Paul Klee, Ad Marginem. 1930 |
του Χριστόφορου Παπαδόπουλου
από το RedNotebook
Το ευρώ όπως το ξέραμε, χαροπαλεύει, και η ευρωζώνη τρίζει συθέμελα. Αυτή είναι η κοινή διαπίστωση πολιτικών αναλυτών και πρωτοσέλιδων άρθρων μεγάλων εφημερίδων. Η κρίση χρέους δεν αγκαλιάζει, πλέον, μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά εγκαθίσταται και στις ηγέτιδες δυνάμεις του Βορρά, ενώ οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης απαξιώνονται, πριν ακόμα τεθούν σε εφαρμογή. Κανένα θεσμικό σχήμα δεν μπορεί να «καθησυχάσει» τις αγορές, πόσο μάλλον όταν οι πολιτικές ελίτ είναι εντελώς απρόθυμες να περιορίσουν την κερδοσκοπία, να αμφισβητήσουν δηλαδή την «οικονομία του χρέους» και οι ενδοευρωπαϊκές διαφορές κάνουν αβέβαιη οποιανδήποτε ενδιάμεση λύση βραχυπρόθεσμης διαχείρισης της.
Οι αντιθέσεις για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα ευρωομόλογα, το ευρώ των δύο ταχυτήτων κλπ, εικονογραφούν περισσότερο αντιθέσεις μερίδων του κεφαλαίου και λιγότερο κρατικές ιδεοληψίες.
Οι διαφωνίες στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης δεν στέκουν εμπόδιο στις συμφωνίες για τη διαχείριση της κρίσης της πολιτικής. Με σύμπνοια, χωρίς εξαιρέσεις, οι πολιτικές ελίτ συνομολογούν την αναστολή της δημοκρατίας στο θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε., με την ενίσχυση της διακυβερνητικής έναντι της αντιπροσώπευσης –την αρχιτεκτονική που ο Χάμπερμας ονομάζει πλέον πολιτικό δεσποτισμό– τη θεσμοθέτηση των δημοσιονομικών ελέγχων από το «Διοικητικό Συμβούλιο» των Βρυξελών και της Φραγκφούρτης, με την τροποποίηση των ιδρυτικών συμφωνιών της Ένωσης.
Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, αναφερόμενος στην ολιγαρχική σκλήρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, κάνει λόγο για την «προληπτική στρατηγική» από τις άρχουσες τάξεις, για μια «επανάσταση από τα πάνω» που συντελείται κάτω από το μαστίγιο της «αναγκαιότητας», υπό τον φόβο του χάους από την κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος. Εκτιμά όμως, ότι αυτή η στρατηγική δε λαμβάνει υπόψη της σημαντικές παραμέτρους, που υπό όρους μπορούν να την ακυρώσουν: μερικές από αυτές είναι η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής κρίσης και οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί. Η πιο σημαντική όμως είναι η επιστροφή των μαζών στην πολιτική, η ειρηνική «επανάσταση των πολιτών» που ξεδιπλώνεται, όχι μόνο στα όρια της γηραιάς Ηπείρου, αλλά και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, και, βεβαίως, στην Αφρική και την Ασία.
Κρίση νομιμοποίησης
Αν η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η κρίση του ευρώ και της ευρωζώνης, στο έδαφος της αναστολής της δημοκρατίας είναι η μεγάλη εικόνα, τότε οι ψηφίδες της, στην προκειμένη η ελληνική περίπτωση, δεν αποτελούν την εξαίρεση αλλά τον κανόνα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβαστούν οι πολιτικές εξελίξεις: η αποχώρηση Παπανδρέου, η μπλόφα του δημοψηφίσματος, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με τον Παπαδήμο και την ακροδεξιά, οι εκλογές που απομακρύνονται ως αχρείαστες. Με όποιο τρόπο και να διαβαστούν όμως, το συμπέρασμα πως το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα καταρρέει, και μάλιστα σε μια στιγμή που η αναπαραγωγή του είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία για το σύστημα εξουσίας, αποτελεί κοινό τόπο. Σε περιόδους πολιτικής κρίσης, εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα πρόσωπα –ακόμα και οι πολιτικές οικογένειες- είναι αναλώσιμα. Το ζητούμενο είναι η αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας. Και βέβαια, το ζητούμενο αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι θα εκπληρωθεί με τους τρόπους που ήδη γνωρίζουμε: η αποκλειστικότητα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Υπάρχουν κι άλλοι παίκτες πρόθυμοι να αναλάβουν ρόλους και μερίδια: Το ΛΑΟΣ, η Μπακογιάννη, ο Φλωρίδης, οι τεχνοκράτες, ακόμα και η ΔΗΜΑΡ, υπό όρους. Η πολιτική ταυτότητα που οικοδομεί η τελευταία στοχεύει στο να γίνει αποδεκτή από το σύστημα, να ενσωματώσει το πολιτικό προσωπικό που ανήκει στο λεγόμενο "εκσυγχρονιστικό μπλοκ" και να προσελκύσει τους ψηφοφόρους εκείνους που γοητεύονται από το συγκεκριμένο ιδεολόγημα.
Εξ άλλου οι δημοσκοπήσεις, αλλά και οι δρόμοι και οι πλατείες, δείχνουν ότι η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να στηριχτεί στα παλιά υλικά. Ο δικομματισμός μάλλον τελεύτησε, και ο διπολισμός –το τριφασικό κόμμα του Μνημόνιου- δεν ξετρελαίνει.
Στην πραγματικότητα, οι παλαιοί τρόποι άσκησης της ηγεμονίας τελείωσαν, στο βαθμό που τα μεσαία και λαϊκά στρώματα εξορίστηκαν από το άρχον συγκρότημα και ουδεμία μελλοντική υπόσχεση ευημερίας δεν μπορεί να τα καθησυχάσει από την προλεταριοποίηση που βιώνουν.
Τα μέσα για την ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος (χωρίς οικονομική ανάκαμψη) δεν είναι απεριόριστα. Αντιθέτως, είναι τα γνωστά μέσα του κράτους έκτακτης ανάγκης: η καταστολή, η επιτήρηση, ο μιντιακός ολοκληρωτισμός, τα μονοφωνικά αγοραία πανεπιστήμια, οι κρατικοί διανοούμενοι –οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους που λέγαμε παλιά- και βεβαίως η αδιαφορία των μαζών για την πολιτική διαδικασία. Η γενίκευση, δηλαδή, του παραδείγματος των ΗΠΑ, σε αντιδιαστολή με τον «εκλογικισμό» που επικράτησε ως βασικό ιδεολογικό εργαλείο μετά το 1989. Ενδεχομένως ο καπιταλισμός στη φάση της κρίσης του, να φλερτάρει με ένα διαζύγιο με τη δημοκρατία και ο κινέζικος καπιταλισμός να αποτελεί το εν δυνάμει πρότυπο, όπως γράφει ο Zizek. Όμως, οι μνήμες του ναζισμού είναι ακόμα νωπές, κι αυτό καθιστά δύσκολη την αναβίωσή του. Εξάλλου, οι διαιρέσεις στο πλαίσιο του λαού, με όχημα τους μετανάστες ή τις εθνοφυλετικές αντιθέσεις, δεν είναι επαρκείς για να συσκοτίσουν τις ταξικές αντιθέσεις από την εξαθλίωση της μισθωτής εργασίας και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Αν η επινοητικότητα της ιστορίας δεν μας ξαφνιάσει, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι πάμε σε μια μακρά περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων και απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων, μέχρις ότου το πολιτικό σύστημα ανασυνταχθεί και ανασυστήσει την κυριαρχία του, αν κι αυτό το τελευταίο δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Το πολιτικό σύστημα κερδίζει χρόνο με τον Παπαδήμο και τη συγκυβέρνηση, επενδύει στην άμπωτη των κινημάτων αντίστασης και αλληλεγγύης, θεωρεί τις πλατείες εφήμερες και τα συνδικάτα καθεστωτικά και ανυπόληπτα.
Φοβάται βεβαίως την Αριστερά, ακούει με προσοχή τον Καρατζαφέρη, που ισχυρίζεται στα κανάλια ότι αυτη δεν είναι σαν την ευρωπαϊκή αριστερά –υπονοώντας ότι δεν συνεργάζεται για τη μακροημέρευση του συστήματος- και ότι αν ενωθεί θα είναι το πρώτο κόμμα. Ποντάρει στη μισαλλοδοξία του ΚΚΕ, στη δυσανεξία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη συστημικότητα της ΔΗΜΑΡ και στην αντιαριστερή χειραγώγηση των Οικολόγων από τους Ευρωπαίους ομόλογους τους. Μόνο που το αίτημα για την ενότητα της Αριστεράς έρχεται από τα κάτω, συναντιέται με τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την απόγνωση, γονιμοποιείται πολιτικά και προγραμματικά στο κοινωνικό ζήτημα: στους μισθούς και τις συντάξεις, στα χαράτσια, στην ανεργία, τις απολύσεις και την εφεδρεία, στη δημόσια υγεία και παιδεία, στην έκπτωση των περιβαλλοντικών κριτηρίων στο όνομα του κέρδους και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στη φορολογική ασυλία του πλούτου και στο «Δίκαιο» των πιστωτών. Φτιάχνει με δύο λόγια, το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κάθε άρνηση ακούγεται αδικαιολόγητη και παράταιρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου