα, χάρη στο οποίο η Θεία Δίκη θα θριάμβευε επί της ανθρώπινης. (Όχι επειδή φοβόταν, αλλά επειδή ήταν όργανο της Δικαιοσύνης, η Έμμα δεν ήθελε να τιμωρηθεί.) Ύστερα, ένας μόνο πυροβολισμός θα έγραφε το τέλος του Λέβενταλ. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Απέναντι στον Ααρών Λέβενταλ, η Έμμα αισθάνθηκε την επιτακτική ανάγκη, όχι τόσο να εκδικηθεί για λογαριασμό του πατέρα της, όσο να κολάσει την προσβολή που είχε υποστεί για χάρη αυτής ακριβώς της εκδίκησης. Μετά από εκείνη την αριστοτεχνικά σχεδιασμένη ατίμωσή της, δεν μπορούσε να μην τον σκοτώσει. Ούτε είχε χρόνο για να παίξει θέατρο. Μόλις κάθισε, ζήτησε ταπεινά συγγνώμη από τον Λέβενταλ, επικαλέστηκε (ως καταδότρια) το καθήκον της πιστότητας, είπε εκεί μερικά ονόματα, υπαινίχθηκε κάποια άλλα και ξαφινικά τα 'χασε, σαν να την είχε κυριέψει ο φόβος. Όπως τα 'χε σχεδιάσει, ο Λέβενταλ πήγε να της φέρει ένα ποτήρι νερό. Όταν εκείνος, μη πολυπιστέυοντας κάτι τέτοια καμώματα, αλλά δείχνοντας κατανόηση, επέστρεψε από την τραπεζαρία, η Έμμα είχε ήδη πάρει απ' το συρτάρι το βαρύ περίστροφο. Τράβηξε δυο φορές τη σκανδάλη. Το πελώριο σώμα σωριάστηκε σαν να το 'χαν τσακίσει οι εκπυρσοκροτήσεις κι ο καπνός, το ποτήρι με το νερό έσπασε, το πρόσωπο την κοίταξε με κατάπληξη και οργή, το στόμα τού προσώπου την βλαστήμησε στα ισπανικά και στα γίντις. Οι βρισιές δεν έλεγαν να σταματήσουν· η Έμμα αναγκάστηκε να ξαναπυροβολήσει. Στην αυλή, ο δεμένος σκύλος άρχισε να γαβγίζει, και τα χυδαία χείλη έφτυσαν αίμα, λεκιάζοντας τα γένια και τα ρούχα. Η Έμμα άρχισε να απαγγέλλει τη θανατική καταδίκη («Εκδικήθηκα τον πατέρα μου και κανείς δεν θα μπορέσει να με τιμωρήσει...»), αλλά σταμάτησε, γιατί ο κύριος Λέβενταλ είχε πεθάνει. Δεν έμαθε ποτέ της αν είχε προλάβει να καταλάβει.
Τα επίμονα γαβγίσματα της θύμισαν ότι δεν μπορούσε ακόμα να επαναπαύεται. Ξέστρωσε το ντιβάνι, ξεκούμπωσε το σακάκι του νεκρού, του έβγαλε τα ματωμένα γυαλιά και τ' ακούμπησε πάνω στην αρχειοθήκη. Ύστερα, σήκωσε το τηλέφωνο και ξαναείπε αυτά που έμελλε να ξαναπεί πολλές φορές, μ' αυτά ή με άλλα λόγια: Συνέβη κάτι απίστευτο... Ο κύριος Λέβενταλ με κάλεσε εδώ με το πρόσχημα της απεργίας... Με βίασε, τον σκότωσα...
Η ιστορία ήταν πράγματι απίστευτη, αλλά κανένας δεν την αμφισβήτησε, ίσως γιατί κατά βάθος ήταν αληθινή. Αληθινός ήταν ο τόνος της φωνής της Έμμα Τσουντς, αληθινή η σεμνότητα, αληθινό το μίσος. Αληθινή ήταν ακόμα και η προσβολή που είχε υποστεί· ψέματα ήταν μόνο οι περιστάσεις, η ώρα και κάνα-δυό κύρια ονόματα.
από τη συλλογή διηγημάτων Το Άλεφ, εκδ. Ύψιλον, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης.