Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Ο Μπραντ μονολογεί

Pieter Bruegel the Elder, Storm at Sea - detail ,1569, via Wikimedia

ΜΠΡΑΝΤ
 
Χιλιάδες άνθρωποι μ’ ακολουθούσαν κι ούτ’ ένας δεν είχε το θάρρος ν’ ανεβεί ως την κορφή. Όλοι ζητούσαν μια καλύτερη μέρα... Κραυγή πολέμου καλούσε τις ψυχές σε μια υπέρτατη μάχη. Μα η θυσία... η θυσία τους τρόμαξε. Η θέληση, αδύνατη, τους εγκατέλειψε. Μια φορά που ένας πέθανε για όλους... μπορούμε νάμαστε ξετσίπωτα άνανδροι.
 
(Σωριάζεται σε μια πέτρα και κοιτάζει γύρω του σα ζαλισμένος)
 
Νωρίς γνώρισα το φόβο. Η φρίκη όρθωνε τα μαλλιά μου... Φώναζα… ούρλιαζα, σαν όλα τα παιδιά, μπαίνοντας στη σκοτεινή κάμαρα. τη στοιχειωμένη. Μα ησύχαζα την καρδιά μου με την ιδέα, πως όξω βασιλεύει το φως... πως αυτά τα σκοτάδια ήταν εξ αιτίας που τα παράθυρα μέναν κλειστά... Μόλις ανοίξει η πόρτα, συλλογιζόμουν, η καλοκαιριάτικη μέρα θα χυμήξει χαρούμενη και θριαμβευτική... τι πικρή απάτη !... Όξω, βασίλευε η νύχτα... Η νύχτα, που τυλίγει άντρες, γυναίκες και παιδιά.
 
(Σηκώνεται ξαφνικά)
 
Βλέπω μαύρα φαντάσματα, που σκίζουν τον αέρα, όμοια με συνοδεία κολασμένων. Ήρθαν οι καιροί που το σίδερο πρέπει να νικήσει το ξύλο. Βλέπω την ανταρσία σ’ όλη της την ασκήμια... Αφτιά κουφά στην προσευχή και στις διαταγές. Χλωμοί, ακούν τον θόρυβο του όχλου και θαρρούν πως ασφαλίζονται από τον κίνδυνο μένοντας άπραχτοι. Πού είναι λοιπόν το ουράνιο τόξο στο Μαγιάτικο χωράφι; Πού είναι η τρίχρωμη σημαία, που κυματίζει στο κατάρτι και μαστίζει τον άνεμο με τους ήχους των λαϊκών τραγουδιών; Τι όφελος, αν ο δράκος δεν τολμάει να δείξει τα δόντια του; Το καράβι που, βουλιάζει, σηκώνει την άσπρη σημαία, σημάδι του κινδύνου... Μα ήρθαν καιροί πιο σκληροί! Οπτασίες φοβερώτερες φωτίζουν τη νύχτα του μέλλοντος. Ο μαύρος καπνός του βρετανικού λιγνίτη, απλώνεται, σα βαρύ σύννεφο πάνω στο χώμα και λερώνει το δροσερό χορτάρι. Ανακατωμένος με σάπιες απόπνοιες, σούρνεται πνίγοντας τα ευγενικά βλαστάρια... Σκεπάζει το φως της μέρας.... Καθώς άλλοτε η πύρινη βροχή έθαψε τις καταραμένες πολιτείες. Η ράτσα μπαστάρδεψε!  Ακούεται ο βαρύς ήχος, που κάνουν οι στάλες νερού καθώς πέφτουν κάτω από τις στοές του ορυχείου. Εκεί, με το κορμί και την ψυχή σκυμμένη... μια μάζα από νάνους εργατικούς, δουλεύουν χωρίς ανάπαυση, για να λυτρώσουν το σκλαβωμένο μέταλλο... το χρυσάφι... το ψεύτικο και λαμπρό, που ανάβει τα μάτια τους από λαχτάρα. Η ψυχή τους είναι άλαλη... Το στόμα τους χωρίς χαμόγελο... Η καρδιά τους δε ματώνει πια από τον πόνο του αδερφού. Μπορείς να τους λυώσεις χωρίς να ξυπνήσεις μέσα τους το λιοντάρι. Αυτή η γενιά σφυρηλατεί, λιμάρει και κόβει το νόμισμα... Οι άγγελοι του φωτός τους απαρνήθηκαν... Να, πως κατάντησε αυτή η ράτσα, που ξέχασε, ότι πρέπει να θ έ μ ε κι όταν ακόμα δεν έχουμε δύναμη. Όμως ήρθαν καιροί ακόμα χειρότεροι. Φοβερώτερες οπτασίες φωτίζουν τη νύχτα του μέλλοντος. Το συμφέρο, σα λύκος ορθώνεται πάνω στη γη... Γαυγίζει, κοροϊδεύει και φοβερίζει τον ήλιο του Λόγου. Κραυγή συναγερμού αντήχησε ως το βορρά και προκαλεί σε αντίσταση. Μα ο χλωμός νάνος κάνει γκριμάτσες και πισωδρομάει... «Δεν είναι δική μου δουλειά» λέει... «Άλλοι λαοί ας αντισταθούνε... Δεν έχουμε αίμα για χύσιμο... ούτε όρεξη να παλαίψουμε για την αλήθεια... Δεν άδειασε για μας το ποτήρι Κείνος... κι ούτε πλήγωσε για μας το μέτωπό του με το αγκάθινο στεφάνι... Η λόγχη του Ρωμαίου δεν τρύπησε το πλευρό Του για χάρη μας... ούτε τα χέρια Του και τα πόδια Του με καρφιά... Δε σήκωσε για μας το σταυρό... Ο δικός μας ρόλος είναι όμοιος με κείνου που Τον χτύπησε με το λουρί κι έρριξε πάνω στους ώμους Του τον κόκκινο μανδύα.»
 
(Πέφτει πάνω στο χιόνι και σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια του. Σε λίγο σηκώνεται και κοιτάζει γύρω του)
 
Μην ονειρεύτηκα; Ξύπνησα τώρα;... Γύρω μου όλα είναι σκιά και ομίχλη... Όσα είδα ως τώρα μην ήσαν φαντάσματα της άρρωστης σκέψης μου; Χάθηκε λοιπόν η θεία μορφή, που η ανθρώπινη ψυχή πλάσθηκε καθ’ ομοίωσή της, ο θείος νους νικήθηκε;
 
(Αφουγκράζεται)
 
Μου φαίνεται πως ακούω τραγούδι... 

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ
Μ Π Ρ Α Ν Τ
Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πρώτη, Εικόνα Τρίτη.
Ο Μπραντ μονολογεί.
Μετ: Ε. ΡΟΜΠΑΚΗΣ

1 σχόλιο:

  1. ... ΟΣΒΑΛΝΤ: Μου φέρνει πάντα στο νου βελουδένιες βυσσινιές κουρτίνες... κάτι που το νιώθεις απαλό - απαλό στο χέρι, σαν το χαιδεύεις.
    ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΓΚ: ( ξεφωνίζοντας ) Οσβαλντ !
    ( Ο ήλιος βγαίνει. Στο βάθος φαίνονται τα χιονισμένα κορφοβούνια λουσμένα στο πρωινό φως)
    ΟΣΒΑΛΝΤ: ( Ακίνητος) Μητέρα δος μου τον ήλιο. ..Τον ήλιο τον ήλιο.

    ( ´´Οι βρυκόλακες ´´ - Ε. Ιψεν )

    ΑπάντησηΔιαγραφή