Ein Weib für Götter, 1938, Paul Klee [Public domain or Public domain], via Wikimedia Commons |
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΝΙΚΟ ΣΕΡΝΤΕΔΑΚΙ
ΕΠΟΧΗ, 24.4.11Τη συνέντευξη πήρε ο Στάθης Κουτρουβίδης
Στο χώρο της αριστεράς και ειδικά της ριζοσπαστικής λείπει μια συνεκτική πρόταση διεξόδου από την κρίση. Συμμερίζεσαι μια τέτοια άποψη; Αν ναι, γιατί νομίζεις ότι συμβαίνει αυτό;
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώνεται με περισσότερο οξύ τρόπο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ, παρά τις πολλές και σημαντικές θεωρητικές επεξεργασίες για το χαρακτήρα και τη «φύση» της που προδρομικά διατυπώθηκαν από σημαντικούς διανοούμενους και ακτιβιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς, εκτός όλων των άλλων αποκαλύπτει τις αδυναμίες της οργανωμένης αριστεράς να προτείνει ένα συνεκτικό και πειστικό σχέδιο όχι μόνο αναφορικά προς την έξοδο από την κρίση, αλλά κυρίως την προοπτική υπέρβασης ενός συστήματος που δείχνει να έχει φτάσει στα όρια του.
Οι αιτίες αυτού του καταρχάς παράδοξου πρέπει να αναζητηθούν στις παθογένειες που η αριστερά γέννησε και βίωσε στο πέρασμα του εικοστού αιώνα, τις οποίες οι οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς επιμένουν να αγνοούν ή στο μέτρο που τις θεματοποιούν, να τις ανατιμούν και να τις υπερασπίζονται. Μ’ άλλα λόγια, σήμερα η οργανωμένη αριστερά εμφανίζεται στο κοινωνικό προσκήνιο μ’ ένα λόγο, αλλά και πρακτικές που αναπαράγουν την πεπατημένη, η οποία ως επαναπροτεινόμενη προοπτική δεν βρίσκει έδαφος για να ριζώσει στις πληττόμενες από την κρίση κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες, στις οποίες η αριστερά απευθύνεται ή αισθάνεται ότι εκπροσωπεί στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Και τούτη είναι μάλλον η σημαντικότερη παθογένεια της οργανωμένης αριστεράς σήμερα: η αποκοπή των οργανώσεων της από την κοινωνική τους βάση.
Ήδη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η προσχώρηση στην αριστερά και τις ποικίλες οργανώσεις της τείνει να αποτελεί υπόθεση ατομική που διαμορφώνεται στη βάση της υιοθέτησης των ιδεολογικών προταγμάτων που η κάθε οργάνωση αποκρυσταλλώνει αντιπαραθετικά προς τις υπόλοιπες. Ρεφορμιστές εναντίον επαναστατών, ρεφορμιστές εναντίον ρεφορμιστών και επαναστάτες εναντίον επαναστατών συνθέτουν τους ρόλους σε μια «σχετικά αυτονομημένη» από τις κοινωνικές τάξεις πολιτική σκηνή που όλο και περισσότερο κατανοείται με τους όρους ενός συγκεντρoποιημένου πολιτικού συστήματος, το οποίο βέβαια νοηματικά είναι διαμορφωμένο από τους αντιπάλους της αριστεράς, στη βάση ριζικά αντίθετων αξιακών και κανονιστικών προτεραιοτήτων. Από την άλλη πλευρά, η νέα αντισυστημική αριστερά που συγκροτήθηκε στον απόηχο της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης, μετά το παγκόσμιο ’68, γρήγορα ενσωματώθηκε κι αυτή στη συστημική πραγματικότητα, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του οικολογικού κινήματος που σταδιακά μετατράπηκε σε περιβαλλοντικό, έχοντας ως κυρίαρχες οργανωτικές του εκφράσεις τις εν πολλοίς ευρω-κρατικο-δίαιτες ΜΚΟ ή επαμφοτερίζοντα κομματικά μορφώματα.
Δεν είναι μόνο η ελληνική αριστερά που δυσκολεύεται να απαντήσει στα προβλήματα της περιόδου. Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην ευρωπαϊκή;
Στην παρούσα κρίση γίνεται φανερό ότι η αριστερά στον ευρωπαϊκό χώρο παραμένει δυστυχώς εγκλωβισμένη στα όρια των επιμέρους εθνικών οντοτήτων που συναπαρτίζουν την ΕΕ. Οι οποίες πρωτοβουλίες συνάρθρωσης των εθνικών κομμάτων της αριστεράς καθοδηγούνται από την ανάγκη ενός συντονισμού τους στο ευρωκοινοβούλιο ενώ οι εξαιρετικά σημαντικές διεργασίες που ξεκίνησαν στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας μέσα από το Φόρουμ φαίνεται να έχουν υποχωρήσει. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, η συνάντηση του ΕΚΦ στην Αθήνα το 2006, παρά τη μεγάλη συμμετοχή που καταγράφηκε στις εργασίες του και στην μεγάλη διαδήλωση, δεν οδήγησε στην επένδυση περισσότερων δυνάμεων στην οργάνωση ενός δικτύου οργανώσεων με αντι-νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό, αλλά αντίθετα στην υποχώρηση των κατά τόπους δικτυώσεων. Προτιμήθηκε μια στροφή στην κεντρική πολιτική σκηνή σε βάρος της επίπονης προσπάθειας για τη διαμόρφωση ενός συνασπισμού κοινωνικών ομάδων και των οργανώσεων βάσης τους, από τα συνδικάτα μέχρι τις οργανώσεις του περιβαλλοντικού και φεμινιστικού κινήματος, τα κινήματα πόλης και τις οργανώσεις για την υπεράσπιση των μεταναστών, τις ίδιες τις οργανώσεις των μεταναστών και όλα τα εγχειρήματα αυτοοργάνωσης στον αστικό και αγροτικό χώρο.
Ακόμα και μια αριστερά που διεκδικούσε τον ευρωπαϊσμό ως θεμελιακό στοιχείο της ταυτότητας και της προοπτικής της, σήμερα στις συνθήκες της κρίσης, εμφανίζεται εθνικά περιχαρακωμένη. Εξαντλείται σε μια ευτελή ανάγνωση της ελληνικής κρίσης, με όρους αντίστοιχους με εκείνους του συριζοφάγου Πάγκαλου. Στους κόλπους αυτής της αριστεράς διαμορφώνεται ένα αντιληπτικό σχήμα που υποστηρίζει ότι για την κρίση ευθύνεται η ίδια η κοινωνία που ζούσε πάνω από το επίπεδο που επέτρεπε η εγχώρια παραγωγή, οι συντεχνιακές ομάδες που διέλυσαν το δημόσιο χώρο, προάγοντας τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, ωθώντας την κοινωνία σε μια διαδικασία εξατομίκευσης που ορθώνονταν εναντίον του συλλογικού καλού που ανιστορικά υποτίθεται ότι παγίως εκπροσωπεί το κράτος. Και βέβαια, στο λόγο αυτών των θλιβερών διανοουμένων, ο μεγάλος υπεύθυνος για όλα αυτά, πέραν του λαϊκισμού του ανδρεϊκού Πασοκ και της νεοκαραμανλικής ΝΔ, η αριστερά που πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί σ’ αυτόν τον «κοινωνικό εκφυλισμό». Όπως και για την περίπτωση του Γιώργου Παπανδρέου και της ηγετικής ομάδας που έχει σχηματίσει μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ιδιόμορφο φαινόμενο επαρχιωτικού κοσμοπολιτισμού, θνησιγενούς και δίχως καμιά προοπτική. Τούτες οι προσεγγίσεις και οι απορρέουσες από αυτές τις πολιτικές πρακτικές αποκόπτουν αυτή την αριστερά από το κοινωνικο-πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα που τη γέννησαν, την μετατοπίζουν εκτός της αριστεράς του 21ου αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, σημαντικές είναι οι διεργασίες που προκύπτουν από τους ίδιους τους πολίτες, από τα κάτω. Σε πάρα πολλές περιοχές στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες της Ευρώπης συγκροτούνται ομάδες και πρωτοβουλίες βάσης. Πρωτοβουλίες συγκρότησης σωματείων βάσης των μισθωτών, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα από τη μια και τοπικές ομάδες που επιχειρούν να παρέμβουν στο επίπεδο της καθημερινής ζωής κοινοτήτων ανθρώπων που μοιράζονται κοινά προβλήματα και ανησυχίες, τόσο στον αστικό όσο και στον αγροτικό χώρο. Χαρακτηριστικό αυτών των πρωτοβουλιών είναι η ορθή εμμονή τους στην αυτο-οργάνωση, την αυτοθέσμιση, τη λειτουργία μέσα από το παράδειγμα της άμεσης δημοκρατίας και τη διαμόρφωση δικτύων αλληλεγγύης που επιλέγουν να συγκροτηθούν έξω από το κράτος και την αγορά.
Ποια τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς για να αποκτήσει ερείσματα στην κοινωνία, να γίνει υποδοχέας αυξανόμενης διαμαρτυρίας;
Οφείλει άμεσα να κινηθεί σε δύο διακριτά αλλά και αλληλοσυμπληρούμενα επίπεδα. Στην κεντρική πολιτική σκηνή άμεσα να οδηγηθεί στη συγκρότηση ενός αντι-νεοφιλελεύθερου μετώπου με αιχμή την απόρριψη του μνημονίου. Κρίνω ότι σύντομα η κυβέρνηση Παπανδρέου θα υποχρεωθεί να καταφύγει σε εκλογές, καθώς ήδη εκδηλώνει σημαντικές αδυναμίες στο να περάσει πολιτικές που υπαγορεύει το μνημόνιο. Οι νέες μειώσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, οι αλλαγές στην εκπαίδευση, οι μειώσεις των δαπανών για υγεία και παιδεία, η ιδιωτικοποίηση εταιρειών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, για να θίξω μόνο ορισμένες πολιτικές που η κυβέρνηση διεκπεραιώνει, αναμένεται να συναντήσουν σημαντικές αντιστάσεις, ίσως και να προκαλέσουν μια κλιμακούμενη και δύσκολα ελεγχόμενη κοινωνική αναταραχή.
Σ’ αυτή την συγκυρία φαίνεται ορθολογικότερο για την κυβέρνηση να επιλέξει την οδό της νομιμοποίησης της μνημονιακής πολιτικής μέσα από εκλογική αναμέτρηση, με την υπόθεση ότι από τις εκλογές θα προκύψει μονοκομματική κυβέρνηση Πασοκ ή ΝΔ ή μια κυβέρνηση συνεργασίας με το ΛΑΟΣ, την Μπακογιάννη ή τη ΔΗΜΑΡ. Η όποια κυβέρνηση προκύψει, με «νωπή την λαϊκή εντολή» θα είναι σε θέση να περάσει τα νέα επαχθή μέτρα, δίχως σοβαρές αντιστάσεις ή με αντιστάσεις που δύσκολα θα οδηγήσουν σε ευρύτερη πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα.
Σε αυτές τις συνθήκες επείγει η διαμόρφωση μιας εκλογικής συμμαχίας με αντιμνημονιακό πρόσημο, η οποία θα έχει επεξεργαστεί ένα άμεσο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης. Εδώ όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα πρέπει να ξεκινήσει από τα κάτω. Οι αποφάσεις πολιτικών κομμάτων και οι προτάσεις ηγεσιών για το σχηματισμό αυτής της ευρείας συμμαχίας είναι μεν θετικές, αλλά δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνες τους στην θετική κατάληξη που απαιτούν οι περιστάσεις. Το εκλογικό μέτωπο μπορεί και πρέπει να διαμορφωθεί από πρωτοβουλίες βάσης με τοπικό χαρακτήρα που θα είναι ανοικτές σε όλους τους πολίτες που επιθυμούν μια άλλη πολιτική εξόδου από την κρίση. Οι οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς οφείλουν να προκαλέσουν αυτή την προοπτική, δίχως όμως να επιχειρήσουν να την ελέγξουν ή να τη διαβάσουν ως μια ευκαιρία για τη δημιουργία ενός ευρύτερου χώρου, ανοικτού για να περάσουν τη δική τους γραμμή και να ισχυροποιηθούν οργανωτικά. Τέτοιες τοπικές επιτροπές θα μπορούν να επεξεργαστούν θέσεις για τα τοπικά τους προβλήματα, αλλά και να συνδιαμορφώσουν μέσα σε πανελλαδικά σώματα προτάσεις για μια αριστερή πρόταση εξόδου και οικοδόμησης ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης
Σ’ ένα πιο μεσοπρόθεσμο επίπεδο θα πρέπει να ενισχυθούν οι πρωτοβουλίες βάσης που αναφέραμε παραπάνω. Στο συνδικαλιστικό επίπεδο είναι πολύ σημαντικό να συγκροτηθούν και να υποστηριχθούν τα υφιστάμενα σωματεία βάσης που οργανώνονται αντι-ιεραρχικά, με όρους άμεσης δημοκρατίας.
Μπορούν να αποτελέσουν τα ζωντανά κύτταρα μιας δημοκρατικής κουλτούρας, ικανής να διαμορφώσει ένα νέο συμμετοχικό όραμα για τους καθημερινούς αγώνες, αλλά και για την επείγουσα ανάγκη αποτύπωσης ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Για το ζήτημα αυτό εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν ήδη όλες εκείνες οι τοπικές ομάδες που υφαίνουν δίκτυα αλληλεγγύης, τα οποία ακουμπούν πλευρές της παραγωγής και της διανομής αγαθών και υπηρεσιών έξω από τη λογική της αγοράς, με οικολογική ευθύνη και με τη μέριμνα της κοινωνικής συνεκτικότητας όλων εκείνων των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών που σήμερα με ανάλγητο τρόπο πετιούνται στο κοινωνικό περιθώριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου