Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Δημοκρατία με ματωμένη Γάζα στα μάτια.

Του Απόστολου Λυκεσά

«Ναι, αλλά στο Ισραήλ έχουν μια ισχυρή δημοκρατία» είναι το τελευταίο επιχείρημα που επικαλούνται όσοι ψάχνουν ακόμη μια δικαιολογία για την κτηνωδία που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Γάζα. Κι εμείς γιορτάζουμε μέσα στην κατήφεια τα σαραντάχρονα της καθημαγμένης μας δημοκρατίας. Κάθε τριάντα δευτερόλεπτα πέφτει μια βόμβα στην Γάζα. Κάθε μέρα στην Ελλάδα έχουμε 4000 κατασχετήρια. Ο έλληνας πρωθυπουργός με άρθρο του σε εφημερίδα ανακοινώνει το τέλος του κρατισμού. Αφού πρώτα φρόντισε να στελεχώσει το Μουσείο της Ακρόπολης με ανθρώπους από την εκλογική του περιφέρεια. Το σκέλεθρο της δημοκρατίας καλυμμένο από γάζες διαφημίσεων. Η δημοκρατία του Ισραήλ φιλεύσπλαχνη προειδοποιεί με μια κροτίδα ότι σε τρία λεπτά το σπίτι σου πρόκειται να εξαερωθεί από έναν πύραυλο. Προλαβαίνεις να πάρεις τα παιδιά και μια κουβέρτα, να πας παραδίπλα και να δεις το θέαμα. Η δημοκρατία στην Ελλάδα σε ενημερώνει ότι άμα χρωστάς σε τράπεζα ή σε ασφαλιστικό ταμείο και δεν μπορείς να πληρώσεις μπορείς να πάρεις τα παιδιά και μια κουβέρτα και να πας κάτω από μια γέφυρα ή στο πάρκο καλύτερα και να δεις την εγκατάσταση των νέων ιδιοκτητών. Το Ισραήλ προειδοποιεί ότι αν όλοι οι κάτοικοι της Γάζας φύγουν κανένας δεν θα πάθει τίποτα. Το που θα πάνε είναι μια λεπτομέρεια για την οποία η Δημοκρατία είναι αδιάφορη γιατί δεν είναι δικό της πρόβλημα. Παιδιά κομματιάζονται από βόμβες καθώς έπαιζαν στην παραλία της Γάζας. Η δημοκρατία πρέπει να πάρει τα μέτρα της. Στην Ελλάδα οι παραλίες θα δοθούν σε ιδιώτες για να μην παίζουν σε αυτές παιδιά που ενδέχεται να κινδυνεύσουν από βόμβες. Το Ισραήλ διαπράττει έγκλημα που κανένας δεν θα το θυμάται σε  σαράντα χρόνια. Ο Γκιούλ πήγε στα κατεχόμενα της Κύπρου αμόλησε τις λεκτικές του ρουκέτες και ο έλληνας υπουργός των εξωτερικών δεν τις άκουσε καν, ασχολιόταν εκείνη την ώρα με την δημοκρατία στο εσωτερικό του κόμματός του που υπάρχει μόνο για να καλούν στελέχη του στα κανάλια. Ποιός θυμάται την Κύπρο σαράντα χρόνια μετά; Ποιός θυμάται τον Σωτήρη Πέτρουλα, το νόημα της θυσίας του μέρα που είναι;
Δεν υπάρχουν βέβαια αναλογίες ανάμεσα στην εφαρμοσμένη κτηνωδία που εξελίσσεται στην Γάζα και τα καθ’ ημάς. Στη Γάζα το θηρίο βγήκε από το παραβάν. Στην Ελλάδα φοράει κοστουμάκι και διαφημίζει χαρίεσες τράπεζες. Υπάρχει όμως αυτή η παραλληλία στη χρήση των λέξεων και η απώλεια μνήμης. Η Δημοκρατία του Ισραήλ, ξεχνώντας τα βάσανα των προγόνων της, πατάει πάνω στους βομβαρδισμούς ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Η Δημοκρατία στην Ελλάδα οικοδομήθηκε πάνω στην ρημαγμένη Κερρύνεια. Η Δημοκρατία του Ισραήλ θεωρεί -και σωστά- έγκλημα την παρενόχληση της γραμματέως από τον Πρόεδρο και τον βάζει φυλακή. Δεν έχει κανένα πρόβλημα όμως να βομβαρδίζει του Παλαιστίνιους απλώς και μόνο επειδή διεκδικούν την αυτοδιάθεσή τους. Η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν έχει κανένα πρόβλημα να επιτρέπει σε πολίτες της να αναφωνούν ότι «μια δικτατορία μας χρειάζεται» χωρίς να θυμίζει ότι μια χούντα έμμισθων πρακτόρων έδωσε τη μισή Κύπρο χάρισμα στην Τουρκία και σήμερα τα ιδεολογικά τους απολειφάδια καμώνονται τους εθνικιστές.
Το Ισραήλ εφαρμόζει απολύτως την λογική της Δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας όπως αυτή εκδηλώθηκε και κηλιδώθηκε από αιώνια ντροπή με την καταστροφή της Μήλου και περιγράφηκε από τον Θουκυδίδη στον σχετικό διάλογο «...γιατί δεν μας βλάπτει τόσο η έχθρα σας, όσο η φιλία σας, που θα εμφανίζεται ως απόδειξη της αδυναμίας μας, επειδή δεν σας υποτάξαμε, αντίθετα, το μίσος σας θα αποτελεί για τους υπηκόους μας απόδειξη της δύναμής μας...». Και η ελληνική κυβέρνηση ως πρεσβευτής των δανειστών μας υπαγορεύει ότι δημοκρατία είναι να μένουν ανοιχτά τα μαγαζιά τις Κυριακές, να πωλούνται τα ακρογιάλια, να χτίζονται τα δάση, να χαρίζεται κοψοχρονιά η ενέργεια, να μην μιλάς για τους δούλους στη Μανωλάδα ή τους είλωτες στο λιμάνι του Πειραιά.
Η δημοκρατία δεν μπορεί να κατέχει και δεν υποτάσσεται. Η Δημοκρατία δεν έχει δεμένα τα μάτια με Γάζα ματωμένη από αίμα παιδιών. Δεν μπορεί να διακατέχεται από ανηθικότητα. Είναι παράδειγμα προς μίμηση όχι προς αποφυγή. Η δημοκρατία καταλύεται αλλά δεν χάνει το ηθικό πλεονέκτημα. Νικάει και δεν επαίρεται, δεν είναι αδυσώπητη αλλά δεν ξεχνάει. Αν δεν έχει τέτοιες -μεταξύ πολλών άλλων- προϋποθέσεις τότε είναι καταγέλαστη καρικατούρα.
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ "Στο Κόκκινο 93,4" Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο "Κόκκινο 93,4" την εκπομπή "Ορθά- Κοφτά" με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00- 12:00.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Η φίλη μου Ρακέλ,η φίλη μου Ρεβέκκα..

 
 
Ο Μάρξ,ο Μαϊμονίδης,ο Σπινόζα.Η μουσική του Μέντελσον.Ο Σούσης ο συμμαθητής μου,μπακ δεξί στην παιδική μας ποδοσφαιρική ομάδα,
Ο Μπεναρόγια,ο Ελιγιά,ο Τσόμσκι.
Η φίλη μου Ρακέλ,η φίλη μου Ρεβέκκα..Ο Τζούλιο,ο Μικαέλ..Οι Εβραίοι του κόσμου,ο...ι Εβραίοι των πατρίδων,οι δικοί μου Εβραίοι.

.............................................................................................................

Τα πραγματικά εγγόνια των θυμάτων του Αουσβιτς δεν βρίσκονταν μέσα στα Ισραηλινά τάνκς,αλλά κάτω από τα ερείπια της Τζανίν..Μέσα στα τάνκς άγνωστο ποιοί βρίσκονταν αφού τα παιδιά του Γκαίμπελς έχουν πεθάνει μαζί με τον πατέρα τους το 1945.

'Δεν πρέπει ',λοιπόν,'να συγκρίνεται το Ολοκαύτωμα με ότι γίνεται στην Παλαιστίνη',,Οχι όμως γιά τους λόγους,που προβάλλει η καθεστηκυία προπαγάνδα του πολιτικώς ορθώς σκέπτεσθαι,αλλά διότι τότε απέναντι στην ναζιστική βία ορθωνόταν η διεθνής αντίσταση,ενώ σήμερα απέναντι στην βαρβαρότητα έρπει μιά υποκριτική 'διεθνής κοινότητα'.

Αν το καλοσκεφθεί κανείς δεν είναι να κλαίει την Παλαιστίνη,αλλά τον υπόλοιπο κόσμο...
Τον κόσμο όπου ανήκουμε,όσο και αν φώναζαν 'είμαστε όλοι Παλαιστίνιοι΄,οι ευάριθμοι που κατέβηκαν στο δρόμο εκείνες τις μέρες.

'Είμαστε όλοι Παλαιστίνιοι'-αλλά εγώ δεν μπορώ να νιώσω Παλαιστίνιος.,διότι δεν μπορώ να νιώσω υπερηφάνεια.Δεν έχω την δύναμη της γριούλας εκείνης ,αν τη θυμάστε,που μέσα στα ερείπια της ζωής της,μέσα στις στάχτες και στα δάκρυα,ούρλιαζε το δίκιο της και το πένθος της κόντρα στην Ιστορία :' Δεν θέλουμε τρόφιμα,όπλα θέλουμε.'

Οχι δεν μπορώ να νιώσω Παλαιστίνιος.Νιώθω Εβραίος..Νιώθω την συντριβή του Εβραίου,με την μπότα των 'εκλεκτών' να μου λιώνει το πρόσωπο,να σβήνουν οι γραμμές και τα χαράγματα των αιώνων πολιτισμού,να γίνονται λάσπη μέσα στην λάσπη όλα τα ιερά και τα όσια της ένδοξης δημοκρατίας-ένα 'εβραίος' Ευρωπαίος,ένας 'εβραίος' Ελληνας ,μέσα στο περίλαμπρο Αουσβιτς της νέας κατάστασης'.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Απόσπασμα από :' O Kάντιος και τα Βαλκάνια'.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Πρωτοβουλία ¨ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ¨ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ για την εκποίηση της ¨μικρής ΔΕΗ¨.

Η αυταρχική παραβίαση συνδικαλιστικών, πολιτικών και κοινοβουλευτικών διαδικασιών και η κατά μέτωπο νεοφιλελεύθερη επίθεση της κυβέρνησης στην δημόσια περιουσία και τα κοινωνικά αγαθά κατέδειξε ότι η μάχη είναι μακρά πορεία ρήξεων και μετώπων.



Η διαχείριση τους δεν μπορεί να είναι άκοποι μεμονωμένοι συνδικαλιστικοί λεονταρισμοί ούτε αθροίσεις αντιθετικών πολιτικών. Με υλικά κατεδάφισης δεν χτίζεις κανέν...α σπίτι πόσο μάλλον κίνημα. Καμιά πολιτική μάχη δεν θα χαθεί αν έχει ως άξονα τον σταθερό αγώνα της ανατροπής νεοφιλελευθέρων πολιτικών και θέσεων. Δεν θα χαθεί αν έχει ορίζοντα την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών υπέρ μιας ταξικής και ριζοσπαστικής, μακρόπνοης και εμπνευσμένης πολιτικής. Δεν θα χαθεί αν η Αριστερά, αντί να καταναλώνεται στην προσπάθεια δημιουργίας αδιέξοδων συμμαχιών από τα πάνω με δυνάμεις χωρίς αρχές και αξιακό πλαίσιο και καταδικασμένες πολιτικά από την κοινωνία, ασχοληθεί με την δημιουργία και την ενίσχυση κοινωνικών συμμαχιών των υποτελών τάξεων. Άλλη μια ήττα στις τόσες που μετράμε τα δύο τελευταία χρόνια … οι νίκες απαιτούν, όραμα, έμπνευση, ταξικό προσανατολισμό.
Η Αριστερά πρέπει να είναι προκλητική όσον αφορά το μέλλον γιατί το αστικό κενό εκπροσώπησης δεν θα υφίσταται επ' αόριστον.

ΥΓ. Η ιστορία διδάσκει αμείλικτα … ποτέ κανένας αγώνας δεν κερδήθηκε επειδή κάποιος αιώνιος συνδικαλιστής έσκισε μπροστά στις κάμερες το φύλλο επιστράτευσης του.

Αθήνα 11/07/2014

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Πρόσκληση - Κάλεσμα

Η πρόσκληση-κάλεσμα για την 2η συνάντηση (9 Ιουλίου, Πολυχώρος 'Ανοιχτής Πόλης' ) των 'ανέντακτων' του ΣΥΡΙΖΑ παίρνει μια πιό ολοκληρωμένη μορφή και καταθέτει ένα κατ' αρχήν κείμενο:
Αθήνα 6 Ιουλίου 2014
Οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές, αυτοδιοικητικές και ευρωεκλογές, δημιουργούν αναγκαστικά μια ευκρινή διαχωριστική γραμμή για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς με κύρια οργανωμένη έκφραση τον ΣΥΡΙΖΑ και εκείνες τις δυνάμεις που ενσωματώνουν την αναπόσπαστα δεμένη με την διαχρονική άσκηση της εξουσίας οικονομική ολιγαρχία, τον πολιτικό καιροσκοπισμό, τον αυταρχισμό και εν τέλει την πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ελίτ.
Η συσπείρωση αυτών των ελίτ οργανώνεται πάνω στην στρατηγική της υπέρβασης αριστερής – δεξιάς πολιτικής, υπέρ ενός πατριωτικού και καταφανώς ανιστόρητου εθνικού λόγου, σε τελευταία ανάλυση υπέρ μιας οργανωμένης συστημικής υπέρβασης που θα επιτρέψει την ιστορική συνάντηση με την αριστερά με δικαιολογητική βάση την ανάταξη της χώρας σε ένα κρίσιμο μεταρρυθμιστικό σχέδιο για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Βέβαια, η ιστορία της κομμουνιστικής και ανανεωτικής αριστεράς με την στρατηγική των ρήξεων και της μάχης των ¨θέσεων¨ έχει γεννήσει πολλά και στέρεα παραδείγματα νίκης και ιδεολογικής κυριαρχίας, εκεί και όταν, δεν θεώρησε ότι ο πολιτικός ¨ορθολογισμός¨ καθίσταται ιστορικό καθήκον σε βάρος του στρατηγικού στόχου της ανατροπής. Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, η ίδια η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές του 2012 που τον κατέστησε το αριστερό κόμμα με την υψηλότερη κοινωνική αποδοχή στην ιστορία των εκλογών στην χώρα, είναι ένα σημαντικό παράδειγμα για την ενδυνάμωση αυτής της θέσης.
Οι ¨δημοκρατικές παρενθέσεις¨ με συμμετοχή των αριστερών δυνάμεων έχουν καταστεί μοιραία καρπός υποστολής του ιστορικού ρόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς και έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για την διάλυση των κομμουνιστικών και αριστερών κομμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό και θεωρώντας ότι η συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ για την ¨νέα εποχή¨ επισκιάζεται από τα ¨νέα καθήκοντα¨ εκτιμούμε ότι υπάρχει τεράστια ανάγκη να επανατοποθετήσουμε στην οργανωμένη πολιτική δράση μας, την αγωνία και τον λόγο για το αύριο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Επείγει να εμβαθύνουμε τις πολιτικές μας και την δράση μας διεκδικώντας όμως ως όρο να ανατραπούν οι προσπάθειες που επιδιώκουν να οριστικοποιηθούν οι νέες ισορροπίες με πολιτικά πρόσωπα και σχήματα που αλλοιώνουν και καταστρέφουν τις πολιτικές και κοινοβουλευτικές καταβολές του πολιτικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτιμούμε τέλος και πιθανή μετάλλαξη της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές, όποτε αυτές επισυμβούν.
Παλιοί ¨Ρηγάδες¨ και ανένταχτοι εντός ή και εκτός Σύριζα συναντιόμαστε, συντονιζόμαστε, αγωνιζόμαστε ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ … η υπόθεση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι πολύ μεγάλη ευθύνη για να την παρακολουθήσουμε απλά ως θεατές.
Πρωτοβουλία ¨ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ¨ . . . γιατί όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά.

Τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπιταλισμός

Με αφορμή μια συνέντευξη και έναν τίτλο βιβλίου του Σλαβόι Ζίζεκ, του Χ. Γεωργούλα

Εχω την εντύπωση ότι ορισμένες από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συνέντευξη του Σλαβόι Ζίζεκ στην «Εφημερίδα των Συντακτών», οφείλονται και στο γεγονός ότι θίγει ζητήματα που στην Αριστερά συχνά τα αποφεύγουμε ή τα συζητάμε με αφοριστικό τρόπο, πράγμα που δεν το αποφεύγει και ο ίδιος, τελικά.
Πρόκειται, βέβαια, για μια συνέντευξη από τηλεφώνου, που εντείνει το πρόβλημα που ούτως ή άλλως έχει ο προφορικός λόγος ενός φιλοσόφου και όχι πολιτικού. Δηλαδή ενός ανθρώπου που αποφεύγει τις υποχρεώσεις μιας οιονεί επιστημονικής πειθαρχίας, που απαιτεί όχι γενικεύσεις αλλά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να κάνουμε κι εμείς το ίδιο λάθος κρίνοντας τις γνώμες που διατυπώνει.

Πόσο «κανονική» είναι η Ελλάδα;

Ο Ζίζεκ, λοιπόν, σε μια αποστροφή του λόγου του, λέει ότι θα πρότεινε –ίσως– στον ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει σαν «ένα τίμιο αστικό κόμμα», το οποίο «θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε κανονικό φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος». Εξηγεί δε ότι θεωρεί προτιμότερο ένα τέτοιο στόχο, παρά τη δοκιμή μιας «παλαβής αριστερίστικης επανάστασης», που, μετά την αποτυχία της, θα αποτελούσε μια ωραία ιστορική ανάμνηση.
Δύο πρώτες παρατηρήσεις. Πρώτον, με το δικαιολογητικό της ικανής απόστασης από τα ελληνικά πράγματα, ο Ζίζεκ δείχνει εδώ υπερβολικά επηρεασμένος από την επίμονη προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι ότι δεν αποτελεί «κανονικό», αλλά ένα διεφθαρμένο κράτος–παρία. Στην πραγματικότητα, είναι ένα κανονικό κράτος του ευρωπαϊκού Νότου, στο οποίο δοκιμάζεται πειραματικά ένας νέος τύπος κοινωνικής ισορροπίας σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Αν είναι, λοιπόν, κάτι να αλλάξει, είναι αυτή η συγκεκριμένη κατάσταση.
Δεύτερον, όλες οι απόπειρες ανατροπής, ακόμα και οι μετριοπαθέστερες, οι πιο πραγματιστικές και λιγότερο παλαβές και αριστερίστικες, είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να γίνουν ιστορικές αναμνήσεις. Αυτό, όμως, δεν τις καθιστά εκ προοιμίου μη ρεαλιστικές, ανέφικτες. Τίποτε δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Αν οδηγός μας ήταν μόνο ο πραγματισμός, πολύ λίγα θα είχαν αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο.
Τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπιταλισμός
Ας έρθουμε, τώρα, στην πραγματική και συγκεκριμένη Ελλάδα, στον πραγματικό και συγκεκριμένο ΣΥΡΙΖΑ. Όσο κι αν ισχύει ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ισχύει εξίσου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ –αλλά και οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς– προτείνουν ένα ενδιάμεσο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα με αντιμνημονιακό και αντινεοφιλελεύθερο κατά βάση χαρακτήρα. Θα μπορούσαν στους υποστηρικτές του να συμπεριληφθούν και δυνάμεις που δεν στοχεύουν στην άρση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συστρατευτούν σ’ αυτό το πολιτικό πρόγραμμα και «παραγωγικοί καπιταλιστές» όπως προτείνει ο Ζίζεκ;
Δεν είναι πολύ μακρινή για την Ελλάδα η μετεμφυλιακή περίοδος, κατά την οποία το ΚΚΕ συζητούσε περί «εθνικής αστικής τάξης». Δεν πρόκειται, δηλαδή, για θέμα ταμπού. Πόσο ενδιαφέρον, όμως, θα είχε μια παρόμοια συζήτηση σήμερα, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της άκρας διεθνοποίησης του κεφαλαίου; Πριν αγανακτήσουμε για παρόμοιες –απορριπτέες κατά τη γνώμη μας υποδείξεις– ας διαβάσουμε προσεκτικά το σημερινό πρόγραμμα του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Εξουσία, για να δούμε με πόση προσοχή αντιμετωπίζει τα περιθώρια κίνησης των ιδιωτών μικροεπιχειρηματιών και παραγωγών στο πλαίσιο μιας εθνικοποιημένης–κοινωνικοποιημένης διαδικασίας παραγωγής τουλάχιστον στην κλίμακα των μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Όλα αυτά, όμως, πόση σχέση μπορούν να έχουν με τη σημερινή Ελλάδα και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ; Το κύριο χαρακτηριστικό τού τελευταίου είναι ότι αντιπαρατίθεται στο σχέδιο των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη για νέες κοινωνικές και διακρατικές ισορροπίες συμφερόντων σε βάρος των λαϊκών τάξεων και των εργαζομένων με τίτλο «διαρκής λιτότητα» και στόχο τη διατήρηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων ευρωπαϊκών συμφερόντων σε επίπεδα που μόνο μ’ αυτό το σχέδιο λιτότητας και υποτίμησης της εργατικής δύναμης θεωρούν ότι μπορούν να επιτευχθούν.
Κατά τούτο, λοιπόν, οι μεν αντιμνημονιακοί-αντινεοφιλελεύθεροι στόχοι του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται αντιληπτοί από τις κυρίαρχες δυνάμεις ως αντικαπιταλιστικοί, γιατί αντιστρατεύονται την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία τους, η δε επιδίωξη της συγκρότησης ενός «κανονικού φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους» σήμερα δεν αποτελεί επιλογή που μπορεί να αφήσει αδιάφορες και να κρατήσει ουδέτερες απέναντι στην επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ τις δυνάμεις αυτές. Ο αυταρχισμός και η αποστέωση της δημοκρατίας είναι βασικά στοιχεία του υποδείγματος που δοκιμάζεται στην Ελλάδα και προορίζεται, διαμέσου του ευρωπαϊκού Νότου, για όλη την Ευρώπη. Η πολωτική σύγκρουση, ακόμη και για τόσο λίγο «αντικαπιταλιστικά» επίδικα, φαίνεται αναπόφευκτη.
Ο φόβος της ακροδεξιάς
Τούτων δοθέντων, είναι μεν ορθή η διαπίστωση του Ζίζεκ ότι «μόνο μια ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να διασφαλίσει ό,τι αξίζει από μια φιλελεύθερη ατζέντα». Αλλά μπορεί να το κάνει μόνο ως ηγεμονική δύναμη, –ή τουλάχιστον, ως καταλυτική δύναμη που πυροδοτεί αλλεπάλληλες ανατροπές– με τις θέσεις της, που αφομοιώνουν και αναβαθμίζουν «ό,τι αξίζει» από τη δημοκρατική παράδοση ενός πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ο φόβος που υποκρύπτουν αυτές οι αναφορές του Ζίζεκ προέρχεται από την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Πρόκειται για υπαρκτό κίνδυνο που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Σε άλλες περιόδους, στο μεσοπόλεμο, και σε άλλες συνθήκες, αντιμετωπίστηκε με την τακτική των ευρύτατων λαϊκών μετώπων, από πολιτικές δυνάμεις που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς φιλοκαπιταλιστικές, όπως τα κομμουνιστικά κόμματα της Τρίτης Διεθνούς. Δεν αποκλείεται να βρεθούμε και στο μέλλον μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.
Ο ρεαλισμός του ριζοσπαστισμού
Ωστόσο, στην Ευρώπη και την Ελλάδα του σήμερα βρισκόμαστε σε πρωιμότερες φάσεις της κυριαρχίας του φασιστικού φαινομένου και εκείνο που προέχει είναι να απορριφθεί, να αποτραπεί και να αποκρουστεί η πολιτική που εκτρέφει την ακροδεξιά και τα φασιστικά μορφώματα. Ένα μέτωπο κατά των δυνάμεων αυτών χωρίς πολιτικές αναφορές στην άρση των συνθηκών που τις εκτρέφουν, μοιάζει με πυροβολισμό στον αέρα.
Αν στην Ελλάδα δεν είδαμε να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο των πρόσφατων ευρωεκλογών στη Γαλλία, είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, να συνδυάσει τη ριζοσπαστική απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής με την πειστική υπεράσπιση μιας αριστερής εκδοχής της προοπτικής και της αναγκαιότητας της Ευρώπης των λαών, των εργαζομένων. Μπόρεσε, δηλαδή, με σχετική αλλά καθόλου αμελητέα επιτυχία, να ανακόψει τη δυνατότητα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς και της εθνικιστικής αναδίπλωσης να εμφανιστούν ως εναλλακτικές του μνημονιακού νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, που οπωσδήποτε δεν είναι. Επιχείρησε αυτό που ο Ζίζεκ φοβάται ότι δεν μπόρεσε ή δεν μπορεί να κάνει η Αριστερά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες –για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς, που δεν μπορούν να αναλυθούν στον περιορισμένο χώρο ενός σχολίου σαν κι αυτό.
Πηγή: Εποχή

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Είναι άραγε αριστερή πολιτική

Είναι άραγε αριστερή πολιτική αυτή που αντλώντας συμπεράσματα από τη «νίκη» των εκλογών υπαινίσσεται ότι «η Αριστερά μόνη της δεν μπορεί»;
 
Είναι αριστερή πολιτική να επιχειρείς την προσέγγιση με τμήματα της «Κεντροαριστεράς», έστω και υπό το πρόσχημα τακτικών συμμαχιών εν όψει της προεδρικής εκλογής, και μάλιστα υπό το προκάλυμμα της διπλής διεύρυνσης, με ανοίγματα και «προς τα αριστερά», προς δυνάμεις για τις οποίες γνωρίζεις ότι ουδέποτε θα αποδεχθούν αυτό το κάλεσμα;
 
Είναι αριστερή πολιτική να θεωρείς και να προπαγανδίζεις ότι για την ανατροπή αρκεί να προκύψει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να δίνεις την έμφαση στη ριζοσπαστική μετατόπιση της τρέχουσας πολιτικής, στην ολότελα διαφορετική οργάνωση του αντισυστημικού δυναμικού το οποίο διασχίζει πολλούς χώρους, χωρίς να εμμένεις στην ενεργό συστράτευση των κοινωνικών αντιστάσεων των «από κάτω» για μία διαφορετική κοινωνία;
 
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο έργο εξόδου της ελληνικής κοινωνίας από την κρίση προς όφελος των πολλών, με κριτήριο την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και όχι τη μεγιστοποίηση των κερδών, πρέπει να οργανώνεται ως «αντιπολίτευση στο κράτος», ήδη από τώρα. Ως αντιπολίτευση απέναντι σε αυτό το πυκνό και συνεχές δίκτυο θεσμών και μηχανισμών που συμπυκνώνει πολιτικά σχέσεις και συμπεριφορές που παγιώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες: Ένα σύστημα εξουσίας που δεν αποτελεί απλά ουδέτερο περίβλημα που μπορεί να γεμίσει με αριστερή «ουσία», αλλά συνιστά το εργαλείο διαχείρισης των αντιθέσεων μεταξύ των μερίδων του κεφαλαίου («συλλογικός κεφαλαιοκράτης»), κατά τρόπο που να διασφαλίζει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του μπλοκ εξουσίας μέσα από την καθυπόταξη της εργασίας.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς μόνο ως αντιπολίτευση στο κράτος μπορεί να πραγματοποιήσει τους αναγκαίους κοινωνικούς μετασχηματισμούς – διαφορετικά απλά θα κυβερνήσει «σαν τους άλλους».
 
Θα μπορέσει να είναι κυβέρνηση της Αριστεράς αν κυβερνήσει με «κλειστά βιβλία» σε συνεργασία με τους κρατούντες και την εργασία «απέναντι», αρχικά αμήχανη με το πλέγμα των μηχανισμών της εξουσίας, αλλά στη συνέχεια με ταχείς ρυθμούς προσαρμοζόμενη και εξοικειούμενη με τα «μυστικά και ψέμματα» της εξουσίας;
 
Θα μπορέσει να διατηρήσει σχέσεις εκπροσώπησης με τα κοινωνικά στρώματα των υποτελών τάξεων και να εφαρμόσει ένα κρίσιμο πρόγραμμα αναδιανομής εξουσίας, πλούτου και εισοδήματος υπέρ τους σε καθεστώς κοινωνικής πόλωσης, αν καταλήξει να ασκεί μια «επίσημη πολιτική» που θα επιχειρεί συγκεράσει το πρόγραμμά της με εκείνο «κεντροαριστερών συμμάχων»;
 
Θα μπορέσει τέλος να είναι κυβέρνηση της Αριστεράς αν απλά αλλάξει το πολιτικό προσωπικό των τελευταίων δεκαετιών που πάνω του ξέσπασε η αντισυστημική διάθεση της κοινωνίας, αλλά συνεχίσει να υπηρετεί το συνολικό θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και καθημερινής αναπαραγωγής των σχέσεων κυριαρχίας-υποταγής;
 
Η κυβέρνηση της Αριστεράς για να επιβιώσει και να συμβάλει στην ανατροπή θα είναι αναγκασμένη να αντιπαρατεθεί στον ολοκληρωτικό κοινωνικό πόλεμο με όπλο μια πολιτική που βρίσκεται στον αντίποδα της κρατούσας, μια πολιτική που εκπροσωπεί τις κοινωνικές αντιστάσεις, τη φωνή των «από κάτω». Κάθε υποχώρηση προς την τρέχουσα πολιτική, από τις συμφωνίες κορυφής με το κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του έως την «ήπια λιτότητα» προκειμένου να μην δοκιμαστούν οι «αντοχές» της οικονομίας, θα είναι μια επιβεβαίωση ότι η «ανατροπή» τελικά καταλήγει εκεί που οδηγήθηκαν και άλλες μεγάλες πρωτοβουλίες «αλλαγής», στο κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο.
 
Αυτός ο φόβος διαπερνά το κοινωνικό σώμα των υποτελών τάξεων.
 
Αυτή η ελπίδα κυριαρχεί στις σκέψεις των τεχνικών της αστικής εξουσίας.
 
Η Αριστερά πρέπει να εμπνεύσει τις υποτελείς τάξεις διαψεύδοντας τις ελπίδες των τεχνικών της εξουσίας. Αυτό είναι και το τελικό επίδικο αντικείμενο του ολοκληρωτικού κοινωνικού πολέμου που βρίσκεται σε κρίσιμο κομβικό σημείο μετά τις πρόσφατες εκλογές.
 
Από το editorial των "Θεσεις"

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Ψευτοδιεθνιστές και ορθοπατριώτες

Με αφορμή μια «διένεξη» στα Ενθέματα της «Αυγής»
του Χρήστου Λάσκου

Τον Ετεοκλή Δουμουλάκη δεν τον γνωρίζω. Δεν τον γνωρίζω, εννοώ μου είναι παντελώς άγνωστος. Υποψιάζομαι πως είναι κάποιος από τους ανθρώπους που πρόσφατα προσέγγισαν τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμώντας να βοηθήσουν την προσπάθειά του να αλλάξει τα πράγματα.
Αντιθέτως, τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο τον γνωρίζω καλά. Είναι από παλιά μαζί μας, από τις δύσκολες μέρες της μυρμηγκοδουλειάς και της οιονεί διάλυσης. Από «την εποχή του 3% συν πλην», στην οποία συνηθίζουν να αναφέρονται δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι και πρόσφατοι λάτρεις του χώρου, αντιπαραβάλλοντάς τη με το σημερινό «μεγαλείο», στο οποίο αισθάνονται πως έχουν οι ίδιοι ιδιαίτερα συμβάλλει.
Άσχημα ξεκίνησες, θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος. Τι απαράδεκτοι διαχωρισμοί είναι αυτοί μεταξύ «παλιοσειρών» και «νεήλυδων»; Δηλαδή τι; Ο Δουμουλάκης έχει λιγότερα δικαιώματα από τον Παρασκευόπουλο, επειδή, μάλλον, είναι πρόσφατη προσχώρηση;
Μακριά από μένα τέτοιες ιδέες. Ακόμη κι ο πιο καινούργιος σύντροφος είναι εξίσου πολύτιμος με τους «ιδρυτικούς». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που οι «ιδρυτικοί» δεν θα έφταναν όχι για την μεγάλη ανατροπή, αλλά ούτε για την αξιοπρεπή αντίσταση με τη διάρκεια και ένταση που απαιτεί η τρομερή κρίση, την οποία βιώνουμε.
Από την παραδοχή αυτή, ωστόσο, μέχρι αυτό που συμβαίνει αρκετές φορές με κάποιους νέους συντρόφους υπάρχει μεγάλη διαφορά. Η αίσθησή τους πως φέρνουν «μια νέα πνοή στα μουχλιασμένα αμπάρια μας» είναι εξίσου ενοχλητική με την καχύποπτη στάση αρκετών «παλιών» σχετικά με το άνοιγμα της οργάνωσης.
Η περίπτωση Δουμουλάκη είναι παραδειγματική, από αυτήν την άποψη. Καταλαβαίνω πως έχει μια ειδική έφεση στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής –ίσως και κάποια ειδίκευση. Δεν τον ξέρω και δεν είμαι σίγουρος. Έτσι φαίνεται. Και αυτή η εντύπωση ενισχύεται με το άρθρο που δημοσίευσε στα Ενθέματα της 10ης Φεβρουαρίου ως απάντηση σε δύο προηγούμενα αντίστοιχα του Παρασκευόπουλου.
Ας το δούμε, λοιπόν, λίγο από κοντά, για να καταλάβουμε ίσως και τον τρόπο με τον οποίο άρχισα το σημείωμά μου. Ο Δουμουλάκης ξεκινάει φουριόζος την παρέμβασή του καλώντας μας να «βγούμε από το μοναστήρι και τα σκοτεινά του παρεκκλήσια». Όπου, προφανώς, είμαστε ακόμη σήμερα οι περισσότεροι συριζαίοι ιδρυματισμένοι επιδιώκοντας την «ιδεολογική αναβάπτιση» της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού «στα νάματα των Ολομελειών (μη εξαιρουμένης της 5ης του 1949), των συνεδρίων, των Αθηναΐδων και των συναφών ιερών κειμένων». Κι από όπου ο ίδιος, ως φρέσκια σκέψη, έχει τη μέθοδο, τον τρόπο να μας βγάλει. Αρκεί να δεχτούμε να εγκαταλείψουμε «μια σειρά από περιθωριακές στην κοινωνία […] θέσεις για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας», που φανερά «δεν συμβαδίζουν με το εθνικό συμφέρον».
Τι μας ζητάει να κάνουμε ο Δουμουλάκης; Με τον αέρα του ειδήμονος μας καλεί –όχι τον Παρασκευόπουλο, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά– να εγκαταλείψουμε τα εμμονικά ιερά μας κείμενα, να αποταχθούμε δις τις «Αθηναΐδες» και να πορευθούμε πατριωτικά και ρεαλιστικά στο δρόμο του «εθνικού συμφέροντος» υπερβαίνοντας τις «ταξικές ρηγματώσεις». Έλα, όμως, που είμαστε Αριστερά! Και όχι μόνο δεν μπορούμε να υπερβούμε τις ταξικές ρηγματώσεις, αλλά έχουμε μια μανία με την προτεραιότητα του κοινωνικού ζητήματος και την προώθηση των ταξικών αγώνων. Έλα που θεωρούμε τις διεθνιστική μας στάση («διεθνιστικές ιδεοληψίες […] αν και ο προλεταριακός διεθνισμός μας άφησε χρόνους», κατά Δ.) κορώνα στο κεφάλι μας και προϋπόθεση της ευρωπαϊκής και διεθνούς υποστήριξης από τους εργαζόμενους και τα κινήματα όλου του κόσμου, προκειμένου μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική στην Ελλάδα να είναι πράγματι ρεαλιστική κι επαναστατική ταυτόχρονα.
Βέβαια, ο Δουμουλάκης έχει κι ένα ακόμη υπερόπλο στην αντιπαράθεσή του με τους περιθωριακούς συριζαίους της παλιάς φουρνιάς. Την ταύτισή τους με τον Πάγκαλο και το ΕΛΙΑΜΕΠ, εννοώ. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως οι ψευτοδιεθνιστές «υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν» ανάμεσά μας προσβλέπουν στην ενίσχυση της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την κατίσχυση των Σκοπίων επί της πατρίδος. Γι’ αυτό και οι πατριώτες ανάμεσά μας, ως αγωνιστές της «αυθόρμητης άμυνας κάθε κοινωνίας που αλώνεται και αλλοτριώνεται», παίρνουν θέσεις που προσομοιάζουν με αυτές της Πολιτικής Ανοίξεως και του Φαήλου Κρανιδιώτη. Ανφέρ; Όχι περισσότερο, πάντως, από αυτό του άρξαντος χειρών αδίκων.
Σύντροφε Δουμουλάκη, αυτοί είμαστε και, ό,τι κι αν νομίζεις, μ’ αυτά και μ’ αυτά ως στοιχεία της ριζοσπαστικής μας σκευής φτάσαμε όπου φτάσαμε. Η πιθανότητα να αντικατασταθούν οι Αθηναΐδες από κάτι «πιο φρέσκο και πατριωτικό» είναι σχεδόν μηδενική. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω: μόνο με πραξικόπημα αλλάζει αυτό.