Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Η επόμενη μέρα

του Banksy, από http://www.banksy.co.uk/newoutdoors/index2.html#


της Ιωάννας Μεϊτάνη

από τα Ενθέματα, 3.7.11

Πέμπτη πρωί, ξυπνάω με τις ειδήσεις. Είναι η επόμενη μέρα, απ’ αυτές που λόγω της προηγούμενης προτιμάς να μην ξυπνήσεις. Κανένα αίσθημα επιτυχίας, καμιά άγρια χαρά, τίποτα: μόνο θλίψη, απαισιοδοξία και βουβή οργή για την ανείπωτη αδικία. Σηκώνομαι και βλέπω τα βίντεο και τις φωτογραφίες. Με υπόκρουση όλη μέρα τις ενημερωτικές εκπομπές και την άλλη πραγματικότητα της κυβέρνησης και των λοιπών πολιτικών. Κατήφεια, μαυρίλα.

Την Τετάρτη πολλοί φίλοι μου δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν μέσα στο όργιο της αγριάδας και της βίας: έκατσαν κάτω και έβαλαν τα κλάματα. Από την αδικία και την απελπισία. Μου λένε για το μίσος στα μάτια των οργάνων της αστυνομίας. Εγώ το είδα μόνο από μακριά: την πρώτη επέλαση με μηχανάκια στην Αμαλίας. Οι πίσω καβαλάρηδες ήταν όρθιοι και ανέμιζαν στον αέρα τα γκλομπ τους. Έκανα στην άκρη τρομαγμένη. Θαύμασα όσους περπάτησαν στη μέση του δρόμου και τους απώθησαν.
Γύρισα σπίτι με τα πόδια, κοιτώντας μόνο τα παπούτσια μου. Πίσω μου το Σύνταγμα βουτηγμένο στο τοξικό σύννεφο. Μπροστά μου η παράλληλη πραγματικότητα: σε καφενεία λίγο πιο έξω απ’ το κέντρο, ο κόσμος παραγγέλνει φρεντοτσίνο καραμέλα. Εκεί κάπου η απελπισία με παραλύει.

Την ώρα που κάνω μπάνιο φαντάζομαι τα κυβικά των χημικών που τώρα καταλήγουν στους υπονόμους, μέσα από χιλιάδες αθηναϊκές μπανιέρες και λεκάνες. Φαντάζομαι επίσης πως τους άντρες που έριξαν τα δηλητήρια αυτά θα τους αγκαλιάσουν απόψε γυναίκες και άντρες, θα τους φιλήσουν, θα τους κανακέψουν. Οι απαίσιες εικόνες της φαντασίας μου δεν ξεπλένονται με το νερό του ντους.
Σκέφτομαι πώς μπορεί κανείς να περιγράψει τα όσα συνέβησαν και πώς να τα χαρακτηρίσει, αν θέλει να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Οι λέξεις χούντα και πόλεμος πρέπει να αρθρώθηκαν εκατομμύρια φορές τις τελευταίες μέρες. Και; Μήπως να καταφύγουμε στον σουρεαλισμό; Εγώ το λέω δέντρο.

Η «επόμενη μέρα» κυλάει. Μα δεν μπορεί να είναι έτσι η επόμενη μέρα, επιμένω. Δεν γίνεται. Κι όμως. Γίνεται, και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο: με απροκάλυπτα ψέματα, με χυδαία λόγια, με λέξεις στρεβλωμένες. Α, και με το γύρο του θριάμβου: φίλοι είδαν να σταματάει η κυκλοφορία για να περάσει η παρέλαση των θριαμβευτών καβαλάρηδων. Εκατοντάδες μηχανάκια της αστυνομίας μάς ζαλίζουν το κεφάλι ξανά και οργώνουν περήφανοι την πόλη όπου χτες οργίασαν. Άλλη μια ωραία εικόνα. Όπως και η εικόνα της βουλής, που συνεδριάζει φρουρούμενη από τα όργανα ασφαλείας, ενάμιση μήνα τώρα. Ποιο επίθετο αρμόζει για να περιγράψει εύστοχα τη δημοκρατία μας;

Το βραδάκι της επόμενης μέρας κατηφορίζω πεζή από τα Εξάρχεια στο Σύνταγμα. Περνάω μπροστά από πεντέξι ματατζήδες στη γωνία Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου. Φραπές και τσιγάρο. Αποστρέφω το βλέμμα αηδιασμένη, και στη φαντασία μου γεννιούνται μόνο εικόνες βίας. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε πώς μπορούν και χτυπάνε τόσο άγρια. Τώρα αντιστρέφω την ερώτηση: τι είναι αυτό που έχουν χιλιάδες κόσμου στο κεφάλι τους και τους επιτάσσει να μην λυσσάξουν, να μην αντιδράσουν σαν ζώα, να μην αφήσουν διέξοδο στα αταβιστικά τους ένστικτα, μπροστά σε τέτοια ωμή καταστολή; Πώς μπορεί ένα ξερό κορμί να στέκεται με σηκωμένα τα χέρια απέναντι σε έναν πάνοπλο ρόμποκοπ που τον σημαδεύει με τη φυσούνα; Απέναντι στη χειρότερη απαξίωση των δικαιωμάτων και των σωμάτων μας καλούμαστε να προτάσσουμε το ήθος και το σωφροσύνη μας. Πρέπει να πρυτανεύει η λογική. Μονόπλευρα. Μόνο εκ μέρους μας. Ευτυχώς που έχουμε το κουράγιο και το κάνουμε.

Συνεχίζω την πορεία μου, και στην Πανεπιστημίου βρίσκω αυτό που έψαχνα όλη τη μέρα: από κάπου να πιαστώ για να μην βουλιάξω στη μαύρη απελπισία. Ο δρόμος κλειστός, κυκλοφορούν μόνο ελάχιστα λεωφορεία και κάτι μηχανάκια. Κόσμος οδεύει προς το Σύνταγμα. Έχω μιλήσει με τους φίλους μου και ξέρω ότι θα τους βρω εκεί. Όπως τόσο συχνά όλον τον προηγούμενο μήνα. Πλησιάζω στην πλατεία, βλέπω τους καλαμποκάδες, τους μουσικούς, αυτούς με τα σημαιάκια. Η γνώριμη παρήγορη εικόνα: το Σύνταγμα γεμάτο κόσμο, τα πράσινα λέιζερ στη βουλή, η οικεία βαβούρα. Και όλα όπως πριν: οι σκηνές, τα τραπεζάκια, τα πανό, οι ομάδες. Αναθάρρησα. Μετά το διήμερο του τρόμου όμως, είναι κατ’ αρχήν μια τεράστια ανακούφιση. Και βλέπουμε.

Βρίσκω τους φίλους μου. Μιλάμε για την πρωινή κατήφεια και τη βραδινή ανακούφιση. Πεταγόμαστε με το παραμικρό, ακούμε μηχανάκι και είμαστε έτοιμοι να τρέξουμε, υψώνεται από κάπου ένα σύνθημα και σφίγγουμε τις γροθιές μας. Χαλαρώστε παιδιά, δεν συμβαίνει τίποτα. Είμαστε πάλι εδώ, όλοι, μαζί. Είναι η ώρα που κυριαρχούν τα συναισθήματα. Θα έρθει και ο στοχασμός, θα σκεφτούμε για τα λάθη μας, για τη δράση μας από δω κι εμπρός. Αλλά προς το παρόν, αφού βρήκαμε κάτι να ξαναπιαστούμε, ας το κρατήσουμε: το γύρο του θριάμβου θα τον κάνουμε εμείς.

- ή, όπως τραγουδούσαν και οι “Ton Steine Scherben” το 1972, Κάντε στην πάντα, καπιταλιστές, την τελευταία μάχη θα την κερδίσουμε ΕΜΕΙΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου