Το καυτό φθινόπωρο, απεργία στη FIAT το 1969 (από http://www.indybay.org/newsitems/2008/09/19/18539949.php) |
του Παναγιώτη Σωτήρη
από τις Θέσεις
Εισαγωγή
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι σήμαινε ο κύκλος των κινημάτων του 1968 για την Ιταλία, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να δούμε μια ολόκληρη ιστορία αγώνων που ξεκινάνε αρκετά πιο πριν και συνεχίζονται και για αρκετό καιρό μετά, ουσιαστικά για μια ολόκληρη 20ετία, από τις μεγάλες αντιφασιστικές συγκρούσεις στη Γένοβα το 1960 μέχρι την ήττα της μεγάλης απεργίας στη FIAT το 1980.
1. Ιστορική αναδρομή
1.1. Η εξέλιξη του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού
Ωστόσο καλό είναι να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, ξεκινώντας από μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού και της ιταλικής Αριστεράς. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενοποίηση της Ιταλίας είναι ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό γεγονός (θα πρέπει να περιμένουμε το 1866 για να μιλήσουμε για ενιαίο κράτος με την πλήρη έννοια του όρου). Η πόλωση ανάμεσα στον πολύ περισσότερο βιομηχανικό βορρά και το αγροτικό νότο με την εξαθλίωση, τους ακτήμονες, τις σχεδόν φεουδαρχικές σχέσεις εξουσίας στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία θα σφραγίσει την ιταλική ιστορία. Παράλληλα, οι όροι με τους οποίους διαμορφώθηκε το ιταλικό κράτος, ένας συνδυασμός συγκρούσεων εθνικών και δημοκρατικών μαζί με συμβιβασμούς θα διαμορφώσει και την ιδιότυπη εικόνα της «παθητικής επανάστασης», την απουσία ουσιαστικά μιας «αστικής επανάστασης» και την τάση των αστικών κομμάτων να μετατοπίζονται ως προς τις απόψεις (τον περίφημο «μεταμορφισμό» τους κατά τον Γκράμσι). Παράλληλα, κορμός του συστήματος της εξουσίας υπήρξε και η καθολική εκκλησία, που λειτούργησε όχι απλώς ως ο εγγυητής του κοινωνικού συντηρητισμού, αλλά και ως ενεργό στήριγμα των πιο αυταρχικών απόψεων.
Παρότι το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα ήταν ενεργό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συχνά με ιδιαίτερη επίδραση και αναρχικών απόψεων, η μεγάλη ανάπτυξή του θα έρθει στις αρχές του 20ουαιώνα και αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση που ακολουθεί το τέλος του πολέμου και μέσα στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1919 καταγράφεται μια έκρηξη εργατικών κινητοποιήσεων στον Ιταλικό Βορά και ιδίως το Τορίνο με αποκορύφωμα μαχητικές κινητοποιήσεις, απεργίες και τη συγκρότηση εργατικών συμβουλίων, ένα κίνημα στην πολιτική καθοδήγηση του οποίου θα πρωταγωνιστήσει ο Αντόνιο Γκράμσι.1 Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών αγώνων θα οδηγήσει και στη διάσπαση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και την ίδρυση το 1921 του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ)2. Ωστόσο η πορεία ανάπτυξης του κόμματος θα ανακοπεί βίαια από την άνοδο του φασισμού, την απαγόρευσή του το 1926, παρότι, κάτω και από την καθοδήγηση του Γκράμσι, θα ξεχωρίζει ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, κυρίως σε σχέση με το επίπεδο της ανάλυσης και την προσπάθεια συγκεκριμένης ανάγνωσης της Ιταλικής κοινωνίας και των αντιθέσεών της.3
1.2 Η ματαιωμένη επανάσταση
Η άνοδος του φασισμού ήταν η αποφασιστική τομή, ιδίως ως προς την ανάδειξη της κομμουνιστικής Αριστεράς σε ηγεμονική δύναμη μέσα στις λαϊκές τάξεις. Ξεκίνησε από το σύμφωνο κοινής αντιφασιστικής δράσης με τους Σοσιαλιστές το 1934 και θα εκφραστεί κυρίως με την ανάπτυξη της ένοπλης αντιφασιστικής δράση από το 1942 και μετά, τις μεγάλες απεργίες την άνοιξη του 1943 στη Γένοβα και το Μιλάνο, καθώς και την επέκταση ένοπλων ομάδων παρτιζάνων όλο το καλοκαίρι του 1943. Η πτώση του Μουσολίνι θα σημάνει μια έκρηξη του λαϊκού κινήματος, με την ενεργοποίηση των συνδικάτων και την εκλογή εργατικών επιτροπών στα εργοστάσια. Η απάντηση της Γερμανίας, με το στρατιωτικό έλεγχο της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας, θα οδηγήσει στην κλιμάκωση της αντιφασιστικής δράσης με το συνδυασμό ανάμεσα στην παρτιζάνικη δράση και την γενική απεργία σε όλη την κατεχόμενη Ιταλία το Μάρτη του 1944 και την επέκταση της ένοπλης δράσης όλο το καλοκαίρι του 1944 και μέχρι το 1945. Παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά θα έχουν διαμορφωθεί μορφές λαϊκής εξουσίας, ιδίως στο Βορρά και παρά την τεράστια αίγλη που έχει το ΙΚΚ, η ηγεσία του κόμματος επιλέγει το Μάρτιο του 1944 να μην θέσει το θέμα της εξουσίας, να μην θέσει πολιτειακό ζήτημα και να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Μπαντόλιο. Βασικός εισηγητής αυτής της γραμμής, που θα γίνει γνωστή ως «Στροφή του Σαλέρνο» (Svolta di Salerno) ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι, βασική ηγετική φυσιογνωμία του κόμματος μετά τη σύλληψη του Γκράμσι, στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μεταφέρει – τουλάχιστον από ό,τι φαίνεται – και την επιθυμία του Στάλιν να μην διαρραγούν οι σχέσεις με τους Αγγλοαμερικάνους.4 Η στροφή του Σαλέρνο θα σηματοδοτήσει την έκτοτε πάγια θέση του ΙΚΚ να μην αμφισβητήσει τα όρια του κοινοβουλευτισμού. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή η απήχηση του κόμματος μεγαλώνει, φτάνει τα 1.700.000 μέλη το 1945, ενώ στις εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση το ΙΚΚ και το ΙΣΚ (που δεν ήταν κόμμα της Β΄ Διεθνούς και είχε μεγάλη συμμετοχή στην αντιφασιστική πάλη) θα πάρουν κοντά στο 40% των ψήφων. Παρά τη συνέπεια που επέδειξε το ΙΚΚ ως προς την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τη συμβολή του στη διαμόρφωση του Ιταλικού Συντάγματος, την αποφυγή να θέσει ζήτημα «δομικών μεταρρυθμίσεων» και φυσικά την ετοιμότητα της ηγεσίας να συμφωνήσει στον αφοπλισμό των παρτιζάνων, η Χριστιανοδημοκρατία, πιεζόμενη και από τις ΗΠΑ, αποπέμπει τους κομμουνιστές βουλευτές από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1948. Ωστόσο, ακόμη και τότε η ηγεσία του ΙΚΚ θα αρνηθεί να οξύνει τα πράγματα, π.χ. κάνοντας ό,τι μπορεί για να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά την σχεδόν ένοπλη εξέγερση που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι τον Ιούλιο του 1948.5 Συνολικά, αυτή η «ματαιωμένη επανάσταση», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Φερνάντο Κλαουντίν, όρισε έκτοτε τη δομική αντίφαση του ιταλικού κομμουνισμού: την τεράστια λαϊκή απήχηση και την ουσιαστική γείωση στην ιταλική κοινωνία και ταυτόχρονα την παραδοχή συγκεκριμένων ορίων ως προς την πολιτική δράση. Τα όπλα (που δεν παραδόθηκαν ποτέ όλα…) των παρτιζάνων θα στοιχειώσουν έκτοτε τη συλλογική προσδοκία όλων των επόμενων γενεών της Αριστεράς.
1.3. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη δεκαετία του 1950-60
Η περίοδος μετά τις εκλογές του 1948 και τις κυβερνήσεις της Κεντροδεξιάς θα συμπέσει τη φάση της μεγάλης αναπτυξιακής έκρηξης του ιταλικού καπιταλισμού.6 Πατώντας πάνω στη βάση της παλινόρθωσης της καπιταλιστικής εξουσίας στα εργοστάσια, τη συνεχή και αυταρχική πίεση πάνω στην Αριστερά7 και τα καθοδηγούμενα από τους κομμουνιστές συνδικάτα (συμβολική στιγμή η ήττα της ομοσπονδίας μετάλλου FIOM στην FIAT το 19538), τον αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβερνητική διαχείριση και τη μερική προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος του Νότου μέσα από την κρατική χρηματοδότηση και την αγροτική μεταρρύθμιση, ο ιταλικός καπιταλισμός θα γνωρίσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης: 5,8% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1951-1963, με το μέσο όρο να αυξάνεται στην πενταετία 1958-63 σε 6,6%. Η εκβιομηχάνιση θα επιταχυνθεί και το 1963 το 40,1% της απασχόλησης ήταν στο δευτερογενή τομέα. Πλάι στους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης (τρόφιμα, υφαντουργία, ενδύματα) αναπτύχθηκαν οι σύγχρονοι κλάδοι: μέσα μεταφοράς, χημικά, μεταλλουργία, μηχανές και ελαστικά. Πλάι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν ολοένα και περισσότεροι οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι: FIAT (αυτοκίνητα), Montecatini (χημικά), ΕΝΙ (κρατική – φυσικό αέριο - υδρογονάνθρακες) κ.ά.. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία θα ενισχυθεί και μέσα από τη διαμόρφωση του IRI, του εθνικού οργανισμού βιομηχανικής ανασυγκρότησης που συντονίζει τις εταιρίες με συμμετοχή του δημοσίου. Παράλληλα, όμως, και τα μεγάλα ιδιωτικά μονοπώλια θα προσπαθήσουν μέσα από την Confidustria, την εργοδοτική ένωση, να επιβάλλουν μια επιθετική κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση των εργαζομένων σε όλη αυτή την περίοδο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για σημαντικό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, θα έχουμε υψηλά επίπεδα ανεργίας, είτε ως εμφανή ανεργία, είτε ως άτυπη εργασία και υποαπασχόληση. Επιπλέον, υπήρξε συγκράτηση των αυξήσεων των μισθών καθώς και απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που εργάζονταν σε μεγάλες και σε μικρές επιχειρήσεις στο Βορρά και στο Νότο.9Ταυτόχρονα, στο Νότο, παρότι απέφυγαν μέσα από την αγροτική μεταρρύθμιση και τις δημόσιες επενδύσεις τις κοινωνικές εκρήξεις, εντούτοις θα υπάρξει ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό το οποίο θα στραφεί προς τη μετανάστευση, είτε προς το Βορρά, είτε προς το εξωτερικό.10
1.4. Η Αριστερά ως εθνική δημοκρατική δύναμη
Σε όλη αυτή την περίοδο η κυρίαρχη γραμμή της