Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

La rossa primavera. (Σημειώσεις για τον ιταλικό Μάη)


Το καυτό φθινόπωρο, απεργία στη FIAT το 1969 (από http://www.indybay.org/newsitems/2008/09/19/18539949.php)
 του Παναγιώτη Σωτήρη
από τις Θέσεις
Εισαγωγή
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι σήμαινε ο κύκλος των κινημάτων του 1968 για την Ιταλία, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να δούμε μια ολόκληρη ιστορία αγώνων που ξεκινάνε αρκετά πιο πριν και συνεχίζονται και για αρκετό καιρό μετά, ουσιαστικά για μια ολόκληρη 20ετία, από τις μεγάλες αντιφασιστικές συγκρούσεις στη Γένοβα το 1960 μέχρι την ήττα της μεγάλης απεργίας στη FIAT το 1980.
1. Ιστορική αναδρομή
1.1. Η εξέλιξη του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού
Ωστόσο καλό είναι να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, ξεκινώντας από μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού και της ιταλικής Αριστεράς. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενοποίηση της Ιταλίας είναι ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό γεγονός (θα πρέπει να περιμένουμε το 1866 για να μιλήσουμε για ενιαίο κράτος με την πλήρη έννοια του όρου). Η πόλωση ανάμεσα στον πολύ περισσότερο βιομηχανικό βορρά και το αγροτικό νότο με την εξαθλίωση, τους ακτήμονες, τις σχεδόν φεουδαρχικές σχέσεις εξουσίας στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία θα σφραγίσει την ιταλική ιστορία. Παράλληλα, οι όροι με τους οποίους διαμορφώθηκε το ιταλικό κράτος, ένας συνδυασμός συγκρούσεων εθνικών και δημοκρατικών μαζί με συμβιβασμούς θα διαμορφώσει και την ιδιότυπη εικόνα της «παθητικής επανάστασης», την απουσία ουσιαστικά μιας «αστικής επανάστασης» και την τάση των αστικών κομμάτων να μετατοπίζονται ως προς τις απόψεις (τον περίφημο «μεταμορφισμό» τους κατά τον Γκράμσι). Παράλληλα, κορμός του συστήματος της εξουσίας υπήρξε και η καθολική εκκλησία, που λειτούργησε όχι απλώς ως ο εγγυητής του κοινωνικού συντηρητισμού, αλλά και ως ενεργό στήριγμα των πιο αυταρχικών απόψεων.
Παρότι το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα ήταν ενεργό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συχνά με ιδιαίτερη επίδραση και αναρχικών απόψεων, η μεγάλη ανάπτυξή του θα έρθει στις αρχές του 20ουαιώνα και αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση που ακολουθεί το τέλος του πολέμου και μέσα στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1919 καταγράφεται μια έκρηξη εργατικών κινητοποιήσεων στον Ιταλικό Βορά και ιδίως το Τορίνο με αποκορύφωμα μαχητικές κινητοποιήσεις, απεργίες και τη συγκρότηση εργατικών συμβουλίων, ένα κίνημα στην πολιτική καθοδήγηση του οποίου θα πρωταγωνιστήσει ο Αντόνιο Γκράμσι.1 Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών αγώνων θα οδηγήσει και στη διάσπαση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και την ίδρυση το 1921 του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ)2. Ωστόσο η πορεία ανάπτυξης του κόμματος θα ανακοπεί βίαια από την άνοδο του φασισμού, την απαγόρευσή του το 1926, παρότι, κάτω και από την καθοδήγηση του Γκράμσι, θα ξεχωρίζει ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, κυρίως σε σχέση με το επίπεδο της ανάλυσης και την προσπάθεια συγκεκριμένης ανάγνωσης της Ιταλικής κοινωνίας και των αντιθέσεών της.3
1.2 Η ματαιωμένη επανάσταση
Η άνοδος του φασισμού ήταν η αποφασιστική τομή, ιδίως ως προς την ανάδειξη της κομμουνιστικής Αριστεράς σε ηγεμονική δύναμη μέσα στις λαϊκές τάξεις. Ξεκίνησε από το σύμφωνο κοινής αντιφασιστικής δράσης με τους Σοσιαλιστές το 1934 και θα εκφραστεί κυρίως με την ανάπτυξη της ένοπλης αντιφασιστικής δράση από το 1942 και μετά, τις μεγάλες απεργίες την άνοιξη του 1943 στη Γένοβα και το Μιλάνο, καθώς και την επέκταση ένοπλων ομάδων παρτιζάνων όλο το καλοκαίρι του 1943. Η πτώση του Μουσολίνι θα σημάνει μια έκρηξη του λαϊκού κινήματος, με την ενεργοποίηση των συνδικάτων και την εκλογή εργατικών επιτροπών στα εργοστάσια. Η απάντηση της Γερμανίας, με το στρατιωτικό έλεγχο της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας, θα οδηγήσει στην κλιμάκωση της αντιφασιστικής δράσης με το συνδυασμό ανάμεσα στην παρτιζάνικη δράση και την γενική απεργία σε όλη την κατεχόμενη Ιταλία το Μάρτη του 1944 και την επέκταση της ένοπλης δράσης όλο το καλοκαίρι του 1944 και μέχρι το 1945. Παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά θα έχουν διαμορφωθεί μορφές λαϊκής εξουσίας, ιδίως στο Βορρά και παρά την τεράστια αίγλη που έχει το ΙΚΚ, η ηγεσία του κόμματος επιλέγει το Μάρτιο του 1944 να μην θέσει το θέμα της εξουσίας, να μην θέσει πολιτειακό ζήτημα και να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Μπαντόλιο. Βασικός εισηγητής αυτής της γραμμής, που θα γίνει γνωστή ως «Στροφή του Σαλέρνο» (Svolta di Salerno) ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι, βασική ηγετική φυσιογνωμία του κόμματος μετά τη σύλληψη του Γκράμσι, στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μεταφέρει – τουλάχιστον από ό,τι φαίνεται – και την επιθυμία του Στάλιν να μην διαρραγούν οι σχέσεις με τους Αγγλοαμερικάνους.4 Η στροφή του Σαλέρνο θα σηματοδοτήσει την έκτοτε πάγια θέση του ΙΚΚ να μην αμφισβητήσει τα όρια του κοινοβουλευτισμού. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή η απήχηση του κόμματος μεγαλώνει, φτάνει τα 1.700.000 μέλη το 1945, ενώ στις εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση το ΙΚΚ και το ΙΣΚ (που δεν ήταν κόμμα της Β΄ Διεθνούς και είχε μεγάλη συμμετοχή στην αντιφασιστική πάλη) θα πάρουν κοντά στο 40% των ψήφων. Παρά τη συνέπεια που επέδειξε το ΙΚΚ ως προς την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τη συμβολή του στη διαμόρφωση του Ιταλικού Συντάγματος, την αποφυγή να θέσει ζήτημα «δομικών μεταρρυθμίσεων» και φυσικά την ετοιμότητα της ηγεσίας να συμφωνήσει στον αφοπλισμό των παρτιζάνων, η Χριστιανοδημοκρατία, πιεζόμενη και από τις ΗΠΑ, αποπέμπει τους κομμουνιστές βουλευτές από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1948. Ωστόσο, ακόμη και τότε η ηγεσία του ΙΚΚ θα αρνηθεί να οξύνει τα πράγματα, π.χ. κάνοντας ό,τι μπορεί για να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά την σχεδόν ένοπλη εξέγερση που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι τον Ιούλιο του 1948.5 Συνολικά, αυτή η «ματαιωμένη επανάσταση», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Φερνάντο Κλαουντίν, όρισε έκτοτε τη δομική αντίφαση του ιταλικού κομμουνισμού: την τεράστια λαϊκή απήχηση και την ουσιαστική γείωση στην ιταλική κοινωνία και ταυτόχρονα την παραδοχή συγκεκριμένων ορίων ως προς την πολιτική δράση. Τα όπλα (που δεν παραδόθηκαν ποτέ όλα…) των παρτιζάνων θα στοιχειώσουν έκτοτε τη συλλογική προσδοκία όλων των επόμενων γενεών της Αριστεράς. 
 
1.3. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη δεκαετία του 1950-60  
 
Η περίοδος μετά τις εκλογές του 1948 και τις κυβερνήσεις της Κεντροδεξιάς θα συμπέσει τη φάση της μεγάλης αναπτυξιακής έκρηξης του ιταλικού καπιταλισμού.6 Πατώντας πάνω στη βάση της παλινόρθωσης της καπιταλιστικής εξουσίας στα εργοστάσια, τη συνεχή και αυταρχική πίεση πάνω στην Αριστερά7 και τα καθοδηγούμενα από τους κομμουνιστές συνδικάτα (συμβολική στιγμή η ήττα της ομοσπονδίας μετάλλου FIOM στην FIAT το 19538), τον αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβερνητική διαχείριση και τη μερική προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος του Νότου μέσα από την κρατική χρηματοδότηση και την αγροτική μεταρρύθμιση, ο ιταλικός καπιταλισμός θα γνωρίσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης: 5,8% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1951-1963, με το μέσο όρο να αυξάνεται στην πενταετία 1958-63 σε 6,6%. Η εκβιομηχάνιση θα επιταχυνθεί και το 1963 το 40,1% της απασχόλησης ήταν στο δευτερογενή τομέα. Πλάι στους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης (τρόφιμα, υφαντουργία, ενδύματα) αναπτύχθηκαν οι σύγχρονοι κλάδοι: μέσα μεταφοράς, χημικά, μεταλλουργία, μηχανές και ελαστικά. Πλάι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν ολοένα και περισσότεροι οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι: FIAT (αυτοκίνητα), Montecatini (χημικά), ΕΝΙ (κρατική – φυσικό αέριο - υδρογονάνθρακες) κ.ά.. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία θα ενισχυθεί και μέσα από τη διαμόρφωση του IRI, του εθνικού οργανισμού βιομηχανικής ανασυγκρότησης που συντονίζει τις εταιρίες με συμμετοχή του δημοσίου. Παράλληλα, όμως, και τα μεγάλα ιδιωτικά μονοπώλια θα προσπαθήσουν μέσα από την Confidustria, την εργοδοτική ένωση, να επιβάλλουν μια επιθετική κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση των εργαζομένων σε όλη αυτή την περίοδο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για σημαντικό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, θα έχουμε υψηλά επίπεδα ανεργίας, είτε ως εμφανή ανεργία, είτε ως άτυπη εργασία και υποαπασχόληση. Επιπλέον, υπήρξε συγκράτηση των αυξήσεων των μισθών καθώς και απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που εργάζονταν σε μεγάλες και σε μικρές επιχειρήσεις στο Βορρά και στο Νότο.9Ταυτόχρονα, στο Νότο, παρότι απέφυγαν μέσα από την αγροτική μεταρρύθμιση και τις δημόσιες επενδύσεις τις κοινωνικές εκρήξεις, εντούτοις θα υπάρξει ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό το οποίο θα στραφεί προς τη μετανάστευση, είτε προς το Βορρά, είτε προς το εξωτερικό.10
1.4. Η Αριστερά ως εθνική δημοκρατική δύναμη
Σε όλη αυτή την περίοδο η κυρίαρχη γραμμή της

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Φιλελευθερισμός ή δημοκρατία;

Hasegawa Tohaku, Pine Trees, via Wikipedia

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

ΑΥΓΗ, 18.08.11

Παρά την οικτρή αποτυχία των νεοφιλελεύθερων, και δη στο πεδίο της «αποτελεσματικότητας», όπου φιλοδοξούσαν να διακριθούν, η αντίθεση στον φιλελευθερισμό μοιάζει, και σήμερα ακόμα, κάθε άλλο παρά αυτονόητη. Όσο κραυγαλέα ασυμβίβαστη κι αν αποδεικνύεται, έτσι, η επαγγελία της ελευθερίας και των δικαιωμάτων με την πρωτοφανή συσσώρευση μέσων καταναγκασμού, την ενίσχυση των συνόρων απέναντι στους ξένους φτωχούς και την ιμπεριαλιστική βία, όσο σταθερά κι αν προσχωρούν τα καπιταλιστικά κράτη στο δόγμα «ελευθερία είναι ακριβώς το να παραβιάζεις» (την ίδια στιγμή που βεβαίως εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται φιλελεύθερα και δημοκρατικά...), τέτοιες και άλλες εκτροπές ουδόλως ανησυχούν τους φιλελεύθερους διανοουμένους, που προθύμως στοιχίζονται στην εκάστοτε κρατική στρατηγική. Και όσοι όμως επιχειρούν να ασκήσουν κριτική σε όλα αυτά, συχνά εννοούν να αυτοεγκλωβίζονται στο πλαίσιο των αποδεκτών ορίων που επιβάλλει ο φιλελευθερισμός, καταξιώνοντάς τον τελικά σε μόνη δυνατή γλώσσα για την πολιτική συνεννόηση.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και αν όντως είναι επείγον να σκεφτούμε έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό, έχει νομίζω σημασία να ασχοληθούμε όχι πια τόσο με την όποια εντιμότητα των φιλελεύθερων, όσο με τις βασικές τους παραδοχές και τις «διαδρομές» της επιχειρηματολογίας τους. Μια τέτοια ενασχόληση θα σχετικοποιούσε, νομίζω, τη φαινομενικά ακατανίκητη γοητεία που (παραδόξως;) ασκεί ακόμα ο φιλελευθερισμός.

Φιλελευθερισμοί

Για να αντιπαρατεθούμε βεβαίως με τον φιλελευθερισμό, χρειάζεται πρώτα να συνεννοηθούμε σε τι είμαστε αντίθετοι: η ευρωπαϊκή αριστερά χρησιμοποιεί τον όρο για να αποφύγει τη λέξη-ταμπού «καπιταλισμός», η ευρωπαϊκή δεξιά τον μετατρέπει σε κοσμοείδωλο, σύμφωνα με το οποίο η ελεύθερη αγορά και η δημοκρατία συμπορεύονται, ενώ για την αμερικανική ευαγγελική δεξιά, liberal είναι ένας αριστεριστής που καταστρέφει τη θρησκεία, την οικογένεια και την κοινωνία [1]. Για ορισμένους φιλελεύθερους, από την άλλη, ο φιλελευθερισμός είναι η μόνη νοητή έκφραση της δημοκρατίας, και τόσο άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Διαφωτισμό, που με το να δηλώνει κανείς αντιφιλελεύθερος, αυτόματα εγείρει υποψίες ότι νοσταλγεί τις παραδοσιακές κοινότητες ή τα (πάσης απόχρωσης) στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αν πάλι, κατά την ίδια λογική, κάποιος δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, το να αντιτίθεται στον φιλελευθερισμό, ενώ το κράτος δικαίου και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία συρρικνώνονται δραματικά, μοιάζει τουλάχιστον παράδοξο. «Ο κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός», σημειώνει κάπου ο Νίκος Δήμου, «εμπεριέχει μέριμνα για τον άνθρωπο, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός είναι η υπερβολή του» [2] (κάτι σαν υπερβολική μέριμνα για τον άνθρωπο, ας πούμε...). Σε κάθε περίπτωση, τέλος -και εδώ πρόκειται για τις πιο προοδευτικές εκδοχές του επιχειρήματος-, «άλλο» ο (κακός) οικονομικός φιλελευθερισμός και «άλλο» ο πολιτικός, που διαθέτει το τεκμήριο της δημοκρατικής αθωότητας - άρα μπορεί να αυτοπροβάλλεται (και ενίοτε να πείθει) ως το έσχατο όριο της δημοκρατικής σκέψης.

Παραθέτοντάς τα όλα αυτά, επιχείρησα να συνοψίσω τις δυσκολίες που συναντά κανείς στην προσπάθεια να αμφισβητήσει τον φιλελευθερισμό ως κοινωνική και πολιτική θεωρία, να απορρίψει δηλαδή την άποψη ότι η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας είναι (μόνο) αυτή που στηρίζεται στις απρόσωπες δομές της Αγοράς και του Δικαίου - αντίθεση και απόρριψη ακριβώς από τη σκοπιά της δημοκρατίας και της δυνατότητας της κοινωνικής χειραφέτησης που φέρει στη δυναμική του ο Διαφωτισμός. Αν ωστόσο μια τέτοια υπόθεση είχε πάντοτε τη σημασία της, σήμερα συμβαίνει να είναι εξαιρετικά επίκαιρη και αναγκαία. Καθώς η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν σηματοδοτεί φυσικά την κατάρρευσή του - αντίθετα, απειλεί με εξαφάνιση το κράτος δικαίου και ό,τι δημοκρατικό σήμανε μέχρι τώρα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία-, η υπόθεση αυτή μοιάζει στις μέρες μας επείγουσα, στον βαθμό που ο εκβιασμός του, κατά τα άλλα ειρηνοποιού, συμβολαιακού φιλελευθερισμού («ανεχτείτε τον καπιταλισμό αν θέλετε να έχετε δικαιώματα») είναι σήμερα ολοένα και λιγότερο πειστικός για να συνθηκολογήσει κανείς μαζί του.

Είναι ο φιλελευθερισμός το άλλο όνομα της δημοκρατίας;

Νομίζω λοιπόν πως το πρώτο βήμα προς μια συνολική επανεξέταση των λογαριασμών μας με τον φιλελευθερισμό θα ήταν η αναίρεση του δημοκρατικού «τεκμηρίου αθωότητας» που ο ίδιος μοιάζει μέχρι σήμερα να διαθέτει. «Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της δημοκρατικής και της φιλελεύθερης κοσμοαντίληψης», γράφει ο Κοσντάντζο Πρέβε, «έγκειται στο γεγονός ότι, στη δημοκρατική σύλληψη, το υπέρτατο αγαθό μπορούν όλοι να το απολαύσουν και είναι άμεσα κοινωνήσιμο σε όλους ...Ο φιλελευθερισμός, αντίθετα, διαιρεί αυτή την ανθρωπολογική ενότητα, ακριβώς επειδή η σύλληψή του για το άτομο είναι εκείνη του ελληνικού α-τόμου και του λατινικού in-dividuum -προϊόντος της προηγηθείσας διαίρεσης και αποκοπής του από τις προηγούμενες κοινότητες». [3]

Αιώνες λοιπόν πριν τον υπερόπτη επίγονό του, ο «παλιός καλός» φιλελευθερισμός αποκόπτει το άτομο από την κοινότητα, κάνοντας αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «ροβινσωνισμό» (ανακατασκευάζοντας δηλαδή ολόκληρη την κοινωνία με σημείο εκκίνησης την αφαιρετική έννοια της απομονωμένης εργασίας του Ροβινσώνα Κρούσου» [4]) και ερχόμενος στη συνέχεια να αντιμετωπίσει ηθικά το πρόβλημα της αποκοπής του ατόμου από το μείζον αγαθό, το πρόβλημα δηλαδή της ιδιοκτησίας και των συνεπειών της αποκοπής του ατόμου από το jus in omnia. Ένας από τους τρόπους επανένωσης και σχετικοποίσης αυτών των συνεπειών θα είναι η εξίσωση των άνισων στη σφαίρα της πολιτικής, μέσω της θέσπισης της καθολικής ψηφοφορίας.

Δεν είναι παράλογο ότι η έννοια της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», μιας επί της ουσίας «δημοκρατίας των αρίστων», θα μοιάζει αρχικά ως αντίφαση εν τοις όροις. Η εξέλιξη αυτή, κάθε άλλο παρά νομοτελειακή, αποτελούσε εντούτοις παραχώρηση της ολιγαρχίας, που ο δημοκρατικός αγώνας θα αξιοποιούσε προς διαφορετική κατεύθυνση - και που γι’αυτό η ολιγαρχία δεν έπαψε ποτέ μέχρι σήμερα να διεκδικεί. Στις μέρες μας, η ίδια αυτή ολιγαρχία περιορίζει δραστικά τις διαθέσιμες εναλλακτικές στην πολιτική «αγορά», την ίδια στιγμή που καταγγέλλει τις πέραν των εκλογών «παρεκτροπές» και την «υπερβολική» δημοκρατία, ως συμπτώματα ...κρίσης της δημοκρατίας.

Φιλελευθερισμός και ελευθερία: μια φαντασιακή σχέση

Ένα δεύτερο βήμα για μια ριζική επαναξιολόγηση του φιλελευθερισμού θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, η υπόμνηση της «ειδικής» σχέσης του με την ελευθερία και τις βίαιες ουτοπίες που (δήθεν) αποτάσσεται, πάντοτε στο όνομα της ελευθεριακής αρχής.

Γράφει σχετικά ο Βικτόρ Κονσιντεράν, σοσιαλιστής του 19ου αιώνα: «Λένε: 'ο στίβος είναι ανοιχτός, όλοι καλούνται στον αγώνα, οι συνθήκες είναι ίσες για όλους τους αγωνιστές'. Ωραιότατα, όμως ξεχνάμε ένα πράγμα: ότι σ’αυτό το μεγάλο πεδίο του πολέμου, οι μεν είναι μορφωμένοι, εμπειροπόλεμοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, ότι έχουν στη διάθεσή τους τεράστια αποθέματα ανεφοδιασμού, υλικά, εφόδια και μηχανές πολέμου, ότι αυτοί κατέχουν όλες τις θέσεις, και ότι οι άλλοι, στερημένοι, γυμνοί, αδαείς, πεινασμένοι, για να ζήσουν ...αναγκάζονται να εκλιπαρούν τους αντιπάλους τους για μια οποιαδήποτε δουλειά και ένα φτηνό μεροκάματο» [5].

Στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, λοιπόν, το καθεστώς αυτής της άνισης μεταξύ άνισων ελευθερίας, όση βία κι αν χρειάστηκε για να επιβληθεί (βία που συνήθως αποσιωπάται), ήταν -και είναι- προτιμότερο από το κυνήγι μιας ουτοπίας που, στο όνομα του μείζονος καλού, θα έθετε σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη και την πρόοδο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ακριβώς η έκλειψη μιας ουτοπίας αντίρροπης στην αιώνια (καπιταλιστική) κοινωνική ειρήνη αυτή που επέτρεψε στους «δαίμονες εν ελευθερία» αστούς να παίζουν, τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς αντίπαλο, ξεδιπλώνοντας με ειρηνικά και βίαια μέσα τη δική τους ουτοπία. Ανάμεσα σε άλλα, η ήττα της αντίρροπης αυτής κίνησης στην ουτοπία των αυτορρυθμιζόμενων αγορών έχει σήμερα ως αποτέλεσμα την, από πολλές απόψεις, επιστροφή των δυτικών κοινωνιών πίσω στον 19ο αιώνα. Πρόκειται βεβαίως για μια επιστροφή, τη βιαιότητα της οποίας μπορούμε πια να τεκμηριώσουμε επαρκώς και εκ πείρας.

Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός: μια οριστική ρήξη με τη δημοκρατία

Ο ισχυρισμός ότι η άνευ αντιπάλου επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, μακράν του να αποτελεί σκαλί για την κοινωνική πρόοδο, συνιστά (βίαιη) οπισθοδρόμηση αιώνων, δεν είναι σχήμα λόγου, πολύ δε περισσότερο που η οπισθοδρόμηση αυτή εντοπίζεται πολύ πριν την τρέχουσα διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, η οπισθοδρόμηση αυτή αφορά την ίδια τη ρήξη που σηματοδοτεί το σύγχρονο φιλελεύθερο επιχείρημα σε σχέση με την κλασική πολιτική οικονομία - άσχετα αν, κατά τα λοιπά, το ίδιο διακηρύσσει την πρόθεσή του να επιστρέψει στις αρχικές «πηγές».

Η ρήξη αυτή, από την άλλη πλευρά, παραείναι σοβαρή για να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα ως «υπερβολή» του οικονομικού φιλελευθερισμού: πρόκειται όχι μόνο για παραίτηση του νέου φιλελευθερισμού από τις αξιώσεις της κριτικής που διέθετε ο προκάτοχός του (έστω κι αν ο τελευταίος θα πριμοδοτούσε σε τελική ανάλυση τον «μετριασμένο εγωισμό» έναντι της «συμπάθειας», για να ανατρέξουμε στον Άνταμ Σμιθ), αλλά και για απομάκρυνσή του από βασικά στοιχεία της παράδοσης του Διαφωτισμού.

Η εν λόγω οπισθοδρόμηση είναι, έτσι, ορατή στις εξής διαστάσεις του σύγχρονου φιλελεύθερου επιχειρήματος [6]:

α) την ανορθολογική του διάσταση, καθώς η επιμονή του σύγχρονου φιλελευθερισμού στην πολυπλοκότητα του κοινωνικού κάνει αδύνατη τη σύλληψη της κοινωνίας ως συνόλου σχέσεων. Το αποτέλεσμα εδώ είναι να αμφισβητείται ο ορθολογισμός της «κατασκευής» που χαρακτηρίζει την κλασική πολιτική θεωρία - τα «παλιά», δηλαδή, θεωρητικά «εργαλεία». Αντί γι΄αυτά τα τελευταία, το σύγχρονο επιχείρημα προτιμά μια αντιφιλοσοφική «ψυχολογική» θεωρία της γνώσης, που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα κίνητρα.

β) τη συντηρητική του διάσταση, καθώς στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελευθερισμού, οι κανόνες γίνονται αντιληπτοί ως προϊόντα φυσικής περίπου επιλογής, που αντλούν τη νομιμότητά τους από την παραδοσιακά επιβεβαιωμένη «λειτουργικότητά» τους. Είναι προφανές ότι η κριτική εξοβελίζεται: κάθε αλλαγή θα προκύψει φυσικά, τότε και μόνο όταν οι παλιοί κανόνες θα έχουν πάψει να είναι λειτουργικοί για την εκδίπλωση των ατομικών στόχων.

γ) την αντικοινωνική του διάσταση, καθώς στη λογική του σύγχρονου φιλελευθερισμού οι ατομικές πράξεις αποχωρίζονται από το κοινωνικό επίπεδο ('Society? there is not such a thing...'), το δε τελευταίο δεν επιδρά σε αυτές, ενώ οι όποιες παρεμβάσεις στο όνομα της κοινωνικής συνοχής ενοχοποιούνται με το επιχείρημα ότι επιβάλλουν «προνομιακές» και ολοκληρωτικού τύπου ρυθμίσεις. Η κριτική αυτή αφορά κατ’εξοχήν τις μεταπολεμικές προνοιακές πολιτικές, η νεοφιλελεύθερη εμμονή με τις οποίες θυμίζει την υστερία των δικών μας φιλελεύθερων εναντίον της Μεταπολίτευσης.

δ) την αντιπολιτική του διάσταση, στο πλαίσιο της οποίας η «ίδρυση» της ατομικής ιδιοκτησίας νοείται ως «κτήση δικαιώματος» χωρίς καμιά σημασία για την πολιτική. Στην ίδια λογική, εξάλλου, η φορολογία επί της ιδιοκτησίας αντιμετωπίζεται ως καταχρηστικά επιβαλλόμενη-αναγκαστική εργασία, ρύθμιση που τελικά ευνοεί, στη λογική των νέων φιλελεύθερων, τον κοινωνικό παρασιτισμό.

ε) την αντιδημοκρατική του διάσταση, καθώς η νεοφιλελεύθερη κριτική της ισότητας συμπαρασύρει ακόμα και την έννοια της ισότητας ως προς τον νόμο, στο όνομα μιας ελευθερίας που δεν αποτελεί ιδεώδες για την πράξη, αλλά άθροισμα επιμέρους μορφών ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, προφανώς δεν είναι παράλογη η όλο και πιο «κανονική» ροπή του σύγχρονου φιλελευθερισμού προς την αποφασιοκρατία (ντεσιζιονισμό), προκειμένου ακριβώς να αποφύγουμε «ολοκληρωτικού» χαρακτήρα περιορισμούς της ιδιωτικής αρχής και της ελευθερίας.

Οικονομικός ή πολιτικός φιλελευθερισμός;

Μήπως, όμως, όλα αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα της επικράτησης του μοχθηρού οικονομικού φιλελευθερισμού έναντι του αγγελικού πολιτικού; Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά έχει δείξει αρκετά εύγλωττα γιατί ο φιλελευθερισμός δεν είναι θεωρία «διπλής εισόδου», αλλά οι δύο του όψεις αποτελούν μέρη μιας φιλοσοφικά αναγκαίας ενότητας. Αν η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, το όριο μεταξύ των δύο το καθορίζει η αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προάσπισης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας: «[Ο] φιλελευθερισμός, για να αποκρούσει τη σοσιαλιστική κριτική, ανακαλύπτει ότι δεν έχει στη διάθεσή του άλλη συνεκτική επιλογή παρά να δώσει ως υπερεργολαβία στους μηχανισμούς της Αγοράς να επιλύσουν τις συστατικές του Δικαίου αντινομίες... Για έναν φιλελεύθερο εντελώς συνεπή, η εξουσία οφείλει βεβαίως να μένει εντός των ορίων της και να αρκείται στο να είναι δίκαιη. Είναι όμως η Οικονομία που θα μας κάνει ευτυχείς, και μέσα στη φόρα που έχει πάρει, καλούς και αδελφωμένους». [7]

Είναι λοιπόν η αποτυχία της οικονομικής Μεγέθυνσης να κάνει αδελφούς τους «δαίμονες εν ελευθερία», αλλά και η πολλαπλά τεκμηριωμένη ανικανότητα των υποστασιοποιημένων «αγορών» και του «εμπορικού αντιρατσισμού» να πετύχουν την ειρήνευση και την αλληλεγγύη, οι λόγοι που σήμερα χρειάζεται να σκεφτόμαστε τους φιλελεύθερους ως ένα είδος σταλινικών το 1989 -και μάλιστα χωρίς καν το ευγενές όραμα της παγκόσμιας κοινωνικής δικαιοσύνης. Πριν απ’όλα, όμως, είναι λόγοι να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τη δημοκρατία πέρα από την προκρούστεια κλίνη του φιλελευθερισμού: ως ελεύθερη ισότητα και ως ίση ελευθερία, αλλά και ως ουτοπία που οφείλει κανείς να αντιτάξει απέναντι σε μια αυτοκρατορία ανίκανη να υποσχεθεί οτιδήποτε - ακόμα και τη διατήρηση της κοινωνίας στα όρια του ελάχιστου κακού.


[1] Jacques Rancière (2009), Το μίσος για τη δημοκρατία (μετάφραση-επίμετρο: Βίκυ Ιακώβου), Πεδίο: Αθήνα

[2] Νίκος Δήμου, «10 Θέσεις για τον Φιλελευθερισμό», Lifo 7.7.2011 [http://www.ndimou.gr/articledisplay.asp?time_id=687&cat_id=45]

[3] Κονστάντζο Πρέβε (2001), «Η Δημοκρατία κατά του Φιλελευθερισμού, από τον Σπινόζα μέχρι το σενάριο της παγκοσμιοποίησης», Θέσεις, τεύχος 76 [http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=750&Itemid=29]

[4] ό.π.

[5] Παρατίθεται στο: Jean-Claude Michéa (2008), Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για τον φιλελεύθερο πολιτισμό (μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης), Πόλις: Αθήνα

[6] Σε ό,τι ακολουθεί, συνοψίζω την επιχειρηματολογία του Μανόλη Αγγελίδη στο: Μανόλης Αγγελίδης (1993), Φιλελευθερισμός: κλασικός και νέος. Ζητήματα συνέχειας και ασυνέχειας στο φιλελεύθερο εγχείρημα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα: Αθήνα

[7] Michéa, ό.π.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Οργή σαρώνει την Αγγλία



της Αριάδνης Αλαβάνου

από το Αριστερό Βήμα

Όπως στα παρισινά προάστια το 2005 και στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008, αλλά ταυτόχρονα και διαφορετικά, η έκρηξη της νεανικής οργής σαρώνει πολλές πόλεις της Αγγλίας ύστερα από την εν ψυχρώ δολοφονία του 29 χρονου Λονδρέζου Μαρκ Ντάγκαν από την αστυνομία, τα ψεύδη που διέσπειραν στα ΜΜΕ ότι πυροβόλησε πρώτος και την επίθεση στους συγγενείς και συμπολίτες του που είχαν μαζευτεί ειρηνικά έξω από το αστυνομικό τμήμα ζητώντας εξηγήσεις για το θάνατό του. Από το περασμένο Σάββατο, η αναταραχή έχει εξαπλωθεί στο Λονδίνο, Μπρίστολ, Λιντς, Λίβερπουλ, Νότιγχαμ, Μπίρμινχαμ, ,Μάντσεστερ, Σάλφορντ Γουέστ Μπρόμγουιτς και Γούλβερχαμπτον στα Μίντλαντς, όπου γίνονται εκτεταμένες ταραχές και συγκρούσεις κυρίως πολύ νέων ανθρώπων με την αστυνομία, με καταστροφές καταστημάτων, αυτοκινήτων και οικημάτων.

Η αντίδραση του κατεστημένου του ΜΜΕ και της πολιτικής είναι να σπρώξει κάτω από το χαλί τις βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές αιτίες και να αποδώσει τα γεγονότα σε εγκληματίες και βίαια άτομα. Κλασική αντίδραση, αλλιώς θα έπρεπε να ομολογήσει τα ανομολόγητα. Την αστυνομική καταπίεση, την εκτεταμένη φτώχεια, την επιδείνωση της ζωής που έχει προκαλέσει η πολιτική των τελευταίων δεκαετιών. Η έκταση της αναταραχής ανάγκασε τον Βρετανό πρωθυπουργό να επιστρέψει άρον άρον από τις διακοπές και να συγκαλέσει τη Βουλή σε ειδική συνεδρίαση, όπου το αποτέλεσμα είναι προβλεπόμενο: ένταση της καταστολής. 

Την ίδια στάση υπέρ της καταστολής κράτησε και ο Εντ Μίλιμπαντ, αρχηγός του Εργατικού Κόμματος που ζήτησε ακόμη μεγαλύτερη αστυνόμευση. Ο Εργατικός βουλευτής Τομ Γουάτσον κάλεσε να χρησιμοποιηθεί ο στρατός για την καταστολή των ταραχών, ενώ ο Συντηρητικός Π. Μέρσερ ζήτησε να εφαρμοστούν στο Λονδίνο τα κατασταλτικά μέτρα που είχαν χρησιμοποιηθεί στη Β. Ιρλανδία. Ο φόβος που διαπερνά τις ελίτ προέρχεται από την επίγνωση ότι η πολιτική που εφαρμόζουν εξοντώνει μια ολόκληρη γενιά νέων των φτωχών και εργαζόμενων στρωμάτων που εκφράζουν δυσαρέσκεια και μίσος για το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο.

Ήδη έχουν γίνει συλλήψεις 1.000 ατόμων , ακόμη και 12 χρονων παιδιών, και σε 100 έχουν απευθύνει κατηγορίες. Σ΄ αυτούς περιλαμβάνονται έφηβοι, νεαροί εργάτες και άνεργοι απόφοιτοι πανεπιστημίων, διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς των ΜΜΕ ότι πρόκειται για άτομα του περιθωρίου με εγκληματικές τάσεις .

Είναι λάθος να ειπωθεί ότι οι ταραχές είναι απολίτικες, λέει ο Ντάνιελ Χιντ (Al Jazeera 9/8). Άλλος ένας μαύρος Λονδρέζος δολοφονήθηκε από την αστυνομία η οποία, υποτίθεται, είναι αρμόδια για την προστασία των ανθρώπων. Και αυτό είναι ένα βαθιά πολιτικό θέμα. Ακόμη, επισημαίνει πως όταν πολλοί νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να συγκρουστούν με τις δυνάμεις του “νόμου και της τάξης” και να επιδοθούν σε καταστροφές, αν και τα κίνητρα είναι διαφορετικά, οι πράξεις τους μπορούν να κατανοηθούν μόνο με πολιτικούς όρους -- “διότι δεν υπάρχουν πολλοί απ΄ όσους λένε τις συνήθεις κοινοτοπίες που να γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει να είσαι νέος, φτωχός και να ζεις στο κέντρο των βρετανικών πόλεων. ...Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσουμε αυτούς τους νέους πριν ξεστομίσουμε τη φράση “ανεγκέφαλη βία””.

Η οργή που εκδηλώθηκε ήταν κατ΄ αρχάς μια μαζική αντίδραση στην αστυνομική βία. “Πρόκειται για ένα μαζικό ξεσηκωμό”, λέει ο Άγγλος δημοσιογράφος Ντάρκους Χάουι στο αμερικανικό δίκτυο Democracy Now!, που έρχεται από τα βάθη της κοινωνίας, από τη συλλογική συνειδητοποίηση λευκών και κυρίως μαύρων νέων της αναίτιας και συστηματικής αστυνομικής παρενόχλησης. Από τη δυσανεξία που προκαλεί το να σε σταματούν και να σου κάνουν σωματική έρευνα στο δρόμο, πολλές φορές την ημέρα. Παλιότερα, για να σταματήσουν κάποιον στο δρόμο και να του κάνουν έρευνα έπρεπε να έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη. Επί Μπλερ, οι σχετικοί νόμοι αντικαταστάθηκαν με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία που σημαίνει ότι η αστυνομία μπορεί να σταματά και να κάνει σωματική έρευνα στον οποιονδήποτε, οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή χωρίς λόγο. Οι σχολιαστές μιλούν για θεσμοποιημένο ρατσισμό ενάντια στις μειονότητες και στους πιο φτωχούς. Αναφέρεται ότι από το 1998 333 άτομα έχουν πεθάνει στα χέρια της αστυνομίας και ουδείς αστυνομικός έχει τιμωρηθεί γι΄ αυτούς τους θανάτους. Οι δολοφονίες μελών των φτωχών στρωμάτων από την αστυνομία είναι κοινωνικά αποδεκτές, αλλά οποιαδήποτε αντίδραση σ΄ αυτές αντιμετωπίζεται με τη βία του κράτους. Η “εγκληματικότητα” ορίζεται, ως συνήθως, με δύο μέτρα και δύο σταθμά στις δυτικές δημοκρατίες. Για αυτά τα γεγονότα υπήρξαν πολλές ειρηνικές διαμαρτυρίες οι οποίες αγνοήθηκαν πλήρως τόσο από τον Τύπο όσο και από τις Αρχές. Μια τέτοια διαμαρτυρία που όχι μόνο αγνοήθηκε, αλλά και χτυπήθηκε από την αστυνομία αποτέλεσε την αφορμή και των πρόσφατων ταραχών.

Το γεγονός ότι “δεν ακούγονται” ρίχνει φως στο ξέσπασμα της νεανικής οργής και στις μορφές που αυτή παίρνει, υποστηρίζει ο μπλόγκερ Ρίτσαρντ Σίμουρ, επικαλούμενος τη δήλωση ενός νέου σε δημοσιογράφο. “Νομίζεις ότι αυτές οι οχλοκρατικές διαμαρτυρίες είναι ο σωστός τρόπος για να κερδίσεις αυτό που θέλεις;”, ρωτά ο δημοσιογράφος. Και ο νέος απαντά: “Ναι, επειδή αν δεν κάναμε αυτές τις φασαρίες δεν θα μας μιλούσες καν” (συνέντευξη στο Democracy Now! 9/8).
 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση του Άλεξ Καλίνικος από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ( New Left Project) που επιχειρεί να κάνει μια σύγκριση των σημερινών γεγονότων με τις ταραχές που είχε ξεσπάσει στο Μπρίξτον το 1981. Οι σημερινές ταραχές, υποστηρίζει, είναι μια στοιχειακή έκρηξη των στερημένων δικαιωμάτων νέων της εργατικής τάξης που κατοικούν στα κέντρα των πόλεων. Αυτό που τους ώθησε ήταν το μίσος για την αστυνομία που λειτούργησε σαν αλεξικέραυνο για όλες τις άλλες αιτίες της δυσαρέσκειας. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους ήταν ίδια μ΄ αυτά των ταραχών του 1981 και αυτών που έγιναν στα αμερικανικά γκέτο τη δεκαετία του 1960 και στο Λος Άντζελες το 1992. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφορές: Η πολιτική αποξένωση είναι ακόμη μεγαλύτερη σήμερα, εν μέρει χάρη στους Νέους Εργατικούς , αλλά και εξαιτίας της μείωσης του μαύρου εθνικισμού και της σκληρής αριστεράς των Εργατικών που ήταν φαινόμενα έντονα και συνυφασμένα τη δεκαετία του 1980. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ξεσπάσματα αυτά είναι αποπολιτικοποιημένες “εγκληματικές πράξεις” . Πολλοί απ΄ αυτούς τους νέους συμμετείχαν στις μαθητικές και φοιτητικές διαμαρτυρίες του περασμένου χειμώνα και αυτό μαρτυρείται από τη συχνότητα με την οποία αναφέρονται στην κατάργηση του εκπαιδευτικού επιδόματος. 

Η λεηλασία, ως μορφή ενός καταναλωτισμού του τύπου “κάν΄ το μόνος σου, είναι πιο έντονο στοιχείο από ό,τι τριάντα χρόνια πριν και αντανακλά την έντονη εμπορευματοποίηση των επιθυμιών στη νεοφιλελεύθερη εποχή: Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι λεηλατούν είναι αυτόματα που οδηγούνται από το φετιχισμό του εμπορεύματος, αλλά ότι η εξέγερσή τους διαμορφώνεται από τις αξίες που κυριαρχούν στην κοινωνία. Πιο ενδιαφέρων είναι ο αντίκτυπος της μεταβαλλόμενης οικονομικής γεωγραφίας του Λονδίνου : ένα από τα δύο παγκόσμια χρηματοπιστωτικά κέντρα, χαρακτηρίζεται από μια εξόφθαλμη πόλωση μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Όμως, υπάρχουν γειτονιές όπου ζουν δίπλα-δίπλα πλούσιοι και φτωχοί. Αυτή η συνύπαρξη επίσης δεν υπήρχε τη δεκαετία του 1980.

Οι ταραχές αυτές δεν είναι συνειδητά πολιτικά κινήματα. Όμως, μπορούν να κατανοηθούν μέσω μιας πολιτικής ανάλυσης που εκκινεί από την ταξική αντιπαλότητα που διαμορφώνει όλο και πιο βαθιά τη ζωή . Η επαναστατική αριστερά, επισημαίνει, πρέπει να αντισταθεί σταθερά στον ηθικό πανικό που εκφράζεται από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς και να αρνηθεί να καταδικάσει τους ταραξίες – όχι επειδή αποτελούν μια νέα πρωτοπορία, αλλά επειδή η ευθύνη για ό,τι συμβαίνει βρίσκεται σε αυτούς που έχουν επιτρέψει να καλλιεργηθεί και να αυξηθεί η ανισότητα, η φτώχεια, ο ρατσισμός και η αστυνομική βία.

Δεν υπάρχει μονοδιάστατο νόημα σ΄ αυτό που συμβαίνει στο Λονδίνο και αλλού, λέει ο Ντάνιελ Χιντ (ό.π.). Υπάρχουν όμως συνδέσεις που μπορούν και πρέπει να γίνουν. “Η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι εξίσου πολιτική όσο και οι ταραχές των τελευταίων ημερών. Δεν χρειάζεται να τραβήξουμε μια ευθεία γραμμή ανάμεσα στις διασώσεις των τραπεζών και σ΄ αυτό που συμβαίνει τώρα στο Λονδίνο. Αλλά δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι και τα δύο γεγονότα μιλούν για την τρέχουσα κατάστασή μας. ... Μια κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων που επιβραβεύει το βανδαλισμό και τη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας όταν οι αυτουργοί είναι αρκετά πλούσιοι και ισχυροί”.
 
(Πηγές: The Guardian, Democracy Now!, Al Jazeera, WSWS, New Left Project)

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Τι είναι κίνημα;

Demonstration, Michael Ruetz, ( από http://punicanera.blogspot.com/2010/11/desobeissance-kenny-arkana.html  )


από την ΕΠΟΧΗ, 29.5.11

Οι σκέψεις που ακολουθούν πηγάζουν από μια δυσφορία και προέκυψαν από μια σειρά ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν πρόσφατα όταν βρέθηκα σε μία συνάντηση στη Βενετία με τον Tόνι [Νέγκρι], τον Καζαρίνι κ.λπ. Μια λέξη επανερχόταν διαρκώς σε αυτή τη συνάντηση: κίνημα. Πρόκειται για μια λέξη με μακρά ιστορία στην παράδοσή μας. Στο βιβλίο του Tόνι για παράδειγμα αυτή η λέξη ξεπηδά στρατηγικά κάθε φορά που το πλήθος χρειάζεται έναν ορισμό, για παράδειγμα όταν η έννοια του πλήθους πρέπει να αποσυνδεθεί από το ψευδοδίλημμα μεταξύ κυριαρχίας και αναρχίας.

Η δυσφορία μου οφειλόταν στο ότι πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως, όσοι χρησιμοποιούν αυτή η λέξη, δεν την ορίζουν ποτέ. Θα μπορούσα να μην την ορίσω ούτε εγώ. Στο παρελθόν χρησιμοποίησα ως άρρητο κανόνα της πρακτικής σκέψης μου τη φόρμουλα: «όταν το κίνημα υπάρχει, κάνε σαν να μην υπάρχει, και όταν δεν υπάρχει κάνε σαν να υπάρχει». Δεν ήξερα όμως τι σήμαινε αυτή η λέξη. Όλοι μοιάζουν να την κατανοούν, αλλά κανένας δεν την ορίζει.

του Τζόρτζιο Αγκάμπεν*

Για παράδειγμα, από πού προέρχεται αυτή η λέξη; Γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε «κίνημα»; Τα ερωτήματά μου προκύπτουν από τη συνειδητοποίηση, ότι δεν είναι δυνατό να αφεθεί αυτή η έννοια χωρίς ορισμό, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο κίνημα επειδή αυτή η έννοια είναι το «αδιανόητό» μας, και εφ’ όσον παραμένει τέτοιο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις επιλογές και τις στρατηγικές μας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλολογικό ενδοιασμό λόγω του ότι η ορολογία είναι η ποιητική, άρα η παραγωγική στιγμή της σκέψης, ούτε θέλω να το κάνω επειδή δουλειά μου είναι να ορίζω έννοιες, από συνήθεια. Πραγματικά θεωρώ ότι η άκριτη χρήση των εννοιών μπορεί να ευθύνεται για πολλές ήττες. Προτίθεμαι λοιπόν να αρχίσω μια έρευνα με στόχο να ορίσουμε αυτή τη λέξη. Θα αρχίσω με μερικές βασικές θεωρήσεις, ως προσανατολισμό για τη μελλοντική έρευνα.

Πρώτα, μερικά πεζά ιστορικά στοιχεία: η έννοια του κινήματος, η οποία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία έχει μια μακροχρόνια ιστορία1, στην πολιτική αποκτά μια ειδική τεχνική σημασία μόλις το 19ο αιώνα. Μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ανατρέχει στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου του 1830, όταν οι φορείς της αλλαγής ονομάστηκαν partie du mouvement [μερίδα της κίνησης] και οι αντίπαλοί τους partie de l’ordre [μερίδα της τάξης]. Μόνο με τον Λόρενς φον Στάιν, ένα συγγραφέα που επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Σμιτ, η έννοια αυτή γίνεται ακριβέστερη και αρχίζει να ορίζει ένα στρατηγικό πεδίο εφαρμογής. Στο έργο του «Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία» (1850), ο φον Στάιν θέτει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών. Ωστόσο, ο φον Στάιν δεν δίνει ορισμό για το κίνημα, ούτε του αποδίδει κάποιο συγκεκριμένο τόπο [στο πρωτότυπο: topos].

Άρεντ, Φρόιντ και Σμιτ

Κάποιες ενδιαφέρουσες ιστορικές ενδείξεις για την ιστορία των κινημάτων μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο της Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό. Η Άρεντ δεν ορίζει το κίνημα, δείχνει όμως ότι γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αμέσως πριν και αμέσως μετά, τα κινήματα στην Ευρώπη γνωρίζουν εξαιρετική ανάπτυξη σε στρατηγική αντιδιαστολή προς τα κόμματα, όταν τα τελευταία εισέρχονται σε περίοδο κρίσης. Σε αυτή την περίοδο υπάρχει μια έκρηξη της έννοιας και του φαινομένου του κινήματος, μια ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά: ο φασισμός και ο ναζισμός ορίζονται πάντα ως κινήματα πρώτα και μόνο δευτερευόντως ως κόμματα.

Ωστόσο, ο όρος υπερβαίνει την πολιτική σφαίρα: όταν ο Φρόιντ θέλει να γράψει ένα βιβλίο, το 1914, για να περιγράψει αυτό του οποίου αποτελεί μέρος, το αποκαλεί «ψυχαναλυτικό κίνημα». Προφανώς σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, ορισμένες λέξεις-κλειδιά επιβάλλονται ακαταμάχητα και υιοθετούνται από ανταγωνιστικές τοποθετήσεις, χωρίς να χρειάζεται να οριστούν.

Το αμήχανο σημείο της έρευνάς μου ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος που προσπάθησε να ορίσει τον όρο ήταν ένας ναζιστής νομικός: ο Καρλ Σμιτ. Το 1933, σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Κράτος, Κίνημα, Λαός» και με υπότιτλο «Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας», προσπαθεί να ορίσει την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος. Σε αυτό το δοκίμιο ο Σμιτ προσπαθεί να ορίσει τη συνταγματική δομή του ναζιστικού Ράιχ. Θα συνοψίσω τη θέση του, διότι αυτοί οι χαριεντισμοί με έναν φιλόσοφο του ναζισμού απαιτούν σαφήνεια. Για τον Σμιτ, η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται σε τρία στοιχεία ή μέλη: το κράτος, το κίνημα και το λαό. Η συνταγματική άρθρωση του Ράιχ προκύπτει από την άρθρωση και τη διάκριση αυτών των τριών στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο είναι το κράτος, που είναι η στατική πολιτική πλευρά: ο μηχανισμός των δημόσιων λειτουργιών. Ο λαός, από την άλλη, προσέξτε εδώ, είναι το απολιτικό στοιχείο που αυξάνεται υπό τη σκιά και υπό την προστασία του κινήματος. Το κίνημα είναι το πραγματικό, το δυναμικό πολιτικό στοιχείο, που βρίσκει την ειδική μορφή του στη σχέση με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την ηγεσία του –αλλά για τον Σμιτ ο Φύρερ είναι απλώς προσωποποίηση του κινήματος. Ο Σμιτ επίσης υπονοεί ότι αυτή η τριμερής διάκριση είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους.

Λαός, οντότητα απολίτικη;

Η πρώτη εκτίμησή μου είναι ότι η πρωτοκαθεδρία της έννοιας του κινήματος συνίσταται στο ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού. Έτσι το κίνημα γίνεται η αποφασιστική πολιτική έννοια όταν η δημοκρατική έννοια του λαού, ως πολιτικού σώματος, τελεί υπό κατάρρευση. Η δημοκρατία τελειώνει όταν προκύπτουν κινήματα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει δημοκρατικό κίνημα (εάν δημοκρατία παραδοσιακά σημαίνει να θεωρούμε το λαό ως πολιτικό σώμα). Σε αυτή την προκείμενη, οι επαναστατικές παραδόσεις της αριστεράς συμφωνούν με το ναζισμό και το φασισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σύγχρονοι φιλόσοφοι που προσπαθούν να σκεφθούν νέα πολιτικά σώματα, όπως ο Tόνι, παίρνουν απόσταση από το λαό. Για μένα είναι σημαντικό ότι γύρω από τον Ιησού δεν υπάρχει ποτέ λαός ή δήμος αλλά μόνο όχλος2 (μια μάζα, πλήθος). Η έννοια του κινήματος προϋποθέτει την έκλειψη της έννοιας του λαού ως συντακτικού πολιτικού σώματος.

Η δεύτερη συνεπαγωγή είναι ότι ο λαός είναι ένα απολιτικό στοιχείο, την ανάπτυξη του οποίου το κίνημα πρέπει να προστατεύσει και να στηρίξει (ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον όρο wachsen=βιολογική αύξηση). Σε αυτό τον απολιτικό λαό αντιστοιχεί η απολιτική σφαίρα της διοίκησης –ο Σμιτ επικαλείται εδώ και το συντεχνιακό κράτος του φασισμού.

Κοιτάζοντας σήμερα αυτό τον ορισμό του λαού ως απολιτικού, δεν μπορούμε να μη δούμε μια έμμεση αναγνώριση, την οποία ο Σμιτ δεν τολμά ποτέ να αρθρώσει, του βιοπολιτικού χαρακτήρα του. Ο λαός μετατρέπεται τώρα από συντακτικό πολιτικό σώμα σε πληθυσμό: μια δημογραφική βιολογική οντότητα, απολιτική καθεαυτή. Μια οντότητα που χρήζει προστασίας, στήριξης. Όταν κατά το 19ο αιώνα ο λαός έπαψε να είναι πολιτική οντότητα και μετατράπηκε σε δημογραφικούς και βιολογικούς πληθυσμούς, το κίνημα έγινε αναγκαιότητα. Εμείς ζούμε σε μια εποχή όπου ο μετασχηματισμός του λαού σε πληθυσμό είναι τετελεσμένο γεγονός. Ο λαός είναι μια βιοπολιτική οντότητα με την έννοια του Φουκό, και αυτό καθιστά την έννοια του κινήματος απαραίτητη. Εάν θέλουμε να σκεφτούμε την έννοια της βιοπολιτικής διαφορετικά, όπως κάνει ο Tόνι, εάν σκεφτόμαστε την εκ των έσω πολιτικοποίηση του βιοπολιτικού, το οποίο είναι ήδη εξ ολοκλήρου πολιτικό και δεν χρειάζεται να πολιτικοποιηθεί μέσω του κινήματος, τότε πρέπει να ξανασκεφτούμε και την έννοια του κινήματος.

Από πού αντλεί πολιτική το κίνημα;

Αυτή η εργασία ορισμού είναι απαραίτητη επειδή, εάν συνεχίσουμε να διαβάζουμε τον Σμιτ, βλέπουμε να μας απειλούν διάφορες απορίες: εφ’ όσον το καθοριστικό πολιτικό στοιχείο, το αυτόνομο στοιχείο, είναι το κίνημα, ενώ ο λαός το απολιτικό, τότε το κίνημα μπορεί να βρει την πολιτική του ύπαρξη μόνο αν εισαγάγει στο απολιτικό σώμα του λαού ένα εσωτερικό ρήγμα που να επιτρέπει την πολιτικοποίησή του. Αυτό το ρήγμα για τον Σμιτ είναι αυτό που αποκαλεί ταυτότητα του βιολογικού είδους [specie], δηλ. ο ρατσισμός. Εδώ ο Σμιτ φθάνει στον υψηλότερο βαθμό ταύτισης με το ρατσισμό και τη μέγιστη συνυπευθυνότητα με το ναζισμό. Αυτό είναι γεγονός, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιλογή, η ανάγκη να εντοπίσουμε ένα ρήγμα στο απολιτικό σώμα του λαού, είναι άμεση συνέπεια της σύλληψής του για τη λειτουργία του κινήματος. Εάν το κίνημα είναι το πολιτικό στοιχείο ως αυτόνομη οντότητα, από πού μπορεί να αντλεί την πολιτική του; Η πολιτική του μπορεί μόνο να θεμελιωθεί στην ικανότητά τoυ να εντοπίζει έναν εχθρό στο εσωτερικό του λαού –στην περίπτωση του Σμιτ, ένα φυλετικά ξένο στοιχείο. Όπου υπάρχει κίνημα, υπάρχει πάντα μια ρωγμή που τέμνει εγκάρσια και διαιρεί το λαό· εν προκειμένω, εντοπίζοντας έναν εχθρό. Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και τη σχέση του με το λαό και το πλήθος. Στον Σμιτ βλέπουμε ότι τα στοιχεία που έχουν αποκλειστεί από το κίνημα επιστρέφουν ως «αυτό για το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε»· το πολιτικό πρέπει να αποφασίσει για το απολιτικό. Το κίνημα αποφασίζει πολιτικά για το απολιτικό. Μπορεί να είναι φυλετικό ζήτημα, αλλά μπορεί και να είναι μια διαχείριση-διακυβέρνηση των πληθυσμών, όπως σήμερα.

Μερικές ενδείξεις αντί απαντήσεων

Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:

Πρέπει άραγε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια του κινήματος; Εάν δηλώνει ένα κατώφλι πολιτικοποίησης του απολιτικού, μπορεί να υπάρξει ένα κίνημα που να είναι διαφορετικό από τον εμφύλιο πόλεμο;

Ή σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και της σχέσης του με τη βιοπολιτική;

Εδώ δεν θα σας δώσω απαντήσεις· πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο ερευνητικό πρόγραμμα. Έχω όμως μερικές ενδείξεις:

Η έννοια της κινήσεως είναι κεντρική στον Αριστοτέλη, ως σχέση μεταξύ δυνάμεως και πράξεως. Ο Αριστοτέλης ορίζει την κίνηση ως πράξη της δυνάμεως ως δυνάμεως, όχι ως «πέρασμα στην πράξη». Κατά δεύτερον, λέει ότι η κίνηση είναι ατελής, πράξη χωρίς σκοπό (ή χωρίς τελειότητα). Εδώ θα πρότεινα μια τροποποίηση στην άποψή του, και σ’ αυτό ίσως ο Tόνι συμφωνήσει για μια φορά μαζί μου: ότι η κίνηση [/το κίνημα] είναι η συγκρότηση της δυνάμεως ως δυνάμεως. Αν όμως αυτό ισχύει, τότε δεν μπορούμε να σκεφτούμε το κίνημα ως εξωτερικό ή αυτόνομο σε σχέση με το πλήθος. Δεν μπορεί ποτέ να υπάγεται σε μια απόφαση, οργάνωση, κατεύθυνση του λαού, ή να αποτελεί στοιχείο πολιτικοποίησης του πλήθους ή του λαού.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή στον Αριστοτέλη είναι ότι η κίνηση είναι μια πράξη ατελής, χωρίς τέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η κίνηση διατηρεί ουσιαστική σχέση με μια στέρηση, μια απουσία τέλους. Η κίνηση είναι πάντοτε, συστατικά, η σχέση με την έλλειψή της, την απουσία τέλους ή έργου. Αυτό στο οποίο διαφωνώ πάντα με τον Tόνι είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην παραγωγικότητα. Εδώ πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε την απουσία έργου ως κεντρική. Είναι αδύνατο να υπάρξει τέλος και έργον για την πολιτική: η κίνηση είναι η απροσδιοριστία και η ατέλεια κάθε πολιτικής, αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα.

Σε αυτή την οπτική, το ρητό που ανέφερα στην αρχή ως κανόνα μου θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί οντολογικά ως εξής: η κίνηση είναι αυτή που, όταν υπάρχει, είναι σαν να μην υπάρχει, υπολείπεται του εαυτού της, ενώ, όταν δεν υπάρχει, είναι σαν να υπάρχει, περισσεύει από τον εαυτό της. Είναι ένα κατώφλι απροσδιοριστίας ανάμεσα σε μια υπερβολή και μια έλλειψη που χαράζει το όριο κάθε πολιτικής στη συστατική της ατέλεια.


Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης
με βάση τη μεταγραφή και μετάφραση στα αγγλικά από την Arianna Bove http://multitudes.samizdat.net/article.php3?id_article=1914.

To κείμενο προέρχεται από διάλεξη του Αγκάμπεν με τίτλο «Che cos’ un movimento», στο πλαίσιο σεμιναρίου του δικτύου Uni.Nomade, στις 29 Ιανουαρίου 2005 στην Πάντοβα, με τίτλο «Democrazia e Guerra» (Δημοκρατία και πόλεμος).

Σημειώσεις
1. Υπενθυμίζεται ότι ο όρος movimento που χρησιμοποιείται εδώ, όπως και οι αντίστοιχοί του σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες, σημαίνει ταυτόχρονα κίνημα και κίνηση (σ.τ.μ.).
2. Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία (σ.τ.μ.).

* Ο ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν διδάσκει Αισθητική στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (IUAV). Κέρδισε αρχικά την αναγνώριση ως επιμελητής της έκδοσης των απάντων του Βάλτερ Μπένγιαμιν στα ιταλικά. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, «Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή», «Ελευθεριακή Κουλτούρα», Χρόνος και ιστορία. Κριτική του στιγμιαίου και του συνεχούς».

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Η ιδεολογία της «νομιμότητας»

doublethink (από http://no2idbirmingham.blogspot.com/2009/06/doublethink_08.html )
 
του Αυγουστίνου Ζενάκου

από το the Press Project Blog

Ένα από τα πιο διασκεδαστικά ανέκδοτα από την παρανοϊκή ζωή της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης έχει να κάνει με τον Λαβρέντι Μπέρια – ή μάλλον με τον θάνατό του. Λέγεται ότι μετά την πτώση, την καταδίκη και την εκτέλεση του άλλοτε πανίσχυρου αρχηγού της NKVD, οι σοβιετικές αρχές επιχείρησαν, όπως είχαν άλλωστε ξανακάνει με άλλους, να χειραγωγήσουν τη μνήμη της ζωής του, να ξαναγράψουν την ιστορία. Κοντά στα άλλα, λοιπόν, οι συνδρομητές της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας, έλαβαν μια σελίδα με το ταχυδρομείο. Η σελίδα ήταν το λήμμα «Βερίγγειος  Πορθμός». Και οι οδηγίες έλεγαν να την κολλήσουν πάνω από το λήμμα «Λαβρέντι Μπέρια». Η ζωή του όψιμου αυτού προδότη του κομμουνισμού θα είχε έτσι εξαφανιστεί, κάτω από μια χρήσιμη περιγραφή αρκτικής γεωγραφίας.

Δικαίως αναρωτιέται ο Σλάβοϊ Ζίζεκ: ήταν τόσο κουτοί αυτοί οι Σοβιετικοί; Στ’ αλήθεια, τους έστελνε κάποιος μια σελίδα, την κολλούσαν πάνω σε μια άλλη, και μονομιάς η προηγούμενη είχε διαγραφεί από τη μνήμη τους; Δεν είχε υπάρξει ποτέ Λαβρέντι Μπέρια παρά μόνο Βερίγγειος  Πορθμός;

Το γλωσσικό αυτό παράδοξο το έχει περιγράψει με ελκυστικότατη λογοτεχνική υπερβολή ο Τζορτζ Όργουελ στη δυστοπική κοινωνία του «1984». Το λέει «doublethink» - δυνατότητα να πιστεύεις δύο αντιφατικά πράγματα ταυτόχρονα, δίχως αυτό να φέρνει τη λογική σου σε αδιέξοδο. Οι πολίτες της Ωκεανίας, στο «1984», δεν είναι τόσο κουτοί ώστε να μην συνειδητοποιούν ότι ζουν σε απόλυτη δικτατορία. Απλώς, ταυτόχρονα και δίχως να υποφέρει η λογική τους, πιστεύουν και ότι «αγαπούν τον Μεγάλο Αδελφό».

Η κατασκευή τέτοιου είδους σχημάτων, τα οποία λειτουργούν έστω και αν έρχονται σε προφανή αντίφαση με την παρατήρηση και την εμπειρία, είναι πάγιο χαρακτηριστικό των ολοκληρωτισμών. Συνήθως είναι μονοκόμματα αλλά εύπλαστα, εύληπτες διατυπώσεις με ένα κεντρικό, διεκδικητικό μήνυμα. Το τρέχον για την Ελλάδα – και όχι μόνο –, το οποίο μέχρι στιγμής σημειώνει μεγάλη επιτυχία, είναι: «Νομιμότητα».

Η «νομιμότητα» είναι ίσως το ιδεολογικό σχήμα που περισσότερο από κάθε άλλο εξυπηρετεί την υλοποίηση της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και την εφαρμογή του ευρύτερου προγράμματος στο οποίο συμμετέχει ως εμπροσθοφυλακή. Η χρησιμότητα του σχήματος αποδεικνύεται από το πώς επιστρατεύεται: Είναι αυτό, λόγου χάρη, που εξηγεί πειστικότερα, αποστομωτικά σχεδόν, γιατί πρέπει να μειώσουμε τον δημόσιο τομέα (για να μην είναι ανεξέλεγκτος και συνεπώς επιρρεπής στη διαφθορά) και συνολικότερα τον ρόλο του κράτους (για να μην ευνοούνται «κάποιοι», είτε πολιτικοί είτε επιχειρηματίες, αλλά να λειτουργεί ο υγιής ανταγωνισμός)˙ αυτό που εξηγεί, ακόμη, γιατί οι διαμαρτυρίες, οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις, οι αποκλεισμοί δρόμων, λιμανιών, κτλ, είναι καταδικαστέα και κολάσιμα (επειδή υπό καθεστώς «νομιμότητας», δικαιούσαι να εκφράζεσαι ελεύθερα αλλά όχι να παρανομείς και δη με συνέπειες για την άνεση των άλλων που δεν ταυτίζονται μαζί σου)˙ αυτό που εξηγεί, χάριν παραδείγματος και πάλι, γιατί πρέπει να τελειώνουμε με τα «προνόμια» ορισμένων επαγγελματικών τάξεων (επειδή ακόμη και αν δεν κατακτήθηκαν  παράνομα, μοιάζουν πολύ τόσο στον τρόπο κατάκτησής τους όσο και στα ίδια τους τα χαρακτηριστικά με ρουσφέτια και τα ρουσφέτια αποτελούν διαφθορά).

Υπάρχουν και άλλα ιδεολογικά σχήματα: η «αποτελεσματικότητα», η «συνευθύνη» (επί το λαϊκότερο, «μαζί τα φάγαμε»), το «νοικοκύρεμα», η «τιμή» (εννοείται, απέναντι στους δανειστές μας), ακόμη και η «πρόοδος» (όπως δήλωσε γεμάτος αυτοπεποίθηση ο πρωθυπουργός μας, «είμαστε στο χείλος του γκρεμού και πρέπει να πάμε την Ελλάδα μπροστά»). Κανένα, ωστόσο, δεν έχει ως τώρα αποβεί τόσο χρήσιμο όσο η «νομιμότητα». Το βλέπει κανείς και στη χρήση του από τα κυρίαρχα ΜΜΕ: πρόκειται για το βασικό σχήμα που επιστρατεύουν οι μείζονες αρθρογράφοι για να υπερασπιστούν την πολιτική της κυβέρνησης, είτε αφορά το ξεπάστρεμα ολόκληρων κοινωνικών ομάδων είτε τη στρατιωτική επίθεση αστυνομικών σε διαδηλωτές.

Λογικό είναι. Ποιος μπορεί να είναι γενικώς κατά της νομιμότητας; (Τι θέλουμε, δηλαδή, χάος; Να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει;) Αυτού του είδους το ιδεολογικό σχήμα, εκφρασμένο μάλιστα με τέτοια ρητορική απλοϊκότητα, είναι από τους πιο δύσκολους αντιπάλους. Γι’ αυτό και εξυπηρετεί τόσο στο doublethink: μπορεί να βλέπετε ότι στις 15, στις 28 και στις 29 Ιουνίου συντελέστηκε εκτροπή άνευ προηγουμένου, ότι η αστυνομία συμπεριφέρεται ως συμμορία τραμπούκων και ότι παρόλα αυτά η κυβέρνηση την χρησιμοποιεί με ζέση και δίχως ενοχές – αλλά κατά της νομιμότητας δεν είστε, δεν μπορείτε να είστε!

Η επίκληση της «νομιμότητας» είναι που επιτρέπει σε μια σειρά γεγονότα να μοιάζουν αποδεκτά ως τμήματα μιας ενιαίας, συνεπούς αφήγησης – πράγμα που είναι, άλλωστε, η δουλειά της ιδεολογίας:

Η αστυνομία χρησιμοποιεί 2.800 δακρυγόνα και ασφυξιογόνα για να διαλύσει ειρηνικούς διαδηλωτές και οι εποχούμενες ομάδες της χτυπούν αδιακρίτως περαστικούς, θαμώνες καφενείων και εστιατορίων και τουρίστες από την Ακρόπολη ως το Μοναστηράκι.

Υπήρχε πληροφορία για σχέδιο κατάληψης του Κοινοβουλίου. Καμία ανοχή. Νομιμότητα.

Το δικαστήριο εξοντώνει με βαρύτατες ποινές όσους έχουν συλληφθεί για συμμετοχή στους «Πυρήνες της Φωτιάς», έστω και αν δεν αφαίρεσαν ζωές, έστω και αν στην πραγματικότητα προκάλεσαν μόνο σχετικά περιορισμένες υλικές ζημιές.

Είχαν πρόθεση να ανατρέψουν το πολίτευμα. Καμία ανοχή. Νομιμότητα.

Το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος επικυρώνουν την ποινή τεσσάρων χρόνων φυλάκισης, για τη «ληστεία» μίας ζάντας, ενός πρώην τοξικομανή που έχει ολοκληρώσει δημόσιο πρόγραμμα απεξάρτησης και επανένταξης, εργάζεται και έχει την ευκαιρία να ζήσει μια ζωή εποικοδομητική για τον ίδιο και το κοινωνικό σύνολο. (Διαβάστε το ρεπορτάζ του TPP)

Είχε ποινικό μητρώο για κλοπή. Καμία ανοχή. Νομιμότητα.

Ο γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ Μιχάλης Καρχιμάκης δηλώνει την ανησυχία της κυβέρνησης για τους αυξανόμενους προπηλακισμούς πολιτικών από πολίτες και απευθύνει κάλεσμα για «δράση».

«Ακρωτηριάζεται» (sic) η δημοκρατία. Καμία ανοχή. Νομιμότητα.

Θα έλεγε κανείς ότι μια δικαστική εξουσία που παραβλέπει ότι για μια δημοκρατική πολιτεία η απάντηση στη βία όχι μόνο δεν θα έπρεπε να είναι ακόμη περισσότερη βία υπό τη σκέπη της «νομιμότητας» αλλά ανάδειξη της αίσθησης δικαίου σε πείσμα του γράμματος του νόμου και υπό το φως του καταστατικού ανθρωπισμού της δημοκρατίας, είναι αλλοτριωμένη και αντανακλά πιστά την ιδεολογία της πολιτικής εξουσίας. Θα έλεγε κανείς, ακόμη περισσότερο, ότι μια πολιτική εξουσία που πνίγει τους πολίτες της στα χημικά, όσο αυτή ψηφίζει ένα εις γνώση της μη δημοφιλές νομοθέτημα, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί «ακρωτηριασμό της δημοκρατίας» τους προπηλακισμούς πολιτικών, εμφανίζει τάσεις προς τον ολοκληρωτισμό που έχουν γίνει καταφανώς επικίνδυνες για οποιαδήποτε αντίληψη δημοκρατίας. Αυτές οι σκέψεις θα έπρεπε να είναι οι αυτονόητες. Δεν είναι, όμως.

Συγχαρητήρια, λοιπόν, είστε παγιδευμένοι σε μια ιδεολογία και δεν μπορείτε να βγείτε. Το ότι δεν το συνειδητοποιείτε καν είναι μέρος της λειτουργίας: η ιδεολογία αυτή είναι μεταμφιεσμένη σε κοινή λογική, σε αυτονόητες διαπιστώσεις. Γι’ αυτό και η «νομιμότητα» είναι από τα πιο επιτυχημένα σχήματά της. Είναι κατ’ εξοχήν αυτονόητη. Η «νομιμότητα», το φοβερό αυτό εργαλείο, επιτρέπει σε όλες τις τερατώδεις πράξεις της κυβέρνησης να μοιάζουν για πολλούς ενταγμένες σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση, φρουρό της ισορροπημένης τήρησης των «δικαιωμάτων» τόσο της «μίας» όσο και της «άλλης πλευράς».

Μπορεί να μην είστε όλοι συνδρομητές στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Χάριν, όμως, στα αγαπημένα σας ΜΜΕ, έχετε λάβει το λήμμα «Νομιμότητα» και το έχετε κολλήσει παντού. Μπορεί να αγανακτείτε με διάφορα αλλά τον Μεγάλο Αδελφό τον αγαπάτε ακόμη.