Το στοίχημα σ’ αυτή τη φάση δεν είναι να οργιστεί ο κόσμος. Ο κόσμος είναι ήδη αρκετά οργισμένος. Το ζήτημα είναι η πολιτικοποίηση των «παθών», η διάνοιξη ενός νέου «ορατού» πολιτικού πεδίου για τους «από κάτω», που θα τους δείξει ότι υπάρχει ελπίδα και πέραν της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας
Του Νικόλα Βαγδούτη
Μετά τη μεγαλειώδη συγκέντρωση της 12ης Φεβρουαρίου και την απίστευτη καταστολή, σκεφτόμουν ποιες δυνατότητες έχει ένα κίνημα να πιέσει την κυβέρνηση σε μια κατάσταση με χαρακτηριστικά έκτακτης ανάγκης και σε τι αυθόρμητες πρακτικές μπορεί να oδηγηθεί, ενώ αντιμετωπίζει μια καταστολή σαν αυτή που ζήσαμε το τελευταίο διάστημα, και εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης.
Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, ο φιλελεύθερος, «σχηματικός» διαχωρισμός κοινωνικού-πολιτικού επιπέδου (κίνημα «από τα κάτω», κόμμα που εκπροσωπεί στο Κοινοβούλιο και κράτος που μερικώς ενσωματώνει, εμφανιζόμενο ως ο εκπρόσωπος του γενικού συμφέροντος) έχει εν τοις πράγμασι αρθεί, στο βαθμό που το κράτος δεν ενσωματώνει πλέον κανένα αίτημα των «από κάτω» και δεν μπορεί να εγγυηθεί την συνολική κοινωνική ευημερία.
Οι διεργασίες αυτές αντανακλούν στους νέους κοινωνικούς αγώνες. Ξεσπάει λοιπόν μια νέα μορφή μαζικών κινημάτων που δεν μένουν σε οικονομικά ή μερικά πολιτικά αιτήματα, αλλά είναι πολιτικά με την πιο πλατιά έννοια του όρου: επερωτώντας τα πάντα, ακόμα και βασικές πολιτειακές αρχές της αστικής δημοκρατίας. Αυτό δημιουργεί δυνάμει ευνοϊκές συνθήκες για την Αριστερά, η οποία μπορεί πλέον να μιλήσει για την αστική δημοκρατία, όχι μόνο ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο που κάθε φορά παίρνει αυτή, αλλά ως μορφή που δεν εγγυάται ούτε την κοινωνική ευημερία ούτε τη λαϊκή κυριαρχία. Η εξέλιξη αυτή δεν συνεπάγεται κανενός είδους βεβαιότητες, καθώς μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει και σε άλλου είδους «μεγάλες αφηγήσεις». Η ισχυρή επανεμφάνιση του εθνολαϊκισμού στον δημόσιο λόγο ως απάντηση στους «μειοδότες πολιτικούς» μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Πότε όμως αυτή η επερώτηση γίνεται πιο ηγεμονική κοινωνικά και μπορεί να πάρει αριστερό-χειραφετητικό περιεχόμενο; Ο Ζακ Ρανσιέρ μας λέει ότι «το κριτήριο για τον πολιτικό χαρακτήρα ενός κινήματος δεν είναι να προτείνει αυτό διεκδικήσεις ή ένα πρόγραμμα, ούτε να απέχει από τη βία. Είναι να βρίσκει ένα χώρο πράξης, ομιλίας και σκέψης που να υπερβαίνει την απλή επιβεβαίωση μιας δεδομένης ομάδας (ως κριτική στον Δεκέμβρη του 08)… Η ιστορία της χειραφέτησης είναι η ιστορία μορφών υλικής βίας που όμως διανοίγουν ταυτόχρονα χώρους μοιρασμένης ομιλίας. Αυτό είναι που διαχωρίζει την πολιτική βία από την πολεμική βία όπου ζητούμενο είναι μονάχα να χτυπηθεί ο αντίπαλος» [1].
Αυτή η κριτική του Ρανσιέρ είναι νομίζω και η διαφορά μεταξύ του Δεκέμβρη του 2008 και του Συντάγματος. Στην πρώτη περίπτωση, στο κίνημα κυριάρχησε μια βία που, ενώ άνοιγε ως συμβάν το ερώτημα «μπορούμε να ζήσουμε χωρίς μέλλον;», την ίδια στιγμή το έκλεινε, καθώς δεν υπήρχε ο χώρος για πολιτική συζήτηση. Προφανώς αναφέρομαι στην κυρίαρχη πρακτική, και όχι σε γεγονότα που βοηθούσαν στο άνοιγμα του ερωτήματος, όπως το η κατάληψη στο πάρκο Ναυαρίνου, τη Λυρική Σκηνή κλπ). Στην περίπτωση του Συντάγματος, από την άλλη πλευρά, το κίνημα απάντησε υπόρρητα, ανοίγοντας πολιτικά το ερώτημα που πρώτα έθεσε ο Δεκέμβρης.
Έφτιαξε διαδικασίες συζήτησης (συνέλευση, εκδηλώσεις), χώρους αυτοοργάνωσης, χώρους πολιτιστικής δημιουργίας, ψήγματα μιας μελλοντικής διαφορετικής κοινωνίας. Επρόκειτο για μια διαδικασία που μπορεί να μην ακύρωνε τον ρόλο του κράτους, έδινε όμως την εικόνα μιας δεύτερης δημόσιας σφαίρας, την εικόνα δηλαδή ότι ο λαός μπορεί να εκφεύγει (έστω και πρόσκαιρα) από την δημοκρατία με τη μορφή που της δίνει ο φιλελευθερισμός, και να αμφισβητεί, οριακά, ακόμη και το ίδιο το μονοπώλιο της πολιτικής απόφασης. Βέβαια το ερώτημα γιατί δεν κέρδισε το Σύνταγμα εξακολουθεί να τίθεται, προς επιβεβαίωση και της πραγματικής δύναμης του κράτους.
Νομίζω λοιπόν ότι από το Σύνταγμα και μετά, το κύριο μέλημα των «από πάνω» είναι αυτή η κοινωνική επερώτηση να μη μετατρέπεται σε έναν νέο συλλογικό χώρο πράξης, ομιλίας και σκέψης που θα αμφισβητεί οργανωμένα και σε πιο μόνιμη βάση το μονοπώλιο της πολιτικής απόφασης. Γι’ αυτό προσπαθούν να καταστείλουν άμεσα κάθε κινητοποίηση που δεν έχει στόχο να κάνει ένα απλό και γρήγορο πέρασμα από τη Βουλή. Γι’ αυτό «καθαρίζουν» συνεχώς την Πλατεία Συντάγματος από τον Σεπτέμβρη, γι’ αυτό καταστέλλουν με απίστευτη ταχύτητα και βιαιότητα προσπάθειες κατάληψης κτιρίων του Κέντρου σε αχρησία, τα οποία θα μπορούανν να λειτουργήσουν όχι μόνο ως εστίες αλληλεγγύης (όπως το καφενείο, δίπλα στο Πνευματικό Κέντρο), αλλά και ως κέντρα αυτο-οργάνωσης των «από κάτω».
Με βάση λοιπόν αυτά, και με αφορμή την πρωτοφανή καταστολή της 12ης Φεβρουαρίου, τίθενται ένα πρόβλημα και ένα βασικό ερώτημα. Το πρόβλημα είναι ότι η καταστολή αντικειμενικά διαλύει τις προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου χώρου, διαλύοντας και τις ίδιες τις συγκεντρώσεις. Όμως αυτό δεν μπορεί να κρατήσει παρά για λίγο, καθώς η πραγματικότητα της φτώχειας και της ανεργίας είναι πια αμείλικτη: από σήμερα, 489 ευρώ καθαρά. Εδώ λοιπόν έρχεται το ερώτημα: πώς διαχειριζόμαστε την δικαιολογημένη οργή του κόσμου, που είναι και δική μας οργή; Εδώ είναι που ανοίγει και η κουβέντα περί των «επεισοδίων». Μπορούμε εύκολα να αποδώσουμε αυτά τα τελευταία σε σχέδια παρακρατικών, αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζονται παρακρατικοί για ξαναθυμηθούμε τι ζήσαμε τον Δεκέμβρη ή ακόμα και με τη Marfin. Η έννοια του παρακράτους είναι σαν το «άσυλο της άγνοιας» του Σπινόζα: χωρίς να εξηγούμε τίποτα, φανταζόμαστε ότι εξηγούμε τα πάντα και ξεμπερδεύουμε εύκολα μ’ αυτά. Αν η δήθεν εξήγηση ντύνεται και με έναν εθνικό λόγο, ακόμα καλύτερα, αφού φτιάχνει και μια σχέση του ερμηνευτή με το «εθνικό ακροατήριο».
Η πραγματικότητα όμως, ακόμη και με όρους «εθνικού ακροατηρίου», είναι άλλη. Κι όσο πιο γρήγορα την καταλάβουμε, τόσο πιο γρήγορα θα μετασχηματίσουμε και τη δική μας δράση. Η εικόνα στις 12/2 ήταν απλά η εικόνα ανθρώπων οργισμένων από την κρίση, χούλιγκανς, νέων που δεν βλέπουν μέλλον και άλλη λύση πέρα από την αδιάκριτη βία. Μπορεί και προβοκατόρων που παρεισφρέουν, αλλά το θέμα είναι όλοι οι άλλοι. Πέρα από αυτούς δε, η εικόνα είναι και προϊόν της γενικευμένης βίας του κράτους, η οποία νομιμοποιεί ουσιαστικά ως απάντηση κάθε μορφή βίας, και όχι μόνο αυτή που λειτουργεί αυτοπροστατευτικά για το κίνημα.
Ενώ όμως ισχύουν τα παραπάνω, πέρα από τον διαχωρισμό από την απλή προβοκατορολογία χρειάζεται να προχωρήσουμε και πέρα από την κατανόηση της οργής. Ναι, η αστυνομία προσπάθησε με απίστευτη βιαιότητα να διαλύσει τη διαδήλωση, από το πρώτο μισάωρο. Ναι, δεν έγινε και κάτι τόσο σπουδαίο αν καούν και 10 κτίρια (που τελικά δεν κάηκαν), όταν υποθηκεύεται το μέλλον μας σε τέτοιο βαθμό. Αλλά, χρειάζεται να πούμε και ότι αυτή η βία αφ’ ενός γενικεύει το κλίμα εξατομικευμένου φόβου και τρομοκρατίας (ειδικά σε όσους δεν είναι ντυμένοι με πολεμική αρματωσιά), άρα υπονομεύει την μαζικότητα, αφ΄ ετέρου δε, και κατά κύριο λόγο (αν υποθέσουμε ότι ξεπερνιέται το πρώτο), δεν μετατρέπει την οργή του κόσμου σε μια νέα συλλογική-πολιτική πρακτική. Στην πραγματικότητα, κάνει ακριβώς το ανάποδο: εξατομικεύει την αντίδραση απέναντι στο κράτος και στις δυνάμεις καταστολής και δεν πολιτικοποιεί την οργή προς μια χειραφετητική κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις 12/2 ακόμη και στο πεδίο των συγκρούσεων ήταν έντονο το εθνικό στοιχείο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις βρισιές στους «προδότες γερμανοτσολιάδες ή τούρκους» αστυνομικούς, που «θα έπρεπε να είναι μαζί μας και όχι εναντίον μας» [2].
Όσοι το Δεκέμβρη δεν βλέπαμε εύκολα τον τρόπο πολιτικής άρθρωσης της οργής, από το Σύνταγμα και μετά αρχίσαμε να βλέπουμε ότι γίνεται κι αλλιώς. Είδαμε ότι η υλική απάντηση στην αστυνομική καταστολή, μπορεί να συνδυάζεται (με επιμονή βέβαια) με τη δημιουργία διαδικασιών που να οργανώνουν την οργή σε μια νέα συλλογική πολιτική –και όχι μόνο– πρακτική και να της δίνουν ένα αριστερό και ένα νέο «ηθικό» περιεχόμενο. Όμως, το τωρινό ερώτημα είναι πιο δύσκολο. Τόσο γιατί η κρίση είναι πιο έντονη, όσο και γιατί η εμπειρία του Συντάγματος έχει διδάξει και το Κράτος. Πώς απαντάμε στην προσπάθεια του κράτους να καταστέλλει εν τη γενέσει της κάθε εστία κοινωνικής αντίστασης που αποκτά πιο μόνιμα και πολιτικά χαρακτηριστικά, και πώς ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε την ολοένα και πιο ανεξέλεγκτη οργή του κόσμου; Μήπως θα ήταν βολικό για το κράτος να γυρίσουμε πίσω σε πρακτικές (δικαιολογημένης, κατά τα άλλα) μητροπολιτικής βίας;
Νομίζω ότι όσο γραμμικό είναι να λέμε ότι δεν πρέπει «να ραγίσει ούτε τζάμι» , άλλο τόσο γραμμικό είναι να θεωρούμε ότι η βίαιη οργή του κόσμου θα οδηγήσει a priori σε μια επαναστατική-χειραφετητική κατεύθυνση. Μ’ αυτή την έννοια, το στοίχημα σ’ αυτή τη φάση δεν είναι να οργιστεί ο κόσμος. Ο κόσμος είναι ήδη αρκετά οργισμένος. Το ζήτημα είναι η πολιτικοποίηση των «παθών», η διάνοιξη ενός νέου «ορατού» πολιτικού πεδίου για τους «από κάτω», που θα τους δείξει ότι υπάρχει ελπίδα και πέραν της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση δεν μπορούμε ούτε απλά να αναμένουμε πότε θα εισακουστεί το αίτημα για εκλογές (που ορθά τίθεται), ούτε να εξαντλούμε τη δράση μας στις ημέρες-σταθμούς των κινητοποιήσεων, που μπορεί να υπονομεύονται πλέον εντονότερα από την καταστολή. Το ζήτημα είναι η οργάνωση της οργής σε όλη την έκταση της κοινωνικής ζωής στην καθημερινότητα και η επανα-πολιτικοποίηση της κοινωνικής ζωής. Είναι τελικά η ίδια η προσπάθεια άρσης του διαχωρισμού μεταξύ κοινωνικού και πολιτικού από τη μεριά μας. Ένα τέτοιο πρώτο βήμα είναι οι δομές αλληλεγγύης και οι λαϊκές συνελεύσεις που ήδη συγκροτούνται στις γειτονιές. Πρέπει όμως αφ’ ενός να γενικευτούν και να γίνουν καθημερινή πρακτική των «από κάτω» και αφ’ ετέρου να συντονιστούν σε μια πιο κεντρική μορφή που θα τους καθιστά, από απλούς αποδέκτες αλληλεγγύης, ένα πιο μόνιμο και πλατύ υποκείμενο αγώνα. Η δημιουργία θεσμών αλληλεγγύης, δημοκρατίας και συλλογικής ζωής στην καθημερινότητα είναι κομβικής σημασίας ούτως ώστε η οργή να μην εκδηλώνεται ούτε ως μια βίαιη κραυγή ατομικής απελπισίας, ούτε ως μια αναζήτηση ενός νέου εθνικού ηγέτη-αφέντη που θα απευθύνεται στην κοινωνία, χωρίς τις διαμεσολαβήσεις του «παρηκμασμένου» πολιτικού επιπέδου.
Η τρομακτική έκταση που παίρνει η κρίση και η καταστολή μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε γενικευμένα φαινόμενα απελπισμένης μητροπολιτικής βίας, στο βαθμό που δε φαίνεται να υπάρχει ένα ορατό πολιτικό μέλλον. Όμως, τώρα τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Κι αυτό γιατί στην γενικευμένη οργή, έρχεται να προστεθεί και η έντονη έξαρση του εθνικού στοιχείου και ο γενικευμένος αντικοινοβουλευτισμός. Συνεπώς, αν αφήσουμε το κοινωνικό πεδίο στις ορέξεις των «από πάνω», η δικαιολογημένη οργή μπορεί να αποκτήσει ακόμα και εθνικιστικό προσανατολισμό. Ας ρίξουμε μια ματιά στη Γερμανία του ‘30 και θα πεισθούμε γι’ αυτό.
___________________
Σημειώσεις
[1] Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη Δημοκρατία (μτφρ. Βίκυ Ιακώβου), εκδ. Πεδίο 2011, σ. 156-157
[2] «Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου», Blaumachen (τελευταία ανάκτηση: 18.2.2012) Διαθέσιμο εδώ
Μοιράσου το
Νικόλας Βαγδούτης
REDNotebook
Του Νικόλα Βαγδούτη
Μετά τη μεγαλειώδη συγκέντρωση της 12ης Φεβρουαρίου και την απίστευτη καταστολή, σκεφτόμουν ποιες δυνατότητες έχει ένα κίνημα να πιέσει την κυβέρνηση σε μια κατάσταση με χαρακτηριστικά έκτακτης ανάγκης και σε τι αυθόρμητες πρακτικές μπορεί να oδηγηθεί, ενώ αντιμετωπίζει μια καταστολή σαν αυτή που ζήσαμε το τελευταίο διάστημα, και εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης.
Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, ο φιλελεύθερος, «σχηματικός» διαχωρισμός κοινωνικού-πολιτικού επιπέδου (κίνημα «από τα κάτω», κόμμα που εκπροσωπεί στο Κοινοβούλιο και κράτος που μερικώς ενσωματώνει, εμφανιζόμενο ως ο εκπρόσωπος του γενικού συμφέροντος) έχει εν τοις πράγμασι αρθεί, στο βαθμό που το κράτος δεν ενσωματώνει πλέον κανένα αίτημα των «από κάτω» και δεν μπορεί να εγγυηθεί την συνολική κοινωνική ευημερία.
Οι διεργασίες αυτές αντανακλούν στους νέους κοινωνικούς αγώνες. Ξεσπάει λοιπόν μια νέα μορφή μαζικών κινημάτων που δεν μένουν σε οικονομικά ή μερικά πολιτικά αιτήματα, αλλά είναι πολιτικά με την πιο πλατιά έννοια του όρου: επερωτώντας τα πάντα, ακόμα και βασικές πολιτειακές αρχές της αστικής δημοκρατίας. Αυτό δημιουργεί δυνάμει ευνοϊκές συνθήκες για την Αριστερά, η οποία μπορεί πλέον να μιλήσει για την αστική δημοκρατία, όχι μόνο ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο που κάθε φορά παίρνει αυτή, αλλά ως μορφή που δεν εγγυάται ούτε την κοινωνική ευημερία ούτε τη λαϊκή κυριαρχία. Η εξέλιξη αυτή δεν συνεπάγεται κανενός είδους βεβαιότητες, καθώς μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει και σε άλλου είδους «μεγάλες αφηγήσεις». Η ισχυρή επανεμφάνιση του εθνολαϊκισμού στον δημόσιο λόγο ως απάντηση στους «μειοδότες πολιτικούς» μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Πότε όμως αυτή η επερώτηση γίνεται πιο ηγεμονική κοινωνικά και μπορεί να πάρει αριστερό-χειραφετητικό περιεχόμενο; Ο Ζακ Ρανσιέρ μας λέει ότι «το κριτήριο για τον πολιτικό χαρακτήρα ενός κινήματος δεν είναι να προτείνει αυτό διεκδικήσεις ή ένα πρόγραμμα, ούτε να απέχει από τη βία. Είναι να βρίσκει ένα χώρο πράξης, ομιλίας και σκέψης που να υπερβαίνει την απλή επιβεβαίωση μιας δεδομένης ομάδας (ως κριτική στον Δεκέμβρη του 08)… Η ιστορία της χειραφέτησης είναι η ιστορία μορφών υλικής βίας που όμως διανοίγουν ταυτόχρονα χώρους μοιρασμένης ομιλίας. Αυτό είναι που διαχωρίζει την πολιτική βία από την πολεμική βία όπου ζητούμενο είναι μονάχα να χτυπηθεί ο αντίπαλος» [1].
Αυτή η κριτική του Ρανσιέρ είναι νομίζω και η διαφορά μεταξύ του Δεκέμβρη του 2008 και του Συντάγματος. Στην πρώτη περίπτωση, στο κίνημα κυριάρχησε μια βία που, ενώ άνοιγε ως συμβάν το ερώτημα «μπορούμε να ζήσουμε χωρίς μέλλον;», την ίδια στιγμή το έκλεινε, καθώς δεν υπήρχε ο χώρος για πολιτική συζήτηση. Προφανώς αναφέρομαι στην κυρίαρχη πρακτική, και όχι σε γεγονότα που βοηθούσαν στο άνοιγμα του ερωτήματος, όπως το η κατάληψη στο πάρκο Ναυαρίνου, τη Λυρική Σκηνή κλπ). Στην περίπτωση του Συντάγματος, από την άλλη πλευρά, το κίνημα απάντησε υπόρρητα, ανοίγοντας πολιτικά το ερώτημα που πρώτα έθεσε ο Δεκέμβρης.
Έφτιαξε διαδικασίες συζήτησης (συνέλευση, εκδηλώσεις), χώρους αυτοοργάνωσης, χώρους πολιτιστικής δημιουργίας, ψήγματα μιας μελλοντικής διαφορετικής κοινωνίας. Επρόκειτο για μια διαδικασία που μπορεί να μην ακύρωνε τον ρόλο του κράτους, έδινε όμως την εικόνα μιας δεύτερης δημόσιας σφαίρας, την εικόνα δηλαδή ότι ο λαός μπορεί να εκφεύγει (έστω και πρόσκαιρα) από την δημοκρατία με τη μορφή που της δίνει ο φιλελευθερισμός, και να αμφισβητεί, οριακά, ακόμη και το ίδιο το μονοπώλιο της πολιτικής απόφασης. Βέβαια το ερώτημα γιατί δεν κέρδισε το Σύνταγμα εξακολουθεί να τίθεται, προς επιβεβαίωση και της πραγματικής δύναμης του κράτους.
Νομίζω λοιπόν ότι από το Σύνταγμα και μετά, το κύριο μέλημα των «από πάνω» είναι αυτή η κοινωνική επερώτηση να μη μετατρέπεται σε έναν νέο συλλογικό χώρο πράξης, ομιλίας και σκέψης που θα αμφισβητεί οργανωμένα και σε πιο μόνιμη βάση το μονοπώλιο της πολιτικής απόφασης. Γι’ αυτό προσπαθούν να καταστείλουν άμεσα κάθε κινητοποίηση που δεν έχει στόχο να κάνει ένα απλό και γρήγορο πέρασμα από τη Βουλή. Γι’ αυτό «καθαρίζουν» συνεχώς την Πλατεία Συντάγματος από τον Σεπτέμβρη, γι’ αυτό καταστέλλουν με απίστευτη ταχύτητα και βιαιότητα προσπάθειες κατάληψης κτιρίων του Κέντρου σε αχρησία, τα οποία θα μπορούανν να λειτουργήσουν όχι μόνο ως εστίες αλληλεγγύης (όπως το καφενείο, δίπλα στο Πνευματικό Κέντρο), αλλά και ως κέντρα αυτο-οργάνωσης των «από κάτω».
Με βάση λοιπόν αυτά, και με αφορμή την πρωτοφανή καταστολή της 12ης Φεβρουαρίου, τίθενται ένα πρόβλημα και ένα βασικό ερώτημα. Το πρόβλημα είναι ότι η καταστολή αντικειμενικά διαλύει τις προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου χώρου, διαλύοντας και τις ίδιες τις συγκεντρώσεις. Όμως αυτό δεν μπορεί να κρατήσει παρά για λίγο, καθώς η πραγματικότητα της φτώχειας και της ανεργίας είναι πια αμείλικτη: από σήμερα, 489 ευρώ καθαρά. Εδώ λοιπόν έρχεται το ερώτημα: πώς διαχειριζόμαστε την δικαιολογημένη οργή του κόσμου, που είναι και δική μας οργή; Εδώ είναι που ανοίγει και η κουβέντα περί των «επεισοδίων». Μπορούμε εύκολα να αποδώσουμε αυτά τα τελευταία σε σχέδια παρακρατικών, αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζονται παρακρατικοί για ξαναθυμηθούμε τι ζήσαμε τον Δεκέμβρη ή ακόμα και με τη Marfin. Η έννοια του παρακράτους είναι σαν το «άσυλο της άγνοιας» του Σπινόζα: χωρίς να εξηγούμε τίποτα, φανταζόμαστε ότι εξηγούμε τα πάντα και ξεμπερδεύουμε εύκολα μ’ αυτά. Αν η δήθεν εξήγηση ντύνεται και με έναν εθνικό λόγο, ακόμα καλύτερα, αφού φτιάχνει και μια σχέση του ερμηνευτή με το «εθνικό ακροατήριο».
Η πραγματικότητα όμως, ακόμη και με όρους «εθνικού ακροατηρίου», είναι άλλη. Κι όσο πιο γρήγορα την καταλάβουμε, τόσο πιο γρήγορα θα μετασχηματίσουμε και τη δική μας δράση. Η εικόνα στις 12/2 ήταν απλά η εικόνα ανθρώπων οργισμένων από την κρίση, χούλιγκανς, νέων που δεν βλέπουν μέλλον και άλλη λύση πέρα από την αδιάκριτη βία. Μπορεί και προβοκατόρων που παρεισφρέουν, αλλά το θέμα είναι όλοι οι άλλοι. Πέρα από αυτούς δε, η εικόνα είναι και προϊόν της γενικευμένης βίας του κράτους, η οποία νομιμοποιεί ουσιαστικά ως απάντηση κάθε μορφή βίας, και όχι μόνο αυτή που λειτουργεί αυτοπροστατευτικά για το κίνημα.
Ενώ όμως ισχύουν τα παραπάνω, πέρα από τον διαχωρισμό από την απλή προβοκατορολογία χρειάζεται να προχωρήσουμε και πέρα από την κατανόηση της οργής. Ναι, η αστυνομία προσπάθησε με απίστευτη βιαιότητα να διαλύσει τη διαδήλωση, από το πρώτο μισάωρο. Ναι, δεν έγινε και κάτι τόσο σπουδαίο αν καούν και 10 κτίρια (που τελικά δεν κάηκαν), όταν υποθηκεύεται το μέλλον μας σε τέτοιο βαθμό. Αλλά, χρειάζεται να πούμε και ότι αυτή η βία αφ’ ενός γενικεύει το κλίμα εξατομικευμένου φόβου και τρομοκρατίας (ειδικά σε όσους δεν είναι ντυμένοι με πολεμική αρματωσιά), άρα υπονομεύει την μαζικότητα, αφ΄ ετέρου δε, και κατά κύριο λόγο (αν υποθέσουμε ότι ξεπερνιέται το πρώτο), δεν μετατρέπει την οργή του κόσμου σε μια νέα συλλογική-πολιτική πρακτική. Στην πραγματικότητα, κάνει ακριβώς το ανάποδο: εξατομικεύει την αντίδραση απέναντι στο κράτος και στις δυνάμεις καταστολής και δεν πολιτικοποιεί την οργή προς μια χειραφετητική κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις 12/2 ακόμη και στο πεδίο των συγκρούσεων ήταν έντονο το εθνικό στοιχείο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις βρισιές στους «προδότες γερμανοτσολιάδες ή τούρκους» αστυνομικούς, που «θα έπρεπε να είναι μαζί μας και όχι εναντίον μας» [2].
Όσοι το Δεκέμβρη δεν βλέπαμε εύκολα τον τρόπο πολιτικής άρθρωσης της οργής, από το Σύνταγμα και μετά αρχίσαμε να βλέπουμε ότι γίνεται κι αλλιώς. Είδαμε ότι η υλική απάντηση στην αστυνομική καταστολή, μπορεί να συνδυάζεται (με επιμονή βέβαια) με τη δημιουργία διαδικασιών που να οργανώνουν την οργή σε μια νέα συλλογική πολιτική –και όχι μόνο– πρακτική και να της δίνουν ένα αριστερό και ένα νέο «ηθικό» περιεχόμενο. Όμως, το τωρινό ερώτημα είναι πιο δύσκολο. Τόσο γιατί η κρίση είναι πιο έντονη, όσο και γιατί η εμπειρία του Συντάγματος έχει διδάξει και το Κράτος. Πώς απαντάμε στην προσπάθεια του κράτους να καταστέλλει εν τη γενέσει της κάθε εστία κοινωνικής αντίστασης που αποκτά πιο μόνιμα και πολιτικά χαρακτηριστικά, και πώς ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε την ολοένα και πιο ανεξέλεγκτη οργή του κόσμου; Μήπως θα ήταν βολικό για το κράτος να γυρίσουμε πίσω σε πρακτικές (δικαιολογημένης, κατά τα άλλα) μητροπολιτικής βίας;
Νομίζω ότι όσο γραμμικό είναι να λέμε ότι δεν πρέπει «να ραγίσει ούτε τζάμι» , άλλο τόσο γραμμικό είναι να θεωρούμε ότι η βίαιη οργή του κόσμου θα οδηγήσει a priori σε μια επαναστατική-χειραφετητική κατεύθυνση. Μ’ αυτή την έννοια, το στοίχημα σ’ αυτή τη φάση δεν είναι να οργιστεί ο κόσμος. Ο κόσμος είναι ήδη αρκετά οργισμένος. Το ζήτημα είναι η πολιτικοποίηση των «παθών», η διάνοιξη ενός νέου «ορατού» πολιτικού πεδίου για τους «από κάτω», που θα τους δείξει ότι υπάρχει ελπίδα και πέραν της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση δεν μπορούμε ούτε απλά να αναμένουμε πότε θα εισακουστεί το αίτημα για εκλογές (που ορθά τίθεται), ούτε να εξαντλούμε τη δράση μας στις ημέρες-σταθμούς των κινητοποιήσεων, που μπορεί να υπονομεύονται πλέον εντονότερα από την καταστολή. Το ζήτημα είναι η οργάνωση της οργής σε όλη την έκταση της κοινωνικής ζωής στην καθημερινότητα και η επανα-πολιτικοποίηση της κοινωνικής ζωής. Είναι τελικά η ίδια η προσπάθεια άρσης του διαχωρισμού μεταξύ κοινωνικού και πολιτικού από τη μεριά μας. Ένα τέτοιο πρώτο βήμα είναι οι δομές αλληλεγγύης και οι λαϊκές συνελεύσεις που ήδη συγκροτούνται στις γειτονιές. Πρέπει όμως αφ’ ενός να γενικευτούν και να γίνουν καθημερινή πρακτική των «από κάτω» και αφ’ ετέρου να συντονιστούν σε μια πιο κεντρική μορφή που θα τους καθιστά, από απλούς αποδέκτες αλληλεγγύης, ένα πιο μόνιμο και πλατύ υποκείμενο αγώνα. Η δημιουργία θεσμών αλληλεγγύης, δημοκρατίας και συλλογικής ζωής στην καθημερινότητα είναι κομβικής σημασίας ούτως ώστε η οργή να μην εκδηλώνεται ούτε ως μια βίαιη κραυγή ατομικής απελπισίας, ούτε ως μια αναζήτηση ενός νέου εθνικού ηγέτη-αφέντη που θα απευθύνεται στην κοινωνία, χωρίς τις διαμεσολαβήσεις του «παρηκμασμένου» πολιτικού επιπέδου.
Η τρομακτική έκταση που παίρνει η κρίση και η καταστολή μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε γενικευμένα φαινόμενα απελπισμένης μητροπολιτικής βίας, στο βαθμό που δε φαίνεται να υπάρχει ένα ορατό πολιτικό μέλλον. Όμως, τώρα τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Κι αυτό γιατί στην γενικευμένη οργή, έρχεται να προστεθεί και η έντονη έξαρση του εθνικού στοιχείου και ο γενικευμένος αντικοινοβουλευτισμός. Συνεπώς, αν αφήσουμε το κοινωνικό πεδίο στις ορέξεις των «από πάνω», η δικαιολογημένη οργή μπορεί να αποκτήσει ακόμα και εθνικιστικό προσανατολισμό. Ας ρίξουμε μια ματιά στη Γερμανία του ‘30 και θα πεισθούμε γι’ αυτό.
___________________
Σημειώσεις
[1] Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη Δημοκρατία (μτφρ. Βίκυ Ιακώβου), εκδ. Πεδίο 2011, σ. 156-157
[2] «Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου», Blaumachen (τελευταία ανάκτηση: 18.2.2012) Διαθέσιμο εδώ
Μοιράσου το
Νικόλας Βαγδούτης
REDNotebook