του Δημοσθένη Παπαδάτου -Αναγνωστόπουλου
Από τις ευρωεκλογές του 2009 και την προπέρσινη «έκπληξη» στον Δήμο Αθηναίων, ως τη σημερινή δημοσκοπική έκρηξη της Χρυσής Αυγής, η άνοδός της θα έπρεπε να είχε σημάνει από καιρό το τέλος της μακαριότητας όσον αφορά την ακροδεξιά. Κι όμως, πάνε λίγες μόνο μέρες που τα «σοβαρά» κόμματα και τα ΜΜΕ έπαψαν να μιλάνε γενικώς περί «άκρων». Μέχρι πρότινος, ακόμα και ερευνητές του φαινομένου, άνθρωποι δηλαδή που γνώριζαν ότι «χωρίς τη λεπτή υπονόμευση από τον μεταφασιστικό χώρο, οι νεοφασιστικές προκλήσεις εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα είχαν κρατήσει τα νεοφασιστικά μορφώματα εγκλωβισμένα στο πολιτικό-ιδεολογικό γκέτο τους»[1], είχαν πάψει να ανησυχούν όπως παλιά για την ακροδεξιά, αφ΄ ότου η εκσυγχρονισμένη εκδοχή της συνέβαλε στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. «Φαίνεται ότι η συμμετοχή των κομμάτων αυτών σε κυβερνήσεις συνεργασίας», μας καθησύχαζε το Φεβρουάριο ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «λειτουργεί ως δίαυλος εκτόνωσης των φαινομένων ρατσιστικής βίας»[2]. Τι συνέβη στην πραγματικότητα, βέβαια, το ξέρουμε όλοι.
Με δεδομένη λοιπόν και την εμπειρία αυτή, έχει σημασία, τώρα που η νεοφασιστική εκδοχή της ακροδεξιάς σηκώνει κεφάλι, η μακαριότητα να μην αλλάξει στρατόπεδο. Και νομίζω ότι αυτός ο κίνδυνος υπάρχει. Ακόμα και στην Αριστερά, πολλοί είναι αυτοί που προβλέπουν από σήμερα είτε την «ενσωμάτωση» της Χρυσής Αυγής στο θεσμικό παιχνίδι μετά την είσοδό της στη Βουλή, την «κανονικοποίησή» της δηλαδή, είτε την εξαφάνισή της μόλις αποκαλυφθεί το αποκρουστικό της πρόσωπο και η «ρηχότητα» της πολιτικής της.
Στην πραγματικότητα, η είσοδος της ακροδεξιάς στο θεσμικό παιχνίδι σημαίνει κανονικοποίηση της «ανωμαλίας», όχι όμως με όρους προσαρμογής της τελευταίας στο «κανονικό», αλλά ακριβώς το αντίθετο: με τη μετατόπιση του «κανονικού» σε θέσεις κοντινότερες προς το «μη κανονικό». Οι θεσμοί δεν εξημερώνουν την ακροδεξιά - και υπάρχει γι΄ αυτό πλούσια εμπειρία, τόσο από την Ευρώπη όσο και από τη χώρα μας. Τόσο η αυξανόμενη επιθετικότητα του ΛΑΟΣ στα ζητήματα της ατζέντας του μετά το 2004, όσο και ο ναζιστικός χαιρετισμός του Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, λίγες μόλις μέρες αφ΄ ότου ο φύρερ πέρασε το κατώφλι του Δημαρχείου, είναι νομίζω ενδεικτικά. Υπάρχει έστω και ένας που μπορεί να ισχυριστεί ότι, από το φθινόπωρο του 2010 και μετά, η ρατσιστική βία είναι σε ύφεση;
Ειδικά στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, μιας νεοφασιστικής δηλαδή οργάνωσης, η «καιροσκοπική» θεσμική πολιτική δεν μπορεί να είναι παρά η μισή της αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι οργανώσεις σαν αυτή σχοινοβατούν συνειδητά μεταξύ πολιτικής πρόκλησης και πολιτικής ενσωμάτωσης· κι ότι αυτή ακριβώς η διπλή στρατηγική είναι που κάνει τις οργανώσεις αυτές αυτό που πραγματικά είναι (φασιστικές), δηλαδή κόμματα και, ταυτόχρονα, κινήματα. Χωρίς τη διπλή αυτή στρατηγική, δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Κάπως έτσι, όμως, εξαφανίζεται η ιδιοτυπία τους - αυτή που και στον Μεσοπόλεμο διαφοροποιούσε τον φασισμό από τα κάθε λογής αντιφιλελεύθερα κινήματα της δεξιάς.
Το κλειδί εδώ είναι η απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και γενικότερα της θεσμικής πολιτικής, πρώτα απ΄ όλα από το κράτος και τους βασικούς θεσμικούς «παίχτες». Αυτή -και όχι οι «λαθρομετανάστες»- είναι η συνθήκη που κάνει θεμιτή και λιγότερο ντροπιαστική την υπερψήφιση μιας ναζιστικής οργάνωσης. Η απαξίωση της ψήφου, μετά την οποία όλες οι επιλογές μοιάζουν ηθικά και πολιτικά δυνατές, αλλά και πιο γενικά, το γεγονός ότι η μεταπολεμική κοινοβουλευτική δημοκρατία αυτοαναιρείται συστηματικά, «συγκινώντας» έτσι όλο και λιγότερους, σχεδόν υποχρεώνουν τη Χρυσή Αυγή να παραμένει «αντισυστημική», δηλαδή αντικομματική και αντικοινοβουλευτική - άρα ενίοτε βίαιη. Με άλλη διατύπωση, ένα «σύστημα» που, όντας σε κρίση, συμμερίζεται πρακτικά πολλές από τις απόψεις της, είναι αδύνατο να χαλιναγωγήσει την «αντισυστημική» δεξιά του.
Με αυτή την έννοια, καμία έγκυρη εκτίμηση για τη Χρυσή Αυγή δεν μπορούμε να κάνουμε, αν επιμένουμε να τη βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο ως «παίχτη» μέσα στους θεσμούς - παραγνωρίζοντας, δηλαδή, την ορατότητά της μέσα στην κοινωνία, τον πολιτικό αναλφαβητισμό που θεωρεί συζητήσιμα πολλά από τα μηνύματά της, τον βίαιο -πλην «αποτελεσματικό»- κινηματισμό της. Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βεβαίως, ότι η ελληνική κοινωνία γοητεύτηκε ξαφνικά από τον εθνικοσοσιαλισμό· σημαίνουν, όμως, ότι η «διάπλαση» και ο κατακερματισμός της κοινωνίας την τελευταία εικοσαετία είχαν ως αποτέλεσμα τον εθισμό στη λιγότερη δημοκρατία - εξ ου και σήμερα η καταγγελία μιας δημοκρατίας υπό διαρκή συρρίκνωση δεν γίνεται αποκλειστικά εξ αριστερών, δηλαδή με «διά ταύτα» το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία.
Είναι γι΄ αυτούς τους λόγους που, ενώ σωστά επισημαίνουμε την εργαλειοποίηση της ακροδεξιάς από το κράτος και τα αστικά κόμματα (εργαλειοποίηση που ως στόχο έχει, μεταξύ άλλων, να «κοντύνει» τον ορίζοντα της Αριστεράς), θα ήταν λάθος να παραγνωρίζουμε την αυτονομία του φαινομένου· το γεγονός, δηλαδή, ότι σημαντικά τμήματα της κοινωνίας δεν αντιλαμβάνονται το κράτος όπως εμείς - συνεπώς τοποθετούνται «ενάντια στο σύστημα» υποστηρίζοντας την πιο επιθετική και απεχθή εκδοχή της λογικής του.
Δεν είναι καθόλου προφανές (μακάρι να ήταν...) ότι οι αγωνιστικές παραδόσεις του ελληνικού λαού μάς καθιστούν απρόσβλητους. Δεν ήταν προφανές για τη Γαλλία, παρά τις παραδόσεις του 1789 και του 1968, δεν ήταν προφανές συνολικά για την Ευρώπη, παρά τις αιματηρές θυσίες στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, άρα δεν είναι προφανές ούτε και εδώ. Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε.
[1] Βασιλική Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Καστανιώτης 2008
[2] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Ο ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση. Η Δημοκρατία σε κίνδυνο;», books΄ journal, Φεβρουάριος 2012
Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ, 27.04.12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου