του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Τον Ιανουάριο του 2006 επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από απουσία αρκετών χρόνων και ξεκίνησα να δουλεύω σε μια εφημερίδα που λεγόταν εκείνη την εποχή »Ο Κόσμος του Επενδυτή» (από τότε έχει αλλάξει όνομα 2-3 φορές, κάθε φορά που τα χρέη προς τους εργαζόμενους διογκώνονται και οι εκδότες θέλουν να την κυκλοφορούν χωρίς να πληρώσουν).
Οταν μετά από κάποιες εβδομάδες επισκέφτηκα τον διευθυντή σύνταξης, έναν απερίγραπτο γαμπρό του Κουρή ονόματι Καψαμπέλη, να τον ρωτήσω τι σκέφτεται να κάνει με την πληρωμή μου, μού απάντησε: «Ποια πληρωμή; Με όσα σου μαθαίνω εδώ, θα έπρεπε να με πληρώνεις εσύ!». Κατέβηκα έξαλλος στη θέση μου και διηγήθηκα στους συναδέλφους μου τον διάλογο. «Α, καλώς όρισες στον πλανήτη ΜΜΕ», έλεγε ειρωνικά ο ένας. «Τι μαλάκας», σχολίαζε συγκαταβατικά ο άλλος. Υπήρχαν όμως κι εκείνοι που μου έλεγαν ότι δεν πρέπει να εκνευρίζομαι, ότι έτσι γίνεται στον Τύπο, δουλεύεις 2 ή 3 μήνες τσάμπα, αλλά μετά βρίσκεις τη θέση σου στο χώρο και όλα καλά. Κι ακόμα ότι αυτή η πρακτική «προστατεύει τον χώρο από την παρουσία παρείσακτων και μένει μόνο όποιος αξίζει στ’ αλήθεια».
Πράγματι, αυτή η πρακτική συνηθιζόταν -και συνηθίζεται ακόμα- στα ΜΜΕ. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα σωματεία που την αποδέχονταν είναι τα ίδια σωματεία που τα τελευταία 4 χρόνια έφαγαν αμάσητες χιλιάδες απολύσεις και ακόμα περισσότερες ατομικές συμβάσεις και όταν έφτασε η ώρα εξέλεξαν και στη διοίκησή τους όσους υπερασπίστηκαν και τις απολύσεις και τις ατομικές συμβάσεις. Ετσι, ώστε σήμερα να μην υπάρχει πια κανένας «χώρος», εκτός βέβαια αν νοείται ως τέτοιος ένα νεκροταφείο ελεφάντων, στο οποίο κανείς δεν μπαίνει και αρκετοί βγαίνουν, όπου αν έχεις δουλειά λες ευχαριστώ, αν παίρνεις 500 ευρώ κάνεις και υπόκλιση, κι αν πληρώνεσαι και στην ώρα σου έχεις κάνει λάθος, δεν είσαι δημοσιογράφος, κάποια άλλη δουλειά κάνεις και δεν το θυμάσαι.
Για κάτι τέτοια άλλωστε, εγώ και κάτι φιλαράκια μου, όταν μας ρωτάνε τι δουλειά κάνουμε, προτιμάμε ως απάντηση το «πιανίστας σε μπουρδέλο», που προσδίδει μια κάποια μεγαλύτερη αξιοπρέπεια.
Τη θυμήθηκα εκείνη την ιστορία όταν διάβασα την πρόταση του Λοβέρδου προς τους εκπαιδευτικούς, να καλύψουν εθελοντικά με δωρεάν ώρες τα κενά στα σχολεία, με αντάλλαγμα κάποια μόρια που θα τους χρησιμεύσουν στους ανύπαρκτους διορισμούς και τις αναπληρώσεις.
Δεν με εκπλήσσει η πρόταση. Ο Λοβέρδος είναι από τους ανθρώπους που αν τον έβλεπα να πνίγεται στα ρηχά της θάλασσας δεν θα έπεφτα να τον βοηθήσω, εξαιτίας του ρίσκου να είναι κρύο το νερό. Δεν θα πάψω ωστόσο να εκπλήσσομαι από την παρουσία εργαζομένων που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τους δουλοπάροικους – και φαίνεται ότι κι αυτή τη φορά υπάρχουν υποψήφιοι. Ετσι τουλάχιστον διαισθάνομαι και έτσι με βεβαιώνουν άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της εκπαίδευσης και δεν έχω λόγο να μην τους πιστέψω.
«Κακό του κεφαλιού τους», θα έλεγε κάποιος. Αυτή είναι μια λάθος οπτική, που αντιλαμβάνεται τη «δωρεάν εργασία» (στον Τύπο, στην εκπαίδευση ή οπουδήποτε αλλού) ως μια προσωπική επιλογή, που βασίζεται σε ένα συνδυασμό αφέλειας και απελπισίας εκείνου που την επιλέγει και δεν αφορά σε τελικά ανάλυση κανέναν άλλον. Μόνο που αφελής είναι επίσης και αυτή η οπτική. Και το παράδειγμα των ΜΜΕ, και του ρόλου που βρέθηκε να παίζει αυτού του τύπου η εργασία στη διάτρηση των εργασιακών δικαιωμάτων, είναι ένα καλό παράδειγμα.
Η επιλογή να δουλεύεις δωρεάν, σε οποιαδήποτε εργασία, δεν είναι μια επιλογή για τον εαυτό σου. Είναι μια επιλογή που χτυπάει ευθέως όλους τους συναδέλφους σου και τελικά όλη την εργατική τάξη, γιατί μειώνει την αξία της εργασίας και δυσχεραίνει τη διαπραγματευτική δύναμη κάθε ενός άλλου εργαζομένου.
Η δωρεάν εργασία δίνει στην εργοδοσία (κρατική ή ιδιωτική) όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ανεργίας (σε ό,τι αφορά τα εργατικά δικαιώματα) χωρίς να της στερεί όσα της στερεί η ανεργία (εφόσον η δουλειά γίνεται). Υπό κάθε έννοια, λοιπόν, όποιος δέχεται να δουλεύει δωρεάν, πολύ περισσότερο από «εθελοντής εργαζόμενος» είναι ένας εθελοντής κομάντο του Κεφαλαίου στον πόλεμό που αυτό διεξάγει εναντίον μας. Κι αν δεν το ξέρει, πρέπει να του το πούμε.
Νομίζω ότι είναι βασική υποχρέωση των εκπαιδευτικών συνδικάτων (και όχι περιοριστικά – ούτε για την εκπαίδευση ούτε για τα συνδικάτα) να το κάνουν σαφές αυτό, με εγκυκλίους σε σχολεία, με κινητοποιήσεις και με απεργίες. Να κάνουν σαφές ότι όποιος δεχτεί να δουλέψει τσάμπα είναι κάτι χειρότερο από απεργοσπάστης: είναι πολεμιστής ενάντια στην τάξη του. Να το κάνουμε παντού γνωστό αυτό και να το εξηγήσουμε. Πραγματικά, με ειλικρινή διάθεση, άνθρωπο τον άνθρωπο, σχολείο το σχολείο, γονιό τον γονιό. Μέχρι να μη μπορεί κανείς να πει ότι δεν ήξερε ή δεν κατάλαβε.
Μετά, όποιος πάει να δουλέψει τσάμπα, ναι: Πίσσα και πούπουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου