Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Κυβερνητισμός και Αριστερά


Το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας έχει τεθεί από τις πολιτικές εξελίξεις, και η Αριστερά οφείλει να αντιμετωπίσει την πρόκληση, οικοδομώντας τη συµπαράταξη της Αριστεράς (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), διεκδικώντας την κυβέρνηση της Αριστεράς, που στηριγµένη στους ακόµα πιο αναγκαίους µαζικούς αγώνες, µπορεί να ανοίξει το δρόµο για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης. Ασφαλώς η πρόταση αυτή έχει κινδύνους για µεγάλα σφάλµατα όπως έδειξαν οι εμπειρίες της Χιλής του Αλιέντε, ή της Κύπρου σήμερα. Μπορεί να τεθεί προς συζήτηση µόνο ως τακτικός στόχος, στη βάση µιας συγκεκριµένης ανάλυσης των συγκεκριµένων συνθηκών και όχι ως στρατηγικός στόχος της Αριστεράς, η οποία οφείλει να παραµένει προσηλωµένη στη διεκδίκηση του σοσιαλισµού, της εργατικής δηµοκρατίας.
«Η  δική μας πρόταση εξουσίας δεν είναι μια θνησιγενής “αριστερή κυβέρνηση”, αλλά η εργατική δημοκρατία» (Εφημερίδα «Πριν», 7/1/2012).
Η ανάγκη να απαντήσουμε στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας έχει τεθεί από τις πολιτικές εξελίξεις. Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς –αλλά και το ευρύτερο κίνημα αντίστασης– συμμετείχαν με πάθος στην πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης του ΓΑΠ. Όλοι σήμερα δεσμευόμαστε στο κάλεσμα για άμεση ανατροπή της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Όμως πώς μπορεί να γίνει αυτό; Ποια κυβέρνηση μπορεί να αντικαταστήσει την «τρικομματική» μέσα στις σημερινές συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες και από τη σκοπιά της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων; Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ και το κάλεσμα του Αλ. Τσίπρα για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που θα στηρίζεται σε μια προωθημένη «συμπαράταξη» των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται να συγκινεί πολύ κόσμο. Η δημοσκοπική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται αρκετά στην πολιτική διεισδυτικότητα της πρότασης αυτής.

Ιδεολογική ζύμωση

Οι σύντροφοι του ΝΑΡ –μέσω του «Πριν»– βιάστηκαν να την απορρίψουν. Και το έκαναν με χοντροκομμένο τρόπο.
Η θέση του «Πριν», που προαναφέραμε, είναι ιδεολογική και όχι πολιτική. Το ΝΑΡ, σωστά, κριτικάρει το ΚΚΕ ότι «αποσυνδέει πλήρως την τακτική από τη στρατηγική». Όμως εξίσου λάθος είναι και το αντίστροφο: η υποκατάσταση της τακτικής από τη στρατηγική, που οδηγεί στην ιδεολογική ζύμωση αντί της πολιτικής πάλης. Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να υποστηρίζουν τη στρατηγική της «εργατικής δημοκρατίας», όμως η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη μπορεί να τεθεί ως πολιτικός στόχος μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Στοιχειώδης επίγνωση των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών δύναμης οδηγεί στην εκτίμηση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι στην «ατζέντα» των επόμενων εβδομάδων ή μηνών.
Το ίδιο το «Πριν» έχει γνώση του προβλήματος. Περιγράφοντας τι μπορεί να συμβεί στις άμεσα ερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, υπογραμμίζει: «Ο λαός θα ενισχύει την Αριστερά, στο τέλος όμως θα προκύπτουν παραλλαγές της σημερινής συγκυβέρνησης Παπαδήμου από τα φθαρμένα αστικά πολιτικά κόμματα. Η Αριστερά θα δεχθεί ισχυρότατη πίεση. Αν μάλιστα αυτό επαναληφθεί, τότε αυτή θα κινδυνεύει να συνθλιβεί ως περιττή και ο λαός για απροσδιόριστο διάστημα να γονατίσει». Η περιγραφή είναι ακριβής και συμφωνούμε απολύτως. Μόνο που θα πρέπει να βρούμε –όλοι μαζί– τον τρόπο που θα διακόπτει και θα ανατρέπει αυτό το εκκρεμές της διατήρησης της πολιτικής ηγεμονίας των «φθαρμένων αστικών κομμάτων».

Κυβερνητική απάντηση

Στην πραγματικότητα το «Πριν» αναγνωρίζει και στο προγραμματικό πεδίο την ανάγκη κυβερνητικής απάντησης της Αριστεράς. Στο ίδιο αφιέρωμα (για τον «αδύναμο αριστερό κυβερνητισμό») προτείνει το εξής πρόγραμμα: «Παύση πληρωμών του χρέους, άρση των ιδιωτικοποιήσεων, δημόσια και δωρεάν υγεία και παιδεία, άμεση έξοδο από το ευρώ, έξοδο από την ΕΕ, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος». Είναι μια θετική πρόταση προς συζήτηση. Όμως δεν είναι ένα πρόγραμμα «εργατικής δημοκρατίας», αφού δεν θίγει το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ούτε ριζικά το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, με πρόταση για κάποια μορφή εργατικών συμβουλίων (σοβιέτ).
Στην πραγματικότητα το «Πριν» προτείνει ένα πρόγραμμα κυβέρνησης της Αριστεράς, με στόχο την ανατροπή της σημερινής επίθεσης του κεφαλαίου, που θα μπορούσε –υπό προϋποθέσεις– να ανοίξει το δύσκολο δρόμο για το σοσιαλισμό και τη διεκδίκηση –τελικά– της εργατικής δημοκρατίας.
Το βασικό πρόβλημα αυτής της διγλωσσίας είναι ότι συσκοτίζει ένα ήδη δύσκολο ζήτημα τακτικής και κάνει ακόμα πιο δύσκολες τις επιλογές στις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες και συμμαχίες.
Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας έχουν πάρει το δρόμο της ανατροπής του μνημονίου, της βάρβαρης καπιταλιστικής επιθετικότητας και των αντίστοιχων κυβερνήσεων. Για να συνεχίσουν τον αγώνα τους, έχουν ανάγκη από πολιτική πρόταση, από πολιτική προοπτική, που να εμπεριέχει το ζήτημα της κυβέρνησης που θα τεθεί (εκλογικά) στον άμεσο πολιτικό χρόνο.

Συμπαράταξη

Γνώμη μας είναι ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση: Να οικοδομήσουν τη συμπαράταξη της Αριστεράς (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), να διεκδικήσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς, που στηριγμένη στους ακόμα πιο αναγκαίους μαζικούς αγώνες, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης. Αλλιώς η Αριστερά κινδυνεύει «να συνθλιβεί ως περιττή» και ο λαός «να γονατίσει για απροσδιόριστο διάστημα».
Ασφαλώς η πρόταση αυτή έχει κινδύνους για μεγάλα σφάλματα. Το 1973 στη Χιλή, η κυβέρνηση της Αριστεράς του Σ. Αλιέντε οδήγησε ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα στη σφαγή. Στην Κύπρο σήμερα, η κυβέρνηση της Αριστεράς του Χριστόφια κάνει πολιτικά εγκλήματα, τόσο στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο, όσο και στο γεωπολιτικό, με τη συμμαχία με το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ.
Σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα αναδεικνύονται οι αρετές των απόψεων των σ. του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γιατί, όπως σωστά υπογραμμίζει το «Πριν», «η κυβέρνηση κατάληξε τελικός και όχι ενδιάμεσος στόχος της Αριστεράς».

Κεντροαριστερά;

Η στρατηγική του κυβερνητισμού έχει πληρωθεί πολύ ακριβά από την Αριστερά. Στη Γαλλία και την Ιταλία οδήγησε στη διάλυση τα κάποτε πανίσχυρα ΚΚ, με τα εκατομμύρια μελών μέσα στο εργατικό κίνημα.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να τεθεί προς συζήτηση μόνο ως τακτικός («ενδιάμεσος») στόχος, στη βάση μιας συγκεκριμένης ανάλυσης των συγκεκριμένων συνθηκών και όχι ως στρατηγικός («τελικός») στόχος της Αριστεράς, που οφείλει να παραμένει προσηλωμένη στη διεκδίκηση του σοσιαλισμού, της εργατικής δημοκρατίας.
Οι θέσεις αυτές δεν είναι αφηρημένες, έχουν άμεση πολιτική αξία. Αυτό φαίνεται στην κίνηση και στα λάθη της ηγεσίας του ΣΥΝ.
Είναι άλλο πράγμα η διεκδίκηση της ανακοπής και τελικά της ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου και άλλο η ουτοπία μιας θετικής εναλλακτικής διαχείρισης της κρίσης του συστήματος, με «ανθρώπινο πρόσωπο». Τέτοιος δρόμος δεν υπάρχει και όσοι τον υποστηρίζουν καταλήγουν να επαναφέρουν από την πίσω πόρτα προτάσεις σοσιαλδημοκρατικοποίησης της Αριστεράς.
Το πρόγραμμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς (ακόμα και αυτό που προτείνει το «Πριν») αποτελεί μια ασταθή και προσωρινή ισορροπία. Μια ισορροπία καταδικασμένη να ανατραπεί: Είτε από τα αριστερά, με την κίνηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς προς τη σοσιαλιστική αλλαγή. Είτε από δεξιά, με τη φθορά της κυβέρνησης και την ανάκτηση της πρωτοβουλίας από τα «φθαρμένα αστικά κόμματα». Οι πιέσεις αυτές, που εκδηλώθηκαν στη Χιλή παλιότερα, στην «πληθυντική Αριστερά» στη Γαλλία, ή στην Κύπρο σήμερα («υπαγορεύοντας» τις προδοσίες στο ΑΚΕΛ…) δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθούν.

Συμμαχίες

Η έλλειψη καθαρότητας σε αυτά τα ζητήματα στρατηγικής εκδηλώνονται συνήθως με παλινωδίες στα ζητήματα των συμμαχιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχθεί την πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς» στη βάση των συμμαχιών που περιγράφει ο όρος «συμπαράταξη της Αριστεράς». Που σημαίνει ότι αυτός ο (έτσι κι αλλιώς δύσκολος) στόχος μπορεί να επιχειρηθεί μόνο στη βάση μιας συμμαχίας μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μιας συμμαχίας που σήμερα φαίνεται ανέφικτη, αλλά που θα συζητηθεί με διαφορετικούς όρους την επομένη των επερχόμενων εκλογών, που πιθανότατα θα αποτελούν την πρώτη από μια σειρά διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων.
Όμως η ηγεσία του ΣΥΝ έχει ανοιχθεί στις συμμαχίες με τους «πασοκογενείς». Η Ενωτική Κίνηση, του Ν. Κοτζιά, ανακοίνωσε «πρωτοβουλία» για συμμαχία μεταξύ «πασοκογενών»-ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ και Οικολόγων. Αν η ηγεσία του ΣΥΝ προχωρήσει στην κατεύθυνση αυτή, θα κάνει καθαρό ότι μετατοπίζεται πολιτικά προς τον κεντροαριστερό κυβερνητισμό.
Θα είναι ένα σημαντικό πολιτικό λάθος, συντηρητικού χαρακτήρα, στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθήσει, τουλάχιστον ως ενιαίος σχηματισμός.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Με δογματική λιτότητα, εσωτερικές έριδες, αλλά χωρίς διέξοδο ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός

Flower Carrier, 1935, Diego Rivera

του Πέτρου Τσάγκαρη

από την εφ. Εργατική Αριστερά

Η ευρωζώνη μοιάζει να μπαίνει σε ένα στάδιο διαλυτικής κρίσης. Όλες οι συμφωνίες του παρελθόντος, ακόμη και οι πιο πρόσφατες είτε τινάζονται στον αέρα είτε χάνουν την επικαιρότητά τους, καθώς τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα αλλάζουν ραγδαία. Τα πετυχημένα παραδείγματα του παρελθόντος επίσης τινάζονται στον αέρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας –την οποία μας παρουσίαζαν ως επιτυχημένο υπόδειγμα των νεοφιλελεύθερων μέτρων αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους. Τώρα αποδεικνύεται ότι οι θυσίες πήγαν –και εκεί– χαμένες, καθώς ο ιρλανδικός λαός πληροφορείται ότι η δεξιά κυβέρνησή του συμφώνησε να προχωρήσει σε μείωση των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα κατά 12%, δηλ. σε 40.000 «αποχωρήσεις» μέχρι το 2015, σε αύξηση του ΦΠΑ κατά 2 μονάδες (στο 23%) και στην επιβολή άλλων 200 μέτρων λιτότητας προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του εκεί μνημονίου.

Αλλά τα προβλήματα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού δεν περιορίζονται πια μόνον στην λεγόμενη περιφέρεια. Τώρα στο μάτι του κυκλώνα μπαίνει η καρδιά της ηπείρου. Πρώτα η Ιταλία, η οποία γνωρίζει και αυτή τοκογλυφικά επιτόκια στις διεθνείς αγορές και οδηγείται σταδιακά σε λύσεις τύπου τρόικας. Μετά και η Γαλλία, η πιστοληπτική ικανότητα της οποίας απειλείται από τους διεθνείς «οίκους αξιολόγησης». Η εξέλιξη αυτή υπονομεύει ραγδαία τη μοναδική στενή συμμαχία που υπήρχε εντός Ε.Ε., τον πολιτικο-οικονομικό άξονα που προσπάθησε να οικοδομήσει ο Σαρκοζί με το Βερολίνο, καθώς πλέον τα συμφέροντα γίνονται όλο και περισσότερο αντιτιθέμενα.

Στο μόνο που συμφωνούν οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων καπιταλιστών είναι ότι για την κρίση πρέπει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και τα άλλα φτωχά στρώματα. Για να περισωθούν τα κέρδη των λίγων πρέπει να καταβάλλει φόρο αίματος η τεράστια πλειονότητα του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Σε αυτή τη βάση δεν απεμπολούνται μόνον οι οικονομικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, αλλά και οι στοιχειώδεις δημοκρατικές κατακτήσεις (στο όνομα των οποίων ένα μέρος της Αριστεράς επέμενε στη συμμετοχή στην Ε.Ε.). Η Κομισιόν βάζει ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την έκδοση ευρωομολόγων (τα οποία πολλοί αγάπησαν και στην Ελλάδα) το καθεστώς «επιτροπείας» των δημοσιονομικά «άτακτων» χωρών. Παράλληλα τα συνταγματικά πραξικοπήματα των τραπεζιτών σε Ελλάδα και Ιταλία, έχουν τη στήριξη όλου του φάσματος των αστικών κομμάτων σε κάθε χώρα και  είναι ίσως μόνον η αρχή, μιας αντιδημοκρατικής στροφής στην ήπειρο όπου γεννήθηκε η δημοκρατία.

 Σε διαρκή και διαλυτική κρίση η ευρωζώνη

Ο γνωστός Αμερικανός σχολιαστής Πολ Κρούγκμαν έγραφε στα τέλη Οκτώβρη: «Αν δεν ήταν τόσο τραγική, η τρέχουσα ευρωπαϊκή κρίση θα ήταν αστεία, με μια αίσθηση μαύρου χιούμορ. Καθώς το ένα σχέδιο διάσωσης καταρρέει μετά το άλλο, οι πολύ σοβαροί άνθρωποι της Ευρώπης –που είναι, αν αυτό είναι δυνατό, πιο πομπώδεις και αυτάρεσκοι και από τους Αμερικανούς ομολόγους τους– συνεχίζουν να εμφανίζονται ολοένα και πιο γελοίοι».
 
Χρέος

Ο Κρούγκμαν εξηγούσε στη συνέχεια πώς οι διάφοροι μηχανισμοί στήριξης (ο EFSF και οι πιθανοί διάδοχοί του) είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν εξαιτίας του γεγονότος ότι σε αυτούς συμμετέχουν ως δανειστές οι χώρες (όπως η Ιταλία και η Γαλλία πλέον) που πιθανόν θα χρειαστεί να προσφύγουν οι ίδιες σε δανεισμό για να «σωθούν». Εξ ου και το «γελοίοι». Ο Αμερικανός σχολιαστής επέμεινε, όπως κάνουν πολλοί άλλοι αναλυτές, ότι το πρόβλημα στην ευρωζώνη είναι η έλλειψη κεντρικής διακυβέρνησης και συνεπώς η αδυναμία (ή η ιδεολογική αγκύλωση) να παρέμβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δανείζοντας τις χώρες, ουσιαστικά δηλ. τυπώνοντας νέο νόμισμα. Ο Κρούγκμαν αντιπαραβάλλει τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, οι οποίες, παρά το τεράστιο δημόσιο χρέος τους, μπορούν να δανείζονται σε χαμηλά επιτόκια. Ωστόσο δεν απαντά σε τρία πράγματα: Πρώτον, γιατί αυτοί οι δύο οικονομικοί γίγαντες δεν κατόρθωσαν να σταματήσουν την παγκόσμια κρίση και γιατί, ειδικά η Ιαπωνία παραμένει εδώ και δεκαετίες σε ύφεση. Δεύτερον, γιατί πλέον οι «οίκοι αξιολόγησης» άρχισαν να βάζουν στο στόχαστρό τους την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ. Τρίτον, γιατί ενώ πολύ σωστά λοιδορεί τις διαρκείς διχογνωμίες των Ευρωπαίων εκπροσώπων των καπιταλιστών (δηλ. των κυβερνήσεων), μοιάζει να αγνοεί τις διαρκείς εσωτερικές διενέξεις των εκπροσώπων των Αμερικανών καπιταλιστών, κυρίως όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τη σύγκρουση Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων για το χρέος.

Στην πραγματικότητα η κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα και την Ευρώπη αποτελεί μόνον σύμπτωμα της βαθιάς συστημικής κρίσης που πλήττει από το 2008 όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (δηλ. της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου). Την εξήγηση του γιατί η κρίση γνωρίζει τέτοια όξυνση στη «Γηραιά Ήπειρο» δίνει πολύ περιεκτικά ο καθηγητής Γ. Μηλιός λέγοντας: «Η κρίση έπληξε εκείνες τις περιοχές και εκείνες τις χώρες στις οποίες η προσήλωση στον “ρυθμιστικό ρόλο” των χρηματαγορών και στη σκανδαλώδη φοροασυλία του κεφαλαίου και του πλούτου ήταν εντονότερη και δογματικότερη».

Οι άρχουσες τάξεις συμφωνούν στο ότι όλο το κόστος της κρίσης πρέπει να φορτωθεί στις κυριαρχούμενες τάξεις. Και σε αυτή την πολιτική η Ευρώπη έχει γίνει εδώ και χρόνια πρωτοπόρα. Όμως οι εκπρόσωποι των αφεντικών δεν φαίνεται έχουν καμία συναινετική λύση και στα τέσσερα σημεία αντιπαράθεσης: Χρειάζεται ενιαία Ευρώπη ή Ευρώπη δύο ταχυτήτων; Χρειάζεται ή όχι ενιαία διακυβέρνηση; Πρέπει ή όχι να προχωρήσει η έκδοση ευρωομολόγων; Αρκούν ή όχι οι πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλ. οι περικοπές και οι σφιχτοί προϋπολογισμοί;
 
Διαφωνίες

Η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική έχει οδηγήσει σε αποτυχία. Και αυτό το παραδέχεται ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Μ. Μπαρόζο, ο οποίος δήλωσε στο Ευρωκοινοβούλιο: «Δυστυχώς δεν υπάρχει η οικονομική ανάπτυξη που επιδιώξαμε, η ύφεση επιδεινώνεται, η κατανάλωση μειώνεται, οι δείκτες της ανεργίας σ’ όλη την Ευρώπη θα επιδεινωθούν». Ταυτόχρονα ο Μπαρόζο επιτέθηκε στα κράτη που υιοθετούν «ακραίες οικονομικές συμπεριφορές», φωτογραφίζοντας τη Γερμανία και δηλώνοντας: «Δεν είναι δυνατόν να επιμένεις μόνο στη δημοσιονομική πειθαρχία και να παραβλέπεις την αλληλεγγύη». Ο Μπαρόζο πρότεινε, ως εναλλακτική πρόταση εξόδου από την κρίση χρέους, την επιβολή δικαιότερης φορολογίας στους Ευρωπαίους πολίτες, τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και την έκδοση ευρωομολόγων –ειδικά το τελευταία σε άμεση σύγκρουση με το Βερολίνο.

Η Μέρκελ επιμένει στην αναγκαιότητα αλλαγής των συνθηκών, ώστε να προβλέπονται αυστηρές ποινές στις δημοσιονομικά «ασύνετες» χώρες, που να φτάνουν έως και την παραπομπή τους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εφόσον δεν καταφέρνουν να περιορίσουν τα ελλείμματα και το χρέος τους. Η Μέρκελ υποστηρίζει την προοπτική μιας οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη η οποία θα έχει λόγο στη διαμόρφωση των εθνικών προϋπολογισμών προκειμένου να «φρενάρει» τις δημόσιες δαπάνες, αλλά και να υλοποιεί «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», π.χ., αρπαγή δημόσιου πλούτου μέσω ιδιωτικοποιήσεων. «Η Γερμανία θα ήταν έτοιμη να εκχωρήσει μέρος της κυριαρχίας της προκειμένου να ενισχυθεί το ευρώ και η αξιοπιστία του σε διεθνές επίπεδο», είπε σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο. Μπορεί να πρόκειται για δημαγωγική δήλωση, αφού δεν έχει σε ποιον να παραχωρήσει κυριαρχία το Βερολίνο, ωστόσο δείχνει τη δογματική νεοφιλελεύθερη εμμονή στη δημοσιονομική και νομισματική σταθερότητα με κάθε κόστος. Ωστόσο, ακριβώς επειδή, όπως λέει και ο Μπαρόζο, οι μέχρι σήμερα πολιτικές έχουν αποτύχει, οι εκπρόσωποι του γερμανικού κεφαλαίου δεν συμφωνούν ούτε μεταξύ τους. Δεν είναι μόνον οι διαφωνίες των σοσιαλδημοκρατών. Τώρα στους αμφισβητίες της πολιτικής Μέρκελ έχει προστεθεί και η Deutsche Bank, η οποία, συμφωνώντας με τον Ομπάμα, ζητά να υλοποιηθούν δύο πράγματα: η έκδοση ευρωομολόγου και η μαζική επαναγορά κρατικών χρεών από την ΕΚΤ.

Φυσικά τώρα, με την προοπτική υποβάθμισης της φερεγγυότητας της Γαλλίας ρηγματώνεται επικίνδυνα και ο άξονας Βερολίνου-Παρισιού. Η Γερμανία επιμένει ότι δεν θα επιτρέψει να γίνει η ΕΚΤ μια τεράστια «κακή τράπεζα», ωστόσο  η Γαλλία έχει άλλα σχέδια. «Εμπιστευόμαστε την ΕΚΤ ότι θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει τη σταθερότητα στην ευρωζώνη», είπε η εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης και προσέθεσε εμφατικά: «Εκτιμούμε ότι η διαφορά απόδοσης μεταξύ γαλλικών και γερμανικών ομολόγων δεν δικαιολογείται». Με άλλα λόγια, το Παρίσι ζητεί εμμέσως από την ΕΚΤ να αγοράσει και γαλλικά ομόλογα για να μειωθούν τα spread.
 
Αδιέξοδο

Ο ιταλικός και ιδιαίτερα ο γαλλικός κρίκος της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η αιτία του προβλήματος δεν ήταν οι «τεμπέληδες» Έλληνες ούτε τα διαρθρωτικά προβλήματα και η κακοδιαχείριση στο νότο. Η απειλή υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας του Παρισιού από τη Moody’s υποδεικνύει ότι το πρόβλημα είναι τουλάχιστον πανευρωπαϊκό και αφορά την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα θέτει βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια όλων των μελλοντικών πολιτικών διάσωσης των χρηματοπιστωτικών θεσμών της ευρωζώνης. Ο λόγος είναι ότι αν η Γαλλία χάσει τον υψηλό βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας, τότε το ίδιο θα συμβεί αυτόματα και στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης (EFSF), δηλ. δεν θα μπορεί να δανείζεται φτηνά ούτε ο υποτιθέμενος «διασώστης». Θα επαληθευτεί δηλ. η πρόβλεψη του Κρούγκμαν.

Το αδιέξοδο βρίσκεται στο γεγονός ότι, ακόμη κι αν βρεθούν τα ποσά που όλοι απαιτούν από τη Γερμανία, προκειμένου να στηριχτούν οι πληττόμενες από τους κερδοσκόπους χώρες, τα επιτόκια που χρεώνουν αυτοί οι κερδοσκόποι δεν πρόκειται να μειωθούν. Γιατί τα χρήματα που θα διατεθούν μπορεί να διασώσουν προς στιγμήν τη ρευστότητα των χωρών (βλ. έκτη δόση στην Ελλάδα), αλλά δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκαταστήσουν τη φερεγγυότητα, καθώς –ακριβώς εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας που επιβάλλονται– η ύφεση θα βαθαίνει, τα ΑΕΠ των χωρών θα συρρικνώνονται και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα παραμένει πάντα υψηλό (π.χ. στο πρόγραμμα για την Ελλάδα προβλέπεται ότι, αν όλα πάνε τέλεια, τότε το 2020 το χρέος θα είναι στο 120% του ΑΕΠ, έναντι 115% όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ στο τέλος του 2009!).

Είναι η ανταγωνιστικότητα το πρόβλημα;

Η Ιταλία έχει ανάγκη να δανειστεί 200 δισ. ευρώ έως τα τέλη Μάρτη. Από τις αρχές Νοέμβρη αντιμετώπισε δυσκολία να δανειστεί φτηνά καθώς οι «αγορές» τής ζητούσαν επιτόκια πάνω από 7% για τα δεκαετή ομόλογά της. Αμέσως άρχισαν να ενεργοποιούνται παρόμοιοι οικονομικοί μηχανισμοί με αυτούς που ίσχυσαν και στην περίπτωση άλλων «άτακτων» χωρών της ευρωζώνης. Σε πολιτικό επίπεδο κινητοποιήθηκαν άμεσα οι πραξικοπηματικές διαδικασίες που λειτούργησαν και στην Ελλάδα με το τραπεζικό κεφάλαιο να επιβάλει τον άνθρωπό του, στη θέση του πρωθυπουργού, χωρίς βέβαια να ερωτηθεί ο λαός. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην 11μελή κυβέρνηση του Μόντι δεν συμμετέχουν καν πολιτικοί. Θα πει κανείς ότι για την απομάκρυνση Μπερλουσκόνι δεν λυπήθηκε κανείς. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις πραξικοπημάτων, φασισμών και δικτατοριών στην Ευρώπη, το μέχρι τότε ενεργό πολιτικό προσωπικό είχε ήδη απαξιωθεί στα μάτια των μαζών, ώστε οι ακόμη πιο αντιδραστικές δυνάμεις να εγκαθιδρυθούν «φυσιολογικά». Και επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μόντι εξήγγειλε ότι θα επαναφέρει χαράτσια που είχε καταργήσει ακόμη και ο Μπερλουσκόνι!

Η ιταλική περίπτωση αποδεικνύει και πάλι ότι το πρόβλημα δεν το δημιουργεί το σπάταλο κράτος ή οι υψηλοί μισθοί. Ναι, το χρέος έχει αυξηθεί και έχει φτάσει τα τελευταία χρόνια στο 120% του ΑΕΠ. Όμως το πρόβλημα για τις αγορές (η λεγόμενη φερεγγυότητα του κράτους) είναι ο παρονομαστής του κλάσματος, δηλ. το ΑΕΠ, το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, αναπτύσσεται με ρυθμούς κοντά στο 1% ετησίως. Τώρα πια στην Ιταλία δεν υπάρχουν επενδύσεις και η κατανάλωση έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει. Μία από τις βασικές αιτίες δεν είναι οι υψηλοί μισθοί, αλλά ακριβώς το ανάποδο: οι αυξήσεις στο πραγματικό λαϊκό εισόδημα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, χαμηλότερες και από αυτές της Γερμανίας. Για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο τα ιταλικά νοικοκυριά έχουν αυξήσει το δανεισμό τους φτάνοντάς τον στο 45% του ΑΕΠ. Κι όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ιταλική άρχουσα τάξη απαντά στο πρόβλημα με μεγαλύτερες δόσεις του… προβλήματος, δηλ. με επιβολή προγράμματος επιπλέον λιτότητας. Όμως στην οικονομία και την πολιτική δεν λειτουργεί η ομοιοπαθητική. Όπως γνωρίζουμε καλά και από την περίπτωση της Ελλάδας, η λιτότητα θα σπρώξει την Ιταλία σε ύφεση και αυξήσει το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ.
 
«Ψωροκώσταινα»;

Η Ιταλία έχει πολύ μεγάλη και πολύ βαριά βιομηχανία όλων των ειδών. Η οικονομική και πολιτική ισχύς του ιταλικού καπιταλισμού αντανακλάται στη συμμετοχή στην ομάδα των 8 ισχυρότερων του πλανήτη, στη διαβόητη G8. Το πρόβλημα δεν είναι συνεπώς η έλλειψη παραγωγικής βάσης τα οποία ακούγονται και για την Ελλάδα (θεωρίες τύπου «δεν παράγουμε τίποτε»), αλλά είναι πολύ πιο βαθύ. Πρόκειται, όπως είπαμε και παραπάνω, για συστημική κρίση που χτυπάει τις χώρες όχι επειδή έχουν, δήθεν, στρεβλή ανάπτυξη και διαρθρωτικά προβλήματα, αλλά επειδή είναι καπιταλιστικές.

Παρεμπιπτόντως η θεωρία του «δεν παράγουμε τίποτε», «είμαστε ψωροκώσταινα», δεν ισχύουν ούτε για την Ελλάδα. Η Ελλάδα παράγει ετησίως προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 28.500 δολ. κατά κεφαλή (στοιχεία του ΔΝΤ ακόμη και το 2010), δηλ. 305 δισ. το χρόνο κατέχοντας τη 32η θέση στη λίστα των πλουσιότερων κρατών του κόσμου. Ο καταμερισμός εργασίας στον οποίο συναίνεσαν οι Έλληνες καπιταλιστές οδήγησε βέβαια σε επικέντρωση σε τομείς που η Ελλάδα είχε «συγκριτικό πλεονέκτημα», όπως λένε οι αστοί οικονομολόγοι (εννοώντας τομείς όπου οι καπιταλιστές μπορούν να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη). Τα 3/4 του προϊόντος που παράγεται στην Ελλάδα είναι αλήθεια ότι προέρχεται από τον τριτογενή τομέα, τις υπηρεσίες. Η βιομηχανική παραγωγή αποτελεί μόνο το 21% του ΑΕΠ. Είναι λίγο αυτό; Κάθε άλλο: στη Γερμανία την «καρδιά» της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, η βιομηχανική παραγωγή αποτελεί μόλις το 27% του ΑΕΠ. Στη Βρετανία το 24%. Βέβαια υπάρχει μία χώρα της ευρωζώνης που παράγει πολλά στα εργοστάσιά της, καθώς η βιομηχανική παραγωγή αποτελεί το 46% (!) του ΑΕΠ. Ποια είναι αυτή; Η Ιρλανδία. Αλλά αυτό, όπως ξέρουμε, δεν έσωσε ούτε  την ίδια από την κρίση, αλλά ούτε και τους εργαζόμενους από τις βάρβαρες πολιτικές περικοπών.

Η στροφή στις υπηρεσίες δεν ήταν ελληνική ιδιαιτερότητα. Την είχε εισάγει η Θάτσερ, η οποία περιορίζοντας τη βαριά βιομηχανία, μετέτρεψε το Λονδίνο στην καρδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη και Σημίτη κατάφεραν να μετατρέψουν την Αθήνα στον χρηματοπιστωτικό κόμβο των Βαλκανίων. Οι τράπεζες, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, τα τυχερά παιχνίδια, τα σούπερ μάρκετ, οι ασφαλιστικές εταιρείες των Βαλκανίων πέρασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στα χέρια Ελλήνων καπιταλιστών. Και το ευρώ έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επιτυχία.

Εξάλλου αν το ευρώ ήταν το κύριο μέρος του προβλήματος, τότε η κρίση θα περιοριζόταν στην ευρωζώνη. Η επαναλαμβανόμενη κρίση στην Ουγγαρία –που δεν συμμετέχει στο ευρώ– και η εκ νέου προσφυγή της δεξιάς κυβέρνησης της χώρας στο ΔΝΤ, δείχνουν ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο ευρύ και δεν περιορίζεται στο ενιαίο νόμισμα. Η ανθρώπινη τραγωδία που έχει εγκατασταθεί μόνιμα σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.α. με τις τερατώδεις πολιτικές λιτότητας, περικοπών και απολύσεων, καταδεικνύει επίσης ότι και εκτός ευρώ ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση, ακριβώς γιατί είναι καπιταλισμός.

Όμως, τώρα που ο κυκλώνας έκανε απειλητική την εμφάνισή του στα γαλλικά παράλια, είναι σαφές ότι η κρίση πλέον θα αγκαλιάσει ολόκληρη τη «γηραιά ήπειρο» χτυπώντας και τον πυρήνα της. Είναι παράλογο, συνεπώς, όλα αυτά που συμβαίνουν να αποτελούν σχέδιο του Βερολίνου (όπως ισχυρίζονται πολλοί) προκειμένου να καταστραφεί η ανταγωνιστικότητα, και συνακόλουθα ολόκληρη η οικονομία, των υπόλοιπων Ευρωπαίων, δηλ. των άμεσων συμμάχων του, αλλά και των κύριων πελατών της βιομηχανίας του.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Βρετανία: Ο υποδειγματικός αγώνας ενάντια στον poll tax - Πώς η άρνηση πληρωμής έριξε τη Θάτσερ

Η διαδήλωση της 31ης Μαρτίου 1991 στο Λονδίνο, από το BBC News
 
«Αν ο poll tax πέθανε, είναι γιατί τον σκότωσε η άρνηση πληρωμής, μια τακτική που και τα τρία μεγάλα κόμματα επέμεναν πως δεν είχε νόημα και ήταν λάθος. Η εξωκοινοβουλευτική δράση, ο εφιάλτης των πολιτικών του Γουέστμινστερ, δικαιώθηκε και καθώς ξεδιπλωνόταν εξέθεσε τους κούφιους μας ισχυρισμούς περί δημοκρατίας... αυτό το σαββατοκύριακο ο καθένας από αυτούς που δεν πλήρωσε θα πρέπει να νιώθει περήφανος για τον εαυτό του».
Observer, 1991


Του Πέτρου Τσάγκαρη

από την Εργατική Αριστερά, 27.9.11

Ο τριετής αγώνας του βρετανικού λαού ενάντια στον poll tax, τον κεφαλικό φόρο που επέβαλε η Θάτσερ το 1987, αποτέλεσε μία από κορυφαίες στιγμές του εργατικού κινήματος στη Γηραιά Αλβιόνα. Παραμένει μέχρι σήμερα υπόδειγμα αντίστασης σε ένα απολύτως καθολικό και προκλητικά άδικο ταξικό μέτρο, όπως τα χαράτσια που επιβάλλει η κυβέρνηση Παπανδρέου μέσω της ΔΕΗ και της εφορίας. Η αναδρομή στην οργάνωση της αντίστασης και στην τελική νίκη του κινήματος στη Βρετανία είναι, νομίζουμε, χρήσιμη στις προσπάθειες που κάνουμε στην Ελλάδα σήμερα.


Η δεξιά κυβέρνηση της Θάτσερ αποπειράθηκε να επιβάλει τον poll tax έχοντας πίσω της δύο σημαντικές νίκες: είχε επικρατήσει στον πόλεμο για τα Φόκλαντ με την Αργεντινή και είχε συντρίψει τον αγώνα των Βρετανών ανθρακωρύχων το 1984-85. Το νέο ταξικό χτύπημα φαινόταν ότι θα είναι περίπατος. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε μέχρι το 1987, το κύριο φορολογικό βάρος για τις δημοτικές υπηρεσίες έπεφτε στις επιχειρήσεις και στο πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού. Αντίθετα, ο poll tax επέβαλλε στον καθένα να πληρώνει το ίδιο για τις δημοτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα δηλ., από εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ. Άνεργοι, σπουδαστές, ανάπηροι, ακόμη και άστεγοι, θα έπρεπε να πληρώσουν το ίδιο με τους πολυεκατομμυριούχους και την αριστοκρατία. Το «σκεπτικό» ήταν απλό: οι φτωχοί επωφελούνται από τις δημοτικές υπηρεσίες περισσότερο από ό,τι οι πλούσιοι οι οποίοι έτσι κι αλλιώς καταφεύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες.


Σκοτία

Η απόπειρα να επιβληθεί ο φόρος ξεκίνησε από τη Σκοτία. Όμως η αντίσταση άρχισε αμέσως, με πρωτοβουλία αριστερών οργανώσεων. Οι άνθρωποι άρχισαν να δηλώνουν ότι «δεν έχουν και δεν θα πληρώσουν» το χαράτσι, ενώ ακόμη και οι δημοτικοί υπάλληλοι που θα εισέπρατταν το φόρο, προχώρησαν σε απεργίες αρνούμενοι να συνεργαστούν με την κυβέρνηση. Το 1988 οι εκδηλώσεις αντίστασης που ξεκίνησαν στο Εδιμβούργο είχαν απλωθεί σε όλη τη Σκοτία.


Ωστόσο, πολιτικοί από όλα τα κόμματα, δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί, ακόμη και τμήματα της Αριστεράς διακήρυσσαν με βεβαιότητα ότι το «δεν πληρώνω» δεν μπορεί να αποτελέσει κίνημα. Σε κάθε περίπτωση ήταν  βέβαιοι ότι η «Σιδηρά Κυρία» που συνέτριψε τους Αργεντινούς και τους ανθρακωρύχους δεν υπήρχε περίπτωση να νικηθεί από την αντίσταση στον poll tax.

Στα λόγια οι βουλευτές και τα στελέχη του –αντιπολιτευόμενου στη Θάτσερ– Εργατικού Κόμματος ήταν εναντίον του φόρου. Ωστόσο στην πράξη δεν πήραν καμία πρωτοβουλία για να στηρίξουν τον αγώνα. Το χειρότερο: επιτίθονταν στα στελέχη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος που τόλμησαν να μπουν μπροστά στο κίνημα. Ο Τόμι Σέρινταν, π.χ., επιφανές στέλεχος του κινήματος στη Σκοτία αλλά και σε ολόκληρη τη Βρετανία, διαγράφηκε από το κόμμα.


Γενίκευση

To 1988 ο κεφαλικός φόρος επιβλήθηκε στην Αγγλία και στην Ουαλία, ωστόσο το κίνημα αντίστασης άρχισε να επεκτείνεται και εκεί. Οι αριστερές οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στη Σκοτία, έκαναν το ίδιο και στην υπόλοιπη χώρα: διοργάνωναν τοπικές συγκεντρώσεις από όπου προέκυπταν τοπικές Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax. Στο τέλος του 1989, δημιουργήθηκε η «Fed», η Πανβρετανική Ομοσπονδία Ενάντια στον Poll Tax. Στο ιδρυτικό της συνέδριο συμμετείχαν πάνω από 2.000 αντιπρόσωποι από όλη τη χώρα. Επικεφαλής ήταν ο σοσιαλιστής Σέρινταν και η «Fed» έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στον αγώνα, καθώς στο ζενίθ της έφτασε να απαρτίζεται από 2.000 τοπικές Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax, από εργατικές ενώσεις και από δημοτικές παρατάξεις που μπήκαν κάτω από τη σημαία της. Τη βασική πρωτοβουλία για τη δημιουργία των επιτροπών είχε η αριστερή οργάνωση Militant, ενώ σταδιακά προσχώρησαν στο κίνημα κι άλλες αριστερές οργανώσεις.


Οι Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax ασχολήθηκαν και με το νομικό μέρος, καθώς στα δικαστήρια κλήτευσαν πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι αγωνιστές του κινήματος υπήρξαν απίστευτα εφευρετικοί στις νομικές τακτικές και μπόρεσαν να μπλοκάρουν πολλές φορές τα δικαστήρια.


Η δράση έφερε αποτελέσματα. Τα μεγάλα ΜΜΕ άρχισαν να «ανησυχούν» για το «1/10 του ενήλικου πληθυσμού της χώρας που αρνείται να πληρώσει το φόρο», ενώ στη Σκοτία η άρνηση αγκάλιαζε το 1/3 των φορολογούμενων. Τους πρώτους μήνες του 1990, το κίνημα είχε απλωθεί σχεδόν σε όλη τη Βρετανία και σε όλες τις μεγάλες πόλεις  γίνονταν τακτικά μαζικές διαδηλώσεις. Σε ολόκληρη τη χώρα ήταν πλέον συνηθισμένο φαινόμενο να βλέπεις αφισάκια κολλημένα από τη μέσα μεριά των παραθύρων των σπιτιών που έγραφαν: «No poll tax here». Ο φόβος των συνεπειών είχε σπάσει οριστικά.


Η διαδήλωση στο Λονδίνο

Στις 31 Μαρτίου του 1990 το κίνημα αντίστασης ενάντια στον poll tax έφτασε στην κορύφωσή του με τη διαδήλωση που κάλεσε η «Fed» στο Λονδίνο. Στη διαδήλωση αυτή βρήκε έκφραση όλο το συσσωρευμένο ταξικό μίσος ενάντια στη Θάτσερ και την πολιτική της. Συμμετείχαν μαζικά η άνεργη νεολαία, οι απολυμένοι, αλλά και όλοι εκείνοι οι εργαζόμενοι που είχαν νιώσει στο πετσί τους τις βάρβαρες κοινωνικές περικοπές του θατσερισμού. Η «Fed» οργάνωσε με μεγάλη επιμονή και επιμονή αυτή τη διαδήλωση. Δεν ήταν μόνον οι Λονδρέζοι: πάνω από 1.000 πούλμαν έφτασαν από όλη τη χώρα. Το απόγευμα στην πλατεία Τραφάλγκαρ, στο Γουάιτχολ και στο Γουέστιμνστερ επικρατούσε το αδιαχώρητο. Οι διαδηλωτές έφτασαν τις 250.000, το μεγαλύτερο νούμερο στην ιστορία των βρετανικών διαδηλώσεων μέχρι τότε. Στο βήμα των ομιλητών βρέθηκαν οι αριστεροί βουλευτές του Εργατικού Κόμματος, ο Τόνι Μπεν, ο Ντέιβ Νέλιστ και ο Τζορτζ Γκαλογουέι (που αρκετά χρόνια αργότερα εκλέχθηκε βουλευτής με την Αριστερά). Την ίδια ημέρα 50.000 διαδήλωναν στη Γλασκόβη και πολλές άλλες χιλιάδες σε διάφορες άλλες πόλεις.


Στο Λονδίνο, η αστυνομία ακολούθησε την παράδοση μιας δεκαετίας θατσερισμού: επιτέθηκε στη διαδήλωση απρόκλητα, με άλογα, με δακρυγόνα, με κλομπ. Τα ΜΜΕ αποπειράθηκαν τη γνωστή διαστρέβλωση της αλήθειας, κάνοντας λόγο για επιθέσεις των διαδηλωτών. Όμως η νόμιμη αυτοάμυνα των διαδηλωτών ήρθε μόνον μετά την επίθεση της αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση η συγκάλυψη ήταν δύσκολη καθώς δεκάδες χιλιάδες ήταν πλέον οι ίδιοι αυτόπτες μάρτυρες της αστυνομικής βαρβαρότητας, ενώ πολλά εκατομμύρια είδαν τις εικόνες από την τηλεόραση. Ένα χρόνο μετά η ίδια η μητροπολιτική αστυνομία έδωσε στη δημοσιότητα μια έρευνα, με την οποία παραδεχόταν δημόσια ότι οι δικές της τακτικές εκείνη την ημέρα ήταν αυτές που πυροδότησαν τις συγκρούσεις. Υπήρξαν αμέτρητοι τραυματίες, ενώ έγιναν 500 συλλήψεις κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της πορείας.


Νίκη

Ωστόσο μέσα σε μερικές εβδομάδες ήταν οι Ενώσεις Ενάντια στον Poll Tax αυτές που κυνηγούσαν τους δικαστικούς κλητήρες όταν αυτοί τολμούσαν να εμφανιστούν στις πόρτες των σπιτιών αρνητών πληρωμής. Κάθε απόπειρα φυλάκισης αρνητή πολεμήθηκε με νύχια και με δόντια από τη «Fed» η οποία διέσωσε έτσι χιλιάδες ανθρώπους. Πολλοί δημοτικοί άρχοντες μετάνιωσαν την ώρα και τη στιγμή που πήραν τα αξιώματά τους, ειδικά όταν οι ακτιβιστές του κινήματος εισέβαλλαν στα δημοτικά συμβούλια, στα γραφεία, τα ιατρεία τους, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών τους.


Η «Guardian» έγραψε πως η άρνηση πληρωμής έφθασε στο «40-50% σε μεγάλες πόλεις της χώρας» και «ακόμη υψηλότερα στο Λονδίνο». Τελικά 18 εκατομμύρια φορολογούμενοι αρνήθηκαν να πληρώσουν το φόρο. Αυτή η πλατιά άρνηση σε συνδυασμό με τις απεργίες στη Γλασκόβη, την άρνηση των δημοτικών υπαλλήλων να εισπράξουν το φόρο, αλλά και την αποφασιστική διαδήλωση της 31ης Μάρτη, οδήγησε το κίνημα στη νίκη –παρά τις «προβλέψεις» των δημοσιολόγων.


Η οριστική νίκη ήρθε στις 22 Νοεμβρίου του 1990 όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ εγκατέλειψε κλαίγοντας τον πρωθυπουργικό θώκο έπειτα από 11 φρικτά χρόνια για τους εργαζόμενους. Μόλις μερικούς μήνες αφότου ο poll tax έγινε νόμος στην Αγγλία και την Ουαλία, η μαζική εκστρατεία άρνησης πληρωμής που καθοδήγησε η «Fed» είχε ανατρέψει την πιο λαομίσητη πρωθυπουργό στην ιστορία της χώρας. Ο Τζον Μέιτζορ που διαδέχθηκε τη Θάτσερ αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ο poll tax δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, ανακοινώνοντας παράλληλα την αντικατάστασή του από δημοτικούς φόρους.


Ο poll tax αποδείχθηκε εγκληματικό λάθος για την ίδια τη Θάτσερ, επειδή ο φόρος αυτός κατάφερε να συσπειρώσει όλους τους εργαζόμενους, τους φτωχούς, τους καταπιεσμένους. Η παρέμβαση της Αριστεράς που μπόρεσε να εκφράσει πολιτικά αυτή τη συσπείρωση έπαιξε καταλυτικό ρόλο.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Παγιδευμένοι στο χρέος

Poverty, David Lester,  από http://raforum.info/spip.php?article4108&lang=fr
 
του Μήτσου Γκορίτσα

από το περιοδικό Διεθνιστική Αριστερά ,21.07.11 

 
Η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» έγραψε απαξιωτικά για τους πολιτικούς ηγέτες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντάς τους «τα παιδάκια που μας κυβερνούν». Γιατί η διεθνής οικονομία, με αιχμή την κρίση χρέους, δείχνει ολοένα και περισσότερο εκτός ελέγχου; Η όξυνση της κρίσης είναι θέμα ανικανότητας και κακής διαχείρισης ή υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι που επιτείνουν το αδιέξοδο; Και τι συνέπειες έχει αυτό για μια αριστερή απάντηση στην κρίση, με βάση τα εργατικά συμφέροντα;

Στην αρχή το ΔΝΤ αρνήθηκε να χορηγήσει την 5η δόση του δανείου των 110 δισ., αν η Ε.Ε. δεν αποφάσιζε πρώτα και νέο πακέτο δανειοδότησης προς την Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια. Η Ε.Ε. από τη μια ανέβαλλε την απόφαση και ήταν διχασμένη για το νέο δάνειο και από την άλλη, ακόμα και αν το αποφάσιζε, έθετε όρο όχι μόνο την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, αλλά και τη συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στα νέα μέτρα. Κάτω από αυτές τις πιέσεις, αλλά και κάτω από την πίεση της ογκούμενης λαϊκής αποδοκιμασίας και του κινήματος των «αγανακτισμένων», η κυβερνητική πλειοψηφία άρχισε να αποσυντίθενται, η κυβέρνηση Παπανδρέου έφτασε στα όρια της παραίτησης και μόνες πιθανές «διέξοδοι» εμφανίζονταν ο σχηματισμός κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» ή οι άμεσες εκλογές. Διεθνώς τα περιβόητα σπρεντ των ομολόγων πήραν την ανηφόρα όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της ευρωζώνης, η χρεοκοπία της Ελλάδας έδειχνε βέβαιη και η απειλή ενός φαινομένου ντόμινο –που θα έπληττε ακόμα και την οικονομία των ΗΠΑ– άρχισε να διαμορφώνεται στον ορίζοντα και να σπέρνει τον πανικό στις λεγόμενες «αγορές». Η ανησυχία ήταν τέτοια, που όχι μόνο αναλυτές και πολιτικοί εκπρόσωποι, αλλά και οι ίδιοι οι καπιταλιστές παρενέβησαν ευθέως –50 γαλλικές και γερμανικές επιχειρήσεις κολοσσοί δημοσίευσαν κείμενο με το οποίο καλούσαν σε σωτηρία του ευρώ με κάθε θυσία.

Ως εκ θαύματος, την τελευταία στιγμή ΔΝΤ και Ε.Ε. εξασφάλισαν τα χρήματα της 5ης δόσης, η θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκης Κεντρικής Τράπεζας, Τρισέ, για εθελοντική και μόνο συμμετοχή των ιδιωτών κυριάρχησε προσωρινά, το νέο δάνειο ύψους πάνω από 100 δισ. στην Ελλάδα δρομολογήθηκε και η Μέρκελ συναντήθηκε με τον Ομπάμα, όπου η «σωτηρία» της Ελλάδας επαναβεβαιώθηκε ως ζήτημα καίριας σημασίας όχι μόνο για την οικονομία της ευρωζώνης, αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και η μακρινή Κίνα έστερξε να δηλώσει διαθέσιμη για αγορά ευρωπαϊκού χρέους, για να στηρίξει την οικονομική σταθερότητα διεθνώς.

Το Μάη και τον Ιούνη του 2011, η παγκόσμια οικονομία έφτασε στα πρόθυρα μιας νέας τεράστιας κρίσης, όπως και το φθινόπωρο του 2008 όταν κατέρρευσε η Λίμαν Μπράδερς, αυτή τη φορά με πιθανό εναρκτήριο κρίκο του νέου ντόμινο την Ελλάδα. Υποτίθεται ότι ο κίνδυνος αυτός πέρασε με την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου στην ελληνική βουλή και με τη χορήγηση της 5ης δόσης. Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, νέος πανικός άρχισε να εξαπλώνεται στην ευρωζώνη και διεθνώς: Καταρχήν επειδή το σήριαλ της λεγόμενης «συμμετοχής των ιδιωτών» ξανάρχισε και το νέο δάνειο προς την Ελλάδα ξαναμπήκε σε αμφιβολία και δεύτερον και κυριότερο επειδή η κρίση χρέους άρχισε να χτυπάει οικονομίες-κολοσσούς της ευρωζώνης όπως η Ιταλία και η Ισπανία. 

Ο κίνδυνος για «φαινόμενο του ντόμινο» σε όλη την ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία είναι η προβαλλόμενη εξήγηση του πρόσφατου πανικού και των  πίσω-μπρος στην διεθνή πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης. Όμως δεν είναι επαρκής εξήγηση, όσο παραμένει αδιευκρίνιστο γιατί εμφανίζεται τώρα και πώς σχετίζεται αυτός ο κίνδυνος με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και διεθνώς.
Καταρχήν και μόνο η πιθανότητα του ντόμινο δείχνει πόσο επιφανειακές και προπαγανδιστικές είναι οι ελληνοκεντρικές εξηγήσεις της κρίσης με βάση τις ελληνικές ιδιαιτερότητες περί δήθεν «σπάταλου κράτους», «έλλειψη ανταγωνιστικότητας», «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε» και άλλα παρόμοια «επιχειρήματα». Ακόμα και ο πιο θρασύς προπαγανδιστής της καπιταλιστικής λογικής θα δυσκολευτεί να υποστηρίξει ότι κινδυνεύει να καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία, επειδή σε μια γωνιά του κόσμου, που λέγεται Ελλάδα, ο κυρ-Μήτσος λουφάρει στη δουλειά του και η κυρά-Κατίνα αγόρασε ακριβό αυτοκίνητο με δανεικά.

Προφανώς η αλληλεξάρτηση της ελληνικής κρίσης με τη διεθνή οικονομία έχει άλλες αιτίες. Για να προχωρήσουμε περαιτέρω σε αυτές, είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε καταρχήν σε τι συνίσταται ο κίνδυνος του ντόμινο. Είναι φανερό πια ότι σε περίπτωση αδυναμίας της Ελλάδας ή κάποιας άλλης χώρας να πληρώσει τους δανειστές της, θα ακολουθήσει μια αλυσίδα γεγονότων, όπου τα ομόλογα της μιας χώρας μετά την άλλη θα πάψουν να είναι αξιόπιστα και θα μετατραπούν σε σκουπιδόχαρτα, για τα οποία οι τράπεζες, που τα κατέχουν, θα χάσουν τεράστια ποσά.

Ουσιαστικά υπάρχει ο κίνδυνος το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρώπης να βρεθεί στα πρόθυρα της χρεωκοπίας και αυτό θα παρασύρει στην κρίση ακόμα και τις πιο ισχυρές χώρες της Ευρώπης, ενδεχομένως και την ίδια τη Γερμανία, με έναν μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν που οδήγησε την Ιρλανδία στην κρίση (η Ιρλανδία είχε γύρω στο 25% του ΑΕΠ χρέος και ξεπέρασε το 100% μέσα σε ελάχιστο χρόνο, επειδή διέσωσε τις χρεοκοπημένες τράπεζες της χώρας, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν πρακτικά χρεοκοπήσει, επειδή δεν μπορούσαν να εισπράξουν τα δανεικά που είχαν διοχετεύσει σε οικονομικές φούσκες που κατέρρευσαν.) Το ευρώ είναι απίθανο να αντέξει μια τέτοια αναταραχή, η ευρωζώνη θα διαλυθεί, αφού κάθε χώρα θα κινηθεί με τη λογική ο σώζων εαυτόν σωθήτω και η κρίση θα πλήξει και τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο μέσα από την έντονη αλληλεξάρτηση της διεθνούς οικονομίας και ακόμα πιο έντονα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως έγινε και το 2008 με την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς.

Όμως όχι μόνο σε περίπτωση πτώχευσης, αλλά και στην περίπτωση της λεγόμενης «επιλεκτικής χρεοκοπίας», ο κίνδυνος επέκτασης της κρίσης παραμένει. Αυτό γίνεται φανερό, αν δούμε τι κρύβεται πίσω από το σήριαλ για τη συμμετοχή των ιδιωτών στα νέα δάνεια προς την Ελλάδα και την πιθανότητα «αναδιάρθρωσης» του ελληνικού χρέους, ένα σήριαλ που όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί και μέσα στο καλοκαίρι.

Η κυβέρνηση της Γερμανίας και άλλων χωρών φλερτάρουν με την ιδέα να χάσουν οι ιδιώτες δανειστές του ελληνικού κράτους ένα μέρος των χρημάτων από το χρέος που κατέχουν, καταρχήν «για τα μάτια του κόσμου» –για να μπορούν οι κυβερνήσεις να ισχυρίζονται ότι κάποιο βάρος σηκώνουν και οι τράπεζες– και κατά δεύτερο, και ίσως κυριότερο, γιατί οι βόρειες χώρες δεν θέλουν να αυξήσουν τα δικά τους χρέη, εξαγοράζοντας αδιάκοπα τα χρέη άλλων χωρών. Ο λόγος που οι ευρωπαίοι ηγέτες ταλαντεύονται, δεν είναι απλά οι πιέσεις των τραπεζών, του Τρισέ και των λεγόμενων «οίκων αξιολόγησης». Ο κύριος λόγος είναι ότι υπάρχει όντως πραγματικό ρίσκο και φόβος για το ποιες θα είναι οι συνέπειες, αν οι τράπεζες και οι άλλοι ιδιώτες δανειστές της Ελλάδας χάσουν έστω και ένα ευρώ από μια συμφωνία «αναδιάρθρωσης».

Με μια αναδιάρθρωση οι τράπεζες θα χάσουν σήμερα ένα μέρος της αξίας των ομολόγων που κατέχουν από το ελληνικό χρέος. Όμως το ρίσκο και ο φόβος είναι ότι το πράγμα δεν θα περιοριστεί σε μια μικρή χασούρα στο παρόν. Αν αυτό γίνει για μια φορά, αυτομάτως ο κίνδυνος να χάσουν ακόμα περισσότερα και δεύτερη και τρίτη φορά στο μέλλον θα γίνει σχεδόν βεβαιότητα. Το ίδιο βεβαιότητα θα γίνει και το γεγονός ότι το «κούρεμα» των ομολόγων θα επεκταθεί αργά ή γρήγορα και στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, που βρίσκονται ήδη στη διαδικασία των μνημονίων, αλλά και σε εκείνες που ενδέχεται να αναγκαστούν να μπουν στο μέλλον. Αυτό θα είχε σαν σίγουρη συνέπεια την άνοδο των σπρεντ στο χρέος και άλλων «επικίνδυνων» χωρών της ευρωζώνης (κάτι που ήδη συμβαίνει εν μέρει) και μια διαρκή άνοδο του κινδύνου χρεοκοπιών και των προβλημάτων ρευστότητας των τραπεζών.

Έτσι μια «ελεγχόμενη» αναδιάρθρωση (ή «επιλεκτική χρεοκοπία») είναι πιθανό τελικά να αποδειχτεί όχι και τόσο ελεγχόμενη. Μια αλυσιδωτή αντίδραση, όπου οι τράπεζες θα κατέγραφαν ολοένα και περισσότερες ζημιές, ήταν (και εξακολουθεί να είναι) πιθανόν να ξεκινήσει, αν το «πουλόβερ» του χρέους άρχιζε να ξηλώνεται στην Ελλάδα, έστω και σε ένα μικρό ποσοστό «αναδιάρθρωσης» αρχικά. Το φαινόμενο ντόμινο μπορεί να είναι μικρό στην αρχή, αλλά στη συνέχεια να καταλήξει το ίδιο εκκωφαντικό και επικίνδυνο για το σύστημα όσο και μια άμεση χρεοκοπία της Ελλάδας.

Χρειάζεται μια παρένθεση, για να σημειώσουμε ότι ο κίνδυνος για μια τέτοια επίδραση ντόμινο δεν εξαφανίζεται από τη συνέχεια των δανείων προς την Ελλάδα, για να αποπληρώνονται τα παλιότερα δάνεια των τραπεζών. Ούτε είναι υποχρεωτικό ένα φαινόμενο ντόμινο να ξεκινήσει μόνο από την Ελλάδα. Αν η κρίση χρέους χτυπήσει καθοριστικά την Ισπανία ή την Ιταλία με ανεβασμένα σπρεντ, τότε μια χρεοκοπία αυτών των χωρών είναι πιθανή, αφού είναι μάλλον απίθανο για την υπόλοιπη Ε.Ε. να μπορέσει να καλύψει αυτές τις οικονομίες με τα πολλαπλάσια κεφάλαια που απαιτούνται (π.χ. το ιταλικό χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα του χρέους Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας μαζί).

Περιγράψαμε σύντομα πώς είναι πιθανόν να εξελιχτεί το φαινόμενο ντόμινο με αφορμή το χρέος στην ευρωζώνη. Όμως μόνο η περιγραφή δεν είναι αρκετή για να κατανοήσουμε το μέγεθος και τις αιτίες της κρίσης. Χρειάζεται να πάμε βαθύτερα. Καταρχήν χρειάζεται να απαντήσουμε αν το φαινόμενο ντόμινο είναι κάτι φυσικό και αναπόφευκτο στη διεθνή οικονομία. Σε αυτό πολύ λίγο διαφωτιστικές είναι οι αναλύσεις του αστικού τύπου και των αστών οικονομολόγων.

Η απάντηση είναι ότι το φαινόμενο ντόμινο δεν είναι ούτε φυσικό ούτε αναπόφευκτο. Ο καπιταλισμός είναι ένα διεθνές σύστημα και οι λεγόμενες «εθνικές» οικονομίες είναι αλληλεξαρτημένες σε παγκόσμιο επίπεδο πιο πολύ από ποτέ στην ιστορία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια χρεοκοπία ή μια οικονομική κρίση σε ένα σημείο θα βάλει φωτιά αυτομάτως σε όλο τον πλανήτη. Έχουν συμβεί και παλιότερα χρεοκοπίες, και μεγάλων επιχειρήσεων και κρατών, χωρίς αυτό να έχει τις αλυσιδωτές συνέπειες που είχε η χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς ή η απειλή χρεοκοπίας της Ελλάδας σήμερα.

Το 1998 χρεοκόπησε, δηλαδή κήρυξε στάση πληρωμών στο χρέος της η Ρωσία και λίγα χρόνια μετά ακολούθησε και η Αργεντινή και στη συνέχεια και οι δυο «κούρεψαν» τα χρέη τους στο μεγαλύτερο ποσοστό. Αυτές οι χρεοκοπίες επηρέασαν τη διεθνή οικονομία, αλλά με σχετικά ήπιο τρόπο και σίγουρα δεν οδήγησαν σε δραματική αλυσιδωτή επέκταση της κρίσης παγκόσμια. Ο λόγος μπορεί να γίνει κατανοητός με ένα παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε ότι μια τράπεζα έχει δανείσει σε δέκα πελάτες χρήματα και χρεοκοπεί ο ένας από αυτούς. Τότε αυτή η ζημιά μπορεί να απορροφηθεί πολύ εύκολα (για την ακρίβεια αυτό το ρίσκο έχει προϋπολογιστεί και έχει ενσωματωθεί στα επιτόκια δανεισμού προκαταβολικά) και η τράπεζα να συνεχίσει να είναι κερδοφόρα. Τι θα γινόταν όμως, αν χρεοκοπούσαν και οι δέκα ταυτόχρονα, ή αν (πράγμα που είναι το ίδιο) η χρεοκοπία του ενός σήμαινε ότι ο δεύτερος έχανε τα λεφτά που του χρώσταγε ο πρώτος και οδηγούνταν και αυτός σε χρεοκοπία και έτσι με αυτόν τον τρόπο οδηγούνταν στη χρεοκοπία ο ένας μετά τον άλλον όλοι οι πελάτες της τράπεζας;

Σε ακριβώς μια τέτοια κατάσταση βρίσκεται ο διεθνής καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια, μια κατάσταση που απειλεί να μετατρέψει κάθε τοπική επιδημία σε μια παγκόσμια πανδημία. Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν είναι ότι κινδυνεύουν να χαθούν τα λεφτά που χρωστάει η Ελλάδα, αλλά ότι κινδυνεύουν να χαθούν (με αφορμή την Ελλάδα ή κάποια άλλη χώρα) τα τεράστια ποσά που αποτελούν το παγκόσμιο χρέος.


Το κρατικό χρέος των χωρών του πάλαι ποτέ ανεπτυγμένου καπιταλισμού είναι κοντά στο 90% του ΑΕΠ τους κατά μέσο όρο και το ποσοστό αυτό συνεχίζει να αυξάνει. Όχι μόνο γιατί τα προγράμματα λιτότητας είναι αδιέξοδα σε περιβάλλον ασθενικής ανάπτυξης ή και ύφεσης, αλλά και γιατί η κύρια πηγή που τροφοδοτεί αυτά τα χρέη είναι το βουνό των ιδιωτικών χρεών, τα οποία είναι διπλάσια και τριπλάσια από ό,τι τα κρατικά χρέη. Ενδεικτικά σε μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, το συνολικό χρέος φτάνει το 471% του ΑΕΠ στην Ιαπωνία, το 466% στη Μεγάλη Βρετανία, το 366% στην Ισπανία, το 322% στη Γαλλία, το 315% στην Ιταλία, το 296% στις ΗΠΑ και το 286% στη Γερμανία.[1]

Η σωτηρία των τραπεζών το 2008 απαίτησε τεράστια ποσά από τα κράτη (με αποτέλεσμα την εκτίναξη των χρεών τους). Όμως τα «τοξικά» χρέη, που εξακολουθούν να κατέχουν τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, παραμένουν τεράστια και αργά ή γρήγορα είναι αναπόφευκτα νέα πακέτα διάσωσης από τα κράτη προς τον ιδιωτικό τομέα, που θα εκτινάξουν ξανά τα κρατικά χρέη και θα αυξήσουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας κρατών. Για παράδειγμα, ο μεγάλος φόβος για την Ισπανία δεν είναι το σημερινό κρατικό χρέος, που είναι μικρό, αλλά η πιθανή μελλοντική εκτίναξή του, αν οι τράπεζες κινδυνεύσουν με χρεοκοπία και το ισπανικό κράτος ακολουθήσει το δρόμο της Ιρλανδίας και αναλάβει τα χρέη τους.

Συνοψίζοντας, όλη η διεθνής οικονομία βρίσκεται υπό τον κίνδυνο της «ελλαδοποίησης», της πιθανότητας δηλαδή να χάσει τον έλεγχο και να οδηγηθεί σε μια αλματώδη άνοδο των ελλειμμάτων και του χρέους, που έχει στο τέλος του δρόμου τη χρεοκοπία, και αυτό είναι που κάνει το φαινόμενο του ντόμινο πιθανό κίνδυνο.

Το βουνό του χρέους έχει αναδειχτεί σε ένα τεράστιο βάρος για τη διεθνή οικονομία και είναι η κύρια μορφή με την οποία εκφράζεται η καπιταλιστική κρίση. Δεν πρόκειται για μια τυχαία εξέλιξη ούτε για ατύχημα. Όπως ομολογεί και ο «Economist»: «Ο δανεισμός ήταν η απάντηση σε όλα τα οικονομικά προβλήματα τα τελευταία 25 χρόνια. Τώρα το ίδιο το χρέος έχει γίνει το πρόβλημα».[2]

Ο λεγόμενος «θρίαμβος της ελεύθερης αγοράς» στηρίχτηκε σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις του «αναβολικού» του χρέους τις τελευταίες δεκαετίες, μια πολιτική ντοπαρίσματος που ακολούθησαν συνειδητά και συστηματικά οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, στην Ε.Ε. και την Ιαπωνία. Ήταν ο μόνος τρόπος να παραμείνει ψηλά η κερδοφορία και η συνεπακόλουθη επέκταση του συστήματος, μια κερδοφορία που άρχισε να υποχωρεί μετά τη δεκαετία του ’70, με την επανεμφάνιση των οικονομικών κρίσεων στο καπιταλιστικό σύστημα μεταπολεμικά.

Ο «Economist» αποκαλεί το χρέος «ναρκωτικό», δείχνοντας ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι «δόσεις» είχαν πολύ μικρότερα αποτελέσματα: η πρόσθεση νέου χρέους στην οικονομία οδηγούσε σε όλο και μικρότερη ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ. Πράγματι έτσι συνέβαινε αλλά όχι μόνο με το χρέος: είτε με δανεικά, είτε με ίδια κεφάλαια, η απόδοση των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, δηλαδή το ποσοστό κέρδους, έπεσε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, επιβεβαιώνοντας την εγγενή τάση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στον καπιταλισμό, όπως το έχει περιγράψει ο Μαρξ.

Με άλλα λόγια, το «ναρκωτικό» του συνεχώς ογκούμενου χρέους χορηγήθηκε σε ένα ήδη άρρωστο και γερασμένο σύστημα, γι’ αυτό και η «απεξάρτηση» δεν είναι καθόλου εύκολη: δεν υπάρχει επιστροφή σε μια υγιή προτεραία κατάσταση, γιατί αυτή η «υγιής» κατάσταση για το σύστημα πέρασε προ πολλού.

Το χρέος καθεαυτό δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε επώδυνη λιτότητα την κοινωνία, ούτε σε υποχρεωτική κρίση τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ΗΠΑ βρέθηκαν με ένα τεράστιο χρέος που προσέγγιζε το 130% του ΑΕΠ. Και σαν να μην έφτανε το παλιό χρέος, οι ΗΠΑ προχώρησαν μεταπολεμικά σε διάφορα σχέδια Μάρσαλ προς τις χώρες της Ευρώπης και την Ιαπωνία, που θεωρητικά θα οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερο χρέος το κράτος. Και όμως όλο αυτό το τεράστιο χρέος «εξαφανίστηκε» μέσα στην τεράστια μεταπολεμική ανάπτυξη του συστήματος, για να αρχίσει να ανεβαίνει και πάλι στην αρχή της νέας κρίσης και παρακμής του συστήματος μετά τη δεκαετία του ’70, παρόλο που θεωρητικά η κυριαρχία του Ρηγκανισμού εξασφάλιζε «λιγότερο κράτος».[3]

Η ίδια οικονομική ανάπτυξη χαρακτήριζε και τις άλλες χώρες μεταπολεμικά, γι’ αυτό άλλωστε και τα δάνεια εκείνης της εποχής δεν οδήγησαν σε υπερχρέωση ούτε τις επιχειρήσεις που γιγαντώνονταν είτε γενικότερα τις χώρες που ανασυγκροτούνταν από τα ερείπια του πολέμου. Με λίγα λόγια τα κέρδη από την αλματώδη ανάπτυξη της εποχής ήταν υπεραρκετά για να αποσβένουν το χρέος.

Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί σήμερα, γιατί ο καπιταλισμός είναι σε παρακμή και δεν είναι σε θέση να οδηγήσει την οικονομία διεθνώς σε μια οικονομική ανάπτυξη ικανή να εξαφανίσει το χρέος. Το χρέος των τελευταίων δεκαετιών –ιδιωτικό και δημόσιο– δεν είχε σαν εγγύηση μια ραγδαία αναπτυσσόμενη πραγματική οικονομία, αλλά μια ραγδαία αναπτυσσόμενη φούσκα των λεγόμενων assets (περιουσιακών στοιχείων) σε μετοχές, σε εμπορεύματα, σε ακίνητα κ.λπ. Όσο οι μετοχές και οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν, το χρέος έδειχνε εγγυημένο. Τώρα που η φούσκα έσκασε, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποσβεστεί το χρέος.

Θεωρητικά, εκτός από την οικονομική ανάπτυξη το χρέος θα μπορούσε να ελεγχθεί και με ένα γενναίο «κούρεμα» (είτε μέσα από την αύξηση του πληθωρισμού και την απαξίωσή του είτε μέσα από πολιτικές αποφάσεις των κρατών για διαγραφή μέρους του χρέους). Κάτι τέτοιο προσκρούει στην τεράστια ισχύ των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που θα χάσει πάρα πολλά από μια τέτοια εξέλιξη. Προσκρούει επίσης στην ανταγωνιστική και ιμπεριαλιστική φύση του συστήματος, που κάνει ανέφικτη μια διεθνή συμφωνία στηριγμένη στον «αλτρουισμό». Ούτε οι μεμονωμένοι καπιταλιστές ούτε τα μεμονωμένα καπιταλιστικά κράτη δεν συνηθίζουν να «θυσιάζονται για το καλό του συνόλου» και ήδη βρίσκονται σε οξείς ανταγωνισμούς για το ποιος θα πληρώσει περισσότερο την κρίση (με τους νομισματικούς πολέμους, με τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. κ.λπ.).

Όμως, για χάρη της συζήτησης, ας υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές πήγαιναν κόντρα στη φύση τους και κόντρα σε κάθε ιστορική εμπειρία και «ενώνονταν μπροστά στον κίνδυνο» τουλάχιστον σε επίπεδο Ε.Ε. (αν όχι σε παγκόσμιο επίπεδο) και κατέληγαν σε μια συμφωνία αμοιβαίας απομείωσης του χρέους, μεταφοράς βαρών στις πιο πλούσιες χώρες, μετατροπής της ευρωζώνης σε ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης και σε άλλες τέτοιες… αγγελικές και ηθικές αποφάσεις. Ακόμα και αυτό να συνέβαινε, και πάλι η κρίση της πραγματικής οικονομίας θα τους περίμενε στη γωνία με την πεσμένη κερδοφορία του κεφαλαίου (χωρίς πια το αναβολικό του άφθονου και φτηνού δανεισμού) και την απροθυμία των καπιταλιστών να κάνουν επενδύσεις.

Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε, αν το κάθε κράτος επιχειρούσε να βγει από την κρίση χρέους μεμονωμένα. Ακόμα κι αν απαλλασσόταν από το βάρος του χρέους προσωρινά, θα είχε να αντιμετωπίσει και πάλι μια θάλασσα διεθνούς οικονομικής κρίσης –καμιά χώρα δεν μπορεί, ειδικά σήμερα, να αναπτύσσεται απροβλημάτιστα, αν το διεθνές περιβάλλον είναι βυθισμένο στην κρίση.
Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν με ένα μαγικό τρόπο η διεθνής οικονομία απαλλασσόταν από το τεράστιο χρέος και το γιγαντισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα, απλά θα επέστρεφε στο στασιμοπληθωρισμό του ’70 και του ’80. Ο καπιταλισμός, για να ξεπεράσει την κρίση και να μπει σε φάση ανάπτυξης, πρέπει να μπει ταυτόχρονα σε φάση ανοδικής κερδοφορίας, γιατί η φύση του συστήματος είναι να έχει κινητήρα του το κέρδος. Και η ανοδική κερδοφορία δεν μπορεί να γίνει ούτε με κεϊνσιανά ούτε με νεοφιλελεύθερα γιατροσόφια πια. Μπορεί να γίνει μόνο με τεράστια καταστροφή κεφαλαίου, όπως αυτή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου που επέτρεψε στον καπιταλισμό τότε να ξεπεράσει την κρίση του ’30.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα λέγαμε καταρχήν ότι η κρίση δεν περιορίζεται σε κάποιες «τοπικές» αδυναμίες κάποιων χωρών, αλλά είναι κρίση του διεθνούς συστήματος, που εξακολουθεί να υποβόσκει, και «τοπικά» σε κάποιες χώρες εκδηλώνεται με πιο έντονα συμπτώματα. Πρόκειται για μια συστημική διεθνή κρίση που μπορεί να μπαλώνεται και να αντιμετωπίζονται κάπως τα συμπτώματα που είναι πιο έντονα σε κάποιες χώρες και λιγότερο σε κάποιες άλλες, αλλά που δεν μπορεί να λυθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος, τουλάχιστον όχι με βάση τα δεδομένα της στιγμής.

Η αντιμετώπιση του μεγαλύτερου συμπτώματος της κρίσης, που είναι το χρέος, ισοδυναμεί με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου. Δεν υπάρχει καμία «συνταγή» οικονομικής πολιτικής που να μπορεί να ξεπεράσει το πρόβλημα του χρέους. Το χρέος σήμερα αποτελεί μια μη αντιστρεπτή ζημιά, που πρέπει κάποιος να το πληρώσει με βαρύ τίμημα (δεν είναι καθόλου αναπόφευκτο να το πληρώνουν οι εργάτες βέβαια).

Ακριβώς εξαιτίας αυτής της οικονομικής πραγματικότητας, οι όποιες «λύσεις» είναι προσωρινές και αβέβαιες. Αυτό σημαίνει ότι οι εναλλαγές πολιτικών, οι λύσεις της τελευταίας στιγμής, η προσωρινότητα της κάθε προσπάθειας σταθεροποίησης δεν οφείλονται σε ανεπάρκειες των πολιτικών ηγετών στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς, αλλά έχουν συστημικά αίτια και θα είναι μόνιμο φαινόμενο και για το επόμενο διάστημα. Και ταυτόχρονα, τα όποια μπαλώματα της κρίσης δεν εξασφαλίζουν καμιά βεβαιότητα για τη σταθερότητά τους. Αντίθετα στηρίζονται σε ακροβασίες στην κόψη του ξυραφιού και μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε κατάρρευση των διεθνών προσπαθειών αντιμετώπισης της κρίσης και σε λογικές ο σώζων εαυτόν σωθήτω για τον κάθε εθνικό καπιταλισμό.

Συνεπώς, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά δεν μπορούν να στηρίζονται στην αντικειμενική κατεύθυνση των πραγμάτων, ούτε να ελπίζουν σε εύκολες διεξόδους από την κρίση. Αντιλήψεις όπως των «ευρωπαϊστών» του ΣΥΝ ότι ο ελληνική οικονομία –δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός– θα ξαναγυρίσει στην ανάπτυξη «αν διαπραγματευτούμε σκληρά εντός του ευρώ» ή των αντιευρωπαϊστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι αυτό θα συμβεί με τη δραχμή, είναι κεϊνσιανές αυταπάτες εκτός πραγματικότητας. Τέτοιες αντιλήψεις απλά αναπαράγουν τις αποτυχημένες συνταγές του Ανδρέα Παπανδρέου (μια πολιτική διεκδίκησης εντός της ΕΟΚ παραπλήσια των μεσογειακών προγραμμάτων οι ευρωπαϊστές, την πολιτική των υποτιμήσεων του νομίσματος των Αρσένη και Σημίτη το 1983-1985 οι αντιευρωπαϊστές), όταν προσπαθούσε να βγάλει τον ελληνικό καπιταλισμό από την κρίση του ’80.

Ούτε η ελληνική, ούτε η παγκόσμια οικονομία μπορεί να γυρίσει σε βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη, συγκρίσιμη με το παρελθόν, όσο διατηρείται ένας όλο και πιο γερασμένος καπιταλισμός που παρακμάζει και γεννάει από τη φύση του την κρίση.
Δεν υπάρχει λύση που να ωφελεί τους εργάτες και ταυτόχρονα να βγάζει τον καπιταλισμό από την κρίση και να οδηγεί την καπιταλιστική οικονομία στην κερδοφορία και την ανάπτυξη. Υπάρχει μόνο μια διέξοδος από την κρίση προς όφελος των εργατών και αυτή δεν είναι η αλλαγή πολιτικής εντός του καπιταλισμού, αλλά η αλλαγή κοινωνίας. Είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός.

Μια τέτοια προοπτική δεν οδηγεί σε καμία περίπτωση στην πολιτική αδράνειας του ΚΚΕ, που καταγγέλλει απλά το σύστημα και μαζεύει ψήφους, λες και ο σοσιαλισμός θα έρθει με ψηφοφορίες. Η προοπτική του σοσιαλισμού υπηρετείται μόνο με την πολιτική της σκληρότερης δυνατής σύγκρουσης με τον καπιταλισμό σήμερα, που κατεβάζει τις μάζες στον αγώνα κάτω από συγκεκριμένες διεκδικήσεις και με κλιμακούμενες μορφές πάλης, ώστε να εμποδίσουμε το σύστημα να διαχειρίζεται την κρίση, θυσιάζοντας τις ζωές και τις ανάγκες των εργατών.

Η πολιτική αυτή σύγκρουσης εδώ και τώρα με το σύστημα πρέπει να είναι ταξική και όχι πατριωτική, να στηρίζει τα εργατικά συμφέροντα, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο βλάπτοντας άλλες τάξεις της «πατρίδας» και κυρίως τους τραπεζίτες και γενικότερα τους καπιταλιστές. Να είναι διεθνιστική, να έχει χαρακτήρα συνεργασίας και παραδειγματισμού για τους εργάτες όλων των χωρών και όχι να ελπίζει ότι οι εργάτες της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας μπορούν να σωθούν μόνοι τους ή ότι η ταξική πολιτική είναι διαφορετική στην κάθε χώρα. Να είναι ρεαλιστική, δηλαδή να απαντάει στα διλήμματα και τα διακυβεύματα της συγκυρίας και όχι να κρύβει το κεφάλι στην άμμο. Τέλος, μια τέτοια πολιτική έχει αναγκαστικά μεταβατικό χαρακτήρα: υπερασπίζει τους εργάτες προσωρινά, χωρίς να λύνει την κρίση του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα στοχεύει στη συσπείρωση δυνάμεων για την ανατροπή του συστήματος.
Αντί για διαχειριστικές προτάσεις «παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας» και ψευτοδιλήμματα του τύπου «ευρώ ή δραχμή», βασικό στοιχείο που οφείλει να διαπερνά μια αριστερή πολιτική είναι η μαχητική διεκδίκηση να πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν την κρίση, να πληρώσουν οι καπιταλιστές και να πληρώσουν όσο σκληρά είναι αναγκαίο, όχι μόνο με φορολογία, αλλά και με δήμευση του κοινωνικού πλούτου που κατέχουν.

Στο ζήτημα του χρέους, αυτό σημαίνει πρακτικά την ανάγκη διεκδίκησης της διαγραφής του χρέους. Σε όλες τις χώρες έχουμε από τη μια πλευρά τις λεγόμενες «αγορές», δηλαδή μια χούφτα ραντιέρηδες που κερδίζουν από τους τόκους και που έχουν συσσωρεύσει ένα βουνό χρεόχαρτα στην κατοχή τους και από την άλλη την παραγωγική δύναμη και τις ανάγκες της κοινωνίας. Η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα πρέπει να είναι σαφής: να ζήσουν οι άνθρωποι και να καταστραφούν τα χρέη. Δεν θα πάθει τίποτα η κοινωνία, αν χρεοκοπήσουν οι τράπεζες ή ακόμα και κάποια ασφαλιστικά ταμεία που τζογάρουν στα ομόλογα, αρκεί να κρατικοποιηθεί πλήρως το τραπεζικό σύστημα και οι κοινωνικές παροχές των ταμείων να εξασφαλιστούν από το κράτος.

Είναι προφανές ότι η σύγκρουση αυτή με τους ραντιέρηδες πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και σε κάθε χώρα εδώ και τώρα. «Δεν θα μας δανείζουν οι αγορές, αν δεν κάνουμε λιτότητα», αυτό λέει ο Παπανδρέου, αυτό είπε και ο Μπερλουσκόνι, ανακοινώνοντας πακέτο λιτότητας 80 δισ. στις αρχές Ιουλίου, αυτό λέει ο Ομπάμα στους εργάτες του Ουισκόνσιν και των ΗΠΑ, αυτό λένε οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Ακόμα και οι χώρες που δεν έχουν υπογράψει μνημόνια τυπικά, έχουν δεσμευτεί με άτυπα μνημόνια με τις «αγορές», τα οποία διαιωνίζουν τη λιτότητα.

Είναι προφανές ότι η κοινωνική ανάγκη επιβάλλει να σπάσει αυτή η διελκυστίνδα, όπου τα κράτη παίρνουν νέα δάνεια για να αποπληρώνουν τα παλιά: Η λιτότητα πρέπει να ανατραπεί και η πληρωμή των χρεών πρέπει να παγώσει, ώστε να μην μπορούν οι δανειστές να εκβιάζουν είτε άμεσα με μνημόνια είτε έμμεσα με άνοδο των σπρεντ κ.λπ.

Προφανώς οι παραπάνω πολιτικές κατευθύνσεις είναι ενδεικτικές. Προφανώς η χάραξη μιας πολιτικής μεταβατικών διεκδικήσεων, με στόχο την υπεράσπιση των εργαζομένων και της κοινωνίας απέναντι στην κρίση και με απώτερο στόχο το σοσιαλισμό, είναι μια επίπονη προσπάθεια και φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στο ζήτημα του χρέους. Προϋποθέτει τη συγκρότηση μιας Αριστεράς μαζικής και ικανής να ηγείται των πλατιών μαζών στη σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Αλλά αυτό ξεφεύγει από το θέμα αυτού του άρθρου.


Σημειώσεις
1.http://www.economist.com/blogs/buttonwood/2010/06/indebtedness_after_financial_crisis
2.http://www.economist.com/node/16397110?story_id=16397110
3. http://www.usgovernmentspending.com/charts


Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

«Πολέμα και μην πεθάνεις από πείνα»

Poster for League for Industrial Democracy, designed by Anita Willcox during the Great Depression, showing solidarity with struggles of workers and poor in America, By photo by judy seidman, CC-BY-3.0, via Wikimedia Commons

 του Παναγιώτη Λίλλη, από τη «Διεθνιστική Αριστερά», 25.02.11


Σ’ αυτό το άρθρο αναφερόμαστε σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, το κίνημα των ανέργων στη δεκαετία του ’30, για την ακρίβεια απ’ το 1929 μέχρι το 1935. Με την ανεργία στη χώρα μας να καλπάζει –ήδη ξεπέρασε το 13,5% και τους 600 χιλ. ανθρώπους– τα μαθήματα απ’ αυτή τη μαζική πολιτική εμπειρία μπορεί να μας φανούν χρήσιμα, πολύ σύντομα.

Στις 29 Οκτωβρίου, την επονομαζόμενη «Μαύρη Τρίτη», το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είχε μια απότομη και κατακόρυφη πτώση. Τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν, το χρηματιστήριο είχε μια κίνηση-σπιράλ προς τα κάτω, που διακοπτόταν από στιγμιαίες ανόδους, μέχρι την τελική κατάρρευση του 1932. Μέσα σε τρία χρόνια οι μετοχές έχασαν το 89% της αξίας τους.
Η πτώση στο χρηματιστήριο δεν ήταν η αιτία της κρίσης, αλλά το πρώτο κτύπημα στο όργιο της κερδοσκοπίας, που είχε ανθίσει τα προηγούμενα χρόνια. Η φούσκα της πίστωσης είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα φυσικά όρια της οικονομίας.

Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Η κρίση επεκτάθηκε διεθνώς και αγκάλιασε όλο τον κόσμο. Το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε κατά 60-70%, λόγω των προστατευτικών μέτρων που έπαιρναν τα διάφορα κράτη για να αποκλείσουν τις ανταγωνιστικές δυνάμεις να διεισδύσουν στις αγορές που ήλεγχαν. Οι 11 χιλ., από τις 25 χιλ. αμερικάνικες τράπεζες, χρεοκόπησαν. Τα κέρδη των επιχειρήσεων από 10 δισ. το 1929 έπεσαν στο 1 δισ. το 1932. Ο στασιμοπληθωρισμός (το ράλι πτώσης τιμών και μισθών) οδήγησε στο μαζικό κλείσιμο εργοστασίων. Το 1933, η ανεργία  έφτασε στο 25%, με 13 εκατ. άνεργους. Αυτή τη χρονιά υπήρχαν επίσης 2 εκατ. άστεγοι και περίπου 35 εκατ. Αμερικανοί πολίτες (απ’ τα 130 εκατ. πληθυσμό), ζούσαν χωρίς σταθερό μισθό.
 
Οι επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των εργαζομένων ήταν δραματικές. Μια ζωή οργανωμένη γύρω απ’ τη δουλειά και την οικογένεια διαλύθηκε. Το φαινόμενο του υποσιτισμού των παιδιών των ανέργων πήρε μαζικές διαστάσεις. Το 1931 καταγράφηκαν ακόμη και περιπτώσεις πείνας στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Οι αρρώστιες εξαπλώθηκαν με την επιστροφή των παλιών επιδημιών. Τα ποσοστά γάμων και γεννήσεων έπεσαν θεαματικά. Οι χωρισμοί των ζευγαριών και οι αυτοκτονίες εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Οι νέοι άντρες και οι νέες γυναίκες αρκεί εγκατέλειπαν μαζικά τις οικογενειακές τους εστίες και μετατρέπονταν σε περιπλανώμενους της υπαίθρου και των μεγάλων πόλεων[1].

Η κυβέρνηση του Χούβερ όχι μόνο δεν μπόρεσε να προλάβει τα γεγονότα, αλλά ούτε να τα προβλέψει. Ο αμερικάνος πρόεδρος λίγες μέρες πριν τη «Μαύρη Τρίτη» δήλωνε: «Σήμερα στην Αμερική βρισκόμαστε πιο κοντά στο να πετύχουμε την ολοκληρωτική νίκη έναντι της φτώχειας από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία οποιασδήποτε χώρας». Αλλά και μετά το ξέσπασμα της κρίσης δεν προσπάθησε να προωθήσει κάποια πρακτική πολιτική λύση. Ο αμερικάνος πρόεδρος συνήθιζε να λέει ότι για τη φτώχεια και την ανεργία αρκούσε η φιλανθρωπία στο κοινοτικό επίπεδο και δεν χρειαζόταν κάποια κρατική παρέμβαση.

Όμως οι ιδέες του Χούβερ δεν ήταν μια προσωπική ιδιομορφία ή εξαίρεση. Για την κοινή γνώμη του αμερικάνικου κατεστημένου «οι φτωχοί ήταν άξιοι της μοίρας τους»[2]. Ο Κάλβιν Κούλιτζ, προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, σχολίαζε εκείνα τα χρόνια για την ανεργία με μια σοφία εφάμιλλη του Ρήγκαν και του Μπους: «Όταν ολοένα περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, τότε εμφανίζεται ανεργία». Ο δε Χένρι Φορντ, ο Πάπας της αμερικάνικης βιομηχανίας, δήλωνε το 1931: «Η κρίση οφείλεται στο ότι ο μέσος άνθρωπος αρνείται να εργαστεί ευσυνείδητα… υπάρχει πολλή δουλειά… αρκεί οι εργάτες να θέλουν να δουλέψουν…». Λίγες βδομάδες αργότερα απέλυε 75.000 εργάτες[3].

Ο Χούβερ όμως έθαψε εντελώς το πολιτικό του μέλλον, όταν διέταξε το στρατό (ούτε καν την αστυνομία) να χτυπήσει βετεράνους του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι βετεράνοι διαδήλωναν με τις οικογένειές τους στην Ουάσιγκτον για να πληρωθούν «πατριωτικά επιδόματα» που τους είχαν υποσχεθεί μετά τη λήξη του πολέμου. Την επιχείρηση καταστολής ανέλαβαν να υλοποιήσουν αξιωματικοί που αργότερα έγιναν διάσημοι στρατηγοί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Μακ Άρθρουρ, Αϊζενχάουερ, Πάτον. Από τότε άρχισαν να μαζεύουν παράσημα ανδρείας και να χτίζουν τη στρατιωτική τους καριέρα.

Στις προεδρικές εκλογές του 1932, νικητής με θριαμβευτικό τρόπο αναδείχτηκε ο Φράνγκλιν Ντελεάνο Ρούσβελτ, που επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν ο «μικρός άνθρωπος»…

Από τη διαμαρτυρία, στο ριζοσπαστισμό 

Αυτή η νέα μαζική κοινωνική εμπειρία της φτώχειας και της ανεργίας σκόρπισε την παλιά κυρίαρχη ιδεολογία, που έπνιγε στις ενοχές και τη ντροπή τους φτωχούς και τους άνεργους και τους έσπρωχνε στην απομόνωση και τη μοιρολατρία. Αυτή τη φορά τα ερωτήματα «γιατί» και «ποιος φταίει» έψαχναν άλλες απαντήσεις και τις έβρισκαν έξω από τον κόσμο του «αμερικάνικου ονείρου».

Οι πρώτες εκδηλώσεις της αλλαγής στη συνείδηση των φτωχών και των ανέργων ήταν οι λεηλασίες τροφίμων. Ομάδες των 30-40 μελών λεηλατούσαν αποθήκες τροφίμων, αλλά οι ιδιοκτήτες των αποθηκών απέφευγαν να καταγγείλουν τα γεγονότα, για να μη δημοσιοποιηθούν σε όλη τη χώρα. Το 1930, πάνω από 1.000 άνδρες, που περίμεναν στην ουρά για συσσίτιο (bread line) του Στρατού της Σωτηρίας, επιτέθηκαν σε δύο φορτηγά, που μετέφεραν τρόφιμα και γλυκά σε ένα ξενοδοχείο… Ήταν η πιο αυθόρμητη, μαζική και δημόσια λεηλασία που είχε γίνει μέχρι τότε.

Το πνεύμα εξέγερσης εξαπλωνόταν συνέχεια. Οι πριν λίγο απελπισμένοι άνθρωποι δεν περίμεναν πια να τους βοηθήσει η κυβέρνηση, αλλά βοηθούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους, δρώντας άμεσα. Να ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό των καιρών: «…Η Μόλι Τζάκσον μπήκε στο τοπικό παντοπωλείο, ζήτησε ένα σακί αλεύρι… γέμισε μια σακούλα με ζάχαρη… και είπε στον παντοπώλη: “Θα σε δω σε 90 μέρες. Έχω να ταΐσω κάμποσα παιδιά… Μη φοβάσαι, θα σε πληρώσω”. Κι όταν εκείνος διαμαρτυρήθηκε, η Μόλι έβγαλε το πιστόλι της και είπε: “Μάρτιν, αν προσπαθήσεις να μου πάρεις πίσω το  φαΐ, ορκίζομαι ότι θα αδειάσω το πιστόλι μου πάνω σου, ακόμα και αν πρόκειται να με εκτελέσουν αύριο το πρωί”…»[4].

Μετά τις λεηλασίες, οι ανταλλαγές προϊόντων ήταν επίσης μια εναλλακτική πρακτική επιβίωσης, ιδιαίτερα σε περιοχές με αγροτικές εργασίες. Τα διάφορα δίκτυα αλληλεγγύης μεταξύ των φτωχών (και όχι φιλανθρωπία της «καλής κοινωνίας» προς τους «πάσχοντες και ανάγκη έχοντες») κέρδιζαν συνέχεια έδαφος. Το 1933 όμως, όταν η κρίση έφτασε στο κορυφαίο σημείο της, ο δρόμος για την επιβίωση έπρεπε να περάσει σε μορφές δράσης πιο οργανωμένες και πολιτικές.

Ακτιβισμός και αιτήματα

Οι διαδηλώσεις των ανέργων και των φτωχών, ακόμη και στο πρώτο τους στάδιο το χαοτικό και αυθόρμητο, ήταν έντονα πολιτικές. Κυριαρχούσαν τα συνθήματα: «Πολέμα και μην πεθάνεις από πείνα», «Δουλειά ή μισθούς». Και όσο σταθεροποιούνταν πολιτικά οι διαδηλώσεις, έπαιρναν όλο  και περισσότερο χαρακτήρα ανταρσίας και κατευθύνονταν στα δημαρχεία των πόλεων, απαιτώντας τρόφιμα, επιδόματα και δουλειές. Ακόμα και όταν η αστυνομία διέλυε εύκολα τις «διαδηλώσεις της πείνας», οι δήμαρχοι και η κατώτερη κρατική γραφειοκρατία δεν μπορούσαν να αγνοήσουν το πρόβλημα και αργά ή γρήγορα υπέκυπταν στις πιέσεις των δημοτών τους.

Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη έπαιξε η παρέμβαση των αριστερών οργανώσεων, αλλά ιδιαίτερα ο ακτιβισμός της βάσης του Κομουνιστικού Κόμματος, που συσπείρωνε εξάλλου την πλειοψηφία της εργατικής πρωτοπορίας. Τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚ είχαν διαπαιδαγωγηθεί όλα αυτά τα χρόνια στις σκληρότερες συνθήκες της ταξικής πάλης (συγκρούσεις με την αστυνομία, τους φασίστες και τους μπράβους των βιομηχάνων, φυλακές και βασανιστήρια, δουλειά στην παρανομία, διωγμοί των αριστερών συνδικαλιστών από τη γραφειοκρατία, ρατσιστική βία και εθνοτικοί διαχωρισμοί, κτίσιμο σωματείων σε χώρους που ο συνδικαλισμός ήταν παράνομος κ.λπ.). Αυτή ήταν η δύναμη που σε τοπικό επίπεδο ξεπέρασε τα φράγματα της σταλινικής σεχταριστικής πολιτικής της ηγεσίας του κόμματος.

Παράλληλα, στο επίπεδο των διεκδικήσεων, το κίνημα προχωρούσε από τα άμεσα στα μεταβατικά αιτήματα. Σ’ αυτό τον τομέα, η συμβολή της τροτσκιστικής Αριστεράς στις ζυμώσεις και τα ξεκαθαρίσματα ήταν η πιο σοβαρή[5]. Από τα τρόφιμα (ιδιαίτερα το απλό και ταπεινό «γάλα για τα παιδιά») στο πέρασμα για τη χορήγηση επιδομάτων ήταν εύκολο. Από κει  και πέρα όμως, κάθε νέο προχώρημα έπρεπε να περάσει από τη δοκιμασία μεγάλων αντιπαραθέσεων. Από τα γενικά επιδόματα (που είχαν άρωμα φιλανθρωπίας) μέχρι το επίδομα ανεργίας που ήταν ταξική απαίτηση και από κει μέχρι το «δουλειά ή μισθοί», κάθε βήμα αντιστοιχούσε σε ανάλογα πολιτικά ανεβάσματα.
Έτσι η προπαγάνδα για το σοσιαλισμό έβγαινε σαν το αποτέλεσμα της κρίσης και του αδιεξόδου του καπιταλισμού. Αφού αυτή η κοινωνία δεν μπορεί να προσφέρει στα μέλη της δουλειά για μια αξιοπρεπή ζωή, τότε γιατί δεν την αλλάζουμε;  Εκείνη την εποχή αυτό το συμπέρασμα και ερώτημα μαζί δεν απασχολούσε μόνο τους στρατευμένους επαναστάτες, αλλά όλο και περισσότερους ακτιβιστές.

Στις 6 Μαρτίου το 1930, στα πλαίσια της παγκόσμιας μέρας κατά της ανεργίας και ενώ η ανεργία δεν είχε ακόμη ξεπεράσει το 9%, το ΚΚ οργάνωσε διαδηλώσεις σ’ όλη τη χώρα. Για το κόμμα, η ανεργία ήταν ο «βασικός κρίκος της αλυσίδας» για να συγκεντρώσει γύρω του πλατιές μάζες και να τις ριζοσπαστικοποιήσει. Εκείνη τη μέρα μαζεύτηκαν στη Νέα Υόρκη  100 χιλ. διαδηλωτές και παναμερικανικά πάνω από 500 χιλ. Ήταν μια απρόσμενη επιτυχία ακόμη και για τους ίδιους τους οργανωτές.

Τίποτα όμως δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη συγκεκριμένη τοπική δουλειά οργάνωσης και αντίστασης στις εργατικές συνοικίες. Στην κορυφαία της στιγμή η μαζική διαμαρτυρία έφτασε με τις κινητοποιήσεις ενάντια στις εξώσεις. Το 1931, το κίνημα των ανέργων είχε ακυρώσει 75χιλ. εξώσεις μόνο στην περιοχή της Νέας Υόρκης.

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε, σε γενικές γραμμές και ελεύθερη μετάφραση, την εμπειρία των ακτιβιστών και ακτιβιστριών του ΚΚ ΗΠΑ:

«…Και λοιπόν τι θα κάναμε για όλα αυτά; Πώς μπορούσε μια μικροκαμωμένη γυναίκα να αλλάξει τον κόσμο; Θα σας το πω. Είναι μια καλή ιστορία, γιατί εκείνες τις μέρες ξεκινήσαμε τη δράση μας. Συγκροτήσαμε τα Συμβούλια Ανέργων… Ανοίξαμε ένα γραφείο στο κέντρο της γειτονιάς. Πηγαίναμε το πρωί, κάναμε καφέ και ετοιμαζόμασταν… Ξαφνικά όλο και κάποιος άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο γραφείο. Ακολουθούσε λίγο-πολύ η ίδια συζήτηση:  “Καλημέρα. Ποιος είστε; Μόλις έχω απολυθεί”. Και τότε ξεσπούσαμε σε κραυγές: “Ζήτω, ακόμη ένας απολύθηκε. Θαυμάσια!” Ο άνθρωπος μας κοιτούσε κατάπληκτος και μας έπαιρνε για τρελές. Απόλυση γι’ αυτόν σήμαινε όχι μισθό, όχι λεφτά για νοίκι, πουθενά μέρος για να κοιμηθεί, τίποτα για να φάει… Του εξηγούσαμε αμέσως ότι για μας σήμαινε ακόμη έναν σύντροφο για να μοιράζει προκηρύξεις… Έτσι προσπαθούσαμε να αλλάξουμε την ψυχολογία του, που είχε καταρρεύσει, και να μετατρέψουμε τη δυστυχία του σε δράση… Είχαμε πάρει την απόφαση ότι θα ελέγχαμε τις ζωές μας. Είχαμε πάψει να είμαστε τα θύματα… Κανένας μόνος του… Όλοι μαζί μπορούσαμε να νικήσουμε…»[6].

Αλλά αν η προηγούμενη μαρτυρία αφορούσε τη «δουλειά γραφείου», η επαναστατική αγκιτάτσια γινόταν φοβερό όπλο τη στιγμή της έξωσης:

«…Στο μεταξύ βγαίναμε στο μπαλκόνι και φωνάζαμε στο πλήθος που μαζευόταν από κάτω, στο δρόμο: “Γείτονες, αδέλφια εργάτες. Είμαστε γυναίκες άνεργων εργατών και η αστυνομία μας κάνει έξωση. Σήμερα κάνουν έξωση σ’ εμάς, αύριο θα είναι η σειρά σας. Ό,τι θα συμβεί σ’ εμάς, θα συμβεί και σ’ εσάς. Δεν έχουμε δουλειά. Δεν έχουμε φαγητό. Τα νοίκια είναι πολύ ψηλά. Έχει έρθει η αστυνομία για να μας πετάξει έξω. Θα το επιτρέψετε;” Το κλασικό μοτίβο στη συνέχεια ήταν το εξής: σε λίγη ώρα ο δρόμος γέμιζε όχι μόνο με περίεργους, αλλά με άνεργους και εργαζόμενους της συνοικίας, που ήταν εξαγριωμένοι και είχαν απειλητική διάθεση απέναντι στην αστυνομία και στους φορτοεκφορτωτές. Ήδη στο σπίτι επάνω διεξαγόταν μια άγρια και άνιση σωματική πάλη. Απ’ τη μια οι άνθρωποι της εταιρείας μεταφορών τραβούσαν τα έπιπλα και απ’ την άλλη οι γυναίκες τα κρατούσαν με πείσμα. Όταν τελικά οι φορτοεκφορτωτές έβγαζαν τα έπιπλα στο δρόμο, κάνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, έφευγαν τρέχοντας. Σε λίγο, δεκάδες και εκατοντάδες χέρια μετέφεραν ξανά τα έπιπλα πάνω στο σπίτι και στη θέση που ήταν προηγουμένως, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα…»[7].

Να ακόμη ένα παράδειγμα άμεσης δράσης από τοπικούς οργανωτές του κόμματος στο Σικάγο:

«…Μιλούσαμε απλά και εξηγούσαμε την πλατφόρμα, τα αιτήματα και τις δράσεις του Συμβουλίου Ανέργων… φτάνοντας στο τέλος είπαμε : “Υπάρχει καμιά ερώτηση;”… Ξαφνικά ένας γέρος μαύρος άντρας σηκώθηκε και ρώτησε: “Τι θα κάνετε για τη μαύρη οικογένεια που της έκαναν έξωση σήμερα; Είναι έξω στο δρόμο με τα έπιπλά τους…”. Ο πρόεδρος κι εγώ απαντήσαμε σχεδόν αμέσως: “Πολύ απλό! Σταματάμε εδώ τη συζήτηση, πάμε και ξαναβάζουμε τα έπιπλα πίσω στο σπίτι… Και μετά συνεχίζουμε…”. Έτσι και έγινε… Πήγαμε, μεταφέραμε τα έπιπλα και τα ξαναβάλαμε στη θέση τους, όπως ήταν πριν. Μετά ξαναγυρίσαμε στην αίθουσα που είχαμε τη συνάντηση. Αυτή τη φορά η αίθουσα ξεχείλιζε από κόσμο»[8].

Δύο ήταν τα άμεσα αποτελέσματα της τοπικής δουλειάς του κόμματος στο μέτωπο της ανεργίας. Καταρχήν η μάζα των ανέργων στράφηκε αριστερά και αποτέλεσε μια πολύτιμη συμμαχία στους συνδικαλιστικούς αγώνες των επόμενων χρόνων. Και ύστερα το ΚΚ γνώρισε μια πρωτοφανή ανάπτυξη της οργανωμένης δύναμής του. Από 7.000 μέλη στα τέλη της δεκαετίας του ’20, έφτασε στα 75.000 μέλη στα μέσα της δεκαετίας του ’30.

Η κρίσιμη χρονιά του 1934

Το 1933 η ανεργία υποχώρησε λίγο (απ’ το 25% έπεσε στο 21,5%). Αυτή η μικρή ανάσα έδωσε στο εργατικό κίνημα την ευκαιρία να περάσει στην αντεπίθεση του 1934. Είχαν ήδη περάσει 15 χρόνια από την τελευταία μεγάλη ταξική αναμέτρηση του 1919. Σε τρεις μεγάλες απεργιακές μάχες (αυτοκινητοβιομηχανία του Τολέδο, οδηγοί φορτηγών της Μινεάπολης και «εργάτες του νερού» στη Δυτική Ακτή-Σαν Φρανσίσκο) αναμετρήθηκαν συνδικάτα της βάσης με τα καπιταλιστικά μονοπώλια και νίκησαν. Και στις τρεις περιπτώσεις οι απεργίες είχαν πολιτική ηγεσία κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς. Στο Τολέδο ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα που καθοδηγούσε την απεργία, στη Μινεάπολη ο τροτσκιστικός Κομμουνιστικός Σύνδεσμος και στο Σαν Φρανσίσκο το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Οι μάχες αυτές ξέφυγαν απ’ το στενό τοπικό χαρακτήρα τους και έγιναν κέντρο της προσοχής όλης της χώρας. Πρώτος λόγος γι’ αυτό ήταν τα αιτήματα των απεργών: αναγνώριση των συνδικάτων, αυξήσεις μισθών και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Ήταν αιτήματα που αγκάλιαζαν όλη την εργατική τάξη, ξεκόβοντας από την παλιά συνδικαλιστική παράδοση των στενών συντεχνιακών διεκδικήσεων. Δεύτερος λόγος ήταν η σκληρότητα της αναμέτρησης. Οι επιχειρηματίες, αφού απέτυχαν να μπλοκάρουν το ξέσπασμα των απεργιών με διάφορα «εργοδοτικά σωματεία», προσπάθησαν στη συνέχεια να τις διαλύσουν με απεργοσπάστες υπό την προστασία ιδιωτικής αστυνομίας και της Εθνικής Φρουράς. Στις συγκρούσεις που επακολούθησαν, οι απεργιακές φρουρές (από εργαζόμενους και άνεργους) δεν διαλύθηκαν, παρά τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς αγωνιστών…
Μετά από μήνες απεργιών, οι επιχειρηματίες και η κυβέρνηση αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Πέρα από τις επιμέρους συνδικαλιστικές συμφωνίες, η κυβέρνηση του Ρούσβελτ αναγκάστηκε να ψηφίσει, το 1935, τον πρώτο νόμο κοινωνικής ασφάλισης που συμπλήρωσε και με ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων, προσφέροντας δουλειά σε εκατομμύρια άνεργους[9]. Αλλά αν αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των απεργιακών μαχών, η πιο σοβαρή επίπτωση ήταν η ραγδαία εξάπλωση του συνδικαλισμού και η συγκρότηση της CIO (Κογκρέσο Βιομηχανικών Συνδικάτων).

Σ ’αυτές τις μεγάλες ταξικές μάχες το αποτέλεσμα κρίθηκε από κάποιες στρατηγικές προϋποθέσεις:

1. Από την ενότητα ανέργων και εργαζόμενων. Το κίνημα των ανέργων μεταμόρφωσε τους ανέργους από μια άβουλη μάζα, που τροφοδοτούσε τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς, σε μαχητική δύναμη κρούσης ενάντια στη βία των ιδιωτικών και πολιτειακών αστυνομιών και της εθνοφρουράς. Και στις τρεις μάχες που αναφερόμαστε, οι άνεργοι ήταν στην πρώτη γραμμή άμυνας των απεργών.
2. Από το σπάσιμο των φυλετικών διαχωρισμών, που τη δεκαετία του ’20 ήταν το βασικό εργαλείο της αντίδρασης ενάντια σε κάθε κίνημα. Αυτή τη φορά, ακόμη και συντηρητικοί συνδικαλιστές κατάλαβαν ότι, για να νικήσουν οι απεργίες, οι λευκοί εργάτες είχαν ανάγκη το «μαύρο αδελφό».
3. Η πρωτοβουλία για τις απεργίες είχε αφετηρία τη βάση των συνδικάτων στους χώρους δουλειάς και όχι την υψηλή ιεραρχία των συντεχνιακών συνδικάτων της AFL. Οι τοπικές ηγεσίες των συνδικάτων δεν βρίσκονταν μόνο κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο των μελών τους, αλλά και των εργατικών κοινοτήτων (με τις οικογένειες τους, τους ανέργους και τα πληβειακά μεσοστρώματα της περιοχής) γύρω από τα εργοστάσια.

Επίλογος

Το 1935, η κοινωνική νομοθεσία της κυβέρνησης του Ρούσβελτ σημάδεψε το τέλος του πρώτου κύκλου του κινήματος των ανέργων. Η κυρίαρχη μυθολογία θέλει να μας λέει ότι η ευαισθησία του προέδρου ήταν που έκρινε αυτές τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στον καιρό της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης… Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική. Η αλήθεια ήταν ότι η νέα πολιτική πραγματικότητα, οι νέοι συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν μέσα απ’ την ταξική πάλη της πρώτης περιόδου της κρίσης (1929-1935), απέδειξαν ότι και σε περίοδο κρίσης, σαν και αυτή που περνάμε σήμερα, το εργατικό κίνημα έχει και μπορεί να επιβάλλει λύσεις στα προβλήματα της φτώχειας και της ανεργίας. Και αυτό έγινε δυνατό γιατί οι ιδέες, που καθοδηγούσαν το κίνημα, ήταν οι ιδέες της ριζοσπαστικής Αριστεράς.


Σημειώσεις
1. F.F.Piven, R.Cloward, «Poor peoples’ movements», 1977.
2. Alberto Alesina, Edward L. Claeser, «Η καταπολέμηση της φτώχειας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη», 2009.
3. Χάουαρντ Ζιν, «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ», εκδόσεις Αιώρα, 2009.
4. Χάουαρντ Ζιν, «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ», εκδόσεις Αιώρα, 2009.                               
5. Albert Weisbord, «A concrete program for the uneployed», 1930.
6. Rose Cherin, «Organising the uneployed in the Bronx in the 1930s», 1949.
7. Rose Cherin, «Organising the uneployed in the Bronx in thw 1930s», 1949.
8. F.F.Piven, R.Cloward, «Poor peoples movements», 1977.
9. Danny Lucia, «The uneployed movement of the 1930s», ISR, 2010.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

ΣΥΡΙΖΑ-ΜΑΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΚΚΕ: Μπορεί να γίνει της Πορτογαλίας;



Του Αντώνη Νταβανέλλου

Το «σπάσιμο των πάγων» μεταξύ του ΚΚ Πορτογαλίας και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που συγκροτείται στο Μπλόκο, είναι ένα μεγάλο γεγονός. Ανοίγει δρόμους για την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη.
 
Η Αλ. Παπαρήγα έσπευσε να αποκηρύξει το γεγονός στα μάτια των οπαδών του ΚΚΕ, συγκρίνοντάς το ευθέως με τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ το 1989. Μόνο που η σύγκριση είναι ανιστόρητη: Τότε η ηγεσία του ΚΚΕ στράφηκε προς τα δεξιά (αρχίζοντας από τη συμμαχία με την ΕΑΡ του Λ. Κύρκου), υιοθέτησε μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση που έφτασε στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ (Τζανετάκης) και αργότερα στη συγκυβέρνηση και με τη ΝΔ και με το ΠΑΣΟΚ (οικουμενική). Δεν μπορεί να γίνει καμιά σύγκριση ανάμεσα σε αυτού του τύπου τις συμμαχίες και τις σχέσεις που (υποχρεώνεται να) εγκαινιάζει το ΚΚΠ με το Μπλόκο. Στο Μπλόκο συμμετέχουν με αποφασιστικό ρόλο «ιστορικές» δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς: οι τροτσκιστές του πορτογαλικού τμήματος της 4ης Διεθνούς και οι μαοϊκοί της παλαιάς Λαϊκής Δημοκρατικής Ενότητας που, μαζί με τους αποχωρήσαντες-διαγραμμένους του ΚΚΠ, συγκρότησαν το Μπλόκο. Πρόκειται για οργανώσεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα επαναστατικά γεγονότα του ’70, που μπήκαν στις φυλακές, που –παρά τις μεταλλάξεις τους– κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στον πολιτικό χάρτη τοποθετούνται στα αριστερά του ΚΚ Πορτογαλίας.
 
Η συνεργασία μεταξύ του ΚΚΠ και του Μπλόκο υπαγορεύεται από πολιτικές πιέσεις: από την ανάγκη να απαντηθεί πολιτικά η αναγκαστική «ένταξη» της Πορτογαλίας στις μνημονιακού τύπου δαγκάνες της ΕΕ και του ΔΝΤ. Επίσης από την «ελληνική εμπειρία», όπου, παρά  τους σημαντικούς αγώνες του κόσμου και παρά τη διατήρηση σημαντικών δυνάμεων από την Αριστερά, δεν έχει μέχρι σήμερα γίνει κατορθωτό να δοθούν οι αναγκαίες πολιτικές απαντήσεις στον ΓΑΠ, στο μνημόνιο, στην ΕΕ και στο ΔΝΤ.  

Οι εξελίξεις στην Πορτογαλία θέτουν ευθέως το ερώτημα και εδώ. Γιατί δεν προχωράει μια διαδικασία πολιτικού μετώπου της Αριστεράς, που θα μπορούσε να αποτελέσει τον κορμό για ένα πλατύτερο και πιο αποτελεσματικό ενιαίο κοινωνικό μέτωπο αντίστασης; Εκτιμώντας ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου της Αριστεράς θα ήθελε μια τέτοια εξέλιξη, θεωρούμε ότι η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στις βασικές πολιτικές αδυναμίες κάθε πτέρυγας της Αριστεράς.

Όμως οι εξελίξεις και εδώ –το βάρος της χρεοκοπίας και του νέου μνημονίου– θα ανοίξουν αντικειμενικά την ανάλογη συζήτηση.

ΚΚΕ: Παθητική αδράνεια
Η Αλέκα Παπαρήγα στο Σύνταγμα τάχθηκε, σωστά, υπέρ του «να φύγει μια ώρα γρηγορότερα η κυβέρνηση», συμπληρώνοντας, επίσης σωστά, ότι «δεν μεταθέτουμε τη λύση στο φαύλο κύκλο της εναλλαγής».

Αυτές οι δηλώσεις δημιουργούν πολιτικές υποχρεώσεις και ευθύνες που η ηγεσία του ΚΚΕ –παρότι ηγείται της μεγαλύτερης οργανωμένης δύναμης της Αριστεράς– δεν αναλαμβάνει: Τι πολιτικές πρωτοβουλίες χρειάζονται, για να φύγει «μια ώρα γρηγορότερα» η κυβέρνηση ΓΑΠ; Τι πολιτικές πρωτοβουλίες χρειάζονται, για να εμπιστευτεί ο κόσμος λύσεις έξω από το «φαύλο κύκλο της εναλλαγής»; Σε αυτά τα ερωτήματα το ΚΚΕ εξακολουθεί να μη δίνει απαντήσεις.

Η γραμματέας του ΚΚΕ πέταξε αυτό το μπαλάκι στον ίδιο τον κόσμο: «Ο λαός να μετρήσει το μπόι του, να αντεπιτεθεί και να τους νικήσει κατά κράτος»… Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αλ. Παπαρήγα εκτόξευσε αυτό το κάλεσμα με έμφαση στις εκλογές («ο λαός να προσέξει πώς αξιοποιεί το όπλο της ψήφου»). Όμως και στο πεδίο του μαζικού κινήματος τι κάνει το ΚΚΕ ως προς τις υποχρεώσεις αυτής της «αντεπίθεσης»; Σε κάποιους κλάδους το ΠΑΜΕ αποτελεί πραγματικά τη ραχοκοκαλιά της αντίστασης. Σε άλλους, όμως, παρόλο που ελέγχει αποκλειστικά τα σωματεία και παρά τις άγριες επιθέσεις των «αναδιαρθρώσεων», επικρατεί σιγή αντιστάσεων. Είναι σαφές ότι και στο πεδίο της πραγματικής οργάνωσης των αγώνων του κόσμου, το ζήτημα της ενότητας στη δράση των δυνάμεων της Αριστεράς έχει αποφασιστική σημασία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι και στο ζήτημα αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ έχει κάνει κάποια βήματα. Δεν είμαστε στην εποχή των παγετώνων, όπου η Αλέκα Παπαρήγα –έξω από το Μαξίμου– κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων». Το ΚΚΕ πήρε μέρος στην υπεράσπιση των 300 μεταναστών-απεργών πείνας. Στο Σύνταγμα η Αλ. Παπαρήγα επιτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πιο «πολιτικά» («αναγορεύουν σε κίνημα την κουκούλα ή το γιαούρτι ή θεωρούν ότι όλη η Ελλάδα πρέπει να γίνει Κερατέα…»).
Τα βήματα αυτά δεν είναι αρκετά. Η συζήτηση για την τακτική και τη στρατηγική της αντίστασης πρέπει να ανοίξει ανάμεσα σε όλους και όλες και αυτή η προσπάθεια πρέπει να περιλαμβάνει και τη βάση και την ηγεσία του ΚΚΕ.

ΣΥΝ: Ώρα αποφάσεων 
Το «όχημα» για την ενότητα δράσης της Αριστεράς θα έπρεπε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που ιδρύθηκε έγκαιρα και για μεγάλο διάστημα είχε σημαντική δυναμική. Όμως αυτή η δυνατότητα περιορίστηκε από τις στρατηγικές και πολιτικές αδυναμίες της ηγεσίας του ΣΥΝ, που οδήγησαν το εγχείρημα στην κρίση των περιφερειακών εκλογών και στη σημερινή στασιμότητα.

Για παράδειγμα, απατώντας στον «οδικό χάρτη» του ΓΑΠ, το γραφείο τύπου του ΣΥΝ δήλωσε ότι «η διέξοδος από την κρίση περνά μέσα από την αναδιαπραγμάτευση του χρέους, διαγραφή μέρους του και τον απευθείας δανεισμό της χώρας από την ΕΚΤ…» («Αυγή» 19/4). Πώς είναι δυνατόν να επιτίθεσαι πολιτικά στο χρέος, να ζητάς κρατικοποίηση των τραπεζών και –ταυτόχρονα– να βλέπεις ως τμήμα της διεξόδου από την κρίση «το δανεισμό της χώρας από την ΕΚΤ»; Δικαίως η Αλέκα Παπαρήγα υπογραμμίζει αυτή την πολυγλωσσία και αμφισημία: «Πότε μιλάνε για έξοδο από τη ζώνη του ευρώ, πότε για διαγραφή του χρέους, πότε για αναδιαπραγμάτευση, πότε για μερική διαγραφή, άλλοτε για κρατικοποίηση τριών τραπεζών, άλλοτε για την κρατικοποίηση όλων των τραπεζών…».

Στον ΣΥΝ, αν πράγματι θέλουν να υπηρετήσουν την τακτική της ενότητας στη δράση της Αριστεράς, έχει φτάσει η ώρα των αποφάσεων: για το τέλος της υποταγής στον ευρωκεντρισμό, για το τέλος των αυταπατών περί ρεαλισμού και «θετικών εναλλακτικών λύσεων», για την απόρριψη εκλογοκεντρικών τακτικών (σενάριο Μητρόπουλου) με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις…

Η «επανεκκίνηση» του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την κρίση των περιφερειακών εκλογών, θα μπορούσε να είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στην κατεύθυνση του συνολικότερου μετώπου της Αριστεράς. Υπό την προϋπόθεση της αποδοχής μια πραγματικά ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής, της εγκατάλειψης του μικρο-ηγεμονισμού, της αυθεντικής πλουραλιστικής λειτουργίας και της εμπιστοσύνης στον κόσμο της βάσης του εγχειρήματος, που πρέπει να αναλάβει τους ρόλους και τις εξουσίες που του αξίζουν.

ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
Πού είναι το μέτωπο;

Στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκεντρώνονται πολύτιμες δυνάμεις της παλιάς επαναστατικής Αριστεράς. Η επιτυχία τους στις περιφερειακές εκλογές σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην «αντισεχταριστική» στροφή που σημειώθηκε στις γραμμές της. Όμως η ίδια η επιτυχία φαίνεται να βάζει σε αμφισβήτηση αυτή την αντισεχταριστική στροφή. Γιατί στο τελευταίο διάστημα είναι φανερές οι υπερφίαλες τάσεις προβολής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως της απάντησης στο ζήτημα του πολιτικού μετώπου της Αριστεράς. Αυτή η επιλογή, αν οριστικοποιηθεί, οδηγεί σε αυτοαναφορικό αδιέξοδο. 

Ασφαλώς έχουν γίνει βήματα. Η συνεργασία στο κίνημα, οι επιτροπές αγώνα, οι διεργασίες στα «πρωτοβάθμια» σωματεία, το άνοιγμα των πολιτικών συζητήσεων είναι στοιχεία πολύτιμα. Όμως δεν αφορούν όλες τις δυνάμεις. Και –κυρίως– πρέπει με τόλμη να προχωρήσουν πολικά. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, στο γραπτό χαιρετισμό του στη σύσκεψη του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, έθεσε σωστά την προοπτική: οι δυνάμεις του ΜΑΑ, οι ριζοσπαστικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ, οι δυνάμεις του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουν σε αυτή την περίοδο αυξημένες ευθύνες στους αγώνες, στην πολιτική συζήτηση, στη δημιουργία των σχέσεων και δικτύων για την υπόθεση της ενότητας στη δράση της Αριστεράς.

Συζήτηση
Ασφαλώς η σοβαρή τακτική υποστήριξης της ενότητας στη δράση δεν έχει τίποτε κοινό με τις χαζοχαρούμενες ευχές για «ενοποίηση» των δυνάμεων. Στη βάση του προβλήματος είναι οι σοβαρές και υπαρκτές διαφορές στρατηγικής, πολιτικής, θεωρητικών αναφορών και παραδόσεων ανάμεσα στα ρεύματα της Αριστεράς. Οι διαφορές αυτές δεν μπορούν αυθαίρετα να παραγραφούν. Μπορούν όμως να συζητηθούν σοβαρά και με όση οξύτητα χρειαστεί.

Το καλύτερο έδαφος γι’ αυτό το σκοπό είναι η προώθηση της ενότητας στη δράση. Που την ίδια στιγμή θα βελτιώνει τις δυνατότητες όλων μας να ανταποκριθούμε στις πολιτικές και αγωνιστικές ανάγκες του κόσμου μας που θα αντιμετωπίσει, στους μήνες που έρχονται, μια πρωτόγνωρη δοκιμασία.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Νομιμότητα και Ανυπακοή

Η Ρόζα Παρκς που με μια πράξη πολιτικής ανυπακοής γέννησε ένα κίνημα κατά του φυλετικού διαχωρισμού. via wikipedia


Χάος χωρίζει πλέον τη γραμμή των αγορών και των κυβερνήσεων από τις ανάγκες του κόσμου 

Τ ο κύριο άρθρο της «Καθημερινής» –με τον εύγλωττα απειλητικό τίτλο «Να τελειώνουμε»– δήλωνε ότι «ο νόμος και η τάξη δεν αποτελούν χουντική εμμονή, αλλά θεμελιώδες συστατικό κάθε σοβαρής κοινωνίας…».

«Νόμος και τάξη»
Στη γραμμή αυτή –στο αίτημα για επιβολή του «νόμου και της τάξης», πέρα από «εμμονές» σε δημοκρατίες και δικαιώματα– συνωθείται ήδη ένα μεγάλο τμήμα των ΜΜΕ, όλο το κοινοβουλευτικό «τόξο» υποστήριξης του μνημονίου και ένα τμήμα της διανόησης που βάζει τη «σοβαρότητα» πάνω απ’ όλα. Στη συζήτηση για το άσυλο είχαμε την προσχώρηση σε αυτή την άποψη και ενός τμήματος της Αριστεράς, της Δη.Αρι. του Φ. Κουβέλη.

Δεν πρόκειται για συζήτηση ακαδημαϊκή. Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και άλλων θεσμών του κράτους δείχνουν ότι αυτή τη φορά βρισκόμαστε μπροστά σε απειλές συγκεκριμένης-εφαρμόσιμης πολιτικής.
  
Μετά τη νύχτα της Νομικής, η Δικαιοσύνη έχει ασκήσει δίωξη κατά της πρωτοβουλίας αλληλεγγύης στους μετανάστες, αξιοποιώντας το νομικό οπλοστάσιο που αφορά στην παράνομη διακίνηση «λαθρομεταναστών». Στη Βουλή, η ΝΔ και το ΛΑΟΣ διαγκωνίζονται για το ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά το αίτημα της οριστικής κατάργησης του ασύλου. Τα δικαστήρια εκδίδουν ομοβροντίες κατά των απεργών –χαρακτηρίζοντάς τες όλες παράνομες– ενώ στην περίπτωση των απεργών στις συγκοινωνίες η κυβέρνηση έπαιξε με την ιδέα «αξιοποίησης» των δικαστικών αποφάσεων (που επιφέρουν, μεταξύ άλλων, απολύσεις χωρίς αποζημίωση…).

Μάχη
Το ΣτΕ έφτασε στο σημείο να ακυρώσει τη δυνατότητα συμμετοχής των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές, κάνοντας λόγο, στον 21ο αιώνα, για το «δίκαιο του αίματος». Ο Ρέππας προαναγγέλλει νομοθετικές ρυθμίσεις που θα υπερασπίζουν τους μεγαλοεργολάβους από τους ακτιβιστές του κινήματος «Δεν πληρώνω». Είναι σαφές ότι ο κόσμος των «από πάνω» ακονίζει τα όπλα του. Γνωρίζει ότι έχει μπροστά του μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική μάχη, την οποία θα δώσει για να την κερδίσει. Και στην κατεύθυνση αυτή θα ευθυγραμμιστεί όλο το υπηρετικό προσωπικό: εφημερίδες θα θέσουν τη σοβαρότητα πάνω από τη δημοκρατικότητα, δικαστές θα γυρίσουν ξανά στις ιδέες του απολυταρχισμού, «θεσμοί» θα πάψουν να τηρούν ακόμα και τα προσχήματα αντικειμενικότητας.

Δεν πρόκειται για «στιγμιαίο» κίνδυνο. Στην πραγματικότητα η αντικειμενική απόσταση ανάμεσα στα συμφέροντα των «από πάνω» και του κόσμου από τα κάτω έχει αυξηθεί τόσο πολύ, που είναι πλέον αδύνατο να λειτουργεί το σύστημα (ή τμήματά του όπως η Δικαιοσύνη) με τρόπο, τάχα, καθολικά αντικειμενικό.

Ανυπακοή
Αυτή η εξέλιξη γίνεται κατανοητή και από τον κόσμο, που κάνει βήματα με τις πράξεις του. Οι συμβασιούχοι επιτέθηκαν στο κτίριο του Αρείου Πάγου (μετά την απόρριψη της προσφυγής για μετατροπή των ποικιλώνυμων συμβάσεων έργου ή ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου), καίγοντας σημαίες της ΕΕ και κραυγάζοντας κατά των δικαστών: «Πουλημένοι-Πουλημένοι!».

Οι απεργοί γιατροί έχουν καταλάβει το υπουργείο Υγείας και ο –κατά τα άλλα ακραία υπερφίαλος– Λοβέρδος κάνει το «παγώνι», ελπίζοντας να εκτονωθεί δια του διαλόγου η κατάσταση. Στα μεγάλα απεργιακά συλλαλητήρια όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι εμφανίζονται πρόθυμοι για τακτικές «εφόδου» ενάντια στη Βουλή.

Και όλα αυτά είναι απλώς οι προειδοποιήσεις. Στα τελευταία 30 χρόνια οι καπιταλιστές πέτυχαν να περιορίσουν τις εξεγέρσεις του κόσμου και –κατά συνέπεια– να περιορίσουν την επιρροή των εξεγερσιακών ιδεών. Μεγάλο τμήμα του συστήματος κατέληξε στην εκτίμηση ότι αυτή η κατάσταση θα είναι παντοτινή. Αυτή η αλαζονική ιδέα γίνεται θρύψαλα κάτω από τις εξελίξεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Οι εξεγέρσεις των πεινασμένων και των καταπιεσμένων επιστρέφουν. Και στον 21ο αιώνα η απόσταση ανάμεσα στη Β. Αφρική και τους δρόμους της Ευρώπης είναι μικρότερη από ότι ήταν το 1968. Οι αθλιότητες των κυβερνητικών πολιτικών, οι αγριότητες του μνημονίου, η έλλειψη κάθε θετικής «αφήγησης» πέρα από τη διαρκή λιτότητα, θα στρέφουν χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους και στις ιδέες των εξεγέρσεων.

Η Αριστερά οφείλει να πάρει ιδιαίτερα σοβαρά την πρόβλεψη αυτή. Η μάχη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες είναι σοβαρή και πρέπει να δοθεί με συνέπεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει έναν δημοκρατικό «καθωσπρεπισμό», μια θεσμική προσήλωση σε μια δημοκρατική εκδοχή του συστήματος. Η Αριστερά πρέπει να ταυτιστεί με τον κόσμο, να καλύψει τους αγώνες του, να στηρίξει πολιτικά τις προοπτικές του, συμπεριλαμβανόμενου του δικαιώματος στην ανατροπή. Στα χρόνια που πέρασαν, η άκρα δεξιά κατόρθωσε να βγει από το περιθώριο, χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό κοινοβουλευτικής τακτικής και «ριζοσπαστισμού», δηλαδή ανατρεπτικής των πλαισίων δράσης.

Ανατροπή
Στους μήνες και τα χρόνια που έρχονται, εικόνες όπως στους δρόμους του Καΐρου, όπως στον περίβολο του Αρείου Πάγου, όπως μπροστά στις μπάρες των διοδίων, θα απαιτούν μια Αριστερά μαζική και ριζοσπαστική. Μια Αριστερά ικανή να υπερασπιστεί το «εδώ και τώρα» χιλιάδων ανθρώπων, αλλά επίσης ικανή να ανοίγει δρόμους για το αύριο, για την ανατροπή, για τη «νομιμότητα» της λογοδοσίας στις ανάγκες των πολλών απλών ανθρώπων.