|
από
http://danliterature.wordpress.com/albert-camus-the-stranger/albert-camus-the-fall/ |
Ο Μύθος του Σίσυφου
Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ' όπου η πέτρα, με το βάρος της, ξανάπεφτε. Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ' τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.
Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι ο συνετότερος των θνητών. Μια άλλη, όμως, παράδοση τον παρουσιάζει σαν ληστή. Δε βλέπω εδώ καμιά διαφορά. Οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης του Άδη. Κατ' αρχάς του καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Η Αίγινα, κόρη του Ασωπού, αρπάχτηκε από τον Δία. Ο πατέρας ταράχτηκε απ' την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο. Αυτός, που ήξερε για την αρπαγή, υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει, με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο. Για τους ουράνιους κεραυνούς, θα δεχτεί την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα της έρημης και σιωπηλής αυτοκρατορίας του.Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε το Θάνατο από τα χέρια του νικητού του.
Λένε ακόμα πως όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος θέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη της γυναίκας του. Τη διέταξε ν' αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξανάδε την όψη αυτού του κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά. Οι προσκλήσεις, οι θυμοί κι οι συμβουλές δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια αφέθηκε στην καμπύλη του κόλπου, στη λάμψη της θάλασσας και στα χαμόγελα της γης. Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε να πιάσει τον θρασύ από το σβέρκο και, αποσπώντας τον απ' τις χαρές του, τον ξανάφερε με τη βία στον Άδη όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.
Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο απ' το μαρτύριό του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή του στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το είναι χωρίς ανταμοιβή. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη. Δε μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχνονται για να τους ζωογονεί η φαντασία. Σ' αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού ν' ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει και να την κάνει ν' αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατέβει εκατό φορές. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το κολλημένο πάνω στην πέτρα μάγουλο, τον ώμο που δέχεται το λασπωμένο όγκο, το πόδι που τον στηρίζει, τη διαστολή των μυώνων, την ανθρώπινη σιγουριά δυο χεριών γεμάτων γη. Στο έπακρο αυτής της τρομερής προσπάθειας, της μετρημένης με το χωρίς ουρανό διάστημα και το χωρίς βάθος χρόνο, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος τότε, κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν το χαμηλό κόσμο απ' όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.
Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ' ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο. Αυτή η ώρα που είναι σα μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια απ' τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά - σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.
Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση. Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής τους: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκή η κατάβασή του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.
Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά. Αυτή η φράση δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι ακόμα τον Σίσυφο να ξαναπηγαίνει προς το
βράχο του και τον πόνο ν' αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη, όταν η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται όλη η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, γίνεται βράχος ο ίδιος. Η αμέτρητη λύπη είναι ανυπόφορη. Είναι οι νύχτες μας στη Γεσθημανή. Μα οι αβάσταχτες αλήθειες καταστρέφουν όταν μαθαίνονται. Έτσι, στην αρχή, ο Οιδίπους υπακούει στο πεπρωμένο που αγνοεί. Η τραγωδία του αρχίζει από τη στιγμή που μαθαίνει. Αλλά τότε, τυφλός κι απελπισμένος, γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ' αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού και μια μεγαλόστομη φράση αντηχεί: "Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γερατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά". Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον τύπο της παράλογης νίκης. Η αρχαία σύνεση συναντιέται με το σύγχρονο ηρωισμό.
Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο αν δεν επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο ευτυχίας. "Ε, πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;" Όμως, ένας κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Θα ήταν σφάλμα να πει κανείς πως η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από την ανακάλυψη του παράλογου. Συμβαίνει το ίδιο συχνά, το συναίσθημα του παράλογου να γεννιέται από την ευτυχία. "Κρίνω πως όλα είναι καλά", λέει ο Οιδίπους, κι αυτή η φράση είναι ιερή. Αντηχεί στο βάρβαρο και περιορισμένο από τον ανθρώπινο κόσμο. Δείχνει πως τίποτα δεν είναι, δεν ήταν εξαντλημένο. Διώχνει απ' αυτό τον κόσμο ένα θεό που μπήκε μ' απληστία και με τη γεύση των ανώφελων πόνων. Από το πεπρωμένο δημιουργεί μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει οπωσδήποτε να ρυθμιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους.
Όλη η βουβή χαρά του Σίσυφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Όμοια, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριό του, κάνει όλα τα είδωλα να βουβαθούν. Στο ξαφνικά παραδομένο στη σιωπή του σύμπαν, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητες και μυστικές επικλήσεις, προσκλήσεις προς όλα τα πρόσωπα, αποτελούν την αναγκαία επιστροφή και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος. Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εξαιρετικής τύχης ή το πολύ να υπάρχει μια, εκείνη που κρίνεται σα μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη. Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος της ζωής του. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του, ο Σίσυφος - πηγαίνοντας πάλι προς το βράχο του - μελετάει αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του, φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ' το βλέμμα της μνήμης και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των ανθρώπινων, τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, βρίσκεται πάντα σε πορεία. Ο βράχος γυρίζει ακόμα.
Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.
Camus A., Ο μύθος του Σίσυφου, (μτφρ. Β. Χατζηδημητρίου), Μπουκουμάνης, (Αθήνα 1973)
Τόμας Στερνς Έλιοτ (26 Σεπτεμβρίου 1888 - 4 Ιανουαρίου 1965)
|
από http://www.beckwithgallery.com/index.php3?gallery=-52-Joel_Beckwith_Studio&info=Authors_Gallery |
Φονικό στην εκκλησιά
A.
Δεν είναι εδώ πολιτεία με συνέχεια,
δεν είναι εδώ γωνιά ν' ακουμπήσεις.
Κακός ο αγέρας, κακός ο καιρός,
αβέβαιο το κέρδος, βέβαιος ο κίνδυνος.
Ω αργά αργά αργά, αργοπορημένος ο καιρός,
αργά πολύ αργά, και σάπιος ο χρόνος
ο άνεμος πονηρός, το πέλαγο πικρό,
και στάχτη ο ουρανός, στάχτη στάχτη στάχτη.
Ω Θωμά, γύρισε πίσω, Αρχιεπίσκοπε γύρισε,
γύρισε στη Γαλλία,
Γύρισε. Γρήγορα. Ήσυχα.
Κι αφησέ μας ήσυχα ν' αφανιστούμε.
Έρχεσαι με γιορτές, έρχεσαι με χαρές,
μα έρχεσαι φέρνοντας θάνατο στην Καντερβουρία :
μια μοίρα πάνω στο σπίτι, μια μοίρα πάνω σου,
μια μοίρα πάνω στον κόσμο.
Τίποτε δε γυρεύουμε να γίνει.
Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα, πετύχαμε
να μη μας προσέχουν, ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
είχαμε φτώχεια και παραλυσία,
είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
κάποιες Έχουμε καλή σοδειά,
τον Ένα χρόνο Έχουμε βροχές,
τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Γιορτάσαμε τις γιορτές,
πήγαμε στην εκκλησιά,
φτιάξαμε μπύρα και μηλίτη,
μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Είδαμε γάμους, γέννες και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής-λογής,
είχαμε φόρους που μας βασάνιζαν,
είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
ανεξήγητα, και κάποιες που δεν είτανε γι αυτά.
Όλοι μας είχαμε τους ατομικούς μας τρόμους,
τους ιδιαίτερους Ίσκιους μας,
τους μυστικούς μας φόβους.
Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος Έπεσε πάνω μας,
φόβος όχι του ενός μα του πλήθους,
'ενας φόβος σάν τη γέννηση και το θάνατο,
όταν βλέπουμε τη γέννηση
και το θάνατο μόνους
μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,
Φοβούμαστε ένα φόβο
πού δε μπορούμε να γνωρίσουμε
που δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε,
που κανείς δεν καταλαβαίνει,
κι oι καρδιές βίας ξεριζώνονται,
το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,
και ο εαυτός μας χαμένος χαμένος
-σ' έναν μελικό φόβο
που κανείς δεν καταλαβαίνει.
Ω Θωμά Αρχιεπίσκοπε,
Ω Θωμά Δέσποτα μας, άφησε μας
κι άφησε μας να μείνουμε
μέσα στην ταπεινής
την ξεθωριασμένη κορνίζα της ύπαρξης μας,
Άφησε μας μη μας ζητάς ν' αντισταθούμε
στη μοίρα του σπιτιού,
στη μοίρα του Αρχιεπίσκοπου,
στη μοίρα τον κόσμου,
Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος
κι ασφαλισμένος για το πεπρωμένο σου,
άφοβος μέσα στους ίσκιους,
τάχα λογάριασες τι ζητάς
λογάριασες τι σημαίνει για το μικρό λαό,
τον τραβηγμένο μέσα στ' αχνάρι του πεπρωμένου.
το μικρό λαό που ζει μέσα σε μικροπράματα,
το τέντωμα του νου
τον μικρόν λαόν που αντιστέκεται
στη μοίρα του σπιτιού,
στη μοίρα τ' αφέντη του,
στη μοίρα του κόσμου ;
Ω Θωμά, Αρχιεπίσκοπε, άφησε μας,
άφησε μας, άφησε το Λονδίνο το σκυθρωπό,
και κάνε πανιά για τη Γαλλία.
Θωμά Αρχιεπίσκοπε μας,
Αρχιεπίσκοπε μας έστω και στη Γαλλία.
Θωμά Αρχιεπίσκοπε, σήκωσε τ' άσπρο πανί
ανάμεσα στη στάχτη του ουρανού
και το πικρό το πέλαγο, άφησε μας,
άφησε μας για τη Γαλλία.
Β.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό!
Πλύνε τον άνεμο !
Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις.
Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό,
τα ζωντανά μας κι εμάς μας μόλεψε το αίμα.
Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια.
Πού είναι η Αγγλία ; Πού είναι το Κέντ ;
Πού είναι η Καντερβουρία ;
Ω μακριά μακριά μακριά μακριά στα περασμένα
και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά :
αν τα τσακίσω, ματώνουν..
πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές :
αν τις αγγίξω, ματώνουν.
Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ
στις απαλές γαλήνιες εποχές ;
Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε ήλιε,
κρατήσου εποχή,
να μην έρθει η μέρα, να μην έρθει η άνοιξη.
Πώς να κοιτάξω τη μέρα και τα κοινά της αντικείμενα,
και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα, πίσω από το αίμα
που πέφτει σαν παραπέτασμα ;
Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
ζώντας και ψευτοζώντας τον τρόμο
τη νύχτα που τελείωνα στην πράξη την καθημερινή,
τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο
αλλά η κουβέντα στης αγοράς το χέρι στη σκούπα,
το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
σ' αυτές τις πράξεις σταματούσαν τα βάσανα μας.
Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη
είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη :
δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
Μα τούτο, τούτο είναι Έξω απ' τη ζωή,
έξω από τον καιρό, παρούσα αιωνιότητα
της αδικίας και του κακού.
Μας βρώμισε μια λέρα
που δε μπορούμε να καθαρίσουμε
μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι,
δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό !
Πλύνε τον άνεμο !
Χώρισε την πέτρα από την πέτρα
χώρισε το δέρμα από το χέρι
χώρισε το μυώνα από το κόκαλο,
και πλύνε τα, Πλύνε την πέτρα,
Πλύνε το κόκαλο, Πλύνε το μυαλό,
Πλύνε την ψ υ χ ή, Πλύνε τα... Πλύνε τα !
Τ.S. ELIOT
ΔΥΟ ΧΟΡΙΚΑ
Ελληνική απόδοση ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
Από "Τα Νέα Γράμματα",
αρ. 11 Νοέμ. 1935, σ. 607-611
από http://lalunapiena.blogspot.com/2010/02/t-s-eliot.html