Το καυτό φθινόπωρο, απεργία στη FIAT το 1969 (από http://www.indybay.org/newsitems/2008/09/19/18539949.php) |
του Παναγιώτη Σωτήρη
από τις Θέσεις
Εισαγωγή
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι σήμαινε ο κύκλος των κινημάτων του 1968 για την Ιταλία, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να δούμε μια ολόκληρη ιστορία αγώνων που ξεκινάνε αρκετά πιο πριν και συνεχίζονται και για αρκετό καιρό μετά, ουσιαστικά για μια ολόκληρη 20ετία, από τις μεγάλες αντιφασιστικές συγκρούσεις στη Γένοβα το 1960 μέχρι την ήττα της μεγάλης απεργίας στη FIAT το 1980.
1. Ιστορική αναδρομή
1.1. Η εξέλιξη του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού
Ωστόσο καλό είναι να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, ξεκινώντας από μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού και της ιταλικής Αριστεράς. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενοποίηση της Ιταλίας είναι ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό γεγονός (θα πρέπει να περιμένουμε το 1866 για να μιλήσουμε για ενιαίο κράτος με την πλήρη έννοια του όρου). Η πόλωση ανάμεσα στον πολύ περισσότερο βιομηχανικό βορρά και το αγροτικό νότο με την εξαθλίωση, τους ακτήμονες, τις σχεδόν φεουδαρχικές σχέσεις εξουσίας στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία θα σφραγίσει την ιταλική ιστορία. Παράλληλα, οι όροι με τους οποίους διαμορφώθηκε το ιταλικό κράτος, ένας συνδυασμός συγκρούσεων εθνικών και δημοκρατικών μαζί με συμβιβασμούς θα διαμορφώσει και την ιδιότυπη εικόνα της «παθητικής επανάστασης», την απουσία ουσιαστικά μιας «αστικής επανάστασης» και την τάση των αστικών κομμάτων να μετατοπίζονται ως προς τις απόψεις (τον περίφημο «μεταμορφισμό» τους κατά τον Γκράμσι). Παράλληλα, κορμός του συστήματος της εξουσίας υπήρξε και η καθολική εκκλησία, που λειτούργησε όχι απλώς ως ο εγγυητής του κοινωνικού συντηρητισμού, αλλά και ως ενεργό στήριγμα των πιο αυταρχικών απόψεων.
Παρότι το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα ήταν ενεργό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συχνά με ιδιαίτερη επίδραση και αναρχικών απόψεων, η μεγάλη ανάπτυξή του θα έρθει στις αρχές του 20ουαιώνα και αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση που ακολουθεί το τέλος του πολέμου και μέσα στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1919 καταγράφεται μια έκρηξη εργατικών κινητοποιήσεων στον Ιταλικό Βορά και ιδίως το Τορίνο με αποκορύφωμα μαχητικές κινητοποιήσεις, απεργίες και τη συγκρότηση εργατικών συμβουλίων, ένα κίνημα στην πολιτική καθοδήγηση του οποίου θα πρωταγωνιστήσει ο Αντόνιο Γκράμσι.1 Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών αγώνων θα οδηγήσει και στη διάσπαση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και την ίδρυση το 1921 του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ)2. Ωστόσο η πορεία ανάπτυξης του κόμματος θα ανακοπεί βίαια από την άνοδο του φασισμού, την απαγόρευσή του το 1926, παρότι, κάτω και από την καθοδήγηση του Γκράμσι, θα ξεχωρίζει ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, κυρίως σε σχέση με το επίπεδο της ανάλυσης και την προσπάθεια συγκεκριμένης ανάγνωσης της Ιταλικής κοινωνίας και των αντιθέσεών της.3
1.2 Η ματαιωμένη επανάσταση
Η άνοδος του φασισμού ήταν η αποφασιστική τομή, ιδίως ως προς την ανάδειξη της κομμουνιστικής Αριστεράς σε ηγεμονική δύναμη μέσα στις λαϊκές τάξεις. Ξεκίνησε από το σύμφωνο κοινής αντιφασιστικής δράσης με τους Σοσιαλιστές το 1934 και θα εκφραστεί κυρίως με την ανάπτυξη της ένοπλης αντιφασιστικής δράση από το 1942 και μετά, τις μεγάλες απεργίες την άνοιξη του 1943 στη Γένοβα και το Μιλάνο, καθώς και την επέκταση ένοπλων ομάδων παρτιζάνων όλο το καλοκαίρι του 1943. Η πτώση του Μουσολίνι θα σημάνει μια έκρηξη του λαϊκού κινήματος, με την ενεργοποίηση των συνδικάτων και την εκλογή εργατικών επιτροπών στα εργοστάσια. Η απάντηση της Γερμανίας, με το στρατιωτικό έλεγχο της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας, θα οδηγήσει στην κλιμάκωση της αντιφασιστικής δράσης με το συνδυασμό ανάμεσα στην παρτιζάνικη δράση και την γενική απεργία σε όλη την κατεχόμενη Ιταλία το Μάρτη του 1944 και την επέκταση της ένοπλης δράσης όλο το καλοκαίρι του 1944 και μέχρι το 1945. Παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά θα έχουν διαμορφωθεί μορφές λαϊκής εξουσίας, ιδίως στο Βορρά και παρά την τεράστια αίγλη που έχει το ΙΚΚ, η ηγεσία του κόμματος επιλέγει το Μάρτιο του 1944 να μην θέσει το θέμα της εξουσίας, να μην θέσει πολιτειακό ζήτημα και να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Μπαντόλιο. Βασικός εισηγητής αυτής της γραμμής, που θα γίνει γνωστή ως «Στροφή του Σαλέρνο» (Svolta di Salerno) ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι, βασική ηγετική φυσιογνωμία του κόμματος μετά τη σύλληψη του Γκράμσι, στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μεταφέρει – τουλάχιστον από ό,τι φαίνεται – και την επιθυμία του Στάλιν να μην διαρραγούν οι σχέσεις με τους Αγγλοαμερικάνους.4 Η στροφή του Σαλέρνο θα σηματοδοτήσει την έκτοτε πάγια θέση του ΙΚΚ να μην αμφισβητήσει τα όρια του κοινοβουλευτισμού. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή η απήχηση του κόμματος μεγαλώνει, φτάνει τα 1.700.000 μέλη το 1945, ενώ στις εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση το ΙΚΚ και το ΙΣΚ (που δεν ήταν κόμμα της Β΄ Διεθνούς και είχε μεγάλη συμμετοχή στην αντιφασιστική πάλη) θα πάρουν κοντά στο 40% των ψήφων. Παρά τη συνέπεια που επέδειξε το ΙΚΚ ως προς την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τη συμβολή του στη διαμόρφωση του Ιταλικού Συντάγματος, την αποφυγή να θέσει ζήτημα «δομικών μεταρρυθμίσεων» και φυσικά την ετοιμότητα της ηγεσίας να συμφωνήσει στον αφοπλισμό των παρτιζάνων, η Χριστιανοδημοκρατία, πιεζόμενη και από τις ΗΠΑ, αποπέμπει τους κομμουνιστές βουλευτές από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1948. Ωστόσο, ακόμη και τότε η ηγεσία του ΙΚΚ θα αρνηθεί να οξύνει τα πράγματα, π.χ. κάνοντας ό,τι μπορεί για να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά την σχεδόν ένοπλη εξέγερση που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι τον Ιούλιο του 1948.5 Συνολικά, αυτή η «ματαιωμένη επανάσταση», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Φερνάντο Κλαουντίν, όρισε έκτοτε τη δομική αντίφαση του ιταλικού κομμουνισμού: την τεράστια λαϊκή απήχηση και την ουσιαστική γείωση στην ιταλική κοινωνία και ταυτόχρονα την παραδοχή συγκεκριμένων ορίων ως προς την πολιτική δράση. Τα όπλα (που δεν παραδόθηκαν ποτέ όλα…) των παρτιζάνων θα στοιχειώσουν έκτοτε τη συλλογική προσδοκία όλων των επόμενων γενεών της Αριστεράς.
1.3. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη δεκαετία του 1950-60
Η περίοδος μετά τις εκλογές του 1948 και τις κυβερνήσεις της Κεντροδεξιάς θα συμπέσει τη φάση της μεγάλης αναπτυξιακής έκρηξης του ιταλικού καπιταλισμού.6 Πατώντας πάνω στη βάση της παλινόρθωσης της καπιταλιστικής εξουσίας στα εργοστάσια, τη συνεχή και αυταρχική πίεση πάνω στην Αριστερά7 και τα καθοδηγούμενα από τους κομμουνιστές συνδικάτα (συμβολική στιγμή η ήττα της ομοσπονδίας μετάλλου FIOM στην FIAT το 19538), τον αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβερνητική διαχείριση και τη μερική προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος του Νότου μέσα από την κρατική χρηματοδότηση και την αγροτική μεταρρύθμιση, ο ιταλικός καπιταλισμός θα γνωρίσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης: 5,8% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1951-1963, με το μέσο όρο να αυξάνεται στην πενταετία 1958-63 σε 6,6%. Η εκβιομηχάνιση θα επιταχυνθεί και το 1963 το 40,1% της απασχόλησης ήταν στο δευτερογενή τομέα. Πλάι στους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης (τρόφιμα, υφαντουργία, ενδύματα) αναπτύχθηκαν οι σύγχρονοι κλάδοι: μέσα μεταφοράς, χημικά, μεταλλουργία, μηχανές και ελαστικά. Πλάι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν ολοένα και περισσότεροι οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι: FIAT (αυτοκίνητα), Montecatini (χημικά), ΕΝΙ (κρατική – φυσικό αέριο - υδρογονάνθρακες) κ.ά.. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία θα ενισχυθεί και μέσα από τη διαμόρφωση του IRI, του εθνικού οργανισμού βιομηχανικής ανασυγκρότησης που συντονίζει τις εταιρίες με συμμετοχή του δημοσίου. Παράλληλα, όμως, και τα μεγάλα ιδιωτικά μονοπώλια θα προσπαθήσουν μέσα από την Confidustria, την εργοδοτική ένωση, να επιβάλλουν μια επιθετική κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση των εργαζομένων σε όλη αυτή την περίοδο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για σημαντικό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, θα έχουμε υψηλά επίπεδα ανεργίας, είτε ως εμφανή ανεργία, είτε ως άτυπη εργασία και υποαπασχόληση. Επιπλέον, υπήρξε συγκράτηση των αυξήσεων των μισθών καθώς και απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που εργάζονταν σε μεγάλες και σε μικρές επιχειρήσεις στο Βορρά και στο Νότο.9Ταυτόχρονα, στο Νότο, παρότι απέφυγαν μέσα από την αγροτική μεταρρύθμιση και τις δημόσιες επενδύσεις τις κοινωνικές εκρήξεις, εντούτοις θα υπάρξει ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό το οποίο θα στραφεί προς τη μετανάστευση, είτε προς το Βορρά, είτε προς το εξωτερικό.10
1.4. Η Αριστερά ως εθνική δημοκρατική δύναμη
Σε όλη αυτή την περίοδο η κυρίαρχη γραμμή της
Αριστεράς θα είναι αυτή της προσπάθειας να αναδειχθεί σε μια εθνική δημοκρατική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι η ηγεσία του ΙΚΚ και ο ίδιος ο Τολιάτι θα παρουσιάζουν τη συμβολή τους στη σύνταξη του Ιταλικού Συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών του ως ένα αποφασιστικό βήμα για το σοσιαλισμό.11 Η στρατηγική που θα επεξεργαστούν στη δεκαετία του 1950 επαγγέλλεται τις μεγάλες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» με ορίζοντα τον σοσιαλισμό, μια διαφορετική οικονομική πολιτική, ένα βάθεμα των δημοκρατικών θεσμών, με πλήρη αποδοχή του πλαισίου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ήδη στο 8ο συνέδριο του ΙΚΚ, την επαύριον του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956), ο στόχος τίθεται ως ο δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό.12 Παρότι στην αρχική εκδοχή αυτή η στρατηγική του ΙΚΚ στηριζόταν σε μια αντίληψη αμυντικού διεκδικητικού αγώνα και οργανωτικής και ιδεολογικής προετοιμασίας για μια μελλοντική αντιπαράθεση, τελικά οδηγούσε στον κοινοβουλευτισμό και τον οππορτουνισμό.13Όπως παρατηρεί και ο Θ. Τσεκούρας: «Η ακύρωση στην πράξη του στρατηγικού στόχου και η ταυτόχρονη ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργούν τις προϋποθέσεις για έναν μόνιμα αμυντικό προσανατολισμό των ταξικών αγώνων, που παίρνει τη μορφή του διεκδικητισμού στο συνδικαλιστικό επίπεδο. Ο μετωπισμός αντιπροσωπεύει την πολιτικοποίηση του αυθόρμητου αμυντισμού των αγώνων της εργατικής τάξης, νομιμοποιώντας τον σαν πολιτική στρατηγική».14 Στην πραγματικότητα αυτό που διακυβεύεται σε όλη αυτή τη μετατόπιση της Αριστεράς είναι η ικανότητά της να ορίζεται πραγματικά ανταγωνιστικά προς την κυρίαρχη τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καθώς σταδιακά η ίδια η δυνατότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού παρουσιάζεται ως μια προέκταση των δυναμικών της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή που η εργατική τάξη διευρύνεται, το ΙΚΚ τείνει να διαχέει την εργατική τάξη μέσα σε μια γενική έννοια του «λαού». Όπως παρατηρεί και ο Τόνι Νέγκρι: «Ο Τολιατισμός είναι η ιδεολογία του συμβιβασμού, της σύνθεσης με κάθε τρόπο, του συμβιβασμού με κάθε μέσο […] Οι λαϊκές δυνάμεις, αυτές ήταν το υποκείμενο, ο όρος τάξη είχε ολότελα εξαφανιστεί από την κυκλοφορία, εκτός από τις περιπτώσεις λιτανείας. Ο Τολιατισμός έχει σαν αναφορά του τις λαϊκές δυνάμεις, αυτές οι λαϊκές δυνάμεις αποτελούν τον κινητήρα της ιστορικής εξέλιξης, η σχέση δημοκρατίας-σοσιαλισμού αντιμετωπίζονται γενικά με οργανικούς όρους σα μια διαδικασία συνέχειας στο εσωτερικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στην πράξη επομένως ούτε οι ανταγωνισμοί της καπιταλιστικής διαδικασίας ανάπτυξης λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένα, ούτε οι δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του καπιταλισμού και έρχονται σε αντίθεση με τα πιο καθοριστικά σημεία της ίδιας της ανάπτυξης αντιμετωπίζονται ποτέ».15 Το ιστορικό κύρος του κόμματος, η ανάδυση μιας σχετικά δημοκρατικής κουλτούρας συζήτησης στο εσωτερικό του, η εμμονή στην αναζήτηση ενός εθνικού δρόμου για το σοσιαλισμό και η έστω και μετρημένη αποστασιοποίηση από τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1950 σήμαιναν ότι το ΙΚΚ μπορούσε να διατηρεί τη συνοχή του. Σε αυτό θα συντελέσει και η ήττα της αριστερής τάσης του Pietro Secchia, που ούτως ή άλλως δεν εξέφρασε τόσο μια συνολικά διαφορετική στρατηγική, όσο ένα κλίμα δυσπιστίας απέναντι στην κυρίαρχη γραμμή.
2. Προς το θερμό φθινόπωρο
2.1. Τα πρώτα σκιρτήματα
Σε αυτό το πλαίσιο η δεκαετία του 1960 ξεκινούσε με το ΙΚΚ να έχει μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη, αλλά την ίδια στιγμή να βρίσκεται σε μια μεγάλη στρατηγική αμηχανία. Αυτή θα ενταθεί ιδίως από τη στιγμή που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 θα ανοίξει το ερώτημα των λεγόμενων κυβερνήσεων της Κεντροαριστεράς, δηλαδή της εισόδου και του ΙΣΚ στις κυβερνήσεις που διαμορφώνονταν με βασικό άξονα τη Χριστιανική Δημοκρατία (ΧΔ). Η προοπτική της Κεντροαριστεράς δεν ήταν απλώς ένας κοινοβουλευτικός υπολογισμός, ούτε καν η προσπάθεια αποφυγής της συνεργασίας με τους φασίστες. Αντανακλούσε, πολύ περισσότερο, ένα στρατηγικό υπολογισμό μερίδων της ιταλικής αστικής τάξης για μια αναδιάταξη του συνασπισμού εξουσίας και αναδιατύπωση της βασικής αστικής στρατηγικής με άξονα την ενεργό παρέμβαση του κράτους και την απόσπαση συναίνεσης και από τη μεριά τμημάτων της εργατικής τάξης.16 Όμως, αυτό σήμαινε για το ΙΚΚ την απώλεια του βασικού πολιτικού συμμάχου και τον βασικό αποδέκτη της πρότασής του για δημοκρατική κυβέρνηση (τον πυρήνα του «μετωπισμού»). Την ίδια στιγμή σταδιακά μεταβάλλεται και η ίδια η δομή της εργατικής τάξης. Η μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη και η εσωτερική μετανάστευση τροφοδότησαν τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες με νέα προλεταριακά στρώματα, νεαρά σε ηλικία, συνήθως χωρίς τις πολιτικές εμπειρίες των προηγούμενων γενιών, που όμως αρχίζουν να επιδεικνύουν ένα εντυπωσιακό ριζοσπαστισμό. Η πρώτη συμβολική αποτύπωση αυτού του ριζοσπαστισμού θα είναι οι διαδηλώσεις στη Γένοβα τον Ιούλιο του 1960. Την ίδια στιγμή που η ΧΔ αποπειράται να σχηματίσει κυβέρνηση με συμμετοχή του MSI, του φασιστικού κόμματος, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά σχηματισμό κυβέρνησης και με συμμετοχή κόμματος εκτός των ορίων του “συνταγματικού τόξου”, δίνει άδεια να γίνει το συνέδριο του MSI στη Γένοβα, πόλη με μεγάλη ιστορία στην Αντίσταση και ισχυρή παρουσία της Αριστεράς. Το αποτέλεσμα θα είναι μεγάλες διαδηλώσεις, τεράστιες συγκρούσεις με την Αστυνομία, με πολλούς νεκρούς. Τελικά η κυβέρνηση Ταμπρόνι θα καταρρεύσει και θα ανοίξει ο δρόμος για τις κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς. Σε αυτή τη σύγκρουση μια νέα κοινωνική κατηγορία θα έρθει στο προσκήνιο: Οι «νέοι με τα ριγέ μπλουζάκια», νέοι αγωνιστές, που είχαν σχέση μνήμης (και όχι συμμετοχής) με τον αντιφασιστικό αγώνα και οι οποίοι με τη μαχητικότητά τους εξέφραζαν την έμπρακτη άρνηση των ορίων της «ταξικής ειρήνης» της δεκαετίας του 1950. Παρότι η αντιφασιστική αναφορά φάνταζε ως αναφορά στο παρελθόν, στην πραγματικότητα ήταν το πρώτο σκίρτημα ενός καυτού μέλλοντος. Επιπλέον, όπως παρατηρεί και ο Dario Fornari: «Η νίκη αυτού του αγώνα αποτέλεσε την πρώτη βίαιη αποσταθεροποίηση της πολιτικής ζωής από κοινωνικές δυνάμεις και όχι μέσα από την κοινοβουλευτική διαλεκτική των κομμάτων. Αποτέλεσε ακόμη ένα πολύτιμο προηγούμενο για την παραπέρα ανάπτυξη των επαναστατικών δυνάμεων».17
2.2. Η νέα εργατική φιγούρα
Ταυτόχρονα, μέσα στο «οικονομικό θαύμα» στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι από το Νότο θα πάνε να στελεχώσουν τα εργοστάσια του Βορρά και θα παίξουν αργότερα σημαντικό ρόλο στο ξεδίπλωμα των εργατικών αγώνων. Ο Νάννι Μπαλεστρίνι στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα Τα θέλουμε όλα18 παρουσιάζει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο το οδοιπορικό ενός τέτοιου προλετάριου του ιταλικού Νότου στο Βορρά και την ταχύτατη συνδικαλιστική και πολιτική ριζοσπαστικοποίησή του: «[Ά]ρχισε η μετανάστευση, δόθηκε σε όλους το σύνθημα να φύγουν προς τα πάνω, προς τα εργοστάσια του Βορρά […] τώρα πια τα εργοστάσια ήσαν έτοιμα να δεχτούν όλη αυτή τη μάζα των ανθρώπων. Τους είχαν ανάγκη τώρα όλους αυτούς για τις αλυσίδες συναρμολόγησης, τις αλυσίδες της Φίατ και της Φολκσβάγκεν. Και χρειάζονταν ακριβώς αυτό το είδος εργάτη. Έναν εργάτη που μπορούσε να κάνει όλες τις δουλειές της αλυσίδας χωρίς διάκριση».19 Την ίδια στιγμή, όμως, είναι σε εξέλιξη και μια ευρύτερη διαδικασία αναδιάρθρωσης του ιταλικού καπιταλισμού, που θα συνδυάζεται και με τη σταδιακή άνοδο της εργατικής μαχητικότητας. Από τη μια βαθαίνουν τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού καταμερισμού και αρχίζει να διαμορφώνεται αυτό που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως ένα τεηλορικό-φορντικό πρότυπο συσσώρευσης, με έμφαση στην «επιστημονική οργάνωση» της εργασίας, την απόσπαση δεξιοτήτων και εμπειριών των άμεσων παραγωγών και τη μεταφορά τους σε λειτουργίες του συστήματος των μηχανών, την ένταξη των τεχνικών στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, την έμφαση στον προγραμματισμό και τη μαζική κατανάλωση.20 Από την άλλη, αρχίζει να εμφανίζεται και μια νέα ποιότητα στους εργατικούς αγώνες που χαρακτηρίζονται πλέον όχι απλώς από τη μαχητικότητα, αλλά και από μια σταδιακή αμφισβήτηση των βασικών πλευρών του καπιταλιστικού χαρακτήρα της παραγωγής (ιεραρχία μέσα στην παραγωγή, διαβαθμίσεις στις αμοιβές, κανονισμοί εργασίας) και την προβολή αιτημάτων ολοένα και περισσότερο όχι απλώς ριζοσπαστικών αλλά και έντονα εξισωτικών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι που αρχίζουν να καταγράφονται τάσεις ριζοσπαστικοποίησης μέσα στο εργατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένου και τμήματος των συνδικάτων, σε μια περίοδο που οι ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς επικεντρώνουν πρωτίστως στην κοινοβουλευτική πάλη.21 Έχει ενδιαφέρον ότι σε πρώτη φάση οι πιο ανήσυχες φωνές σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο θεωρητικής προσέγγισης «του νεοκαπιταλισμού» όσο και ανάπτυξης της νέας εργατικής μαχητικότητας, προέρχονται από την αριστερή πτέρυγα του ΙΣΚ, με εμβληματική φυσιογνωμία τον Ρανιέρο Παντσέρι.22 Βασική θέση αυτού του ρεύματος θα είναι ότι η ίδια η εξέλιξη της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας διαμορφώνει, σε τελική ανάλυση, τη διαρκή δραστικότητα της ταξικής πάλης μέσα στην παραγωγή, τη διαρκή παρουσία του ταξικού ανταγωνισμού μέσα στο πεδίο της παραγωγής, μέσα στο εργοστάσιο. Τη θέση αυτή συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο ο Μάριο Τρόντι: «Είχαμε εκτιμήσει και εμείς την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν πρωταρχική, και τους εργατικούς αγώνες μόνο στη συνέχεια. Αυτό είναι λάθος. Πρέπει να αντιστρέψουμε το πρόβλημα, αλλάζοντας τη σημασιοδότησή του, ξεκινώντας από την αρχή: και η αρχή είναι η πάλη της εργατικής τάξης. Στο στάδιο του εξελιγμένου κεφαλαίου, η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι υποταγμένη στους εργατικούς αγώνες, έρχεται μετά από αυτούς, είναι υποχρεωμένη να οδηγήσει σε αντιστοιχία μαζί τους τον ίδιο τον πολιτικό μηχανισμό, που είναι αυτή η ίδια η παραγωγή».23 Ανεξάρτητα από τις θεωρητικές αντιφάσεις του ρεύματος του εργατισμού, είναι σαφές ότι σε αυτή, την πρώτη φάση του κατορθώνει να εντοπίσει ένα κρίσιμο σημείο: την ολοένα και μεγαλύτερη όξυνση των αντιφάσεων του τεηλορικού - φορντικού καθεστώτος συσσώρευσης, την ολοένα κα μεγαλύτερη δραστικότητα του κοινωνικού ανταγωνισμούμέσα στο εργοστάσιο, την προοπτική κινημάτων και αγώνων που θα αμφισβητούσαν τον πυρήνα της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας. Με αυτό τον τρόπο απαντούν και στο έλλειμμα των περισσότερων εκδοχών της Αριστεράς, δηλαδή την αδυναμία τους να δουν την άμεση διαδικασία παραγωγής ως επίδικο της ταξικής πάλης και τον περιορισμό απλώς σε ερωτήματα που αφορούσαν τη διανομή του προϊόντος. Οι περισσότερες εκδοχές της Αριστεράς αντιμετώπιζαν την παραγωγική διαδικασία ως λίγο-πολύ ουδέτερη, πράγμα που σήμαινε ότι στην πραγματικότητα στήριζαν τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Απέναντι σε ένα πρότυπο πολιτικού συνδικαλιστικού αγώνα που αποδεχόταν τον πυρήνα της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, αντιτάσσεται σταδιακά ένα πρότυπο αγώνα που «θέτει σαν κεντρικό θέμα την αντικαπιταλιστική εργατική δράση, το αίτημα ενός αυθεντικού κοινωνικού διακανονισμού της εργασιακής διαδικασίας, δια μέσου της ρήξης με το σύστημα».24 Ταυτόχρονα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αναδυόταν ένα σύνολο διεκδικήσεων που δεν αφορούσε μόνο τη διανομή του εισοδήματος αλλά και σημαντικές πλευρές της εργασιακής διαδικασίας και των σχέσεων εξουσίας μέσα στο εργοστάσιο, θέτοντας με άλλους όρους το αίτημα του εργατικού ελέγχου. Όπως παρατηρούσε ήδη από το 1961 ο Ρανιέρο Παντσιέρι: «Με το να συζητούν τους χρόνους και τους ρυθμούς της εργασίας, τις μεθόδους, τις σχέσεις του μισθού με την παραγωγικότητα, έρχονταν σε αντίθεση με το κεφάλαιο στο εσωτερικό του ίδιου του μηχανισμού της συσσώρευσης […] Προχωρώντας με αγώνες που διεξάγονταν στις πιο ισχυρές επιχειρήσεις, που ήσαν στην αιχμή του σύγχρονου καπιταλισμού, επιβεβαιώνουν ότι είναι διεκδικήσεις πρωτοπόρες, με μια δυναμική ρήξης».25 Εάν οι διαδηλώσεις στη Γένοβα τον Ιούλιο του 1960 σηματοδοτούσαν την εμφάνιση ενός νέου εργατικού ριζοσπαστισμού, η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση που θα ανοίξει έναν κύκλο μεγάλων εργατικών αγώνων θα είναι η απεργία της FIAT τον Ιούλιο του 1962. Η FIAT σύμβολο του ιταλικού καπιταλισμού26 και ιδιαίτερα ικανή στο να καταστέλλει τη συνδικαλιστική δράση βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό. Για πρώτη φορά η FIOM27εξετάζει το ενδεχόμενο γενικής απεργίας σε όλη τη FIAT, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν ολοένα και αυξανόμενες εντάσεις και συγκρούσεις, κυρίως μέσα από την προσπάθεια της διοίκησης να αυξήσει σημαντικά τους ρυθμούς παραγωγής.28 Κατά τη διάρκεια της απεργίας ένα από τα συνδικάτα, η UIL, υπογράφει χωριστή συμφωνία και τα γραφεία της στην Piazza Statuto στο Τορίνο γίνονται στόχος δέκα χιλιάδων εργατών που προσπαθούν να τα κάψουν και για δύο μέρες συγκρούονται με την αστυνομία που προσπαθεί να τα υπερασπιστεί. Η επίσημη Αριστερά και ιδίως το PCI είναι αμήχανη και αντιμετωπίζει το γεγονός ως ένδειξη «ανωριμότητας», ενώ θα μιλήσει και για «προβοκάτορες». Τα συνδικάτα ταλαντεύονται και η αναστολή των αγώνων επιτρέπει συγκυριακά στη FIAT να ανακτήσει τον έλεγχο της παραγωγής. Ωστόσο η μεγάλη τομή έχει ήδη γίνει και μια νέα εργατική φιγούρα βγαίνει στο προσκήνιο: Από την καρδιά του τεηλορικού εργοστάσιου, με καταγωγή συχνά από το Νότο, χωρίς μεγάλη πολιτικοποίηση, αλλά με έντονη ριζοσπαστικοποίηση που αμφισβητεί την ίδια την καπιταλιστική οργάνωση εργασίας.29
2.3. Οι εξελίξεις στην Αριστερά
Την ίδια ώρα που αρχίζουν τα πρώτα σημάδια ενός νέου εργατικού ριζοσπαστισμού, η Αριστερά και ιδίως το IKK στην πραγματικότητα μετατοπίζονται προς τα δεξιά. Όταν ξεσπά η διαμάχη Κίνας - ΕΣΣΔ το 1963 ο Τολιάτι παίρνει ανοιχτή θέση υπέρ της ΕΣΣΔ και κατά της Κίνας. Η ηγεμονική γραμμή του κόμματος παραμένει ο «μετωπισμός», μια γραμμή που επιμένει στον «τονισμό των καθυστερήσεων του Ιταλικού και Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, την επιλογή των αντιφάσεων που προέρχονται από την ανάπτυξη σαν προνομιούχο πεδίο αγώνα, την υιοθέτηση συνθημάτων σαν την “εθνική οικονομική ανάπτυξη” και “υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών”».30 Γύρω από αυτήν ωστόσο υπάρχει μια ανοιχτή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο βασικές γραμμές: Η δεξιά γραμμή επέμενε ότι η δυναμική του «νεοκαπιταλισμού» έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες «ρεφορμιστικής εισδοχής του ΙΚΚ στη διαχείριση της αστικής εξουσίας, όχι μόνο στο κυβερνητικό επίπεδο αλλά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας – τοπική αυτοδιοίκηση, συνεταιρισμοί, συνδικάτα, εθνικοποιημένες βιομηχανίες».31 Η αριστερή γραμμή υποστήριζε ότι μέσα στο νέο πεδίο των κοινωνικών αγώνων ήταν αναγκαία μια «νέα στρατηγική, ικανή να θέσει ευθέως και ριζικά το πρόβλημα της ανατροπής όλου του συστήματος».32 Παρά την ισχύ που είχε μέσα στο ΙΚΚ η αριστερή πτέρυγα, που στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 εκπροσωπείται κυρίως από τον Πιέτρο Ινγκράο και παρά τη ριζοσπαστικοποίηση και κομματιών της νεολαίας και τμημάτων της εργατικής βάσης, η ηγεσία του κόμματος, πριν και μετά το θάνατο του Τολιάτι το 1964, εκμεταλλευόμενη και το αντίβαρο της δεξιάς πτέρυγας υπό τον Αμέντολα, θα εξασφαλίσει τη συνέχιση της γραμμής του «μετωπισμού», πράγμα το οποίο σήμαινε ότι το ΙΚΚ δεν θα εκμεταλλευθεί την «ιστορική ευκαιρία να μπορέσει να διαβλέψει την κρίση που ωρίμαζε μέσα στην Ιταλική κοινωνία και να συντονιστεί με το μαζικό κίνημα που σύντομα θα ξεσπούσε».33 Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι αρχίζουν να κυοφορούνται νέα ρεύματα μέσα στην Αριστερά. Η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, διαφωνώντας με τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς, αποχωρεί και διαμορφώνει το PSIUP (Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας). Αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες «μαρξιστικές-λενινιστικές» (μ-λ) ομάδες. Το ρεύμα του εργατισμού αναπτύσσεται μέσα από έντυπα όπως τα Quaderni Rossi και αργότερα η Classe Operaia, αλλά και μέσα από την πρακτική της «εργατικής έρευνας»34 δηλαδή της ανάλυσης του καπιταλισμού, όχι μόνο στο επίπεδο των γενικών τάσεων, αλλά και σε αυτό του εργοστασίου, των μορφών καπιταλιστικής οργάνωσης αλλά και των μορφών συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Αρχίζουν κύκλοι διανοουμένων, συνδικαλιστών και εργατών να συνεργάζονται σε διάφορες περιοχές, να εκδίδουν τοπικά προσανατολισμένα έντυπα, να επεξεργάζονται τις εμπειρίες των αγώνων.
2.4. Η έκρηξη του φοιτητικού κινήματος
Η επόμενη μεγάλη στιγμή θα είναι αυτή της έκρηξης του φοιτητικού κινήματος. Κάποιες φορές τείνουμε ξεχνούμε ότι το ξέσπασμα των φοιτητικών καταλήψεων στην Ιταλία προηγήθηκε του Γαλλικού Μάη. Η αιτία βρίσκεται στο σύνολο των αντιφάσεων που επάγει η μαζικοποίηση του Πανεπιστημίου (ας θυμηθούμε ότι το 1968 οι Ιταλοί φοιτητές είναι διπλάσιοι από ό,τι το 1951 και το 1972 πάνω από τριπλάσιοι), ενώ μαζικοποιούνται και ανώτερες τεχνικές σχολές. Οι προσδοκίες κοινωνικής ανόδου που σχετίζονται με την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση συγκρούονται με τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές μέσα στις σχολές (ακαδημαϊκός μανδαρινισμός και συντηρητισμός, ελλείψεις υποδομών, βαρετά μαθήματα35) αλλά και με τη διαπίστωση ότι η κατοχή του τίτλου δεν συνεπαγόταν αυτόματα και κοινωνική κατοχύρωση. Αυτά δημιουργούσαν αντικειμενικά το υπόβαθρο για όλο και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Όπως παρατηρεί και ο Ρέντσο Ντελ Καρία οι φοιτητές: «[Κ]αταλαβαίνουν τώρα πως οι αυταπάτες και οι θυσίες των πατεράδων τους για να τους σπουδάσουν, ώστε να μη γίνουν προλετάριοι, είναι άχρηστες και ψεύτικες και επιπλέον δημιουργούν μια μυθοποίηση και αποτελούν μια παγίδα. Και μόνο ελάχιστοι από αυτούς, παρά τις σπουδές, τους κόπους που χρειάζεται και τα χαμένα χρόνια θα φτάσουν στο δίπλωμα που μόλις το πάρουν θα είναι υποχρεωμένοι, μετά από μερικά χρόνια ανεργία, να βρουν μια θέση από κάθε άποψη κατώτερη από την “ειδίκευσή” τους».36 Προάγγελος των καταλήψεων, οι κινητοποιήσεις στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο το Γενάρη - Φλεβάρη του 1966 και το φθινόπωρο του 1966.37 Τον Ιανουάριο του 1967 υπάρχουν καταλήψεις στην Πίζα, την Μπολώνια, το Κάλιαρι και το Καμερίνο και τους επόμενους μήνες οι αγώνες ριζοσπαστικοποιούνται στο Τορίνο και τη Νάπολη. Χαρακτηριστικό του φοιτητικού αυτού κινήματος είναι ότι παραμερίζει την παραδοσιακή οργάνωση μέσω εκπροσώπων και επιμένει σε μορφές αυτοοργάνωσης με βάση τις συνελεύσεις, εκτοπίζοντας τα ιδιότυπα φοιτητικά μικροκοινοβούλια που αποτελούσαν τη βασική μορφή φοιτητικής εκπροσώπησης. Το φθινόπωρο του 1967 το κίνημα γενικεύεται. Το Νοέμβριο ξεκινά η μεγάλη κατάληψη του πανεπιστημίου του Τρέντο. Στις 18 Νοέμβρη καταλαμβάνεται το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, με 18.000 φοιτητές. Μέχρι το Φεβρουάριο η αναταραχή επεκτείνεται στο σύνολο σχεδόν των Ιταλικών Πανεπιστημίων, παρά την προσπάθεια των πρυτάνεων και της αστυνομίας να ποινικοποιήσουν τη συνδικαλιστική δράση. Συνολικά θα διωχθούν 2.700 φοιτητές σε όλη τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Αποκορύφωμα αυτού του κύκλου των κινητοποιήσεων θα είναι οι μεγάλες συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία στη Valle Giulia στη Ρώμη την 1 Μάρτη του 1968, που σηματοδοτεί μια τομή και στη μαχητικότητα των φοιτητών και στην αστυνομική βία. Αποτέλεσμα ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών. Αυτή αποτυπώνεται σε τοποθετήσεις που προχωρούν σε μια όλο και πιο βαθιά κριτική του εκπαιδευτικού μηχανισμού, στην αμφισβήτηση του ρόλου του στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ιεραρχίας, στην άρνηση του καταπιεστικού, εκμεταλλευτικού και αλλοτριωτικού χαρακτήρα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας και στην αναζήτηση όρων σύνδεσης με άλλα κινήματα εκτός Πανεπιστημίου. Αποτυπώνεται, επίσης, σε όλο τον πλούτο των πρακτικών που θα δοκιμάσει, με την ολόπλευρη και έμπρακτη αμφισβήτηση της καθηγητικής εξουσίας, τα αντιμαθήματα, το συνεχές άνοιγμα προς την κοινωνία, τον βαθιά δημοκρατικό χαρακτήρα που θα πάρει.38 Παρά τις αντιφάσεις που θα υπάρχουν σε ορισμένες πλευρές της τοποθέτησής του,39 ιδίως σε ό,τι αφορά το σύνθημα της «φοιτητικής εξουσίας», εντούτοις σε κάθε περίπτωση όχι μόνο θα ανανεώσουν την κριτική προς τον καπιταλιστικό εκπαιδευτικό μηχανισμό, αλλά και θα αποτελέσουν το πεδίο ανάδυσης μιας νέας πολιτικοποίησης, επικριτικής έως και εχθρικής απέναντι στον κομμουνιστικό ρεφορμισμό. Ταυτόχρονα το φοιτητικό κίνημα θα αποτελέσει τη μήτρα μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις και εμπειρίες, σε συνδυασμό με την απήχηση των επαναστατικών παραδειγμάτων από το εξωτερικό, η πολιτικοποίηση των φοιτητών θα βγει από τα όρια των σχολών, θα ανοιχτεί στην κοινωνία, θα συναντήσει τους εργατικούς αγώνες και θα συνδιαμορφώσει τις μεγάλες οργανώσεις της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς. Για το ξέσπασμα και το ριζοσπαστισμό του κινήματος, χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τις Θέσεις για την Παιδεία της ομάδας Il Manifesto: «Η μόρφωση σαν εγγύηση μιας θέσης εξαιρετικά προνομιούχας χάνει το κύρος της καθώς το σύστημα δεν έχει ανάγκη από τόσους ειδικευμένους ρόλους. Ο φοιτητής ανακαλύπτει στην αρχή την ίδια του την “αθλιότητα” σαν μια αισχροκέρδεια, την αδυναμία του να γίνει ανώτερο στέλεχος και ύστερα – η απόσταση είναι μικρή γιατί δεν πρόκειται για ένα ιδεολογικό απόκτημα αλλά και για τη διαπίστωση μιας πραγματικής υλικής κατάστασης – αισθάνεται τη δυσαρμονία της κατάταξης που του προτείνεται είτε σαν “παράλογο” σύστημα είτε σαν σύστημα “άδικο”. Η ίδια η μορφωτική ανάπτυξη αρχίζει να μπαίνει σε αμφισβήτηση για το γεγονός ότι περιορίζεται στη στάθμη του απλού εμπορεύματος. Η παιδεία, προϊόν του συστήματος, εξεγείρεται ενάντια σε αυτό, γίνεται ένα όπλο κριτικής, ανακαλύπτει τον εαυτό της ακρωτηριασμένο από μια απαράδεκτη κοινωνική μονοδιάσταση. Όταν σε αυτές τις αντικειμενικές συνθήκες προστίθεται μια συσσώρευση εξωτερικών πολιτικών ωριμάνσεων – τα ριζικά εναλλακτικά μοντέλα του Βιετνάμ σα νίκη του φτωχού ενάντια στον τεχνολογικό μύθο? η κινέζική πολιτιστική επανάσταση σαν ξανακάλυψη της αξίας της ισότητας, η κουβανέζικη επανάσταση σαν έξαρση του υποκειμενισμού – τότε το κίνημα ξεσπάει».40
2.5. Το καυτό φθινόπωρο
Ωστόσο τα πιο σημαντικά γεγονότα, αυτά που θα δώσουν στην ιταλική εμπειρία, στον μακρύ Ιταλικό Μάη, έναν άλλο χαρακτήρα θα αρχίσουν λίγο μετά και θα αφορούν τον πυρήνα της καπιταλιστικής εξουσίας, το ίδιο το εργοστάσιο, στο μακρύτερο κύκλο εργατικών αγώνων και εργατικής μαχητικότητας σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα μπαίνουν αιτήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από έντονο εξισωτισμό. Γι’ αυτό και κυριαρχούσε το αίτημα να υπάρξουν ίσες αυξήσεις σε όλους σε αντικατάσταση του περίπλοκου συστήματος που επικρατούσε στα περισσότερα εργοστάσια και όπου ο μισθός χωριζόταν στο βασικό και σε ένα πλήθος επιδομάτων ανάλογα με την ειδικότητα και το τμήμα, με τις αυξήσεις να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις ιδίως στο δεύτερο τμήμα, οδηγώντας και σε μεγάλες διαιρέσεις ανάμεσα στους εργαζομένους.41 Όπως αναφέρει ο Λούτσιο Μάγκρι, ο μισθός ενός οξυγονοκολλητή μπορούσε να ποικίλει μέσα στον ίδιο τομέα ακόμη και κατά 300%.42 Επιπλέον διεκδικούσαν την παρέμβαση στους χρόνους και ρυθμούς της εργασίας, αμφισβητούσαν τον εργοστασιακό δεσποτισμό και διεκδικούσαν μια άλλη δημοκρατική συνθήκη στους χώρους δουλειάς, ενώ έχει ήδη αρχίσει να αναδύεται και ένα συνδικαλιστικό δυναμικό έτοιμο να δώσει τις μάχες για αυτούς τους στόχους. Όπως παρατηρούσε ο Λούτσιο Μάγκρι στις παραμονές του «καυτού φθινοπώρου» του 1969: «Σαν απάντηση στην εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας σχηματίστηκαν μέσα στην επιχείρηση συνδικαλιστικά στελέχη ικανά να αμφισβητούν μόνιμα την εργοδοτική αυθαιρεσία και εγκαθιδρύθηκε μια πραγματική εργατική συμμετοχή στη διοργάνωση και τη διεύθυνση των αγώνων».43 Η αρχή γίνεται σε μια περιοχή που δεν έχει ιδιαίτερη αριστερή παράδοση, αλλά πολύ περισσότερο καθολική, την περιοχή του Βένετο. Τον Απρίλιο του 1968, στην κλωστοϋφαντουργία Marzatto στο Valdagno μια απεργία ξεφεύγει από τα χέρια της καθολικής εργατικής συνομοσπονδίας και μετατρέπεται σε λαϊκή εξέγερση με τους εργάτες να γκρεμίζουν το άγαλμα του ιδρυτή της εταιρείας και πλήθος αστυνομικών να συγκεντρώνονται για να την αντιμετωπίσουν. Στη συνέχεια ξεσπά μεγάλος αγώνας στη χημική βιομηχανία Montedison στο Porto Marghera κοντά στη Βενετία. Αυτό τον αγώνα, που θέτει πρωτίστως το αίτημα για ίση αύξηση για όλους, οι εργαζόμενοι αρνούνται να τον αναθέσουν στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους και αντίθετα υιοθετούν το πρότυπο της Συνέλευσης, που έβλεπαν να χρησιμοποιούν οι φοιτητές. Είναι η πρώτη από τις μεγάλες απεργίες στην οποία παίζουν σημαντικό ρόλο οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (στη συγκεκριμένη περίπτωση η Potere Operaio) καθώς και φοιτητές που μεταφέρουν το κλίμα του δικού τους αναβρασμού.44 Το σημείο αναφοράς θα είναι για άλλη μια φορά η FIAT. Είδαμε και προηγουμένως την ιδιαίτερη σημασία που είχε η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση στην Ιταλία και η μαζική είσοδος των εργατών από το Νότο. Παρότι με πολύ μικρότερη πολιτική εμπειρία από τους εργάτες του Βορρά (κληρονόμους της παρτιζάνικης παράδοσης) εντούτοις θα είναι ένα δυναμικό πρωτοπόρο στην ανάπτυξη αγώνων που, στον πυρήνα τους, αποτελούσαν μια συνολική άρνηση όλων των πλευρών της μισθωτής εργασίας.45 Το 1969 η FIAT αναγκάστηκε να πάρει ιδιαίτερα πολλούς νέους εργαζομένους και μάλιστα χωρίς τους εξονυχιστικούς ελέγχους από την αστυνομία και τους τοπικούς ιερείς που χρησιμοποιούσε για να αποφεύγει τους «ταραχοποιούς», έτσι που για πρώτη φορά δεν ήξερε όπως παλιά ποιους προσλάμβανε.46 Ταυτόχρονα, είχαν ήδη προηγηθεί οι μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις που λειτουργούσαν ως πρότυπο, ενώ πρωτοπόρα κομμάτια κυρίως της επαναστατικής πτέρυγας του φοιτητικού κινήματος και τάσεις της επαναστατικής Αριστεράς θα έχουν αποκτήσει δεσμούς με κομμάτια εργατών (στην περίπτωση του Τορίνο πρόκειται για τάσεις που αργότερα θα αποκρυσταλλωθούν στην Potere Operaio και την Lotta Continua). Στις 22 Μαρτίου του 1969 οι εργάτες στο εργοστάσιο Μιραφιόρι της FIAT αρνήθηκαν να υπακούσουν σε μια εντολή της διοίκησης να ανεβάσουν το ρυθμό της παραγωγής. Στις 11 Απριλίου για πρώτη φορά ολόκληρη η FIAT κατέβηκε σε απεργία. Ακολούθησαν 50 μέρες συνεχόμενου αγώνα με αποκορύφωμα την κινητοποίηση στις 3 Ιουλίου του 1969. Τα συνδικάτα οργάνωσαν γενική απεργία στο Τορίνο με αφορμή τα υψηλά ενοίκια, μάλλον με την προοπτική να ανακόψουν το κύμα των συγκρούσεων μέσα στα εργοστάσια, που τους προκαλούσε αμήχανα αισθήματα, αλλά τελικά η κινητοποίηση λειτούργησε στην αντίθετη κατεύθυνση, με μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στους απεργούς και την αστυνομία. Όπως έγραφε και ένα σύνθημα σε ένα οδόφραγμα: «Τι ζητάμε; Τα πάντα».47 Το κλίμα αποτυπώνει και το παρακάτω απόσπασμα από μια ανακοίνωση της Συνέλευσης των εργατών και φοιτητών του Τορίνο δύο μέρες αργότερα: «Ο πολιτικός πλούτος του αγώνα στη FIAT, η δύναμή του, επιτρέπουν σήμερα σε όλη την ιταλική εργατική τάξη να περάσουν σε μια φάση γενικού κοινωνικού αγώνα πάνω σε στόχους, μορφές και ρυθμούς που δεν θα καθορίζονται με βάση τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης […] αλλά από την αυτόνομη οργάνωση των εργατών».48 Εκτός από τη FIAT, την Montedison και την Pirelli στο Μιλάνο (όπου θα παίξει ρόλο και η επηρεασμένη από την οργάνωση Avanguardia Operaia τοπική ενωτική επιτροπή βάσης – CUB), σύντομα η αναταραχή επεκτείνεται σε όλη την Ιταλία. Πάνω από 5 εκατομμύρια εργάτες συμμετείχαν σε απεργίες εκείνο το φθινόπωρο και χάθηκαν συνολικά 530 εκατομμύρια ανθρωποώρες σε απεργίες. Στη γενική απεργία στις 19 Νοέμβρη του 1969 συμμετέχουν 20 εκατομμύρια εργαζόμενοι.49 Επιπλέον, η αναταραχή επεκτείνεται πέρα από τα στρώματα της χειρωνακτικής εργασίας και σε στρώματα υπαλλήλων και τεχνικών. Στη Sit Siemens, ένα από τα μεγάλα εργοστάσια του Μιλάνου, το ποσοστό των μη χειρωνακτών που συμμετείχαν στην απεργία αυξήθηκε από 10,5 το 1967 σε 76% τρία χρόνια αργότερα.50 Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει να καταγράφεται για πρώτη φορά ένας τόσο εκτεταμένος προβληματισμός για το ρόλο των τεχνικών στην παραγωγή και για την ανάγκη να αμφισβητήσουν το ρόλο τους στην οργάνωση της εργασίας και να στρατευτούν στην πλευρά των εργατών.51 Παράλληλα, νέες μορφές οργάνωσης αρχίζουν να αναδύονται: πλάι στις συνελεύσεις θα αρχίσουν να επεκτείνονται μορφές όπως οι CUB, οι ενωτικές επιτροπές βάσης που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των επόμενων αγώνων και θα αποτελέσουν την πηγή της ριζοσπαστικοποίησης των κινητοποιήσεων. Το παρακάτω απόσπασμα από μια ανακοίνωση της CUB της Pirelli είναι πολύ χαρακτηριστικό: «Η Ενωτική Επιτροπή θέλει να είναι μια πρωτοβουλία συσπείρωσης των εργατών στη βάση μιας ακριβούς κατανόησης των προβλημάτων του εργοστασίου, ενσωματώνοντας τις διεκδικήσεις σε μια πιο γενική αμφισβήτηση, πολιτική αλλά όχι κομματικοποιημένη, με σκοπό να ενώσει όλους τους εργάτες της Pirelli σε ένα αγώνα όλου του εργοστασίου ενάντια στα αφεντικά. Η ενότητα των εργατών πρέπει να γεννηθεί από την απαίτηση να λυθούν τα προβλήματα που αφορούν την κατάσταση των εργατών με τον αγώνα ενάντια στην πολιτική της εργοδοσίας. Ανεξάρτητα από τη συνδικαλιστική δομή ή το κόμμα, η Επιτροπή θέλει να διαμορφώσει μια ενότητα βάσης, όπου κάθε εργάτης συμμετέχει χωρίς να περιμένει εντολές από πάνω και χωρίς να πιστεύει ότι κάποιος άλλος μπορεί να λύσει τα δικά του προβλήματα».52 Πάνω από όλα, μέσα σε αυτούς τους αγώνες αρχίζουν και διαμορφώνονται πρωτόγνωρες μορφές συλλογικότητας και αυτοοργάνωσης των ίδιων των εργατών. Πλάι και συχνά ενάντια στην παραδοσιακή «από τα πάνω» οργάνωση των συνδικάτων, αρχίζει και γίνεται κυρίαρχη μορφή η Συνέλευση του εργοστασίου, ή πιο συχνά του τμήματος. Όπως παρατηρούσε ο Pino Ferraris: «Η Συνέλευση είναι ένα σημαντικό εργαλείο μέσω του οποίου ανασυντίθεται η ενότητα και γίνεται πρόδηλος ο αυτοκαθορισμός των εργατών».53 Πολύ συχνά οι απεργίες ξεκινούν χωρίς την έγκριση του συνδικάτου, απλώς επειδή το συναποφασίζουν οι εργάτες συγκεκριμένου τμήματος. Δοκιμάζονται πρωτόγνωρες μορφές κινητοποίησης όπως είναι οι πορείες μέσα στο εργοστάσιο, όπου οι εργάτες από ένα τμήμα που απεργεί κάνουν πορεία προς τα άλλα τμήματα προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή. Αναδύονται νέες μορφές συλλογικής συνείδησης και γρήγορες μορφές πολιτικοποίησης, ακόμη και σε εργάτες που δεν είχαν προηγούμενη πολιτική εμπειρία.54 Όπως παρατηρούσε το 1970 η Λουτσιάνα Καστελίνα: «Οι εργάτες συνειδητοποίησαν ένα αποφασιστικό γεγονός: Η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας δεν είναι άτρωτη, ο εργάτης δεν είναι το παθητικό γρανάζι ενός αντικειμενικού μηχανισμού του οποίου τους νόμους δεν μπορεί να συλλάβει και που δεν μπορεί να αμυνθεί απέναντι σε αυτόν παρά μόνο με αύξηση της κούρασής του με αντίτιμο σε χρήμα. Το όπλο που του χρειάζεται να κατακτήσει είναι μια δύναμη που αμφισβητεί άμεσα την οργάνωση της παραγωγής, τους νόμους της, τους ρυθμούς της, την ποσότητά της ακόμα, πέρα από τα όρια των συμβάσεων».55 Αποτέλεσμα των απεργιών του Φθινοπώρου του 1969 ήταν επίσης μια σειρά από πολύ σημαντικές κατακτήσεις στις συλλογικές συμβάσεις και στο θεσμικό επίπεδο. Η σύμβαση της FIOM, της ομοσπονδίας του μετάλλου και των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών είναι πολύ χαρακτηριστική. Μείωση των ωρών εργασίας σε 40, περιορισμός στις υπερωρίες, εξίσωση των παροχών ασθένειας σε εργατοτεχνίτες και υπαλλήλους, κατοχυρωμένο δικαίωμα για συνελεύσεις, αναγνώριση των δικαιωμάτων των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, συνδικαλιστικές άδειες, πίνακες ανακοινώσεων, έγγραφη εξήγηση από τη διεύθυνση για οποιαδήποτε δυσμενή μεταβολή ή τιμωρία, δικαίωμα υπεράσπισης απέναντι σε πειθαρχικές πρακτικές, αυξήσεις που αφορούσαν όλους τους εργαζομένους. Αποτελούσε αυτό μια τεράστια τομή σε σχέση με το καθεστώς δεσποτισμού που επικρατούσε στα περισσότερα εργοστάσια και σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλους κλάδους (συνολικά 43 κλαδικές συμφωνίες). Αρχίζουν να υπάρχουν σημαντικές κατακτήσεις και στο επίπεδο των ρυθμών, ενώ οι εργαζόμενοι κατοχυρώνουν νέες κατανομές ειδικοτήτων, αναιρούν τα συστήματα διαφορετικής αμοιβής ανά πόστο και αγωνίζονται ενάντια στους πίνακες βαθμολογικών κατηγοριών που μέχρι τότε ίσχυαν.56 Το Μάιο του 1970 ψηφίζεται το περίφημο Statuto dei Diritti dei Lavoratori που αποτελεί μέχρι σήμερα το πιο προχωρημένο κείμενο εργατικής νομοθεσίας στη Δυτική Ευρώπη, το οποίο όχι μόνο αναγνώριζε πλήρως τα δικαιώματα των εργαζομένων στη συνδικαλιστική δράση, αλλά και έβαζε φραγμό στις αναιτιολόγητες απολύσεις και πειθαρχικές διώξεις.57 Ταυτόχρονα, αρχίζει να αναδύεται μια παράλληλη μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης μέσα στις επιχειρήσεις: οι αντιπρόσωποι. Είτε μέσα από την πρωτοβουλία των συνδικάτων είτε και κυρίως μέσα από την ίδια τη δυναμική των κινητοποιήσεων και των απεργιών αρχίζουν να εκλέγονται αντιπρόσωποι στο επίπεδο των επιχειρήσεων και των εργοστασίων ως άμεσοι εκπρόσωποι της εργατικής βάσης. Σταδιακά αναδύεται και ένας τρόπος εκλογής τους: μυστική ψηφοφορία όλων των εργαζομένων ενός τμήματος, ή ενός ομογενούς κομματιού μιας παραγωγικής μονάδας. Παρά την προσπάθεια των συνδικάτων να μετατρέψουν τη νέα διαδικασία απλώς σε προέκταση των συνδικάτων μέσα στους χώρους δουλειάς και παρά την αντίθεση μερίδας της άκρας Αριστεράς, το σύστημα των εκπροσώπων θα έχει δυναμική, καθώς εξέφραζε εκείνη τη στιγμή μια πραγματική τάση για αυτοοργάνωση.58 Θα ενσωματωθούν στις περισσότερες συμβάσεις της εποχής και θα αποτελέσουν, ειδικά σε επόμενα χρόνια και μετά την ήττα του κινήματος, σημείο αναφοράς και μαχητικών διεκδικήσεων.59 Από τα παραπάνω προκύπτει και η σημασία των κινημάτων αυτών: Δεν είναι μόνο η μαζικότητα και η μαχητικότητά τους. Είναι, πάνω από όλα, ότι αμφισβητούσαν ευθέως τον πυρήνα της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας και τις σχέσεις εξουσίας μέσα στην παραγωγή. Έμπρακτα αποτελούσαν άρνηση της ουδετερότητας της τεχνικής και των «παραγωγικών δυνάμεων». Προσέφεραν μια μεγάλη εμπειρία για το βάθεμα μιας αντικαπιταλιστικής τοποθέτησης.
2.6. Η ανάδυση της επαναστατικής Αριστεράς
Μέσα σε όλη αυτή τη συγκυρία αναδιατάσσονται και οι συσχετισμοί στην ιταλική Αριστερά. To ΙΚΚ αντιμέτωπο με μια μεγάλης κλίμακας κοινωνική αναταραχή, που ταυτόχρονα ήταν και άμεσα ή έμμεσα σε ρήξη με την πολιτική του γραμμή και ιδίως τη λογική της εθνικής δημοκρατικής ανάπτυξης και της ανάθεσης όλης της ελπίδας στην πιθανότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς για «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις», προσπαθεί να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του. Σε πρώτη φάση αποφεύγει την άμεση σύγκρουση με το φοιτητικό κίνημα και συμβολικά ο γραμματέας του κόμματος Λουίτζι Λόνγκο συναντιέται με τους εκπροσώπους των καταλήψεων, ενώ έμπρακτα αποδέχεται ορισμένες από τις νέες μορφές οργάνωσης των εργατικών αγώνων (ιδίως το σύστημα των αντιπροσώπων).60 Ωστόσο, η βασική κατεύθυνση παραμένει αυτή της αναζήτησης «δημοκρατικής λύσης» και της παραμονής εντός αυστηρά κοινοβουλευτικών ορίων, αποφεύγοντας να σπρώξει στα άκρα τη δυναμική των αγώνων. Αυτό αποτυπώνεται και στις παρεμβάσεις του Μπερλίνγκουερ, που ήδη από το 1969 αναδεικνύεται στην ηγετική φυσιογνωμία του ΙΚΚ.61 Σε αυτό το φόντο ξεσπά η πιο μεγάλη κρίση στην μεταπολεμική ιστορία του ΙΚΚ. Μια ομάδα στελεχών, προερχόμενων από την «Ινγκραϊκή Αριστερά»,62 αλλά και με πολύ ευρύτερο θεωρητικό και πολιτικό προσανατολισμό (αριστερή ανάγνωση του Γκράμσι, αναφορά στην Πολιτιστική Επανάσταση, αναγνώριση της σημασίας του Γαλλικού Μάη και του νέου φοιτητικού και εργατικού κινήματος), αποφασίζουν να αμφισβητήσουν τη γραμμή που βγαίνει από το 12ο Συνέδριο του 1969 και ιδρύουν το περιοδικό IlManifesto. Η ευθεία κριτική τους προς την κεντρική γραμμή του κόμματος, αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, με αφορμή τη Σοβιετική εισβολή στην Πράγα οδηγεί την πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής το 1969, παρά την παράδοση του ΙΚΚ στην ανοχή διαφορετικών απόψεων και τη σχετικά (για παραδοσιακό κομμουνιστικό κόμμα…) δημοκρατική συζήτηση, στην απόφαση για την αποπομπή τους. Έτσι το περιοδικό μετατρέπεται σε πολιτικό ρεύμα και οργάνωση.63 Η ήττα της Αριστεράς του IKK θα σημάνει και τη σταδιακή μετατόπιση του κόμματος προς τα Δεξιά, έστω και εάν στις διακηρύξεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 διατηρούνται οι αναφορές σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική και η προσπάθεια ενσωμάτωσης της δυναμικής των κινημάτων. Την ίδια στιγμή, ανάλογες αντιφάσεις διαπερνούν και άλλες τάσεις της Αριστεράς, τόσο εκείνες που προέρχονταν από τη Σοσιαλιστική Αριστερά (ιδίως το PSIUP) όσο και τις διάφορες εκδοχές της καθολικής Αριστεράς. Με τη συγκρότηση του Manifesto πρώτη φορά την ιστορία του Κόμματος διατυπώνεται μια τόσο συνολική κριτική της γραμμής του και όχι μόνο της τακτικής του. Απορρίπτεται το σύνολο της τακτικής του «μετωπισμού», όπως είχε διατυπωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1930. Αναδιατυπώνεται η δυνατότητα του πρωτοπόρου και επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης, στη συμμαχία της με άλλα στρώματα εργαζομένων και τη ριζοσπαστικοποιημένη τεχνική διανόηση. Απορρίπτεται πλήρως το σοβιετικό πρότυπο σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αντιμετωπίζεται θετικά το παράδειγμα της Πολιτιστικής Επανάστασης, τίθεται το θέμα της ολόπλευρης αμφισβήτησης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Απορρίπτεται ο παραδοσιακός οικονομισμός του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος και τίθεται το θέμα της όξυνσης των αντιφάσεων που αφορούν τις παραγωγικές σχέσεις. Πάνω από όλα, επιβεβαιώνεται η ωριμότητα και η επικαιρότητα του κομμουνισμού μέσα από την ίδια την όξυνση των αντιφάσεων που σηματοδοτούν τα κινήματα του «1968». «[Γ]ια πρώτη φορά στην ιστορία ο κομμουνισμός με τη ριζική έννοια και άρα ο σοσιαλισμός σα μεταβατική φάση, έφτασαν σε μια ωριμότητα και συνιστούν ένα πιθανό πολιτικό πρόγραμμα. Για πρώτη φορά η εργατική τάξη και το κόμμα της μπορούν να αγωνιστούν, όχι πια υιοθετώντας τις διεκδικήσεις που ιστορικά είχαν επεξεργαστεί άλλα κοινωνικά στρώματα και εκφραζόμενα σα μια υπάλληλη δύναμη, αλλά ως φορέας μιας καθολικής νέας σχέσης παραγωγής και ενός ριζικά διάφορου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Μέσα σε αυτή βαθιά έννοια, η επανάσταση μπορεί να είναι ξανά, όπως είναι και για τον Μάρξ, ένα «κοινωνικό» γεγονός πριν να είναι ένα «πολιτικό» γεγονός: η κατάκτηση της εξουσίας να είναι το μέσο επιβεβαίωσης μιας νέας κοινωνικής ηγεμονίας στην ολότητά της».64 Σε αυτή τη βάση βάζουν και την πρόταση της ενωτικής συγκρότησης όλης της Ιταλικής επαναστατικής αριστεράς. Οι «Θέσεις για τον Κομμουνισμό» τον Οκτώβρη του 1970 αποτελούν ίσως το πιο προχωρημένο συνολικό ντοκουμέντο σε αυτή την κατεύθυνση που θα βγει από την ευρωπαϊκή κομμουνιστική Αριστερά εκείνη την περίοδο. Ήδη, όμως, έχουν αρχίσει να αναδεικνύονται και οι υπόλοιπες μεγάλες τάσεις της Ιταλικής Άκρας Αριστεράς. Παρότι χρονικά προηγήθηκαν οι διάφορες παραλλαγές μ-λ τάσεων, που σε ορισμένες περιοχές είχαν ισχυρή παρουσία, οι πιο σημαντικές τάσεις θα είναι αυτές που θα προκύψουν μέσα από την εμπειρία των αγώνων.65 Χρονικά η πρώτη που θα συγκροτηθεί θα είναι η Avanguardia Operaia ήδη από το 1968. Παρότι στην ίδρυσή της παίζουν ρόλο και στελέχη προερχόμενα από τον τροτσκιστικό χώρο θα έχει έντονη την επίδραση από την Πολιτιστική Επανάσταση και θα είναι η περισσότερο παραδοσιακά λενινιστική από τις μεγάλες οργανώσεις και αυτή που συνήθως κατηγορούσε τις άλλες για υποταγή στον αυθορμητισμό.66 Στην αφετηρία της σημαντικό ρόλο θα έχει η γείωσή της σε συγκεκριμένους μεγάλους εργασιακούς χώρους, ιδίως του Μιλάνου, όπως η Sit-Siemens και η Pirelli, καθώς και ο ρόλος που θα παίξει στη συγκρότηση των πρώτων CUB και συνολικά η προσπάθεια για την αναδιατύπωση βασικών θέσεων για ένα ταξικό κίνημα που να συγκρούεται με τον πυρήνα του κυρίαρχου προτύπου καπιταλιστικής ανάπτυξης67. Θα είναι γενικά επιφυλακτική απέναντι στη δυνατότητα να λειτουργήσει και μέσα στις συνδικαλιστικές δομές ως αντιπολίτευση, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.68 Σε πρώτη φάση θα είναι η περισσότερο επιφυλακτική από τις οργανώσεις ως προς το εάν και κατά πόσο το δίλημμα στην Ιταλία ήταν ανάμεσα στην «επανάσταση και το φασισμό».69 Η πιο μαζική οργάνωση ίσως της επαναστατικής Αριστεράς, όμως, θα είναι η Lotta Continua και θα προκύψει μέσα από τις ίδιες τις μαζικές συνελεύσεις εργατών και φοιτητών το 1969 και ιδίως στο Τορίνο (όπου και το όνομα αρχικά θα είναι απλώς το μότο των προκηρύξεων που έβγαζε η Συνέλευση), ενώ θα ενισχυθεί και με ένα κομμάτι που θα προέλθει από το χώρο του εργατισμού, ιδίως από την περιοχή της Πίζα (όπου και δραστηριοποιείται ο μετέπειτα χαρισματικός ηγέτης της Lotta Continua Adriano Sofri, ο οποίος θα κινηθεί, όπως και πολλά άλλα στελέχη του κινήματος προς το Τορίνο όταν ξεσπούν εκεί οι μεγάλες απεργίες, ιδίως στη FIAT70), καθώς και από στελέχη του φοιτητικού κινήματος από άλλες περιοχές. To Nοέμβριο του 1969 ξεκινά και η έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον τίτλο Lotta Continua (που θα έχει αρχικά κυκλοφορία 65.000 φύλλων). Η οργάνωση θα έχει μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη, έστω και εάν σε πρώτη φάση είναι περισσότερο ένα δίκτυο συντονισμού και αναφοράς σημαντικών εργατικών και νεολαιίστικων πρωτοποριών, με έμφαση στις μεγάλες συνελεύσεις, που καθόριζαν τη γραμμή ή την κατεύθυνση της εφημερίδας και την αποφυγή, αρχικά τουλάχιστον, μιας πιο κλασικής κομματικής συγκρότησης. Από όλες τις οργανώσεις θα είναι αυτή που περισσότερο θα έχει την αντίληψη της κομματικής οικοδόμησης ως ανοιχτής διαδικασίας, που έδινε λόγο και περιθώριο και στα ίδια τα κινήματα, με τη έννοια ότι το κόμμα έπρεπε να μπορέσει να συγκεντρώσει τις πραγματικές πρωτοπορίες που αναδύονταν μέσα στους εργατικούς αγώνες, έστω και εάν τελικά θα καταλήξει να έχει μια αρκετά ιεραρχική και συγκεντρωτική δομή. Ως η περισσότερο κινηματική και αυθορμητίστικη από όλες τις οργανώσεις71 θα μπορεί να ασκεί γι’ αυτό το λόγο και τη μεγαλύτερη έλξη σε πρωτοπόρα κομμάτια, και θα είναι η πρώτη που θα επικεντρώσει ιδιαίτερα στα νέα κοινωνικά κινήματα όπως το γυναικείο,72 ενώ θα δώσει και ιδιαίτερο βάρος στην αντιφασιστική δράση, μια που θα έχει ην πιο σαφή εξαρχής κατανόηση του κινδύνου από τη δράση φασιστικών κύκλων (βλ. παρακάτω). Θα έχει τέλος ιδιαίτερα πρωτοπόρα δράση σε ζητήματα που αφορούσαν τη συνολική συνθήκη ζωής των εργατικών μαζών, πρωταγωνιστώντας π.χ. στα κινήματα για τη στέγαση. Όσο για το ρεύμα του εργατισμού, αυτό θα έχει μια διαφορετική πορεία. Έχοντας ξεκινήσει πριν το ξέσπασμα των μεγάλων αγώνων του ’67-’69 περνά μια πρώτη κρίση το 1966 όταν μια ομάδα στελεχών, με πιο γνωστούς τους Μάριο Τρόντι73, Μάσσιμο Κατσιάρι και Αλμπέρτο Αζόρ Ρόζα εισηγούνται τον εισοδισμό στο ΙΚΚ και αποχωρούν. Ωστόσο ως ένα ρεύμα, με τοπική συγκρότηση σε συγκεκριμένες περιοχές (τόσο στο Βορρά όσο και στη Ρώμη, όπου ξεχωρίζει και η μορφή του Φράνκο Πιπέρνο) και δικτύωση σε κρίσιμους εργατικούς χώρους, διατηρείται και ενισχύεται. δουλεύοντας σε συγκεκριμένους μεγάλους εργοστασιακούς χώρους και μάλιστα σε αυτούς που θα έχουν και την πιο μαζική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις που θα οδηγήσουν στο «Θερμό Φθινόπωρο». Σε θεωρητικό επίπεδο, η αποχώρηση των «εισοδιστών» αναβαθμίζει την θεωρητική επίδραση του Τόνι Νέγκρι που γίνεται ο βασικός θεωρητικός του ρεύματος. Ήδη πριν το 1969 σε διάφορες περιπτώσεις οι ομάδες που αναφέρονται σε αυτό το ρεύμα χρησιμοποιούν την υπογραφή Potere Operaio (Εργατική Εξουσία). Μετά το σημείο καμπής που ήταν η απεργία της FIAT το 1969, και τη ρήξη με όσους θα αποτελέσουν το βασικό πυρήνα της Lotta Continua,74 η Potere Operaio αρχίζει να συγκροτείται ως πολιτική οργάνωση. Σε αντίθεση με τη Lotta Continua η Potere Operaio θα αυτοπροσδιορίζεται ως μια «νεολενινιστική» οργάνωση, αλλά ταυτόχρονα θα διαπερνάται από έναν ορισμένο δυϊσμό ανάμεσα στη διάχυση στο κίνημα και την προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης. Βασική θεωρητική αναφορά θα παραμένει η έμφαση στον καθοριστικό ρόλο της εργατικής υποκειμενικότητας μέσα στη διαδικασία διαμόρφωσης των τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και η αντιμετώπιση των εργατικών αγώνων της περιόδου όχι ως αγώνων για την εργασία αλλά ως αγώνων ενάντια στην εργασία και την καπιταλιστική της οργάνωση.75 Παράλληλα, σε αυτό το πλαίσιο γενικεύει μια ορισμένη εργατική φιγούρα, αυτή του «εργάτη-μάζα» του μεγάλου εργοστασίου ως η κατεξοχήν εκδοχή της εργατικής αυτονομίας. Θεωρεί η οργάνωση ότι ήδη μέσα στους εργατικούς αγώνες της δεκαετίας του 1960 έχει αποτυπωθεί αυτή η δυναμική των αγώνων προς τον κομμουνισμό: «Για εμάς, σύντροφοι, ο αγώνας ενάντια στην εργασία, η άρνηση της εργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα που αρθρώθηκε σε μια σειρά από συγκεκριμένα προγράμματα των εργατικών αγώνων της δεκαετίας του 1960. Αγώνας ενάντια στη συμμετοχή, ενάντια στο να γίνουν οι εργάτες συνυπεύθυνοι [...], αγώνας ενάντια στο χρόνο εργασίας, ενάντια στην καπιταλιστική μυστικοποίηση των διαφορετικών αξιών εργασίας (που στην πραγματικότητα διαιρούν πολιτικά τους εργάτες), αγώνας ενάντια στη σύνδεση μισθού και παραγωγικότητας: όλα αυτά αποτελούν το καταπληκτικό επαναστατικό περιεχόμενο αγώνων με θετικό σε μεγάλο βαθμό απολογισμό».76 Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 θα ορίσουν το σύνολο αυτών των διεκδικήσεων, είτε αφορούν τους όρους εργασίας, είτε τους ρυθμούς, είτε τη στέγαση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, ως επανιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου και θα το ονομάσουν πολιτικό μισθό.77 Παράλληλα, θέτουν την ανάγκη για το πέρασμα από την άμεση διεκδίκηση στην πολιτική σύγκρουση για την εξουσία. Αυτή την πολιτική σύγκρουση θα την ορίσουν, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τάση της επαναστατικής Αριστεράς, ως οργανωμένη και συντονισμένη βίαιη εξέγερση – και γι’ αυτό θα θεωρητικοποιήσουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τις πράξεις μαζικής λαϊκής βίας, τις συγκρούσεις με την αστυνομία και τους φασίστες, τις συγκρούσεις με τους μπράβους της εργοδοσίας, τις πυρπολήσεις γραφείων του φασιστικού κόμματος – εξ ου και η αναφορά στο «Κόμμα της Εξέγερσης». Θεωρούν τους καθημερινούς αγώνες ως την ήδη συγκροτημένη εκδοχή μιας εργατικής αντιεξουσίας, αντιμετωπίζοντας την πολιτική συγκρότηση περισσότερο ως καθοριστική προετοιμασία οργανωτικών όρων για τη βίαιη εξέγερση. Ως εκ τούτου θα είναι και το περισσότερο «αντιγκραμσιανό» ρεύμα της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς. Χαρακτηριστικός είναι ο απολογισμός που κάνει ο Νέγκρι της εμπειρίας της: «Η P.O. είναι μια οργάνωση νεο-λενινιστική με την έννοια ότι ζει άμεσα μια εμπειρία καθοδήγησης του κινήματος στο εσωτερικό των μαζικών διαδικασιών. Είναι μια οργάνωση νεο-λενινιστική που στη διάρκεια της ζωής της δεν ξέπεσε ποτέ σε γκραμσιανές ή ποπουλίστικες διεκδικήσεις, ούτε σε αυτοδικαιολόγηση της ύπαρξής της. Από άποψη μεγέθους και παρουσίας είναι μια εμπειρία που άγγιζε όλα σχεδόν τα μεγάλα κέντρα ανάπτυξης και της ταξικής πάλης στην Ιταλία, εκτός ίσως από το Μιλάνο […] Νομίζω ότι η P.O. είναι η οργάνωση που επεκτείνει, κατά τον πιο συνεπή τρόπο και στην προοπτική της αντιεξουσίας, την ανάλυση από το εργατικό επίπεδο των αγώνων μέχρι το αντίστοιχο κοινωνικό».78 Εκτός από αυτές τις οργανώσεις θα υπάρξουν και μια σειρά από άλλες μικρότερες που θα ξεπηδήσουν μέσα από το φοιτητικό κίνημα και θα κάνουν την ιταλική επαναστατική Αριστερά ένα ιδιαίτερα μαζικό ρεύμα που αφορούσε πολλές δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές, πολύ σημαντική παρουσία μέσα σε εργατικούς χώρους, και μεγάλη συμβολή όχι μόνο στο ξέσπασμα κινημάτων, αλλά και στο συνολικό μετασχηματισμό της ιταλικής κοινωνίας σε όλους τους τομείς της.
3. Κρίση και ανασυγκρότηση της ηγεμονίας
3.1. Η κρίση ηγεμονίας
Εάν τώρα θελήσουμε να δούμε το συνολικό συσχετισμό δύναμης στην περίοδο που συζητάμε, σχηματικά από το ξέσπασμα του φοιτητικού κινήματος μέχρι περίπου το 1973, είναι σαφές ότι η όξυνση της ταξικής πάλης στην Ιταλία φτάνει σε ένα βαθμό χωρίς σύγκριση σε όλη την Ευρώπη. Αρκεί να αναλογιστούμε όχι μόνο το βαθμό ριζοσπαστικοποίησης των αγώνων, αλλά και τη διάρκειά τους, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν αλλεπάλληλες κατακτήσεις χωρίς σύγκριση, όπως π.χ. οι περίφημες 150 ώρες στη βαριά βιομηχανία, που σήμαιναν το δικαίωμα των 150 ωρών πληρωμένης άδειας για σπουδές. Αρκεί να αναλογιστούμε το είδος των κινητοποιήσεων, με τις διαδηλώσεις μέσα στα εργοστάσια και το μπλοκάρισμα της παραγωγικής διαδικασίας και την έμπρακτη αμφισβήτηση του εργοστασιακού δεσποτισμού. Αρκεί να αναλογιστούμε το βαθμό της πολιτικοποίησης, την ενίσχυση όλων των εκδοχών της Αριστεράς, αλλά και τον τεράστιο αριθμό των αγωνιστών που είτε ανήκαν σε οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, είτε αναφέρονταν σε αυτές, είτε ανήκαν σε ρεύματα της συνδικαλιστικής Αριστεράς. Είναι σαφές ότι υπό την ηγεμονία της Αριστεράς άλλαζε η ίδια η ιταλική κοινωνία και σε άλλα ζητήματα όπως η σχέση με την εκκλησία ή οι διαπροσωπικές σχέσεις. Η πολιτική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970 και η αποτυχία να σταθεροποιηθούν οι κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς, αποτύπωνε αυτή την όξυνση της ταξικής πάλης. Από όλους τους μητροπολιτικούς καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ήταν η Ιταλία που έφτασε πιο κοντά στην κρίση της ηγεμονίας και την επαναστατική κατάσταση.
3.2. Η μαύρη τρομοκρατία
Τα πρώτα κέντρα που συνειδητοποίησαν αυτή την πραγματικότητα ήταν οι κορυφές της εξουσίας μέσα στο κράτος. Δεδομένης της μεγάλης ισχύος των κομμουνιστών και της στρατηγικής σημασίας της Ιταλίας ήδη από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, τόσο η ιταλική αστική τάξη όσο και ο αμερικανικός παράγοντας δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην αποτροπή οποιουδήποτε ενδεχομένους κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Αυτό αποκρυσταλλώθηκε σε ένα περίπλοκο παράλληλο κρατικό δίκτυο, που συνέδεε κομμάτια των μυστικών υπηρεσιών και των σωμάτων ασφαλείας, με τις φασιστικές ομάδες και το χριστιανοδημοκρατικό πολιτικό προσωπικό (αλλά και τη Μαφία). Μέρος αυτής της διασύνδεσης θα είναι το δίκτυο Gladio, ένας Νατοϊκός μηχανισμός για την ύπαρξη υποδομών για «ένοπλη αντίσταση» σε περίπτωση κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές, που λειτουργούσε σε όλη την Ευρώπη και το οποίο αποκαλύφθηκε μόλις το 1990.79Παράλληλα, η περιβόητη αυτοτελής μασονική στοά P2 λειτουργούσε ως σημείο αναφοράς στελεχών του κράτους, των σωμάτων ασφαλείας, των επιχειρήσεων, των κυβερνητικών κομμάτων.80 Η πρώτη μεγάλης κλίμακας εκδήλωση μαύρης τρομοκρατίας θα είναι η βόμβα στην Αγροτική Τράπεζα του Μιλάνου στην Piazza Fontana που στοίχησε τη ζωή σε 17 ανθρώπους. Η αστυνομία θα αποδώσει τη βόμβα σε «αναρχικούς» και θα προχωρήσει στις ανάλογες συλλήψεις. Ένας νεαρός αναρχικός ο Τζ. Πινέλι συλλαμβάνεται και μετά από λίγες μέρες «αυτοκτονεί» πέφτοντας από το παράθυρο του αστυνομικού τμήματος όπου κρατείτο.81 Ένας άλλος αναρχικός, ο Π. Βαλπρέντα, θα μείνει τρία χρόνια προφυλακισμένος.82 Τελικά θα αποκαλυφθεί ότι η βόμβα ήταν έργο νεοφασιστικών ομάδων σε αγαστή συνεργασία με τμήματα των μυστικών υπηρεσιών. Το Μάιο του 1972 τρεις καραμπινιέροι σκοτώνονται την ώρα που εξετάζουν ένα ύποπτο αυτοκίνητο. Η βόμβα αποδίδεται σε οργανώσεις της Αριστεράς, αλλά η εξέταση δείχνει τελικά ότι επρόκειτο για στρατιωτικά εκρηκτικά. Το Μάιο του 1974 βόμβα εκρήγνυται κατά τη διάρκεια αντιφασιστικής διαδήλωσης με 8 νεκρούς και πολλούς τραυματίες και ακρωτηριασμένους. Τον Αύγουστο του 1974 βόμβα εκρήγνυται σε τραίνο στη διαδρομή Ρώμη - Μόναχο με 12 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Στις 2 Αυγούστου του 1980 βόμβα εκρήγνυται στο σταθμό της Μπολόνια, σε ώρα αιχμής με 85 τραυματίες. Αυτή θα είναι η περίφημη «στρατηγική της έντασης» όπου κύκλοι των μυστικών υπηρεσιών σε συνεργασία με φασιστικές ομάδες θα προσπαθήσουν να διαμορφώσουν συνθήκη αποσταθεροποίησης στην προοπτική ακόμη και πραξικοπήματος. Μια πρώτη πρόβα πραξικοπήματος γίνεται το 1964 και μια δεύτερη, μεγαλύτερης κλίμακας, ανακαλείται μόλις την τελευταία στιγμή το Δεκέμβριο του 1970.83 Και στις δύο περιπτώσεις ήταν ο μηχανισμός της Gladio που είχε ενεργοποιηθεί. Πλάι σε αυτά θα υπάρχουν και καθημερινά κρούσματα «μαύρης τρομοκρατίας», με επιθέσεις, ξυλοδαρμούς και δολοφονίες αγωνιστών της Αριστεράς. Είναι σαφές ότι το ιταλικό «βαθύ κράτος» ετοιμαζόταν για τα χειρότερα και πρωτίστως για το ενδεχόμενο αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας. Αυτό είναι μια ένδειξη της όξυνσης των αντιφάσεων που διαπερνούσαν την αστική ηγεμονία εκείνη την περίοδο και της δυναμικής των πολιτικών αγώνων. Από την άλλη, όμως, σε όλη εκείνη την περίοδο, σχηματικά μέχρι το 1973, απουσιάζει από τη μεριά της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της εκείνη η στρατηγική τοποθέτηση που θα μπορούσε πραγματικά να θέσει το ζήτημα της εξουσίας και να μετασχηματίσει την κρίση της ηγεμονίας σε επαναστατική κρίση.
3.3. Ο «Ιστορικός Συμβιβασμός»
Στη συγκυρία αυτή, το Κομμουνιστικό Κόμμα κάνει σαφείς επιλογές. Εκμεταλλεύεται την ευέλικτη τακτική του μέσα στο εργατικό κίνημα, και τις νέες δυνατότητες που άνοιγε το σύστημα των εργατικών αντιπροσώπων, αυξάνει τη δύναμη των συνδικάτων που επηρεάζει, καταφέρνει να έχει πάνω από 200.000 συνδικαλιστικούς εκπροσώπους για να παρεμβαίνει στους χώρους δουλειάς, και έναν τεράστιο πολιτικό και εκλογικό μηχανισμό που μπορούσε να λειτουργεί ως σημείο εκλογικής αναφοράς ακόμη και για κομμάτια του κινήματος. Αυτή την ισχύ την προσανατολίζει πρωτίστως προς την προοπτική της συμμετοχής του σε μια κυβέρνηση. Η προηγούμενη τοποθέτηση υπέρ μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, χωρίς να εγκαταλείπεται πλήρως, αντικαθίσταται από το στόχο του «Ιστορικού Συμβιβασμού» ανάμεσα στην Αριστερά και τη Χριστιανοδημοκρατία, με στόχο την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών. Καθόλου τυχαία, το πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή χρησιμοποιείται ως επιχείρημα: η Ιταλία δεν πρέπει να γίνει Χιλή (κατά τρόπο ανάλογο που ο Τολιάτι επικαλούνταν το παράδειγμα της Ελλάδας και του Εμφυλίου για να δικαιολογήσει τη «Στροφή του Σαλέρνο»). Για άλλη μια φορά το ΙΚΚ αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη μιας «ματαιωμένης επανάστασης» και καταγράφει την επιθυμία πλήρους ενσωμάτωσης στους θεσμούς. Ο Ευρωκομμουνισμός αρχίζει να δείχνει ένα ιδιαίτερα δεξιόστροφο πρόσωπο. Ο Μπερλίνγκουερ το αποτυπώνει το φθινόπωρο του 1973 με τον καλύτερο τρόπο:
«Εμείς μιλάμε όχι για μια “αριστερή εναλλακτική κυβέρνηση”, αλλά για μια “δημοκρατική εναλλακτική λύση”, δηλαδή για την πολιτική προοπτική μιας συνεργασίας και μιας συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης με τις λαϊκές δυνάμεις καθολικής έμπνευσης. […] Η σοβαρότητα των προβλημάτων της χώρας, οι απειλές, που πάντα επίκεινται, αντιδραστικών περιπετειών και η αναγκαιότητα να ανοίξει τελικά για το έθνος ένας σίγουρος δρόμος οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής ανανέωσης και δημοκρατικής προόδου καθιστούν όλο και πιο επείγον και ώριμο το καθήκον να φτάσουμε σε εκείνο που μπορεί να οριστεί σαν ο νέος μεγάλος “ιστορικός συμβιβασμός” ανάμεσα στις δυνάμεις που συσπειρώνουν και εκπροσωπούν τη μεγάλη πλειοψηφία του ιταλικού λαού».84
3.4. Κρίση και μετάλλαξη της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς
Την ίδια στιγμή η ιταλική επαναστατική Αριστερά επίσης μπαίνει σε μια διαδικασία κρίσης. Αυτή δεν έχει να κάνει τόσο με τις πραγματικές δυναμικές στους χώρους δουλειάς. Αντίθετα, εκεί υπάρχουν ακόμη περιθώρια παρέμβασης όπως φάνηκε π.χ. από την κατάληψη στο εργοστάσιο Mirafiori της FIAT το 1973,85 τη συνεχή αύξηση των μελών των συνδικάτων, το γεγονός ότι το 1973 είχαμε τις περισσότερες απεργίες μετά το 1969.86 Ριζοσπαστικοποιούνται επίσης και οι μορφές πάλης, με τις άγριες απεργίες, τις πορείες μέσα στα εργοστάσια, τις καταλήψεις, τα διάχυτα «μπλοκαρίσματα» της παραγωγής. Φαινόταν επίσης η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης από τις μεγάλες καμπάνιες «αυτομείωσης» τιμών σε δημόσια αγαθά, όπως ο ηλεκτρισμός και οι συγκοινωνίες. Ειδικά στο Βορρά αλλά και στη Ρώμη θα υπάρχουν εκτεταμένες αρνήσεις να πληρωθούν αυξημένα κόμιστρα στα λεωφορεία ή αυξημένοι λογαριασμοί ρεύματος (με ομάδες του ίδιου του κινήματος να επανασυνδέουν στο δίκτυο τα νοικοκυριά που τους έκοβαν το ρεύμα, περιπολίες ενάντια στους εκπροσώπους των εταιριών κ.λπ.), θα υπάρξουν καταλήψεις στέγης κ.λπ., ακόμη και μαζικές επανιδιοποιήσεις από σούπερ μάρκετ (τα περίφημα «προλεταριακά ψώνια»).87 Παράλληλα, έχουμε τη μεγάλη ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων και ιδίως του φεμινιστικού, το οποίο θα παίξει καταλυτικό ρόλο, με τους αγώνες για το διαζύγιο και την έκτρωση, στον περιορισμό της επίδρασης του καθολικού συντηρητισμού στην Ιταλία και την έμπρακτη σύγκρουση με τις πατριαρχικές δομές88. Παρά αυτές τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν, η ιταλική επαναστατική Αριστερά βιώνει μια κρίση στρατηγικής. Πρώτα από όλα ήδη κατά την περίοδο 1969-1970 χάνεται η δυνατότητα να υπάρξει μια σχετικά ενιαία πολιτική εκπροσώπηση του νέου κινήματος, τόσο στους εργατικούς χώρους όσο και στη νεολαία. Παρότι στην Ιταλία η άκρα Αριστερά δεν έχει το σεχταρισμό που χαρακτήρισε άλλες χώρες και θα υπάρξει μια πολιτική κουλτούρα συνεννόησης και συνεργασίας, εντούτοις η διαμόρφωση τεσσάρων βασικών οργανώσεων θα εμποδίζει τη συγκέντρωση δυνάμεων και τη διαμόρφωση ενός πανεθνικού πολιτικού οργανισμού ικανού να αποτελέσει εναλλακτική λύση προς τα αριστερά σε σχέση με το ΙΚΚ. Παρά τη γείωση σε στρώματα του βιομηχανικού προλεταριάτου, τη νεολαία, και τη μισθωτή διανόηση, ιδίως στο Βορρά, δεν θα μπορέσουν ποτέ να έχουν ανάλογη γείωση ούτε στο Νότο, ούτε σε άλλα κοινωνικά κομμάτια που θα μείνουν προσκολλημένα είτε στο ΙΚΚ είτε στη Χριστιανική Δημοκρατία. Η ίδια η επιλογή έμφασης στην κομματική συγκρότηση και οικοδόμηση την επαύριον του πρώτου μεγάλου κύκλου αγώνων, θα επιτείνει τα προβλήματα και δεν θα επιτρέπει το ξεδίπλωμα ακόμη μεγαλύτερων πρωτοβουλιών. Σε αυτή τη βάση κάθε οργάνωση μπαίνει σε μια διαδικασία κρίσης. Η διαλεκτική κατά κάποιο τρόπο αντίφαση είναι ότι η κρίση στρατηγικής ενεργοποιείται μέσα από διαδικασίες κατά τις οποίες κάθε οργάνωση πιστεύει ότι τη φέρνουν πιο κοντά στην πολιτική αναβάθμιση. Το Manifesto πάντα ταλαντευόμενο ανάμεσα στην αναφορά στην άκρα Αριστερά και την αντίληψη ότι χωρίς μετατόπιση και του ΙΚΚ δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή συσχετισμού δύναμης προχωρά στην ενοποίηση το 1974 με την αριστερά του PSIUP (που είχε πάρει το όνομα PDUP) και άλλες μικρότερες ομάδες και φτιάχνει το PDUP per il Comunismo (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό) αν και ήδη από το ιδρυτικό συνέδριο του 1976 οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά ρεύματα είναι υπαρκτές89. H Avanguardia Operaia αποκτά όλο και πιο κομματικές δομές, εκδίδει καθημερινή εφημερίδα και προσανατολίζεται προς τη συνεργασία με το PDUP.90 Η Lotta Continua στρέφεται όλο και περισσότερο προς την πανεθνική πολιτική δράση και τον Ιανουάριο του 1975 αποκτά και επισήμως κλασική κομματική δομή με στοιχεία δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.91 Η διάχυτη αίσθηση ήταν ότι τόσο η προσπάθεια παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, όσο και η αντοχή απέναντι σε προσπάθειες σκλήρυνσης του καθεστώτος απαιτούσαν περισσότερο συγκεντροποιημένα κόμματα.92 Ακόμη και ένα κομμάτι από το φοιτητικό κίνημα του Μιλάνου μετασχηματίζεται στις αρχές του 1976 σε οργάνωση, το Movimento dei Lavoratori per il Socialismo. Στις τοπικές εκλογές του 1975 οι υποψήφιοι του PDUP και της Avanguardia Operaia παίρνουν περίπου 400.000 ψήφους. Η επιτυχία στο δημοψήφισμα για το διαζύγιο, η διαφαινόμενη εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς, κάνει τους σχηματισμούς της άκρας Αριστεράς να διαβλέπουν την πιθανότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ως αφετηρία της διαδικασίας κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, ειδικά με τη Χριστιανοδημοκρατία σπαρασσόμενη από καταγγελίες για δωροδοκίες και σκάνδαλα. Ωστόσο η πιο καθοριστική παράμετρος είναι η ανάγνωση της πολιτικής συγκυρίας που επιχειρούν μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης του 1973. Η διάχυτη αίσθηση είναι ότι η όξυνση της κρίσης σήμαινε μια επιλογή ανάμεσα σε ριζοσπαστικοποίηση και φασισμό, ενώ υποτιμάτο το ενδεχόμενο της επανασταθεροποίησης του καθεστώτος και αναδιάρθρωσης των παραγωγικών δομών. Σε αυτό το φόντο η εμπειρία της Χιλής διαβάζεται ως δυνατότητα να υπάρξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς που αναγκαστικά να πυροδοτήσει μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού και ένα νέο ριζοσπαστισμό. Η Lotta Continua στις τοπικές εκλογές του 1975 καλεί σε υπερψήφιση του ΙΚΚ.93 Στις εκλογές του Ιουνίου του 1976 που ακολουθούν, για πρώτη φορά διαφαίνεται η πιθανότητα η Αριστερά (ΙΚΚ + ΙΣΚ) να πάρει την καθαρή πλειοψηφία. Το PDUP, η Avanguardia Operaia και η Lotta Continua κατεβαίνουν στις βουλευτικές εκλογές ως «Προλεταριακή Δημοκρατία», σε ένα κλίμα όπου το αίτημα του «51% Αριστερά» ήταν διάχυτο. Όντως, το ΙΚΚ ενισχύεται, ωστόσο τα αποτελέσματα δεν οδηγούν στο στόχο της αριστερής κυβέρνησης, αλλά πολύ περισσότερο στην πιθανότητα μιας κυβέρνησης με γεωμετρία «ιστορικού συμβιβασμού». Η Προλεταριακή Δημοκρατία παίρνει ένα απογοητευτικό 1,51%.94 Το αποτέλεσμα είναι όλες οι οργανώσεις να περάσουν μέσα από μια διαδικασία κρίσης. Η Lotta Continua διαλύεται στο συνέδριο που κάνει μετά τις εκλογές και μάλιστα με μια εικόνα που συμβόλιζε το τέλος της προσπάθειας οργανωτικής οικοδόμησης της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς. Μετά το τέλος της εισήγησης από τη μεριά της καθοδήγησης, μερικές γυναίκες ανέβηκαν στη σκηνή και ανακοίνωσαν ότι το γυναικείο τμήμα θα συζητούσε χωριστά. Λίγο μετά το ίδιο έκαναν και οι αντιπρόσωποι του εργατικού τομέα. Το συνέδριο θα αποφασίσει ντε φάκτο τη διάλυση της οργάνωσης (η εφημερίδα θα συνεχίσει να κυκλοφορεί μέχρι το 1982).95 Το όλο περιστατικό σηματοδοτεί επίσης την αντιφατική ανάπτυξη των νέων κινημάτων. Ήδη έχει προηγηθεί η σύγκρουση με την ηγεσία του γυναικείου τμήματος της Lotta Continua, που το 1975 πήρε την πρωτοβουλία για μια αποκλειστικά γυναικεία διαδήλωση που οδήγησε και στην κατάληψη των κεντρικών γραφείων της οργάνωσης από τον γυναικείο Τομέα. Στο PDUP, το κομμάτι που κυρίως προερχόταν από το Μanifesto στρέφεται όλο και πιο κοντά στις ευρωκομμουνιστικές θέσεις, αποχωρεί από την Προλεταριακή Δημοκρατία, συγκροτεί τη δεύτερη εκδοχή του PDUP, μαζί με τη μειοψηφία της Avanguardia Operaia και αργότερα το MLS, και τελικά το 1984 αυτοδιαλύεται μέσα στο ΙΚΚ. Η μειοψηφία του PDUP μαζί με την πλειοψηφία της Avagnuardia Operaia διαμορφώνει το Κόμμα της Προλεταριακής Δημοκρατίας, που στη δεκαετία του 1980 θα είναι και ο μόνος κομματικός σχηματισμός της Επαναστατικής Αριστεράς. H Potere Operaio θα είναι χρονικά η πρώτη οργάνωση που θα αποφασίσει την αυτοδιάλυσή της. Η έμφαση στον επικείμενο ριζοσπαστισμό, η όλη κουλτούρα του «Κόμματος της Μιραφιόρι» και η πεποίθηση ότι ήδη μέσα στους αγώνες αναδεικνύεται μια επαναστατική εργατική υποκειμενικότητα, καθώς και η αντίληψη της επαναστατικής πολιτικής πρωτίστως ως βίαιης εξέγερσης οδηγούν στην κρίση του κομματικού μοντέλου και στην αποδοχή μιας πολύ πιο διάχυτης εκδοχής πολιτικής συγκρότησης. Το φθινόπωρο του 1973 η Potere Operaio, αδύναμη να επιλύσει το δυϊσμό ανάμεσα στη λογική της πρωτοπορίας και το γενικευμένο κινηματισμό και αδύναμη να έχει μια στρατηγική έξοδο από το δίλημμα «διάχυση στα κινήματα ή προετοιμασία της εξέγερσης στα όρια του μιλιταρισμού96», αυτοδιαλύεται και ορίζει τη μορφή δράσης από εδώ και πέρα ως Οργανωμένη Αυτονομία.97
3.5. Το κίνημα της Αυτονομίας
Το κίνημα της Αυτονομίας, όπως θα ονομαστεί, αφορά έναν ολόκληρο γαλαξία από συλλογικότητες, περιοδικά και συσπειρώσεις, με διάφορες μορφές σε όλη την Ιταλία. Περιλάμβανε εργατικές επιτροπές, φοιτητικές κολεκτίβες, έντυπα, συσπειρώσεις, κινήματα.98 Το χαρακτηριστικό του ήταν η ενεργός συμμετοχή, η ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων, η ολόπλευρη αμφισβήτηση της καπιταλιστικής καθημερινότητας, η αμφισβήτηση των ορίων της νομιμότητας και η υιοθέτηση μορφών αυτοάμυνας. Θα έχουν πρωτοπόρο ρόλο σε μεγάλα κινήματα, αλλά θα έχουν και σημαντικές πολιτικές και θεωρητικές αντιφάσεις που είναι εμφανείς ιδίως στο έργο των βασικών θεωρητικών της. Ειδικά ο Νέγκρι εκείνη την περίοδο μετατοπίζεται σε μια θεώρηση της εκμετάλλευσης ως γενικής καθυπόταξης, θεωρώντας κάθε μορφή αντίστασης, ή άρνησης της εργασίας ως αυτοαξιοποίηση, δηλαδή έμπρακτη άρνηση του νόμου της αξίας και επανιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου. «Το καθήκον μας είναι η θεωρητική επαναδιατύπωση της άρνησης της εργασίας, στο πρόγραμμα, στην τακτική, στη στρατηγική των κομμουνιστών. Σήμερα, όπως ποτέ στο παρελθόν, η άρνηση της εργασίας αποτυπώνει την κεντρικότητά της ως ένα σημείο σύνθεσης του κομμουνιστικού προγράμματος, τόσο στις υποκειμενικές όσο και στις αντικειμενικές πλευρές του. Η άρνηση της εργασίας είναι στην πραγματικότητα η πιο ειδική, υλικά καθορισμένη θεμελίωση της παραγωγικής δύναμης την οποία επανιδιοποιούμαστε για να εξυπηρετήσουμε το στόχο της εργατικής αυτοαξιοποίησης».99 Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και μέσα από τα όρια της Αυτονομίας θα υπάρξουν κριτικές στις τοποθετήσεις του Νέγκρι και την εγκατάλειψη ουσιαστικά από τη μεριά του της κεντρικότητας της εργατικής τάξης μέσα από τη διάχυση της έννοιας της εργασίας στο σύνολο της κοινωνικής αναπαραγωγής.100 Η υποτίμηση της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας και του κράτους προς όφελος σχημάτων συνολικής εκμετάλλευσης του «κοινωνικού εργάτη» από το κεφάλαιο101μπορεί να επέτρεπαν σε πρώτη φάση την θεωρητικοποίηση του δυναμικού των νέων κινημάτων και τη λογική της πολιτικοποίησης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής (σεξουαλικότητα, φύλο, πολιτισμικές πρακτικές), ωστόσο δεν μπορούσαν να ορίσουν με σαφήνεια τη δυνατότητα μιας αντικαπιταλιστικής συμμαχίας. Σε όλη τη διάρκεια του 1976 τα κινήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στο χώρο της Αυτονομίας επεκτείνονται: φεμινιστικοί αγώνες, καταλήψεις στέγης102, οι πρώτοι ελεύθεροι ραδιοσταθμοί, καμπάνιες «αυτομείωσης των τιμών».103 Οι συλλογικότητες αυτές ενισχύονται από την κρίση των οργανώσεων και μαζικοποιούνται. Ταυτόχρονα υπάρχει και μια βασική μετάλλαξη ως προς τα κοινωνικά υποκείμενα. Ενώ στην περίοδο 1967-1973 κυριαρχεί η φιγούρα αφενός του βιομηχανικού εργάτη στα μεγάλα εργοστάσια και του στρατευμένου φοιτητή, που κυριαρχούν και στις συνελεύσεις, τις τοπικές επιτροπές, τις οργανώσεις, τώρα αρχίζουν να εμφανίζονται και νέα κοινωνικά κομμάτια. Νεαροί εργαζόμενοι από τις μικρές επιχειρήσεις, από χώρους προσωρινής απασχόλησης, από την «άτυπη» οικονομία, φοιτητές μεταξύ σπουδών και περιστασιακής εργασίας, εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα (παράδειγμα οι υγειονομικοί), εργαζόμενοι στα μέσα μεταφοράς, άνεργοι.104 Τα νεολαιίστικα κινήματα αρχίζουν όλο και περισσότερο να διαμορφώνουν μια πολιτική αισθητική αρκετά διαφορετική από αυτή των παραδοσιακών οργανώσεων της Αριστεράς, για παράδειγμα μέσα από τις φιγούρες των «Μητροπολιτικών Ινδιάνων»105 ή μέσα από παρεμβάσεις όπως η διαδήλωση στη Σκάλα του Μιλάνου το Δεκέμβριο του 1976. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη φοιτητική κατάσταση το 1977. Η ακόμη μεγαλύτερη μαζικοποίηση του Πανεπιστημίου σήμαινε και ακόμη μεγαλύτερη διάψευση των προσδοκιών ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, ειδικά σε ένα περιβάλλον οικονομικής κρίσης. Μεγάλο μέρος των φοιτητών δεν είχε σκοπό να αφιερωθεί στις σπουδές του106και αυτό διαμόρφωνε και μια διαφορετική φιγούρα φοιτητή, αρκετά πιο έτοιμου να συμμετέχει σε πιο ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές.
3.6. Το κίνημα του 1977
Το αποκορύφωμα αυτής της δυναμικής θα είναι το κίνημα του 1977. Στα τέλη του 1976 και στις αρχές του 1977 ξεκινούν κινητοποιήσεις ενάντια στις αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας Malfatti (που ανάμεσα στα άλλα μεθόδευε και ένα σύστημα «δύο κύκλων σπουδών»). Το Φεβρουάριο ξεκινά κατάληψη στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, ενώ ξεσπούν μαζικές κινητοποιήσεις ύστερα από την εμφάνιση ομάδας φασιστών στο Πανεπιστήμιο και την αυταρχική απάντηση της κυβέρνησης. Οι κινητοποιήσεις επεκτείνονται και σε άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα τη μερική υπαναχώρηση της κυβέρνησης. Το ΙΚΚ τάσσεται υπέρ του να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις,107 και στέλνει το Luciano Lama, ηγέτη της Cgil, της μεγαλύτερης εργατικής συνομοσπονδίας, να εξηγήσει στους φοιτητές την ανάγκη να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις. Οι φοιτητές, με πρωτοβουλία κυρίως των Αυτόνομων απαντούν με το να εκδιώξουν τον Lama και την περιφρούρησή του από το Πανεπιστήμιο. Το απόγευμα οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας εισβάλουν στο Πανεπιστήμιο, ύστερα από αίτημα του πρύτανη υπό τα χειροκροτήματα μελών του ΙΚΚ τραυματίζοντας πολλούς φοιτητές.108 Η απάντηση είναι μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις. Στις 26-27 Φλεβάρη συνέρχεται η πρώτη συνέλευση του κινήματος. Στις 11 Μάρτη λαμβάνουν χώρα μεγάλες συγκρούσεις στη Μπολόνια (πόλη με δήμαρχο κομμουνιστή…) με τις ειδικές δυνάμεις να κινούνται στρατιωτικά εναντίον των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα το θάνατο ενός διαδηλωτή. Την επόμενη μέρα γίνεται μια τεράστια διαδήλωση στη Ρώμη, που οδηγεί σε μεγάλες συγκρούσεις με την αστυνομία. Στις μεγάλες συνελεύσεις του κινήματος και στις διαδηλώσεις καταγράφεται ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στο μιλιταριστικό κομμάτι της Αυτονομίας και άλλες τάσεις της επαναστατικής Αριστεράς.109 Διαδηλώσεις γίνονται όλο το επόμενο διάστημα, αρκετές από αυτές βίαιες. Τα πιο μιλιταριστικά κομμάτια της Αυτονομίας συμμετέχουν ένοπλα στις κινητοποιήσεις. Στις 14 Μαΐου σε διαδήλωση στο Μιλάνο ύστερα από τη δολοφονία της Giorgina Massi από αστυνομικό με πολιτικά, ένα τμήμα της Αυτονομίας επιτίθεται με όπλα στην αστυνομία σκοτώνοντας έναν αστυνομικό. Στη Μπολόνια, το φθινόπωρο, στο μεγάλο συνέδριο του κινήματος, αποτυπώνονται πάλι οι αποκλίσεις μέσα στο κίνημα. Είναι σαφές ότι το κίνημα του ’77 σηματοδοτούσε μια τομή μέσα στην ιστορία των κινημάτων, έστω και εάν δεν ήταν ένα νέο 1968.110 Από τη μια σηματοδοτούσε μια εντυπωσιακή στιγμή ριζοσπαστικοποίησης, που αμφισβητούσε το σύνολο των πλευρών της καπιταλιστικής καθημερινότητας και αναζητούσε έναν διαφορετικό τρόπο άσκησης πολιτικής, έξω και πέρα από κάθε λογική ανάθεσης, κατοχυρώνοντας τη συνέλευση ως τη βασική πολιτική μορφή. Από την άλλη, πέραν του προβλήματος που δημιουργούσε ο έρπων μιλιταρισμός, περισσότερο παρά ποτέ θα καταγραφεί η απουσία πολιτικού σχεδίου, γεγονός που δεν μπορούσε να υποκαταστήσει η επιδίωξη μιας άλλης αισθητικής και της πολιτικής και της καθημερινότητας111. Η λογική της «άρνησης της πολιτικής» στην πραγματικότητα επικυρώνει τη στρατηγική κρίση της επαναστατικής Αριστεράς. Η ύστερη αμηχανία της Αυτονομίας στις διάφορες παραλλαγές της, και η ταλάντευση ανάμεσα στην πλήρη διάχυση στα κινήματα και τη μιλιταριστική σύλληψη της εξέγερσης ως υποκατάστατο της επαναστατικής στρατηγικής, θα αποτυπώνουν, στην πραγματικότητα, τα πρώτα σημάδια κρίσης και αυτού του ρεύματος. Η ιδιαίτερη παρουσία των νεολαιίστικων κομματιών και η σχετικά μικρότερη βαρύτητα των αμιγώς εργατικών κομματιών, παρά την προσπάθεια του Νέγκρι να θεωρητικοποιήσει το «νέο υποκείμενο» μέσα από την έννοια του «κοινωνικού εργάτη» που μπορούσε να χωρέσει τους πάντες, αποκάλυπτε μια πρώτη αποστασιοποίηση από την εργατική βάση. Αυτό σήμαινε ότι και μέσα στο ίδιο το κίνημα του 1977 η ηγεμονία της Αυτονομίας ήταν σε μεγάλο βαθμό συγκυριακή και διακυβευόμενη, αποτελούσε περισσότερο το αποτέλεσμα του ότι η Αυτονομία ήταν καλύτερα προσανατολισμένη όχι στο να δώσει στρατηγικές απαντήσεις, αλλά στο να μπορεί να ανταποκριθεί στα ίδια τα χαρακτηριστικά του κινήματος και της πρωτοπορίας του. Ο Sergio Bologna παρατηρεί: «Αυτό που νομιμοποιούσε [την Αυτονομία] στην ως “ηγετική μειοψηφία” στην πρώτη φάση των καταλήψεων ήταν η σχέση της με τη νέα ταξική σύνθεση, με το προλεταριάτο του τριτογενούς σε μια μεγάλη τριτογενοποιημένη πόλη όπως η Ρώμη, με το δίκτυο των εργοστασιακών πρωτοποριών […] με τις ανάγκες των προλεταρίων φοιτητών. […] Το γεγονός ότι κατανοούσαν και υποκειμενικά ανάμεναν μαζικές συμπεριφορές που δεν ήταν διαπιστώσιμες στο κίνημα διαμαρτυρίας του ’68 ή του Θερμού Φθινόπωρου – αυτό το γεγονός επέτρεψε στους ανθρώπους της Οργανωμένης Αυτονομίας – αν και για σύντομο διάστημα – να προωθήσουν ένα πρόγραμμα που αντιστοιχούσε στην εξελισσόμενη ταξική σύνθεση. Η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις τάσεις των Αυτόνομων και το ευρύτερο κίνημα ήταν ανάλογη με τη σχέση ανάμεσα στις αναρχικές ομάδες και τις μάζες στη Σορβόννη το Μάη του 1968».112 Την ίδια στιγμή το ΙΚΚ ολοκληρώνει τη δεξιά μετατόπισή του και τον μετασχηματισμό του σε καθεστωτικό κόμμα. Με τη γραμμή της «Εθνικής Αλληλεγγύης» το ΙΚΚ αποφασίζει μετά τις εκλογές του 1976 να στηρίξει ουσιαστικά την κυβέρνηση Αντρεότι, μια κυβέρνηση που αποφασίζει πολιτικές λιτότητας, περιορισμένων αυξήσεων μισθών, αυξήσεων τιμών σε βασικά είδη, κατάργησης αργιών. Τέλος, και καθώς αρχίζουν να πληθαίνουν τα κρούσματα ένοπλης βίας, το ΙΚΚ γίνεται ένθερμος οπαδός των πιο σκληρών αντιτρομοκρατικών νομοθετημάτων, μετατρεπόμενο σε ανοιχτά καθεστωτική δύναμη.113 Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ισχυρή παρουσία του ΙΚΚ σε θεσμούς όπως δημαρχίες και τοπικές κυβερνήσεις του έδινε ένα ολόκληρο περιθώριο να έχει το δικό του μερτικό στην κρατική διαχείριση. O Αλμπέρτο Αζόρ Ρόζα, παλιός εργατιστής, θεωρητικοποιεί την κατασταλτική αντιμετώπιση του κινήματος μέσα από την περίφημη θεωρία των «Δύο κοινωνιών». Σύμφωνα με αυτό υπάρχουν πλέον δύο κοινωνίες, η μία που αφορά τα «εξασφαλισμένα» και παραγωγικά κομμάτια και η άλλη που αφορά τα «περιθωριακά», και εξ ορισμού μη παραγωγικά σε σχέση με τους εργάτες, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε και ως υποδεέστερα.114
3.7. Το ένοπλο αδιέξοδο
Η αποτυχία του κινήματος του 1977 να αποτελέσει ένα δεύτερο κύμα απεργιακού ξεσηκωμού μετά την περίοδο 1967-1969 και η κρίση στρατηγικής της επαναστατικής Αριστεράς σε όλες τις παραλλαγές της, οδήγησαν σε μια ιδιαίτερη μαζικοποίηση των ένοπλων οργανώσεων και σε μια μεγάλη αύξηση των πράξεων ένοπλης βίας.
Όταν μιλάμε για τις ένοπλες αριστερές οργανώσεις της Αριστεράς στην Ιταλία θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο με ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό βάθος.115 Εάν θα θέλαμε να αναζητήσουμε τις ρίζες της ανάπτυξης τέτοιων τάσεων θα βλέπαμε: α) Την ιδιαίτερη αίγλη που είχε ο αντιφασιστικός αγώνας και η ένοπλη αντίσταση, ειδικά στο Βορρά, όπου αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1945. Τα όπλα των παρτιζάνων που ποτέ δεν παραδόθηκαν όλα και περιμένουν τη στιγμή που θα ξαναβγούν, στοίχειωσαν τη συλλογική μνήμη πολλών κομματιών της Αριστεράς, τόσο στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση (στη σκέψη των αγωνιστών του ΙΚΚ), όσο και αργότερα.116 β) Την ένταση της μαύρης τρομοκρατίας και της δράσης φασιστικών ομάδων και τμημάτων των μυστικών υπηρεσιών. Ειδικά μετά την έκρηξη στην Piazza Fontana το 1969, η διάχυτη αίσθηση ενός επικείμενου πραξικοπήματος έδινε επιχειρήματα υπέρ της προετοιμασίας και για ένοπλη δράση. Άλλωστε, σε εκείνη την περίοδο το σύνολο των οργανώσεων της Αριστεράς θα έχουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και παράνομους μηχανισμούς για την αυτοπεριφρούρηση σε περίπτωση όξυνσης της επίθεσης του κράτους και των φασιστών. Το κλίμα αποτυπώνει ο E. Gallo: «Το κίνημα της Αριστεράς βρίσκεται ανέτοιμο μπροστά στη σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα. Δεν έχει όπλα να αντιπαραθέσει στις απόπειρες πραξικοπήματος, στην υπεροχή των φασιστών, στην αλαζονεία της αστυνομίας και στη στρατηγική των κρατικών σφαγών».117 γ) Την αίγλη που είχαν τα αντάρτικα κινήματα σε όλο τον κόσμο, είτε στη Λατινική Αμερική, είτε στην Ινδοκίνα. Ιστορικά, οι πρώτες οργανώσεις που εμφανίστηκαν έχουν περισσότερο το χαρακτήρα του «ένοπλου αντιιμπεριαλισμού και αντιφασισμού»118 και εμπνέονται τόσο από την ανάμνηση της Αντίστασης όσο και από τα αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής. Χρονικά πρώτη εμφανίζεται η οργάνωση XXII Οκτώβρη, με δράση κυρίως στην περιοχή της Γένοβας. Έπειτα ήταν η GAP την οποία θα ιδρύσει ο αριστερός εκδότης Φελτρινέλι, ο οποίος και θα βρει τραγικό θάνατο στην προσπάθειά του να τοποθετήσει βόμβα σε ηλεκτρικό πυλώνα το 1972. Την ίδια περίοδο αρχίζουν να διαμορφώνονται οι μεγάλες οργανώσεις της ένοπλης δράσης. Η πρώτη θα είναι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες.119 Η ιστορία της διαμόρφωσής της προκύπτει μέσα από την ανάγνωση που κάνουν της συγκυρίας μετά το 1969. Ιστορικά οι πολιτικές εμπειρίες στελεχών τους θα είναι μέσα από την καρδιά των κινημάτων και των κοινωνικών συγκρούσεων στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Ο Ρενάτο Κούρτσιο και η Μάρα Καγκόλ θα βγουν από το φοιτητικό κίνημα στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο, που ήταν ιδιαίτερα πρωτοπόρο στη θεωρητική προσπάθεια αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εκπαίδευσης.120 Ο Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι και μια ομάδα γύρω από αυτόν μέσα από την κρίση στο εσωτερικό της Κομμουνιστικής Νεολαίας.121 Σύντομα οι αναζητήσεις τους θα μετατοπιστούν προς μια προσπάθεια θεωρητικοποίησης της ανάγκης για μια επαναστατική Αριστερά, αρχικά μέσα από την «Μητροπολιτική Πολιτική Κολεκτίβα» και αργότερα μέσα από την «Προλεταριακή Αριστερά»,122όπου και αρχίζουν να διατυπώνονται οι πρώτες σκέψεις για την ανάγκη περάσματος (και) στον ένοπλο αγώνα.123 Η προσπάθεια όλη εκείνη την περίοδο είναι να αποκτηθούν οι πρώτες βάσεις, ιδίως σε βιομηχανικούς χώρους του Βορρά και σε μεγάλα εργοστάσια. Οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» εμφανίζονται με τις πρώτες ενέργειες και κείμενα αυτοπαρουσίασής τους στα τέλη του 1970 και τις αρχές του 1971.124 Ο τόνος σε αυτή την πρώτη φάση είναι πολύ περισσότερο μιας ένοπλης προπαγάνδας, σε οργανική σχέση με το κίνημα, σε συνδυασμό με την παράλληλη προσπάθεια οικοδόμησης ενός παράνομου μηχανισμού. Το θέμα που θέτουν είναι αυτό της διαμόρφωσης μιας ένοπλης πρωτοπορίας της ίδιας της εργατικής τάξης και απορρίπτουν μια γκεβαρική αντίληψη «εστιών» δράσης.125 Αυτό θα είναι και μια ριζική πρωτοτυπία σε σχέση με άλλες οργανώσεις ένοπλης δράσης την εποχή εκείνη, που προσπαθούν κυρίως να αναπαράγουν το λατινοαμερικάνικο πρότυπο μέσα στη Δυτική Ευρώπη. Οι πρώτες ενέργειες ακολουθούν το πρότυπο της ένοπλής προπαγάνδας με έμφαση στους εργατικούς αγώνες: Καταστροφές οχημάτων επιχειρήσεων, συμβολικές απαγωγές στελεχών των επιχειρήσεων, της Sit-Siemens και της FIAT. Οι ενέργειες αυτές, μέσα στο όλο κλίμα της εποχής, αντιμετωπίζονται συχνά με θετικό τρόπο από μερίδες εργατών και κομμάτια του κινήματος. Από τα τέλη του 1972 εγκαταλείπεται η μορφή ημι-παρανομίας που είχαν τότε και υιοθετείται μια λογική πλήρως παράνομης οργάνωσης, πάντα με τη λογική ότι ο στόχος δεν είναι να αποτελέσουν το ένοπλο χέρι του κινήματος, αλλά μια διαδικασία περάσματος του ίδιου του κινήματος προς την ένοπλη πάλη, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας.126 Στις αρχές του 1975 – καθόλου τυχαία στην κορύφωση της περιόδου όπου όλα τα πολιτικά ρεύματα μετατοπίζονται από το κίνημα προς την κεντρική πολιτική συγκρότηση – πρωτοδιατυπώνουν πλάι στην ανάλυση για το Ιμπεριαλιστικό Κράτος των Πολυεθνικών και τη θέση για την ανάγκη χτυπήματος στην καρδιά του κράτους.127 Αυτό σήμαινε τη στροφή προς μια πολύ πιο άμεση αντιπαράθεση με το κράτος και όχι απλώς την ένοπλη προπαγάνδα όπως αποτυπώνεται στην πρώτη απόφαση της «Στρατηγικής Διοίκησης».128 Η σύλληψη της ιστορικής ηγεσίας για ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στο «χτύπημα στην καρδιά του κράτους» αποτυπώνεται στην κλιμάκωση της δράσης από τα τέλη του 1975 και μετά. Στο μεταξύ η οργάνωση μαζικοποιείται, όπως και άλλες ένοπλες οργανώσεις, καθώς ένα δυναμικό βλέπει ολοένα και περισσότερο την ένοπλη δράση ως τη μόνη απάντηση στην κρίση στρατηγικής της επαναστατικής Αριστεράς και την οριστική ενσωμάτωση του ΙΚΚ στη στρατηγική της «Εθνικής Αλληλεγγύης». Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας ήταν η απαγωγή Μόρο το Μάρτιο του 1978. Η απαγωγή ενός πολιτικού της Χριστιανοδημοκρατίας που αποτελούσε τον βασικό εμπνευστή των κυβερνήσεων της Κεντροαριστεράς στη δεκαετία του 1960129 και ήταν τότε από τους βασικούς υποστηρικτές της συνεργασίας με το ΙΚΚ αποσκοπούσε αφενός στο να υπονομεύσει τη διαδικασία του «Ιστορικού Συμβιβασμού» αφετέρου στο να υποχρεώσει το κράτος να συνομιλήσει με την ένοπλη Αριστερά και να της προσφέρει πολιτική αναγνώριση. Απέναντι σε αυτή την προοπτική τα πιο σκληρά κέντρα μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς και τη Χριστιανοδημοκρατία (ΧΔ) αποφασίζουν να αρνηθούν κάθε διαπραγμάτευση και ουσιαστικά να θυσιάσουν τον Μόρο, για να αξιοποιήσουν το γεγονός ως αφετηρία συνολικής επανασκλήρυνσης ολόκληρου του πολιτικού συστήματος απέναντι σε κάθε εκδοχή πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Ο ίδιος ο Μόρο που συνειδητοποιεί το παιχνίδι που οι ηγέτες της ΧΔ παίζουν σε βάρος του προσφέρει στη διάρκεια της ανάκρισής του ένα πλήθος από πληροφορίες που πρακτικά ισοδυναμούσαν με την αποκάλυψη της Gladio καθώς και συνολικά των όρων άρθρωσης των σχέσεων κράτους, μυστικών υπηρεσιών, ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η ηγετική ομάδα των Ερυθρών Ταξιαρχιών (ΕΤ), εγκλωβισμένη στη λογική τής με κάθε τρόπο πολιτικής αναγνώρισης και έχοντας ταυτίσει την πολιτική απήχηση με την «επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα», υποτιμά τις αποκαλύψεις που έχει στα χέρια της, δεν τις δημοσιοποιεί και προχωρά στην εκτέλεση του Μόρο για να δείξει ότι μπορεί να φέρνει σε πέρας τις απειλές της. Το ΙΚΚ συντάσσεται πλήρως με την κυρίαρχη στρατηγική και συναινεί σε όλες τις προσπάθειες σκλήρυνσης του κατασταλτικού μηχανισμού. Ταυτόχρονα, η κλιμάκωση της δράσης των ΕΤ αντικειμενικά ασκεί τεράστια πολιτική πίεση στο σύνολο των τάσεων της επαναστατικής Αριστεράς και ειδικά της Εργατικής Αυτονομίας, καθώς όχι μόνο καλούνται να διαμορφώσουν τους όρους μιας ισορροπίας του τύπου «ούτε με το κράτος – ούτε με τις ΕΤ» αλλά και βρίσκονται αντιμέτωπες με την προσπάθεια ποινικοποίησης, και μάλιστα ως τρομοκρατικών, ενός πολύ ευρύτερου συνόλου κοινωνικών και πολιτικών δράσεων. Αποκορύφωμα θα είναι η ψήφιση δρακόντειων αντιτρομοκρατικών νόμων καθώς και η προσπάθεια ποινικοποίησης πολιτικών χώρων, ιδίως της Εργατικής Αυτονομίας, με αποκορύφωμα τη μαζική σύλληψη στις 7 Απρίλη του 1979 δεκάδων στελεχών της, διανοουμένων κ.λπ., με βάση ένα θολό κατηγορητήριο που λίγο-πολύ τους θεωρούσε πολιτικούς καθοδηγητές και οργανωτές της ένοπλης πάλης στην Ιταλία. Όπως θα παρατηρηθεί λίγα χρόνια αργότερα: «Η ήττα του κινήματος του ’77 αρχίζει με την απαγωγή και την εκτέλεση του Άλντο Μόρο».130 Η οργάνωση, τροφοδοτημένη και από ένα νεώτερο δυναμικό, το οποίο στρατολογεί αρκετά μαζικά στο κλίμα απογοήτευσης αλλά και διάχυτου μιλιταρισμού μετά το τέλος του κινήματος του 1977, κλιμακώνει τη δράση της μέχρι το 1981. Χαρακτηριστικό πια, όπως και στις άλλες ένοπλες αριστερές οργανώσεις, είναι η θεώρηση της βίας περίπου ως αυτοσκοπού, μέσα από αυτό που έχει οριστεί ως πέρασμα από την ένοπλη προπαγάνδα στην αυτοπροπαγάνδα. Όπως παρατηρεί εύστοχα και ο E. Gallo: «Η οργάνωση για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της, για να αυτοαναπαραχθεί, καταλήγει να υποκαταστήσει πλήρως τις μάζες. Κάνει την “επανάσταση” που “κηρύσσει”, “εξεγείροντας” τους αγωνιστές εναντίον του εχθρού. Τα πάντα: ενέργεια, δυνάμεις, μέσα θυσιάζονται προκειμένου να δείξουν ή να “φανεί” ότι αυτό που διακηρύσσεται είναι όντως πραγματικότητα. Η τελική φάση του μιλιταρισμού και της τρομοκρατίας ανταποκρίνεται σε αυτή την ακαθόριστα μπλανκιστική “λογική”».131 Παράλληλα, ήδη από το 1979 αρχίζουν να υπάρχουν διαφωνίες σε σχέση με την κυρίαρχη στρατηγική132 και ένας κύκλος διαιρέσεων και διασπάσεων. Στο Μιλάνο μάλιστα η φάλαγγα Walter Alasia, που αυτονομείται από την υπόλοιπη οργάνωση, προσπαθεί για ένα σύντομο διάστημα να ανασυνθέσει την πρακτική ενός ιδιότυπου «ένοπλου συνδικαλισμού» με γείωση στα μεγάλα εργοστάσια.133 Από τα τέλη του 1981 η οργάνωση με ενιαία μορφή δεν υπάρχει, ενώ την ίδια περίοδο αρχίζουν τα μεγάλα κατασταλτικά χτυπήματα, εμφανίζονται οι πρώτοι μεταμελημένοι και γίνονται οι μαζικές συλλήψεις. Από το 1982-83 και μετά η ιστορική ηγεσία που βρίσκεται μέσα στις φυλακές παραδέχεται το τέλος του ιστορικού κύκλου της ένοπλης πάλης και προσεγγίσει πλέον αυτοκριτικά την ένοπλη δράση.134 Λίγο μετά την ίδρυση των ΕΤ θα υπάρξει και μια ακόμη οργάνωση, από ένα διαφορετικό περιβάλλον. Στην περίοδο 1969-1971 αρκετά μέλη οργανώσεων της Επαναστατικής Αριστεράς θα βρεθούν στη φυλακή, θα διαπιστώσουν την άθλια κατάσταση στις φυλακές και θα έχουν συμβολή σε εξεγέρσεις και στην πολιτικοποίηση ποινικών κρατουμένων. Ειδικά η Lotta Continua θα θεωρήσει τη δουλειά αυτή βασικό τομέα δράσης σε πρώτη φάση. Το κομμάτι αυτό βγαίνοντας από τη φυλακή θα είναι και το πιο αποφασισμένο να περάσει στην ένοπλη δράση, καθώς απογοητεύεται από τη, στα μάτια του, «νομιμόφρονα» δράση των οργανώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο ένα κομμάτι αυτού του τομέα της Lotta Continua μαζί με πολιτικοποιημένους ποινικούς ιδρύει τους «Ένοπλους Προλεταριακούς Πυρήνες» (NAP) και έχει μια έντονη δράση για ένα διάστημα, πριν ένα μέρος του ενταχθεί στις Ερυθρές Ταξιάρχες.135 Η άλλη μεγάλη ένοπλη οργάνωση θα είναι η Prima Linea (Πρώτη Γραμμή).136 Αυτή θα προέλθει κυρίως από ένα δυναμικό που αποδεσμεύεται είτε από την Potere Operaio είτε – και κυρίως – από την Lotta Continua, ιδίως την περιφρούρησή της. Μέσα στη συγκυρία της κρίσης θα συγκροτηθεί σε ένοπλη οργάνωση στις αρχές του 1976. Θα τροφοδοτηθεί και αυτή από ένα δυναμικό που αναζητούσε διέξοδο στο πλαίσιο των αντιφάσεων του κινήματος του 1977. Σε αντίθεση με τις ΕΤ, θα στραφεί όχι μόνο σε στόχους στην «καρδιά του κράτους», αλλά και σε πανεπιστημιακούς, τεχνοκράτες, ακόμη και σχετικά προοδευτικούς δικαστικούς. Παρότι λιγότερο λενινιστική σε σχέση με τις ΕΤ και με μεγαλύτερη έμφαση στη θεωρητική προσέγγιση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των νέων μορφών άρθρωσης της αστικής εξουσίας, θα αποτύχει να απεγκλωβιστεί από το φαύλο κύκλο της βίας ως αυτοσκοπού.137 Σχετικά σύντομα θα δεχθεί πολλά χτυπήματα, ενώ θα έχει σημαντικό ποσοστό μετανοημένων και συνεργατών της αστυνομίας, κάτι που θα οδηγήσει στην αποδιάρθρωσή της. Το 1983 δηλώνει ότι αναστέλλει τη δράση της. Παράλληλα με τις μεγάλες οργανώσεις θα υπάρξει ένας πραγματικός γαλαξίας ένοπλων οργανώσεων, που ήρθε να συμπληρώσει τα συχνά ασαφή όρια μεταξύ μαχητικότητας και παραβατικότητας, που ούτως ή άλλως υπήρχαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε τμήματα των μεγάλων οργανώσεων της άκρας Αριστεράς. Άλλωστε, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι το φαινόμενο της ένοπλης βίας στην Ιταλία ήταν ένα φαινόμενο μαζικό, και έστω και αντιφατικά σε σύνδεση με το κίνημα. Ως μια εικόνα της κλίμακας του φαινομένου αρκεί να πούμε ότι στην Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του 1980 κρατούνταν περίπου 4.000 κατηγορούμενοι για τρομοκρατία. Είναι απολύτως σαφές ότι ήταν ένα ολόκληρο κομμάτι του κινήματος που έκανε αυτή την επιλογή και ότι συνολικά αρκετές χιλιάδες αγωνιστές με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στρατεύτηκαν στην υπόθεση του ένοπλου αγώνα, συχνά παράλληλα ή μετά από τη ενεργό δραστηριοποίησή τους μέσα σε μεγάλους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες.138 Όπως παρατηρεί και η Nadia Ponti: «Η γέννηση του ένοπλου αγώνα ήταν μια απελπισμένη και σίγουρα ειλικρινής προσπάθεια υπεράσπισης εκείνων των ενδείξεων μιας ελπίδας για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής που έμοιαζαν να χάνονται από μπροστά μας, το αντάλλαγμα ήταν μια αύξηση στο μισθό, ενώ υπήρχε η απειλή της απόλυσης, η καταστολή και η τρομοκρατία των σφαγών. Ήταν μια υποχρεωτική επιλογή για όποιον ήθελε να πάρει το εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την επανάσταση».139 Η παρατήρηση αυτή δεν αναιρεί το ότι η καταφυγή στον ένοπλο αγώνα αποτέλεσε ένα στρατηγικό λάθος και δεν μπόρεσε να απαντήσει στο κενό επαναστατικής στρατηγικής για την εξουσία. Η για δεύτερη ουσιαστικά φορά ματαιωμένη Ιταλική Επανάσταση δεν μπορούσε να υποκατασταθεί από τη λογική της παραδειγματικής βίας, ειδικά όταν αυτή έπαιρνε όλο και πιο μιλιταριστικά χαρακτηριστικά και αποκοβόταν από πραγματικές δυναμικές και την καθημερινή αναμέτρηση με την πολιτική του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα οι ένοπλες οργανώσεις, ιστορικό κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς, είναι και κομμάτι της κρίσης της. Όπως θα παραδεχτούν αυτοκριτικά στις αρχές του 1983 μέλη της ιστορικής ηγεσίας των ΕΤ: «[Η] αντιπαράθεση ανάμεσα στην επανάσταση και στην αντεπανάσταση δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με τις “ένοπλες ενέργειες”. Είναι μια σύγκρουση πολύ σημαντική, που διεξάγεται 24 ώρες το 24ωρο, 365 μέρες το χρόνο? είναι μια σύγκρουση που διαμορφώνει με επαναστατικό τρόπο όλες τις πρακτικές μας ή εμποδίζει μια τέτοια διαμόρφωση. Αυτή είναι η πρώτη μάχη που χάσαμε.140 Είπαμε και πιο πάνω ότι η απάντηση του κράτους στις ένοπλες οργανώσεις ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Όχι μόνο θα αξιοποιηθούν τα περιθώρια παρατεταμένης προφυλάκισης, αλλά και η δυνατότητα μείωσης των ποινών μέσω της «αποκήρυξης της τρομοκρατίας» («μετανοημένοι»), ειδικά εάν συνδυαζόταν και με τη συνδρομή στις δικαστικές αρχές, που δεν αφορούσε μόνο την προσπάθεια εξάρθρωσης των ένοπλων οργανώσεων, αλλά ήταν πρωτίστως ένας τρόπος να τσακιστεί το όποιο ηθικό ανάστημα του κινήματος, να σταλεί το μήνυμα της ήττας προς όλες τις κατευθύνσεις. Επιπλέον, το άλλο χαρακτηριστικό θα είναι ότι η προσπάθεια αυτή ποινικοποίησης είναι ακόμη ενεργή, με διώξεις ακόμη και των όποιων αγωνιστών αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γαλλία, με αναδρομικές καταδίκες για παλιά περιστατικά και με σκευωρίες ακόμη και εναντίον παλαιών ηγετικών προσωπικοτήτων των μαζικών οργανώσεων, όπως του ιστορικού ηγέτη της Lotta Continua Adriano Sofri.
3.8 Η στιγμή της ήττας
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την επαναστατική Αριστερά να έχει ήδη μπει σε μια περίοδο κρίσης, τόσο εξαιτίας του ελλείμματος στρατηγικής όσο και εξαιτίας της πολυεπίπεδης κρατικής κατασταλτικής βίας, αλλά και με την καπιταλιστική κρίση να έχει αρχίσει να αποσαθρώνει μέρος των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος, οι δυνάμεις του κεφαλαίου αποφασίζουν να αντεπιτεθούν μετωπικά. Καθόλου τυχαία αποφασίζουν να χτυπήσουν εκεί όπου όλα ξεκίνησαν, εκεί όπου σε προηγούμενες στιγμές ήταν και η μεγαλύτερη ισχύς του εργατικού κινήματος, στη FIAT. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1980 η FIAT ανακοίνωσε ότι θα απολύσει 14.000 εργάτες. Το συνδικάτο αποφάσισε να κηρύξει απεργία διαρκείας. Η απεργία θα διαρκέσει 35 μέρες, και ήταν η μεγαλύτερη απεργία σε μία μόνο επιχείρηση.141 Το ΙΚΚ συμπαραστέκεται στην απεργία και συμβολικά ο Μπερλίνγκουερ πηγαίνει στις πύλες του εργοστασίου. Στις 14 Οκτώβρη 20.000 εργαζόμενοι της FIAT, κυρίως προερχόμενοι από ειδικότητες γραφείων, επιστάτες, φύλακες, τεχνικοί, κάνουν πορεία στο κέντρο του Τορίνο καταγγέλλοντας το σωματείο και την απεργία. Τα συνδικάτα πανικοβάλλονται στο ενδεχόμενο να χάσουν αυτά τα στρώματα και σπεύδουν να υποχωρήσουν. Η εργοδοσία επιβάλλει τελικά ακόμη χειρότερους όρους, και τελικά απολύονται 23.000 εργαζόμενοι. Η ψηφοφορία στα εργοστάσια γίνεται βιαστικά και ενάντια στη θέληση του μεγαλύτερου μέρους των εργατών. Οι απολύσεις είναι επιλεκτικές και επικεντρώνουν στους πολιτικοποιημένους εργαζομένους με αναφορά στο κίνημα, στους νέους, στις γυναίκες, στα άτομα με αναπηρίες και προβλήματα υγείας. Αποτέλεσμα είναι να υπάρξει δραματική μείωση της εργατικής μαχητικότητας μέσα στο εργοστάσιο. Το 1980 η FIAT έχασε από απεργίες 13,5 εκατομμύρια ανθρωποώρες. Το 1981 μόλις ένα εκατομμύριο.142 Το αποτέλεσμα θα είναι η FIAT να προχωρήσει σε τεράστιας κλίμακας αναδιαρθρώσεις, να απολύσει ακόμη περισσότερους εργαζομένους, να εισάγει ρομποτικά συστήματα στην αλυσίδα παραγωγής. Στα μέσα στης δεκαετίας του 1980 τα εργοστάσια της FIAT από προπύργια της εργατικής αμφισβήτησης της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας έγιναν από τα πιο αναδιαρθρωμένα και παραγωγικά εργοστάσια σε όλη την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία.143Όπως θα παρατηρήσει και ο Marco Revelli, στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη θα είναι ότι η διοίκηση της FIAT αξιοποίησε έναν ιδιότυπο μηχανισμό «σχεδιασμένης ανασφάλειας» για να επιβάλει το πέρασμα από μια «ηθική της αλληλεγγύης» σε μια «ηθική της επιβίωσης» μέσα στην εργατική δύναμη, να επιβάλει εξατομικευμένες συμπεριφορές και να σπρώξει τα στρώματα των διοικητικών και των τεχνικών προς την προσφορά υποταγής στη διοίκηση με αντάλλαγμα την εργασιακή ασφάλεια.144 Ένας κύκλος εργατικός αγώνων θα έχει κλείσει. Σαν πικρός επίλογος η Αριστερά θα ηττηθεί στο δημοψήφισμα του 1985, το οποίο κατάργησε τη scala mobile, την ιταλική εκδοχή αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών.145
4. Αντί επιλόγου
Είναι σαφές ότι στην Ιταλία το «1968» κράτησε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό σχηματισμό. Για σχεδόν δύο δεκαετίες η Ιταλία αποτέλεσε ένα πραγματικό εργαστήρι κινηματικών, πολιτικών και θεωρητικών εμπειριών, από τα πιο σημαντικά στη νεώτερη Ευρωπαϊκή ιστορία. Περισσότερο από οπουδήποτε αλλού η επαναστατική Αριστερά θα πάρει χαρακτηριστικά πολιτικού ρεύματος με πραγματική κοινωνική γείωση και ικανότητα εκπροσώπησης κοινωνικών κομματιών. Ως ιστορική εμπειρία προσφέρει σημαντικά συμπεράσματα: ότι μπορούν να υπάρξουν συνθήκες που να θέτουν την επικαιρότητα της επανάστασης στους μητροπολιτικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς, ότι το όριο της ενσωμάτωσης της ρεφορμιστικής Αριστεράς είναι ο μετασχηματισμός σε στήριγμα του καθεστώτος, ότι η επαναστατική Αριστερά δεν ήταν απλώς διακριτό ρεύμα αλλά πραγματικό ρήγμα μέσα στη δυναμική του αγώνα.
Τα πραγματικά ωστόσο ανοιχτά ερωτήματα ως προς την επαναστατική στρατηγική, η απουσία μιας ενωτικής πανεθνικής επαναστατικής οργάνωσης την επαύριον του «Καυτού Φθινοπώρου», ο τρόπος που η ρεβιζιονιστική μετάλλαξη του ΙΚΚ θα το κάνει να λειτουργήσει σε κρίσιμες στιγμές ως καθεστωτική δύναμη, ο τρόπος που τέθηκε το ζήτημα της ένοπλης πάλης, το βάρος μιας τεράστιας επιχείρησης καταστολής, δυσφήμισης και αποδιάρθρωσης ενάντια στο κίνημα, όλα αυτά είχαν ως συνέπεια την ήττα. Κατά μια παράξενη διαλεκτική ό,τι αποτελούσε το ισχυρό σημείο των διάφορων παραλλαγών της Αριστεράς μετατρεπόταν τελικά και σε εμπόδιο: η πανεθνική απήχηση του ΙΚΚ το εγκλώβισε σε μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης και το έκανε να απεμπολήσει το στόχο της εξουσίας, η κινηματική γείωση της άκρας Αριστεράς την έκανε να παραβλέπει ότι αν και όντως η «ηγεμονία ξεκινά από το εργοστάσιο» (Γκράμσι) δεν τελειώνει εκεί, η πραγματική αναμέτρηση με το ερώτημα της ένοπλης εξέγερσης οδήγησε σε ένα αυτοκτονικό φαύλο κύκλο βίας. Αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι για ένα μεγάλο διάστημα το στοίχημα παίχτηκε στην Ιταλία περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη Δυτική Ευρώπη. Γι’ αυτό και είναι μια εμπειρία που πρέπει να μελετηθεί από όσους εξακολουθούν να αναφέρονται στη δυνατότητα μιας επαναστατικής Αριστεράς. Παραφράζοντας ένα παλιό τραγούδι των παρτιζάνων:
«Sindicalismo di base e democrazia sindicale: dall’ autonno caldo quale modello di sindicato”, 2002, http://www.proteo.rdbcub.it/article.php3?id_article=186
145 Abse όπ. π., σσ. 38-39.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου