Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Αθήνα, αριστερά!


 
 
Του Νίκου Σκοπλάκη 

Στις δημοτικές εκλογές του Ιουλίου 1964, το ψηφοδέλτιο που υποστηρίχτηκε από την ΕΔΑ, με επικεφαλής τον λαμπρό επιστήμονα, αγωνιστή και βουλευτή του κόμματος, Νίκο Κιτσίκη, καταλάμβανε με το 30,1% των ψήφων την πρώτη θέση στον δήμο Αθηναίων. Ήταν μια νίκη όχι μόνο με έντονα συμβολική, αλλά και με πραγματική, πολιτική σημασία.
Λίγους μήνες μετά την εκλογική νίκη της Ε.Κ., ο θρίαμβος ή η πρωτιά των αριστερών ψηφοδελτίων σε πολυάριθμους δήμους και κοινότητες αναδείκνυε τη διάθεση ευρύτερων λαϊκών μαζών για ευκρινώς ριζοσπαστικότερη πολιτική από αυτήν που ήταν διατεθειμένη να ασκήσει η Ε.Κ.

Εκφράστηκε μέσα από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι οποίες ούτε τότε (ούτε πολύ περισσότερο σήμερα) αφορούν απλώς και μόνο μια ενδιάμεση βαθμίδα, αλλά θέτουν το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και του λαϊκού ελέγχου στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών. Η νίκη της Αριστεράς στον δήμο Αθηναίων το 1964 έμεινε ουσιαστικά ανολοκλήρωτη: Τόσο οι τότε ισχύουσες ρυθμίσεις όσο και οι συντονισμένες επιλογές των αστικών πολιτικών δυνάμεων απέσπασαν την δημαρχία από τον Νίκο Κιτσίκη και την έδωσαν στον...δεύτερο, τον Γεώργιο Πλυτά της ΕΡΕ. Καθώς η εκλογή και ανακήρυξη του δημάρχου ήταν έμμεση, οι δημοτικοί σύμβουλοι από τους δύο κεντρώους συνδυασμούς, του Παυσανία Κατσώτα και του Άγγελου Τσουκαλά, κατευθύνθηκαν σε μεγάλο μέρος προς τον Πλυτά, προτιμώντας να συντηρήσουν τους αντιδημοκρατικούς συσχετισμούς των «εθνικών δυνάμεων» εις βάρος της λαϊκής εντολής και του εκλογικού αποτελέσματος στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας.

 Πενήντα χρόνια μετά, σε διαφορετικά κρίσιμες συνθήκες, διεξάγονται δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, στις οποίες η αριστερή διέξοδος από την αντιδημοκρατική μνημονιακή και νεοσυντηρητική διαχείριση καλείται να ενισχύσει τις θέσεις της και σε αυτό το πεδίο, όχι με μονοδιάστατους εκλογικούς εντολείς και θεατές τηλεοπτικών πάνελ, αλλά με πολυδιάστατα ενεργούς πολίτες. Το καθεστώς παροπλισμού των πολιτών, ως μεθόδευση διεξαγωγής αυτών των εκλογών, αναδεικνύεται σε κεντρική τακτική επιλογή των καθεστωτικών δυνάμεων (σε όλες τις βαθύτερες συγκλίσεις και τις επικοινωνιακές αποκλίσεις τους), για να περιορίσουν τη διεισδυτικότητα της Αριστεράς σε διαδικασίες που πασχίζουν να κρατούν περιχαρακωμένες.
Είναι, λοιπόν, στο χέρι των δυνάμεων της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς να ανατρέπουν αυτή την τακτική καθημερινά, σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, να αρνούνται εμπράκτως την αυτοακύρωσή τους στους κλυδωνισμούς του συστημικά «εφικτού», να διεκδικούν, δηλαδή, με αυτή την ευκαιρία την μεγαλύτερη δυνατή ενεργοποίηση της κοινωνικής-ταξικής συμμαχίας που τους αντιστοιχεί, καθιστώντας ορατές στα λαϊκά στρώματα τις διαλεκτικές συνδέσεις μεταξύ τοπικών και ευρύτερων πολιτικών σημάνσεων. Κάθε είδους παραχώρηση στην επικοινωνιακή ταχυδακτυλουργική δυσχεραίνει αυτή τη θέαση, επομένως εμποδίζει να εντοπιστούν τα πραγματικά αξιακά περιεχόμενα στη συνείδηση των υποκειμένων που είναι οργανικά δεμένα με την αριστερή εναλλακτική διέξοδο και περιορίζει το στρατηγικό ρήγμα, το οποίο επιβάλλεται να αποτυπωθεί και εκλογικά απέναντι στην αυταρχική, αλαζονική, νεοφιλελεύθερη μνημονιακή διαχείριση με τις ακροδεξιές εκλεκτικές συγγένειες.

 Αυτές οι εκλογές μπορούν να επιταχύνουν τις στροφές του ιστορικού ανεμοδείκτη προς την κατεύθυνση του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού αντιπαραδείγματος της Αριστεράς, αποδεικνύοντας ότι αυτό που έμεινε ανολοκλήρωτο το 1964 δεν είναι μετέωρη ανάμνηση, όπως από την άλλη δεν αποτελεί επετειακή αφορμή για σκέψεις ευθύγραμμης συνέχειας.

 Μέσα στις σύγχρονες, διαφοροποιημένες, αλλά εξίσου κρίσιμες συνθήκες, είναι ένας δείκτης για την απόσταση που διανύθηκε, για τις αντιστάσεις απέναντι στον εξοβελισμό μιας ρακένδυτης συμπληρωματικότητας, για τη δύσκολη, αλλά πραγματική απεμπλοκή από τους φραγμούς και τις στεγανοποιήσεις της πολυδιάσπασης. Η Αριστερά είναι σήμερα σε θέση να διεκδικήσει τον δήμο Αθηναίων όχι με ευκαιριακά εργαλεία σύγκλισης των αποκλινόντων, ούτε με την μοναξιά του επιδιαιτητή δευτέρων γύρων και δευτέρων διαλογών, όχι απλώς συμβολικά, αλλά με ηγεμονικό το στίγμα της απέναντι στους διοικητικούς διακανονισμούς και τις κοινωνικές-εξουσιαστικές σχέσεις που εγγυήθηκαν τη συντηρητική διατήρηση των κεκτημένων στην ψευδεπίγραφα αυτοδιοικητική αντίληψη της ΝΔ, του Πασόκ και όσων διευκόλυναν τους σχεδιασμούς τους, χωρίς να έχουν καμία διάθεση να μαζέψουν τα μουσκίδια τους.
Ακριβώς γι’ αυτό, η εκλογική αντιπαράθεση για τον δήμο Αθηναίων (και όχι μόνο, βέβαια) είναι πρωτίστως αντιπαράθεση πολιτικών επιλογών. Ο υπερσυντηρητικός κορμός της μνημονιακής διακυβέρνησης διαχέει κουτοπόνηρα την αγελαία κομφορμιστική και σκοταδιστική του γλώσσα σε δύο υποψηφιότητες, δοκιμάζοντας τον φατριασμό ως μοχλό πολιτικής επιβίωσης. Ωστόσο, η πολιτική επιλογή που συνέχει και τις δύο «ανταγωνιστικές» υποψηφιότητες, είναι εκείνο το δεξιό διαχειριστικό κράμα, το οποίο επέτεινε τον κοινωνικό αποκλεισμό, στάθηκε εχθρικά απέναντι σε κάθε εστία ελεύθερης έκφρασης και δημιουργικότητας στην πόλη, υποβάθμισε τραγικά τους δημόσιους χώρους και το περιβάλλον, όξυνε τις τραυματικές εμπειρίες της αλλοτρίωσης, του φόβου για τις διαπολιτισμικές δυνατότητες της πόλης, τη δυσπιστία και την καχυποψία απέναντι στη διεκδίκηση προς όφελος της ενδοτικής πελατειακότητας, συμβάλλοντας έτσι στις ιδεολογικές και πρακτικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της φασιστικής ακροδεξιάς.

 Από την άλλη, ο απερχόμενος δήμαρχος υπήρξε το πιο φάλτσο χτύπημα στο εφιαλτικό φλίπερ της βαθιά θαμμένης δημιουργικότητας και της ζοφερής συντηρητικοποίησης: Στηριγμένος στο Πασόκ και τη ΔΗΜΑΡ (που «ούτε πολιτικοποιούσαν ούτε κομματικοποιούσαν» τις προηγούμενες εκλογές), διαμόρφωσε μια προγραμματική πρακτική, η οποία αντιστοιχούσε σε αστικό συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών στην ταξική, κοινωνικά αποδιαρθρωτική και περιβαλλοντικά καταστροφική συναίνεση του Μνημονίου.
Κουτοπόνηρα λουστραρισμένος με το φτηνό βερνίκι του «ακομμάτιστου»,   διευκόλυνε τους σχεδιασμούς του συστήματος τόσο στην Αθήνα όσο και στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό με τα απολύτως εξαρτημένα αντανακλαστικά του. Υπήρξε αδιανόητο για τον κ. Καμίνη να αναλογιστεί ότι πρωταρχική ευθύνη μιας δημοτικής αρχής είναι να δώσει στους ανθρώπους πρόσωπο, χώρο, απαντοχή, με αφετηρία μια διαφορετική πολιτική, πολιτισμική και αισθητική αντίληψη. Υπήρξε αδιανόητο, διότι υπήρξε αδύνατο για τον απερχόμενο δήμαρχο να στηριχτεί σε ο, τιδήποτε πέρα από το σάπιο σανίδι του καθεστωτισμού. Μια από τις καταθλιπτικές αναμνηστικές πλακέτες του δημαρχιακού βίου του είναι η στάση που είχε κρατήσει τον Ιανουάριο του 2011, απέναντι στην απεργία πείνας των αγωνιζόμενων για τα δικαιώματά τους μεταναστών και προσφύγων. Όποιος υποτιμά τέτοιες παραμέτρους κριτικής απέναντι στον απερχόμενο δήμαρχο, πέρα από όλα τα άλλα, αποδεικνύεται ανίκανος να αντιληφθεί το έδαφος ανάπτυξης της ακροδεξιάς, αλλά και τους αναγκαίους όρους για την ενίσχυση του συνανήκειν σε μια σύγχρονη πολιτική κοινωνία.

 

Η μεγάλη πολιτική αξία των προτάσεων της Αριστεράς για την Αθήνα εκφράζει συλλογικές θέσεις αντίστασης τόσο απέναντι στο διαχειριστικό κράμα που περιέγραψα προηγουμένως όσο και απέναντι στον εκφασισμό που ρίζωσε σε όψεις και πρακτικές του ίδιου διαχειριστικού κράματος. Οι συμπτώσεις-επικαλύψεις των παράγωγων υποψηφιοτήτων γίνονται εγγυήσεις και εφεδρείες για τη συστημικά αποδεκτή τάξη του κοινωνικού ιστού που καταρρέει, του δημόσιου χώρου που κατατμημένος υποβαθμίζεται και εκχωρείται κερδοσκοπικά,  της αλλοτρίωσης που φθείρει τις συλλογικές και δημιουργικές παραστάσεις κάθε τοπόσημου, της κατασταλτικής τελετουργίας που κανονικοποιεί όσα εκτροχιάζουν και απορρυθμίζουν τις αντιστάσεις στην αδήριτη αδράνεια.

 

Τα βαρέως οδοποιητικά μηχανήματα της τηλεοπτικής εργολαβίας κινητοποιούν στερεότυπα ακροδεξιάς υστερίας, διότι η δημοτική κοινωνική πολιτική, η πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά, οι ζωντανές γειτονιές, οι συνεργατικές-κοινωνικές παρεμβάσεις, η δημιουργικότητα των κοινωνικών κινημάτων είναι προγραμματικοί άξονες στον αντίποδα της ζοφερής συντηρητικοποίησης και της ομόλογής της τεχνοκρατικής ανάθεσης.

 

Η Αριστερά, δηλαδή οι αριστερές και οι αριστεροί, πρέπει να ανανεώνουν όλο το επόμενο διάστημα δυναμικά τον διάλογο για την υπόσταση της πόλης με την κοινωνική-ταξική συμμαχία, η οποία μπορεί να αποτυπώσει και εκλογικά αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να συνθέσουμε τα επιχειρήματα πέρα από το μωσαϊκό στιγμιαίων λήψεων σε μια πορεία σύνθεσης, η οποία θα παράξει το στρατηγικό ρήγμα στις περιχαρακωμένες διαδικασίες και θα ενεργοποιήσει ένα ευρύτερο δυναμικό. Δείκτης του πολιτικού ενδιαφέροντος και της πολιτικής συμμετοχής ας είναι η υποψία πως οι διαστάσεις του χώρου μπορεί να μην είναι τρεις, αλλά πέντε, μαζί με την μνήμη και το όνειρο (για να παραφράσω τον Πέτρο Μαρτινίδη). Αυτή η υποψία θα απονευρώνει τις στημένες βεβαιότητες και την συγκαλυπτική σύγχυση των υποψηφιοτήτων της συντηρητικής, μνημονιακής, ασφυκτικής τάξης, απεγκλωβίζοντας πολύτιμες δημιουργικές δυνάμεις.

 

Οι αριστεροί συγκρούομενοι συγκροτούνται για να εκφράσουν συλλογικότερα τις αντιστάσεις και για να ενισχύσουν συνεπέστερα τις δημόσιες διαχωριστικές γραμμές της αριστερής πολιτικής. Οφείλουν να συμβάλουν και στην εκλογική αποτύπωσή τους, λοιπόν, από αυτή την κριτική αφετηρία και όχι από ρηχό εκλογικισμό. Μια ισχυρότατη εκλογική παρουσία της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στον δήμο Αθηναίων, στον Πειραιά, στους δήμους του λεκανοπεδίου, αλλά και στην περιφέρεια Αττικής, ασφαλώς, θα δημιουργήσει βαρύνουσα δύναμη πολιτικής διεκδίκησης και ευνοϊκότερες προϋποθέσεις κοινωνικής αυτοδυναμίας.

 

 Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει για όλους τους μικρούς και μεγάλους δήμους, για όλες τις περιφέρειες της χώρας, και πολύ σωστά. Απλώς, ανήκοντας σ’ αυτούς και σ’ αυτές που κινούνται, ζουν, εργάζονται, απογοητεύονται κι ελπίζουν στην Αθήνα, ήθελα να πω ότι είναι η στιγμή για να πιστέψουμε και να πούμε επιτέλους μετά από πενήντα χρόνια: Αθήνα, αριστερά!
 
Πηγη: Red Notebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου