Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Οπότε τι; Να ανοίξουμε τα σύνορα;


Μόλις κάποιος αμφισβητήσει τη μεταναστευτική πολιτική, αμέσως έρχεται η ίδια ερώτηση παγίδα

Δεν αποτυγχάνει ποτέ. Σε κάθε συζήτηση για τη μετανάστευση, όταν κάποιος αμφισβητήσει τη μεταναστευτική πολιτική, είτε σε τηλεοπτική εκπομπή, είτε σε ένα δείπνο με φίλους, δεν αργεί να εμφανιστεί ο αιώνιος ενοχλητικός τύπος με την ίδια «κιτρινίζουσα» ερώτηση, που σου πετάει σαν κουβά με νερό: «Οπότε τι κάνουμε, ανοίγουμε τα σύνορα, να μπαίνει όποιος θέλει;»

Εδώ, οι περισσότερες συζητήσεις καταλήγουν συνήθως σε αδιέξοδο. Σε παγίδα. Επειδή και η απλή διατύπωση της ερώτησης είναι παγίδα, ένας ύπουλος τρόπος που εκμηδενίζει τα επιχειρήματά σου. Είναι σαν να σε πιάνει, να σε αρπάζει, εν ριπή οφθαλμού, από το πάρτι ή το δείπνο, να σε χώνει σ’ ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, να σε καθίζει στην καρέκλα του Προέδρου της Κυβέρνησης και να σου βάζει, στη συνέχεια, στο χέρι το στυλό με το οποίο υπογράφονται τα διατάγματα: «Έλα, να σε δω τι θα κάνεις τώρα, εξυπνάκια, για να δούμε αν τολμάς ν’ ανοίξεις τα σύνορα».

Λοιπόν, όχι! Άκου. Μην ξαναφήσεις να σε στριμώξουν. Υπερασπίσου τον εαυτό σου. Κατ’ αρχάς, να αρνηθείς να απαντήσεις στην παραπλανητική ερώτηση. Πρώτον, διότι δεν είναι δικό σου πρόβλημα, δεν το δημιούργησες εσύ, για να σου ζητούν τώρα να το λύσεις μέσα σε 24 ώρες. Δεύτερον, διότι δεν έχει νόημα να μιλάς μεμονωμένα για τα σύνορα, αλλά για ένα ολόκληρο αποτυχημένο σύστημα, που αναγκάζει χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους. Η λογική απάντηση είναι «Ναι, υποστηρίζω τα ανοικτά σύνορα, αλλά στα πλαίσια ενός ριζικού μετασχηματισμού που προχωράει πολύ πέρα από το νόμο για τη μετανάστευση».

Μήπως αυτό σημαίνει ότι, όσο δεν αλλάζει το διεθνές οικονομικό σύστημα που προκαλεί τη μετανάστευση, θα πρέπει να συνεχίσουμε να θωρακίζουμε τα σύνορά μας; Όχι, ούτε αυτό. Τουλάχιστον όχι με τόσο βαρύ τίμημα, όπως έχουμε δει να γίνεται στη Θέουτα.

Όχι, γιατί το πρόβλημα δεν είναι τα σύνορα. Πόσο μάλλον τα νότια σύνορα, αν λάβουμε υπόψη ότι η είσοδος μεταναστών από τη Θέουτα, τη Μελίγια ή από τη θάλασσα είναι αμελητέα. Στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης, όταν πάνω από μισό εκατομμύριο μετανάστες έμπαιναν στη χώρα κάθε χρόνο, υπολογίζεται ότι πάνω από το 70% ερχόταν αεροπορικώς, από κάποιο ισπανικό αεροδρόμιο, με νόμιμα έγγραφα ή έμπαιναν ως τουρίστες και στη συνέχεια παρέμεναν. Από τους υπόλοιπους, η πλειονότητα ερχόταν οδικώς, από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και λιγότερο από το 5% με πλοίο, αν και οι μόνες εικόνες για τη μετανάστευση που μας παρουσίαζαν τα ΜΜΕ αφορούσαν αυτούς τους τελευταίους.

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, τόσο με τη Θέουτα όσο και με τη Μελίγια. Οι 30.000 που υποτίθεται ότι θα ήταν στη Βόρεια Αφρική περιμένοντας να μπουν εξακολουθούν να είναι ένα μικρό ποσοστό, σε σύγκριση με την κίνηση από τα αεροδρόμια και τους αυτοκινητόδρομους.

Το πρόβλημα δεν είναι τα σύνορα, είτε ανοιχτά είτε κλειστά. Έχω γυρίσει το μισό κόσμο και ποτέ δε χρειάστηκε να πηδήξω ένα φράχτη ή να φθάσω σε μια παραλία και μερικές φορές υπήρχαν χώρες πιο θωρακισμένες από τη Θέουτα. Με τον ίδιο τρόπο που η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων στην Ευρώπη δεν έκανε καμιά χώρα να αδειάσει. Οπότε ας σταματήσουμε να εστιάζουμε στα σύνορα, διότι το πρόβλημα δεν είναι εκεί.

Ούτε το ύψος του τοίχου[1], ούτε ο αριθμός των νεκρών στην προσπάθεια να τον περάσουν είναι καθοριστικό στοιχείο. Πριν από χρόνια δεν υπήρχε διπλή περίφραξη με λεπίδες, και, παρόλα αυτά, δεν τον περνούσαν οι μετανάστες κατά εκατοντάδες. Κανένα σύνορο δεν μπορεί να αποτρέψει την είσοδο, μόνο να την κάνει πιο επώδυνη ή να λειτουργήσει σαν διεστραμμένη φυσική επιλογή, εξασφαλίζοντας ότι θα έρχονται μόνο οι δυνατότεροι, οι εξυπνότεροι και εκείνοι που πληρώνουν τα πιο πολλά.

Από εκεί και πέρα, στον κουραστικό τύπο που ρωτάει τι πρέπει να κάνουμε με τα σύνορα αύριο κιόλας, θα πρέπει να του υπενθυμίσεις κι άλλα πράγματα: όπως τη «χιονοστιβάδα» των 5 και άνω εκατομμυρίων ξένων που ήρθαν την δεκαετία πριν την κρίση. Και όχι μόνο δεν υπήρξαν κοινωνικές συγκρούσεις και αύξηση της εγκληματικότητας εξαιτίας τους, αλλά συνέβαλαν καθοριστικά στη στήριξη της ευημερίας εκείνης της εποχής. Αυτοί που ήρθαν ήταν κυρίως εργαζόμενοι και δημιούργησαν πολύ πλούτο που, όμως, δεν τον μοιραστήκαμε ισότιμα μαζί τους.

Τέλος, ενημέρωσε αυτό τον ηλίθιο, ότι ακόμη κι αν αυτοί οι 30.000 Αφρικανοί έμπαιναν στη χώρα αύριο κιόλας, πάλι θα ήταν περισσότεροι αυτοί που φεύγουν απ’ αυτούς που έρχονται. Εδώ και χρόνια είναι περισσότεροι αυτοί που φεύγουν απ’ αυτούς που έρχονται. Και, παρεμπιπτόντως, μεταξύ εκείνων που εγκαταλείπουν την χώρα, υπάρχουν και Ισπανοί, που φεύγουν σίγουροι ότι δε θα βρουν μπροστά τους έναν καταραμένο τοίχο να τους εμποδίσει.

[1] Αναφέρεται στον τοίχο της Μελίγια

* * *

Άρθρο του Isaac Rosa, μεταφράστηκε για το http://www.x-pressed.org/ από την Ελένη Νικολάου

Πηγη: Left

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ουκρανία: οι ναζιστές στην εξουσία (;)


 
Οι ανταποκριτές της έγκυρης εφημερίδας της πράσινης Αριστεράς, «tageszeitung», Andrej Nesterko και Bernhard Clasen μεταδίδουν από το Κίεβο ότι οι φασιστικές δυνάμεις της πλατείας Μεϊντάν διεκδικούν ανοιχτά την εξουσία.
 
Του Νίκου Σκοπλάκη

Σε εκτεταμένο ρεπορτάζ τους, αναφέρουν μεταξύ άλλων και τα εξής: Άνδρες των παραστρατιωτικών ομάδων «περιφρούρησης» που φορούν στρατιωτικά κράνη συλλαμβάνουν, συχνά σε συνεργασία με αστυνομικούς, όποιους τους φαίνονται ή τους υποδεικνύονται ως ύποπτοι. Ένας από τους φασίστες φυρερίσκους του «Δεξιού Τομέα», ο Dmitrij Jarosch, δηλώνει ότι είναι στιγμή να διεκδικήσει η «εθνική ιδέα» συμμετοχή στην διακυβέρνηση. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των δύο ανταποκριτών, ο νέος υπουργός εσωτερικών της Ουκρανίας, Arsen Awakow, δήλωσε ότι οι ηγέτες του «Δεξιού Τομέα» θα μπορούσαν να υπολογίζουν σε θέσεις επιρροής σε κεντρικά υπουργεία. Ολόκληρο το ρεπορτάζ στα γερμανικά, εδώ.

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να επισημάνω ότι το φασιστικό «Κόμμα της Ελευθερίας», το ακροδεξιό κόμμα του πυγμάχου Κλιτσκό και το κόμμα της αγαπημένης καταχράστριας των ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων δυνάμεων, Τιμοσένκο, δρούσαν από κοινού εδώ και καιρό. Ένα από τα πολλά κοινά τους αιτήματα ήταν να ανακηρυχτεί και πάλι ο Ουκρανός ναζιστής Stepan Bandera σε «ήρωα της Ουκρανίας», όπως είχε συμβεί κατά την πρώτη διακυβέρνηση Γιούσενκο-Τιμοσένκο. Με αφορμή εκείνη την ανακήρυξη, μάλιστα, η γενική συνέλευση του ΟΗΕ είχε εκφράσει με απόφασή της έντονη ανησυχία για την ραγδαία αναβίωση του φασισμού στην Ουκρανία. Περιέργως ξεχασμένο αυτό τις τελευταίες μέρες!

Όμως, και το Κέντρο Simon Wiesenthal είχε κατατάξει το «Κόμμα της Ελευθερίας» ως ένα από τα χειρότερα αντισημιτικά και ρατσιστικά κόμματα στον κόσμο. Η δημοσιογράφος της γερμανικής «Jüdische Allgemeine», Nina Jeglinski, είχε καταγράψει αναλυτικά από τον Μάιο του 2013 τις ρατσιστικές, ξενοφοβικές και αντισημιτικές θέσεις των δεξιών δυνάμεων, μέσα στις οποίες νομιμοποιήθηκε το «Κόμμα της Ελευθερίας» και διαμορφώθηκε ο φασιστικός γαλαξίας του σημερινού «Δεξιού Τομέα» στο Κίεβο. Επισήμανε, μεταξύ άλλων, την αφθονία οικονομικών μέσων για το «Κόμμα της Ελευθερίας» στη Δυτική Ουκρανία, την πολυτελή διαβίωση των στελεχών του, τα γραφεία του που θύμιζαν γραφεία επιχείρησης. Τα στελέχη του υποστήριζαν δημοσίως θεωρίες «ρωσο-εβραϊκών συνωμοσιών εναντίον της Ουκρανίας». Ο πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας στην Ουκρανία, Eduard Dolinski, είχε επισημάνει ότι με «την είσοδο αυτού του κόμματος στην Βουλή τα ρατσιστικά ιδεολογήματα έγιναν και πάλι αποδεκτά στον δημόσιο λόγο». Ανέφερε, μάλιστα, την ανάγκη για μια ξεκάθαρη στρατηγική, ώστε να εμποδιστεί η ανάπτυξη του φασισμού (ολόκληρο το κείμενο εδώ).

Η στρατηγική των νεοφιλελεύθερων δυτικών δυνάμεων, πάλι, ήταν να βοηθήσουν την κοινή δράση των δεξιών, των ακροδεξιών και των ναζιστών μαχαιροβγαλτών, ώστε να επανέλθει μια «ισορροπία» αντιπροσωπευτικότερη για το είδος των σχέσεων που επιδιώκουν με την Ουκρανία. Μόνο που με την στρατηγική αυτή, επανήλθε ως ρυθμιστική δύναμη στην Ουκρανία ο φασισμός. Συγκαλύπτοντας παραστρατιωτικούς φασίστες και παρουσιάζοντας μέσω μεγάλων ΜΜΕ μια ΜΗ αντιπροσωπευτική εικόνα της κατάστασης, στο πορτοκαλόφαιο κράμα κυριαρχεί η ακροδεξιά. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις είναι απολύτως υπόλογες για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η κατάσταση στην Ουκρανία. Διότι γνώριζαν, διότι παρουσίαζαν τον «Δεξιό Τομέα» φενακιστικά σαν...διαδηλωτές, διότι υποδέχτηκαν τον κουστουμαρισμένο φασίστα Oleg Tjanibok από το «Κόμμα της Ελευθερίας» ως μέρος της «λύσης». Μιας «λύσης» εκφασισμού με νεοφιλελεύθερο περίβλημα, μήπως;

 

Τρεις άξονες για την τοπική αυτοδιοίκηση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό


Των Παναγιώτη Δήμα και Γιάννη Μάργαρη
 

Σίγουρα, η αναμέτρηση στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης παίζει στη συγκεκριμένη καμπή που βρισκόμαστε έναν ιδιαίτερο ρόλο, ειδικά αν τη δούμε υπό το πρίσμα της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά ένας από τους τομείς που έχουν διερευνηθεί λίγο σχετίζεται με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, τις κοινωνικές συμμαχίες και το ρόλο διαταξικών στρωμάτων, όπως η νεολαία, σε αυτή τη μάχη. Ζητήματα που εν πολλοίς θα κρίνουν την επιτυχία των αριστερών προταγμάτων μέσω της εμπλοκής σε διάφορες κλίμακες διοίκησης.

Θα διατυπώσουμε, λοιπόν, μερικές σκέψεις σαν περίγραμμα αυτών των προβληματισμών:

Μπορούν οι αυτοδιοικητικές εκλογές να αποτελέσουν μια αφορμή διατύπωσης απόψεων γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές;


Στους μεγάλους δήμους και σε επίπεδο περιφέρειας, οι εκλογές αυτές εκφράζουν μια κεντρικοπολιτική τοποθέτηση, αφού ξεκινάμε από την πρότερη καταστροφική διεύθυνση των δήμων από τους εκπροσώπους του δικομματισμού. Ωστόσο, η επιπλέον δυνατότητα που δίνει η μικροκλίμακα των κοινοτήτων που θα ψηφίσουν στους δήμους είναι ακριβώς αυτό που εκφράζει και η λέξη «αυτοδιοίκηση»: Την επαναφορά της πολιτικής στο ελάχιστο επίπεδο θεσμικής υλικότητας, όπως αυτή εκφράζεται στην αντιπροσώπευση μέσα στα δημοτικά συμβούλια και στη λειτουργία των αυτοδιοικητικών σχημάτων ως κύτταρα όπου οι συλλογικές επεξεργασίες μπορούν να δοκιμάζονται σε δύο πεδία: εντός επίσημων θεσμών και εντός κινήματος.

Η δυνατότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), είτε στην κλίμακα των δήμων είτε σε περιφερειακό επίπεδο, να εξειδικεύσουν επιμέρους τομείς του προγράμματος για τον κοινωνικό και παραγωγικό μετασχηματισμό που επιδιώκουμε ως Αριστερά, και κυρίως, η ευκαιρία για συγκρότηση αυτών των συλλογικών μορφών που θα επεξεργαστούν, θα προτείνουν, θα ζυμώσουν προτάσεις εναλλακτικής συλλογικής οργάνωσης, είναι που καθιστά τις επερχόμενες εκλογικές μάχες τις πιο κεντρικές από όσες έχουμε ζήσει στις μέρες μας.

Ένα πρόγραμμα πολιτικής ανατροπής που επιδιώκει την αλλαγή των συσχετισμών όχι μόνο στο εθνικό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ικανοποιεί άλλωστε το στόχο του στο βαθμό που επιτυγχάνει τη συμπόρευση και τη συμμετοχή των κοινωνικών εκείνων δυνάμεων που θα στηρίξουν και θα απαιτήσουν την υλοποίηση των αξόνων ενός αριστερού κυβερνητικού προγράμματος. Για το λόγο αυτό, οι 90 μέρες που έχουμε μπροστά μας μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να βρεθούμε στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας και ζωής των νέων, ανέργων, επισφαλώς εργαζομένων ώστε να αποκτήσει πλέον νόημα η οποιαδήποτε προγραμματική δουλειά σε επίπεδο κόμματος, αλλά ακόμα ακόμα και να επικαιροποιηθούν/αμφισβητηθούν τυχόν λάθος ερωτήματα που έχουμε θέσει ως Αριστερά.

Η κρίση του κεφαλαίου στο πεδίο της πόλης


Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, πρέπει να αξιοποιήσουμε την ανάλυση που έχουμε για την οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο εξειδικεύοντας την σε επίπεδο πόλης και γειτονιάς. Η μαρξιστική θεώρηση της κρίσης στο οικονομικό πεδίο, ως κρίσης υπερσυσσώρευσης, όπου αδιοχέτευτα συγκεντρωμένα κεφάλαια αναζητούν νέα πεδία κερδοφορίας και απόσπασης σχετικής υπεραξίας μέσω νέων εγκλεισμών [1] μας προσφέρει πολύτιμα εργαλεία κατανόησης των πολιτικών που έχουν εφαρμοσθεί από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού όλα αυτά τα χρόνια.

Υιοθετώντας το πλαίσιο ανάλυσης του μαρξιστή γεωγράφου Ντ. Χάρβευ για το ρόλο της αστικοποίησης στους μηχανισμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, ο χώρος της πόλης, οι υποδομές συγκοινωνιών, ενέργειας και κτιριακών δομών αποτέλεσαν τις δεκαετίες που ακολούθησαν τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τους κατεξοχήν χώρους απορρόφησης κεφαλαίων. Η διαδικασία αυτή συνοδεύτηκε από τη γέννηση κλάδων και προϊόντων στο χρηματοπιστωτικό τομέα, π.χ. τα ενυπόθηκα δάνεια στις ΗΠΑ, με σκοπό τη δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας σε μια περίοδο πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο. Η κρίση του 2008 διέλυσε όλες τις σταθερές που είχαμε στο μυαλό μας αναδιαμορφώνοντας και την αντίληψη που έχουμε για τη σχέση μεταξύ δομημένου χώρου, κεφαλαίου, τραπεζών και κεντρικών πολιτικών επιλογών από το νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου, πριν ακόμη αυτό «επενδυθεί» σε μέσα παραγωγής και εντατικοποιημένη εργασία, επιθυμεί να δημιουργήσει περιφράξεις ακόμη και στην ελάχιστη πιθαμή όπου μια «οικονομία των κοινών» μπορεί να ανθίσει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ελληνικού και του μητροπολιτικού πάρκου, αλλά και των ελευθέρων και δημόσιων χώρων σε επιμέρους γειτονιές. Σε αντίστροφη πορεία, τα κινήματα πόλης με τη συμμετοχή και την εμπειρία των κατοίκων και των τοπικών σχημάτων, διεξάγουν μια προσπάθεια επανοικειοποίησης και διεύρυνσης των κοινών, η οποία αποτυπώνεται στο προγραμματικό επίπεδο περισσότερο ως διαδικασία και αίτημα της ίδιας της κοινωνικής κίνησης, παρά ως «υπόσχεση» ενός, κοντινού ή μακρινού, μετεκλογικού χάρτη. Έχουν, δηλαδή, οι κινηματικές αυτές διαδικασίες το ρόλο ενός δούρειου ίππου που χτυπά την τακτική της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου στην καρδιά της, ακόμα κι α ν αυτό δεν διατυπώνεται ρητά, αλλά μέσω υλικών πρακτικών και συγκρούσεων. Τέτοιες συγκρούσεις, από τα κινήματα ενάντια στις ανεμογεννήτριες στο Αιγαίο ως τα μεταλλεία στις Σκουριές, διασπείρουν και τα αντιπαραδείγματα αντίστασης σε όλη την ελληνική περιφέρεια «σπάζοντας» και το ιδιότυπο μονοπώλιο που έχει ο αστικός (γεωγραφικά) χώρος  ως προς την επαναστατική έκρηξη (βλ. κίνημα πλατειών). Η επιτυχία της Αριστεράς στις εκλογές αυτές θα είναι ακριβώς η δυνατότητα της να φέρει το λόγο των κινημάτων αυτών στο προσκήνιο και να συνδέσει τα επιμέρους τοπικά θέματα με την αναγκαιότητα του σχεδίου για τον παραγωγικό μετασχηματισμό.

Έχουν τη δυνατότητα ενδεχόμενες αριστερές διακυβερνήσεις σε επίπεδο δήμων να προτείνουν ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο;

Η μνημονιακή πραγματικότητα έχει μετατρέψει τους ΟΤΑ σε μηχανισμούς εφαρμογής των κεντρικών αποφάσεων σε επίπεδο κυβέρνησης, αυξάνοντας διαρκώς τα τελευταία χρόνια τη συγκέντρωση εξουσίας σε υπερτοπικές δομές (Σχέδιο Καλλικράτης) και στερώντας από τις τοπικές κοινωνίες κάθε δυνατότητα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης πολιτικών.

Τα περιθώρια δράσης των θεσμών ΟΤΑ θα εξαρτηθούν από το συσχετισμό δυνάμεων που θα εκφράσουν οι αριστερές παρατάξεις στις επερχόμενες εκλογές. Και βεβαίως συνδέονται άμεσα με το ζήτημα των ταξικών συμμαχιών για τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού μπλοκ εξουσίας στην παρούσα συγκυρία.

Στη διαδικασία επέκτασης ενός αποκεντρωμένου μοντέλου παραγωγής, είναι κρίσιμο το πώς ακριβώς θα επιτευχθεί μια ήπια περιβαλλοντική εκμετάλλευση με πλατιά προσβασιμότητα σε φτηνά αγαθά και φτηνή ενέργεια ως άμεσο μέτρο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης. Οι συνεταιρισμοί και τα δίκτυα αλληλεγγύης, με το διπλό τους ρόλο (συμμετοχή και απασχόληση), βάζουν το σκεπτικό μας σε μια τροχιά. Αλλά αυτή δεν πρέπει να είναι η μόνη. Στην κλίμακα των περιφερειών και των δήμων, ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο δημιουργώντας τις απαραίτητες αντιστάσεις που θα απαιτηθούν στην ανταγωνιστική σχέση προς τα δύο πεδία ιδιοκτησίας, το ιδιωτικό από τη μία και τη στενή έννοια του κρατικού από την άλλη.

Εξειδικεύοντας, η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να λειτουργήσει ως πρόπλασμα ανάδυσης μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, επεξεργαζόμενη παράλληλα και μια δικτύωση φορέων και θεσμών που θα θελήσουν να αμβλύνουν τις διαφορικές διευρύνσεις τομέων σε εθνικό επίπεδο. Στον τομέα της ενέργειας, για παράδειγμα, το μοντέλο κεντρικών μονάδων παραγωγής σε συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας και μεγάλων κέντρων κατανάλωσης στα αστικά κέντρα απαιτεί, για το μετασχηματισμό του, μια συγκρότηση εναλλακτικού ενεργειακού σχεδιασμού σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Σε μια τέτοια διαδικασία, το συντονιστικό ρόλο πρέπει να κληθούν να έχουν οι ΟΤΑ. Η θέση τους στην κλίμακα ανάμεσα στο κοινωνικό πεδίο και το κεντρικό Κράτος απαιτεί αναβάθμιση του ρόλου τους σε κάθε απόπειρα σχεδιασμού της παραγωγής.

Ένα καλό παράδειγμα είναι αυτό των συμμετοχικών προϋπολογισμών, με σημαντικές εμπειρίες από τη Λατινική Αμερική, αλλά και κάποιες δοκιμασμένες περιπτώσεις μελέτης στην Ευρώπη. Στις περιπτώσεις αυτές λειτούργησε και λειτουργεί ένα ιδιότυπο σύστημα, όπου η κάθε κοινότητα αποφασίζει μέσω γενικής συνέλευσης για τον προϋπολογισμό στο επίπεδο του δήμου, και στη συνέχεια, ένας αιρετός και ανακλητός αντιπρόσωπος συμμετέχει στον οικονομικό σχεδιασμό σε περιφερειακό επίπεδο. Στην Ευρώπη, η ιδέα του συμμετοχικού προϋπολογισμού αναπτύχθηκε κυρίως ως απάντηση στη διττή αποτυχία της αγοράς να δώσει λύσεις στις κοινωνικές ανάγκες, είτε είχε αναφορά στην κρατική είτε στην ιδιωτική επιχείρηση: σε αντίθεση με το κυρίαρχο μεταπολεμικό μοντέλο, όπου η δυνατότητα στη συνδιαμόρφωση και στο σχεδιασμό ήταν προνόμιο των ισχυρών οικονομικά και κοινωνικά οργανώσεων, τα κινήματα αυτά θέλησαν να προτάξουν την ισότιμη πρόσβαση στις αποφάσεις μαζί με μια ευρύτερη αναδιανομή των πόρων και του «δικαιώματος στην πόλη» [2]. Υιοθετείται έτσι ένα υβριδικό μοντέλο που συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της δημοκρατικής διεύρυνσης στον τρόπο λήψης των αποφάσεων με την άμεση δημοκρατία και τον κεντρικό σχεδιασμό.

Η δυνατότητα εφαρμογής τέτοιων διαδικασιών στους ΟΤΑ θα προσφέρει σε όλους μας στην Αριστερά πολύτιμες εμπειρίες άσκησης διοικητικών καθηκόντων και κυρίως ανατροπής των υπαρχόντων συσχετισμών στο πεδίο του Κράτους. Το νέο Κράτος που έχει ως στόχο ένα αριστερό πρόγραμμα διακυβέρνησης σε εθνικό επίπεδο μπορεί να κάνει τα πρώτα του βήματα στο πεδίο των ΟΤΑ. Σχέσεις οικονομικής εξάρτησης, πελατειακά συστήματα εμπεδωμένα για δεκαετίες, συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα που υφαρπάζουν δημόσιο πλούτο και όλες οι διαδικασίες που αναπαράγουν το φαύλο κύκλο της πολιτικής και οικονομικής αφαίμαξης της κοινωνίας θα πρέπει για το λόγο αυτό να μπουν στο στόχαστρο κάθε αριστερής αυτοδιοίκησης. Οι μάχες που θα κληθούμε να δώσουμε θα αφορούν σε παγιωμένες λογικές, όπως η μεταβίβαση της φθοράς της κεντρικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, η διάδοση και διείσδυση επιχειρηματικών συμφερόντων από το εθνικό στο περιφερειακό – και πολλές φορές στο κοινοτικό επίπεδο. Είναι κατ’ αναλογία ο σκληρός πυρήνας του κράτους όπως εκφράζεται εν συνόλω στο πιο μικρό κύτταρο λειτουργίας του, μέσω της μονοπώλησης και της κρυπτογράφησης της γνώσης από νομικές διατυπώσεις και υπαλληλικά τελετουργικά που επαναλαμβάνονται με ευλάβεια. Οι δημοτικές υπηρεσίες πολλές φορές αντανακλούν τη δυσκαμψία των κρατικών μηχανισμών και θυμίζουν συχνά την ένταση με την οποία η κρίση εκπροσώπησης χέρι-χέρι με την κρίση του πολιτικού διαπερνούν όλες τις βαθμίδες άσκησης της πολιτικής και όλες τις κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες.

Ιδιαίτερα στην περίπτωση της νεολαίας, λόγω των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων που έχει ως προς τις δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης, η απάντηση στην κρίση εκπροσώπησης και την κρίση του πολιτικού ανάγεται σε ζήτημα κομβικής σημασίας. Χρειάζεται δηλαδή μια οργανική σύνδεση των αυτοδιοικητικών σχημάτων με τη νεολαία, όπου οι οργανώσεις μελών της δεύτερης δε θα αντιμετωπίζονται από τα πρώτα ως εργαλεία εξειδίκευσης της πολιτικής γραμμής και των προγραμματικών επεξεργασιών στις μικρές ηλικιακές ομάδες. Αντίθετα, τα αυτοδιοικητικά σχήματα θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να συμπυκνώσουν τα νεολαιίστικα αιτήματα σε ένα ευρύτερο συλλογικό σχέδιο που θα εδράζεται στις ισότιμες αποφάσεις και τους διαύλους επικοινωνίας των ίδιων των νέων ανθρώπων με τα κινήματα πόλης και τις προγραμματικές συμβολές. Να «περάσει» με άλλα λόγια και η απόφαση της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ [3] στο σύνολο της λειτουργίας των μετωπικών σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς στο δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο.

Παράλληλα, αυτή η παραπάνω μεθοδολογία μας προσφέρει και ένα τρόπο για να σκεφτόμαστε γύρω από το ζήτημα των ταξικών συμμαχιών μιας και βάζει στον αξιακό πυρήνα των σχημάτων τον ίδιο το μετασχηματισμό και απεμπλέκει από αντιλήψεις που θεωρούν ότι τα δημοτικά συμβούλια είναι ένας χώρος συμβιβασμού συμφερόντων των εταίρων (όπως είναι τα αγροτικά στρώματα ή οι μικροί επιχειρηματίες ως έκφραση διαφορετικών τρόπων παραγωγής και ως διαφορετικές μερίδες τάξεων). Συγκροτεί δηλαδή το κοινωνικό μπλοκ που διεκδικεί την εξουσία πάνω σε νέες συλλογικές ταυτότητες και όχι μέσω μιας «ισορροπίας ασταθών συμβιβασμών» [4], που αποτελεί μια απλή ανεστραμμένη εικόνα του αστικού συνασπισμού εξουσίας.

Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι οι επερχόμενες εκλογές πρέπει να μας βρουν στο δρόμο, στις γειτονιές, στις δομές αλληλεγγύης και κυρίως στους νέους χώρους συλλογικής δράσης και ζωής που καλούμαστε να δημιουργήσουμε. Η Αριστερά έχει μπροστά της μια μεγάλη πρόκληση: την ανατροπή του πολιτικού συστήματος με όρους μαζικής συμμετοχής της κοινωνίας που θα αμφισβητεί κάθε συνήθεια του παρελθόντος και όλες τις προηγούμενες υλικές πρακτικές.

Καλό μας αγώνα.

__________________

Σημειώσεις

[1] «Η ρίζα αυτής της επιδείνωσης (σ.σ. της οικονομικής απόδοσης) βρίσκεται στη μεγάλη πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, η οποία προκλήθηκε πρωτίστως από τη χρόνια τάση προς την υπερβολική επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας» (R. Brenner, Devastating Crisis Unfolds, Against the Current 132, February 2008). Από την έκδοση του ΙΝΠ «Η μαρξιστική συζήτηση για την παρούσα κρίση», Χρήστος Λάσκος, 2010.

[2] Τζοβάνι Αλεγκρέτι, Κάρστεν Χέρζμπεργκ, Ο Συμμετοχικός Προϋπολογισμός στην Ευρώπη, έκδοση του ΙΝΠ.

[3] «[Η νεολαία]…είναι μια οργάνωση πολιτική, με ταξική ματιά στον κόσμο: συμπυκνώνει, δηλαδή, όλες τις επιμέρους αντιθέσεις που κυριαρχούν στη ζωή των νέων ανθρώπων, σ΄ ένα συνεκτικό σχέδιο άμεσης ανατροπής με ορίζοντα την κατάργηση κάθε εκμεταλλευτικής σχέσης».

[4] «Η αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων σημαίνει και αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων του ταξικού προσδιορισμού», Νίκος Πουλαντζάς, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, Θεμέλιο.

 

__________________

 

Σημειώσεις

 

[1] «Η ρίζα αυτής της επιδείνωσης (σ.σ. της οικονομικής απόδοσης) βρίσκεται στη μεγάλη πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, η οποία προκλήθηκε πρωτίστως από τη χρόνια τάση προς την υπερβολική επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας» (R. Brenner, Devastating Crisis Unfolds, Against the Current 132, February 2008). Από την έκδοση του ΙΝΠ «Η μαρξιστική συζήτηση για την παρούσα κρίση», Χρήστος Λάσκος, 2010.

 

[2] Τζοβάνι Αλεγκρέτι, Κάρστεν Χέρζμπεργκ, Ο Συμμετοχικός Προϋπολογισμός στην Ευρώπη, έκδοση του ΙΝΠ.

 

[3] «[Η νεολαία]…είναι μια οργάνωση πολιτική, με ταξική ματιά στον κόσμο: συμπυκνώνει, δηλαδή, όλες τις επιμέρους αντιθέσεις που κυριαρχούν στη ζωή των νέων ανθρώπων, σ΄ ένα συνεκτικό σχέδιο άμεσης ανατροπής με ορίζοντα την κατάργηση κάθε εκμεταλλευτικής σχέσης».

 

[4] «Η αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων σημαίνει και αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων του ταξικού προσδιορισμού», Νίκος Πουλαντζάς, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, Θεμέλιο.
Πηγη: Rednotebook

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Οι βλαβερές συνέπειες της έλλειψης πολιτικής συμμαχιών


 
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιόμορφο κόμμα. Ενώ έχει γίνει πια με απόφαση του συνεδρίου του ενιαίος πολιτικός οργανισμός, το βιωματικό φορτίο του είναι φορτίο συμμαχικού σχήματος, συνασπισμού κομμάτων. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς τα ενιαία κόμματα διαμορφώνονται στην πράξη και όχι απλά με μια απόφαση.
 
Του Χ. Γεωργούλα και του Π. Κλαυδιανού

Συχνά, όμως, η πραγματικότητα αυτή έχει συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα των συμμαχιών του με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Από κεκτημένη ταχύτητα άλλοι τείνουν να θεωρούν τη σύναψη συμφωνίας σαν προθάλαμο για την ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ, και άλλοι απαιτούν συχνά από τους υποψήφιους συμμάχους πολιτικά διαπιστευτήρια, που είναι απαραίτητα μόνο για την ένταξη σ’ ένα ενιαίο κόμμα. Ενώ η πολιτική συμμαχία προϋποθέτει ακριβώς ύπαρξη διαφοράς, η οποία δεν επιτρέπει μεν τη συνύπαρξη στο ίδιο κόμμα, γεφυρώνεται όμως με την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας από την οποία επωφελούνται και οι δύο «συμβαλλόμενοι».

Οι συγχύσεις αυτού του είδους παρουσιάζονται ελλείψει μιας ουσιαστικής συζήτησης με σκοπό τη διαμόρφωση μιας πάγιας και καλά σχεδιασμένης πολιτικής συμμαχιών. Ενδεικτικό των συγχυτικών φαινομένων, για παράδειγμα, είναι ότι εκείνοι ακριβώς που δυσκολεύονται περισσότερο να ενταχθούν ουσιαστικά στον τρόπο λειτουργίας ενός δημοκρατικά συγκροτημένου ενιαίου κόμματος (υπάρχουν ακόμα «συνιστώσες» που δεν έχουν αυτοδιαλυθεί), είναι συνήθως εκείνοι που διστάζουν περισσότερο μπροστά στα ζητήματα που θέτει μια πολιτική συμμαχιών. Ενώ, δηλαδή, οι ίδιοι νιώθουν πιο καλά σ’ ένα κόμμα που δεν έχει αποβάλει ακόμα πλήρως τα χαρακτηριστικά του συμμαχικού σχήματος, διστάζουν να δεχτούν ως συμμάχους άλλες πολιτικές δυνάμεις, που δεν είναι καθόλου υποχρεωμένες να πληρούν τους αυστηρούς όρους, που θα τους έκαναν αποδεκτούς στο ενιαίο κόμμα.

Το αποτέλεσμα είναι να συναντάει κάποιος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην πρακτική του συχνά, όλες τις εκδοχές της πολιτικής συμμαχιών, από τις πιο ευρύχωρες μέχρι τις πιο στενόχωρες. Για ένα κόμμα που βρίσκεται προ της διεκδίκησης της κυβέρνησης, το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σοβαρό, γιατί μπορεί, αφ’ ενός, να το απομακρύνει από αυτήν λόγω ευκαιριών και αφερέγγυων χειρισμών, αφ’ ετέρου μπορεί να κάνει εξαιρετικά ασταθή την κυβέρνησή του αφήνοντάς τη χωρίς τους απαραίτητους σταθερούς συμμάχους.

Συμμαχίες και «ανοίγματα»


 Μπορεί αυτά τα προβλήματα να λυθούν και τα αγωνιώδη ερωτήματα να απαντηθούν χωρίς την επεξεργασία σοβαρής και συγκροτημένης πολιτικής συμμαχιών; Η απάντηση είναι φανερή, αλλά το ζήτημα είναι ότι η μέχρι τώρα πρακτική περιορίζεται είτε στις (πρώιμες) προσπάθειες προσέλκυσης προσώπων και κινήσεων στον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην προώθηση συνεργασιών με πρόσωπα που, όπως λέγεται συνήθως, σηματοδοτούν διαφόρων ειδών «ανοίγματα».

Στόχος αυτών των «σηματοδοτήσεων» είναι περισσότερο η ενίσχυση της εκλογικής καταγραφής του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ λιγότερο η καλλιέργεια και η συγκρότηση ενός συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων σε αντιστοιχία με το συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων που διεκδικούμε στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων. Οι συμπράξεις αυτές γίνονται συνήθως σε μάλλον ασαφή πολιτική βάση. Δεν διατυπώνεται με σαφήνεια το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρούνται, ούτε ο πολιτικός ορίζοντας στον οποίο τοποθετούνται. Πολλές φορές, μάλιστα, ερωτήματα και ενστάσεις σ’ αυτό το πεδίο ερμηνεύονται με ευκολία σαν πρόσχημα για την ακύρωση κάθε είδους συνεργασιών. Άλλοτε πάλι συκοφαντούνται σαν απαίτηση πιστοποιητικού πολιτικών φρονημάτων ή δηλώσεων μετανοίας από τους υποψήφιους συμμάχους.

Κι, όμως, τι πιο αυτονόητο –και απαραίτητο– από μια σαφή συνεννόηση με όσους, πρόσωπα ή ομάδες και κινήσεις, αναζητούν πεδίο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ; Μια τέτοια, συγκροτημένη και σοβαρή, αντιμετώπιση των συμμαχιών και συνεργασιών δεν προκαλεί δυσπιστία στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, ούτε ανακόπτει το ρεύμα προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, κάνει όλο και περισσότερους να τον εμπιστεύονται ακόμα πιο πολύ, ως δύναμη που δεν ενδιαφέρεται για την ευκαιριακή ανάρρωση στην κυβέρνηση, αλλά οικοδομεί με φερέγγυο τρόπο, από τώρα κιόλας, τις προϋποθέσεις για την ευρύτατη στήριξη του ριζοσπαστικού κυβερνητικού έργου της.

«Εκπαιδεύοντας» τους συμμάχους

 Ένας τέτοιος σχεδιασμός της πολιτικής συμμαχιών διευκολύνει την προσέλκυση πολιτικών δυνάμεων και πολιτικών προσώπων που δεν ενδιαφέρονται για συμμαχίες ευκαιρίας. Ταυτόχρονα, βοηθάει κι όσους δεν βασανίζουν και τόσο πολύ το ζήτημα, να αντιληφθούν ότι μόνο αν αλλάξουν στάση θα βρουν θύρες συνεργασίας ανοιχτές, και τους απομακρύνει από την επικρατούσα μέχρι σήμερα αντίληψη των συνεργασιών παντός καιρού και χωρίς αρχές.

Μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε καν υποψήφιο σύμμαχο υποχρεώνεις να εμφανιστεί διαφορετικός από αυτό που είναι, ούτε αναγκάζεσαι να μεταλλαχθείς εσύ, προκειμένου να «ανοίξεις». Διατυπώνεις δημόσια τους κοινούς στόχους και τους όρους που συνιστούν τη συνοχή της συμμαχίας. Αν με το σύντροφό σου μέσα σ’ ένα κόμμα γνωρίζεις ότι, παρά τις διαφορές, είσαι υποχρεωμένος να επιδιώξεις από κοινού την εκπλήρωση των κοινών άμεσων και απώτερων στόχων χωρίς εκπτώσεις, με τον σύμμαχό σου είναι απαραίτητο να έχεις αποσαφηνίσει –και ενώπιον των πολιτών– μέχρι πού είστε αποφασισμένοι να συμβαδίσετε.

 Καθώς επίσης και με ποια «σχήματα» θα προχωρήσετε και από ποιους δρόμους θα διαβείτε. Αυτά είναι τα στοιχεία που σηματοδοτούν ανοίγματα ενισχυτικά της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των λαϊκών τάξεων στις επιλογές του.

Καλοί λογαριασμοί για καλούς συμμάχους


Για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει τη μνημονιακή καταστροφή και να αναστρέψει την κατηφορική πορεία κοινωνίας και οικονομίας οφείλει να μεταβάλλει το συσχετισμό δύναμης που επέτρεψε την επιβολή των μνημονίων. Αυτό στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων και των εκλογικών αναμετρήσεων σημαίνει κατάκτηση της μεγάλης πλειοψηφίας. Στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων δυνάμεων της αριστεράς, αλλά και τη μέγιστη μετατόπιση δυνάμεων στη διάταξη μνημονιακών / αντιμνημονιακών σχηματισμών.

Παρά την ανάδειξη νέων πολιτικών σχηματισμών πολιτική διάταξη εξαιτίας των ισχυρών κοινωνικών αναταράξεων, και με δεδομένο ότι στην αναδιάταξη αυτή μερίδιο θα έχουν δεξιές και ακροδεξιές εκδοχές της αντίθεσης με τη μνημονιακή πολιτική, είναι πολύ πιθανό η μεταστροφή αυτή να εκδηλωθεί και ως προσωπική ή συλλογική μετατόπιση, προσώπων και δυνάμεων που δεν αντιτάχθηκαν από την αρχή στη μνημονιακή πολιτική. Το να ζητήσεις από αυτούς να εξηγήσουν τον αναστοχασμό τους, να στηρίξουν αυτοκριτικά τη μεταστροφή τους, δεν μπορεί να εξισώνεται με απαίτηση δήλωσης μετανοίας. Είναι μια απλή και καθαρή, εξήγηση με τους αποδέκτες των πολιτικών επιλογών τους, με αυτούς που τώρα ζητούν να τους εμπιστευτούν ξανά.

Κι ούτε είναι απαίτηση διέλευσης από κάποιο καθαρτήριο η υπόμνηση ότι χρειάζεται επίδειξη σεμνότητας από όσους από θέσεις εξουσίας άσκησαν πολιτική που έβλαψε τους πολλούς. Δεν γίνεται κάποιοι πότε με τη μία τοποθέτησής τους και πότε με την ακριβώς αντίθετη, πάντα να βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Η ίδια τους η αξιοπιστία που επιχειρούν να αποκτήσουν, καταντάει μ’ αυτό τον τρόπο διάτρητη. Η αποχή από τη διεκδίκηση αξιωμάτων είναι μια εντελώς απαραίτητη φάση αυτογνωσίας. Όποιος τη βιώνει σαν έκτιση ποινής που δεν του αξίζει, σίγουρα έχει σοβαρό έλλειμμα αυτογνωσίας.

Δείτε πόσο σοβαρά αντιμετώπισαν το ζήτημα των συμμαχιών οι μνημονιακές δυνάμεις. Πόσο προσπάθησαν να εμφανιστούν μπροστά στο λαό με γραπτή συμφωνία, με άμεσους στόχους και στρατηγικές στοχεύσεις. Χωρίς την, τυπική έστω, αποτύπωση των όρων της συμμαχίας τους, δεν θα μπορούσαν να σταθούν ούτε στιγμή. Κι αν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χρειάζονται μια φορά τη διατυπωμένη με σαφήνεια πολιτική βάση της συμμαχίας τους, προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, ο ΣΥΡΙΖΑ τη χρειάζεται δέκα, προκειμένου να ανατρέψει τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής τους. Η έλλειψη αυτή δεν θεραπεύεται με μια ευκαιριακή διαχείριση των τρεχουσών αναγκών. Θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα μια κατ’ όνομα πολιτική συμμαχιών, που θα στηριζόταν κυρίως στις δημοσκοπήσεις. Αν έχει νόημα μια πολιτική συμμαχιών, δεν είναι τόσο για την ημέρα των εκλογών, όσο για την επόμενη και τη μεθεπόμενη.

Πηγή: Εποχή

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Επείγει η συνεννόηση

Πάνω απ’ όλα, ό,τι και αν μας προέκυψε, ό,τι και αν συμβαίνει, ιδίως το τελευταίο διάστημα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι βρισκόμαστε στην καρδιά της μάχης. Tην ιστορικότητα των στιγμών λόγω των διακυβευμάτων που έχουν τεθεί για το μέλλον των εργαζομένων, των νέων και ευρύτερα της ελληνικής κοινωνίας. Το μέγα έργο που έχει επιτευχθεί ως τώρα, τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στο λαό από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά, όλα, είναι η ικανή κοινή βάση στο κόμμα, που επιτρέπει και επιβάλλει άμεσα την πολιτική συνεννόηση. Μια συνεννόηση, βέβαια, με το αντίστοιχο περιεχόμενο, όσον αφορά τη δράση μας, το οποίο μπορεί να κωδικοποιηθεί στη φράση ολική επαναφορά στην κοινωνία. Δεν μπορούμε να πάμε ως τη νίκη αλλιώς. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Τρία–τέσσερα, κατά τη γνώμη μου, είναι τα συμπεράσματα από τις αναταράξεις της τελευταίας περιόδου στο εσωτερικό του κόμματος, που καταγράφηκαν, προς στιγμήν, ελπίζω, και στην πολιτική επιρροή μας.
Το πρώτο, είναι ότι επείγει η δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, η αποκατάσταση του ρόλου του μέλους, της οργάνωσης, των καθοδηγητικών οργάνων. Ιδιαίτερα της λειτουργίας της Πολιτικής Γραμματείας, η οποία πρέπει να επανακατακτήσει τον θεσμικά ορισμένο ρόλο της. Να πάψει να είναι ο αποδέκτης – επικυρωτής «προτάσεων» που έχουν εκκολαφθεί ή προδιαγραφεί - συχνά μέσω του Τύπου - έξω ή πλάι απ’ αυτή ή δήθεν εν ονόματί της. Αν αυτό είχε λειτουργήσει, είτε θα είχαν έγκαιρα και χωρίς πολιτικό κόστος αποτραπεί λανθασμένες αποφάσεις και επιλογές ή θα είχαν γίνει αποδεκτές πλειοψηφικά μεν, αλλά ομαλά και επομένως πειστικά. Γενικώς δε, θα καταλήγαμε σε πιο ενδιαφέρουσες επιλογές.
Συναφές με το ζήτημα της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος είναι και αυτό της σχέσης του με τις αυτοδιοικητικές κινήσεις. Η αυτονομία της δημοτικών κινήσεων πρέπει να προφυλαχτεί σε κάθε περίπτωση ως φυσιογνωμικό στοιχείο μας. Συχνά όμως δεν προφυλάχθηκε.
Το δεύτερο, είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξει η λειτουργία των τάσεων. Η ως τώρα πρακτική τους τείνει να εξουδετερώσει τη σωστή θεσμοθέτησή τους. Οι μόνιμες μειοψηφίες και πλειοψηφίες, η τακτική που αποβλέπει στην «κατάκτηση» όλο και περισσότερου εδάφους από τη μειοψηφία με στόχο όχι την αποτροπή λανθασμένων αποφάσεων ή βελτίωση, με προτάσεις, των τελικών αποφάσεων αλλά, την ευνοϊκότερη θέση για «περαιτέρω πίεση», τα ώτα μη ακουόντων της πλειοψηφίας, οι προσωπικές ή «τασικές» δημόσιες παραθέσεις κρίσιμων συνεδριακών  θέσεων παραλλαγμένων, οδηγούν σε λάθος αποφάσεις. Στον κόσμο του κόμματος και των φίλων του διαχέεται ένα αντιπαραθετικό ή δυσάρεστο κλίμα.
Το τρίτο είναι η αποκατάσταση της ετοιμότητάς μας να είμαστε έγκαιρα, με προτάσεις και μαχητικότητα μέσα στην κοινωνία, εκεί όπου αναδεικνύονται ή αναδεικνύουμε προβλήματα. Συχνά παρουσιάζουμε κενά στο ρυθμό μας, στην επαφή μας με τον κόσμο που υποφέρει. Αυτή η «αμέλεια» έχει διάφορες αιτίες, πάντως επείγει να καταπολεμηθεί. Και είναι από τα πιο εύκολα.
Το τέταρτο είναι ότι οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρέπει επειγόντως στη μάχη που δίνουμε, στο περιεχόμενό της, να μειωθεί η υπέρ-πολιτικοποίησή  και να αυξηθεί η κινηματική – προγραμματική διάστασή τους. Ο δεύτερος γύρος, όπως φαίνεται από την πληθώρα των συνδυασμών που κατεβαίνουν, θα είναι ο καθοριστικός. Τα  ψηφοδέλτια που στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει επομένως να αποδείξουν την ικανότητά τους  να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας. Ότι, δηλαδή, μπορούν να διοικήσουν τους δήμους και τις περιφέρειες, απέναντι στις συνασπισμένες κυβερνητικές μνημονιακές – συντηρητικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας την υλοποίηση όχι μόνο ενός σταθερού αντιμνημονιακού τοπικού προγράμματος, αλλά και ταυτόχρονα εξουδετερώνοντας φθαρμένους θεσμούς, νοοτροπίες και πρακτικές του παρελθόντος, που υπήρχαν πριν το μνημόνιο.
Είναι όλος ο χρόνος μπροστά μας. Μπορούμε να καθίσουμε, η Γραμματεία, η Κεντρική Επιτροπή, όλοι, να βρούμε την απαραίτητη συνεννόηση, το περιεχόμενό της, καθώς και την πρακτική της υλοποίησής της. Επιβάλλεται αυτό να επιχειρηθεί, να γίνει πράξη και μάλιστα επειγόντως. Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Αλλιώς, μάχη δεν δίνεται.
Παύλος Κλαυδιανός
 
Πηγη: Εποχη

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Κ.Σ. ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΣΥΡΙΖΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ Κ.Ε. ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

«Οι επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές έχει συνομολογηθεί ότι έχουν βαρύνουσα σημασία για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς στόχος είναι να αποτελέσουν μια πρώτη «πρόβα» νίκης της Αριστεράς και ήττας της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Για το λόγο αυτό, γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδείξει το πολιτικό του πρόταγμα σε επίπεδο αυτοδιοίκησης και τις προοπτικές που ξεδιπλώνονται για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Εκφράζουμε καταρχάς την διαφωνία μας για τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε η Κ.Ε, βάζοντας όλες τις υποψηφιότητες σε μια ψηφοφορία, με αποτέλεσμα να μην επιτραπεί να διεξαχθεί η συζήτηση με τους όρους που θα επέτρεπαν μια πληρέστερη και δημοκρατικότερη διαβούλευση για κάθε υποψηφιότητα ξεχωριστά. Τέτοιου είδους ζητήματα πρέπει να επιλύονται μετά από διαβούλευση ανάμεσα στις οργανώσεις και τα κεντρικά όργανα του κόμματος με στόχο την επίτευξη των πολιτικών στόχων έτσι όπως αυτοί ορίζονται από τις συλλογικές συνεδριακές μας αποφάσεις.

Εκτός αυτού, στο προαναφερθέν πλαίσιο της σημασίας των εκλογών αυτών, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές αποφάσεις που λειτουργούν αντιπαραθετικά με τις αποφάσεις του πρώτου Συνεδρίου του κόμματος μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να έχει ως κεντρικούς υποψηφίους πρόσωπα που έχουν πρωταγωνιστήσει επανειλημμένα στη στήριξη μνημονιακών πολιτικών και κυβερνήσεων με την ψήφο τους στο Κοινοβούλιο. Η ψήφιση του πρώτου Μνημονίου από τον Οδ. Βουδούρη, την οποία υπερασπίζεται με τις μετέπειτα δηλώσεις του ότι δεν μετανιώνει, καθιστούν τη στήριξη της υποψηφιότητάς του μη αποδεκτή.

Ως Κεντρικό Συμβούλιο της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουμε την έντονη αντίθεσή μας με τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα, μεταφέροντας και τη βούληση των Οργανώσεων Μελών της Πελοποννήσου όπως αυτή αποφασίστηκε μέσα από τις συλλογικές τους διαδικασίες. Καλούμε, ως εκ τούτου, το κόμμα να επανεξετάσει τη στάση του και να άρει τη στήριξή του στο συγκεκριμένο υποψήφιο, λαμβάνοντας υπόψη και τις αποφάσεις των Οργανώσεων Μελών, όχι μόνο στην Πελοπόννησο αλλά και πανελλαδικά, τονίζοντας επίσης ότι μια σειρά άλλων εξαιρετικών υποψηφιοτήτων επισκιάζονται αντικειμενικά από αυτή την επιλογή που έχει τραυματίσει το κόμμα μας και τα μέλη του, που καλούνται να δώσουν σε όλα τα μέτωπα τη μάχη των επόμενων εκλογών».

Η Αριστερά σκόνταψε στην Κόνιτσα

Τι τρέχει με τα σενάρια περί διαγραφής μελών του ΚΚΕ στην Ηπειρο επειδή επιχείρησαν να κατεβάσουν κοινό υποψήφιο δήμαρχο με τον ΣΥΡΙΖΑ




Ανω-κάτω έγιναν τα μέλη του ΚΚΕ στην Κόνιτσα και ευρύτερα στα Γιάννενα, με αφορμή τις προσπάθειες συμπόρευσης των δυνάμεων της Αριστεράς στη διεκδίκηση του τοπικού δήμου και τη συγκρότηση ενιαίου ψηφοδελτίου στις προσεχείς δημοτικές εκλογές. Οι σχετικές διεργασίες φαίνεται ότι επέτειναν τα εσωκομματικά προβλήματα στις τοπικές οργανώσεις του κόμματος, με αποτέλεσμα να διακινηθούν χτες στο διαδίκτυο πληροφορίες σχετικά με διαγραφές σχεδόν ολόκληρης της οργάνωσης του ΚΚΕ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τοπικά στελέχη κάλεσαν τον Σταύρο Κυρτσόγλου, που ανήκει στην ευρύτερη Αριστερά, να σχηματίσει δημοτική παράταξη και ψηφοδέλτιο για τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, μια πρωτοβουλία που βρήκε θετική ανταπόκριση και από τους δημότες που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, πριν «αλέκτορα φωνήσαι» αποδείχτηκε ότι τα μέλη του ΚΚΕ ανέλαβαν την πρωτοβουλία «αυθαίρετα». Μόλις ο Δημήτρης Κουτσούμπας έφτασε στα Ιωάννινα, απέσυρε τη «στήριξη» του κόμματός του στον Στ. Κυρτσόγλου και του ανακοίνωσε ότι θα προτιμηθεί η κάθοδος με έναν στενά κομματικό υποψήφιο. Και γι' αυτή τη θέση είχε ήδη επιλεγεί ο 51χρονος κτηνοτρόφος Δημήτρης Σδούκος.

Παρ' όλα αυτά, ο Στ. Κυρτσόγλου, που χαίρει ευρείας αποδοχής στην τοπική κοινωνία, συνέχισε τις προσπάθειες για τη συγκρότηση αριστερού ψηφοδελτίου, με την ενεργό συμμετοχή τώρα των τοπικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κίνηση του Περισσού να αποσύρει τη στήριξή του στον Στ. Κυρτσόγλου προκάλεσε αναταράξεις στην κομματική επιτροπή Ιωαννίνων και αποτέλεσε τη σταγόνα που «ξεχείλισε το ποτήρι».

Πληροφορίες αναφέρουν ότι στον νομό Ιωαννίνων υπήρχαν «διαφωνούντα» στελέχη ήδη από την εποχή του προσυνεδριακού διαλόγου του ΚΚΕ. Οι διαφωνίες με τη ηγεσία εντάθηκαν μάλιστα την εποχή πώλησης του «902», με αποτέλεσμα τελικά να «χωρίσουν οι δρόμοι» του κόμματος με μέλη της ολιγομελούς οργάνωσης Κόνιτσας, αλλά και ενός στελέχους που συμμετέχει στο νομαρχιακό όργανο.

Τοπικά μέσα ενημέρωσης και δεκάδες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες αναπαρήγαγαν χτες την πληροφορία ότι οι επιτελείς του Περισσού «διέγραψαν την οργάνωση του ΚΚΕ στην Κόνιτσα (πλην ενός μέλους), γιατί ήθελαν τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ». Την είδηση διέψευσε ωστόσο η Τομεακή Επιτροπή Ιωαννίνων – Θεσπρωτίας, και όχι η ίδια η Κομματική Οργάνωση Κόνιτσας, μιλώντας για «μυθεύματα», «ανυπόστατο ψέμα», «προσπάθεια συνειδητής συκοφάντησης του κόμματος» και «ωμή προβοκάτσια».

Ο Δημήτρης Κουτσούμπας πάντως, μιλώντας στον Βόλο, δεν παρέλειψε να επιτεθεί στην Κουμουνδούρου. «Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί το χρίσμα από τους Ελληνες βιομηχάνους, γι' αυτό ομολογεί ότι έχει πάρει ταξική θέση, βρίσκεται στην απέναντι όχθη από την εργατική τάξη, τον λαό» είπε ο γ.γ. του ΚΚΕ, προσθέτοντας ότι «η διαμάχη Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ είναι διαμάχη υπαρκτή μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης και αφορά το μείγμα διαχείρισης της κρίσης».

Πηγη: Left

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Το χαμένο βλέμμα


 
 
Το βλέμμα προς τον «άλλον» το έχουμε απολέσει εδώ και πολύ καιρό και απαιτείται δημοκρατική και συλλογική «επανεκπαίδευση» υπό την ηγεμονία της αριστεράς...
 
Του Σπύρου Σούρλα

Ένας ωκεανός περιμένει την βάφτισή του

Κλ. Κύρου

Το μνημονιακό τοπίο του πλέον ακραίου καπιταλισμού, με την πάροδο του χρόνου, προκαλεί όλο και μεγαλύτερα πλήγματα στις δυνάμεις της εργασίας, τα οποία πρωτίστως αποτυπώνονται στην κάμψη των κινημάτων.

Οι άνεργοι, οι απολυμένοι, αλλά και όσοι ακόμα έχουν δουλειά φαίνεται στην παρούσα συγκυρία να αποσύρονται, εν μέρει, στον αγώνα της ατομικής επιβίωσης, με ένα συναίσθημα οδύνης, τώρα που πλέον έχουν απομείνει μόνον ράκη του κοινωνικού κράτους.

Η πλέον τραυματική εκδοχή της απόσυρσης είναι οι αυτοκτονίες, που σύμφωνα και με εγχώριες μελέτες εμφανίζουν αξιοσημείωτη αύξηση την τριετία 2010-2012. Το θλιβερό αυτό εύρημα της κρίσης αποτελεί στην ουσία την πλέον ακραία «έκφραση»΄ μιας κοινωνίας κατακερματισμένης με λίγες εστίες συλλογικότητας, μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις και αντιδράσεις των προηγουμένων ετών...

Η κόπωση του «σώματος» αποτελεί πιθανότατα και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις δυνάμεις της Αριστεράς που μάχονται για την ανατροπή της βαρβαρότητας.

Απ΄ όσα συμβαίνουν σήμερα, φαίνεται πως το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι αυτό που ονομάζεται «Learned Ηelplessness», δηλαδή η ατομική αίσθηση του αβοήθητου, μετά απο αρκετές αποτυχημένες απόπειρες υπέρβασης και εξεύρεσης λύσης για την διατήρηση μιας στοιχειώδους, τουλάχιστον, ποιότητας ζωής. Έλλειψη ελπίδας, απογοήτευση, κατάθλιψη και τα πρώτα στοιχεία πληβειοποίησης κατά Hannah Arendt, εμπεριέχουν τον κίνδυνο, μέρος της κοινωνίας «να ψάχνει για άρτο και να σιτίζεται με θεάματα»...

Η χώρα, ζώντας στην ατομική μετα-νεωτερικότητα για αρκετά χρόνια, και έχοντας απωλέσει τα αναγκαία εκείνα αντανακλαστικά οργανωμένης και μαζικής αντίδρασης, αιφνιδιάστηκε, ιδιαίτερα απο το «διάγγελμα του Καστελόριζου» το 2010. Παρότι στη συνέχεια δημιουργήθηκαν «κινήματα των Πλατειών», με θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά, και παρότι μεσολάβησε η ριζοσπαστικοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας τον Ιούνιο του 2012, που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι αλλεπάλληλες ταξικές επιθέσεις μέσω των ιδεολογικών, αλλά και των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους, έχουν οδηγήσει τις δυνάμεις της εργασίας σε μια ενδιάμεση κατάσταση, που εμπεριέχει την ματαίωση, την τάση απόσυρσης, αλλά και την ελπίδα.

Μιλώντας λοιπόν γι΄ αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, πιθανώς το μεγαλύτερο επίδικο, πέρα και πάνω απο οικονομίστικες «νομισματικές διαμάχες», είναι το πώς οι δυνάμεις της Αριστεράς θα κατορθώσουν να απευθυνθούν σε εκείνους που αποτελούν, δυνάμει, τους φυσικούς συμμάχους της...

Τα τελευταία προ των Μνημονίων χρόνια είχαν ήδη προετοιμάσει το έδαφος, ώστε το υποκείμενο να  τρωθεί, να  απο-συλλογικοποιηθεί, και ως εκ τούτου να υπάρχει έλλειψη κοινωνικής και ταξικής νοηματοδότησης.  Ζώντας μάλιστα στον «πολιτισμό της ενοχής» και όχι «της ντροπής», παρατηρούμε σήμερα μερίδα της κοινωνίας να έχει «συνηθίσει» την εξαθλίωση, που μάλιστα συνοδεύεται και απο εκφασισμό.

Το κενό νοήματος καθώς και το α-πρόσωπο ενισχύει ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο «αμερικανοποίησης» της πολιτικής ζωής (Βερναρδάκης: «H απελπισία τους διώχνει απο την κάλπη», 22-01-2013, tvxs), γεγονός που αν επιβεβαιωθεί, θα ενισχύσει αντικειμενικά την κυρίαρχη ιδεολογία...

Ζητούμενο λοιπόν σήμερα είναι η επανανοηματοδότηση του συλλογικού υποκειμένου. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν και την βασική αρχή της ομαδικής δυναμικής, ότι «η ομάδα υπερβαίνει το άθροισμα των μελών που την συναποτελούν», μόνον μέσα απο ουσιαστικές κοινωνικές διαδικασίες μπορεί να αποκτηθεί η απαιτούμενη αίσθηση του «συν-ανήκειν», της «ενστάλαξης της ελπίδας» και του «κοινού στόχου». Όπως μάλιστα έχει φανεί, συχνότατα η αλλαγή της ατομικής κατάστασης επισυμβαίνει μέσα απο την ομαδική διαδικασία...

Αναγκαίο για τα παραπάνω είναι να πεισθεί να συμμετέχει η πλειονότητα των κοινωνικά αδύναμων ή αποσυρμένων σε συλλογικότητες δημοκρατικές που να αναστρέφουν, αφενός μεν το κλίμα του ατομικού «αναχωρητισμού»,  και αφετέρου να δίνουν την δυνατότητα  λόγου στον αποξενωμένο και ελπίδα αποκατάστασης της τραυματισμένης του αξιοπρέπειας…

Εξυπακούεται πως τον πρωτεύοντα λόγο τον έχει η Αριστερά, που οφείλει να στραφεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στην αναζήτηση του «χαμένου βλέμματος» και στην μετατροπή της ατομικής κατάστασης σε αλυσιδωτή αντίδραση (chain reaction) με θετικό πρόσημο.

Αν, αντιθέτως,  επικρατήσει το ιεραρχικό μοντέλο «σωτηρίας» της κυρίαρχης ιδεολογίας ή, ακόμα χειρότερα, του φασιστικού μορφώματος της Χ.Α (που σαφώς και ευοδώνεται από τους ταξικούς επικυρίαρχους), οι δυνάμεις της εργασίας θα υποστούν καταστροφικές συνέπειες.

Άλλωστε, το βλέμμα προς τον «άλλον» το έχουμε απωλέσει εδώ και πολύ καιρό και απαιτείται δημοκρατική και συλλογική «επανεκπαίδευση» υπό την ηγεμονία της αριστεράς...

Πηγη: Red Notebook

Πατριωτισμός και Διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς


 
 
Πέρα από τον αστικό κοσμοπολιτισμό και τον πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό 

 
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

 

Η συζήτηση που κάνουμε σήμερα δεν είναι υπόθεση “ειδικών”, είναι όμως μια δύσκολη και απαιτητική συζήτηση. Δεν είναι ακαδημαϊκή, υποχρεωτικά όμως αναμετριέται με την ιστορία και τη θεωρία. Στην περίπτωση δε της Αριστεράς, της ιστορίας και της θεωρίας της, το πράγμα γίνεται πιο περίπλοκο, καθώς στη λογική της η ιστορία είναι ιστορία ταξικών συγκρούσεων, αλλά την ίδια στιγμή, όψεις αυτής της ιστορίας προκαλούν με τη σειρά τους νέες συγκρούσεις, τάσεις και ρεύματα στο εσωτερικό της Αριστεράς, όπως εξάλλου και της θεωρίας της, αρχής γενομένης από τον Μαρξ.

 

Από την ιστορία και τη θεωρία, ως γνωστόν, δεν έχουμε να περιμένουμε συνταγές. Ενώ όμως οι συνταγές αυτές δεν υπάρχουν, έχουμε –μπορούμε και πρέπει να έχουμε– μέθοδο: χωρίς μέθοδο, δεν υπάρχει στρατηγική, και χωρίς στρατηγική δεν νοείται αυτόνομη πολιτική της Αριστεράς –αυτόνομη ως προς το κράτος, το κεφάλαιο, τα αστικά κόμματα, και πιο γενικά, ως προς το πρόγραμμα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.

 

Μαρξ

 

Από τον Μαρξ μέχρι σήμερα, λοιπόν, η απουσία συνταγής είναι τόσο προφανής, όσο προφανής είναι όμως και η ύπαρξη μεθόδου. Η πρώτη “στιγμή” αυτής της μεθόδου είναι η ρήξη με την αντίληψη που μέχρι την εποχή του Μαρξ διάβαζε την ιστορία ως ιστορία εθνών. “Οι κομμουνιστές”, γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς, “διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων τονίζουν και προβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ΄ όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του”. “Ανάμεσα στους Πολωνούς”, γράφουν κάπου αλλού, “οι κομμουνιστές υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης, δηλαδή το κόμμα που το 1846 προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας” [1].

 

Ακριβώς επειδή στη θεωρία τους δεν υπάρχει συνταγή, υπάρχει όμως το θεμέλιο για μια στρατηγικής, το 1848 οι Μαρξ και Ένγκελς υποστηρίζουν την επανάσταση της φιλελεύθερης γερμανικης αστικής τάξης, την οποία “πριονίζουν” τα εθνικά κινήματα των σλαβικών λαών. Στην περίπτωση πάλι της Ιρλανδίας οι ίδιοι δίνουν προτεραιότητα στην ενότητα της εργατικής τάξης εναντίον των βρετανών καπιταλιστών, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή ότι η εκμετάλλευση των εθνικών διαφορών ενισχύει τους αντιπάλους των εργατών [2].

 

Η μέθοδος είναι, νομίζω, προφανής: η Αριστερά στέκεται απέναντι σε κάθε εθνική διαφορά με κριτήριο το τι εξυπηρετεί τις δικές της, αυτόνομες επιδιώξεις. Ακόμα κι εκεί που οι διατυπώσεις μοιάζουν επηρεασμένες από τον Χέγκελ, και είναι επιεικώς προβληματικές (σε σημεία του Μανιφέστου, για παράδειγμα, όπου σημειώνεται ότι “η αστική τάξη τραβάει στον πολιτισμό όλα, ακόμα και τα πιο βάρβαρα έθνη”), ή εκεί που η διάγνωση μιας τάσης γίνεται πεποίθηση πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα εξαφανίσει τα ενδιάμεσα στρώματα, και μαζί τους την εθνική βάση των κοινωνικών συγκρούσεων, η μέθοδος παραμένει σαφής: στα “εθνικά” τοποθετούμαστε με βάση το κριτήριο τι ευνοεί τον αγώνα των κομμουνιστών.

 

Λένιν-Λούξεμπουργκ

 

Το ίδιο ισχύει και για τις κατοπινές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών. Η Λούξεμπουργκ συμμερίζεται την αισιοδοξία του Μαρξ για την προοδευτική εξάλειψη των εθνικών διαφορών, και με βάση αυτή την πεποίθηση ασκεί κριτική στον Λένιν για την υποστήριξη της εθνικής αυτοδιάθεσης, ακόμα και ως το σημείο αποχωρισμού από το κράτος, των εθνών που αποτελούσαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία.

 

Στη Γερμανία της Βαϊμάρης, η Ρόζα είναι το συνώνυμο της εθνικής προδοσίας, γιατί θεωρεί τις ταξικές διαφορές ισχυρότερες από την εθνική ενότητα (και το πληρώνει με τη ζωή της) και γιατί θέλει, όπως σωστά την κατηγορούν, να μεταφέρει την επανάσταση του Λένιν στο Βερολίνο.

 

Ο ίδιος ο Λένιν, από την άλλη, πιστεύει ότι η δημιουργία εθνικών κρατών σημαίνει τη νίκη του καπιταλισμού επί της φεουδαρχίας – συνθήκη που φέρνει πιο κοντά την κομμουνιστική επανάσταση. Παρά τις σαφείς διαφορές, το κριτήριο είναι και εδώ η πολιτική: τι συμφέρει τον αγώνα της Αριστεράς.

 

Στάλιν και Τρότσκι

 

Τα πράγματα είναι ουσιωδώς διαφορετικά στην περίπτωση του Στάλιν, καθώς εδώ η ιστορία ως ιστορία εθνών και σύγκρουση πολιτισμών επιστρέφει από το παράθυρο. “Το εθνικό ζήτημα στον Καύκασο”, γράφει στα 1913 στο Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, “μπορεί να λυθεί μόνο με την έννοια του τραβήγματος των καθυστερημένων εθνών και εθνοτήτων στο γενικό κανάλι της ανώτερης κουλτούρας” [3]. Από το τέλος του 1924, ο ίδιος διακρίνει ανάμεσα «στη δυνατότητα οικοδόμησης μιας πλήρους σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια μόνη χώρα», που την περιγράφει ως «αναμφισβήτητη αλήθεια»- και «στην πλήρη εξασφάλιση από μια παλινόρθωση της παλιάς τάξης πραγμάτων», η οποία, όπως λέει ο Στάλιν, απαιτεί τη νίκη της επανάστασης σε μερικές αναπτυγμένες χώρες ή, με άλλα λόγια, τη νίκη της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα. Γράφει σχετικά με αυτό ο Κλαουντίν:

 

 

Ο από μηχανής θεός της θεωρίας του Στάλιν για τον εθνικό σοσιαλισμό είναι ο  περίφημος «νόμος της άνισης ανάπτυξης του καπιταλισμού». Η χρησιμοποιούμενη λογική είναι απλή. Η επανάσταση, με δεδομένη την άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού,  θα πραγματοποιηθεί άνισα, πρώτα σε μία χώρα, μετά σε μία άλλη ή σε μερικές άλλες, κλπ. Σε κάθε περίπτωση, η «ρήξη» της «ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» θα συμβεί εκεί όπου είναι ο ασθενέστερος κρίκος. [Όμως] Η άνιση ανάπτυξη, για κακή τύχη της λογικής του Στάλιν, είναι επίσης μία από τις πηγές των γενικών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος, των παγκοσμίων πολέμων κλπ. Οι κρίσεις αυτές τείνουν,  σε ορισμένη έκταση και σε ορισμένες περιόδους, να «εξισώνουν» και να συνδέουν στενότερα τα επαναστατικά κινήματα διάφορων χωρών (όπως συνέβη στους δύο παγκόσμιους πολέμους και στο αποκορύφωμα της κρίσης του αποικιακού συστήματος). Γι΄ αυτό, δε μπορεί κανείς να αποκλείσει, παρατηρώντας μόνο εμπειρικά ότι η ανάπτυξη είναι άνιση, τη δυνατότητα μίας κατάστασης στην οποία η σοσιαλιστική επανάσταση, όπως δεχόταν ο Μαρξ, θα πάρει τη μορφή της αλυσιδωτής αντίδρασης, σε μια σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών” [4]

 

 

Οι απόψεις του Στάλιν διαμορφώνονται, ως γνωστόν, σε αντιπαράθεση με τον Τρότσκι. Ο Στάλιν φτιάχνει μια καρικατούρα του Τρότσκι, αποδίδοντάς του την άποψη ότι η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες πρέπει ν’ αρχίσει «ταυτόχρονα». Η θέση του Τρότσκι, όμως, δεν είναι αυτή. Αυτό που υποστηρίζει είναι ότι “η σοσιαλιστική επανάσταση ξεκινάει στον εθνικό στίβο, ξεδιπλώνεται στο διεθνή στίβο και περατώνεται στον παγκόσμιο. Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής”.

 

Αν υπάρχει ένα πρόβλημα στη θέση του Τρότσκι, σημειώνει ο Κλαουντίν, είναι ότι ο ίδιος αποδίδει την ήττα της επαναστατικής υπόθεσης μονοσήμαντα στην προδοσία της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς. Και κάπως έτσι δυσκολεύεται να δει τα πισωγυρίσματα στη διαδικασία της διαρκούς επανάστασης: τις ήττες που διαδέχτηκαν την πρώτη κρίση του καπιταλισμού, την αφοσίωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στη σοσιαλδημοκρατία και τις ενδείξεις που έδωσε ο καπιταλισμός για την ικανότητά του να συνέρχεται.

 

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ικανότητα του καπιταλισμού “να συνέρχεται”, αποκτάται πάνω στα ερείπια – και, στην περίπτωσή μας, συναρτήθηκε με δύο παγκόσμιους πολέμους.

 

Η τραγωδία της Β΄ Διεθνούς, η εποποιϊα και οι (κατα)χρήσεις της Αντίστασης

 

Στον έναν από αυτούς, τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», για λόγους δηλαδή αμυντικούς, ψήφισαν στα εθνικά κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών: για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς μπήκε σε έναν πόλεμο, που έμελλε να γίνει το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε.

 

Τα πράγματα υπήρξαν διαφορετικά, ευτυχώς, στην περίπτωση του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολεμική ευρωπαϊκή Αριστερά αύξησε την επιρροή της σε πρωτόγνωρα επίπεδα χάρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στα χρόνια της Αντίστασης στο φασισμό και το ναζισμό – μια αντίσταση που σαν κύριο σύμβολό της εθνικές σημαίες, όχι κόκκινες, ακόμα κι εκεί που πρωταγωνιστούσαν κομμουνιστές. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία και για το ότι επί δεκαετίες μέχρι και σήμερα, οι πιο διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη έκαναν το λάθος να πιστεύουν ότι όπως τότε, έτσι πάντα: ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται κι ότι η επιρροή, πολλώ δε μάλλον η νίκη τους, εξαρτώται από τη δυνατότητά τους να εκπροσωπούν με συνέπεια, όχι ένα τμήμα της κοινωνίας – γιατί κόμμα σημαίνει τμήμα–, αλλά γενικώς και αορίστως την πατρίδα, τον λαό και το εθνικό αίσθημα.

 

Αυτή είναι η περίπτωση ενός σημαντικού μέρους και της ελληνικής Αριστεράς. Από τη μια το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικισμός του 19ου αιώνα υπήρξε “δευτερογενής”, δεν έφτιαξε δηλαδή εθνικό κράτος σε προϋπάρχουσες δομές, αλλά υπήρξε “αντιστασιακός”, αξιώνοντας με επιτυχία τη διάλυση δομών που προϋπήρχαν (βλ. Οθωμανική Αυτοκρατορία) [5], και από την άλλη και η εποποιϊα του ΕΑΜ, οδήγησαν τμήματα της Αριστεράς να θεωρούν ότι το ΕΑΜ είναι διαχρονικά η απάντηση, όποτε κι αν τίθεται η ερώτηση για το πώς μπορεί η Αριστερά να γίνει ηγεμονική - και το κοινωνικό να υπερισχύει του εθνικού.

 

Κάπως έτσι, ο λόγος του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, με το ερώτημα “ποιος είναι πατριώτης, αυτοί ή εμείς;” μοιάζει να είναι πιο κοντά στην αλήθεια του ΕΑΜ, απ΄ο,τι για παράδειγμα η στιγμή που ο Βελουχιώτης σκοτώνει τον Ψαρρό. Με την ίδια λογική, μοιάζει να είναι πιο κοντά στην εκάστοτε πραγματκότητα η ανάλυση του Γληνού, ότι ο αγώνας πρέπει να είναι “παλλαϊκός, ν΄ αγκαλιάσει όλα τα στρώματα του λαού, και τον εργάτη, και τον αστό" – μολονότι εισηγείται πολιτικό πρόγραμμα σε συνθήκες ξένης Κατοχής. Και βεβαίως μοιάζει να μη σημαίνει τίποτα το γεγονός ότι το “παλλαϊκό”, κατά τα άλλα, ΕΑΜ πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους αντιπάλους του, έλληνες και ξένους, και μάλιστα πριν την Απελευθέρωση, ακριβώς ως αυτό που πάνω απ΄ όλα ήταν: ως κίνδυνος για τη σταθερότητα του κοινωνικού καθεστώτος.

 

Κυπριακό

 

Για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, η συντετριμμένη στον εμφύλιο Αριστερά δεν μπόρεσε μετά τον πόλεμονα διεκδικήσει αυτόν τον τίτλο τιμής. Αντίθετα, πίστεψε ότι ο μόνος δρόμος για την επανανομιμοποίησή της ήταν ο δρόμος του εθνικού αγώνα. Μετά λοιπόν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, ο δρόμος αυτός πέρναγε πια από το Κυπριακό. «Η εκστρατεία αυτή (σ.σ.: για την Ένωση με την Κύπρο) προσέδιδε μια αύρα κύρους και περιστασιακή νομιμοποίηση σε τμήματα της κοινωνίας που διαφορετικά θα αποκλείονταν από την κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των φοιτητικών οργανώσεων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων που λειτουργούσαν εκτός του πλαισίου της ΓΣΕΕ και των οργανώσεων που συνδέονταν της Αριστεράς» [6]. Το αίτημα για «Ένωση», δηλαδή, δεν αντανακλούσε μόνο τη διαδικασία αναδιοργάνωσης της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής κυρίαρχης ιδεολογίας, που αναζητούσε ένα θετικό πρόταγμα ως συμπλήρωμα στον αντικομμουνισμό της· το ίδιο αίτημα, για την ακρίβεια το «λέφτερη Κύπρος στη λέφτερη Ελλάδα» που προέτασσε το ΚΚΕ, συμπύκνωνε επίσης μια (ανταγωνιστική) στρατηγική: α) για την απόσεισης τη ρετσινιάς του «εθνοπροδότη», που ακολουθούσε το ΚΚΕ απ’το Μεσοπόλεμο και τα χρόνια του Μακεδονικού, β) την άρση της απομόνωσης στη μετεμφυλιακή περίοδο και γ) την ανάδειξη του Κυπριακού ως παράδειγμα αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προς γενίκευση, δηλαδή προς «εισαγωγή» στην Ελλάδα.

 

Θεωρητικές βάσεις και πολιτικά αδιέξοδα του πατριωτικού αντιιμπεριαλισμού/αριστερού εθνικισμού

 

Η εμμονή στον εθνικό αγώνα δεν είχε μόνο πολιτικά αίτια, αλλά και θεωρητικά. Τόσο στην κομμουνιστική Αριστερά όσο και στο ΠΑΣΟΚ κυριάρχησαν, μέχρι και την δεκαετία του ’80, ορισμένες παραλλαγές της θεωρίας της εξάρτησης. Στην μεν κομμουνιστική Αριστερά, κυριάρχησε για δεκαετίες η άποψη της 6ης Ολομέλειας  της ΚΕ του ΚΚΕ  (1934) –επικαιροποιημένη κατά διαστήματα βάσει της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού–, για έναν ελληνικό καπιταλισμό, όπου δεν επικρατούσαν πλήρως, ή πάντως όχι με ώριμο τρόπο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας, πράγμα που συνδεόταν άρρηκτα με  φεουδαλικά κατάλοιπα και την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. H θέση αυτή, που αποδομήθηκε από τους Μάξιμο και Πουλιόπουλο, οδηγούσε σε ένα στάδιο αστικοδημοκρατικής και ανεξαρτησιακής ολοκλήρωσης ή σε ένα διακριτό αντιμονοπωλιακό/αντιιμπεριαλιστικό στάδιο, όπως ίσχυσε  μετά τον πόλεμο. Αργότερα, στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970, η θεωρία «μητρόπολης-περιφέρειας» ενέτασσε την Ελλάδα στην «περιφέρεια» του διεθνούς καπιταλισμού μαζί με την Ασία, την Αφρική και την τότε Λατινική Αμερική (Σαμίρ Αμίν, Α.Γκ. Φρανκ, Καρντόζο, Κόρντομπα  κ.π..α). Οι  θέσεις αυτές θεωρούσαν ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ασκούν απόλυτη οικονομική και πολιτική  κυριαρχία στην ελληνική αστική τάξη («ξενοκρατία»), η οποία είναι μεταπρατική, ότι αποσπούσε υπερκέρδη μη επανεπενδυόμενα κλπ.  Στη λογική αυτή, οι θέσεις υποβάθμιζαν (και υποβαθμίζουν) τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις, και αντί γι΄ αυτές υποδεικνύουν ως βασική διαιρετική τομή την σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με το υπανάπτυκτο έθνος, απολυτοποιώντας έτσι τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις [7]. Είναι με την έννοια αυτή που μιλάμε για πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό ή αριστερό εθνικισμό.

 

Το αδιέξοδο αυτών των θέσεων φάνηκε ήδη από τη δεκαετία του ΄90, στα χρόνια της εξόρμησης του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, υπό τον ιδεολογικό μανδύα της σκοπιανοφαγίας. Ο εθνικισμός αυτός είχε δύο βασικές εκδοχές: την εθνική υπεροψία της ισχυρής Ελλάδας, που διεκδικούσε οφέλη εν μέσω διάλυσης των Βαλκανίων, και συμμετρικά, την εθνική μειονεξία της “Ψωροκώσταινας”, που υπονομεύουν “ως χώρα” οι ιμπεριαλιστές.

 

Ακόμα περισσότερο, όμως, σήμερα οι θέσεις αυτές έχουν λογικές συνεπαγωγές που δεν τιμούν τους υπερασπιστές τους. Αν η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, κι αν γι΄ αυτό είναι υπανάπτυκτη, αυτό σημαίνει ότι οι έλληνες εργαζόμενοι δεν παράγουν τίποτα – άρα λογικά είναι τεμπέληδες, όπως το θέλει ο αστικός μύθος. Αν η Ελλάδα δεν παράγει όντως τίποτα, αντίθετα, είναι εξαρτημένη, αυτό σημαίνει ότι την τρέφουν οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της – άρα τα δάνεια είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να μας συμβεί. Στην πραγματικότητα, είτε μιλάμε για τη βιομηχανία (χημικά προϊόντα, μέταλλο, κοκ) είτε για το εφοπλιστικό και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει να επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις, ακόμα και μέσα στην κρίση [8].

 

Καπιταλιστική διεθνοποίηση, κρίση και Αριστερά

 

Θεωρώ ότι θα ήταν λάθος για την Αριστερά να υποτιμήσει τον χαρακτήρα της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στην κυρίως φαντασιακή (και όχι φανταστική) κοινότητα που συνιστά το έθνος. Θα ήταν λάθος όμως και να προσχωρήσει, για λόγους παράδοσης, εκλογικής αποτελεσματικότητας ή “κυβερνησιμότητας” στη λογική του εθνικού μέσου όρου, σε όσα πεδία τίθεται σήμερα το ερώτημα περί έθνους, από το μεταναστευτικό και την ιθαγένεια ως το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά και την ΑΟΖ. Σε όλα αυτά, την ελληνική σημαία μπορούν να τη σηκώσουν όλοι. Τη δική μας σημαία μπορούμε να τη σηκώσουμε μόνο εμείς.

 

Ας το επισημάνουμε: εν μέσω καπιταλιστικής διεθνοποίησης (΄παγκοσμιοποίηση΄), ούτε το ελληνικό, ούτε κανένα έθνος δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο. Σε αντίθεση όμως με αστικούς ή αριστερούς μύθους, η διαδικασία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, ούτε μια ενιαία παγκόσμια αγορά διαμόρφωσε, ούτα τα έθνη ισοπέδωσε, ούτε πολυ περισσότερο εξαφάνισε τα εθνικά κράτη και τους εθνικισμούς. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία αυτή μετέβαλε δραστικά το περιεχόμενο της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, λοιπόν, είναι η πλήρης ευθυγράμμιση των κρατών με το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αυταρχική θωράκιση απέναντι στις νέες επικίνδυνες τάξεις, με έμφαση στους ξένους φτωχούς. Στη συνθήκη αυτή, η εκχωρούμενη εθνική κυριαρχία, η άνευ προηγουμένου δηλαδή υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας από κυβερνήσεις και υπερεθνικούς οργανισμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης (ΕΕ, ΔΝΤ), δεν είναι παρά όρος αναδιοργάνωσης και διασφάλισης της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Εξ ορισμού στον καπιταλισμό, η κυριαρχία αυτή οργανώνεται σε εθνικό και ολοκληρώνεται σε υπερεθνικό επίπεδο - άρα εκεί πρέπει και να αμφισβητηθεί.

 

Με δεδομένα τα παραπάνω, η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης δεν αποτελεί προδοσία, αλλά τεκμήριο μεροληψίας και (ταξικής) συνέπειας σε ό,τι αφορά τους αντιπάλους μας – και ζήτημα δημοκρατίας και μεροληψίας σε ό,τι αφορά εμάς. Δουλειά μας λοιπόν εδώ, δεν είναι να οργανώσουμε την επιστροφή στο έθνος, ως εάν να επρόκειτο για την Κιβωτό εν μέσω κατακλυσμού. Δουλειά της Αριστεράς είναι να αναλάβει τα ιδιαίτερα καθήκοντα που της επιφύλασσε ο Λένιν – να οργανώσει και να κερδίσει δηλαδή τις μάχες απέναντι στο “δικό μας” κράτος και το “δικό μας” κεφάλαιο, δείχνοντας την ίδια στιγμή ότι για τα βασικά προβλήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο καπιταλισμός δεν έχει πια απαντήσεις.

 

Ο αγώνας αυτός θα είναι προφανώς δύσκολος. Αν μη τι άλλο όμως, ξέρουμε από πού να αρχίσουμε: ο αγώνας αυτός ξεκινάει τώρα και εδώ – σε αντίθεση με μια ορισμένη αντίληψη στην Αριστερά, που εξαντλεί τον επαναστατισμό της αποδίδοντας όλο το κακό μας ριζικό στους άθλιους Μέρκελ και Σόιμπλε. Όπως όμως σωστά το έθεταν σε πρόσφατο άρθρο στην Εποχή οι Αθανασίου και Καραγιαννίδης, η “εκσφενδόνιση του πολιτικού/ταξικού αντιπάλου στη μακρινή Γερμανία ουσιαστικά απονεκρώνει, κάνει μάταιη την πολιτική αντιπαράθεση, μιας και οι εγχώριοι εκπρόσωποι του καπιταλισμού μετατρέπονται σε απλά πιόνια μιας εξωχώριας εξουσίας. Πώς να αντιπαρατεθεί κανείς με κάποιον που δεν είναι καν κάτοικος αυτής της χώρας; Που ποτέ δεν πρόκειται να ψηφίσεις υπέρ ή κατά του; Τι ελπίδες και τι αυτοπεποίθηση μπορεί να έχει ένα κίνημα όταν του περιγράφουμε μπροστά του έναν αντίπαλο απρόσιτο και ανυπέρβλητο;” [10].

 

Εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ Χαλανδρίου με τίτλο “Πατριωτισμός και διεθνισμός στη στρατηγική της Αριστεράς”, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με ομιλητές τους Λουκά Αξελό και Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο.

 

_______________

 

Σημειώσεις

 

[1] Καρλ Μαρξ, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης), Θεμέλιο

[2] Μικαέλ Λεβί, Το εθνικό ζήτημα από τον Μαρξ μέχρι σήμερα (μτφρ.: Μαριάννα Τζιαντζή), Στάχυ. Στη διαμάχη μεταξύ των μαρξιστών για το αν στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς υπάρχει θεωρία για το έθνος, ο Λεβί βρίσκεται στη μεριά αυτών που απαντούν αρνητικά.

[3] Παρατίθεται στο: Αντώνης Λιάκος, Πώς σκέφτηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Πόλις

[4] Φερνάντο Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ (μτφρ.: Δήμος Βέργης), Γράμματα. Το σχετικό απόσπασμα περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο Το Διαρκές 1917, RedNotebook-ΚΨΜ

[5] Για τη διάκριση πρωτογενών (αγγλικός, γαλλικός) και δευτερογενών εθνικισμών (εθνικισμοί χωρίς ΄κρατικό΄ πλεονέκτημα, όπως αυτοί των χριστιανικών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο εβραϊκός, ο ιταλικός και ο γερμανικός), βλ. Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, Κατάρτι

[6] Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Επίκεντρο

[7] Δημήτρης Μπελαντής, “Ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, εξάρτηση, ταξική πάλη”, Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες, RedNotebook

[8] Χρήστος Λάσκος-Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ

[9] Νίκος Γιαννόπουλος, “Παγκοσμιοποίηση: μύθοι και πραγματικότητα”, Δελτίο Θυέλλης τχ. 17, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

[10] Κώστας Αθανασίου-Χρήστος Καραγιαννίδης, “Ποιος είναι, τελικά, ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας;”, Εποχή 15.9.2013
Πηγη: Red Notebook