του Παναγιώτη Λίλλη, από τη «Διεθνιστική Αριστερά», 25.02.11
Σ’ αυτό το άρθρο αναφερόμαστε σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, το κίνημα των ανέργων στη δεκαετία του ’30, για την ακρίβεια απ’ το 1929 μέχρι το 1935. Με την ανεργία στη χώρα μας να καλπάζει –ήδη ξεπέρασε το 13,5% και τους 600 χιλ. ανθρώπους– τα μαθήματα απ’ αυτή τη μαζική πολιτική εμπειρία μπορεί να μας φανούν χρήσιμα, πολύ σύντομα.
Στις 29 Οκτωβρίου, την επονομαζόμενη «Μαύρη Τρίτη», το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είχε μια απότομη και κατακόρυφη πτώση. Τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν, το χρηματιστήριο είχε μια κίνηση-σπιράλ προς τα κάτω, που διακοπτόταν από στιγμιαίες ανόδους, μέχρι την τελική κατάρρευση του 1932. Μέσα σε τρία χρόνια οι μετοχές έχασαν το 89% της αξίας τους.
Η πτώση στο χρηματιστήριο δεν ήταν η αιτία της κρίσης, αλλά το πρώτο κτύπημα στο όργιο της κερδοσκοπίας, που είχε ανθίσει τα προηγούμενα χρόνια. Η φούσκα της πίστωσης είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα φυσικά όρια της οικονομίας.
Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Η κρίση επεκτάθηκε διεθνώς και αγκάλιασε όλο τον κόσμο. Το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε κατά 60-70%, λόγω των προστατευτικών μέτρων που έπαιρναν τα διάφορα κράτη για να αποκλείσουν τις ανταγωνιστικές δυνάμεις να διεισδύσουν στις αγορές που ήλεγχαν. Οι 11 χιλ., από τις 25 χιλ. αμερικάνικες τράπεζες, χρεοκόπησαν. Τα κέρδη των επιχειρήσεων από 10 δισ. το 1929 έπεσαν στο 1 δισ. το 1932. Ο στασιμοπληθωρισμός (το ράλι πτώσης τιμών και μισθών) οδήγησε στο μαζικό κλείσιμο εργοστασίων. Το 1933, η ανεργία έφτασε στο 25%, με 13 εκατ. άνεργους. Αυτή τη χρονιά υπήρχαν επίσης 2 εκατ. άστεγοι και περίπου 35 εκατ. Αμερικανοί πολίτες (απ’ τα 130 εκατ. πληθυσμό), ζούσαν χωρίς σταθερό μισθό.
Οι επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των εργαζομένων ήταν δραματικές. Μια ζωή οργανωμένη γύρω απ’ τη δουλειά και την οικογένεια διαλύθηκε. Το φαινόμενο του υποσιτισμού των παιδιών των ανέργων πήρε μαζικές διαστάσεις. Το 1931 καταγράφηκαν ακόμη και περιπτώσεις πείνας στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Οι αρρώστιες εξαπλώθηκαν με την επιστροφή των παλιών επιδημιών. Τα ποσοστά γάμων και γεννήσεων έπεσαν θεαματικά. Οι χωρισμοί των ζευγαριών και οι αυτοκτονίες εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Οι νέοι άντρες και οι νέες γυναίκες αρκεί εγκατέλειπαν μαζικά τις οικογενειακές τους εστίες και μετατρέπονταν σε περιπλανώμενους της υπαίθρου και των μεγάλων πόλεων[1].
Η κυβέρνηση του Χούβερ όχι μόνο δεν μπόρεσε να προλάβει τα γεγονότα, αλλά ούτε να τα προβλέψει. Ο αμερικάνος πρόεδρος λίγες μέρες πριν τη «Μαύρη Τρίτη» δήλωνε: «Σήμερα στην Αμερική βρισκόμαστε πιο κοντά στο να πετύχουμε την ολοκληρωτική νίκη έναντι της φτώχειας από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία οποιασδήποτε χώρας». Αλλά και μετά το ξέσπασμα της κρίσης δεν προσπάθησε να προωθήσει κάποια πρακτική πολιτική λύση. Ο αμερικάνος πρόεδρος συνήθιζε να λέει ότι για τη φτώχεια και την ανεργία αρκούσε η φιλανθρωπία στο κοινοτικό επίπεδο και δεν χρειαζόταν κάποια κρατική παρέμβαση.
Όμως οι ιδέες του Χούβερ δεν ήταν μια προσωπική ιδιομορφία ή εξαίρεση. Για την κοινή γνώμη του αμερικάνικου κατεστημένου «οι φτωχοί ήταν άξιοι της μοίρας τους»[2]. Ο Κάλβιν Κούλιτζ, προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, σχολίαζε εκείνα τα χρόνια για την ανεργία με μια σοφία εφάμιλλη του Ρήγκαν και του Μπους: «Όταν ολοένα περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, τότε εμφανίζεται ανεργία». Ο δε Χένρι Φορντ, ο Πάπας της αμερικάνικης βιομηχανίας, δήλωνε το 1931: «Η κρίση οφείλεται στο ότι ο μέσος άνθρωπος αρνείται να εργαστεί ευσυνείδητα… υπάρχει πολλή δουλειά… αρκεί οι εργάτες να θέλουν να δουλέψουν…». Λίγες βδομάδες αργότερα απέλυε 75.000 εργάτες[3].
Ο Χούβερ όμως έθαψε εντελώς το πολιτικό του μέλλον, όταν διέταξε το στρατό (ούτε καν την αστυνομία) να χτυπήσει βετεράνους του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι βετεράνοι διαδήλωναν με τις οικογένειές τους στην Ουάσιγκτον για να πληρωθούν «πατριωτικά επιδόματα» που τους είχαν υποσχεθεί μετά τη λήξη του πολέμου. Την επιχείρηση καταστολής ανέλαβαν να υλοποιήσουν αξιωματικοί που αργότερα έγιναν διάσημοι στρατηγοί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Μακ Άρθρουρ, Αϊζενχάουερ, Πάτον. Από τότε άρχισαν να μαζεύουν παράσημα ανδρείας και να χτίζουν τη στρατιωτική τους καριέρα.
Στις προεδρικές εκλογές του 1932, νικητής με θριαμβευτικό τρόπο αναδείχτηκε ο Φράνγκλιν Ντελεάνο Ρούσβελτ, που επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν ο «μικρός άνθρωπος»…
Από τη διαμαρτυρία, στο ριζοσπαστισμό
Οι πρώτες εκδηλώσεις της αλλαγής στη συνείδηση των φτωχών και των ανέργων ήταν οι λεηλασίες τροφίμων. Ομάδες των 30-40 μελών λεηλατούσαν αποθήκες τροφίμων, αλλά οι ιδιοκτήτες των αποθηκών απέφευγαν να καταγγείλουν τα γεγονότα, για να μη δημοσιοποιηθούν σε όλη τη χώρα. Το 1930, πάνω από 1.000 άνδρες, που περίμεναν στην ουρά για συσσίτιο (bread line) του Στρατού της Σωτηρίας, επιτέθηκαν σε δύο φορτηγά, που μετέφεραν τρόφιμα και γλυκά σε ένα ξενοδοχείο… Ήταν η πιο αυθόρμητη, μαζική και δημόσια λεηλασία που είχε γίνει μέχρι τότε.
Το πνεύμα εξέγερσης εξαπλωνόταν συνέχεια. Οι πριν λίγο απελπισμένοι άνθρωποι δεν περίμεναν πια να τους βοηθήσει η κυβέρνηση, αλλά βοηθούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους, δρώντας άμεσα. Να ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό των καιρών: «…Η Μόλι Τζάκσον μπήκε στο τοπικό παντοπωλείο, ζήτησε ένα σακί αλεύρι… γέμισε μια σακούλα με ζάχαρη… και είπε στον παντοπώλη: “Θα σε δω σε 90 μέρες. Έχω να ταΐσω κάμποσα παιδιά… Μη φοβάσαι, θα σε πληρώσω”. Κι όταν εκείνος διαμαρτυρήθηκε, η Μόλι έβγαλε το πιστόλι της και είπε: “Μάρτιν, αν προσπαθήσεις να μου πάρεις πίσω το φαΐ, ορκίζομαι ότι θα αδειάσω το πιστόλι μου πάνω σου, ακόμα και αν πρόκειται να με εκτελέσουν αύριο το πρωί”…»[4].
Μετά τις λεηλασίες, οι ανταλλαγές προϊόντων ήταν επίσης μια εναλλακτική πρακτική επιβίωσης, ιδιαίτερα σε περιοχές με αγροτικές εργασίες. Τα διάφορα δίκτυα αλληλεγγύης μεταξύ των φτωχών (και όχι φιλανθρωπία της «καλής κοινωνίας» προς τους «πάσχοντες και ανάγκη έχοντες») κέρδιζαν συνέχεια έδαφος. Το 1933 όμως, όταν η κρίση έφτασε στο κορυφαίο σημείο της, ο δρόμος για την επιβίωση έπρεπε να περάσει σε μορφές δράσης πιο οργανωμένες και πολιτικές.
Ακτιβισμός και αιτήματα
Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη έπαιξε η παρέμβαση των αριστερών οργανώσεων, αλλά ιδιαίτερα ο ακτιβισμός της βάσης του Κομουνιστικού Κόμματος, που συσπείρωνε εξάλλου την πλειοψηφία της εργατικής πρωτοπορίας. Τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚ είχαν διαπαιδαγωγηθεί όλα αυτά τα χρόνια στις σκληρότερες συνθήκες της ταξικής πάλης (συγκρούσεις με την αστυνομία, τους φασίστες και τους μπράβους των βιομηχάνων, φυλακές και βασανιστήρια, δουλειά στην παρανομία, διωγμοί των αριστερών συνδικαλιστών από τη γραφειοκρατία, ρατσιστική βία και εθνοτικοί διαχωρισμοί, κτίσιμο σωματείων σε χώρους που ο συνδικαλισμός ήταν παράνομος κ.λπ.). Αυτή ήταν η δύναμη που σε τοπικό επίπεδο ξεπέρασε τα φράγματα της σταλινικής σεχταριστικής πολιτικής της ηγεσίας του κόμματος.
Παράλληλα, στο επίπεδο των διεκδικήσεων, το κίνημα προχωρούσε από τα άμεσα στα μεταβατικά αιτήματα. Σ’ αυτό τον τομέα, η συμβολή της τροτσκιστικής Αριστεράς στις ζυμώσεις και τα ξεκαθαρίσματα ήταν η πιο σοβαρή[5]. Από τα τρόφιμα (ιδιαίτερα το απλό και ταπεινό «γάλα για τα παιδιά») στο πέρασμα για τη χορήγηση επιδομάτων ήταν εύκολο. Από κει και πέρα όμως, κάθε νέο προχώρημα έπρεπε να περάσει από τη δοκιμασία μεγάλων αντιπαραθέσεων. Από τα γενικά επιδόματα (που είχαν άρωμα φιλανθρωπίας) μέχρι το επίδομα ανεργίας που ήταν ταξική απαίτηση και από κει μέχρι το «δουλειά ή μισθοί», κάθε βήμα αντιστοιχούσε σε ανάλογα πολιτικά ανεβάσματα.
Έτσι η προπαγάνδα για το σοσιαλισμό έβγαινε σαν το αποτέλεσμα της κρίσης και του αδιεξόδου του καπιταλισμού. Αφού αυτή η κοινωνία δεν μπορεί να προσφέρει στα μέλη της δουλειά για μια αξιοπρεπή ζωή, τότε γιατί δεν την αλλάζουμε; Εκείνη την εποχή αυτό το συμπέρασμα και ερώτημα μαζί δεν απασχολούσε μόνο τους στρατευμένους επαναστάτες, αλλά όλο και περισσότερους ακτιβιστές.
Στις 6 Μαρτίου το 1930, στα πλαίσια της παγκόσμιας μέρας κατά της ανεργίας και ενώ η ανεργία δεν είχε ακόμη ξεπεράσει το 9%, το ΚΚ οργάνωσε διαδηλώσεις σ’ όλη τη χώρα. Για το κόμμα, η ανεργία ήταν ο «βασικός κρίκος της αλυσίδας» για να συγκεντρώσει γύρω του πλατιές μάζες και να τις ριζοσπαστικοποιήσει. Εκείνη τη μέρα μαζεύτηκαν στη Νέα Υόρκη 100 χιλ. διαδηλωτές και παναμερικανικά πάνω από 500 χιλ. Ήταν μια απρόσμενη επιτυχία ακόμη και για τους ίδιους τους οργανωτές.
Τίποτα όμως δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη συγκεκριμένη τοπική δουλειά οργάνωσης και αντίστασης στις εργατικές συνοικίες. Στην κορυφαία της στιγμή η μαζική διαμαρτυρία έφτασε με τις κινητοποιήσεις ενάντια στις εξώσεις. Το 1931, το κίνημα των ανέργων είχε ακυρώσει 75χιλ. εξώσεις μόνο στην περιοχή της Νέας Υόρκης.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε, σε γενικές γραμμές και ελεύθερη μετάφραση, την εμπειρία των ακτιβιστών και ακτιβιστριών του ΚΚ ΗΠΑ:
«…Και λοιπόν τι θα κάναμε για όλα αυτά; Πώς μπορούσε μια μικροκαμωμένη γυναίκα να αλλάξει τον κόσμο; Θα σας το πω. Είναι μια καλή ιστορία, γιατί εκείνες τις μέρες ξεκινήσαμε τη δράση μας. Συγκροτήσαμε τα Συμβούλια Ανέργων… Ανοίξαμε ένα γραφείο στο κέντρο της γειτονιάς. Πηγαίναμε το πρωί, κάναμε καφέ και ετοιμαζόμασταν… Ξαφνικά όλο και κάποιος άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο γραφείο. Ακολουθούσε λίγο-πολύ η ίδια συζήτηση: “Καλημέρα. Ποιος είστε; Μόλις έχω απολυθεί”. Και τότε ξεσπούσαμε σε κραυγές: “Ζήτω, ακόμη ένας απολύθηκε. Θαυμάσια!” Ο άνθρωπος μας κοιτούσε κατάπληκτος και μας έπαιρνε για τρελές. Απόλυση γι’ αυτόν σήμαινε όχι μισθό, όχι λεφτά για νοίκι, πουθενά μέρος για να κοιμηθεί, τίποτα για να φάει… Του εξηγούσαμε αμέσως ότι για μας σήμαινε ακόμη έναν σύντροφο για να μοιράζει προκηρύξεις… Έτσι προσπαθούσαμε να αλλάξουμε την ψυχολογία του, που είχε καταρρεύσει, και να μετατρέψουμε τη δυστυχία του σε δράση… Είχαμε πάρει την απόφαση ότι θα ελέγχαμε τις ζωές μας. Είχαμε πάψει να είμαστε τα θύματα… Κανένας μόνος του… Όλοι μαζί μπορούσαμε να νικήσουμε…»[6].
Αλλά αν η προηγούμενη μαρτυρία αφορούσε τη «δουλειά γραφείου», η επαναστατική αγκιτάτσια γινόταν φοβερό όπλο τη στιγμή της έξωσης:
«…Στο μεταξύ βγαίναμε στο μπαλκόνι και φωνάζαμε στο πλήθος που μαζευόταν από κάτω, στο δρόμο: “Γείτονες, αδέλφια εργάτες. Είμαστε γυναίκες άνεργων εργατών και η αστυνομία μας κάνει έξωση. Σήμερα κάνουν έξωση σ’ εμάς, αύριο θα είναι η σειρά σας. Ό,τι θα συμβεί σ’ εμάς, θα συμβεί και σ’ εσάς. Δεν έχουμε δουλειά. Δεν έχουμε φαγητό. Τα νοίκια είναι πολύ ψηλά. Έχει έρθει η αστυνομία για να μας πετάξει έξω. Θα το επιτρέψετε;” Το κλασικό μοτίβο στη συνέχεια ήταν το εξής: σε λίγη ώρα ο δρόμος γέμιζε όχι μόνο με περίεργους, αλλά με άνεργους και εργαζόμενους της συνοικίας, που ήταν εξαγριωμένοι και είχαν απειλητική διάθεση απέναντι στην αστυνομία και στους φορτοεκφορτωτές. Ήδη στο σπίτι επάνω διεξαγόταν μια άγρια και άνιση σωματική πάλη. Απ’ τη μια οι άνθρωποι της εταιρείας μεταφορών τραβούσαν τα έπιπλα και απ’ την άλλη οι γυναίκες τα κρατούσαν με πείσμα. Όταν τελικά οι φορτοεκφορτωτές έβγαζαν τα έπιπλα στο δρόμο, κάνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, έφευγαν τρέχοντας. Σε λίγο, δεκάδες και εκατοντάδες χέρια μετέφεραν ξανά τα έπιπλα πάνω στο σπίτι και στη θέση που ήταν προηγουμένως, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα…»[7].
Να ακόμη ένα παράδειγμα άμεσης δράσης από τοπικούς οργανωτές του κόμματος στο Σικάγο:
«…Μιλούσαμε απλά και εξηγούσαμε την πλατφόρμα, τα αιτήματα και τις δράσεις του Συμβουλίου Ανέργων… φτάνοντας στο τέλος είπαμε : “Υπάρχει καμιά ερώτηση;”… Ξαφνικά ένας γέρος μαύρος άντρας σηκώθηκε και ρώτησε: “Τι θα κάνετε για τη μαύρη οικογένεια που της έκαναν έξωση σήμερα; Είναι έξω στο δρόμο με τα έπιπλά τους…”. Ο πρόεδρος κι εγώ απαντήσαμε σχεδόν αμέσως: “Πολύ απλό! Σταματάμε εδώ τη συζήτηση, πάμε και ξαναβάζουμε τα έπιπλα πίσω στο σπίτι… Και μετά συνεχίζουμε…”. Έτσι και έγινε… Πήγαμε, μεταφέραμε τα έπιπλα και τα ξαναβάλαμε στη θέση τους, όπως ήταν πριν. Μετά ξαναγυρίσαμε στην αίθουσα που είχαμε τη συνάντηση. Αυτή τη φορά η αίθουσα ξεχείλιζε από κόσμο»[8].
Δύο ήταν τα άμεσα αποτελέσματα της τοπικής δουλειάς του κόμματος στο μέτωπο της ανεργίας. Καταρχήν η μάζα των ανέργων στράφηκε αριστερά και αποτέλεσε μια πολύτιμη συμμαχία στους συνδικαλιστικούς αγώνες των επόμενων χρόνων. Και ύστερα το ΚΚ γνώρισε μια πρωτοφανή ανάπτυξη της οργανωμένης δύναμής του. Από 7.000 μέλη στα τέλη της δεκαετίας του ’20, έφτασε στα 75.000 μέλη στα μέσα της δεκαετίας του ’30.
Η κρίσιμη χρονιά του 1934
Οι μάχες αυτές ξέφυγαν απ’ το στενό τοπικό χαρακτήρα τους και έγιναν κέντρο της προσοχής όλης της χώρας. Πρώτος λόγος γι’ αυτό ήταν τα αιτήματα των απεργών: αναγνώριση των συνδικάτων, αυξήσεις μισθών και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Ήταν αιτήματα που αγκάλιαζαν όλη την εργατική τάξη, ξεκόβοντας από την παλιά συνδικαλιστική παράδοση των στενών συντεχνιακών διεκδικήσεων. Δεύτερος λόγος ήταν η σκληρότητα της αναμέτρησης. Οι επιχειρηματίες, αφού απέτυχαν να μπλοκάρουν το ξέσπασμα των απεργιών με διάφορα «εργοδοτικά σωματεία», προσπάθησαν στη συνέχεια να τις διαλύσουν με απεργοσπάστες υπό την προστασία ιδιωτικής αστυνομίας και της Εθνικής Φρουράς. Στις συγκρούσεις που επακολούθησαν, οι απεργιακές φρουρές (από εργαζόμενους και άνεργους) δεν διαλύθηκαν, παρά τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς αγωνιστών…
Μετά από μήνες απεργιών, οι επιχειρηματίες και η κυβέρνηση αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Πέρα από τις επιμέρους συνδικαλιστικές συμφωνίες, η κυβέρνηση του Ρούσβελτ αναγκάστηκε να ψηφίσει, το 1935, τον πρώτο νόμο κοινωνικής ασφάλισης που συμπλήρωσε και με ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων, προσφέροντας δουλειά σε εκατομμύρια άνεργους[9]. Αλλά αν αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των απεργιακών μαχών, η πιο σοβαρή επίπτωση ήταν η ραγδαία εξάπλωση του συνδικαλισμού και η συγκρότηση της CIO (Κογκρέσο Βιομηχανικών Συνδικάτων).
Σ ’αυτές τις μεγάλες ταξικές μάχες το αποτέλεσμα κρίθηκε από κάποιες στρατηγικές προϋποθέσεις:
1. Από την ενότητα ανέργων και εργαζόμενων. Το κίνημα των ανέργων μεταμόρφωσε τους ανέργους από μια άβουλη μάζα, που τροφοδοτούσε τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς, σε μαχητική δύναμη κρούσης ενάντια στη βία των ιδιωτικών και πολιτειακών αστυνομιών και της εθνοφρουράς. Και στις τρεις μάχες που αναφερόμαστε, οι άνεργοι ήταν στην πρώτη γραμμή άμυνας των απεργών.
2. Από το σπάσιμο των φυλετικών διαχωρισμών, που τη δεκαετία του ’20 ήταν το βασικό εργαλείο της αντίδρασης ενάντια σε κάθε κίνημα. Αυτή τη φορά, ακόμη και συντηρητικοί συνδικαλιστές κατάλαβαν ότι, για να νικήσουν οι απεργίες, οι λευκοί εργάτες είχαν ανάγκη το «μαύρο αδελφό».
3. Η πρωτοβουλία για τις απεργίες είχε αφετηρία τη βάση των συνδικάτων στους χώρους δουλειάς και όχι την υψηλή ιεραρχία των συντεχνιακών συνδικάτων της AFL. Οι τοπικές ηγεσίες των συνδικάτων δεν βρίσκονταν μόνο κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο των μελών τους, αλλά και των εργατικών κοινοτήτων (με τις οικογένειες τους, τους ανέργους και τα πληβειακά μεσοστρώματα της περιοχής) γύρω από τα εργοστάσια.
Επίλογος
Σημειώσεις
1. F.F.Piven, R.Cloward, «Poor peoples’ movements», 1977.2. Alberto Alesina, Edward L. Claeser, «Η καταπολέμηση της φτώχειας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη», 2009.
3. Χάουαρντ Ζιν, «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ», εκδόσεις Αιώρα, 2009.
4. Χάουαρντ Ζιν, «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ», εκδόσεις Αιώρα, 2009.
5. Albert Weisbord, «A concrete program for the uneployed», 1930.
6. Rose Cherin, «Organising the uneployed in the Bronx in the 1930s», 1949.
7. Rose Cherin, «Organising the uneployed in the Bronx in thw 1930s», 1949.
8. F.F.Piven, R.Cloward, «Poor peoples movements», 1977.
9. Danny Lucia, «The uneployed movement of the 1930s», ISR, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου