|
Olive Trees with Yellow Sky and Sun, 1889 Vincent van Gogh |
του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλουαπό το Red NoteBook
Ο αντιγερμανισμός πουλάει στην Ελλάδα
Spiegel, 26.2.2012
1. Η «κατασκευή» του κύκλουΕίναι αλήθεια, προφανώς, ότι η διαχωριστική γραμμή «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» υπεραπλουστεύει τον πολιτικό ανταγωνισμό: η Αριστερά, η Δεξιά και τελικά οι σχέσεις εξουσίας είναι πολύ συνθετότερες. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι η απλούστευση αυτή –η διχοτόμηση της κοινωνίας με βάση ένα αίτημα-«σύνορο», όπως η ακύρωση του Μνημονίου– παραπέμπει στη «μεθοδολογία» του λαϊκισμού. Θα μπορούσε όμως να ήταν διαφορετικά; Μάλλον όχι. Η συγκυρία της κρίσης εγκαινίασε μια περίοδο όπου συνυπάρχουν, αφ’ ενός η πολλαπλότητα ανικανοποίητων μερικών αιτημάτων και, αφ’ ετέρου, η απροθυμία-ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να απορροφήσει τα αιτήματα αυτά. Στη συγκυρία αυτή, λοιπόν, ο άξονας «Αριστερά-Δεξιά» νοηματοδοτείται εκ νέου, καθώς τα κάθε λογής αιτήματα παίρνουν πια το χαρακτήρα μίας κεντρικής απαίτησης· της απαίτησης ενός «λαού» που, αναδεικνύοντας ως μείζον ζήτημα το μνημονιακό σοκ, κινητοποιείται σε αντιπαράθεση με το «καθεστώς». Είναι ακριβώς η στιγμή για κείνο που ο Λακλάου ονομάζει λαϊκιστική ρήξη.
Ο λαός αυτός –εν προκειμένω ο «αντιμνημονιακός»– δεν προϋπήρχε ούτε συγκροτείται αφ’ εαυτού, αυθόρμητα, στη βάση ας πούμε της κατά Σβορώνο «αντιστασιακής φύσης του ελληνικού έθνους». Ας θυμηθούμε, ως προς αυτό, την προ διετίας αρθρογραφία στελεχών της ΔΗΜΑΡ, που διόλου αντιστασιακά μας ζητούσαν να συνυπολογίσουμε τα θετικά του Μνημονίου (όπως σήμερα επιμένουν ότι «η σύμβαση με την τρόικα δεν ανατρέπεται»)· ας θυμηθούμε, επίσης, την προσαρμογή του δεξιού λαϊκισμού σε θέσεις «εθνικής ευθύνης».
Αν λοιπόν σήμερα, και σε πείσμα των εθνικά υπεύθυνων, έχουμε μπροστά μας έναν «αντιμνημονιακό λαό», αυτό οφείλεται σε έναν παρατεταμένο πολιτικό πόλεμο θέσεων που διεξήγαγε η ριζοσπαστική Αριστερά, ονοματίζοντας τον αντίπαλο και «επιβάλλοντας» τον ορισμό αυτόν: πρωτίστως απέναντι στους μνημονιακούς, και δευτερευόντως απέναντι σε δυνάμεις της Αριστεράς που προπαγάνδιζαν τη σύγκρουση γενικώς με τον καπιταλισμό. Υποπέσαμε άραγε στο αμάρτημα του λαϊκισμού; Προφανώς ναι - αλλά ουδείς ψόγος. Όπως δείχνει και ο υπεράνω υποψίας Ανδρέας Πανταζόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο («Λαϊκισμός και εκσυγχρονισμός 1965-2010»), και δυνατό και ευκταίο είναι να υπάρξει ένας προοδευτικός λαϊκισμός. Αντίθετα με ό, τι συμβαίνει στους άλλους λαϊκισμούς, η «χαρισματική ηγεσία» ενός τέτοιου λαϊκισμού (στην παράδοσή μας: ένας συλλογικός ηγεμόνας – ούτε δηλαδή ο τεχνοκράτης statesman, ούτε ο Χ Ηγέτης) καλεί τον λαό, όχι ως δημαγωγός που θέλει να ασκήσει εξουσία αντ’ αυτού, αλλά γιατί ο ίδιος αυτός ηγέτης εμφορείται από μια Μεγάλη Φιλοδοξία: να γίνει καταλύτης για την είσοδο των μαζών στο προσκήνιο και για την άσκηση μιας εξουσίας με ριζικά διαφορετικό κοινωνικό περιεχόμενο.
2. Ο κύκλος δεν κλείνει ποτέΑν όμως κάθε λόγος που φιλοδοξεί να γίνει ηγεμονικός, και δη σε συνθήκες κρίσης, δεν μπορεί παρά να είναι λαϊκιστικός (κατ’ αρχήν, δηλαδή, απλουστευτικός και διχοτομικός), μήπως άραγε το ίδιο αναπόφευκτα ένας τέτοιος λαϊκισμός θα είναι και εθνικός; Για να απαντήσουμε, θα χρειαστεί να σταθούμε σε δύο από τα προαναφερθέντα. Το ένα είναι η πολιτική (δηλαδή η συγκρουσιακή) συγκρότηση του λαού, που είναι δουλειά της Αριστεράς, και την οποία επιχειρεί να μπλοκάρει ο «αντιλαϊκισμός»· το δεύτερο είναι η «μεγάλη φιλοδοξία» της λαϊκής ηγεσίας. Ανατρέχοντας σ’ έναν άλλο «υπεράνω υποψίας», το
Νίκο Μουζέλη, θέλω να υπογραμμίσω τη διάκριση ανάμεσα στα αριστερά λαϊκιστικά κινήματα αφ’ ενός, και τα επαναστατικά κινήματα αφ’ ετέρου. Η διάκριση αυτή δείχνει, σε σχέση και με τα παραπάνω, ότι η Αριστερά συναντιέται υποχρεωτικά, αλλά δεν ταυτίζεται με τον λαϊκισμό. Κι αυτό, γιατί σύμφωνα με το σχήμα του Μουζέλη, τα μεν λαϊκιστικά κινήματα της Αριστεράς επιδιώκουν σημαντικές αλλαγές, αλλά αποκλειστικά στην πολιτική σφαίρα, τα δε επαναστατικά (η περίπτωσή μας δηλαδή), δεν επιδιώκουν απλώς και μόνο την πολιτική αλλαγή (πόσο μάλλον μια καλή εκλογική καταγραφή…), αλλά και την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής· την κοινωνική και πολιτισμική αλλαγή, για να είμαστε ακριβέστεροι.
Μια τέτοια αλλαγή ασφαλώς και ξεκινά από έναν «λαό» που, εξ ορισμού, είναι λαός εντός εθνικού κράτους, δηλαδή εθνικός (ο ελληνικός λαός κ.ο.κ)· δεν μπορεί ωστόσο παρά να καθηλωθεί και να αποτύχει, αν εξαντλήσει τον ορίζοντά της στα όρια του εθνικού κράτους, και αν νομίσει δυνατό το κλείσιμο του κύκλου της εθνικής ενότητας, όπως το νομίζουν οι «αντιλαϊκιστές». Ειδικά δε σήμερα, στα χρόνια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και του ισχυρού αντιμεταναστευτισμού, η βιωσιμότητα μιας τέτοιας σημαντικής αλλαγής είναι απλά αδύνατη αν περιοριστεί (και μάλιστα εξαρχής,
όπως προτείνει ο Σπύρος Ασδραχάς στα «Ενθέματα» της 19ης Φεβρουαρίου) στον εθνικό λαό -- κατ’ επέκταση δε, σε ένα σχέδιο εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης που να υποστηρίζεται από εθνικό νόμισμα. Να το πούμε πιο απλά; Πέρα από τη διαμάχη για το νόμισμα, η Αριστερά δεν μπορεί, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, να δώσει μια υπόσχεση εθνική, που να μπορέσει και να την τηρήσει, παραμένοντας την ίδια στιγμή Αριστερά. Όποτε και όπου το επιχείρησε –το δείχνουν οι Τσακαλώτος και Λάσκος, ανατρέχοντας στις δεκαετίες του ’70 και του ’80–, εκεί δεν έκανε άλλο παρά να υπογράψει τη συνθηκολόγησή της με το «εθνικό» κεφάλαιο: αφ’ ενός για να το προστατέψει από το διεθνή ανταγωνισμό, αφ’ ετέρου για να το αναδείξει σε κοινωνική δύναμη-«όχημα» για την υπέρβαση της κρίσης. Τι άλλο θα έκανε, όμως, και ένα αστικό κράτος;
3. Η (κατά)χρηση του ΕΑΜΈχουμε μήπως λόγους να παραγνωρίσουμε αυτή την εμπειρία, προτιμώντας τις αναλογίες με το ΕΑΜ; Νομίζω πως όχι. Μπορεί να ισχύει, όπως μαρτυρά και το ΕΑΜ, πως κάθετί το εθνικό δεν είναι της ακροδεξιάς για να της το χαρίσουμε, σε κάθε περίπτωση όμως η εθνικιστική ιδεολογία είναι πρώτα, παντού και πάντα ο ομογενοποιητικός λόγος του κράτους· το ΕΑΜ δεν μπορούσε να μιλά «εθνικά» παρά μέχρι τη σύγκρουσή του με το κράτος το ’44 – η κατοπινή ιστορία δε, είναι γνωστή. Από μια διαφορετική οπτική, αν οι «κοινοί τόποι» που σήμερα επιχειρούμε να φτιάξουμε θα συμπεριλαμβάνουν υποχρεωτικά και («εθνικά») στοιχεία του σημερινού κόσμου, η χρήση των στοιχείων αυτών ενέχει κάθε στιγμή τον κίνδυνο να παίζουμε στο πεδίο των αντιπάλων μας, εγκαλώντας τους ας πούμε στη βάση της (μη) εθνικοφροσύνης τους ή συνάπτοντας συμμαχίες ταχείας (εκλογικής) καύσεως. Αν τελικά επιμείνουμε στην εαμική παράδοση, δεν μπορεί να μας είναι αδιάφορα ούτε τα «πριν» (η δυσκολία του σοσιαλιστικού κινήματος να κερδίσει την ιδεολογική αυτονομία του έναντι του εθνικισμού από το 19ο αιώνα, όπως δείχνει η Βίκυ Καραφουλίδου στο βιβλίο της), ούτε τα «μετά», ούτε τέλος η σκέψη του Άγγελου Ελεφάντη, που τόνιζε ότι η ελληνική Αντίσταση αποτελούσε μέρος ενός πανευρωπαϊκού αντιφασιστικού αγώνα· ενός αγώνα χάρη στον οποίο αναδείχτηκε ένας αντιφασιστικός ευρωπαϊκός λαός, ενισχύθηκε η Αριστερά όσο ποτέ και τέθηκαν οι βάσεις για το πάλαι ποτέ «ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Προκειμένου λοιπόν η Αριστερά να μπορεί να είναι σήμερα δύναμη «λαϊκή», δεν αρκεί γενικώς να ακούει και να εμπιστεύεται το «λαό» – όπως εκτιμούν ακόμα και σύντροφοί μας που θεωρούν την Αριστερά παρωχημένη. Αν έφτανε απλά να «ακούμε» ό,τι λέει ο λαός, θα έπρεπε σήμερα να είχαμε τουλάχιστον το 80% του «λαού» μαζί μας και ταυτόχρονα να ανταποκρινόμαστε σε λαϊκά αιτήματα και ρητορικές αντιφατικές, που επ’ ουδενί συγκροτούν από μόνες τους έναν αριστερό ηγεμονικό «κοινό τόπο».
4. «People of Europe rise up!»Τα πράγματα λοιπόν δεν προσφέρονται για απλούστευση εις το διηνεκές: κάθε «λαός» είναι ετερογενής, και σε κάθε «λαό» υπάρχει μια κοινωνική δύναμη που ανεξαρτήτως μεγέθους κυριαρχεί πολιτικά, δίνει τον τόνο. Η ηγεμονία της Αριστεράς στον ελληνικό λαό (μια ηγεμονία με διαφορετική κοινωνική σύνθεση) δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί αν δεν αναδειχτούν, όχι απλά οι μαχητικοί --και επιτέλους κοινωνικά ορατοί-- αγώνες της εργατικής τάξης, αλλά και τα εξίσου «ορατά» ευρωπαϊκά κινήματα που αντιλαμβάνονται τι περιμένει τους λαούς της Ευρώπης μετά τον ελληνικό – εξ ου και διεκδικούν παντού στην Ευρώπη κάτι άλλο. Όχι ένα καλύτερο ευρώ· κάτι άλλο, όλο και πιο συχνά, ως λαοί απέναντι στα καθεστώτα τους.
Αν λοιπόν η Αριστερά έχει σήμερα τη δυνατότητα να είναι δύναμη «λαϊκή» (και ηγέτιδα δύναμη του έθνους, όπως γράφει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο), η δυνατότητα αυτή περνά σήμερα από την ικανότητά της να ονοματίζει σωστά τον αντίπαλο, να πείθει ότι τα συμφέροντα (όχι γενικά του «λαού», αλλά) των δυνάμεων της εργασίας είναι αυτά που σε πρώτη προτεραιότητα πρέπει να εκπληρωθούν, ώστε η κοινωνία να ορθοποδήσει. Αυτό όμως δεν μπορούμε να το κάνουμε εθνικοποιώντας τον αγώνα μας, αλλά ακριβώς το αντίθετο: διεθνοποιώντας τον. Καθώς η κρίση διαλύει την εθνική οικονομική κοινότητα, και για τους από πάνω παίρνει μορφή πολέμου τάξης εναντίον τάξης, είναι παράλογο να επιμένουμε ότι, και σ’ αυτήν ακόμα τη συνθήκη, δε νοείται πολιτική παρά μόνο εθνική – έστω και σε κόκκινο φόντο. Να το δούμε και με τα μάτια των αντιπάλων μας; Οι «αντιμνημονιακοί» δεξιοί που σήμερα καταγγέλλουν από εθνικές θέσεις την Κατοχή (sic), είναι οι ίδιοι που, μολονότι «πλήττονται από το Μνημόνιο», θυμίζουν με νόημα
σε άρθρα τους πως, ενδεχόμενη κυριαρχία της Αριστεράς, όπως στην Κατοχή, μόνο σε εμφύλιο θα μπορούσε να καταλήξει.