Charles Baudelaire, 9 Απριλίου 1821-31 Αυγούστου 1867 |
Au Lecteur
La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.
Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.
Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchanté,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.
C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent!
Aux objets répugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des ténèbres qui puent.
Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.
Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de Démons,
Et, quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.
Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hélas! n'est pas assez hardie.
Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme de nos vices,
II en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avalerait le monde;
C'est l'Ennui! L'oeil chargé d'un pleur involontaire,
II rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, lecteur, ce monstre délicat,
— Hypocrite lecteur, — mon semblable, — mon frère!
(Fleurs du Mal)
(από http://fleursdumal.org/poem/099)
πορτραίτο του ποιητή από τον Gustave Corbet |
Στὸν ἀναγνώστη
Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνηκυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!
(Άνθη του Κακού)
(από http://bit.ly/a32kWZ)
Ο «ποιητής των κολασμένων»
«Γενιά του Κάιν ανέβα στον ουρανό
και γκρεμοτσάκισε στη γη τον Θεό»
Αν μπορούσε κανείς να αποτυπώσει το μήνυμα του Μποντλέρ σε λίγες λέξεις, ίσως αυτό το δίστιχο είναι το καταλληλότερο. Οσοι από τους «κολασμένους» γνώρισαν τον Δυτικό πολιτισμό, έγιναν κι έμειναν πιστοί στην ποίηση του Μποντλέρ.
Ο Κάρολος Μποντλέρ γεννήθηκε στο Παρίσι, την εποχή που ξεσπούσε η Ελληνική Επανάσταση. Πατέρας του ήταν ο Ζοζέφ-Φρανσουά Μποντλέρ και μητέρα του η Καρολίν Αρσεμπό-Ντιφαΐς. Ο Κάρολος έχασε τον πατέρα του όταν ήταν μόλις έξι ετών, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στον ψυχισμό του παιδιού. Ενα χρόνο αργότερα, η νεαρή μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον στρατηγό Οπίκ. Ο Κάρολος αντιπάθησε αμέσως τον πατριό του και διέβλεψε στη συμπεριφορά του στρατιωτικού αντίστοιχη αντιπάθεια. «Αντιπάθησα αμέσως αυτόν τον υπέροχο ηλίθιο», έγραφε αργότερα ο Κάρολος, «που με το ύφος του προσπαθούσε να μου εμφυσήσει όλο το γαλλικό πνεύμα».
Το 1836, σε ηλικία 15 ετών, ο Μποντλέρ εγγράφεται στο Κολλέγιο Λουί λε Γκραν, στο Παρίσι, αφού πέρασε προηγουμένως τέσσερα χρόνια στη Λυών. Τελειώνοντας το σχολείο, ο Κάρολος συχνάζει στο Καρτιέ Λατέν, ακολουθώντας μια ζωή που το πατρικό του σπίτι χαρακτήριζε «σκανδαλώδη». Σχεδόν πάντα γυρνούσε στο σπίτι μεθυσμένος ή, αργότερα, ποτισμένος με ουσίες που τον έκαναν να «δραπετεύει» από την ανυπόφορη γι' αυτόν πραγματικότητα. «Η παιδική μου ηλικία», έγραφε αργότερα σε μια αυτοβιογραφία του, «σημαδεύτηκε από μια ακατάπαυστη θύελλα, την οποία έσπαζαν μικρά διαλείμματα ηλιοφάνειας. Αλλά στον κήπο της ψυχής μου, η θύελλα δεν άφησε παρά ελάχιστα φρούτα. Αχ! Δυστυχία... ο χρόνος τρώει τη ζωή μας. Είναι ο σκοτεινός εχθρός που μας ρουφά το αίμα...». Τον Ιούνιο του 1841, πιεσμένος από την πατρική του οικογένεια να αλλάξει τη ζωή του, ο Μποντλέρ αποφασίζει να ταξιδέψει στις Ινδίες, όπου, όμως, δεν θα φτάσει ποτέ, καθώς σταμάτησε στον Μαυρίκιο. Εκεί θα γράψει μερικά από τα πρώτα ποιήματά του, όπως «Σε μια μιγάδα», «Το αλμπατρός», το «Εξωτικό άρωμα» κ.λπ.
Τον Φεβρουάριο του 1842 επιστρέφει στο Παρίσι και την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη Ζαν Ντιβάλ, η οποία θα τον εμπνεύσει να γράψει πολλούς στίχους. Από τότε μέχρι το 1846 γράφει πολλά ποιήματα, μέσα από τα οποία απορρίπτει την κοινωνία της εποχής του. Λέγεται ότι μια μέρα που ο Μποντλέρ βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, περνούσε έξω από το σπίτι του ένας τζαμάς, ο οποίος κουβαλούσε τζάμια που επρόκειτο να τοποθετήσει σε γειτονικό σπίτι.
Ο Μποντλέρ χύθηκε έξω από το σπίτι του και φωνάζοντας «γιατί δεν βλέπω μέσα από τα τζάμια σου τη ζωή στα ρόζ;» έσπασε όλα τα τζάμια του άτυχου μαγαζάτορα, θέτοντας τη ζωή και των δυο σε κίνδυνο. Αποτέλεσμα εκείνης της οργής του ήταν το ποίημα «Η ζωή στα ροζ» (La vie en rose). Το 1847 ο Κάρολος Μποντλέρ ανακαλύπτει τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, στα γραπτά του οποίου αναγνωρίζει έναν πνευματικό του αδελφό. Ο Κάρολος έλεγε ότι οι δυο τους συνδέθηκαν «χάρη στην κοινή αγάπη τους για τον πόνο». Εκείνη τη χρονιά, μια άλλη γυναίκα μπαίνει στη ζωή του: Τη λένε Μαρί Ντομπρέν και λέγεται ότι τα μάτια της ενέπνευσαν τον Κάρολο να γράψει το ποίημα «Το δηλητήριο του ουρανού».
Ο Μποντλέρ βλέπει στις εξεγέρσεις του Φεβρουαρίου 1848 την απόρριψη της κοινωνίας της εποχής του και λαμβάνει ενεργό μέρος σε αυτές. Η απόφασή του γκρεμίζει έναν μύθο που συνόδευε πολύ καιρό το όνομα του Σαρλ Μποντλέρ, ότι δηλαδή ο εθισμός του σε ναρκωτικές ουσίες και στο αλκοόλ είχε εξουδετερώσει κάθε ενδιαφέρον του για τις κοινωνικές εξελίξεις και τον είχει κλείσει στον εαυτό του και τον «κόσμο του». Το 1852 στέλνει πολλά ποιήματά του στην πνευματική του αγαπημένη, την κυρία Σαμπατιέ. Ανάμεσά τους ήταν «Η αρμονία του απομεσήμερου» και «Η πνευματική αυγή». Λίγο αργότερα, ο Μποντλέρ παίρνει την πρωτοβουλία να μεταφράσει στα γαλλικά τις «Ιστορίες» και τις «Νέες υπέροχες ιστορίες» του Εντγκαρ Αλαν Πόε.
Τον Ιούνιο του 1857 ο Κάρολος Μποντλέρ δημοσιεύει την πιο γνωστή ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Τα άνθη του κακού» (Les Fleurs du Mal), που ξεσηκώνει θύελλα κατηγοριών από την καλή κοινωνία της εποχής του. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Μποντλέρ περνά από δίκη για «ανηθικότητα».
Ο ποιητής και ο εκδότης του, ο Πουλέ Μαλασί, θα καταδικαστούν για έξι ποιήματα του Μποντλέρ, τα οποία από τότε αποτέλεσαν ειδική ομάδα υπό τον τίτλο «Καταδικασμένα κομμάτια». Το 1860 ο Κάρολος δημοσιεύει τους «Τεχνητούς παραδείσους», στους οποίους ο ποιητής αναφέρεται στον κόσμο των αισθήσεων και τη λατρεία του ατέλειωτου. Την επόμενη χρονιά «Τα άνθη του κακού» κυκλοφορούν σε δεύτερη έκδοση. Τον Απρίλιο του 1861 ο Μποντλέρ γράφει και δημοσιεύει ένα μακροσκελές άρθρο γύρω από τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ενώ αντιλαμβάνεται ότι ο αέρας του Παρισιού τον σηκώνει όλο και λιγότερο.
Ο ποιητής πνίγεται και αποφασίζει το 1864 να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, όχι πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά από τη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί δίνει μια σειρά διαλέξεων, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ούτε εκεί μπορεί να εγκατασταθεί, καθώς η βελγική καλή κοινωνία αντιδρά. Η υγεία του, όμως, είχε κλονιστεί από τη «σκανδαλώδη» ζωή, που από νεαρός είχε επιλέξει. Σε μια επίσκεψή του στον ναό του Σαν Λου ντε Ναμίρ, ο Κάρολος Μποντλέρ χάνει τις αισθήσεις του. Αργότερα τις ανακτά, αλλά από τότε είχε πολλά και αλλεπάλληλα προβλήματα υγείας.
Το 1867 η απώλεια των αισθήσεών του είναι πλέον ο κανόνας και ο μεγάλος ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Κάρολος Μποντλέρ ετάφη στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Α. ΣΕΪΤΑΝΙΔΗΣ seitanid@enet.grΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 09/04/2001
οι εικόνες από την Wikipedia