Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η Linke μεταξύ Ερφούρτης και Πότσνταμ

Του Νίκου Σκοπλάκη
Στις 14 Σεπτεμβρίου, οι εκλογές για τα κρατιδιακά κοινοβούλια του Βραδεμβούργου και της Θουριγγίας έφεραν το αριστερό κόμμα της Γερμανίας ενώπιον νέων προκλήσεων. Ιδιαίτερη βαρύτητα, από εκλογική άποψη, αλλά και στο επίπεδο των πολιτικών εντυπώσεων, έχει το ποσοστό που συγκέντρωσε η Linke στη Θουριγγία. Από το 9,9% του 1990 μέχρι το 28,2% του 2014, η Αριστερά κατοχύρωσε στο «ανατολικό» ομοσπονδιακό κρατίδιο μια αξιόλογη κοινωνική επιρροή. Παρά το κλίμα της αντικομμουνιστικής υστερίας και των ακροδεξιών επιθέσεων, η ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση της Αριστεράς διεκδίκησε πρωταγωνιστική παρουσία.
Καθοριστικό από αυτή την άποψη ήταν το στίγμα της δραστηριοποίησης όλο το προηγούμενο διάστημα, όπως αποτιμάται επιγραμματικά από το στέλεχος της Linke, Βουλφ Γκάλερτ: «Αξίζει να εκπροσωπούμε επιθετικά τις θέσεις μας, η Θουριγγία είναι μια πειστική απόδειξη γι’ αυτό». Η απεύθυνση της Linke, σε συνάρτηση με τη δυσαρέσκεια για τη συγκυβέρνηση CDU και SPD στο κρατίδιο, συνέτεινε στην κατάρρευση της SPD. Σύμφωνα με υπολογισμούς, 27.000 πρώην ψηφοφόροι της SPD ψήφισαν για πρώτη φορά Linke σε αυτές τις εκλογές.
Το μίκρο-καπιταλιστικό πλέγμα της Θουριγγίας
Η CDU της Θουριγγίας, που μόνη ή μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες κυβερνά αδιατάρακτα από το 1990, εκπροσωπεί το μικρο-καπιταλιστικό πλέγμα του κρατιδίου υπό τον πιο αναχρονιστικό ιδεολογικό μανδύα, με πελατειακά δίκτυα και διαφθορά. Χωρίς να αφομοιώσει τυπικά τους σοσιαλδημοκράτες, τούς προσάρμοσε στη διαιρετική της τομή. Η υπερσυντηρητική πόλωση προεκλογικά μετακύλησε σε εκείνους το κόστος και της επέτρεψε μεγαλύτερη συσπείρωση, για να φτάσει στο 33,5% από 31,2% το 2009. Βρίσκεται, ωστόσο, πολύ μακριά από την επιδιωκόμενη ανάκτηση του 43% που είχε το 2004 ή πολύ περισσότερο του 51% που είχε το 1999. Η βεβαιωμένη από επίσημο πόρισμα συγκάλυψη της ναζιστικής σπείρας NSU από την υπηρεσία για την προστασία του συντάγματος στη Θουριγγία επέφερε πλήγμα στην κυβερνητική CDU. Η ταυτόχρονη παρακολούθηση του επικεφαλής του αριστερού ψηφοδελτίου, Μπόντο Ράμελο, αποδεικνύει προς ποιο άκρο γέρνουν οι Χριστιανοδημοκράτες. Η Linke χρειάζεται να δείξει πολύ μεγάλη προσοχή μπροστά στην ανάγκη για πολιτική αλλαγή στο κρατίδιο υπό την ηγεμονία της Αριστεράς.
Δεινή ήττα για τη Linke
Στη Θουριγγία, όπου διασταυρώθηκαν δύο διαφορετικές εκδοχές κομματικής οικοδόμησης, είναι σημαντικό να διατηρηθεί το στίγμα ανταγωνιστικής αριστερής πολιτικής, το οποίο φαλκιδεύτηκε την προηγούμενη πενταετία στο-επίσης «ανατολικό»-Βραδεμβούργο, επιφέροντας δεινή ήττα για τη Linke. 115.000 πρώην ψηφοφόροι της διόγκωσαν την αποχή, ενώ 19.000 κατευθύνθηκαν στην «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Πριν από πέντε χρόνια, ο μεταρρυθμιστικός ρεαλισμός της εσωκομματικής τάσης «Φόρουμ Δημοκρατικού Σοσιαλισμού» εισηγήθηκε θριαμβευτικά τη συγκυβέρνηση με τους κατεστημένους από το 1990 σοσιαλδημοκράτες. Το 27,2% της αριστερής δυναμικής αθροίστηκε επικουρικά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Για την αναιμική προσθήκη αριστερών αιτημάτων, η Αριστερά περιέστειλε την ιδεολογική της παρέμβαση και συνέπραξε στη «χρηστή δημοσιονομική διαχείριση» υπέρ του κεφαλαίου. Η υποχώρηση της Linke από προγραμματικές θέσεις για το περιβάλλον, τη γεωργία, την ενεργειακή πολιτική αύξησαν την αναξιοπιστία της. Η κατακρήμνισή της στο 18,6% και στην τρίτη θέση για πρώτη φορά μετά το 1999 δηλώνει τη χαμένη της υπόληψη σε σχέση με το 2009.
Δεξιά στροφή
Οι ισορροπίες του πολυκομματισμού οδηγούν αρκετούς στο όχι αβάσιμο συμπέρασμα για δεξιά στροφή στη Γερμανία. Σημασία για την Αριστερά έχει ο άξονας ερμηνείας ως προς τη σωστή τοποθέτηση των διαιρετικών τομών. Η σκληρά νεοφιλελεύθερη FDP κατέρρευσε, ενώ η συμπίεση της φασιστικής NPD κάνει ορισμένους αναλυτές να βλέπουν «φαιόχρωμο σωρό ερειπίων». Εντούτοις, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», με το 12,2% στο Βραδεμβούργο και το 10,6% στη Θουριγγία, φαίνεται να ενσωματώνει τόσο τα ιδεολογήματα του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού όσο και της παραδοσιακής ακροδεξιάς. Η αρχή της ακλόνητης ανισότητας στην κατανομή του πλούτου εφαρμόζει την πολιτική της επινοητικότητα με την ψευδεπίγραφη «Εναλλακτική». Χειραγωγήσιμοι φορμαλισμοί εθνικής αναδίπλωσης και κοινωνικού αυτοματισμού την εδραιώνουν στο έδαφος της σύγχυσης και της απογοήτευσης. Ο Ντάβιντ Μεμπνόσκι και η Γιούλια Φέρστερ παρατηρούν ότι «ο λαϊκισμός του ανταγωνισμού καθιστά δυνατή τη συμμαχία μεταξύ της σωβινιστικής ακροδεξιάς και του αστικού μεσαίου χώρου».
Η συγχώνευση επιχειρηματιών, τεχνοκρατών από εργοδοτικές οργανώσεις και φασιστών με γραβάτα στον δεξιό λαϊκισμό της ταυτότητας μπορεί να αποτελέσει μεσοπρόθεσμα τον σύμμαχο, ώστε να διατηρηθεί η θέση ισχύος του νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού. Το διφορούμενο περιεχόμενο και το ελαστικό περίγραμμα σε μια αριστερή «εθνική στρατηγική» δεν φρενάρουν αλλά επιταχύνουν τέτοιες τάσεις. Ο ταξικός προσδιορισμός, η συνεκτική αριστερή πολιτική σε τοπικό και ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν ζητούμενα για να μην βρεθεί συνολικά η Αριστερά ανάμεσα στη σφύρα της αναξιοπιστίας και τον άκμονα της συντηρητικής αναδιάταξης. Τα συμπεράσματα από την Ερφούρτη και το Πότσνταμ δεν αφορούν μόνο τη Γερμανία.