Με αφορμή μια «διένεξη» στα Ενθέματα της «Αυγής»
του Χρήστου Λάσκου
Τον Ετεοκλή Δουμουλάκη δεν τον γνωρίζω. Δεν τον γνωρίζω, εννοώ μου είναι παντελώς άγνωστος. Υποψιάζομαι πως είναι κάποιος από τους ανθρώπους που πρόσφατα προσέγγισαν τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμώντας να βοηθήσουν την προσπάθειά του να αλλάξει τα πράγματα.
Αντιθέτως, τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο τον γνωρίζω καλά. Είναι από παλιά μαζί μας, από τις δύσκολες μέρες της μυρμηγκοδουλειάς και της οιονεί διάλυσης. Από «την εποχή του 3% συν πλην», στην οποία συνηθίζουν να αναφέρονται δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι και πρόσφατοι λάτρεις του χώρου, αντιπαραβάλλοντάς τη με το σημερινό «μεγαλείο», στο οποίο αισθάνονται πως έχουν οι ίδιοι ιδιαίτερα συμβάλλει.
Άσχημα ξεκίνησες, θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος. Τι απαράδεκτοι διαχωρισμοί είναι αυτοί μεταξύ «παλιοσειρών» και «νεήλυδων»; Δηλαδή τι; Ο Δουμουλάκης έχει λιγότερα δικαιώματα από τον Παρασκευόπουλο, επειδή, μάλλον, είναι πρόσφατη προσχώρηση;
Μακριά από μένα τέτοιες ιδέες. Ακόμη κι ο πιο καινούργιος σύντροφος είναι εξίσου πολύτιμος με τους «ιδρυτικούς». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που οι «ιδρυτικοί» δεν θα έφταναν όχι για την μεγάλη ανατροπή, αλλά ούτε για την αξιοπρεπή αντίσταση με τη διάρκεια και ένταση που απαιτεί η τρομερή κρίση, την οποία βιώνουμε.
Από την παραδοχή αυτή, ωστόσο, μέχρι αυτό που συμβαίνει αρκετές φορές με κάποιους νέους συντρόφους υπάρχει μεγάλη διαφορά. Η αίσθησή τους πως φέρνουν «μια νέα πνοή στα μουχλιασμένα αμπάρια μας» είναι εξίσου ενοχλητική με την καχύποπτη στάση αρκετών «παλιών» σχετικά με το άνοιγμα της οργάνωσης.
Η περίπτωση Δουμουλάκη είναι παραδειγματική, από αυτήν την άποψη. Καταλαβαίνω πως έχει μια ειδική έφεση στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής –ίσως και κάποια ειδίκευση. Δεν τον ξέρω και δεν είμαι σίγουρος. Έτσι φαίνεται. Και αυτή η εντύπωση ενισχύεται με το άρθρο που δημοσίευσε στα Ενθέματα της 10ης Φεβρουαρίου ως απάντηση σε δύο προηγούμενα αντίστοιχα του Παρασκευόπουλου.
Ας το δούμε, λοιπόν, λίγο από κοντά, για να καταλάβουμε ίσως και τον τρόπο με τον οποίο άρχισα το σημείωμά μου. Ο Δουμουλάκης ξεκινάει φουριόζος την παρέμβασή του καλώντας μας να «βγούμε από το μοναστήρι και τα σκοτεινά του παρεκκλήσια». Όπου, προφανώς, είμαστε ακόμη σήμερα οι περισσότεροι συριζαίοι ιδρυματισμένοι επιδιώκοντας την «ιδεολογική αναβάπτιση» της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού «στα νάματα των Ολομελειών (μη εξαιρουμένης της 5ης του 1949), των συνεδρίων, των Αθηναΐδων και των συναφών ιερών κειμένων». Κι από όπου ο ίδιος, ως φρέσκια σκέψη, έχει τη μέθοδο, τον τρόπο να μας βγάλει. Αρκεί να δεχτούμε να εγκαταλείψουμε «μια σειρά από περιθωριακές στην κοινωνία […] θέσεις για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας», που φανερά «δεν συμβαδίζουν με το εθνικό συμφέρον».
Τι μας ζητάει να κάνουμε ο Δουμουλάκης; Με τον αέρα του ειδήμονος μας καλεί –όχι τον Παρασκευόπουλο, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά– να εγκαταλείψουμε τα εμμονικά ιερά μας κείμενα, να αποταχθούμε δις τις «Αθηναΐδες» και να πορευθούμε πατριωτικά και ρεαλιστικά στο δρόμο του «εθνικού συμφέροντος» υπερβαίνοντας τις «ταξικές ρηγματώσεις». Έλα, όμως, που είμαστε Αριστερά! Και όχι μόνο δεν μπορούμε να υπερβούμε τις ταξικές ρηγματώσεις, αλλά έχουμε μια μανία με την προτεραιότητα του κοινωνικού ζητήματος και την προώθηση των ταξικών αγώνων. Έλα που θεωρούμε τις διεθνιστική μας στάση («διεθνιστικές ιδεοληψίες […] αν και ο προλεταριακός διεθνισμός μας άφησε χρόνους», κατά Δ.) κορώνα στο κεφάλι μας και προϋπόθεση της ευρωπαϊκής και διεθνούς υποστήριξης από τους εργαζόμενους και τα κινήματα όλου του κόσμου, προκειμένου μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική στην Ελλάδα να είναι πράγματι ρεαλιστική κι επαναστατική ταυτόχρονα.
Βέβαια, ο Δουμουλάκης έχει κι ένα ακόμη υπερόπλο στην αντιπαράθεσή του με τους περιθωριακούς συριζαίους της παλιάς φουρνιάς. Την ταύτισή τους με τον Πάγκαλο και το ΕΛΙΑΜΕΠ, εννοώ. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως οι ψευτοδιεθνιστές «υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν» ανάμεσά μας προσβλέπουν στην ενίσχυση της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την κατίσχυση των Σκοπίων επί της πατρίδος. Γι’ αυτό και οι πατριώτες ανάμεσά μας, ως αγωνιστές της «αυθόρμητης άμυνας κάθε κοινωνίας που αλώνεται και αλλοτριώνεται», παίρνουν θέσεις που προσομοιάζουν με αυτές της Πολιτικής Ανοίξεως και του Φαήλου Κρανιδιώτη. Ανφέρ; Όχι περισσότερο, πάντως, από αυτό του άρξαντος χειρών αδίκων.
Σύντροφε Δουμουλάκη, αυτοί είμαστε και, ό,τι κι αν νομίζεις, μ’ αυτά και μ’ αυτά ως στοιχεία της ριζοσπαστικής μας σκευής φτάσαμε όπου φτάσαμε. Η πιθανότητα να αντικατασταθούν οι Αθηναΐδες από κάτι «πιο φρέσκο και πατριωτικό» είναι σχεδόν μηδενική. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω: μόνο με πραξικόπημα αλλάζει αυτό.
του Χρήστου Λάσκου
Τον Ετεοκλή Δουμουλάκη δεν τον γνωρίζω. Δεν τον γνωρίζω, εννοώ μου είναι παντελώς άγνωστος. Υποψιάζομαι πως είναι κάποιος από τους ανθρώπους που πρόσφατα προσέγγισαν τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμώντας να βοηθήσουν την προσπάθειά του να αλλάξει τα πράγματα.
Αντιθέτως, τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο τον γνωρίζω καλά. Είναι από παλιά μαζί μας, από τις δύσκολες μέρες της μυρμηγκοδουλειάς και της οιονεί διάλυσης. Από «την εποχή του 3% συν πλην», στην οποία συνηθίζουν να αναφέρονται δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι και πρόσφατοι λάτρεις του χώρου, αντιπαραβάλλοντάς τη με το σημερινό «μεγαλείο», στο οποίο αισθάνονται πως έχουν οι ίδιοι ιδιαίτερα συμβάλλει.
Άσχημα ξεκίνησες, θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος. Τι απαράδεκτοι διαχωρισμοί είναι αυτοί μεταξύ «παλιοσειρών» και «νεήλυδων»; Δηλαδή τι; Ο Δουμουλάκης έχει λιγότερα δικαιώματα από τον Παρασκευόπουλο, επειδή, μάλλον, είναι πρόσφατη προσχώρηση;
Μακριά από μένα τέτοιες ιδέες. Ακόμη κι ο πιο καινούργιος σύντροφος είναι εξίσου πολύτιμος με τους «ιδρυτικούς». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που οι «ιδρυτικοί» δεν θα έφταναν όχι για την μεγάλη ανατροπή, αλλά ούτε για την αξιοπρεπή αντίσταση με τη διάρκεια και ένταση που απαιτεί η τρομερή κρίση, την οποία βιώνουμε.
Από την παραδοχή αυτή, ωστόσο, μέχρι αυτό που συμβαίνει αρκετές φορές με κάποιους νέους συντρόφους υπάρχει μεγάλη διαφορά. Η αίσθησή τους πως φέρνουν «μια νέα πνοή στα μουχλιασμένα αμπάρια μας» είναι εξίσου ενοχλητική με την καχύποπτη στάση αρκετών «παλιών» σχετικά με το άνοιγμα της οργάνωσης.
Η περίπτωση Δουμουλάκη είναι παραδειγματική, από αυτήν την άποψη. Καταλαβαίνω πως έχει μια ειδική έφεση στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής –ίσως και κάποια ειδίκευση. Δεν τον ξέρω και δεν είμαι σίγουρος. Έτσι φαίνεται. Και αυτή η εντύπωση ενισχύεται με το άρθρο που δημοσίευσε στα Ενθέματα της 10ης Φεβρουαρίου ως απάντηση σε δύο προηγούμενα αντίστοιχα του Παρασκευόπουλου.
Ας το δούμε, λοιπόν, λίγο από κοντά, για να καταλάβουμε ίσως και τον τρόπο με τον οποίο άρχισα το σημείωμά μου. Ο Δουμουλάκης ξεκινάει φουριόζος την παρέμβασή του καλώντας μας να «βγούμε από το μοναστήρι και τα σκοτεινά του παρεκκλήσια». Όπου, προφανώς, είμαστε ακόμη σήμερα οι περισσότεροι συριζαίοι ιδρυματισμένοι επιδιώκοντας την «ιδεολογική αναβάπτιση» της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού «στα νάματα των Ολομελειών (μη εξαιρουμένης της 5ης του 1949), των συνεδρίων, των Αθηναΐδων και των συναφών ιερών κειμένων». Κι από όπου ο ίδιος, ως φρέσκια σκέψη, έχει τη μέθοδο, τον τρόπο να μας βγάλει. Αρκεί να δεχτούμε να εγκαταλείψουμε «μια σειρά από περιθωριακές στην κοινωνία […] θέσεις για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας», που φανερά «δεν συμβαδίζουν με το εθνικό συμφέρον».
Τι μας ζητάει να κάνουμε ο Δουμουλάκης; Με τον αέρα του ειδήμονος μας καλεί –όχι τον Παρασκευόπουλο, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά– να εγκαταλείψουμε τα εμμονικά ιερά μας κείμενα, να αποταχθούμε δις τις «Αθηναΐδες» και να πορευθούμε πατριωτικά και ρεαλιστικά στο δρόμο του «εθνικού συμφέροντος» υπερβαίνοντας τις «ταξικές ρηγματώσεις». Έλα, όμως, που είμαστε Αριστερά! Και όχι μόνο δεν μπορούμε να υπερβούμε τις ταξικές ρηγματώσεις, αλλά έχουμε μια μανία με την προτεραιότητα του κοινωνικού ζητήματος και την προώθηση των ταξικών αγώνων. Έλα που θεωρούμε τις διεθνιστική μας στάση («διεθνιστικές ιδεοληψίες […] αν και ο προλεταριακός διεθνισμός μας άφησε χρόνους», κατά Δ.) κορώνα στο κεφάλι μας και προϋπόθεση της ευρωπαϊκής και διεθνούς υποστήριξης από τους εργαζόμενους και τα κινήματα όλου του κόσμου, προκειμένου μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική στην Ελλάδα να είναι πράγματι ρεαλιστική κι επαναστατική ταυτόχρονα.
Βέβαια, ο Δουμουλάκης έχει κι ένα ακόμη υπερόπλο στην αντιπαράθεσή του με τους περιθωριακούς συριζαίους της παλιάς φουρνιάς. Την ταύτισή τους με τον Πάγκαλο και το ΕΛΙΑΜΕΠ, εννοώ. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως οι ψευτοδιεθνιστές «υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν» ανάμεσά μας προσβλέπουν στην ενίσχυση της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την κατίσχυση των Σκοπίων επί της πατρίδος. Γι’ αυτό και οι πατριώτες ανάμεσά μας, ως αγωνιστές της «αυθόρμητης άμυνας κάθε κοινωνίας που αλώνεται και αλλοτριώνεται», παίρνουν θέσεις που προσομοιάζουν με αυτές της Πολιτικής Ανοίξεως και του Φαήλου Κρανιδιώτη. Ανφέρ; Όχι περισσότερο, πάντως, από αυτό του άρξαντος χειρών αδίκων.
Σύντροφε Δουμουλάκη, αυτοί είμαστε και, ό,τι κι αν νομίζεις, μ’ αυτά και μ’ αυτά ως στοιχεία της ριζοσπαστικής μας σκευής φτάσαμε όπου φτάσαμε. Η πιθανότητα να αντικατασταθούν οι Αθηναΐδες από κάτι «πιο φρέσκο και πατριωτικό» είναι σχεδόν μηδενική. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω: μόνο με πραξικόπημα αλλάζει αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου