Με αφορμή μια συνέντευξη και έναν τίτλο βιβλίου του Σλαβόι Ζίζεκ, του Χ. Γεωργούλα
Εχω την εντύπωση ότι ορισμένες από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συνέντευξη του Σλαβόι Ζίζεκ στην «Εφημερίδα των Συντακτών», οφείλονται και στο γεγονός ότι θίγει ζητήματα που στην Αριστερά συχνά τα αποφεύγουμε ή τα συζητάμε με αφοριστικό τρόπο, πράγμα που δεν το αποφεύγει και ο ίδιος, τελικά.
Πρόκειται, βέβαια, για μια συνέντευξη από τηλεφώνου, που εντείνει το πρόβλημα που ούτως ή άλλως έχει ο προφορικός λόγος ενός φιλοσόφου και όχι πολιτικού. Δηλαδή ενός ανθρώπου που αποφεύγει τις υποχρεώσεις μιας οιονεί επιστημονικής πειθαρχίας, που απαιτεί όχι γενικεύσεις αλλά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να κάνουμε κι εμείς το ίδιο λάθος κρίνοντας τις γνώμες που διατυπώνει.
Πόσο «κανονική» είναι η Ελλάδα;
Ο Ζίζεκ, λοιπόν, σε μια αποστροφή του λόγου του, λέει ότι θα πρότεινε –ίσως– στον ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει σαν «ένα τίμιο αστικό κόμμα», το οποίο «θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε κανονικό φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος». Εξηγεί δε ότι θεωρεί προτιμότερο ένα τέτοιο στόχο, παρά τη δοκιμή μιας «παλαβής αριστερίστικης επανάστασης», που, μετά την αποτυχία της, θα αποτελούσε μια ωραία ιστορική ανάμνηση.
Δύο πρώτες παρατηρήσεις. Πρώτον, με το δικαιολογητικό της ικανής απόστασης από τα ελληνικά πράγματα, ο Ζίζεκ δείχνει εδώ υπερβολικά επηρεασμένος από την επίμονη προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι ότι δεν αποτελεί «κανονικό», αλλά ένα διεφθαρμένο κράτος–παρία. Στην πραγματικότητα, είναι ένα κανονικό κράτος του ευρωπαϊκού Νότου, στο οποίο δοκιμάζεται πειραματικά ένας νέος τύπος κοινωνικής ισορροπίας σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Αν είναι, λοιπόν, κάτι να αλλάξει, είναι αυτή η συγκεκριμένη κατάσταση.
Δεύτερον, όλες οι απόπειρες ανατροπής, ακόμα και οι μετριοπαθέστερες, οι πιο πραγματιστικές και λιγότερο παλαβές και αριστερίστικες, είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να γίνουν ιστορικές αναμνήσεις. Αυτό, όμως, δεν τις καθιστά εκ προοιμίου μη ρεαλιστικές, ανέφικτες. Τίποτε δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Αν οδηγός μας ήταν μόνο ο πραγματισμός, πολύ λίγα θα είχαν αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο.
Τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπιταλισμός
Ας έρθουμε, τώρα, στην πραγματική και συγκεκριμένη Ελλάδα, στον πραγματικό και συγκεκριμένο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν ισχύει ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ισχύει εξίσου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ –αλλά και οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς– προτείνουν ένα ενδιάμεσο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα με αντιμνημονιακό και αντινεοφιλελεύθερο κατά βάση χαρακτήρα. Θα μπορούσαν στους υποστηρικτές του να συμπεριληφθούν και δυνάμεις που δεν στοχεύουν στην άρση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συστρατευτούν σ’ αυτό το πολιτικό πρόγραμμα και «παραγωγικοί καπιταλιστές» όπως προτείνει ο Ζίζεκ;
Δεν είναι πολύ μακρινή για την Ελλάδα η μετεμφυλιακή περίοδος, κατά την οποία το ΚΚΕ συζητούσε περί «εθνικής αστικής τάξης». Δεν πρόκειται, δηλαδή, για θέμα ταμπού. Πόσο ενδιαφέρον, όμως, θα είχε μια παρόμοια συζήτηση σήμερα, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της άκρας διεθνοποίησης του κεφαλαίου; Πριν αγανακτήσουμε για παρόμοιες –απορριπτέες κατά τη γνώμη μας υποδείξεις– ας διαβάσουμε προσεκτικά το σημερινό πρόγραμμα του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Εξουσία, για να δούμε με πόση προσοχή αντιμετωπίζει τα περιθώρια κίνησης των ιδιωτών μικροεπιχειρηματιών και παραγωγών στο πλαίσιο μιας εθνικοποιημένης–κοινωνικοποιημένης διαδικασίας παραγωγής τουλάχιστον στην κλίμακα των μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Όλα αυτά, όμως, πόση σχέση μπορούν να έχουν με τη σημερινή Ελλάδα και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ; Το κύριο χαρακτηριστικό τού τελευταίου είναι ότι αντιπαρατίθεται στο σχέδιο των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη για νέες κοινωνικές και διακρατικές ισορροπίες συμφερόντων σε βάρος των λαϊκών τάξεων και των εργαζομένων με τίτλο «διαρκής λιτότητα» και στόχο τη διατήρηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων ευρωπαϊκών συμφερόντων σε επίπεδα που μόνο μ’ αυτό το σχέδιο λιτότητας και υποτίμησης της εργατικής δύναμης θεωρούν ότι μπορούν να επιτευχθούν.
Κατά τούτο, λοιπόν, οι μεν αντιμνημονιακοί-αντινεοφιλελεύθεροι στόχοι του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται αντιληπτοί από τις κυρίαρχες δυνάμεις ως αντικαπιταλιστικοί, γιατί αντιστρατεύονται την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία τους, η δε επιδίωξη της συγκρότησης ενός «κανονικού φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους» σήμερα δεν αποτελεί επιλογή που μπορεί να αφήσει αδιάφορες και να κρατήσει ουδέτερες απέναντι στην επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ τις δυνάμεις αυτές. Ο αυταρχισμός και η αποστέωση της δημοκρατίας είναι βασικά στοιχεία του υποδείγματος που δοκιμάζεται στην Ελλάδα και προορίζεται, διαμέσου του ευρωπαϊκού Νότου, για όλη την Ευρώπη. Η πολωτική σύγκρουση, ακόμη και για τόσο λίγο «αντικαπιταλιστικά» επίδικα, φαίνεται αναπόφευκτη.
Ο φόβος της ακροδεξιάς
Τούτων δοθέντων, είναι μεν ορθή η διαπίστωση του Ζίζεκ ότι «μόνο μια ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να διασφαλίσει ό,τι αξίζει από μια φιλελεύθερη ατζέντα». Αλλά μπορεί να το κάνει μόνο ως ηγεμονική δύναμη, –ή τουλάχιστον, ως καταλυτική δύναμη που πυροδοτεί αλλεπάλληλες ανατροπές– με τις θέσεις της, που αφομοιώνουν και αναβαθμίζουν «ό,τι αξίζει» από τη δημοκρατική παράδοση ενός πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ο φόβος που υποκρύπτουν αυτές οι αναφορές του Ζίζεκ προέρχεται από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Πρόκειται για υπαρκτό κίνδυνο που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Σε άλλες περιόδους, στο μεσοπόλεμο, και σε άλλες συνθήκες, αντιμετωπίστηκε με την τακτική των ευρύτατων λαϊκών μετώπων, από πολιτικές δυνάμεις που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς φιλοκαπιταλιστικές, όπως τα κομμουνιστικά κόμματα της Τρίτης Διεθνούς. Δεν αποκλείεται να βρεθούμε και στο μέλλον μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.
Ο ρεαλισμός του ριζοσπαστισμού
Ωστόσο, στην Ευρώπη και την Ελλάδα του σήμερα βρισκόμαστε σε πρωιμότερες φάσεις της κυριαρχίας του φασιστικού φαινομένου και εκείνο που προέχει είναι να απορριφθεί, να αποτραπεί και να αποκρουστεί η πολιτική που εκτρέφει την ακροδεξιά και τα φασιστικά μορφώματα. Ένα μέτωπο κατά των δυνάμεων αυτών χωρίς πολιτικές αναφορές στην άρση των συνθηκών που τις εκτρέφουν, μοιάζει με πυροβολισμό στον αέρα.
Αν στην Ελλάδα δεν είδαμε να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο των πρόσφατων ευρωεκλογών στη Γαλλία, είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, να συνδυάσει τη ριζοσπαστική απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής με την πειστική υπεράσπιση μιας αριστερής εκδοχής της προοπτικής και της αναγκαιότητας της Ευρώπης των λαών, των εργαζομένων. Μπόρεσε, δηλαδή, με σχετική αλλά καθόλου αμελητέα επιτυχία, να ανακόψει τη δυνατότητα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς και της εθνικιστικής αναδίπλωσης να εμφανιστούν ως εναλλακτικές του μνημονιακού νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, που οπωσδήποτε δεν είναι. Επιχείρησε αυτό που ο Ζίζεκ φοβάται ότι δεν μπόρεσε ή δεν μπορεί να κάνει η Αριστερά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες –για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς, που δεν μπορούν να αναλυθούν στον περιορισμένο χώρο ενός σχολίου σαν κι αυτό.
Πηγή: Εποχή
Εχω την εντύπωση ότι ορισμένες από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συνέντευξη του Σλαβόι Ζίζεκ στην «Εφημερίδα των Συντακτών», οφείλονται και στο γεγονός ότι θίγει ζητήματα που στην Αριστερά συχνά τα αποφεύγουμε ή τα συζητάμε με αφοριστικό τρόπο, πράγμα που δεν το αποφεύγει και ο ίδιος, τελικά.
Πρόκειται, βέβαια, για μια συνέντευξη από τηλεφώνου, που εντείνει το πρόβλημα που ούτως ή άλλως έχει ο προφορικός λόγος ενός φιλοσόφου και όχι πολιτικού. Δηλαδή ενός ανθρώπου που αποφεύγει τις υποχρεώσεις μιας οιονεί επιστημονικής πειθαρχίας, που απαιτεί όχι γενικεύσεις αλλά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να κάνουμε κι εμείς το ίδιο λάθος κρίνοντας τις γνώμες που διατυπώνει.
Πόσο «κανονική» είναι η Ελλάδα;
Ο Ζίζεκ, λοιπόν, σε μια αποστροφή του λόγου του, λέει ότι θα πρότεινε –ίσως– στον ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει σαν «ένα τίμιο αστικό κόμμα», το οποίο «θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε κανονικό φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος». Εξηγεί δε ότι θεωρεί προτιμότερο ένα τέτοιο στόχο, παρά τη δοκιμή μιας «παλαβής αριστερίστικης επανάστασης», που, μετά την αποτυχία της, θα αποτελούσε μια ωραία ιστορική ανάμνηση.
Δύο πρώτες παρατηρήσεις. Πρώτον, με το δικαιολογητικό της ικανής απόστασης από τα ελληνικά πράγματα, ο Ζίζεκ δείχνει εδώ υπερβολικά επηρεασμένος από την επίμονη προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι ότι δεν αποτελεί «κανονικό», αλλά ένα διεφθαρμένο κράτος–παρία. Στην πραγματικότητα, είναι ένα κανονικό κράτος του ευρωπαϊκού Νότου, στο οποίο δοκιμάζεται πειραματικά ένας νέος τύπος κοινωνικής ισορροπίας σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Αν είναι, λοιπόν, κάτι να αλλάξει, είναι αυτή η συγκεκριμένη κατάσταση.
Δεύτερον, όλες οι απόπειρες ανατροπής, ακόμα και οι μετριοπαθέστερες, οι πιο πραγματιστικές και λιγότερο παλαβές και αριστερίστικες, είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να γίνουν ιστορικές αναμνήσεις. Αυτό, όμως, δεν τις καθιστά εκ προοιμίου μη ρεαλιστικές, ανέφικτες. Τίποτε δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Αν οδηγός μας ήταν μόνο ο πραγματισμός, πολύ λίγα θα είχαν αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο.
Τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπιταλισμός
Ας έρθουμε, τώρα, στην πραγματική και συγκεκριμένη Ελλάδα, στον πραγματικό και συγκεκριμένο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν ισχύει ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ισχύει εξίσου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ –αλλά και οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς– προτείνουν ένα ενδιάμεσο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα με αντιμνημονιακό και αντινεοφιλελεύθερο κατά βάση χαρακτήρα. Θα μπορούσαν στους υποστηρικτές του να συμπεριληφθούν και δυνάμεις που δεν στοχεύουν στην άρση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συστρατευτούν σ’ αυτό το πολιτικό πρόγραμμα και «παραγωγικοί καπιταλιστές» όπως προτείνει ο Ζίζεκ;
Δεν είναι πολύ μακρινή για την Ελλάδα η μετεμφυλιακή περίοδος, κατά την οποία το ΚΚΕ συζητούσε περί «εθνικής αστικής τάξης». Δεν πρόκειται, δηλαδή, για θέμα ταμπού. Πόσο ενδιαφέρον, όμως, θα είχε μια παρόμοια συζήτηση σήμερα, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της άκρας διεθνοποίησης του κεφαλαίου; Πριν αγανακτήσουμε για παρόμοιες –απορριπτέες κατά τη γνώμη μας υποδείξεις– ας διαβάσουμε προσεκτικά το σημερινό πρόγραμμα του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Εξουσία, για να δούμε με πόση προσοχή αντιμετωπίζει τα περιθώρια κίνησης των ιδιωτών μικροεπιχειρηματιών και παραγωγών στο πλαίσιο μιας εθνικοποιημένης–κοινωνικοποιημένης διαδικασίας παραγωγής τουλάχιστον στην κλίμακα των μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Όλα αυτά, όμως, πόση σχέση μπορούν να έχουν με τη σημερινή Ελλάδα και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ; Το κύριο χαρακτηριστικό τού τελευταίου είναι ότι αντιπαρατίθεται στο σχέδιο των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη για νέες κοινωνικές και διακρατικές ισορροπίες συμφερόντων σε βάρος των λαϊκών τάξεων και των εργαζομένων με τίτλο «διαρκής λιτότητα» και στόχο τη διατήρηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων ευρωπαϊκών συμφερόντων σε επίπεδα που μόνο μ’ αυτό το σχέδιο λιτότητας και υποτίμησης της εργατικής δύναμης θεωρούν ότι μπορούν να επιτευχθούν.
Κατά τούτο, λοιπόν, οι μεν αντιμνημονιακοί-αντινεοφιλελεύθεροι στόχοι του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται αντιληπτοί από τις κυρίαρχες δυνάμεις ως αντικαπιταλιστικοί, γιατί αντιστρατεύονται την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία τους, η δε επιδίωξη της συγκρότησης ενός «κανονικού φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους» σήμερα δεν αποτελεί επιλογή που μπορεί να αφήσει αδιάφορες και να κρατήσει ουδέτερες απέναντι στην επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ τις δυνάμεις αυτές. Ο αυταρχισμός και η αποστέωση της δημοκρατίας είναι βασικά στοιχεία του υποδείγματος που δοκιμάζεται στην Ελλάδα και προορίζεται, διαμέσου του ευρωπαϊκού Νότου, για όλη την Ευρώπη. Η πολωτική σύγκρουση, ακόμη και για τόσο λίγο «αντικαπιταλιστικά» επίδικα, φαίνεται αναπόφευκτη.
Ο φόβος της ακροδεξιάς
Τούτων δοθέντων, είναι μεν ορθή η διαπίστωση του Ζίζεκ ότι «μόνο μια ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να διασφαλίσει ό,τι αξίζει από μια φιλελεύθερη ατζέντα». Αλλά μπορεί να το κάνει μόνο ως ηγεμονική δύναμη, –ή τουλάχιστον, ως καταλυτική δύναμη που πυροδοτεί αλλεπάλληλες ανατροπές– με τις θέσεις της, που αφομοιώνουν και αναβαθμίζουν «ό,τι αξίζει» από τη δημοκρατική παράδοση ενός πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ο φόβος που υποκρύπτουν αυτές οι αναφορές του Ζίζεκ προέρχεται από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Πρόκειται για υπαρκτό κίνδυνο που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Σε άλλες περιόδους, στο μεσοπόλεμο, και σε άλλες συνθήκες, αντιμετωπίστηκε με την τακτική των ευρύτατων λαϊκών μετώπων, από πολιτικές δυνάμεις που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς φιλοκαπιταλιστικές, όπως τα κομμουνιστικά κόμματα της Τρίτης Διεθνούς. Δεν αποκλείεται να βρεθούμε και στο μέλλον μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.
Ο ρεαλισμός του ριζοσπαστισμού
Ωστόσο, στην Ευρώπη και την Ελλάδα του σήμερα βρισκόμαστε σε πρωιμότερες φάσεις της κυριαρχίας του φασιστικού φαινομένου και εκείνο που προέχει είναι να απορριφθεί, να αποτραπεί και να αποκρουστεί η πολιτική που εκτρέφει την ακροδεξιά και τα φασιστικά μορφώματα. Ένα μέτωπο κατά των δυνάμεων αυτών χωρίς πολιτικές αναφορές στην άρση των συνθηκών που τις εκτρέφουν, μοιάζει με πυροβολισμό στον αέρα.
Αν στην Ελλάδα δεν είδαμε να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο των πρόσφατων ευρωεκλογών στη Γαλλία, είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, να συνδυάσει τη ριζοσπαστική απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής με την πειστική υπεράσπιση μιας αριστερής εκδοχής της προοπτικής και της αναγκαιότητας της Ευρώπης των λαών, των εργαζομένων. Μπόρεσε, δηλαδή, με σχετική αλλά καθόλου αμελητέα επιτυχία, να ανακόψει τη δυνατότητα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς και της εθνικιστικής αναδίπλωσης να εμφανιστούν ως εναλλακτικές του μνημονιακού νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, που οπωσδήποτε δεν είναι. Επιχείρησε αυτό που ο Ζίζεκ φοβάται ότι δεν μπόρεσε ή δεν μπορεί να κάνει η Αριστερά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες –για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς, που δεν μπορούν να αναλυθούν στον περιορισμένο χώρο ενός σχολίου σαν κι αυτό.
Πηγή: Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου