του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου*
από την ΕΠΟΧΗ, 3.7.11
Ο Γκ. Φλουράνς υπήρξε, αναμφίβολα, μια από τις πιο συναρπαστικές και ηγετικές προσωπικότητες της παρισινής Κομμούνας. Ο Φλουράνς (Gustave Flourens 1838-71) –αυτός που ο Β. Ουγκό αποκάλεσε «ερυθρό ιππότη», ο Μαρξ «ιπποτικό και μεγαλόκαρδο» και ο Έλληνας ιστορικός Γ. Κορδάτος «ονειροπόλο οπαδό της παγκόσμιας επανάστασης»– γεννήθηκε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1838. Σπούδασε στο Κολλέγιο Λουί-λε-Γκραν φιλολογία και θετικές επιστήμες και μετά το πέρας των σπουδών του διορίστηκε, στα 1861, βοηθός του πατέρα του, καθηγητή Φυσικής Ιστορίας, στο Αυτοκρατορικό Κολλέγιο της Γαλλίας (College de France). Στα 1864 παραιτήθηκε από το Κολλέγιο και επισκέφθηκε το Λονδίνο –μελέτησε μάλιστα τις περίφημες συλλογές του Βρετανικού Μουσείου– τις Βρυξέλλες, την Αμβέρσα και τη Λιέγη. Στη συνέχεια, λόγω της ασθένειας του πατέρα του, επέστρεψε στη Γαλλία.
Το Νοέμβριο του 1865 επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και στις αρχές του επόμενου χρόνου την Αθήνα. Στην ελληνική πρωτεύουσα συνδέθηκε με αναρχικούς κύκλους και συνεργάστηκε, γράφοντας σειρά άρθρων στη βραχύβια γαλλόφωνη εφημερίδα «Ελληνική Ανεξαρτησία» (Independance Hellenique). Στις αρχές Νοεμβρίου του 1866 συμμετείχε σε ένα σώμα ελλήνων εθελοντών που αναχώρησε για την Κρήτη με στόχο να λάβει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του κρητικού λαού. Ο Φλουράνς έλαβε μέρος, στις 20 Νοεμβρίου, στη μάχη κατά των Τούρκων στο Καστέλι Κισάμου. Η Γενική Συνέλευση και η Προσωρινή Κυβέρνηση της Κρήτης, μάλιστα, τον Απρίλιο του 1868, «εκτιμώσα τους υπέρ της επαναστάσεως της Κρήτης αγώνας του Κυρίου Γουστάβου Φλουράνς» τον ονόμασαν «πολίτη της Κρήτης». Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ανέφερε ότι ψηφίζει «…Να ονομασθή ο Κύριος Γουστάβος Φλουράνς πολίτης Κρής».
Τον Μάιο του 1868 επέστρεψε, μαζί με τους πληρεξούσιους της Κρητικής Γενικής Συνέλευσης στην Αθήνα. Συνελήφθη με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης και απελάθηκε στη Μασσαλία, γεγονός που υποχρέωσε τον Β. Ουγκό να διαμαρτυρηθεί δημοσίως. Επέστρεψε, ωστόσο, αμέσως αν και παράνομα στην Ελλάδα. Διωκόμενος από τις αρχές υποχρεώθηκε τελικά να εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα. Κατέφυγε στη Νάπολη, όπου και συνελήφθη εξαιτίας ενός άρθρου του στην «Popolo d’ Italia», στο οποίο κατηγορούσε τους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα να εγκλειστεί στις φυλακές της Βικάρια και του Αγίου Δημητρίου. Αποφυλακίστηκε, με την καταβολή εγγύησης από τους Ιταλούς συντρόφους, και επέστρεψε, στα τέλη του 1868, στο Παρίσι.
Στον αγώνα κατά του Ναπολέοντα
Με την επιστροφή του στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Φλουράνς συμμετείχε ενεργά στον αγώνα κατά του αυταρχικού καθεστώτος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Στις 25 Μαρτίου του 1869 έλαβε μέρος σε μια δημόσια αντικυβερνητική συγκέντρωση με αποτέλεσμα για μια ακόμα φορά να συλληφθεί και να φυλακιστεί στις φυλακές της Αγίας Πελαγίας. Η φυλάκισή του δεν του επέτρεψε να λάβει μέρος ως υποψήφιος στις εκλογές. Στην επαναληπτική εκλογή, σε αντικατάσταση του Γαμβέτα, τον Νοέμβριο του 1869, ο Φλουράνς υποστήριξε την εκλογή του εκδότη της εφημερίδα «Marseillais», Ανρί Ροσφόρ. «Η εκλογή του Ροσφόρ ως βουλευτή του Παρισιού –υποστήριξε ο Φλουράνς– ήταν κήρυξη πολέμου μέχρι θανάτου για την αυτοκρατορία. Τον εκλέξαμε και ο πόλεμος άρχισε».
Ο Φλουράνς συνεργάστηκε με τη «Marseillais» αναλαμβάνοντας τη στρατιωτική στήλη. Σκοπός της αρθρογραφίας του ήταν, όπως τόνισε τότε και ο ίδιος: «Να μιλήσω στον στρατό μέσω του Τύπου, και να του διηγηθώ το όνειδος του, την αχρειότητα του, να τον κάνω να καταλάβει ότι είναι πιο σκλάβος από εμάς, αφαιρώντας έτσι από τους δολοφόνους της 2ας Δεκεμβρίου το κυριότερο στήριγμα τους». Η δολοφονία του Β. Νουάρ –για την κηδεία του οποίου διαφώνησε με τον Ροσφόρ και τον Ντελεκλίζ κατηγορώντας τους για υποχωρητικότητα– και η δικαστική δίωξη του Α. Ροσφόρ είχαν ως αποτέλεσμα ο Φλουράνς και οι σύντροφοι του να καταλάβουν για τρεις ώρες μια συνοικία του Παρισιού. «Το βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου –ανέφερε περιγράφοντας τα γεγονότα ο Λισαγκαρέ– θα συλληφθεί (ο Ροσφόρ) μπροστά στην είσοδο των γραφείων της «Marseillaise». Ο Φλουράνς φωνάζοντας «Στα όπλα», γρονθοκοπεί τον επιθεωρητή και, ακολουθούμενος από καμιά εκατοστή διαδηλωτές, κατευθύνεται προς την Μπελβίλ, όπου υψώνει οδόφραγμα στην οδό Ταμπλ. Όταν, όμως, φθάνει ο στρατός το εγκαταλείπουν, μόλις και μετά βίας κατορθώνοντας να ξεφύγουν». Ο ίδιος ο Φλουράνς σημείωσε ότι «η Επανάσταση έμεινε κύρια της μεγάλης αυτής συνοικίας… η αυτοκρατορία βρισκόταν για πρώτη φορά, όπως το ξεκίνημα της, μπροστά στην ανοιχτή αντίσταση του λαού». Ως συνήθως του απαγγέλθηκε η κατηγορία «…της παρότρυνσης σε εξέγερση και της διάδοσης στασιαστικών συνθημάτων».
Καταδικάστηκε ερήμην σε 6 μήνες φυλάκιση και πρόστιμο 3.000 φράγκα. Για να αποφύγει τη φυλάκιση εγκατέλειψε, στις 20 Μαρτίου του 1870, τη χώρα και κατέφυγε, μέσω Βελγίου και Ολλανδίας, στη Βρετανία. Την ίδια περίοδο κατηγορήθηκε για συνωμοσία που είχε για στόχο τη ζωή του αυτοκράτορα. Πριν επιστρέψει στο Παρίσι επισκέφθηκε, για μια ακόμα φορά, την Ελλάδα, όπου και παρέμεινε περίπου τρεις μήνες με στόχο να «ξεσηκώσει την Αθήνα». Μετά από αίτηση της γαλλικής πρεσβείας απελάθηκε. Επέστρεψε στη Γαλλία, μέσα στις δύσκολες συνθήκες του γαλλο-πρωσικού πολέμου, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1870. Στρατεύθηκε στο 63ο Τάγμα της Εθνοφρουράς στην Μπελβίλ το οποίο και τον εξέλεξε διοικητή. Πάνω από 10.000 αγωνιστές προσχώρησαν στο τάγμα.
Αντιδήμαρχος στο Παρίσι
Ο Φλουράνς –μετά την παράδοση του στρατού του στρατηγού Μπαζέν στα πρωσικά στρατεύματα στη Μετς στα τέλη Οκτωβρίου– πρωτοστάτησε, καταλαμβάνοντας το δημαρχείο, επικεφαλής 400 εθελοντών, των «Ακροβολιστών του Φλουράνς», στη συγκρότηση μιας προσωρινής Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. «Εκείνη τη στιγμή φθάνει ο Φλουράνς –ανέφερε περιγράφοντας τα γεγονότα ο Λισαγκαρέ. Εισβάλλει μαζί με τους άτακτους της Μπελβίλ, ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι γύρω από το οποίο κάθονται τα μέλη της Κυβέρνησης, τους ανακοινώνει ότι συλλαμβάνονται και προτείνει τη δημιουργία μιας Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας. Άλλοι τον χειροκροτούν, ενώ άλλοι διαμαρτύρονται λέγοντας ότι το ζήτημα δεν είναι η αντικατάσταση μιας δικτατορίας από μια άλλη. Ο Φλουράνς υπερισχύει, διαβάζει τα ονόματα, πρώτα το δικό του, και εν συνεχεία του Μπλανκί, του Ντελεκλίζ, του Μιλιέρ, του Ρανβιέ, του Φελίξ Πιά και του Μοτί. Ξεκινούν μαραθώνιες διαβουλεύσεις…»
Μετά το παρισινό δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου, το οποίο έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, ο Φλουράνς, όπως και ο Μπλανκί και άλλοι επαναστάτες, υποχρεώθηκαν, για να αποφύγουν τη σύλληψη –την οποία δεν απέφυγαν οι Λεφρανσέ, Ρανβιέ και Πιά– να περάσουν στην παρανομία. Αν και στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου εκλέχτηκε στο 20ό διαμέρισμα στη Μπελβίλ, από κοινού με τους Ρανβιέ, Λεφρανσαί, Μιλιέρ, η εκλογή του ακυρώθηκε επειδή ήταν υπόδικος. Στις 7 Δεκεμβρίου, όμως, με διαταγή του στρατηγού Τομά, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τον Ιανουάριο του 1871 στελέχη της Εθνοφρουράς και των πολιτικών λεσχών, με επικεφαλής τον παλιό του σύντροφο στον αγώνα της Κρήτης, τον Αμίλκα Τσιπριάνι, τον απελευθέρωσαν, μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους, από τη φυλακή. Πέρασε και πάλι στην παρανομία όπου και έγραψε, τον Ιανουάριο του 1871, το «Παραδομένο Παρίσι» (Paris Livre). Στις 10 Μαρτίου ένα στρατοδικείο τον καταδίκασε, όπως και τον Μπλανκί, για τα γεγονότα της 31ης Οκτωβρίου του 1870, ερήμην σε θάνατο.
Στις 18 Μαρτίου, μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Θιέρσου να συντρίψει την επανάσταση, το εξοπλισμένο προλεταριάτο κατέλαβε το Παρίσι. Ο Φλουράνς για μια ακόμα φορά βρέθηκε στο επίκεντρο των επαναστατικών εξελίξεων. Στις 25 Μαρτίου ανέλαβε τα καθήκοντά του ως αντιδήμαρχος, με δήμαρχο τον ελαιοχρωματιστή Ρανβιέ, του 20ού διαμερίσματος της γαλλικής πρωτεύουσας. Στις 26 του ίδιου μήνα, συμμετείχε στις εκλογές για την Κομμούνα, έλαβε 14.089 ψήφους και εκλέχτηκε σύμβουλος στο 20ό διαμέρισμα. Την επομένη των εκλογών ανέλαβε και διοικητής του 20ού τάγματος της Εθνοφρουράς, ενώ στη συνέχεια εκλέχτηκε μέλος της 7μελούς Στρατιωτικής Επιτροπής της Κομμούνας.
Η ωμή δολοφονία
Ο Γ. Φλουράνς, αυτός ο ιππότης της επανάστασης, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με το στρατό των Βερσαλλιών, στις αρχές Απριλίου του 1871, συνελήφθη, μαζί με τον γενναίο σύντροφό του από τον Κρητικό αγώνα Αμ. Τσιπριάνι, και δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, όπως και Ε. Ντιβάλ, από τις ορδές της αντεπανάστασης. Ο Λισαγκαρέ περιέγραψε αργότερα την ωμή δολοφονία του: «Ο Φλουράνς, τον οποίο αναγνωρίζουν από ένα τηλεγράφημα που βρέθηκε πάνω του, οδηγείται στην όχθη του Σικουάνα όπου τον βάζουν να σταθεί όρθιος, με το κεφάλι ακάλυπτο και τα χέρια σταυρωμένα. Ένας μοίραρχος, ο Ντεμαρέ, τον πλησιάζει έφιππος ουρλιάζοντας: «Εσύ είσαι ο Φλουράνς που πυροβολεί τους χωροφύλακες μου;» και καθώς ανασηκώνεται στους αναβολείς του λειώνει το κεφάλι με μια σπαθιά τόσο μανιασμένη που του «έκανε δύο επωμίδες», όπως θα πει ένας χωροφύλακας που διέθετε χιούμορ.
Ο Τσιπριάνι, ζωντανός ακόμα, ρίχνεται με το νεκρό, σε ένα κάρο με κοπριά και οδηγείται στις Βερσαλίες, όπου οι φίλοι των αξιωματικών θα έρθουν να «μυρίσουν» το πτώμα. Έτσι τελειώνει η σταδιοδρομία αυτού του καλού, περιπλανώμενου ιππότη, που τόσο αγαπήθηκε από την επανάσταση».
Η Τζένι Μαρξ, σε μια επιστολή της στον Λ. Κούγκελμαν, στις 12 Μαΐου, του μετέφερε τα αισθήματα της ίδιας και του Μαρξ για τη φρικτή δολοφονία του Φλουράνς: «Ο θάνατος του Φλουράνς, του πιο γενναίου των γενναίων –έγραφε η Τζένι Μαρξ– μας γέμισε όλους με βαθύ πόνο, όπως και ο απελπισμένος αγώνας της Κομμούνας, όπου παίρνουν μέρος όλοι οι πιο παλιοί και πιο καλοί μας φίλοι».
* Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος είναι οικονομολόγος, μέλος της Σ.Ε. της Μαρξιστικής Σκέψης.
Το κείμενο είναι ένα υποκεφάλαιο από το άρθρο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου «Μορφές της Κομμούνας» που περιέχεται στο δεύτερο τόμο του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη (Μάιος - Αύγουστος 2011). Κεντρική θέση στα περιεχόμενά του έχει το αφιέρωμα στα 140 χρόνια της Παρισινής Κομμούνας, με κείμενα των Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Ιούλιου Βαλέ, Λουίζ Μισέλ, Ελί Ρεκλί, Ρ. Ποστγκέιτ, Τ. Μαστρογιαννόπουλου, Τ. Κλιφ και Ορ. Πασχαλινά. Ο αναγνώστης θα βρει ακόμη αφιερώματα στις αραβικές επαναστάσεις και το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα. Η οικονομική αρθρογραφία του τόμου περιλαμβάνει κείμενα για το δημόσιο χρέος και τη στρατηγική της Αριστεράς (Γ. Δραγασάκης, Π. Λαφαζάνης, Σ. Σακοράφα, Γ. Τόλιος, Μ. Χουσόν, Δ. Μάνος) και θεωρητικές αναλύσεις των Μ. Σκούφογλου, Τζ. Τσουνάρα και Ντ. Κοτζ γύρω από τη σύνδεση της κρίσης με τα γνωρίσματα του τωρινού καπιταλιστικού σταδίου της παγκοσμιοποίησης. Ακολουθούν μια ιστορική αναφορά στον Ηλία Ρούνη, ένα εκτενές αφιέρωμα στον επιφανή ρώσο μαρξιστή Γκεόργκι Πλεχάνοφ, μια κριτική της θεωρίας του ευφυούς σχεδιασμού, άρθρα για το θεατρικό Δείπνο με τον σύντροφο Στάλιν και τη μινωική τέχνη, καθώς και βιβλιοκριτικές. Περισσότερες πληροφορίες στο δικτυακό τόπο www.marxistikiskepsi.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου