Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Ἡ σταχομαζώχτρα

Vincent van Gogh, Wheat Field, June 1888
     Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187... τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλούμενην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ὤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δυὸ ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δυὸ παιδιά, τὰ ἀδιαφόρετα, ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186... Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾿ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ῾γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δυὸ ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ [μὲ] ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πῶς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!... Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρὸ τ᾿ νὰ βγῆ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾿ ἐδῶ, κάμποσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾿ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾿ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποσταθμοὶ τοῦ ἐλαίου, κ᾿ ἑμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ὠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μτκρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ Θεία-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέση βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν, ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὄσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δυὸ ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλα τίνα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, χιονιστής, ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν φύλακα ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾿ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὖρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾿ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾿ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διὰ τίνος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου.
Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταετὴς μόλις, ἕτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξεν τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἠμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δυὸ ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυρόφυλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαγμούς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πάτρωνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾿ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμα τι τυλιγμένον εἰς τὸ κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθος της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρχου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τὶς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!
Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῇ, πρὸς ποῖας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δυὸ τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾿ αὐτήν, καθ᾿ ὅσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου τοῦ μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾿ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πάτρωνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾿ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομιὰ εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δυὸ πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.
Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴν πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδόμενη, ἀλλ᾿ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ὁ Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
- Καλῶς τὰ ῾δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.
«Καλῶς τὰ ῾δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;
- Ἔλαβα ἕνα γράμμα διά σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεὺς τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του.
- Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισεν πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω;
Ὁ ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγεν μέγα φάκελλον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.
- Γράμμα, εἶπες παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίχσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τὶ τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς.
Ὁ φάκελλος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος.
- Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μου τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
- Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.
- Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.
Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσεν τὸ χαρτίον.
- Εἶδεν ὁ θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλνει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν.
- Ἀπ᾿ τηνΑμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
- Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναγνώση:
- Εἶναι κακογραμμένα ἐπανέλαβε, κ᾿ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.
Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾿ ἀναγινώσκη:
«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τὶ γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμία συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.
»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δυὸ φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθεῖ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾿ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.
»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾿ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἀγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα...».
Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾿ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιῶν, δι᾿ ὃ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».
Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτίνα νεότητος καὶ καλλονῆς.
Τὰ δυὸ παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκεττο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστῆς, ἢ ἔμπορος· ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾿ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας.
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾿ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾿ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.
- Ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾿ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Εἶτα ἐπανέλαβεν:
- Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνάτα ἢ δέκα...
Διεκόπη. Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».
- Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρη νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα;
Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτη νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς Λατινικοὺς χαρακτῆρας:
- Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.
- Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.
Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή.
Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
- Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων.
Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ἠσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰ χεῖρας, καὶ ἐφαίνετο σκεπτόμενος.
- Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραίαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾿ τὸν χαμένο κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρᾶ, ἕνα σωστὸν παρᾶ, μονάχα στέλνουν παλιόχαρτα.
Ἔφερε δυὸ βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε:
- Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.
Εἶτα ἐξηκολούθησε:
- Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾿ ἔχεις κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἐνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλια... Καὶ γιὰ νά ῾μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νὰ ῾μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν... Ἄ! ξέχασα!...
Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.
- Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα...
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:
- Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δυὸ τάλλαρα θαρρῶ.
Καὶ ὠπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:
- Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω... ἐσένα, ὅσα σου δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.
Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον.
Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ κατάστιχου τούτου ὠμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως.
Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾿ ἀναβλαστήσῃ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δυὸ λογαριασμούς.
- Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δυὸ τάλλαρα δανεικὰ καὶ ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται...
Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων.
- Κάνει νὰ σοῦ δίνω... ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾿ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρᾶν νῆσον.
Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Τί ἔχουμε, κὺρ Μαργαρίτη;... Τ᾿ εἶν᾿ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.
Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:
- Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;
- Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.
- Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου;
- Μάλιστα.
Ἡ Θεία-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε «ναί», ἀλλὰ νῦν ἠμπορεῖ καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε «μάλιστα», καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.
- Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια;
Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου:
- Εἶναι σίγουρος παρᾶς, ἀρζάν-κοντάν, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;
Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.
- Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες... γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.
Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέλαβεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον.
Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.
Καὶ ἰδοὺ διατὶ ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τὴ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ ἄδολην μανδήλαν, τὰ δὲ δυὸ ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.

᾿Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 (1889)

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Των εμφανών

Οι πατατοφάγοι, Βαν Γκογκ, Σπουδή, 1885

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

από το Red NoteBook

Στα χρόνια που κάθε αριστερή οικογένεια είχε από έναν φυλακισμένο ή κυνηγημένο να λείπει απ’ το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι υπόλοιποι συνήθιζαν να κρατούν, γι’ αυτόν και για τους «αφανείς» εκείνου του καιρού, το δεύτερο κομμάτι της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Μ’ αυτή τη μικρή πράξη αντίστασης, οι μεγαλύτεροι «διαπαιδαγωγούσαν» σιωπηρά τους μικρότερους, κι οι ίδιοι όμως ένιωθαν για μερικές στιγμές το σπίτι πιο ζεστό·  έτσι που οι γιορτές μεγεθύνουν σαδιστικά κάθε έλλειψη, είναι ένα στοίχημα για τους ανθρώπους κάθε εποχής να επινοούν αντιπερισπασμούς – μικρές γιορτές μες στις γιορτές, που να κρατούν έστω για λίγο την ψύχρα σε απόσταση.

Τη συνήθεια αυτή θύμιζε σ’ ένα προ εξαετίας σημείωμα στην Αυγή ο Νίκος Μπελαβίλας, ζητώντας οι αριστεροί -αυτοί τουλάχιστον- να μην ξεχάσουν την ωραία παράδοση, τώρα που κυνηγημένοι («αφανείς»…) είναι οι μετανάστες. Είχε δίκιο ο Νίκος. Μόνο που αν έγραφε σήμερα το σημείωμα αυτό, έξι μόλις χρόνια μετά το hangover της ολυμπιακής Αθήνας, ίσως να διάλεγε έναν διαφορετικό τίτλο. Αυτοί που σήμερα διεκδικούν ένα κομμάτι στην πίτα μας -ακόμα κι αν φέτος στήσουν κι αυτοί ένα τραπέζι με τα βασικά, έτσι, «για το καλό»-, δεν είναι μόνο οι μετανάστες. Είναι κι οι εμφανέστατοι πια δικοί μας ξένοι.

Οι μέρες της ξιπασιάς για το «μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης» δεν είναι πια εδώ. Τη θέση τους πήραν δρόμοι που, καθώς αδειάζουν, κρύβουνε όλο και δυσκολότερα αυτούς που δεν παρηγορούνται από την έλευση του θείου βρέφους ή την άλλοτε πειστική Θεολογία του Εμπορεύματος. Οι κυνικοί δεν μπορούν πια να μιλούν το ίδιο εύκολα για μιζεραμπιλισμό – εκτός βεβαίως αν ο κυνισμός τους αποδείχτηκε χρήσιμος  και τελικά προσοδοφόρος. Αλλά κι εμείς δεν είναι για να χαιρόμαστε με τις διαψεύσεις τους. Η φετινή Πρωτοχρονιά θα βρει πολλούς απ’ τους δικούς μας ν’ αγωνιούν αν οι άνθρωποί τους θα κερδίσουν τη μάχη με τη ζωή, άλλοι θα κλείνουν βιαστικά το καλοριφέρ, θα αποφεύγουν εξόδους κι επισκέψεις έχοντας αποτύχει να βρουν δανεικά ή θα προσπαθούν να περισώσουν κάτι απ’ τα χρέη και τους λογαριασμούς, μήπως και περισσέψει τίποτα για ένα δώρο. Άλλοι πάλι θα περνούν βιαστικά απ’ τους εμπορικούς δρόμους του κέντρου, πότε για να προφυλαχτούν από τον ψυχαναγκασμό της γιρλάντας και του αγιοβασιλιάτικου σκούφου, πότε για ν’ αποφύγουν τη θλίψη του μικρέμπορα, που φέτος ανακαλύπτει πιο πικρά από ποτέ ότι δεν φταίγαν οι ξένοι μικροπωλητές που ο τζίρος πήγαινε κατά διαόλου.  Όπως και να’ χει, τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν είναι πια δυνατό να κρυφτεί από κανέναν.

***

Μεγάλωσα σ’ ένα μικροαστικό σπίτι για το οποίο οι γιορτές ήταν κατά παράδοση η ευκαιρία να τσακωθούν όλοι με όλους, εφ’ όλης της ύλης – από το αν θα φύγουμε και πότε για το χωριό, μέχρι τη θέση του καθένα στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Όμως, αν κάτι κράτησα από τις μέρες των γιορτών, δεν ήταν ούτε η ολιγόλεπτη συμφιλίωση την ώρα της αλλαγής του χρόνου, ούτε η καταναγκαστική κοινωνικότητα, που μέχρι πρότινος φούσκωνε με χρέη την πιστωτική κάρτα της μάνας μου. Αν κάτι κράτησα από τις μέρες αυτές είναι τα κάλαντα και το χαρτζιλίκι από τους θείους στην Καισαριανή, τα μελομακάρονα (όχι τους κουραμπιέδες!) και τη γέμιση, κυρίως όμως τη συνήθεια της μάνας μου να καλεί στο τραπέζι τους πιο μόνους από τους συγγενείς· τα ημερολόγια του Δικτύου από τον Αλέκο, τη μυρωδιά της βανίλιας στη βασιλόπιτα της γιαγιάς και τις πιο ζεστές στιγμές μετά την αλλαγή του χρόνου στο Χαλάνδρι. Αν κάτι κράτησα από τις μέρες αυτές είναι πως, ό, τι και να συμβαίνει, οι μέρες αυτές δεν είναι σαν τις άλλες. Το μαρτυρούν τα μεταναστόπουλα που λένε τα κάλαντα για να τα «κονομήσουν» -όπως κάναμε δηλαδή κι εμείς-, και όχι μόνο χάριν του εθίμου. Το μαρτυρούν τα παζάρια βιβλίων, η Αγγελική που επιμένει να βρούμε λίγη αισιοδοξία για τη χρονιά που έρχεται και, βεβαίως, το κουτί με τα μελομακάρονα που έμεινε πάνω στο γραφείο - αδειανό. Το μαρτυρούν οι ετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά στη Χαλυβουργία, τα ημερολόγια του ΣΜΕΔ, του Δικτύου και του alterthess, οι ζεστές ευχές του Νικόλα και τα παραμύθια που ξανανακαλύπτουμε (αλίμονο αν αφήναμε στα δοκίμια να εκπαιδεύουν κατ΄ αποκλειστικότητα το αισθητήριό μας...).

Παρά τα φαινόμενα, η «συμμετοχή» στις μέρες αυτές έχει ελάχιστες προϋποθέσεις – ακόμα και οικονομικές. Όλο και κάτι θα υπάρχει στη βιβλιοθήκη για να χαριστεί, όλο και κάποιος θα δωρίζει ακόμα δίχως να απαιτεί αντίδωρο – κι όπως το θέτει το τραγούδι, υπάρχουν κάποιοι που για δώρο, και μάλιστα ακριβό, λογίζουν ένα και μόνο βήμα που οδηγεί πιο κοντά τους τους αγαπημένους τους.

Μπορεί λοιπόν ο Άη-Βασίλης να έχει χάσει πολλή από τη λάμψη του, μπορεί τα μεγάλα παιδιά να γνωρίζουν ότι οι γιορτές τελειώνουν γρήγορα ή να αποφεύγουν τις ευχές. Όμως, αυτές τις μέρες που εμφανείς και αφανείς μπερδεύονται επικίνδυνα, είναι σημαντικό οι γιορτές να μην είναι σαν τις άλλες μέρες. Είναι σημαντικό να σημαίνουν κάτι (ό,τι κάθε φορά διαλέγουμε εμείς), κι είναι σημαντικό να μυρίζουν αλλιώς – όπως, ας πούμε, μια βασιλόπιτα πού’ χει ένα γενναιόδωρο κομμάτι για όλους. Εδώ που τα λέμε, ημέρες αφθονίας δεν έχει πια κανείς να υποσχεθεί σε κανέναν: ούτε ο καπιταλισμός ούτε η αριστερά. Αυτό που εμείς τουλάχιστον μπορούμε να υποσχεθούμε είναι ότι ένα κομμάτι στην πίτα μας θα υπάρχει πάντα για όλους.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

ΕΚΟΝ ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ: 44 χρόνια της οργάνωσης που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο


Ο Ρήγας Φεραίος ήταν η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού. Ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1967, ως Πανελλήνια Αντιδικτατορική Οργάνωση Σπουδαστών (ΠΑΟΣ) "Ρήγας Φεραίος", κυρίως από πρώην μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, τοποθετήθηκε υπέρ του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την διάρκεια της δικτατορίας ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση και δεκάδες μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ οι καταδίκες των μελών του αθροίζονται σε… πολλούς αιώνες.
Παράλληλα η συμβολή του "Ρήγα Φεραίου" στην ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, ενώ επίσης παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημιουργία των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα. Οι πλατιές αυτές συλλογικότητες, που αποτελούνται από φοιτητές που αναζητούν τρόπους συλλογικής αντιδικτατορικής δράσης, θα δράσουν δημόσια στις σχόλες τους και μέσα στα αμφιθέατρα διεκδικώντας τη δυνατότητα για δημόσιες συγκεντρώσεις και συζήτησης, ενώ προφυλάσσουν τον παράνομο οργανωτικό τους ιστό. Το 1972 θα συγκροτηθεί το Διασχολικό των ΦΕΑ που συντονίζει όλες τις σχολές. Το σχήμα αυτό θα αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό και θα αποτελέσει τον βασικό ιστό ανάπτυξης του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος. Παράλληλα εκατοντάδες μέλη του Ρήγα θα συμμετάσχουν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και η οργάνωση θα έχει την πλειοψηφία στην συντονιστική επιτροπή κατάληψης.
Τον Ιούνιο 1974 μετονομάστηκε σε Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΠΟΝ) "Ρήγας Φεραίος" και αυτοαναγνωρίστηκε ως νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού. Στη μεταπολίτευση συνέχισε τη δράση του, έχοντας ιδιαίτερη ανάπτυξη στο φοιτητικό κίνημα. Στην Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1976, μετονομάστηκε σε Ελληνική Κομμουνιστική Νεολαία (ΕΚΟΝ) "Ρήγας Φεραίος", παρά τη διαφωνία ισχυρής τάσης, που επέμενε στη διατήρηση του ευρύτερου πολιτικού χαρακτήρα της οργάνωσης.
rigas1
Στις γραμμές της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος διαμορφώθηκε πλειοψηφούσα αριστερή πτέρυγα, η οποία είχε αναφορές στον κριτικό μαρξισμό που εκπροσωπούσαν θεωρητικοί όπως ο Νίκος Πουλαντζάς , ο Λουί Αλτουσέρ και ο Καστοριάδης, καθώς επίσης και σε γεγονότα διεθνούς εμβέλειας όπως ο Γαλλικός Μάης του '68 και η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Η πτέρυγα αυτή διαφωνούσε με τις πολιτικές και στρατηγικές επιλογές του κόμματος.
Μετά την εκλογική αποτυχία του 1977, η αριστερή πτέρυγα της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος όξυνε την κριτική της τονίζοντας πως η δημιουργία του εκλογικού σχήματος της ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ με τα θολά, μετριοπαθή και ετερόκλητα χαρακτηριστικά της, αποτελούσε την κύρια αιτία της εκλογικής συρρίκνωσης. Η εσωτερική κρίση οξύνθηκε μέχρι τις παραμονές της σύγκλισης της Β' Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της οργάνωσης, την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν αναγνώρισε. Όσοι συμμετείχαν σε αυτή διαγράφτηκαν από την κομματική ηγεσία (65%-70% της οργάνωσης). Οι διαγραφθέντες ίδρυσαν ξεχωριστή οργάνωση με τον τίτλο ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β' Πανελλαδική.
Κατά τη διάσπαση του 1987, όταν η πλειοψηφία του ΚΚΕ εσωτερικού ίδρυσε την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), ο Ρήγας Φεραίος αποτέλεσε νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού/Ανανεωτική Αριστερά. Τα επόμενα χρόνια συρρικνώθηκε και το 1999, τα λίγα μέλη που είχαν απομείνει επέλεξαν να μετονομαστούν σε Νεολαία της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Οικολογικής Αριστεράς (ΑΚΟΑ).
Ο Ρήγας Φεραίος εξέδιδε τον Θούριο. Ανάμεσα στους κατά καιρούς γραμματείς της οργάνωσης ήταν οι Κώστας Κωσταράκος, Γιάννης Βούλγαρης, Μάνος Σωτηριάδης, Μπάμπης Γεωργούλας, Νίκος Βούτσης, Νίκος Φίλης, Μιχάλης Σαμπατακάκης κ.ά.
rigas_kentriki

EΚΟΝ Ρήγας Φεραίος – Β’ Πανελλαδική 1978-1981: μια ιστορική προσέγγιση. Tου Χριστόφορου Βερναρδάκη
Το να επιχειρήσει κανείς να «γράψει» για την Β’ Πανελλαδική συνιστά εγχείρημα αρκετά αντιφατικό. Από τη μια πρόκειται για μια βραχύβια χρονικά οργάνωση, από την άλλη για μια οργάνωση που η ιδεολογικο-πολιτική της επίδραση υπήρξε αρκετά σημαντική, ακόμα και μετά την αυτοδιάλυσή της. Το κείμενο που ακολουθεί δεν έχει σκοπό προφανώς να αποτελέσει την ολοκληρωμένη ιστορία της οργάνωσης. Αποτελεί ωστόσο το πρώτο, εξ’ όσων γνωρίζω, κείμενο που αναφέρεται στην ιστορία της, και ως προς αυτό έχει το προνόμιο να «προκαλεί» για μια συστηματικότερη και εξαντλητικότερη ανάλυση της εποχής.
kke_eswterikou

Η προϊστορία της γέννησης 
Η Ελληνική Κομμουνιστική Νεολαία «Ρήγας Φεραίος» αποτελεί συνέχεια της αντιδικτατορικής οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος». Η τελευταία, οργάνωση της ανεξάρτητης αριστεράς, συμβάδισε ιδεολογικο-πολιτικά με το αίτημα της βαθειάς τομής στη λειτουργία και φυσιογνωμία του ΚΚΕ, όπως εκφράστηκε με τη διάσπαση του 1968 και τη δημιουργία του ΚΚΕ εσωτερικού.
Η μεταπολίτευση βρήκε την οργάνωση του Ρήγα και τους «Ρηγάδες - Ρηγίτισες» (σύμφωνα με το πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής) να απολαμβάνουν τεράστιου κύρους στο χώρο της νεολαίας.  Έτσι, παρά το γεγονός ότι στο ΚΚΕ εσωτερικού είχε ήδη διαμορφωθεί μια «δεξιά – ρεφορμιστική» πλειοψηφία, ο Ρήγας μαζικοποιήθηκε και δέχτηκε στις γραμμές του μεγάλο μέρος της νεολαίας της εποχής. Η οργάνωση μετονομάστηκε το 1974 σε Πανελλήνια Οργάνωση Νέων Ρήγας Φεραίος (ΠΟΝ Ρήγας Φεραίος).
Η λανθάνουσα αντίθεση κόμματος και Ρήγα θα αποτελεί σχεδόν παγιωμένη κατάσταση στο χώρο. Ήδη από το 1974 θα διατυπώνονται από το Ρήγα οι περισσότερο αντιπολιτευτικές προς την ηγεσία του κόμματος φωνές. Ας μη ξεχνάμε προφανώς και τις συνθήκες της εποχής: βρισκόμαστε μόλις 6 χρόνια από το Μάη του ’68 και ένα-δύο χρόνια από το Πολυτεχνείο του ‘73.
Το 1976 στην Α’Πανελλαδική Συνδιάσκεψη η αντίθεση των δύο γραμμών θα εκφραστεί με το περίφημο δίλημμα «ΠΟΝ ή ΚΟΝ», δηλαδή Πανελλήνια Οργάνωση Νεολαίας ή Κομμουνιστική Οργάνωση Νεολαίας. Η ριζοσπαστική τάση του Ρήγα θεωρούσε αναγκαία τη μετονομασία της οργάνωσης σε «κομμουνιστική», αναφερόμενη στη λενινιστική θεωρία της «οργάνωσης – πρωτοπορία». Η γραμμή της ηγεσίας του κόμματος και των προσκείμενων σε αυτήν νεολαίων θεωρούσε, αντίθετα, ότι η «αποϊδεολογικοποιημένη» ονομασία μπορούσε να συσπειρώσει πλατύτερα στρώματα νεολαίων. Στην ουσία, το ζήτημα του ονόματος αντανακλούσε τη σύγκρουση μιας ρεφορμιστικής γραμμής που ήθελε το κόμμα να απευθύνεται στο «εθνικό ακροατήριο» και μιας γραμμής που ήθελε να παρέμβει στα κινήματα της νεολαίας με σαφείς ιδεολογικο-πολιτικές αναφορές. Η Α’Πανελλαδική Συνδιάσκεψη θα ψηφίσει με μεγάλη πλειοψηφία τη μετονομασία της οργάνωσης σε «Κομμουνιστική» και έτσι δημιουργείται η μεταπολιτευτική ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος.
Η αντίθεση νεολαίας – κόμματος θα κορυφωθεί μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 1977, όταν η «Συμμαχία» (εκλογικό σχήμα που είχε συγκροτήσει το ΚΚΕ εσωτερικού) θα υποστεί μια απρόσμενη για τις τότε εκτιμήσεις εκλογική συντριβή, καταγράφοντας ποσοστό 2.7%. Η αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος που ξεκινά την επομένη των εκλογών σε όλες τις οργανώσεις του κόμματος και του Ρήγα καταγράφει τις διαφωνίες, τόσο στα ζητήματα πολιτικής γραμμής και στρατηγικής όσο και στα ζητήματα φυσιογνωμίας του κόμματος. Η κριτική που αναπτύσσεται ιδιαίτερα στην Επιτροπή Πόλης Αθήνας του Ρήγα είναι σκληρή και η κομματική καθοδήγηση απαντά με καθαίρεση έξι στελεχών της, διοικητική αποκοπή τους από το Ρήγα και μεταφορά τους σε διάφορες οργανώσεις του κόμματος. Η Επιτροπή Πόλης αρνείται να δεχτεί την καθαίρεση των έξι στελεχών και δεν υλοποιεί την απόφαση του κόμματος. Στη σύγκρουση τοποθετείται το σύνολο των οργανώσεων του Ρήγα σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η συγκρότηση της Β’ Πανελλαδικής
Η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νέας οργάνωσης υπογράφεται τον Απρίλιο του 1978, όταν και συγκαλείται σε μεγάλο κινηματοθέατρο του Νέου Κόσμου η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Με τη Συνδιάσκεψη αυτή επικυρώνεται η πορεία αποκοπής της πλειοψηφίας της οργάνωσης από το κόμμα, αφού η επίσημη κομματική καθοδήγηση δεν αναγνώρισε τη σύγκληση της Συνδιάσκεψης και διέγραψε αυτομάτως τα μέλη που συμμετείχαν στις διαδικασίες της.
Η διάσπαση δεν αποτελεί μια στιγμιαία κατάσταση. Είναι μια διαδικασία που ξεκινά τον Νοέμβριο του 1977 – αμέσως μετά τις Εκλογές της 20ης Νοεμβρίου – και φτάνει μέχρι τον Απρίλιο του 1978 όταν και συγκαλείται η τετραήμερη Συνδιάσκεψη. Στους πέντε μήνες που μεσολάβησαν υπήρξαν συνεχείς Ολομέλειες των οργανώσεων και των οργάνων του Ρήγα, πολλές φορές μάλιστα και κοινές συνεδριάσεις με τις κομματικές οργανώσεις και τα αντίστοιχα όργανα του κόμματος. Η σύγκληση της Β’ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης υπήρξε δηλαδή η κορύφωση μιας πολύμηνης εσωκομματικής διαδικασίας, που περιελάμβανε κείμενα διαλόγου, συγκρούσεις, προσπάθειες εξομάλυνσης της κρίσης, κ.οκ.
Στη Β’ Πανελλαδική θα προσχωρήσει περίπου το 70% της ενιαίας οργάνωσης του Ρήγα. Ακριβής αριθμός για τα μέλη δεν υπάρχει. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι τα μέλη του ενιαίου Ρήγα ανέρχονταν το Μάιο του 1977 σε περίπου 3.500 – 4.000 και υπολογίζεται ότι έφτασαν το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου σε 4.500 – 5.000 μετά και την καμπάνια για την «Ψήφο στα 18». Η Β’ Πανελλαδική θα κυριαρχήσει συντριπτικά στις μαζικότερες οργανώσεις του μεταπολιτευτικού Ρήγα, δηλαδή στη Σπουδάζουσα Αθήνας και στη Μαθητική Οργάνωση Αθήνας. Θα κερδίσει την πλειοψηφία των επίσης μαζικών οργανώσεων των συνοικιών της Αθήνας και της Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης και θα αποσπάσει το σύνολο των μικρότερων αριθμητικά οργανώσεων της Σπουδάζουσας Πάτρας, Ιωαννίνων και Ξάνθης, καθώς και των οργανώσεων των Εργαζομένων και των Καλλιτεχνών. Με τη Β’Πανελλαδική θα συνταχθεί επίσης η πλειοψηφία των οργανώσεων του Ρήγα στο Παρίσι, στη Γένοβα, στο Τορίνο, στη Χαϊδελβέργη και στη Ρουμανία. Αντίθετα, δεν θα υπάρξει μεγάλη προσχώρηση από τις (μικρές αριθμητικά) οργανώσεις της Επαρχίας και των ΚΑΤΕΕ. Τη Β’ Πανελλαδική ακολούθησαν και περίπου 300 κομματικά μέλη του ΚΚΕ εσ. σε όλη την Ελλάδα, που ωστόσο παρά τις αρχικές προσπάθειες δεν έγινε δυνατόν να συγκροτηθούν οργανωτικά.
Με τη διάσπαση του Ρήγα το 1978 κλείνει ένας μεγάλος κύκλος για το ΚΚΕ εσ. Η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά κυρίως η γενιά του μεταπολιτευτικού Ρήγα διαλέγει το δρόμο της πολιτικής αυτονόμησης. Η νεολαία του ΚΚΕεσ από κει και πέρα θα ανασυγκροτηθεί σχεδόν εκ του μηδενός.
Μια «νεολαία – κόμμα» ή ένα «κόμμα νεολαίας»
Από το Μάιο του 1978 η Β’ Πανελλαδική αρχίζει να λειτουργεί ως αυτόνομος πολιτικός οργανισμός. Η (ιστορική και αναγκαστική) πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μια νεολαιίστικη οργάνωση χωρίς κομματικό φορέα, ή αντίστροφα, ένα «κόμμα» που έχει μόνο νεολαία και εξ’αυτού του λόγου παρουσία αποκλειστικά σχεδόν στον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Η Β’ Πανελλαδική αποτελείται κατά 95% από φοιτητές και μαθητές. Ακόμα και οι οργανώσεις των συνοικιών αποτελούνται κυρίως από φοιτητές και λιγότερο από εργαζόμενους.
Η πρώτη περίοδος της Β’ Πανελλαδικής εκτείνεται από το Μάιο 1978 έως τον Ιούλιος 1979. Πρόκειται για περίοδο συντήρησης της οργάνωσης, ανίχνευσης προϋποθέσεων για ευρύτερες ιδεολογικο-πολιτικές συγκλίσεις (αρχίζει ένας κύκλος επαφών με την ΕΔΑ του Μ. Γλέζου, τη Σοσιαλιστική Πορεία και την ομάδα του περιοδικού «Πολίτης») και παρέμβασης στο φοιτητικό κίνημα ενάντια στην πολιτική του ν.815 που είχε ήδη από το καλοκαίρι του 1978 εισάγει η κυβέρνηση Καραμανλή. Η κυκλοφορία του επίσημου περιοδικού της οργάνωσης «Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση» αναδεικνύεται σε ισχυρό πόλο θεωρητικής παραγωγής και πολιτικής παρέμβασης. Στο κοινωνικό πεδίο η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από τις μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις που στην ουσία προετοιμάζουν το κλίμα για το «θερμό χειμώνα» του 1979. Η Β’ Πανελλαδική με τη μαζική της παρουσία στις φοιτητικές συνελεύσεις έχει λειτουργήσει ως καταλύτης στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ του «καθεστωτικού μπλοκ» ΠΣΚ – ΠΑΣΠ και των ριζοσπαστικών δυνάμεων, υπέρ των δεύτερων.
Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από τον Σεπτέμβριο 1979 έως τον Νοέμβριο 1980. Στην ουσία αρχίζει με το κίνημα των καταλήψεων και φτάνει μέχρι την οριακή στιγμή της πορείας του Πολυτεχνείου 1980. Οι καταλήψεις του 1979 αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη «πολιτική στιγμή» της Β’ Πανελλαδικής. Η ύπαρξη ενός νέου μαζικού πόλου μέσα στο φ.κ. αλλά και οι ιδεολογικές – θεωρητικές παρεμβάσεις του, πυροδοτούν μια έκρηξη κινημάτων, ρευμάτων και τάσεων. Η σχέση της Β’ Πανελλαδικής με τα ρεύματα αυτά είναι μια σχέση παράλληλης συμπόρευσης και αμφίδρομης αναφοράς. Τη στιγμή που οι οργανώσεις της παραδοσιακής «άκρας αριστεράς» (ΑΑΣΠΕ και ΠΠΣΠ) συρρικνώνονται ή διαλύονται και τα μέλη τους απορροφώνται μέσα στις κινηματικές διεργασίες, η Β’ Πανελλαδική μαζικοποιείται, αλλά κυρίως αποκτά ένα πολύ πιο διευρυμένο κοινωνικό ακροατήριο. Είναι η στιγμή που αποφασίζεται η συγκρότηση των πλατειών κινηματικών συσπειρώσεων ανά Σχολή (πρόδρομα σχήματα των μετέπειτα Αριστερών Συσπειρώσεων), που στις φοιτητικές εκλογές του 1980, καταγράφουν τεράστια άνοδο και απειλούν την ηγεμονία της ΠΣΚ και της ΠΑΣΠ. Η Β’ Πανελλαδική προχωρά με τον ίδιο τρόπο στη συγκρότηση μαζικών κινηματικών σχημάτων και στις γειτονιές της Αθήνας και εκδίδει την εφημερίδα ΤΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ. Η δυναμική της εποχής όμως έχει τα όριά της. Ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς που έχει δημιουργηθεί δεν θα καταφέρει να υπερβεί τη νεολαιίστικη φυσιογνωμία του και η σύγκρουση στην πορεία του Πολυτεχνείου το 1980 με την κυβέρνηση Ράλλη και τα ΜΑΤ θα τον βρεί χωρίς ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες.
Η τρίτη περίοδος της Β’ Πανελλαδικής αρχίζει τον Δεκέμβριο 1980 και φτάνει έως τον Οκτώβριο 1981. Πρόκειται για την περίοδο της κρίσης. Η δυναμική του φ.κ. έχει ανακοπεί, η προσπάθεια κοινωνικής διεύρυνσης και πολιτικών συμμαχιών έχει αποτύχει, τη ίδια στιγμή που το ΠΑΣΟΚ και η κοινωνική συμμαχία της Αλλαγής προελαύνουν στην εξουσία. Οι ιστορικές εκλογές του 1981 θα αποτελέσουν ταυτόχρονα το τέλος του κύκλου της Β’ Πανελλαδικής και, ταυτόχρονα, το κλείσιμο μιας πρώτης εμπειρίας της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Οι επιδράσεις και η κληρονομιά της Β’ Πανελλαδικής
Αποτελεί ένα ιστορικό ερώτημα το πώς μια οργάνωση βραχύβια (τρισήμιση ετών) άσκησε μεγάλη ιδεολογικο-πολιτική επιρροή κατά τα χρόνια της δράσης της και δημιούργησε αναμφίβολα ένα ιστορικό μύθο. Αν μπορούσε να διατυπωθεί μια συνοπτική απάντηση, θα ήταν ότι η Β’ Πανελλαδική επέδρασε στη ριζοσπαστικοποίηση (μέρους) της επίσημης αριστεράς και στην κοινωνικοποίηση της άκρας αριστεράς. Η παρουσία της εμβολίασε την αρχαϊκή και «υπερ-πολιτική» μέχρι τότε ελληνική αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) με τα νέα κοινωνικά κινήματα και τη λογική της αυθεντικής αυτονομίας τους, αλλά και με νέα (για την τότε ελληνική εποχή) ιδεολογικά και θεωρητικά ρεύματα. Η παρουσία της επενέργησε ως καταλύτης για την απελευθέρωση κοινωνικών δυνάμεων, τόσο από την παραδοσιακή αριστερά (ΚΚΕ) όσο και από την άκρα αριστερά, αλλά και για την εμφάνιση των λεγόμενων τότε «νέων κοινωνικών κινημάτων».
Από την άλλη μεριά δεν πρέπει κανείς να ξεχνά δύο σημαντικούς αντικειμενικούς παράγοντες που λειτούργησαν ανασταλτικά. Ο πρώτος είναι ανθρωπογεωγραφικός: η Β’ Πανελλαδική υπήρξε μια οργάνωση ανθρώπων ηλικίας κατά βάση από 16-25 ετών. Μια οργάνωση πολιτικοποιημένων και μορφωμένων νέων, χωρίς όμως οργανικές σχέσεις με τις λαϊκές μάζες και τους εργαζόμενους. Ο δεύτερος είναι ιστορικο-πολιτικός: η δράση της Β’ Πανελλαδικής συμπίπτει χρονικά με την περίοδο που επιλύεται η κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων υπέρ του ΠΑΣΟΚ και του προγράμματός του. Το ρεύμα της Αλλαγής είναι ιλιγγιώδες και σαρώνει στην πορεία του όλες τις αριστερές διαφορετικότητες.
Η Β’ Πανελλαδική αυτοδιαλύεται μετά τον Οκτώβριο του 1981, όταν και θα έχει – εν πολλοίς ασυναίσθητα - την ωριμότητα να κατανοήσει ότι όταν μια οργάνωση έχει εξαντλήσει τον όποιο ιστορικό ρόλο της αναλογεί, αν εξακολουθήσει να υπάρχει θα αναπαράγει μόνον τη γραφειοκρατία της.

Πηγές: αρχείο Insider, Tvxs, Wikipedia, Κόκκινη Πιπεριά, Blog Χριστόφορου Βερναρδάκη, Εποχή, ΑΥΓΗ

Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται 44 χρόνια (Δεκέμβριος του 1967) από την ίδρυση   της  οργάνωσης νεολαίας  «Ρήγας Φεραίος». Μιας ασυνήθιστης περίπτωσης για τα ελληνικά πολιτικά χρονικά, με μεγάλη ιδεολογικο-πολιτική επιρροή, δράση και κύρος στον αντιδικτατορικό αγώνα και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.  Ο «Ρήγας Φεραίος» είχε κορυφαίο ρόλο στο αντιδικτατορικό κίνημα και στη εξέγερση του Πολυτεχνείου και της Νομικής.
 Μιας νεολαίας που «αποπέμφθηκε» από την κυνική πραγματικότητα που επέβαλε η μεταπολίτευση. Τι ειρωνεία! Η οργάνωση που είχε ηγετικό ρόλο στο αντιδικτατορικό αγώνα, δεν βρήκε την θέση  της  στο μεταπολιτευτικό  τοπίο. Από τις γραμμές του «Ρήγα» πέρασαν χιλιάδες νέοι άνθρωποι που εμπνεόντουσαν από τις ριζοσπαστικές ιδέες του Μάη του 68, του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» και της αμφισβήτησης που γέννησαν οι κοσμογονικές αλλαγές των δεκαετιών του 60 και του 70.


Ο Ρήγας Φεραίος ήταν η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού. Ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1967, ως Πανελλήνια Αντιδικτατορική Οργάνωση Σπουδαστών (ΠΑΟΣ) "Ρήγας Φεραίος", κυρίως από πρώην μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, τοποθετήθηκε υπέρ του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την διάρκεια της δικτατορίας ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση και δεκάδες μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ οι καταδίκες των μελών του αθροίζονται σε… πολλούς αιώνες.
Παράλληλα η συμβολή του "Ρήγα Φεραίου" στην ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, ενώ επίσης παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημιουργία των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα. Οι πλατιές αυτές συλλογικότητες, που αποτελούνται από φοιτητές που αναζητούν τρόπους συλλογικής αντιδικτατορικής δράσης, θα δράσουν δημόσια στις σχόλες τους και μέσα στα αμφιθέατρα διεκδικώντας τη δυνατότητα για δημόσιες συγκεντρώσεις και συζήτησης, ενώ προφυλάσσουν τον παράνομο οργανωτικό τους ιστό. Το 1972 θα συγκροτηθεί το Διασχολικό των ΦΕΑ που συντονίζει όλες τις σχολές. Το σχήμα αυτό θα αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό και θα αποτελέσει τον βασικό ιστό ανάπτυξης του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος. Παράλληλα εκατοντάδες μέλη του Ρήγα θα συμμετάσχουν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και η οργάνωση θα έχει την πλειοψηφία στην συντονιστική επιτροπή κατάληψης.
Τον Ιούνιο 1974 μετονομάστηκε σε Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΠΟΝ) "Ρήγας Φεραίος" και αυτοαναγνωρίστηκε ως νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού. Στη μεταπολίτευση συνέχισε τη δράση του, έχοντας ιδιαίτερη ανάπτυξη στο φοιτητικό κίνημα. Στην Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1976, μετονομάστηκε σε Ελληνική Κομμουνιστική Νεολαία (ΕΚΟΝ) "Ρήγας Φεραίος", παρά τη διαφωνία ισχυρής τάσης, που επέμενε στη διατήρηση του ευρύτερου πολιτικού χαρακτήρα της οργάνωσης.
rigas1
Στις γραμμές της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος διαμορφώθηκε πλειοψηφούσα αριστερή πτέρυγα, η οποία είχε αναφορές στον κριτικό μαρξισμό που εκπροσωπούσαν θεωρητικοί όπως ο Νίκος Πουλαντζάς , ο Λουί Αλτουσέρ και ο Καστοριάδης, καθώς επίσης και σε γεγονότα διεθνούς εμβέλειας όπως ο Γαλλικός Μάης του '68 και η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Η πτέρυγα αυτή διαφωνούσε με τις πολιτικές και στρατηγικές επιλογές του κόμματος.
Μετά την εκλογική αποτυχία του 1977, η αριστερή πτέρυγα της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος όξυνε την κριτική της τονίζοντας πως η δημιουργία του εκλογικού σχήματος της ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ με τα θολά, μετριοπαθή και ετερόκλητα χαρακτηριστικά της, αποτελούσε την κύρια αιτία της εκλογικής συρρίκνωσης. Η εσωτερική κρίση οξύνθηκε μέχρι τις παραμονές της σύγκλισης της Β' Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της οργάνωσης, την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν αναγνώρισε. Όσοι συμμετείχαν σε αυτή διαγράφτηκαν από την κομματική ηγεσία (65%-70% της οργάνωσης). Οι διαγραφθέντες ίδρυσαν ξεχωριστή οργάνωση με τον τίτλο ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β' Πανελλαδική.
Κατά τη διάσπαση του 1987, όταν η πλειοψηφία του ΚΚΕ εσωτερικού ίδρυσε την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), ο Ρήγας Φεραίος αποτέλεσε νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού/Ανανεωτική Αριστερά. Τα επόμενα χρόνια συρρικνώθηκε και το 1999, τα λίγα μέλη που είχαν απομείνει επέλεξαν να μετονομαστούν σε Νεολαία της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Οικολογικής Αριστεράς (ΑΚΟΑ).
Ο Ρήγας Φεραίος εξέδιδε τον Θούριο. Ανάμεσα στους κατά καιρούς γραμματείς της οργάνωσης ήταν οι Κώστας Κωσταράκος, Γιάννης Βούλγαρης, Μάνος Σωτηριάδης, Μπάμπης Γεωργούλας, Νίκος Βούτσης, Νίκος Φίλης, Μιχάλης Σαμπατακάκης κ.ά.
rigas_kentriki

EΚΟΝ Ρήγας Φεραίος – Β’ Πανελλαδική 1978-1981: μια ιστορική προσέγγιση. Tου Χριστόφορου Βερναρδάκη
Το να επιχειρήσει κανείς να «γράψει» για την Β’ Πανελλαδική συνιστά εγχείρημα αρκετά αντιφατικό. Από τη μια πρόκειται για μια βραχύβια χρονικά οργάνωση, από την άλλη για μια οργάνωση που η ιδεολογικο-πολιτική της επίδραση υπήρξε αρκετά σημαντική, ακόμα και μετά την αυτοδιάλυσή της. Το κείμενο που ακολουθεί δεν έχει σκοπό προφανώς να αποτελέσει την ολοκληρωμένη ιστορία της οργάνωσης. Αποτελεί ωστόσο το πρώτο, εξ’ όσων γνωρίζω, κείμενο που αναφέρεται στην ιστορία της, και ως προς αυτό έχει το προνόμιο να «προκαλεί» για μια συστηματικότερη και εξαντλητικότερη ανάλυση της εποχής.
kke_eswterikou

Η προϊστορία της γέννησης 
Η Ελληνική Κομμουνιστική Νεολαία «Ρήγας Φεραίος» αποτελεί συνέχεια της αντιδικτατορικής οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος». Η τελευταία, οργάνωση της ανεξάρτητης αριστεράς, συμβάδισε ιδεολογικο-πολιτικά με το αίτημα της βαθειάς τομής στη λειτουργία και φυσιογνωμία του ΚΚΕ, όπως εκφράστηκε με τη διάσπαση του 1968 και τη δημιουργία του ΚΚΕ εσωτερικού.
Η μεταπολίτευση βρήκε την οργάνωση του Ρήγα και τους «Ρηγάδες - Ρηγίτισες» (σύμφωνα με το πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής) να απολαμβάνουν τεράστιου κύρους στο χώρο της νεολαίας.  Έτσι, παρά το γεγονός ότι στο ΚΚΕ εσωτερικού είχε ήδη διαμορφωθεί μια «δεξιά – ρεφορμιστική» πλειοψηφία, ο Ρήγας μαζικοποιήθηκε και δέχτηκε στις γραμμές του μεγάλο μέρος της νεολαίας της εποχής. Η οργάνωση μετονομάστηκε το 1974 σε Πανελλήνια Οργάνωση Νέων Ρήγας Φεραίος (ΠΟΝ Ρήγας Φεραίος).
Η λανθάνουσα αντίθεση κόμματος και Ρήγα θα αποτελεί σχεδόν παγιωμένη κατάσταση στο χώρο. Ήδη από το 1974 θα διατυπώνονται από το Ρήγα οι περισσότερο αντιπολιτευτικές προς την ηγεσία του κόμματος φωνές. Ας μη ξεχνάμε προφανώς και τις συνθήκες της εποχής: βρισκόμαστε μόλις 6 χρόνια από το Μάη του ’68 και ένα-δύο χρόνια από το Πολυτεχνείο του ‘73.
Το 1976 στην Α’Πανελλαδική Συνδιάσκεψη η αντίθεση των δύο γραμμών θα εκφραστεί με το περίφημο δίλημμα «ΠΟΝ ή ΚΟΝ», δηλαδή Πανελλήνια Οργάνωση Νεολαίας ή Κομμουνιστική Οργάνωση Νεολαίας. Η ριζοσπαστική τάση του Ρήγα θεωρούσε αναγκαία τη μετονομασία της οργάνωσης σε «κομμουνιστική», αναφερόμενη στη λενινιστική θεωρία της «οργάνωσης – πρωτοπορία». Η γραμμή της ηγεσίας του κόμματος και των προσκείμενων σε αυτήν νεολαίων θεωρούσε, αντίθετα, ότι η «αποϊδεολογικοποιημένη» ονομασία μπορούσε να συσπειρώσει πλατύτερα στρώματα νεολαίων. Στην ουσία, το ζήτημα του ονόματος αντανακλούσε τη σύγκρουση μιας ρεφορμιστικής γραμμής που ήθελε το κόμμα να απευθύνεται στο «εθνικό ακροατήριο» και μιας γραμμής που ήθελε να παρέμβει στα κινήματα της νεολαίας με σαφείς ιδεολογικο-πολιτικές αναφορές. Η Α’Πανελλαδική Συνδιάσκεψη θα ψηφίσει με μεγάλη πλειοψηφία τη μετονομασία της οργάνωσης σε «Κομμουνιστική» και έτσι δημιουργείται η μεταπολιτευτική ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος.
Η αντίθεση νεολαίας – κόμματος θα κορυφωθεί μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 1977, όταν η «Συμμαχία» (εκλογικό σχήμα που είχε συγκροτήσει το ΚΚΕ εσωτερικού) θα υποστεί μια απρόσμενη για τις τότε εκτιμήσεις εκλογική συντριβή, καταγράφοντας ποσοστό 2.7%. Η αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος που ξεκινά την επομένη των εκλογών σε όλες τις οργανώσεις του κόμματος και του Ρήγα καταγράφει τις διαφωνίες, τόσο στα ζητήματα πολιτικής γραμμής και στρατηγικής όσο και στα ζητήματα φυσιογνωμίας του κόμματος. Η κριτική που αναπτύσσεται ιδιαίτερα στην Επιτροπή Πόλης Αθήνας του Ρήγα είναι σκληρή και η κομματική καθοδήγηση απαντά με καθαίρεση έξι στελεχών της, διοικητική αποκοπή τους από το Ρήγα και μεταφορά τους σε διάφορες οργανώσεις του κόμματος. Η Επιτροπή Πόλης αρνείται να δεχτεί την καθαίρεση των έξι στελεχών και δεν υλοποιεί την απόφαση του κόμματος. Στη σύγκρουση τοποθετείται το σύνολο των οργανώσεων του Ρήγα σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η συγκρότηση της Β’ Πανελλαδικής
Η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νέας οργάνωσης υπογράφεται τον Απρίλιο του 1978, όταν και συγκαλείται σε μεγάλο κινηματοθέατρο του Νέου Κόσμου η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Με τη Συνδιάσκεψη αυτή επικυρώνεται η πορεία αποκοπής της πλειοψηφίας της οργάνωσης από το κόμμα, αφού η επίσημη κομματική καθοδήγηση δεν αναγνώρισε τη σύγκληση της Συνδιάσκεψης και διέγραψε αυτομάτως τα μέλη που συμμετείχαν στις διαδικασίες της.
Η διάσπαση δεν αποτελεί μια στιγμιαία κατάσταση. Είναι μια διαδικασία που ξεκινά τον Νοέμβριο του 1977 – αμέσως μετά τις Εκλογές της 20ης Νοεμβρίου – και φτάνει μέχρι τον Απρίλιο του 1978 όταν και συγκαλείται η τετραήμερη Συνδιάσκεψη. Στους πέντε μήνες που μεσολάβησαν υπήρξαν συνεχείς Ολομέλειες των οργανώσεων και των οργάνων του Ρήγα, πολλές φορές μάλιστα και κοινές συνεδριάσεις με τις κομματικές οργανώσεις και τα αντίστοιχα όργανα του κόμματος. Η σύγκληση της Β’ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης υπήρξε δηλαδή η κορύφωση μιας πολύμηνης εσωκομματικής διαδικασίας, που περιελάμβανε κείμενα διαλόγου, συγκρούσεις, προσπάθειες εξομάλυνσης της κρίσης, κ.οκ.
Στη Β’ Πανελλαδική θα προσχωρήσει περίπου το 70% της ενιαίας οργάνωσης του Ρήγα. Ακριβής αριθμός για τα μέλη δεν υπάρχει. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι τα μέλη του ενιαίου Ρήγα ανέρχονταν το Μάιο του 1977 σε περίπου 3.500 – 4.000 και υπολογίζεται ότι έφτασαν το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου σε 4.500 – 5.000 μετά και την καμπάνια για την «Ψήφο στα 18». Η Β’ Πανελλαδική θα κυριαρχήσει συντριπτικά στις μαζικότερες οργανώσεις του μεταπολιτευτικού Ρήγα, δηλαδή στη Σπουδάζουσα Αθήνας και στη Μαθητική Οργάνωση Αθήνας. Θα κερδίσει την πλειοψηφία των επίσης μαζικών οργανώσεων των συνοικιών της Αθήνας και της Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης και θα αποσπάσει το σύνολο των μικρότερων αριθμητικά οργανώσεων της Σπουδάζουσας Πάτρας, Ιωαννίνων και Ξάνθης, καθώς και των οργανώσεων των Εργαζομένων και των Καλλιτεχνών. Με τη Β’Πανελλαδική θα συνταχθεί επίσης η πλειοψηφία των οργανώσεων του Ρήγα στο Παρίσι, στη Γένοβα, στο Τορίνο, στη Χαϊδελβέργη και στη Ρουμανία. Αντίθετα, δεν θα υπάρξει μεγάλη προσχώρηση από τις (μικρές αριθμητικά) οργανώσεις της Επαρχίας και των ΚΑΤΕΕ. Τη Β’ Πανελλαδική ακολούθησαν και περίπου 300 κομματικά μέλη του ΚΚΕ εσ. σε όλη την Ελλάδα, που ωστόσο παρά τις αρχικές προσπάθειες δεν έγινε δυνατόν να συγκροτηθούν οργανωτικά.
Με τη διάσπαση του Ρήγα το 1978 κλείνει ένας μεγάλος κύκλος για το ΚΚΕ εσ. Η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά κυρίως η γενιά του μεταπολιτευτικού Ρήγα διαλέγει το δρόμο της πολιτικής αυτονόμησης. Η νεολαία του ΚΚΕεσ από κει και πέρα θα ανασυγκροτηθεί σχεδόν εκ του μηδενός.
Μια «νεολαία – κόμμα» ή ένα «κόμμα νεολαίας»
Από το Μάιο του 1978 η Β’ Πανελλαδική αρχίζει να λειτουργεί ως αυτόνομος πολιτικός οργανισμός. Η (ιστορική και αναγκαστική) πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μια νεολαιίστικη οργάνωση χωρίς κομματικό φορέα, ή αντίστροφα, ένα «κόμμα» που έχει μόνο νεολαία και εξ’αυτού του λόγου παρουσία αποκλειστικά σχεδόν στον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Η Β’ Πανελλαδική αποτελείται κατά 95% από φοιτητές και μαθητές. Ακόμα και οι οργανώσεις των συνοικιών αποτελούνται κυρίως από φοιτητές και λιγότερο από εργαζόμενους.
Η πρώτη περίοδος της Β’ Πανελλαδικής εκτείνεται από το Μάιο 1978 έως τον Ιούλιος 1979. Πρόκειται για περίοδο συντήρησης της οργάνωσης, ανίχνευσης προϋποθέσεων για ευρύτερες ιδεολογικο-πολιτικές συγκλίσεις (αρχίζει ένας κύκλος επαφών με την ΕΔΑ του Μ. Γλέζου, τη Σοσιαλιστική Πορεία και την ομάδα του περιοδικού «Πολίτης») και παρέμβασης στο φοιτητικό κίνημα ενάντια στην πολιτική του ν.815 που είχε ήδη από το καλοκαίρι του 1978 εισάγει η κυβέρνηση Καραμανλή. Η κυκλοφορία του επίσημου περιοδικού της οργάνωσης «Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση» αναδεικνύεται σε ισχυρό πόλο θεωρητικής παραγωγής και πολιτικής παρέμβασης. Στο κοινωνικό πεδίο η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από τις μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις που στην ουσία προετοιμάζουν το κλίμα για το «θερμό χειμώνα» του 1979. Η Β’ Πανελλαδική με τη μαζική της παρουσία στις φοιτητικές συνελεύσεις έχει λειτουργήσει ως καταλύτης στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ του «καθεστωτικού μπλοκ» ΠΣΚ – ΠΑΣΠ και των ριζοσπαστικών δυνάμεων, υπέρ των δεύτερων.
Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από τον Σεπτέμβριο 1979 έως τον Νοέμβριο 1980. Στην ουσία αρχίζει με το κίνημα των καταλήψεων και φτάνει μέχρι την οριακή στιγμή της πορείας του Πολυτεχνείου 1980. Οι καταλήψεις του 1979 αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη «πολιτική στιγμή» της Β’ Πανελλαδικής. Η ύπαρξη ενός νέου μαζικού πόλου μέσα στο φ.κ. αλλά και οι ιδεολογικές – θεωρητικές παρεμβάσεις του, πυροδοτούν μια έκρηξη κινημάτων, ρευμάτων και τάσεων. Η σχέση της Β’ Πανελλαδικής με τα ρεύματα αυτά είναι μια σχέση παράλληλης συμπόρευσης και αμφίδρομης αναφοράς. Τη στιγμή που οι οργανώσεις της παραδοσιακής «άκρας αριστεράς» (ΑΑΣΠΕ και ΠΠΣΠ) συρρικνώνονται ή διαλύονται και τα μέλη τους απορροφώνται μέσα στις κινηματικές διεργασίες, η Β’ Πανελλαδική μαζικοποιείται, αλλά κυρίως αποκτά ένα πολύ πιο διευρυμένο κοινωνικό ακροατήριο. Είναι η στιγμή που αποφασίζεται η συγκρότηση των πλατειών κινηματικών συσπειρώσεων ανά Σχολή (πρόδρομα σχήματα των μετέπειτα Αριστερών Συσπειρώσεων), που στις φοιτητικές εκλογές του 1980, καταγράφουν τεράστια άνοδο και απειλούν την ηγεμονία της ΠΣΚ και της ΠΑΣΠ. Η Β’ Πανελλαδική προχωρά με τον ίδιο τρόπο στη συγκρότηση μαζικών κινηματικών σχημάτων και στις γειτονιές της Αθήνας και εκδίδει την εφημερίδα ΤΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ. Η δυναμική της εποχής όμως έχει τα όριά της. Ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς που έχει δημιουργηθεί δεν θα καταφέρει να υπερβεί τη νεολαιίστικη φυσιογνωμία του και η σύγκρουση στην πορεία του Πολυτεχνείου το 1980 με την κυβέρνηση Ράλλη και τα ΜΑΤ θα τον βρεί χωρίς ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες.
Η τρίτη περίοδος της Β’ Πανελλαδικής αρχίζει τον Δεκέμβριο 1980 και φτάνει έως τον Οκτώβριο 1981. Πρόκειται για την περίοδο της κρίσης. Η δυναμική του φ.κ. έχει ανακοπεί, η προσπάθεια κοινωνικής διεύρυνσης και πολιτικών συμμαχιών έχει αποτύχει, τη ίδια στιγμή που το ΠΑΣΟΚ και η κοινωνική συμμαχία της Αλλαγής προελαύνουν στην εξουσία. Οι ιστορικές εκλογές του 1981 θα αποτελέσουν ταυτόχρονα το τέλος του κύκλου της Β’ Πανελλαδικής και, ταυτόχρονα, το κλείσιμο μιας πρώτης εμπειρίας της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικής αριστεράς.
Οι επιδράσεις και η κληρονομιά της Β’ Πανελλαδικής
Αποτελεί ένα ιστορικό ερώτημα το πώς μια οργάνωση βραχύβια (τρισήμιση ετών) άσκησε μεγάλη ιδεολογικο-πολιτική επιρροή κατά τα χρόνια της δράσης της και δημιούργησε αναμφίβολα ένα ιστορικό μύθο. Αν μπορούσε να διατυπωθεί μια συνοπτική απάντηση, θα ήταν ότι η Β’ Πανελλαδική επέδρασε στη ριζοσπαστικοποίηση (μέρους) της επίσημης αριστεράς και στην κοινωνικοποίηση της άκρας αριστεράς. Η παρουσία της εμβολίασε την αρχαϊκή και «υπερ-πολιτική» μέχρι τότε ελληνική αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) με τα νέα κοινωνικά κινήματα και τη λογική της αυθεντικής αυτονομίας τους, αλλά και με νέα (για την τότε ελληνική εποχή) ιδεολογικά και θεωρητικά ρεύματα. Η παρουσία της επενέργησε ως καταλύτης για την απελευθέρωση κοινωνικών δυνάμεων, τόσο από την παραδοσιακή αριστερά (ΚΚΕ) όσο και από την άκρα αριστερά, αλλά και για την εμφάνιση των λεγόμενων τότε «νέων κοινωνικών κινημάτων».
Από την άλλη μεριά δεν πρέπει κανείς να ξεχνά δύο σημαντικούς αντικειμενικούς παράγοντες που λειτούργησαν ανασταλτικά. Ο πρώτος είναι ανθρωπογεωγραφικός: η Β’ Πανελλαδική υπήρξε μια οργάνωση ανθρώπων ηλικίας κατά βάση από 16-25 ετών. Μια οργάνωση πολιτικοποιημένων και μορφωμένων νέων, χωρίς όμως οργανικές σχέσεις με τις λαϊκές μάζες και τους εργαζόμενους. Ο δεύτερος είναι ιστορικο-πολιτικός: η δράση της Β’ Πανελλαδικής συμπίπτει χρονικά με την περίοδο που επιλύεται η κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων υπέρ του ΠΑΣΟΚ και του προγράμματός του. Το ρεύμα της Αλλαγής είναι ιλιγγιώδες και σαρώνει στην πορεία του όλες τις αριστερές διαφορετικότητες.
Η Β’ Πανελλαδική αυτοδιαλύεται μετά τον Οκτώβριο του 1981, όταν και θα έχει – εν πολλοίς ασυναίσθητα - την ωριμότητα να κατανοήσει ότι όταν μια οργάνωση έχει εξαντλήσει τον όποιο ιστορικό ρόλο της αναλογεί, αν εξακολουθήσει να υπάρχει θα αναπαράγει μόνον τη γραφειοκρατία της.

Πηγές: αρχείο Insider, Tvxs, Wikipedia, Κόκκινη Πιπεριά, Blog Χριστόφορου Βερναρδάκη, Εποχή, ΑΥΓΗ

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Η ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Pavel Filonov, universal flowering, 1915, The State Russian Museum, via Wikimedia commons

του Χ. Γεωργούλα


από την ΕΠΟΧΗ, 11.12.11

Συμμαχίες χωρίς συμμάχους

«Τα σενάρια αποπομπής της Ελλάδας από την ευρωζώνη ενισχύονται (…) Το θέμα δεν είναι να υπάρχουν χώρες που εκδιώκονται από την ΕΕ, το θέμα είναι να αποφασίσουν να φύγουν οι λαοί με τη θέλησή τους (…) Για τους λαούς της Ευρώπης, όσο περισσότεροι το αποφασίσουν, θα είναι μια μεγάλη πρώτη νίκη κι ένα στέρεο βήμα για να πάμε προς τα μπρος».

Το κείμενο προέρχεται από πρωτοσέλιδο άρθρο του «Ριζοσπάστη» (7-12-2011) και καταγράφει τις πρόσφατες, πιο επεξεργασμένες θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για την ευρωζώνη και την ΕΕ, που ως τώρα εκφραζόταν με το λακωνικό «αποδέσμευση από την ΕΕ».

Έξοδος με πρόσημο

Η ανάγκη να μιλήσει η ηγεσία του ΚΚΕ με περισσότερα λόγια γι’ αυτά τα ζητήματα, έγινε πιο έντονη και πιεστική, καθώς αυτή η «αποδέσμευση» άρχισε να έρχεται ως ορατό ενδεχόμενο από την εντελώς αντίθετη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση. Ενδεχόμενο που υποχρεώνει την ηγεσία του ΚΚΕ να τονίσει ότι δεν είναι αντίθετη με τη «συνεργασία των λαών» της Ευρώπης ή και των «ευρωπαϊκών χωρών», αλλά ότι, επειδή είναι η ΕΕ «συνεργασία καπιταλιστικών χωρών», δεν «ανοικοδομείται», χρειάζεται να ανατραπεί (δηλαδή μια θέση πολύ κοντά στην «επανίδρυση» του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς).

Η εξέλιξη αυτή έκανε φανερές δύο αδυναμίες της λακωνικής θέσης: πρώτον, δεν είχε αδιαμφισβήτητο ιδεολογικό πρόσημο και δεύτερον, δεν κάλυπτε τον υποστηρικτή της από το ενδεχόμενο να γίνει πράξη ηέξοδος με πρωτοβουλία των αστικών δυνάμεων, τώρα και όχι σε κάποιο μακρινό, ή απωθημένο, μέλλον.

Με πιο απλά λόγια, τώρα γίνεται ορατός ο κίνδυνος να υπάρξουν εξελίξεις, οι οποίες θα εντυπώνουν στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων ότι, όπως η ΕΕ δεν ήταν ποτέ παράδεισος (αλλά ένα νέο πεδίο ταξικών αγώνων, για να θυμηθούμε το ΚΚΕ Εσωτερικού), έτσι και η έξοδος από αυτήν μπορεί να θυμίζει κόλαση.

Τόσο πιο κοντά, τόσο πιο μακριά…

 Το πρόβλημα, όμως, γι’ αυτήν είναι ότι, λειαίνοντας την τοποθέτησή της, αφενός την κάνει να προσεγγίζει «επικίνδυνα» τους προβληματισμούς ορισμένων δυνάμεων της αριστεράς, αφετέρου αναγκάζεται να παραπέμψει την έξοδο από την ΕΕ στον ορίζοντα της οικοδόμησης της «λαϊκής εξουσίας–λαϊκής οικονομίας». Με αποτέλεσμα να διαφαίνονται μεγαλύτερα περιθώρια πίεσης για συνεργασία με άλλες αριστερές δυνάμεις με βάση τα πιο άμεσα πολιτικά επίδικα.

Γι’ αυτό, άλλωστε, τελευταία κάνει ό,τι μπορεί για να ανεβάσει τους τόνους της ενδοαριστερής αντιπαράθεσης στα ύψη, ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε υπόνοια ότι διαμορφώνεται έδαφος προς αναζήτηση κοινής δράσης. Είναι ενδεικτικό ότι στις πρόσφατες μεγάλης διάρκειας ομιλίας της η Αλ. Παπαρήγα αφιερώνει πολύ χρόνο για να αποδείξει πόσο… αδύνατο είναι να υπάρξει τέτοιου είδους προσέγγιση και συνεργασία, οξύνοντας τις επιθέσεις της κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι επιθέσεις αυτές πολλαπλασιάζονται, καθώς όλο και πιο συχνά συναντιούνται οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ με τους ανθρώπους του ΚΚΕ στο πλάι των πληττόμενων τάξεων (πιο πρόσφατο παράδειγμα οι λαϊκές πρωτοβουλίες για το χαράτσι και τα κινήματα συμπαράστασης απεργών).

Η «αδύνατη συμμαχία»

Αν ήταν μόνο αυτό, θα λέγαμε ότι πρόκειται για συνηθισμένα πράγματα –για την ηγεσία του ΚΚΕ. Το κακό είναι πως, στην προσπάθειά της αυτή, αρχίζει να αναπτύσσει μια επικίνδυνη για την πορεία των λαϊκών αγώνων απολογητική όσον αφορά την πολιτική συμμαχιών.

Ας εξηγηθούμε με τρία παραδείγματα:

Πρώτο: «Μας λένε ορισμένοι “καλές είναι οι θέσεις σας, αλλά βρείτε ορισμένα σημεία να συμφωνήσετε με όσο περισσότερες γίνεται πολιτικές δυνάμεις, μήπως γίνει κάτι”… Δυστυχώς δεν μπορούμε να απαντήσουμε τόσο απλά σ’ αυτά τα ζητήματα (…) Στη δεκαετία του ’70-’80 μπορούσες με όρους κινήματος να επιλέξεις τέσσερα – πέντε προβλήματα να τα προτάξεις (…) Τώρα είναι τεράστια τα προβλήματα και είναι και οξυμένα και πρωτόγνωρα. Ποια να προτάξεις; Είναι τόσα και τέτοια που δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Σήμερα μπαίνουν βασικές επιλογές. Εδώ πια συγκρούονται δύο δρόμοι ανάπτυξης. Εδώ πρέπει να απαντήσεις «με τα μονοπώλια» ή με το λαό», μέσα ή έξω από την ΕΕ (από την ομιλία Παπαρήγα στη Λιβαδιά, 5-12-2011).

Δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο αμήχανο κείμενο, που προσπαθεί να καλύψει την απουσία πολιτικής συμμαχιών, με την απόφανση ότι, για να αποκρούσεις την επίθεση του κεφαλαίου, μπορείς να συμμαχήσεις μόνο με τον εαυτό σου. Μόνο με τον εαυτό σου; Όχι ακριβώς, μπορείς να συμμαχήσεις με... το λαό, όπως διαπιστώνουμε στο δεύτερο παράδειγμα:
«Η μόνη διαφορά που μπορεί να γίνει σήμερα, είναι η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ (…) η ενίσχυση θα φέρει την ανατροπή μέσα στο κίνημα (...) Εμείς λέμε ότι αυτό που προέχει είναι η κοινωνική συμμαχία (…) κανένα άλλο κόμμα μην περιμένετε να προβάλει την αναγκαιότητα αυτής της συμμαχίας (…) Εμείς επιμένουμε: εργατική τάξη, μικροί επιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενοι, φτωχή αγροτιά (…) λέμε ελάτε όλοι, κάτω στη βάση πρέπει να είναι όλοι, γιατί τα προβλήματα είναι κοινά» (Παπαρήγα στη Λιβαδιά, 5-12-2011).

Σύμμαχοι δεν υπάρχουν πια…

Τόσο φτωχή αντίληψη για τις συμμαχίες δεν είχε ποτέ το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Τέτοια απλουστευτική άποψη, όπου οι κοινωνικές δυνάμεις δεν εκφράζονται παρά αυτοπροσώπως στο πολιτικό πεδίο και συναντούν η μία την άλλη χωρίς διαμεσολαβητές και με μόνο σημείο αναφοράς το ΚΚΕ και μόνο πολιτικό στόχο την «αποφασιστική ενίσχυσή του», δεν διατυπώθηκε ποτέ στην ελληνική αριστερά! Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία, το σχετικό κεφάλαιο κλείνει με την αποστομωτική παραδοχή: «Στο πολιτικό επίπεδο αυτή τη στιγμή η συμπόρευση με το ΚΚΕ είναι η απάντηση. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες μπορούμε να συμφωνήσουμε»…

Τρίτο παράδειγμα: Με μια τέτοια πολιτική συμμαχιών –ανύπαρκτη– καταλαβαίνει και η ίδια η Αλ. Παπαρήγα ότι δεν μπορεί να πάει μακρυά. Γι’ αυτό και μινιμάρει όσο μπορεί τους στόχους της: «Αυτή η συμμαχία μπορεί να καθορίσει και τη διέξοδο. Μπορούμε να παρεμποδίσουμε κάποια μέτρα; Μπορούμε να κερδίσουμε χρόνο; Ναι, μπορούμε».

Από το μάξιμουμ στο μίνιμουμ

 Ενώ, λοιπόν, η ηγεσία του ΚΚΕ εμφανίζεται να μην μπορεί να συμμαχήσει με άλλες αριστερές πολιτικές δυνάμεις, επειδή έχει τάχα πολύ προχωρημένους στόχους, στην πραγματικότητα, με την ασφυκτική αντίληψή της για τις συμμαχίες, οδηγείται στην ελαχιστοποίηση των στόχων του κινήματος, εν ονόματι του ότι δεν έχει ενισχυθεί επαρκώς το ΚΚΕ και δεν έχουν, συνεπώς, ωριμάσει οι συνθήκες: «Εμείς θεωρούμε ότι ο λαός πρέπει να ετοιμαστεί και για μια σχετικά μακρόχρονη πάλη χωρίς άμεσα αποτελέσματα και να μην κουραστεί. Να έχει αντοχή και για απότομες εξελίξεις» (ομιλία Αλ. Παπαρήγα στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό, 6-12-2011).

Γιατί είναι επικίνδυνη για την πορεία των λαϊκών αγώνων αυτή η αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ; Διότι αποκλείει εκ των προτέρων κάθε προσέγγιση των δυνάμεων της αριστεράς σε μια στιγμή κρίσιμη για την προώθηση ενός σχεδίου οικοδόμησης του αντίπαλου προς τις αστικές συσπειρώσεις συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Σε μια στιγμή που οι συνειδήσεις ωριμάζουν για κάτι τέτοιο. Σε μια στιγμή που η έναρξη και μόνο μιας τέτοιας διαδικασίας θα δημιουργούσε νέα ποιοτικά στοιχεία στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής της είναι ήδη ορατά και στους λιγότερο “εκπαιδευμένους” πολιτικά. Αυτό το «κάντε κάτι» που μεταφέρει η Αλ. Παπαρήγα ως αγωνία των «συμπαθούντων» ή και των μελών του ΚΚΕ (επιχειρώντας ταυτόχρονα να το αντικρούσει), πηγάζει από τις κοινωνικές ανάγκες, γι’ αυτό επανέρχεται όσο κι αν ξορκίζεται.

Χ.Γ.


Και το ΚΚ Ισπανίας στο στόχαστρο του ΚΚΕ

Δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στην Ισπανία, ο «Ριζοσπάστης» είναι αλήθεια ότι δεν έδειξε να ικανοποιείται από την επιτυχία της Ενωμένης Αριστεράς, στην οποία συμμετέχει το ΚΚ Ισπανίας. Ερμηνεύοντας, μάλιστα, το θετικό για την ΕΑ αποτέλεσμα σημείωνε ότι οι ψήφοι δόθηκαν στο κόμμα αυτό με την ελπίδα καλύτερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος...

Μόλις πληροφορήθηκαν στη Μαδρίτη για το σχετικό δημοσίευμα, έστειλαν επιστολή στο ΚΚΕ, στην οποία ανέφεραν μεταξύ άλλων:

«Διαβάσαμε με ανησυχία το άρθρο στην εφημερίδα σας «Ριζοσπάστης» με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου την ανάλυση για τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ισπανία, όπου υποστηρίζεται ότι πήραμε τις ψήφους με την ελπίδα της καλύτερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος.
Κατά τη γνώμη μας η άποψη αυτή είναι λανθασμένη και δεν ανταποκρίνεται καθόλου με τις θέσεις και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που υπερασπίστηκαν οι υποψήφιοι και οι υποψήφιες και μαζί τους τα μέλη της Ενωμένης Αριστεράς. (...)

Σε κάθε περίπτωση, για την ΕΑ και το ΚΚ της Ισπανίας, στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης που προκλήθηκε από τον αρπακτικό καπιταλισμό που επιτίθεται στα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων όλου του κόσμου, είναι καιρός για την ενότητα της συνεπούς αριστεράς για να κατακτήσει μια σύγκλιση για μια εναλλακτική λύση για το Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Για αυτό, παρά τη δυσφήμηση της ΕΑ που εμφανίστηκε στην εφημερίδα σας, συνεχίζουμε να διατηρούμε με το κόμμα σας αδελφικές διμερείς σχέσεις θεωρώντας ότι αποτελείτε αδιαμφισβήτητο τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Παρά το κριτικό μεν αλλά φιλικό τόνο της επιστολής του ΚΚ Ισπανίας, η απάντηση του ΚΚΕ ήταν σκληρή και επέμενε στην άποψη περί «καλύτερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος», με επιχειρήματα όπως: «Το γεγονός ότι η συμμετοχή του ΚΚ Ισπανίας στο προεδρείο του λεγόμενου Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που έχει αποδεχτεί στα ιδρυτικά ντοκουμέντα του τη διαφύλαξη των αρχών της ΕΕ και στηρίζεται σε θέσεις που υπερασπίζονται τη διαχείριση του καπιταλισμού, δίνει μόνο του την απάντηση».

Κατόπιν καταπιάνεται λεπτομερώς με το πρόγραμμα της Ενωμένης Αριστεράς και με τη μέθοδο της απόσπασης απομονωμένων φράσεων δικαιολογεί την αρχική εκτίμηση του «Ρ». Για παράδειγμα: «Στη σελίδα 6 [του προγράμματος] μπαίνει ο στόχος της “υπέρβασης του σημερινού κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού μοντέλου, που κυριαρχείται από το νεοφιλελευθερισμό”, που παραπέμπει στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση». Ή στη σελίδα 8 «μπαίνει στόχος η “δημιουργία απασχόλησης από το δημόσιο, γιατί σήμερα οι επιχειρήσεις έχουν πολλές δυσκολίες να το κάνουν χωρίς βοήθεια”, που εκφράζει την αγωνία για τους καπιταλιστές και τις απαιτήσεις τους για ζεστό κρατικό χρήμα», τη στιγμή που απαιτεί το ακριβώς αντίθετο.

Απαντώντας αρνητικά και στην πρόσκληση για συνεργασία, η ηγεσία του ΚΚΕ παρατηρεί: «Η διαχειριστική, σοσιαλδημοκρατική γραμμή ενός εξανθρωπισμένου καπιταλισμού, η άρνηση του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα είναι η ιδεολογικοπολιτική βάση της λεγόμενης ενότητας της αριστεράς».

Η ηγεσία του ΚΚΕ, συνεπής στη γραμμή του αποκλεισμού οποιασδήποτε συνεργασίας με δυνάμεις της αριστεράς, φαίνεται ότι προωθεί την εξαγωγή αυτής της πολιτικής σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μετά την κριτική που είχε απευθύνει προς το ΚΚ Πορτογαλίας για τη συνεργασία του με το Μπλόκο, τώρα ήρθε η σειρά του ΚΚ Ισπανίας.