Του Χριστόφορου Παπαδόπουλου
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ξεπέρασε αλώβητη τη δοκιμασία του ανασχηματισμού, κανένας εξάλλου δεν θα στοιχημάτιζε περί του αντιθέτου. Κανάλια και μεγάλες εφημερίδες είχαν προειδοποιήσει τις προηγούμενες μέρες ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για «λιποταξίες», ούτε για πολιτικό τζόγο. Ο Πάγκαλος που επιχείρησε να ποντάρει στην πόλωση, με αναδρομή στο μακρινό ‘81, αποδοκιμάσθηκε κομψά από τον πρώτο και τον δεύτερο στην τάξη του κόμματός του. Ευσχήμως παραμερίσθηκε και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς υπερέβαλε στην αντίδραση. Οι καιροί επιτάσσουν συναίνεση σήμερα, και σε κάθε περίπτωση αύριο, μετεκλογικά. Την εξυφαίνουν οι ντόπιες οικονομικές και πολιτικές ελίτ (από κοινού με τις εκδοτικές), απτόητες από τη στιγμιαία αποτυχία. Στη Βουλή δοκιμάζουν τις ανοχές και τις αντοχές του πολιτικού συστήματος –υφαίνουν το τόξο της συναίνεσης, τη συμμαχία των προθύμων- με τη συναινετική και κατεπείγουσα ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και του εφαρμοστικού Νόμου. Αδιαπραγμάτευτα. Το απαιτούν οι πολιτικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το συνιστούν οι χρηματαγορές, μολονότι οι τελευταίες έχουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους επιβολής, τα spreads και τα cds.
Τα θινκ τανκς του νεοφιλελευθερισμού είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στην αγορά και ελάχιστη στην πολιτική. Η τελευταία είχε την κακή συνήθεια να λαμβάνει υπόψη της την κοινωνική σύγκρουση, τον κοινωνικό ανταγωνισμό, το «πολιτικό κόστος» στη γλώσσα των νεοφιλελεύθερων. Γι’ αυτό φρόντισαν ώστε η αρχιτεκτονική των θεσμών του ευρώ και της ίδιας της Ε.Ε. να είναι εκτεθειμένη στις αγορές και θωρακισμένη από τους ταξικούς αγώνες στο εθνικό επίπεδο. Μόνο που το πολιτικό παιχνίδι σήμερα γίνεται πολυπαραγοντικό και απρόβλεπτο τόσο στο εθνικό πεδίο, όσο και στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο. Η κρίση του καπιταλισμού δεν βάζει σε δοκιμασία μόνο τις ηγεμονικές ολοκληρώσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αλλά νοηματοδοτεί ξανά την πολιτική ως μια υπόθεση μαζών.
Ο Αλέν Μπαντιού γράφει ότι ο λαός μπορεί να συμπυκνώσει την ύπαρξή του σε μια πλατεία, μια λεωφόρο, μερικά εργοστάσια, ένα πανεπιστήμιο, ότι μια λαϊκή εξέγερση έχει τα χαρακτηριστικά μιας κίνησης κομμουνισμού -με την έννοια της δημιουργίας από κοινού του συλλογικού πεπρωμένου-, ακόμα και όταν απουσιάζει το κόμμα, η ηγεμονική οργάνωση, ο αναγνωρισμένος ηγέτης. Πολλές αριστερές οργανώσεις δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το τελευταίο, το ίδιο και οι «ηγέτες», ιδιαίτερα εκείνες και εκείνοι της «παλιάς Αριστεράς», που είχε μάθει να προσδιορίζεται αποκλειστικά στο έθνος-κράτος, στη φυλή (και στο φύλο), που δεν μπορεί να χειραφετηθεί από το σύνδρομο της πρωτοπορίας (δια της αυτό-ανακήρυξης) και έχει την αυταπάτη ότι η συμπύκνωση στο πολιτικό πεδίο γίνεται διά της μηχανικής της υιοθέτησης του προγράμματός της από τις Πλατείες (τα 10, τα 12 ή τα 15 σημεία, τη δραχμή και την αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη). Μοιραία –κατόπιν διαδοχικών διαψεύσεων-, η πολιτική εκπίπτει στην τακτική (να μείνουμε στην Πλατεία, να φύγετε από τη Βουλή) και η προσδοκία του (μεγάλου) συμβάντος σχοινοβατεί με την κατάθλιψη (να περιμένουμε την εξέγερση όπως οι άλλοι το Πάσχα) και βρίσκει διέξοδο στο (αυτο)μαστίγωμα της Αριστεράς.
Το πολιτικό σύστημα βεβαίως έχει τους δικούς του φόβους και τις δικές του προσδοκίες. Φοβάται τις Πλατείες –εξ άλλου είναι ένας μεταδοτικός φόβος που «μολύνει» τις ελίτ στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία εξίσου-, διατηρεί όμως τις προσδοκίες του ότι θα «ξεφουσκώσουν» και ότι τα αποτελέσματα της αυτοοργάνωσης θα είναι πρόσκαιρα. Καταλαβαίνει ότι ο τρόπος οργάνωσης της ηγεμονίας του δια της ενσωμάτωσης των μεσαίων στρωμάτων στο μπλοκ εξουσίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν το επιτρέπει η καπιταλιστική κρίση που, αντιθέτως, επιβάλλει την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων στο παράδειγμα της Λ. Αμερικής. Γνωρίζει πλέον ότι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, εφημερίδες, κανάλια και κρατικοί διανοούμενοι, που επιχείρησαν για μήνες να ενοχοποιήσουν την κοινωνία ότι «μαζί τα φάγαμε», απέτυχαν επίσης. Ορισμένοι παλιοί αριστεροί, που επιχείρησαν να φορτώσουν την κρίση του πολιτεύματος και το πάρτι των νικητών της αγοράς στην Αριστερά, αυτογελοιοποιήθηκαν, ως θλιβερά απομεινάρια μιας ένδοξης αριστερής ζωής.
Η κρίση βάζει σε δοκιμασία ως και τους βασικούς μηχανισμούς της κοινωνικής κονιορτοποίησης, τον καταναλωτισμό και τον ατομικισμό. Από αυτή τη σκοπιά, το έργο της αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος γίνεται εξαιρετικά δυσχερές. Οι δοκιμασμένες λύσεις του (ακραίου) κρατικού αυταρχισμού και της ολιγαρχικής μετάλλαξης του πολιτεύματος παραμένουν ως ενδεχόμενα. Μόνο που οι πλατείες δεν φαίνονται διατεθειμένες να εγκαταλείψουν την πολιτική και να «επιστρέψουν στην ομαλότητα» και την ιδιώτευση. Το διαπιστώνουν πλέον και οι έρευνες των δημοσκοπικών εταιρειών.
Για την Αριστερά, λοιπόν, τα καθήκοντα βρίσκονται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: να ενθαρρύνει την κοινωνική υποκειμενικότητα δια της συμμετοχής, να καταθέσει τις αξίες της στο δημόσιο χώρο που δημιουργείται χωρίς πρόθεση επιβολής και κυριαρχίας, με σεβασμό στη διαφορά και στις άλλες ταυτότητες, με μια πολιτική ηθική που προάγει την ανταγωνιστική σύζευξη των διαφορών. Στο πολιτικό και στρατηγικό πεδίο, τα καθήκοντα αυτά εμπεριέχουν μια μεγάλη πρόκληση: τη σύζευξη της «εδαφικοποίησης» της πολιτικής, όπως εκφράζεται ως αίτημα στις πλατείες για την ανάκτηση της δημοκρατικής εξουσίας από άμεσες συνελεύσεις βάσης, στα κέντρα και τις γειτονιές των πόλεων, με την ταυτόχρονη αντιπαλότητα στην «από-εδαφικοποίηση» της κυριαρχίας, την εναντίωση δηλαδή στηνη κυβερνητική πολιτική να οργανώνεται στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στο παγκόσμιο πλέγμα των διεθνών χρηματαγορών και των οίκων αξιολόγησης (βλ. Αλ. Κιουπκιολής, Αγανακτισμένες πλατείες: πέρα από την κοινοτοπία του πλήθους, Red Notebook, 22.6.2011).
Ο γεωγράφος Έρικ Σβεϊνχντάου που επικεντρώνεται στο ζήτημα της πολιτικής οικονομίας και των χωρικών αναδιαρθρώσεων του σύγχρονου καπιταλισμού αναφέρει ότι το εθνικό κράτος δεν αποτελεί πια την προνομιακή κλίμακα παρέμβασης, ούτε το προνομιακό γεωγραφικό πεδίο για τον έλεγχο της εξουσίας. Κάθε νέα μορφή σοσιαλιστικής πολιτικής θα πρέπει να αναπτύσσεται σε πολλές κλίμακες ταυτόχρονα. Από αυτή τη σκοπιά, η πρώτη ύλη υπάρχει, αφού οι εξεγέρσεις των πλατειών συσχετίζονται με ένα διεθνές κίνημα των λαών της Μεσογείου, ριζωμένο σε ιδιαίτερους τόπους, αλλά και ρητά συνυφασμένο με τις κινηματικές εκδηλώσεις άλλων χωρών.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ξεπέρασε αλώβητη τη δοκιμασία του ανασχηματισμού, κανένας εξάλλου δεν θα στοιχημάτιζε περί του αντιθέτου. Κανάλια και μεγάλες εφημερίδες είχαν προειδοποιήσει τις προηγούμενες μέρες ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για «λιποταξίες», ούτε για πολιτικό τζόγο. Ο Πάγκαλος που επιχείρησε να ποντάρει στην πόλωση, με αναδρομή στο μακρινό ‘81, αποδοκιμάσθηκε κομψά από τον πρώτο και τον δεύτερο στην τάξη του κόμματός του. Ευσχήμως παραμερίσθηκε και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς υπερέβαλε στην αντίδραση. Οι καιροί επιτάσσουν συναίνεση σήμερα, και σε κάθε περίπτωση αύριο, μετεκλογικά. Την εξυφαίνουν οι ντόπιες οικονομικές και πολιτικές ελίτ (από κοινού με τις εκδοτικές), απτόητες από τη στιγμιαία αποτυχία. Στη Βουλή δοκιμάζουν τις ανοχές και τις αντοχές του πολιτικού συστήματος –υφαίνουν το τόξο της συναίνεσης, τη συμμαχία των προθύμων- με τη συναινετική και κατεπείγουσα ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και του εφαρμοστικού Νόμου. Αδιαπραγμάτευτα. Το απαιτούν οι πολιτικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το συνιστούν οι χρηματαγορές, μολονότι οι τελευταίες έχουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους επιβολής, τα spreads και τα cds.
Τα θινκ τανκς του νεοφιλελευθερισμού είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στην αγορά και ελάχιστη στην πολιτική. Η τελευταία είχε την κακή συνήθεια να λαμβάνει υπόψη της την κοινωνική σύγκρουση, τον κοινωνικό ανταγωνισμό, το «πολιτικό κόστος» στη γλώσσα των νεοφιλελεύθερων. Γι’ αυτό φρόντισαν ώστε η αρχιτεκτονική των θεσμών του ευρώ και της ίδιας της Ε.Ε. να είναι εκτεθειμένη στις αγορές και θωρακισμένη από τους ταξικούς αγώνες στο εθνικό επίπεδο. Μόνο που το πολιτικό παιχνίδι σήμερα γίνεται πολυπαραγοντικό και απρόβλεπτο τόσο στο εθνικό πεδίο, όσο και στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο. Η κρίση του καπιταλισμού δεν βάζει σε δοκιμασία μόνο τις ηγεμονικές ολοκληρώσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αλλά νοηματοδοτεί ξανά την πολιτική ως μια υπόθεση μαζών.
Ο Αλέν Μπαντιού γράφει ότι ο λαός μπορεί να συμπυκνώσει την ύπαρξή του σε μια πλατεία, μια λεωφόρο, μερικά εργοστάσια, ένα πανεπιστήμιο, ότι μια λαϊκή εξέγερση έχει τα χαρακτηριστικά μιας κίνησης κομμουνισμού -με την έννοια της δημιουργίας από κοινού του συλλογικού πεπρωμένου-, ακόμα και όταν απουσιάζει το κόμμα, η ηγεμονική οργάνωση, ο αναγνωρισμένος ηγέτης. Πολλές αριστερές οργανώσεις δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με το τελευταίο, το ίδιο και οι «ηγέτες», ιδιαίτερα εκείνες και εκείνοι της «παλιάς Αριστεράς», που είχε μάθει να προσδιορίζεται αποκλειστικά στο έθνος-κράτος, στη φυλή (και στο φύλο), που δεν μπορεί να χειραφετηθεί από το σύνδρομο της πρωτοπορίας (δια της αυτό-ανακήρυξης) και έχει την αυταπάτη ότι η συμπύκνωση στο πολιτικό πεδίο γίνεται διά της μηχανικής της υιοθέτησης του προγράμματός της από τις Πλατείες (τα 10, τα 12 ή τα 15 σημεία, τη δραχμή και την αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη). Μοιραία –κατόπιν διαδοχικών διαψεύσεων-, η πολιτική εκπίπτει στην τακτική (να μείνουμε στην Πλατεία, να φύγετε από τη Βουλή) και η προσδοκία του (μεγάλου) συμβάντος σχοινοβατεί με την κατάθλιψη (να περιμένουμε την εξέγερση όπως οι άλλοι το Πάσχα) και βρίσκει διέξοδο στο (αυτο)μαστίγωμα της Αριστεράς.
Το πολιτικό σύστημα βεβαίως έχει τους δικούς του φόβους και τις δικές του προσδοκίες. Φοβάται τις Πλατείες –εξ άλλου είναι ένας μεταδοτικός φόβος που «μολύνει» τις ελίτ στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία εξίσου-, διατηρεί όμως τις προσδοκίες του ότι θα «ξεφουσκώσουν» και ότι τα αποτελέσματα της αυτοοργάνωσης θα είναι πρόσκαιρα. Καταλαβαίνει ότι ο τρόπος οργάνωσης της ηγεμονίας του δια της ενσωμάτωσης των μεσαίων στρωμάτων στο μπλοκ εξουσίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν το επιτρέπει η καπιταλιστική κρίση που, αντιθέτως, επιβάλλει την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων στο παράδειγμα της Λ. Αμερικής. Γνωρίζει πλέον ότι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, εφημερίδες, κανάλια και κρατικοί διανοούμενοι, που επιχείρησαν για μήνες να ενοχοποιήσουν την κοινωνία ότι «μαζί τα φάγαμε», απέτυχαν επίσης. Ορισμένοι παλιοί αριστεροί, που επιχείρησαν να φορτώσουν την κρίση του πολιτεύματος και το πάρτι των νικητών της αγοράς στην Αριστερά, αυτογελοιοποιήθηκαν, ως θλιβερά απομεινάρια μιας ένδοξης αριστερής ζωής.
Η κρίση βάζει σε δοκιμασία ως και τους βασικούς μηχανισμούς της κοινωνικής κονιορτοποίησης, τον καταναλωτισμό και τον ατομικισμό. Από αυτή τη σκοπιά, το έργο της αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος γίνεται εξαιρετικά δυσχερές. Οι δοκιμασμένες λύσεις του (ακραίου) κρατικού αυταρχισμού και της ολιγαρχικής μετάλλαξης του πολιτεύματος παραμένουν ως ενδεχόμενα. Μόνο που οι πλατείες δεν φαίνονται διατεθειμένες να εγκαταλείψουν την πολιτική και να «επιστρέψουν στην ομαλότητα» και την ιδιώτευση. Το διαπιστώνουν πλέον και οι έρευνες των δημοσκοπικών εταιρειών.
Για την Αριστερά, λοιπόν, τα καθήκοντα βρίσκονται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: να ενθαρρύνει την κοινωνική υποκειμενικότητα δια της συμμετοχής, να καταθέσει τις αξίες της στο δημόσιο χώρο που δημιουργείται χωρίς πρόθεση επιβολής και κυριαρχίας, με σεβασμό στη διαφορά και στις άλλες ταυτότητες, με μια πολιτική ηθική που προάγει την ανταγωνιστική σύζευξη των διαφορών. Στο πολιτικό και στρατηγικό πεδίο, τα καθήκοντα αυτά εμπεριέχουν μια μεγάλη πρόκληση: τη σύζευξη της «εδαφικοποίησης» της πολιτικής, όπως εκφράζεται ως αίτημα στις πλατείες για την ανάκτηση της δημοκρατικής εξουσίας από άμεσες συνελεύσεις βάσης, στα κέντρα και τις γειτονιές των πόλεων, με την ταυτόχρονη αντιπαλότητα στην «από-εδαφικοποίηση» της κυριαρχίας, την εναντίωση δηλαδή στηνη κυβερνητική πολιτική να οργανώνεται στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στο παγκόσμιο πλέγμα των διεθνών χρηματαγορών και των οίκων αξιολόγησης (βλ. Αλ. Κιουπκιολής, Αγανακτισμένες πλατείες: πέρα από την κοινοτοπία του πλήθους, Red Notebook, 22.6.2011).
Ο γεωγράφος Έρικ Σβεϊνχντάου που επικεντρώνεται στο ζήτημα της πολιτικής οικονομίας και των χωρικών αναδιαρθρώσεων του σύγχρονου καπιταλισμού αναφέρει ότι το εθνικό κράτος δεν αποτελεί πια την προνομιακή κλίμακα παρέμβασης, ούτε το προνομιακό γεωγραφικό πεδίο για τον έλεγχο της εξουσίας. Κάθε νέα μορφή σοσιαλιστικής πολιτικής θα πρέπει να αναπτύσσεται σε πολλές κλίμακες ταυτόχρονα. Από αυτή τη σκοπιά, η πρώτη ύλη υπάρχει, αφού οι εξεγέρσεις των πλατειών συσχετίζονται με ένα διεθνές κίνημα των λαών της Μεσογείου, ριζωμένο σε ιδιαίτερους τόπους, αλλά και ρητά συνυφασμένο με τις κινηματικές εκδηλώσεις άλλων χωρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου