Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Η Ισλανδία συνθλίβεται από την Ευρώπη

Χάρτης-αφίσα για την ένταξη της Ισλανδίας στην ΕΕ (από την Fiton, ισλανδική διαφημιστική εταιρία)
η αφίσα από το μπλογκ Strange Maps

Non-commercial use under Creative Commons. Some Rights Reserved. Attribution-Noncommercial-Share Alike 3.0 United States License.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

"Το Μνημόνιο υποθηκεύει το μέλλον για δέκα γενεές"

Hoepelen

via Nationaal Archief
 
 
Λαζαρίδου Ε.
ΑΥΓΗ 30/07/2010
 
  Κατάλυση κάθε έννοιας δικαίου και κατάφωρη παραβίαση της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομιμότητας σηματοδοτεί η υπογραφή του διαβόητου Μνημονίου με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, όπως υποστηρίζεται στην προσφυγή που κατέθεσαν χθες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας, η ΑΔΕΔΥ και άλλες συνδικαλιστικές ενώσεις. Στη συνέντευξη που ακολούθησε μάλιστα, διατυπώθηκαν σκληρές επικρίσεις για τις κυβερνητικές επιλογές, ενώ δικηγόροι και συνδικαλιστές προειδοποίησαν ότι οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις θα "φουντώσουν" από τον Σεπτέμβριο.

Παρουσιάζοντας την προσφυγή ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Παξινός, υπογράμμισε ότι η σύμβαση στην πραγματικότητα εκποιεί τον εθνικό πλούτο "από πλατείες μέχρι λιμάνια" και υποθηκεύει το μέλλον των νέων "για δέκα γενεές...". Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση τι προτίθεται να κάνει ο ΔΣΑ αν γίνει δεκτή η αίτηση, αλλά η κυβέρνηση αρνηθεί να εφαρμόσει την απόφαση, υπογράμμισε: "Το σύνταγμα μιλάει για τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Τότε θα έχει καταλυθεί η έννομη τάξη, η δημοκρατία..."

Για "πρωτοφανή μέτρα", που "τοποθετούν τα δικαιώματα των δανειστών πάνω από την κυριαρχία των κρατών", έκανε λόγο, από την πλευρά του, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Γ. Κασιμάτης, ο οποίος συντόνισε την επιστημονική ομάδα που επεξεργάστηκε την προσφυγή. "Ανατίθενται συμβάσεις που αφορούν την κυριαρχία των κρατών σε δικηγορικά γραφεία" είπε με νόημα ο καθηγητής.
Σημειώνεται ότι την αίτηση ακύρωσης των υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες ρυθμίζονται τα της εφαρμογής του Μνημονίου, υπογράφουν ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, η ΑΔΕΔΥ, η ΕΣΗΕΑ, το ΤΕΕ, η Ομοσπονδία Εργατικών Στελεχών Ελλάδος, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Επαρχίας Λιβαδειάς, ο Σύνδεσμος Αποφοίτων Αξιωματικών Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων Τάξης 1978, η Λέσχη Αεροπορίας Στρατού, ο Ενιαίος Φορέας Διδασκόντων Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης και ορισμένα μέλη των ανωτέρω φορέων.

Στην πολυσέλιδη αίτηση των φορέων υπογραμμίζεται -μεταξύ άλλων- ότι το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει κάθε φορά να αιτιολογείται επαρκώς όταν λαμβάνονται μέτρα, που θίγουν δικαιώματα τα οποία προστατεύονται από το σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Προβάλλονται επίσης τέσσερις βασικοί λογοι ακυρότητας για τη στήριξη της προσφυγής και πιο συγκεκριμένα:

* Δεν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 28 παρ. 2 του συντάγματος για την ψήφιση του νόμου, σύμφωνα με την οποία απαιτείται πλειοψηφία 3/5 των βουλευτών "για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη".

* Παραβιάστηκε το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος αφού η κύρωση της συνθήκης δεν έγινε με νόμο. Σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, "οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις κι όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες σύμφωνα με άλλες διατάξεις του συντάγματος, τίποτα δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει".

* Παραβιάστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και κατ' επέκταση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς πλήττεται σφοδρά το δικαίωμα στην περιουσία, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν τόσο οι αμοιβές όσο και οι συντάξεις.

* Παραβιάστηκε το άρθο 22 παρ. 2 και 23 του συντάγματος, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις εργασίας 87, 98, 150 και 151 και το άρθρο 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα, καθώς με βάση τις διατάξεις του Μνημονίου, δεν προστατεύονται οι συλλογικές συμβάσεις ως μέσο καθορισμού των αποδοχών των εργαζομένων και των όρων και συνθηκών εργασίας.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925.

Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1961 - από τον Nicholas 91344, via Wikipedia,  GNU Free Documentation License
[...] Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925-1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930-'32. Αργοστόλι, 1933-'36. Πάτρα, 1937-'38. Πύργος, 1938-'39. Τρίπολη, 1939-'43. Αθήνα, 1943.

[...] Η μονάδα μου ανήμερα των Χριστουγέννων, είχε πιάσει τα υψώματα στο Νέο Κόσμο. Αποβραδίς  μπήκαμε σ' ένα συνοικισμό, τα Αρμένικα, όπου οι κοπέλες μάς σέρβιραν νερό βραστό με αλάτι μέσα σε όμορφα φλυτζάνια. Εκεί ήρθε μια μία διμοιρία από Μεσολογγίτες με επικεφαλής ένα δάσκαλο, το συναγωνιστή Μαργαρίτη. Μετά βαδίσαμε προς τη μεριά της Νέας Σμύρνης και εγκατασταθήκαμε σ' ένα δίπατο σπίτι. Έκανε κρύο και τρέμαμε καθώς ήμαστε νηστικοί και κακοντυμένοι. Πλαγιάσαμε σ' ένα σοφά, πολλοί μαζί. Βρέθηκα αγκαλιά μ' έναν ΕΛΑΣίτη, που αργότερα διαπίστωσα πως ήταν κοπέλα. Είχε τυλιχτεί, ένας βόλος, μέσα στην αγκαλιά μου και έτρεμε σαν ψάρι. «Σφίξε με, συναγωνιστή, μού ψιθύρισε, θα πεθάνω από το κρύο.» Μείναμε λίγη ώρα ακίνητοι. Ήταν ευχάριστα, καθώς νιώθαμε το αίμα μας να κυκλοφορεί και πάλι ζεστό. Τότε με φώναξε ο υπεύθυνος να πιάσω σκοπιά στην ταράτσα. «Να μην κρύβεσαι όλη την ώρα στο πλυσταριό», μου λέει. «Να περιπολείς και να προσέχεις από τη μεριά τής Αρτάκης, μήπως και μας κάνουνε κάνα ντου...» Μόλις βρέθηκα ψηλά, με περόνιασε και πάλι το χιονόνερο και ο παγωμένος βοριάς. Πήγα προς το καμαράκι, όμως με φρίκη «είδα» το «Πράμα». Ήταν εκεί. Το γράφω τώρα και ανατριχιάζω. Κρατούσε την πόρτα με το σώμα του και τα μάτια του, δυο ασημί φωτιές, γύριζαν γύρω γύρω. Με κοιτούσε προκλητικά. Θα'λεγα απειλητικά. Που δε σκέφτηκα, ούτε μια στιγμή, τον κίνδυνο από τις σφαίρες που πέφτανε ένα γύρο μου πυκνές. Ευτυχώς που σε λίγο φωτίστηκε ο ουρανός. Δεκάδες φωτοβολίδες που στέκονταν ακίνητες ψηλά και φώτιζαν περιοχές ολόκληρες. Μετά άρχιζε το μπαράζ με τους όλμους. Κάτω στο δρόμο, ένας φρουρός δικός μας σκοτώνει έναν ΕΛΑΣίτη που πήγε για κατούρημα και δεν ήξερε το σύνθημα. Φωνές, βλαστήμιες φασαρία. Μετά ησυχία. Δηλαδή ο ήχος της μάχης, οι φωτοβολίδες και το «Πράμα» πάντα στην είσοδο του πλυσταριού. Ξάφνου θύμωσα. «Τι στο διάβολο πολεμιστής είμαι να φοβάμαι ένα φάντασμα...» Με αποφασιστικά βήματα το πλησιάζω. Και τότε θαμπώθηκα από μια μεγαλειώδη λάμψη, που με τύφλωσε. Ένας άνεμος με σήκωσε και με πέταξε στην άλλη γωνιά της ταράτσας. Ήταν ο δεύτερος όλμος που έπεφτε πάνω μου, χωρίς να με σκοτώσει. Ο πρώτος ήταν στη γωνία Αθανασίου Διάκου και Τζιραίων, στου Μακρυγιάννη. Εκεί που βρίσκεται τώρα το Στούντιο του γιού μου. Το'φερε έτσι η Μοίρα, ώστε να αγοράσω το σπίτι που απέναντί του πέρασα τις υψηλότερες σε ένταση και συγκίνηση στιγμές της ζωής μου. Από τις 10 έως τις 20 του Δεκέμβρη του 1944. Και κείνος ο όλμος με σήκωσε ψηλά έως τρία μέτρα, μαζί με όλη  τη γωνία του τοίχου. Οι συναγωνιστές μου με είδαν να υψώνομαι και μετά να πέφτω στα πόδια μου, σαν να μη συνέβη τίποτα. «Θαύμα», είπε κάποιος. Και πράγματι έγινε το θαύμα: Είχα πετάξει!

Με φώναξαν να κατέβω. Βγήκαμε στο δρόμο. Ήρθε και ο κομματικός υπεύθυνος της συνοικίας που βάδιζε μπροστά μου παρέα με το γιό του. Ήταν παράξενο αυτό το ζευγάρι. Δε μιλούσαν. Κοιτούσαν μπρος, συλλογισμένοι. Σίγουρα ο ένας φοβόταν για τη ζωή τού άλλου. «Είναι απάνθρωπο, σκεφτόμουν, να πηγαίνουν στη μάχη δύο δύο, τόσο στενοί συγγενείς.» Είχαν περάσει τα όλα τους στο δεξιό τους ώμο, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Λίγο στραβά. Κάνανε τις ίδιες κινήσεις και σε λίγο, τα χαράματα, θα είχαν τον ίδιο θάνατο από μια ριπή αεροπλάνου, στο ρέμα που πάει προς το Φάληρο.

Σταματήσαμε μπροστά σ' ένα ισόγειο σπίτι συνοικισμού. Αντίκρυ από το νεκροταφείο τής Αγίας Βαρβάρας. Χτυπήσαμε την πόρτα. Τίποτα. Μετά με τον υποκόπανο. «Ανοίξτε! ΕΛΑΣ ΕΛΑΣ.» Τέλος είδαμε μια γριούλα ζαρωμένη στα δυο στη χαραμάδα της πόρτας. «Γιαγιά, μη φοβάσαι», της λέγαμε για να μην ξεψυχήσει. γύρισε την πλάτη να μας αφήσει να μπούμε και κλείστηκε στην κουζίνα της. Το σπίτι μύριζε λιβάνι. «Βρωμάει κηδεία», είπε κάποιος. Κι ανατριχιάσαμε. Καθίσαμε ένα γύρο για συνεδρίαση. Ακριβώς απέναντί μας, σε δέκα μέτρα απόσταση, τα σπίτια τα κρατούσαν οι Κούρκας -με το κίτρινο σαρίκι. Εμείς θα τους χτυπούσαμε από τη μια πλευρά και ο Μαργαρίτης με τα βαριά μυδράλια από την άλλη.. Προς το παρόν θα έπρεπε να μπουν σκοπιές μέσα στον κήπο, μήπως και μας έχουν πάρει είδηση και μας επιτεθούν πρώτοι.

Συμφωνήσαμε τα νούμερα και μού'πεσε το 4-6. Κοιμήθηκα λίγο. Το πάτωμα ήταν ζεστό και καθαρό. Μετά ένιωσα εκείνο το γνώριμο σκούντηγμα στη μέση μου, που τόσο πολύ το φοβόμουν, τί δεν είχα χορτάσει ποτέ τον ύπνο. Πήρα όλες τις πληροφορίες και μόλις βγήκα άρχισα να σέρνομαι στη γη. Σε λίγο μπαίνοντας στον κήπο το χώμα έγινε λάσπη. Προχώρησα λίγα μέτρα ακόμα, προσπαθώντας να κρύψω το σώμα μου μέσα στις λαχανίδες. Είχα το αυτόματο μπροστά μου έτοιμο να ρίξει και προσπαθούσα να δω μέσα στο σκοτάδι. Έπιασε βροχή. Μετά σταμάτησε. Ακούστηκε κι ένας πετεινός. Η κορφή τού Υμηττού έβγαλε ένα ξέθωρο χνούδι. Ξημέρωνε. Εγώ θα έδινα, με την πρώτη βολή, το ξεκίνημα της μάχης. Έτσι είχε συμφωνηθεί. Γι' αυτό θα έπρεπε να είμαι 100% βέβαιος ότι οι Κούρκας είχαν εκτεθεί. Δηλαδή είχαν βγει απ' το σπίτι. Τους άκουσα να σφυρίζουν μεταξύ τους σαν φίδια. Άνοιγα τα μάτια διάπλατα, όμως δεν έβλεπα τίποτα. Μετά διέκρινα το σούρσιμο και μια πνιχτή ανάσα. Ο μάγκας με είχε δει, σκέφτηκα, και με πλησίαζε με το μαχαίρι. Ήταν όμως έτσι; Δεν έπρεπε ούτε να βιαστώ, δηλαδή να χτυπήσω τον αέρα. Ούτε να καθυστερήσω, δηλαδή ν' αφήσω να με σφάξουν. Το φως δυνάμωσε απότομα. Άλλος ένας πετεινός. Και είδα το σαρίκι του ένα μέτρο μπροστά μου πλάι στο λάχανο. Θα ορμούσε με το μαχαίρι όταν η ριπή μου τον πέταξε ψηλά. Αυτόματα, σηκώθηκαν κι άλλα σαρίκια. Γρήγορα όμως πέσανε στο χώμα από τα διασταυρούμενα πυρά. Αμέσως η μάχη γενικεύτηκε. Εγώ, όπως είχε συμφωνηθεί, υποχώρησα και μπήκα στο σπίτι, που τα παράθυρά του είχαν γίνει μετερίζια. Ευτυχώς, γιατί ο κήπος σκάφτηκε από τις χειροβομβίδες. Φάνηκαν και οι Εγγλέζοι, που έχοντας εκτιμήσει τις δυνάμεις μας, πίστευαν πως η υπόθεση ήταν γι' αυτούς  παιχνίδι. Τότε, από τις απέναντι ταράτσες άρχισαν να κελαηδούν τα μυδράλια του Μαργαρίτη. Κούρκας και Εγγλέζοι βάρεσαν οπισθοχώρηση. Προσεχτικά τους κυνηγούσαμε με την προστασία του μόνιμου ΕΛΑΣ. Όταν προχωρήσαμε αρκετά, τα μυδράλια απότομα σταμάτησαν. Κοιταχτήκαμε χωρίς να ξέουμε τί να κάνουμε. Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά -αιώνες. Και τότε οι Εγγλέζοι άρχισαν γενικό μπαράζ. Χωρίς τα μυδράλια είχαμε γίνει εύκολος στόχος. Όταν βρεθήκαμε στο ρέμα, ήμαστε από τους εκατόν είκοσι τού πρώτου λόχου μόνο πέντε. Τότε έφτασαν τα καταδιωχτικά, που κατέβαιναν στα είκοσι μέτρα και σκόρπιζαν αναμμένο ατσάλι. Προσπαθούσαμε να τρυπώσουμε στις κουφάλες που σχημάτιζαν οι δύο όχθες του ξεροπόταμου. Τότε χτυπήθηκαν πατέρας και γιός και έμειναν στον τόπο. Φτάσαμε κακήν κακώς εκεί που τώρα είναι η Δάφνη και μεις το λέγαμε Κατσιπόδι. Και τι να δούμε! Όλη τη διμοιρία τού μόνιμου ΕΛΑΣ πάνω σε καμιόνια. Μαζί και τα μυδράλια. Ο Μαργαρίτης που μας γνώρισε πήδησε και ήρθε κοντά μας και μας είπε αυτά τα καταπληκτικά λόγια που σφραγίζουν  όλη την τραγωδία του Δεκέμβρη: «Συγγνώμη, συναγωνιστές. Όμως φαίνεται ότι ο ΕΛΑΣ δεν έχει δικαίωμα να μάχεται στην Αθήνα. Δηλαδή εμείς του μόνιμου. Στη μέση τής μάχης ήρθε διαταγή να φύγουμε...» «Και γιατί δε μας ειδοποιήσατε;» «Δεν προφταίναμε.» «Ξέρεις πόσοι σωθήκαμε;» «Πόσοι;» «Εμείς οι τρεις.»

Όταν ξαναγυρίσαμε, οι υπόλοιπες δυνάμεις είχαν υποχωρήσει και είχαν εγκατασταθεί κοντά στο Κατσιπόδι. Δεν έβρισκα κανέναν να πω αυτό που είχε συμβεί. Μόνο το ίδιο μεσημέρι ήρθε νέα διαταγή να προχωρήσουμε ομαδικά προς την Αρτάκης. Όταν ρωτήσαμε «Ποιο είναι το σχέδιο;», μας είπαν «Πηγαίνετε και θα σας ειδοποιήσουμε». Φτάσαμε και πάλι στα Αρμένικα. Μόλις σκάσαμε κεφάλι, είδαμε τα τανκς στην Αρτάκης, προς το νεκροταφείο. Αμέσως μάς έριξαν. Και ευθύς μετά άρχισε βροχή από όλμους. Το αναγνωριστικό, που πετούσε μόνιμα από πάνω μας, μάς είχε επισημάνει. Τότε πήραμε διαταγή να διασχίσουμε ένα οικόπεδο και να πάμε κατά τα υψώματα τού Νέου Κόσμου. Περνούσε ένας ένας και οι Άγγλοι παίζουν μαζί του σημάδι. Όταν ήρθε η σειρά μου, οι άλλοι ασφαλισμένοι, έβαλαν τα γέλια. Το θέαμα που παρουσίαζα το 'κανε πιο αστείο το μεγάλο μου ύψος. Στο δεξί πόδι είχα τυλίξει το ανοιγμένο παπούτσι μου με κουρέλια. Φορούσα γερμανικό κράνος. Και στην πλάτη ανέμιζε μια γκρίζα κουβέρτα. Πέφταν οι σφαίρες και με σπρώχνανε και οι άλλοι γελούσαν με το χάλι μου. «Γλίτωσες, ψηλέ!» και δώστου χειροκρότημα. Σ' αυτήν την κατάσταση, ανηφορίζοντας, νά σου ένας αξιωματικός τού ΕΛΑΣ, με ατσαλάκωτη στολή μού φράζει το δρόμο. Έχει το δεξί πόδι πάνω σ' ένα βράχο και με το χέρι δείχνει την Αρτάκης, όπως ο Κολοκοτρώνης την Τριπολιτσά:
«-Πού πάς, ΕΛΑΣίτη;» μού λέει με στόμφο.
Τον κοιτάζω και σκέφτομαι «τι είναι πάλι τούτο το φρούτο».
Αυτός όμως απτόητος συνεχίζει:
«-Εκεί είναι η μάχη!»
«-Να πας εσύ», του λέω και προχωρώ.
Ήταν ο Μιχάλης Κατσαρός!

Σε λίγο νέα διαταγή. Είμαι μαζί με τον Τριαντάφυλλο, διοικητή λόχου, και τα κουβεντιάζουμε. Ο μόνιμος ΕΛΑΣ μάς εγκαταλείπει στη μέση τής μάχης. Πόσοι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, πιάστηκαν από τους υπόλοιπους; Και τώρα, με ποιο σχέδιο πολεμάμε; Με ποιο στόχο; Ποια προοπτική; Συμφωνάμε ότι το σωστό είναι να οχυρωθούμε στα υψώματα και να περιμένουμε τον εχθρό, αντί να κατεβαίνουμε στη χαβούζα με ελαφρύ οπλισμό και να γινόμαστε εύκολος στόχος. Ήμουνα τότε δεύτερος γραμματέας στην ΚΟΒ Νέας Σμύρνης. Ψάχνω και βρίσκω το σπίτι που εγκαταστάθηκε, προσωρινά, το γραφείο. Τους λέω την άποψή μου, που ήταν άποψη και τού Τριαντάφυλλου. Όχι, το σχέδιο είναι άλλο. Θα διεισδύσουμε και πάλι πίσω από τον εχθρό.

Βρεθήκαμε με τον Τριαντάφυλλο και καμιά πενηνταριά ΕΛΑΣίτες μπροστά σε μια μάντρα, με μέτωπο το Νεκροταφείο Νέας Σμύρνης. Αριστερά μας το Νεκροταφείο τής Αγίας Βαρβάρας. Για να πάμε έως εκεί διασχίσαμε ένα περιφραγμένο με ψηλό τοίχο οικόπεδο που είχε δυο περάσματα. Από τα πολλά βήματα είχε σχηματιστεί μονοπάτι, που διέσχιζε το οικόπεδο από το ένα άνοιγμα στο άλλο. Δεξιά κι αριστερά, παντού, υπήρχαν πτώματα θαμμένα στην επιφάνεια. Αλλού έβλεπες ένα χέρι, αλλού ένα πόδι ή ένα κεφάλι. Άλλος μπρούμυτα κι άλλος καθισμένος, με πλάτη στον τοίχο. Όπως φαίνεται, εκεί γινόταν πρόχειρες εκτελέσεις κι από τις δυο πλευρές. Πάνω στο μονοπάτι υπήρχε ένα βαρέλι κι εκεί μέσα είχαν βάλει έναν κοντό ως φαίνεται άνθρωπο, αφού ξεχώριζες μόνο το κεφάλι του, που ήταν στημένο, γιατί είχαν ρίξει χώμα κι είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα. Καθώς διάβαινες, νόμιζες πως σε παρακολουθούσε με το βλέμμα. Ο Τριαντάφυλλος με ρώτησε: «Τι λέει το κόμμα;» «Μήπως μπορείς να κουβεντιάσεις; Συνωστισμός. Η Κατσαρίδα (η γραμματέας τής πέμπτης αχτίδας, που έσπασε στον εμφύλιο, μπροστά στο εκτελεστικό), ο Χαλκιαδάκης (δεύτερος γραμματέας, άντρας τής Κατσαρίδας, έσπασε κι αυτός λίγο αργότερα), η αδελφή τής Κατσαρίδας, η Βέτα, γραμματέας τής ΚΟΒ Παλαιού Φαλήρου... Κόσμος. Τώρα αυτοί αποφασίζουν ...». «Και τι αποφάσισαν;» «Διεισδύσεις... Αντιπερασπισμoύς...» «Ρώτησες για το μόνιμο; (ΕΛΑΣ)» «Το διαψεύδουν.» «Εμείς, όταν θα μας επιτεθούν, από πού θα φύγουμε; Αυτοί μαζεύουν δυνάμεις. Θα χτυπήσουν και με τα τανκς.» «Μάλλον μάς προορίζουν για θάψιμο επί τόπου.» Στη συζήτησή μας παίρνουν σιγά σιγά μέρος κι οι ΕΛΑΣίτες. Κάποιος ρωτά τον Τριαντάφυλλο: «Κι εσύ τι σκέφτεσαι;» Με την πλάτη στη μάντρα, με τους όλμους να σκάνε γύρω μας, τους κρότους από τα μυδράλια και τις οβίδες τού στόλου που ξεκοιλιάζανε ασταμάτητα σπίτια και ανθρώπους στις φτωχο γειτονιές, πραγματοποιήθηκε μια πρωτότυπη λαϊκή συνέλευση, όπου αναλύθηκε με το διάλογο όλη η πολιτική τού κόμματος σε σχέση με τη μάχη του Δεκέμβρη.

Εγώ τους μίλησα για τις δικές μου εμπειρίες, που με γέμισαν με τα φίδια τής αμφιβολίας από την πρώτη στιγμή. Μόλις, λ.χ., πήραμε το αστυνομικό τμήμα (στη Νέα Σμύρνη) σκεφτήκαμε στην ΚΟΒ να δυναμιτίσουμε τη λεωφόρο Συγγρού. Πήγα ο ίδιος και βρήκα τον Ανέστη και μαζί με το συνεργείο, όλη νύχτα, βάζαμε δυναμίτη σε διάφορα σημεία, με κίνδυνο της ζωής μας, γιατί συνεχώς περνούσαν αγγλικοί περίπολοι και αυτοκίνητα. Γυρίσαμε τα χαράματα και τότε ο γραμματέας μάς λέει: «Πήγα στην αχτίδα και μού είπανε ότι δεν πρέπει να χτυπήσουμε τους Εγγλέζους. Ούτε να τους εμποδίζουμε να κυκλοφορούν. Να πας να βγάλεις τους δυναμίτες...». Ο καθένας είχε μια παρόμοια εμπειρία που, όλες μαζί, έβαζαν μπροστά μας καυτά ερωτήματα. Και το κυριότερο: «Γιατί δεν μπαίνει στη μάχη ο μόνιμος ΕΛΑΣ, παρά κάθεται και μας παρακολουθεί να μας πετσοκόβουν; Γιατί δεν μπαίνουν στη μάχη βαριά όπλα; Οι εγγλέζοι μάς χτυπούν με τανκς, αεροπλάνα, τεθωρακισμένα, κανόνια από το στόλο, με έμπειρους πολεμιστές, κι εμείς τους αντιμετωπίζουμε με λιανοντούφεκα και παιδάκια δεκαπέντε χρονώ.  Με λίγη βοήθεια δε θα χάναμε την Αθήνα...» [...]

από την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου, τόμ.1, Εκδ. Κέδρος

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Αυτό το φάντασμα ποιος θα το νικήσει;

Ο Μιτσουκούνι αψηφά το φάντασμα που κάλεσε η πριγκίπισσα Τακιγιάσα - του 歌川国芳 (Utagawa Kuniyoshi, 1798 - 1861),via Wikipedia-

του Θανάση Καρτερού, από την ΑΥΓΗ, 25.07.10

Ένα φάντασμα πλανιέται αυτό τον καιρό πάνω από την Ελλάδα -το φάντασμα της χρεωκοπίας. Το δείχνει συνεχώς ο Παπανδρέου, το επικαλείται ο Λοβέρδος, το ξορκίζει ο Παπακωνσταντίνου, μοιράζουν σκόρδα και σταυρούς για την εξουδετέρωσή του οι πιστοί του ΠΑΣΟΚ ανά την επικράτεια. Είναι τόσο τρομερό, που μπροστά του φαντάζουν σχεδόν ειδυλλιακά όσα φορτώνει στον κόσμο το τρομερό Μνημόνιο. Περικοπές στις συντάξεις, αλλά τουλάχιστον κάτι παίρνουμε. Επέλαση στο ασφαλιστικό, αλλά τουλάχιστον επιβιώνουν τα Ταμεία. Πρωτοφανής ανεργία, αλλά τουλάχιστον κάποια στιγμή θα επανέλθουν οι επενδύσεις και οι δουλειές. Και τούτο και το άλλο και το κακό και το χειρότερο, αλλά τουλάχιστον.. Κι όποιος θέλει να ανατρέψουμε το Μνημόνιο και την κυβέρνηση να μας εξηγήσει πάραυτα πώς θα πληρωθούν τουλάχιστον την πρώτη του επόμενου μήνα οι συντάξεις και οι μισθοί! Έτσι βολεύονται όλοι και όλα με το τουλάχιστον, αφού πάνω από το κεφάλι τους κρέμεται το ακόμα πιο ελάχιστον: Ο αφανισμός και η χρεωκοπία!

ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ισχυρή η επίδραση του φαντάσματος στην κοινή γνώμη και ο φόβος που προκαλεί, ώστε να βρίσκει έδαφος ο Παπανδρέου να εμφανίζει την πολιτική του ως φιλολαϊκή, ως πολιτική που σώζει την πατρίδα ή τουλάχιστον τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τους μικρομεσαίους. Να εμφανίζει τα πρωτοφανή σε σκληρότητα και αδικία  μέτρα του, ως μέτρα κοινωνικής αλληλεγγύης. Και να εμφανίζει επίσης τον εαυτό του και τους συνεργάτες του ως Ghostbusters - αν έχετε δει τη σχετική ταινία. Ή ως Εξορκιστές, αν έχετε δει την άλλη επίσης σχετική ταινία.

ΑΥΤΟ το τόσο τρομερό, αλλά και τόσο βολικό φάντασμα, πρέπει να ομολογήσουμε ότι είναι και πολύ επιτυχημένο. Τη δουλειά για την οποία έχει επιστρατευτεί την κάνει μια χαρά και υπάρχουν πάρα πολλοί σε όλη τη χώρα που έχουν πειστεί ότι τα μέτρα είναι άδικα, σκληρά, ίσως και αναποτελεσματικά, αλλά υποχρεωτικά εκεί που είχαμε φτάσει. Ενώ ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό από ανθρώπους δεν ξέρουν αν θίγονται περισσότερο από τα μέτρα Παπανδρέου, η από τις κινητοποιήσεις κατά των μέτρων Παπανδρέου. Αν με τις κινητοποιήσεις, με το πεζοδρόμιο, με τις ώρες εργασίας που χάνονται, σου λένε, τα πράγματα χειροτερέψουν και το φάντασμα αποφασίσει να πάψει να είναι φάντασμα και λάβει σάρκα και οστά; Αν χρεωκοπήσουμε; Θεέ μου φύλαγε!

ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ να είμαστε ειλικρινείς, στο φάντασμα αυτό σκοντάφτουν μήνες τώρα η αντίσταση στα μέτρα, το συνδικαλιστικό κίνημα, η αριστερά. Μια χαρά είναι η ρητορική για ξήλωμα, κατεδάφιση, απάνθρωπα και κοινωνικά άδικα μέτρα, ατελέσφορα μέτρα και πάει λέγοντας. Και αληθέστατα όσα υποστηρίζει, όχι απλώς αληθινά. Η ανωμαλία της εποχής όμως είναι το φάντασμα. Καλά τα λέτε, συμφωνούμε με όσα λέτε, έφτασε και ο Παπανδρέου να χαρακτηρίζει τα μέτρα του σκληρά και άδικα, αφήστε τον Λοβέρδο που θρηνεί για τη χαμένη τιμή της σοσιαλδημοκρατίας. Με το φάντασμα όμως τι θα γίνει; Πώς θα μας απαλλάξετε απ’ αυτό; Μπορείτε να μας απαλλάξετε; Ξέρετε να μας απαλλάξετε; Η δικαιοσύνη σας είναι εκτός από δίκαιη και ρεαλιστική; Αν δεν ξέρετε, τα άλλα τα ξέρουμε κι εμείς, τα ζούμε κι εμείς, τα βλέπουμε κι εμείς.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ δηλαδή και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες το φάντασμα εξακολουθεί να κάνει την παλιοδουλειά του. Τρέφεται από τις φλούδες που το ταΐζει ο Παπανδρέου, τρέφεται μέχρι κι από την καταστολή της εξέγερσης στην Ουγγαρία -όχι από τους Σοβιετικούς αυτή τη φορά...-, τρέφεται ακόμα και από τους καρπούς ενός δημόσιου προβληματισμού, που βλέπει τη σωτηρία στην έξοδο από το ευρώ, στην έξοδο από την Ευρώπη κ.λπ. Αγνοώντας ότι άλλο ο διάλογος και η αντιπαράθεση θεωρητικών και οικονομολόγων, και άλλο ένα μέτωπο κατά του Μνημονίου, που πρέπει βέβαια να ενσωματώνει προβληματισμούς και προτάσεις, πρέπει όμως και να μην αποκλείει και  πολύ περισσότερο να μην τρομάζει κόσμο.

ΟΠΩΣ δείχνουν όλα, το φάντασμα του Χειρότερου, που δικαιολογεί την πραγματικότητα του Κακού, δεν είναι καθόλου απλό να εξοντωθεί. Οι επικείμενες εκλογές είναι πάντως μια μεγάλη ευκαιρία. Τουλάχιστον να δώσουν μια μάχη με αξιώσεις και με τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα οι δυνάμεις που αντιμάχονται Μνημόνια και συνακόλουθα φαντάσματα, προσπαθώντας να πατούν στη γη. Εκτός από όλα τ’ άλλα, τα πολύ σημαντικά, σε τέτοιες μάχες και όχι επί χάρτου διαμορφώνονται και οι στρατηγικές των αλλαγών, που τελικώς αφανίζουν και Μνημόνια και φαντάσματα.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

το ρολόι

ρολόι εκκλησίας από το Πάλοβο της Πολωνίας (από την Wikipedia)

[...] Στις 22 Ιουνίου, ο εχθρός βομβάρδισε την πόλη Ν, μια βόμβα έπεσε στην πλατεία, δίπλα στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής, με αποτέλεσμα να πάθει βλάβη το μεγάλο ρολόι και να σταματήσει. Ο αντισυνταγματάρχης Βελισάριος μας δήλωσε απερίφραστα ότι το σταματημένο ρολόι είχε αποτελέσει θέμα ειδικής συνεδρίασης και ότι ο διοικητής Νικόδημος είχε υποστηρίξει τότε την άποψη πως το ρολόι έπρεπε να μείνει σταματημένο.
 
- Η δική μου άποψη, συνέχισε ο διοικητεύων Βελισάριος, ήταν και παραμένει πως πρέπει να διορθώσουμε το ρολόι. Πρέπει να πείσουμε τον πληθυσμό της Ν ότι ο στρατός μας και το Κόμμα μας είναι σε θέση να επιδιορθώσουν τις ζημιές που προκαλεί ο εχθρός. Το επιχείρημα του πρώην διοικητή Νικόδημου, πως το ρολόι θα πρέπει τάχατες να μείνει σταματημένο για να θυμίζει στους κατοίκους τη βάρβαρη αεροπορική επιδρομή του εχθρού εναντίον των αμάχων, είναι επιχείρημα οπορτουνιστικό και μόνο ένας ηττοπαθής θα μπορούσε να το προβάλει.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνο το «πρώην». Ο διοικητεύων πρόφερε τη λέξη, χωρίς να την τονίσει, σαν κάτι αυτονόητο, αν και ήτανε απεναντίας γνωστό πως ο συνταγματάρχης Νικόδημος είχε φύγει προσωρινά απ' την πόλη Ν, για να λάβει μέρος στη σύσκεψη του Στρατιωτικού Συμβουλίου της Περιοχής και φυσικά θα ξαναγύριζε. Με δυο λόγια, ο διοικητεύων αποφάσισε να συγκαλέσει σε ακτίφ εμάς τους διαφωτιστές, να συζητήσουμε ξανά το θέμα και να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις. Αυτός με τα πολιτικά, που καθόταν στην καρέκλα και όπως έμαθα αργότερα λεγόταν Μέμος και ήταν γραμματέας της Επιτροπής Πόλης, υποστήριξε την άποψη πως η επιδιόρθωση του ρολογιού είχε βέβαια συμβολική σημασία, αλλά με μια κατάλληλη διαφώτιση θα μπορούσαμε να πείσουμε τον πληθυσμό πως πρόκειται για την απαρχή μιας γενικότερης ανοικοδόμησης των ερειπίων, πράγμα που όπως είπε, ανταποκρίνονταν και στην αλήθεια, γιατί όπου να΄ ναι η κατάσταση θα άλλαζε ριζικά και τότε όχι μόνο θα ξαναχτίζαμε τα γκρεμισμένα σπίτια, μα θα οικοδομούσαμε ολόκληρη την Ν,  βάσει νέων πολεοδομικών σχεδίων.
 
Ο μόνος που τάχτηκε ανεπιφύλακτα ενάντια στον εισηγητή ήτανε ο λοχαγός Ανδρόνικος, υπασπιστής του συνταγματάρχη Νικόδημου. Είχε το θάρρος να τονίσει ότι η σύγκληση του ακτίφ αποτελεί παραβίαση του καταστατικού του Κόμματος και είναι απαράδεκτο να ξανασυζητάμε και να επανεξετάζουμε μια υπόθεση για την οποία είχε ήδη ληφθεί η γνωστή απόφαση της 26ης Ιουνίου. Ως προς την ουσία, συνέχισε ο λοχαγός Ανδρόνικος, καταντούσε εμπαιγμός της κοινής γνώμης, να διορθώνουμε ρολόγια, τη στιγμή που δεν είμαστε σε θέση να ξαναχτίσουμε ούτε ένα σπίτι, μα και αν ήμασταν σε θέση, δε θα καταπιανόμασταν βέβαια με την ανοικοδόμηση, τη στιγμή που ο πόλεμος συνεχίζεται και τα εχθρικά αεροπλάνα μπορούν και σήμερα να ξανάρθουν και να βομβαρδίσουν την πόλη.
 
Εμείς οι τρεις «του Αρχηγείου» μιλήσαμε τελευταίοι κι είχα έτσι όλον τον καιρό να σκεφτώ τι θα 'λεγα και τι στάση θα κρατούσα. Φυσικά, ήμουν σύμφωνος με τον λοχαγό Ανδρόνικο, κατάλαβα όμως αμέσως πως η αντίδρασή του ήταν μάταιη και άρα λάθος τακτικής. Αποφάσισα να συμφωνήσω με τον εισηγητή και ύστερα να σαμποτάρω όσο μπορώ την εφαρμογή της απόφασης. [...]

το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου Το κιβώτιο (εκδ. Κέδρος)

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Κερματισμένη και αμήχανη Αριστερά




Tου Νικου Γ. Ξυδακη  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Hμερομηνία δημοσίευσης: 13-06-10
Η κρίση που διατρέχει τον Συνασπισμό της Αριστεράς συμπυκνώνει εν πολλοίς την κρίση που διατρέχει όλο το πολιτικό σύστημα σήμερα. Η διάσπαση που συνέβη στο πρόσφατο συνέδριο του Συνασπισμού δείχνει καταρχάς την κρίση ταυτότητας, την αδυναμία του να παραγάγει πρωτεγενώς πολιτική και να αφουγκραστεί την κοινωνία, ακόμη και τα μέλη του, αλλά και τις ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις στο σώμα του, τον κερματισμό των δυνάμεών του.
Ο Συνασπισμός, στην αδυναμία του να έχει μια σαφή, διακριτή φυσιογνωμία και ένα συνεκτικό σχέδιο απαντήσεων στα ερωτήματα της ελληνικής κοινωνίας, έφτασε να θεσμοθετήσει τις τάσεις στο εσωτερικό του εν ονόματι του θεμιτού πλουραλισμού και να προβάλει την αδυναμία σύνθεσης ως δημοκρατική αρετή. Η αδυναμία αποσαφήνισης και συνοχής δεν έχει μόνο ιδεολογικές και γενεαλογικές αιτίες· σε μεγάλο βαθμό, ο κερματισμός του ΣΥΝ οφείλεται στη λυσσαλέα και ασίγαστη σύγκρουση των ομάδων για την επικράτησή τους, για την κυριαρχία, και στον διαρκή αγώνα των στελεχών του μηχανισμού για αυτοαναπαραγωγή τους.
Οι στιγμές κρίσης επέδρασαν καταλυτικά πάνω στον εύθραυστο Συνασπισμό, έδειξαν ακριβώς το έλλειμμα ιδεολογίας και πολιτικής μεθόδου, έδειξαν την παθολογική εσωστρέφειά του και την απώλεια αίσθησης του πραγματικού. Το πρώτο ρήγμα το προκάλεσε ο Δεκέμβρης ’08, αλλά τη θραύση την έφερε η μεγάλη οικονομική κρίση. Και στις δύο στιγμές ο πολυτασικός, εσωστρεφής, ενδοανταγωνιστικός ΣΥΝ δεν βρέθηκε σε θέση να απαντήσει στις προκλήσεις, να απευθυνθεί στην κοινωνία συνολικά και να προτείνει μια καθολική αφήγηση. Φυσικό: ο πολυκερματισμένος και απύρηνος αδυνατεί να αξιώσει τη σύνθεση και την καθολικότητα.
Είναι παράδοξο, αλλά έτσι συνέβη: όταν η πολυαναμενόμενη κρίση του καπιταλισμού έφτασε, και μάλιστα εξαιρετικά σφοδρή, η Αριστερά βρέθηκε ανέτοιμη και ομφαλοσκοπούσα, χωρίς εργαλεία, χωρίς αντανακλαστικά. Δεν μπόρεσε καν να καρπωθεί τη διάχυτη αμυντική ριζοσπαστικοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού.
Μια ομάδα εντός του ΣΥΝ αντελήφθη τις κρίσεις σαν ευκαιρίες για επίδειξη τακτικής ετοιμότητας, σαν πεδίο άγρας οπαδών, ευκαιρία να εκφράσει ο ΣΥΝ προνομιακά τη δυναμική των ταραγμένων υποκειμένων. Χωρίς όμως ανάλυση, χωρίς στρατηγική, χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι τα νέα υποκείμενα του δύσθυμου 2007 και του φλεγόμενου 2008 θεωρούσαν εν πολλοίς και τον ίδιο τον ΣΥΝ μέρος της κρίσης, μέρος του παλιού κόσμου. Το καινοφανές, μηδενιστικό, υπαρξιακό «μη αίτημα» του Δεκέμβρη δεν μπορούσε να συναντηθεί με τον πατερναλισμό ή τον αμήχανο οπορτουνισμό αυτής της Αριστεράς.
Μια άλλη ομάδα, αυτή που αποχώρησε τελικά, θεώρησε τον Δεκέμβρη καθαρό μπάχαλο χωρίς πολιτικό ή κοινωνικό περιεχόμενο· δεν είχε τη διάθεση, αλλά ούτε τα εργαλεία, να προσεγγίσει την έκρηξη οργής και βίας ούτε καν για οπαδοθηρία.
Υπό την αφόρητη πίεση της δύσκολης πραγματικότητας, οι τάσεις εντός του ΣΥΝ συσπειρώθηκαν βάσει γενεαλογίας· θυμήθηκαν οι μεν την ευγενή καταγωγή εκ του ΚΚΕ-εσωτ. και της ΕΑΡ, οι δε την αριστερή καταγωγή εκ του ΚΚΕ, εκ του βολονταριστικά ενιαίου Συνασπισμού του ’89-’90, και εκ των κινημάτων. Οι ανανεωτές θυμήθηκαν τον ευρωπαϊσμό τους, οι άλλοι θυμήθηκαν τον αντικαπιταλισμό τους. Και οι δύο όμως, όταν εξερράγη η μεγάλη κρίση, δεν είχαν να πουν τίποτε.
Ενώπιον της κρίσης, και οι δύο τάσεις βρέθηκαν ανέτοιμες· ο τρεϊντγιουνισμός, ο ευρωσκεπτικισμός, η πλειοδοσία σε αιτήματα, η διαρκής καταγγελία δεν συνιστούν πλατφόρμα, δεν φτιάχνουν ατζέντα. Πώς απαντάς στο μνημόνιο της τρόικας και τον επαχθή δανεισμό; Πώς αποφεύγεις την ύφεση; Πώς χειρίζεσαι το εκρηκτικό χρέος; Πώς αμφισβητείς τη Συνθήκη του Μάαστριχτ όταν την έχεις υπερψηφίσει; Παρότι ορισμένοι αριστεροί οικονομολόγοι έσπευσαν να αναλύσουν και να προτείνουν, με τόλμη αλλά και υπευθυνότητα, ο ΣΥΝ δεν μπόρεσε ούτε αυτούς να συναρθρώσει σε ολοκληρωμένο λόγο. Αφλογιστία.
Πολύ περισσότερο οι ανανεωτές: αυτοί ουσιαστικά σιώπησαν, δεν είπαν τίποτε ουσιώδες για την κρίση, εγκλωβισμένοι σε έναν απολιθωμένο ευρωπαϊσμό του ’70-’80, ο οποίος σήμερα βάλλεται πανταχόθεν. Αντιθέτως, η πολιτική τους ζωτικότητα εξαντλήθηκε σε έναν ιδιότυπο Ανένδοτο για επιβολή της μειοψηφούσας άποψής τους, που έφτασε στα όρια του εκβιασμού: ή διαλύετε τον ΣΥΡΙΖΑ ή αποχωρούμε. Αποχώρησαν. Ωστόσο, κανείς δεν έχει καταλάβει ποια είναι η ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας και η σημερινή πλατφόρμα αυτής της ομάδας των media darlings, που αποσκιρτά κατηγορώντας τους άλλους για αριστερισμό και αντιευρωπαϊσμό. Η αποσκίρτηση των ανανεωτών τροφοδοτείται από πληγωμένο ναρκισσισμό, από ξεθυμασμένη αλαζονεία, από νοοτροπία νομενκλατούρας, χωρίς όμως καμία υλική προϋπόθεση: ηλικιακά και ποσοτικά οι ανανεωτές συνιστούν όμιλο στελεχών, όχι κόμμα. Η δε ατζέντα τους θα μπορούσε κάλλιστα να υλοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.
Στο εγγύς μέλλον, σε κλίμα πόλωσης και συγκρούσεων, οι ανανεωτές δεν θα βρουν χώρο στην πολιτική αρένα· θα εξατμιστούν ή θα απορροφηθούν από το ΠΑΣΟΚ. Οι Οικολόγοι με το ισχυρό brand name, αν διαθέτουν ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν θα δεχτούν εκλογική συνεργασία, διότι οι ανανεωτές με τη στελεχική και κομματική τους εμπειρία θα αλώσουν εν μια νυκτί τους ερασιτέχνες Πράσινους.
Ο Συνασπισμός έχει μόνο μια επιλογή επιβίωσης: να καταλάβει μια θέση στα αριστερά του φάσματος καρπωνόμενος τη ριζοσπαστικοποίηση και την απόγνωση των συνθλιβόμενων μεσοστρωμάτων. Αν δεν το καταφέρει, θα συρρικνωθεί στο όριο-θρίλερ του 3% ή και παρακάτω. Σε κάθε περίπτωση, οι περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου (ή οι αιφνίδιες εθνικές) θα είναι κρίσιμη (ή και αποφασιστική) δοκιμασία για την εκτός ΚΚΕ αριστερά. Οπως άλλωστε και για το ΠΑΣΟΚ, τη Ν.Δ. και το ΚΚΕ. Για όλους.

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Χρέος: τα πρώτα 5000 χρόνια

ABSOLUT ΔΝΤ, του AntistaChef
του David Graeber

(μετάφραση περίληψης του Debt: The First Five Thousand Years
από http://www.metamute.org/en/content/debt_the_first_five_thousand_years)


Ο ανθρωπολόγος David Graeber λέει ότι μονάχα διαμέσου μιας γενικής ιστορικής κατανόησης του χρέους και της σχέσης του με τη βία, μπορούμε να εκτιμήσουμε την εποχή μας που τώρα γεννιέται. Εδώ προσπαθεί να καλύψει το ιστορικό μας κενό.

Αυτό που ακολουθεί, είναι ένα απόσπασμα ενός κατά πολύ μεγαλύτερου σχεδίου έρευνας, σχετικά με το χρέος και το πιστωτικό χρήμα στην ανθρώπινη ιστορία. Το πρώτο και συναρπαστικό συμπέρασμα αυτού του σχεδίου έρευνας είναι ότι κατά τη μελέτη της οικονομικής ιστορίας, τείνουμε συστηματικά να αγνοούμε το ρόλο της βίας, τον απόλυτα κεντρικό ρόλο του πολέμου και της δουλείας, στη δημιουργία και σχηματοποίηση των βασικών θεσμών, αυτού που σήμερα αποκαλούμε «οικονομία». Επιπλέον, σημασία έχουν και οι προελεύσεις. Η βία μπορεί να είναι αόρατη, αλλά παραμένει τυπωμένη στη φιλοσοφία της κοινής οικονομικής λογικής μας, στην προφανέστατα αυταπόδεικτη φύση των θεσμών, που απλά ποτέ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν έξω από το μονοπώλιο της βίας – αλλά και της συστηματικής απειλής της βίας – που διατηρείται από το σύγχρονο κράτος.

Ας ξεκινήσω με το θεσμό της δουλείας, της οποίας ο ρόλος κατά τη γνώμη μου, είναι κομβικός. Τις περισσότερες στιγμές και στους περισσότερους τόπους η δουλεία θεωρείται συνέπεια του πολέμου. Μερικές φορές οι περισσότεροι δούλοι στην πραγματικότητα είναι αιχμάλωτοι πολέμου, άλλες φορές όχι. Παρ’ όλα αυτά σχεδόν όμοια και απαράλλαχτα και στις δύο περιπτώσεις, ο πόλεμος θεωρείται η βάση και η δικαιολόγηση της ύπαρξης αυτού του θεσμού. Αν παραδοθείς στον πόλεμο, αυτό που παραδίδεις είναι η ζωή σου. Ο κατακτητής σου έχει το δικαίωμα να σε σκοτώσει και συχνά το κάνει. Αν επιλέξει να μην το κάνει, τότε κυριολεκτικά του οφείλεις τη ζωή σου. Ένα χρέος που γίνεται αντιληπτό ως απόλυτο, διαρκές, μη εξαγοράσιμο. Μπορεί να σου αφαιρέσει δικαιωματικά ό,τι επιθυμεί. Όλα τα χρέη ή υποχρεώσεις που μπορεί να οφείλεις σε άλλα άτομα (φίλους, οικογένεια, πρώην πολιτικές συμμαχίες), ή άλλα άτομα να οφείλουν σε σένα, θεωρείται ότι σου αφαιρούνται απόλυτα. Το χρέος σου στον ιδιοκτήτη σου είναι πλέον ό,τι υπάρχει.

Αυτού του είδους η λογική έχει τουλάχιστον δύο πολύ ενδιαφέρουσες συνέπειες, αν και μπορεί να ειπωθεί ότι τείνουν προς σχετικά αντίθετες κατευθύνσεις. Πρώτα απ’ όλα ακόμα μια – που πιθανώς την ορίζει - ιδιότητα της δουλείας, είναι ότι οι δούλοι μπορούν να πουληθούν και να αγοραστούν. Σ’ αυτή την περίπτωση το απόλυτο χρέος παύει πλέον (υπό μια άλλη έννοια, αυτή της αγοράς) να είναι απόλυτο. Στην πραγματικότητα μπορεί να ποσοτικοποιηθεί επακριβώς. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να πιστέψουμε ότι ήταν ακριβώς αυτή η λειτουργία, που κατέστησε ικανό το να δημιουργηθεί κάτι όμοιο με τη σημερινή μορφή του χρήματος, τη στιγμή που αυτό το οποίο οι ανθρωπολόγοι συνήθως αποκαλούσαν «πρωτόγονο χρήμα», αυτό που κανείς βρίσκει σε κοινωνίες δίχως κράτος (τα φτερά που χρησιμοποιούνταν ως χρήμα στα νησιά του Σολομώντα ή τα περιδέραια από κοχύλια οι ινδιάνοι Iroquois αντίστοιχα), περισσότερο χρησιμοποιούνταν για διακανονισμούς γάμων, επίλυση βεντετών και για την ανάμιξη σε άλλου είδους σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, παρά για την αγοραπωλησία αγαθών. Για παράδειγμα, αν η δουλεία είναι χρέος, τότε το χρέος μπορεί να οδηγήσει στη δουλεία. Ένας βαβυλώνιος χωρικός μπορεί να είχε πληρώσει ένα γενναίο ποσό σε ασήμι στα πεθερικά του, για να επισημοποιήσει το γάμο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν του άνηκε η σύζυγός του. Σίγουρα δεν μπορούσε να αγοράσει ή να πουλήσει τη μητέρα των παιδιών του. Όμως όλα αυτά μπορούσαν να αλλάξουν αν αυτός έπαιρνε ένα δάνειο. Αν αποδεικνυόταν επισφαλής, οι πιστωτές του μπορούσαν αρχικά να του κατασχέσουν τα πρόβατα και τα έπιπλά του, έπειτα το σπίτι του, χωράφια, τους οπωρώνες και τελικά να του πάρουν τη σύζυγο, το παιδιά, ακόμα και τον  ίδιο σαν χρεωστικούς «δουλοπάροικους», μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα (το οποίο καθώς οι πόροι του εξαφανιζόταν γινόταν ολοένα και δυσκολότερο). Το χρέος ήταν αυτό που κατέστησε δυνατό να φανταστούμε το χρήμα, ως οτιδήποτε σχετικό με τη σημερινή του έννοια και γι’ αυτό επίσης να γεννήσει αυτό που αποκαλούμε «αγορά»: μια αρένα όπου οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί και να αγοραστεί, γιατί όλα τα αντικείμενα (όπως και οι δούλοι) απαξιώνονται από τις προηγούμενες κοινωνικές τους σχέσεις και υπάρχουν μόνο σε σχέση με το χρήμα.  

Όμως την ίδια στιγμή η λογική του χρέους ως κατάκτηση μπορεί, όπως προανέφερα, να τείνει προς άλλη κατεύθυνση. Οι βασιλιάδες μέσα στην ιστορία, τείνουν να είναι βαθέως διχασμένοι σχετικά με το ζήτημα να αφήσουν τη λογική του χρέους να καταστεί εκτός ελέγχου. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι εχθρικοί απέναντι στις αγορές. Αντιθέτως τις ενθαρρύνουν κανονικά, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να πάρουν με τη μορφή κατάσχεσης, ό,τι χρειάζονται (μετάξι, ρόδες για άρματα, γλώσσες από φλαμίνγκο (εκλεκτό έδεσμα κατά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα), λάπις λάζουλι (αλλιώς κυανός λίθος, ένας πολύτιμος λίθος)) απ’ ευθείας από τον υποτελή σ’ αυτές πληθυσμό. Είναι πολύ πιο εύκολο να ενθαρρυνθούν οι αγορές και έπειτα τα αναγκαία αγαθά να αγοραστούν. Οι πρώιμες αγορές συχνά ακολουθούσαν τους στρατούς, ή τις βασιλικές ακολουθίες, ή σχηματίζονταν κοντά σε παλάτια, ή στις παρυφές στρατιωτικών θέσεων. Αυτό στην πραγματικότητα βοηθά στην ερμηνεία της αρκετά συγκεχυμένης συμπεριφοράς των βασιλικών αυλών: αφού οι βασιλιάδες έλεγχαν συνήθως τα ορυχεία χρυσού και ασημιού, ποιο το νόημα να τυπώνεις τα μούτρα σου πάνω σε κομμάτια του προϊόντος που εξορύσσεις (δλδ. να τυπώνεις νομίσματα), να τα ξεφορτώνεσαι στους πολίτες και έπειτα να ζητάς να σου τα δώσουν πίσω υπό τη μορφή φόρων; Έχει νόημα μόνο αν η επιβολή φόρων είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος να επιβάλεις σε όλους να αποκτήσουν και να διατηρούν χρήματα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ανάπτυξη των αγορών, καθώς η ύπαρξη των αγορών εξυπηρετούσε γενικότερα. Όμως για τους σκοπούς της ανάλυσής μας το κρίσιμο ερώτημα είναι: πως δικαιολογούνταν αυτοί οι φόροι; Γιατί οι υποτελείς τους χρωστούσαν και ποιο χρέος ξεπλήρωναν όταν τους απέδιδαν; Εδώ επιστρέφουμε ξανά στο δίκαιο της κατάκτησης (στην πραγματικότητα στον αρχαίο κόσμο οι ελεύθεροι πολίτες – είτε στη Μεσοποταμία, είτε στην Ελλάδα ή στη Ρώμη, συνήθως δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν άμεσους φόρους γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, απλά όπως καταλαβαίνει κανείς, απλουστεύω τα πράγματα εδώ). Αν οι βασιλιάδες είχαν εξουσία πάνω στη ζωή και στο θάνατο των υποτελών τους, αποκτημένη από το δίκαιο της κατάκτησης, τότε και το χρέος των υποτελών τους ήταν απόλυτα αέναο. Επίσης τουλάχιστον υπό αυτήν την έννοια, οι σχέσεις μεταξύ των υποτελών ατόμων, τα χρέη που όφειλε το ένα στο άλλο, ήταν ασήμαντα. Το μόνο που υπήρχε ήταν η σχέση τους με το βασιλιά. Αυτό με τη σειρά του εξηγεί γιατί οι βασιλιάδες και ομοίως οι αυτοκράτορες, προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τις εξουσίες που είχαν οι αφέντες πάνω στους δούλους και οι πιστωτές πάνω στους οφειλέτες. Το ελάχιστο στο οποίο πάντα θα επέμεναν, αν είχαν τη δύναμη, ήταν αυτά τα φυλακισμένα άτομα που ήδη τους είχε χαριστεί η ζωή, να μην είναι δυνατόν να σκοτωθούν από τους αφέντες τους. Στην πραγματικότητα μόνο οι ηγεμόνες μπορούσαν να έχουν αυθαίρετη εξουσία πάνω στη ζωή και το θάνατο. Το απόλυτο χρέος κάποιου ατόμου ήταν απέναντι στο κράτος. Ήταν το μοναδικό το οποίο ήταν πραγματικά απεριόριστο, που είχε τη δυνατότητα για απόλυτες εγκόσμιες απαιτήσεις.

Ο λόγος που διατυπώνω αυτό, είναι επειδή αυτή η λογική ενυπάρχει σε μας ακόμη. Όταν κάνουμε λόγο για κάποια «κοινωνία» (γαλλική κοινωνία, τζαμαϊκανή κοινωνία), μιλάμε στην πραγματικότητα για ανθρώπους που οργανώνονται υπό την έννοια ενός κράτους – έθνους. Αυτό τέλος πάντων είναι το εννοούμενο μοντέλο. Οι «κοινωνίες» είναι στην πραγματικότητα κράτη, η λογική των κρατών είναι αυτή της κατάκτησης, η λογική της κατάκτησης είναι εν τέλει ταυτόσημη με αυτή της δουλείας. Είναι γεγονός ότι αυτό στα χέρια των υπέρμαχων του κράτους αποκτά ένα νόημα ενός πιο καλοκάγαθου «κοινωνικού χρέους». Ορίστε λοιπόν μια μικρή ιστορία, ένα είδος μύθου. Γεννιόμαστε όλοι με ένα αέναο χρέος στην κοινωνία που μας μεγάλωσε, μας έθρεψε, μας τάισε και μας έντυσε, ένα χρέος σε εκείνους που έχουν πεθάνει προ πολλού και ανακάλυψαν τη γλώσσα και τις παραδόσεις μας, σε όλους εκείνους που έχουν καταστήσει δυνατή την ύπαρξή μας. Στους αρχαίους καιρούς, νομίζαμε ότι το οφείλαμε αυτό στους θεούς (το χρέος αυτό ξεπληρωνόταν με θυσίες, ή η θυσία ήταν απλώς η αποπληρωμή του τόκου, στο τέλος ξεπληρωνόταν με το θάνατο). Αργότερα το χρέος υιοθετήθηκε από το κράτος, ένας θεϊκός θεσμός, με φόρους σε αντικατάσταση των θυσιών και στρατιωτική θητεία σε αντικατάσταση του χρέους της ζωής. Το χρήμα είναι απλά η απτή μορφή αυτού του κοινωνικού χρέους, έτσι όπως γίνεται η διαχείρισή του. Οι κεϋνσιανοί αρέσκονται σ’ αυτού του είδους τη λογική.

Το ίδιο ισχύει και για κάποιες τάσεις σοσιαλιστών, σοσιαλδημοκρατών, ακόμα και κρυπτοφασιστών, όπως είναι ο Auguste Comte (ο πρώτος απ’ όσο ξέρω που πραγματικά επινόησε τη φράση «κοινωνικό χρέος»). Όμως αυτή η φιλοσοφία διατρέχει επίσης μεγάλο μέρος της κοινής μας λογικής: πάρτε για παράδειγμα τη φράση: «να πληρώσει το χρέος του στην κοινωνία», ή «ένιωσα ότι χρωστούσα κάτι στη χώρα μου», ή «ήθελα να δώσω κάτι πίσω». Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, αμοιβαίες δεσμεύσεις – ένα είδος σχέσεων, με το οποίο θα μπορούσαν να συμβιώσουν αληθινά ελεύθεροι άνθρωποι – τείνουν να γίνουν υποσύνολο σε μια αίσθηση «κοινωνίας», όπου όλα τα άτομα είναι ίσα, μονάχα ως απόλυτοι οφειλέτες της (τώρα αφανούς) φιγούρας του βασιλιά, που πλέον αντικαθιστά τη μητέρα σου και κατ’ επέκταση την ανθρωπότητα.

Αυτό που προτείνω λοιπόν είναι ότι καθώς οι διεκδικήσεις της απρόσωπης αγοράς και αυτές της «κοινωνίας» συχνά αντιπαρατίθενται – και σίγουρα έχουν μια τάση να παλαντζάρουν με όλους τους τρόπους – έχουν εν τέλει ιδρυθεί με μια πολύ όμοια λογική με αυτή της βίας. Ούτε είναι αυτό ένα απλό θέμα ιστορικών προελεύσεων, το οποίο μπορεί να αποδιωχτεί ως ασήμαντο: ούτε οι αγορές, ούτε τα κράτη μπορούν να υπάρξουν χωρίς τη διαρκή απειλή δύναμης.

Κάποιο άτομο μπορεί να ρωτήσει, τότε ποια είναι η εναλλακτική;

Προς μια ιστορία εικονικού χρήματος

Εδώ μπορώ να επιστρέψω στην αρχική μου τοποθέτηση: ότι το χρήμα δεν πρωτοεμφανίστηκε σ’ αυτή την κρύα μεταλλική και απρόσωπη μορφή. Πρωτοεμφανίζεται με τη μορφή της μονάδας μέτρησης, της αφαίρεσης, αλλά επίσης ως σχέση (χρέους και υποχρέωσης) μεταξύ των ανθρώπων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ιστορικά εκείνο που πάντα ήταν το πιο άμεσα συνδεδεμένο με τη βία, είναι το χρήμα-εμπόρευμα. Όπως το έθεσε και ένας ιστορικός, «ο χρυσός και τα πολύτιμα μεταλλεύματα είναι παρελκόμενο του πολέμου και όχι του ειρηνικού εμπορίου1.»   

Ο λόγος είναι απλός. Το χρήμα-εμπόρευμα συγκεκριμένα σε μορφή χρυσού και ασημιού, διακρίνεται από το πιστωτικό χρήμα περισσότερο απ΄ όλα, λόγω μιας θεαματικής ιδιότητας: μπορεί να κλαπεί. Καθώς μια ράβδος χρυσού ή ασημιού είναι ένα αντικείμενο χωρίς γενεαλογία, διαμέσου μεγάλου μέρους της ιστορίας, τα πολύτιμα μέταλλα έχουν παίξει τον ίδιο ρόλο με τη σημερινή περίπτωση μιας βαλίτσας γεμάτη δολάρια ενός εμπόρου ναρκωτικών, δηλαδή ως αντικείμενα χωρίς ιστορία τα οποία θα γίνουν οπουδήποτε αποδεκτά για συναλλαγές, με οτιδήποτε έχει χρηματική αξία, χωρίς εξηγήσεις.

Ως συνέπεια, κάποιος μπορεί να θεωρήσει τα τελευταία 5000 χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, ως την ιστορία ενός είδους εναλλαγής. Πιστωτικά συστήματα φαίνεται να αναδύονται και να επικρατούν, σε περιόδους σχετικής κοινωνικής ειρήνης, δια μέσου δικτύων (εμπορικής) πίστης, είτε που έχουν δημιουργηθεί από κράτη, είτε στις περισσότερες περιόδους, από διεθνείς οργανισμούς, ενώ από την άλλη, τα πολύτιμα μέταλλα αντικαθιστούν αυτά τα συστήματα σε περιόδους, που χαρακτηρίζονται από ευρύ πλιάτσικο. Ληστρικά δανειστικά συστήματα ασφαλώς υπάρχουν σε κάθε περίοδο, αλλά φαίνεται ότι είχαν δεχθεί τα πιο καταστροφικά πλήγματα σε περιόδους, όπου το χρήμα ήταν ιδιαιτέρως εύκολα μετατρέψιμο σε ρευστό.

Έτσι λοιπόν ως αρχικό σημείο για κάθε εγχείρημα διάκρισης των μεγάλων ρυθμών, που ορίζουν την τρέχουσα ιστορική στιγμή, ας προτείνω την ακόλουθη ανάλυση της ευρασιατικής ιστορίας, με κριτήριο την εναλλαγή μεταξύ περιόδων εικονικού και μεταλλικού χρήματος.

Ι. Εποχή των πρώτων αγροτικών αυτοκρατοριών (3500-800 π.χ.)
Επικρατούσα χρηματική μορφή: εικονικό πιστωτικό χρήμα.

Οι εγκυρότερες πληροφορίες μας σχετικά με την προέλευση του χρήματος γυρνούν πίσω στην αρχαία Μεσοποταμία, αν και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος να πιστέψει κανείς ότι τα πράγματα ήταν ριζικά διαφορετικά στην Φαραωνική Αίγυπτο, στην Κίνα της εποχής του ορείχαλκου, ή στην κοιλάδα του Ινδού. Η οικονομία της Μεσοποταμίας κυριαρχούταν από μεγάλα δημόσια ιδρύματα (ναούς και παλάτια), των οποίων οι γραφειοκρατικοί διαχειριστές είχαν ικανώς δημιουργήσει λογιστικό χρήμα, εγκαθιδρύοντας μια σταθερή ισοτιμία μεταξύ του ασημιού και του βασικού αγαθού, του κριθαριού. Τα χρέη υπολογίζονταν σε ασήμι, αλλά το ασήμι σπανίως χρησιμοποιούνταν στις συναλλαγές. Αντ’ αυτού οι πληρωμές γίνονταν σε κριθάρι, ή σε οτιδήποτε άλλο που τύγχανε να είναι αποδεκτό και να εξυπηρετεί. Τα μεγάλα χρέη γραφόταν σε σφηνοειδείς πλάκες, ως διασφάλιση για τα δυο μέρη της συναλλαγής.

Ασφαλώς αγορές υπήρχαν. Οι τιμές συγκεκριμένων αγαθών που δεν παραγόταν υπό τον έλεγχο του ναού, ή του παλατιού και που συνεπώς δεν υπόκειντο σε  διαχειριζόμενους πίνακες τιμών, είχαν την τάση να κυμαίνονται, σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες της προσφοράς και ζήτησης. Όμως οι περισσότερες πραγματικές καθημερινές αγοραπωλησίες, συγκεκριμένα εκείνες που δεν γίνονταν μεταξύ απολύτως ξένων, φαίνεται να έχουν γίνει με πίστωση. Οι «γυναίκες της μπύρας» και οι τοπικοί ξενοδόχοι λόγου χάρη, πουλούσαν μπύρα και συχνά νοίκιαζαν δωμάτια. Οι πελάτες δεν τους πλήρωναν αμέσως, αλλά «τα έγραφαν» (π.χ. στο τεφτέρι). Συνήθως τα πλήρωναν μαζεμένα τον καιρό της συγκομιδής. Οι πωλητές των αγορών προφανώς ενεργούσαν, όπως κάνουν σήμερα σε μικρές αγορές στην Αφρική ή την κεντρική Αμερική, όπου δημιουργούν λίστες από έμπιστους πελάτες, στους οποίους μπορούν να επεκτείνουν την πίστωση.  

Το συνήθειο του χρήματος με τόκο επίσης προέρχεται από τη Σουμερία. Παρέμενε λόγου χάρη άγνωστο στην Αίγυπτο. Τα επιτόκια σταθερά στο 20%, παρέμειναν έτσι για 2000 χρόνια (αυτό δεν ήταν σημάδι κυβερνητικού ελέγχου στην αγορά: σ’ εκείνη τη φάση τέτοιοι θεσμοί κατέστησαν δυνατή την ύπαρξη αγορών). Αυτό όμως οδήγησε σε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ειδικά σε χρονιές με κακές σοδειές, οι χωρικοί άρχιζαν να γίνονται απελπιστικά χρεωμένοι στους πλούσιους, να παραδίδουν τα χωράφια τους και εν τέλει τα μέλη της οικογένειάς τους σε χρεωστικά δεσμά. Σταδιακά αυτή η κατάσταση φαίνεται να έχει επιφέρει κοινωνική κρίση – όχι τόσο οδηγώντας σε λαϊκές εξεγέρσεις – όσο αναγκάζοντας τους μέσους πολίτες να εγκαταλείπουν εξολοκλήρου τις πόλεις και τις κατοικημένες περιοχές και να γίνονται ημινομάδες ληστές και επιδρομείς. Σύντομα έγινε παράδοση για κάθε νέο ηγεμόνα να κάνει μια νέα αρχή, ακυρώνοντας όλα τα χρέη και δηλώνοντας γενική αμνηστία ή ελευθερία, έτσι ώστε οι υπόχρεοι εργάτες να μπορέσουν να γυρίσουν στις οικογένειές τους (είναι σημαντικό ότι η πρώτη γνωστή στην ανθρωπότητα λέξη που αναφέρεται στην έννοια της ελευθερίας, η σουμέρια λέξη «αμαργκα», κυριολεκτικά σημαίνει «επιστροφή στη μητέρα»).

Οι βιβλικοί προφήτες θεσμοθέτησαν μια παρόμοια συνήθεια το Ιωβηλαίο, όπου ομοίως έπειτα από επτά χρόνια όλα τα χρέη ακυρώνονταν. Αυτό είναι και ο άμεσος πρόγονος της έννοιας της «λύτρωσης» της καινής διαθήκης. Όπως τόνισε και ο οικονομολόγος Michael Hudson, φαντάζει μια από τις δυστυχίες της παγκόσμιας ιστορίας, το γεγονός ότι ο θεσμός του δανεισμού χρημάτων με τόκο διαδόθηκε από τη Μεσοποταμία, χωρίς ως επί το πλείστο να συνοδεύεται από τα πρώιμά του ισοζύγια και ελέγχους

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ



Γράφει ο
ΗΛΙΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ*

Αποστασιοποιημένα και αδιάφορα τα πλατιά κοινωνικά στρώματα παρακολουθούν τη μακρόχρονη ασυμφωνία που συνεχίζει να ταλανίζει το χώρο του Σύριζα και της ευρύτερης Αριστεράς, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την πιο βαθιά δομική κρίση που διέρχεται το καπιταλιστικό μοντέλο εδώ και πολλά χρόνια και την οποία καλούνται να πληρώσουν ολοκληρωτικά οι εργαζόμενοι.

Το γεγονός ότι αυτό έχει οδηγήσει στην απόλυτη αμφισβήτηση των αστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που επιδιώκουν να  διαχειριστούν τη συγκεκριμένη κρίση δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα για την Αριστερά, η οποία βλέπει τα εκλογικά ποσοστά της να παραμένουν στα ίδια επίπεδα..

Σε αυτή τη φάση που θα έπρεπε να ηγηθεί του κινήματος αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να βγάλει την κοινωνία από το αδιέξοδο, η Αριστερά φαίνεται ανέτοιμη, χωρίς πολιτική πυξίδα και χωρίς να έχει στο μυαλό της συγκεκριμένη λύση και ξεκάθαρη προοπτική. Τα διάφορα κομμάτια της αντί να προτείνουν πολιτικό πρόγραμμα και σχέδιο, έχουν επιδοθεί σε ένα άλλου είδους αγώνα που αφορά απλά την ηγεμόνευση του αριστερού χώρου και ο οποίος καθορίζεται απόλυτα από προσωπικές και ηγεμονικές αντιλήψεις.

Στην προσπάθεια τους δε να εξηγήσουν τη σημερινή κοινωνική αδράνεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις, τείνουν τις περισσότερες φορές να οδηγηθούν σε λάθος συμπεράσματα επιρρίπτοντας τις ευθύνες στην ίδια την κοινωνία που «δεν μπορεί να τους αφουγκραστεί» και γι αυτό δεν συσπειρώνεται στις γραμμές τους. Φυσικά αδυνατούν να αντιληφτούν ότι στις παρούσες συνθήκες, την ώρα  που το κεφάλαιο έχει εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα εργατικά κεκτημένα με μοναδικό σκοπό να ξεπεράσει τη δική του κρίση, η πρότασή τους είναι λειψή, για να μην πούμε καλύτερα ότι δεν υπάρχει καθόλου πρόταση.

Η κοινωνία δεν περιμένει από την Αριστερά να της υποδείξει τρόπους άμυνας και αλληλεγγύης για να γίνουν πιο υποφερτά τα μέτρα. Η κοινωνία περιμένει να μπει μπροστά για την ολοκληρωτική αλλαγή αυτού του συστήματος και για το χτίσιμο μιας δικαιότερης κοινωνίας. Αυτός είναι άλλωστε ο ένας και μοναδικός λόγος δημιουργίας και ύπαρξής της ή τουλάχιστον αυτό είχαν στο μυαλό τους οι θεωρητικοί που συνέταξαν τη σοσιαλιστική κοσμοθεωρία.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Η πρωτόγνωρη για τα μέχρι τώρα δεδομένα επίθεση  που πραγματοποιείται ενάντια σε  θεσμούς και κατακτήσεις δεκαετιών και η χλιαρή αντίδραση της οργανωμένης κοινωνίας απέναντι σε αυτή  προβληματίζει πολλούς αγωνιστές της Αριστεράς. Αναρωτιούνται γιατί δεν αντιδράει με πιο δυναμικό τρόπο η εργατική τάξη που βλέπει όσα έχει κερδίσει το προηγούμενο διάστημα να καταρρέουν.

Η σημερινή περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μεταβατική περίοδος και σαν τέτοια εμπεριέχει μέσα της τα δείγματα του καινούργιου που έρχεται μαζί με τα ψήγματα του παλιού που σταδιακά αποχωρεί. Σε αυτό το στάδιο αποσύρεται μια γενιά που στην εποχή της έδωσε τους δικούς της αγώνες και κατάφερε για μεγάλο διάστημα να αποκτήσει ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο ζωής.

Εκπαιδευμένη τα τελευταία χρόνια όμως σε μια μέθοδο δράσης στην οποία ουσιαστικά δεν συμμετείχε η ίδια αλλά οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί της (κυρίως στον δημόσιο τομέα καθ’ όσον ο ιδιωτικός είχε αφεθεί στην τύχη του), και οι οποίοι υπέγραφαν συμφωνίες και συλλογικές συμβάσεις που υπαγορεύονταν από τα κυβερνητικά επιτελεία σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και όχι εκείνα της τάξης, οδηγήθηκε σταδιακά στην περιθωριοποίηση, την ατομική αντίληψη και τον άκρατο καταναλωτισμό που ευνοούσαν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν τη λεγόμενη επιχειρηματικότητα.

Η διάθεση για ηρωικούς αγώνες εξασθένιζε σιγά-σιγά και τώρα κουρασμένη, απογοητευμένη από τα κόμματα και τις πολιτικές που εφάρμοσαν, φορτωμένη χρέη από τα τραπεζικά δάνεια, με τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας, τις σπουδές των παιδιών και άλλες υποχρεώσεις να την πιέζουν αφόρητα, αποσύρεται από το προσκήνιο. Μια νέα γενιά αναδεικνύεται δειλά-δειλά που μπορεί ακόμη να είναι άπειρη, ανοργάνωτη και καλομαθημένη, συσσωρεύει όμως σταδιακά μέσα της  οργή, μίσος και αγωνιστικότητα, στοιχεία τα οποία πολύ γρήγορα θα εκδηλωθούν, καθώς βλέπει ότι το μόνο μέλλον που της προσφέρει το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι αυτό του παρία της κοινωνικής ζωής.

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ ΤΗΣ

Η Αριστερά λοιπόν είναι φανερό ότι δεν έχει κατορθώσει ακόμη να ξεπεράσει τις «παιδικές της ασθένειες» και να εκμεταλλευτεί την περίοδο. Κάνοντας  μικρά βήματα μπροστά  και πολύ περισσότερα πίσω, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, οι οποίες είναι καταιγιστικές το τελευταίο διάστημα.

Κάποιες δυνάμεις επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με τη δημιουργία διαφόρων «μετώπων», μια πολιτική που τείνει να γίνει μόδα στο χώρο της Αριστεράς. Όλοι αναφέρονται σε κάποιο είδος «μετώπου». Σε αυτή την περίοδο λοιπόν που τα πράγματα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και αλλάζουν καθημερινά πλέον, κάποιοι θεωρούν ότι είναι η ώρα να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να ανταλλάξουν πολιτικές απόψεις, να κάνουν συμφωνίες κορυφής και να πάνε κατόπιν σε κοινές δράσεις.

Είναι απορίας άξιο δυνάμεις που βρίσκονται στον Σύριζα 6-7 χρόνια συζητώντας γι αυτό το περίφημο «μέτωπο» (ή μήπως δεν είναι μετωπικό σχήμα ο Σύριζα;) να πιστεύουν ότι μπορούν τώρα να το φτιάξουν κάπου αλλού, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι το συγκεκριμένο έχει αποτύχει. Εκτός αν εννοούν ένα «μέτωπο» στο οποίο θα ηγούνται αποκλειστικά οι ίδιοι.

Για να δημιουργηθούν όμως «μέτωπα» χρειάζεται πάνω απ’ όλα μια ισχυρή κοινωνική βάση από πίσω.
Αν λοιπόν δεν έχουν στο μυαλό τους απλά να  ηγεμονεύσουν, θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί ότι αυτή η κοινωνική βάση υπάρχει και είναι τα χιλιάδες οργανωμένα μέλη του Συνασπισμού και οι πολύ περισσότεροι φίλοι και ψηφοφόροι του. Ας συγκροτήσουν πρώτα με αυτούς ένα «μέτωπο» και μετά ας απευθυνθούν και στην υπόλοιπη κοινωνία, που φαινομενικά τουλάχιστον, δεν δείχνει αυτή την περίοδο πιο ριζοσπαστικοποιημένη από τη βάση του ΣΥΝ και κυρίως από τη νεολαία του.

Σε συνθήκες σαν τις σημερινές, πρέπει να πούμε, η νεολαία είναι αυτή που συνήθως παίρνει τη σκυτάλη από το εργατικό κίνημα και αυτό διαφαίνεται ως πιο πιθανή εξέλιξη μετά το καλοκαίρι. Η νεολαία,  που δέχεται τις περισσότερες επιπτώσεις από τα κυβερνητικά μέτρα, θα αποτελέσει ξανά την πρωτοπορία των αγώνων το αμέσως επόμενο διάστημα.

Εκείνο που λείπει λοιπόν δεν είναι οι οργανωμένες κοινωνικές ομάδες αλλά η πολιτική πρόταση. Σε αυτή την εκρηκτική περίοδο οι θέσεις της αριστερής ηγεσίας χαρακτηρίζονται από μια άκρατη μετριοπάθεια. Και αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό δεν είναι παράδοξο για μια ηγεσία που ως τώρα μοναδική παρακαταθήκη και παράδοση είχε σταλινικές και ρεφορμιστικές ( μεταρρυθμιστικές σημαίνει επακριβώς η λέξη) πολιτικές και που μόνο τα τελευταία χρόνια άρχιζε να μπολιάζεται με τις επαναστατικές ιδέες. Αυτή την ώρα κι ενώ η αστική τάξη  ρίχνει προκλητικά το γάντι στους εργαζόμενους λέγοντας «ή εσείς ή εμείς σε τούτη την κρίση», αυτή ψελλίζει διάφορα για διορθωτικές κινήσεις, για κοινωνικά μέτωπα και νέα ΕΑΜ.

Μέχρι πρότινος ακόμη μιλούσε για ψεύτικη κρίση, για λαϊκά ομόλογα, για δανεισμούς εξ Ανατολών και για «συνταγματικά πραξικοπήματα» στο κοινοβούλιο. Ακόμα και η αναγνώριση του λάθους της υπογραφής του Μάαστριχτ στις σημερινές συνθήκες φαντάζει πολύ καθυστερημένη και μεταχρονολογημένη ενέργεια.

Μεταρρυθμιστικές προτάσεις που πριν 5 μήνες ακούγονταν σαν ότι πιο ριζοσπαστικό είχε εμφανιστεί μέχρι τότε όπως η εθνικοποίηση των τριών  τραπεζών που σχημάτιζαν τον περίφημο πυλώνα, σήμερα φαντάζουν ξεπερασμένες και αναχρονιστικές  καθ’ ότι κάθε μέρα που περνάει γίνεται και περισσότερο αντιληπτό ότι μόνο η εθνικοποίηση όλου του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να μας βγάλει από αυτή την κρίση.

Η ηγεσία της Αριστεράς παρουσιάζεται απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει τη σημερινή κατάσταση και να κάνει ένα βήμα εμπρός. Γνωρίζει ότι άμα υιοθετήσει τις μαρξιστικές θέσεις που προτείνουν πολλοί σύμμαχοί της θα πρέπει να οδηγήσει τα πράγματα μέχρι την τελευταία λογική συνέπειά τους. Άμα πει το Α, πρέπει να πει και τα υπόλοιπα γράμματα της αλφαβήτου μέχρι το Ω. Θα υποχρεωθεί ουσιαστικά να διαχειριστεί και να καθοδηγήσει τα πράγματα σε μια μετωπική σύγκρουση με το σύστημα κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο φόβος και η αδυναμία της.

Όσο όμως η κατάσταση θα πολώνεται και θα χειροτερεύει, η πίεση που θα ασκηθεί απέναντί της θα είναι ασφυκτική. Θα αναγκαστεί είτε το θέλει είτε όχι να πάρει θέση και να κάνει ριζοσπαστικές προτάσεις.

Υπάρχουν αρκετά ιστορικά παραδείγματα αριστερών ηγετών που σπρώχτηκαν σε επαναστατικές πολιτικές μέσα από ανάλογες καταστάσεις οικονομικής κρίσης και ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Και αν κάποιος θεωρεί ότι αυτή η περίοδος δεν θα έρθει ποτέ, πλανάται πλάνη οικτρά.

Σαν όλους τους ζωντανούς οργανισμούς που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν, η Αριστερά φαίνεται να πληρώνει σήμερα τις λάθος γενετικές πληροφορίες μιας ρεφορμιστικής και συνάμα σταλινικής κληρονομικότητας που έλαβε όταν ακόμη ήταν έμβρυο. Αντί να εξελιχθεί σε φυσιολογικό ενήλικα, εξακολουθεί να παραμένει στην παιδική  ηλικία αναζητώντας ακόμη τα κατάλληλα χρωματοσώματα που θα καθορίσουν την οριστική φυσιογνωμία της.


*ο Ηλίας Μυλωνάς είναι μέλος του Κόκκινου, συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ, και μέλος του ΣΥΡΙΖΑ 3ου διαμ.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Αυτή είναι η Ελλάδα, αυτή είναι κι η αριστερά;

2015 μ.Χ., από τον AntistaChef
 
από την ΑΥΓΗ, 21/07/2010

του Κλέαρχου Τσαουσίδη

«Πού ζούμε;» αναρωτιόμουνα κάθε τόσο κατηφορίζοντας από τη Θεσσαλονίκη προς το «κέντρο της γης», για να περαιωθώ στο Λαύριο.

«Μα», έλεγα στη γυναίκα μου, «αυτός ο δρόμος έγινε επί Καραμανλή και εισπράττει διόδια η ΑΛΦΑ οδός ή η ΒΗΤΑ. Κληρονόμοι του είναι;». Μόλις 22,2 ευρώ η χρήση του εθνικού αυτοκινητοδρόμου, μαζί με κάτι κατσικόδρομους στον Μαλιακό, που ο Σουφλιάς τούς είχε τελειώσει, αλλά καθ' οδόν δραπέτευσαν.

Πλησιάζοντας στον Αλμυρό, είδα από μακριά το σήμα WC, δηλαδή τουαλέτα στα ελληνικά ή αποχωρητήριο σε μια άλλη γλώσσα που κάποτε ήταν εν χρήσει. Κομψές, ωραίες, με ένα κίτρινο καγκελάκι γύρω - γύρω, τις θυμόμουν και προ τριετίας που τις καμάρωνα και έλεγα «δες που εκπολιτιστήκαμε»! Ε, είπα να τις χρησιμοποιήσω φέτος. Κλειδωμένες! «Έτυχε», είπα. Και κρατήθηκα μέχρι το πρώτο βενζινάδικο. Ελαφρώς τσουχτερή η φυσική ανάγκη, δεν λέω: 1,639 ευρώ η απλή αμόλυβδη. Σε βενζινάδικο μονοπώλιο, πάνω στην Εθνική οδό; 1,639 ευρώ, κυρία Κατσέλη;*

Μ' αυτά και με 'κείνα μπήκαμε στο καράβι. Παραπλέοντας τη Μακρόνησο, νά η έκπληξη: σε μια πλαγιά μπόλικα μελίσσια και παρακάτω το μαντρί που λέγαμε, χωρίς κατσίκες. Ανάπτυξη, σκέφτηκα. Επένδυση, που λέει κι η κυρία καθηγήτρια. Τώρα αν ο αλητήριος που έστησε τα μελίσσια ήξερε πού τα έβαζε ή όχι, θα σας γελάσω. Οι λιμενικοί, οι τοπικοί παράγοντες στο Λαύριο, ξέρουν; Ο Πάγκαλος: Που περνάει κάθε τόσο για να πάει στην οικογενειακή ντάτσα; (Αυτός φαντάζομαι να ψάχνει πώς «θα αξιοποιήσει τις δυνατότητες του νόμου» και για τα δίδυμα, μετά από τη μεγάλη. Νόμιμα, νομιμότατα, ηθικά κ.λπ.).

Όλοι αυτοί που φωνάζουν όταν εργαζόμενοι κρεμούν πανό στη Ακρόπολη, αγνοούν ότι κι η Μακρόνησος «Ακρόπολη» ήταν του μεταπολεμικού ελληνισμού των δωσίλογων και των γερμανοντυμένων; Και δεν φωνάζουν; Ξέχασαν ποιος το είπε; Ο πολύς Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο διανοούμενος που είπε τις μεγαλύτερες ανοησίες («ευλογία θεού η μετανάστευση» κ.ά.), όταν το συμφέρον της δεξιάς το επέβαλε.

Στην Τζιά λοιπόν (τι γύρευες στην Κέα εσύ, ένας τουρκόσπορος;) ένιωσα πως βρισκόμουν στα States: όχημα μαύρο, γυαλιστερό, αστραφτερό -πόρσε ή φεράρι, δεν ξέρω- με πινακίδες άνευ αριθμών μεν, με λατινικούς χαρακτήρες δε, που παρέπεμπαν στο επίθετο επιχειρηματία της περιοχής. Ο οδηγός χαιρετούσε λιμενικούς, αστυνομικούς και άλλους. Άρα, γνωστός, άρα νομιμότατος. Μου άρεσε. Παρήγγειλα ήδη χτες τις δικές μου: ΤSA-OUS-SIDIS. Κομματάκι μεγάλες για το πλαίσιο του «κουβά» των 1.200 κ.ε. αλλά θα βρω πατέντα να τις στηρίξω.

Στο γυρισμό, η γυναίκα μου είπε: «Δεν γκρινιάζεις, δεν μιλάς για ΠΑΣΟΚ, για το τι ψήφισε ο Κουβέλης, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει 14 Τσίπρες ή 18 Αλαβάνους, τέρμα. Αυτή είναι η Ελλάδα!». Δεν είχε μάθει ακόμη τις απόψεις δικαστών, ιατρών και άλλων πιο ίσων από τους ίσους, που τους πληρώνουμε μεν, αλλά ισχυρίζονται ότι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι παρά δημόσιοι λειτουργοί, άρα δεν πρέπει να απογραφούν!

Αυτή είναι η Ελλάδα! Αθάνατε Σημίτη, να ήξερες τι έλεγες τότε για να καλύψεις τις ολιγωρίες των εκσυγχρονιστών σου. Και 'κείνων των άλλοτε δικών μας, αριστερών, που είχαν σπεύσει στο πλευρό σου, μπας και τσιμπήσουν καμιά θεσούλα.

(Ένας που κατέλαβε υφυπουργείο, όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη για την Έκθεση, γύρευε από το τότε ΥΜΑ-Θ τη «Μερσεντές του», αγνοώντας ότι ο Σημίτης είχε προστάξει να μετακινούνται οι υπουργοί με πούλμαν για να μην προκαλούν).

Back home, είδα κάποιους από τους υποδυόμενους το εκκρεμές μεταξύ σημιτικού ΠΑΣΟΚ και εν γένει αριστεράς να σπεύδουν να βρουν (μετά την απόρριψη από το νέο ΠΑΣΟΚ και την Παρέα) νέα εστία στη Δημοκρατική Αριστερά. Είμαι βέβαιος ότι ο Φώτης Κουβέλης έχει το νου του.
Για να μην πούμε τελικά «αυτή είναι κι η αριστερά»!

*Σημείωση: Στην Τζιά αγοράσαμε τη βενζίνη προς 1,44 ευρώ! Προφανώς βρήκαν πετρέλαιο εκεί...

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...

Ο Καρυωτάκης φοιτητής το 1916 (από το Kostas Kariotakis)
Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ 30.10.1896-21.07.1928

ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.
Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκεί μέσα, όμως την τραβούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.
Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο τους συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ' αυτήν την καρέκλα. Κ' έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ' όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ'  ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ'  έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παιρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσαστους κύκλους τα σημία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ'  αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ'  την κάνουλα, με παχιά, μαυρά γράμματα, τ'  όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισσισσιπής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.

ΚΑΘΑΡΣΙΣ

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ -παφ, παφ, παφ, παφ- «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα' χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...»
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν'  αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριέ μου».
Άλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουκουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...

Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Δικαίωσις

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.
Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.
Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-- πρώτη φορά -- σε τέσσερων τον ώμο.
Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.


και η αναπόφευκτη Πρέβεζα:
Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972,
το απόσπασμα του σημειώματος από τη Βικιπαίδεια
ενδεικτικές σελίδες στο διαδίκτυο:
http://karyotakis.blogspot.com/
http://politikokafeneio.com/kariotakis/kariotakis-kritiki.htm
http://karyotakis.awardspace.com/poems/poetry.htm
http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=17

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Προστιθέμενη αξία Φόβου

 
 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/07/2010 ΑΥΓΗ
Του ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ


Οι δημοσιογράφοι δεν πτοούνται, δηλώνει η ΕΣΗΕΑ μετά τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια. Καλά κάνει και το δηλώνει - τι άλλο να πει; Η αλήθεια όμως είναι ότι οι δημοσιογράφοι πτοούνται και παραπτοούνται. Διότι άλλο πράγμα είναι οι απειλές, οι ξυλοδαρμοί, τα ρόπαλα των ΜΑΤ και οι μολότοφ των αναρχικών κι άλλο πράγμα να σου χτυπάνε την πόρτα τα χαράματα κι αντί για τον γαλατά να είναι οι δολοφόνοι της Σέχτας.

Η αλήθεια είναι ότι με ακόμα μεγαλύτερο φόβο θα κάνουν τη δουλειά τους από δω και μπρος οι δημοσιογράφοι, γιατί δεν γεννήθηκαν όλοι ήρωες ούτε πέτυχαν όλοι τόσο πολύ ώστε να διαθέτουν ιδιωτική ασφάλεια, όπως οι εκλεκτοί του σιναφιού. Εκτεθειμένοι έτσι κι αλλιώς στους εκβιασμούς των μεγάλων αφεντικών, στην εκδικητικότητα της πολιτικής εξουσίας, στις ίντριγκες της διαπλοκής, τώρα θα αισθάνονται εκτεθειμένοι και απέναντι στους διακινητές της συμφοράς και του αίματος.


Η Σέχτα Επαναστατών θα είναι φυσικά ευχαριστημένη μ’ αυτή την προστιθέμενη αξία του φόβου. Αυτό επιδιώκει με την αγριότητα και την προσεκτική σκηνοθεσία του φονικού: δημοσιογράφοι κάθε είδους, φοβηθείτε! Ακόμα και στα σπίτια σας... Γιατί όμως να είναι δυσαρεστημένοι οι βαρόνοι της ενημέρωσης, οι στρατηγοί των ΜΜΕ και η πολιτική εξουσία από τρομαγμένους δημοσιογράφους; Οι τρομαγμένοι δεν είναι πιο ευάλωτοι στα κάθε είδους συστήματα εξουσίας και στους αντίστοιχους εκβιασμούς; Ή περιμένει κανείς ότι θα αλλάξει κάτι προς το καλύτερο στο τοπίο των ΜΜΕ με τα πιστόλια;

Στην πραγματικότητα, το αίμα του Σωκράτη Γκιόλια κάνει ακόμα πιο εφιαλτικό το τοπίο της κοινωνίας, κάνοντας ακόμα πιο εφιαλτικό το τοπίο της ενημέρωσης. Γιατί εκεί, στην ενημέρωση, τη ναρκοθετημένη από τεράστια συμφέροντα και συμβόλαια εξουσίας και χρήματος, συντελούνται οι ζυμώσεις του φόβου, που καταλήγουν στην εξάπλωση καρκινογόνων κυττάρων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σοφά εποίησαν λοιπόν στη διαστροφή τους οι εγκληματικοί εγκέφαλοι. Θα τρομάξουν ακόμα περισσότερο τους δημοσιογράφους, άρα θα τρομάξουν ακόμα περισσότερο την ήδη επεξεργασμένη από άλλους με τεχνικές φόβου κοινή γνώμη.

Δεν έχει κανέναν νόημα να ρωτήσει κανείς τους πιστολάδες ποιον συμφέρουν όλα αυτά. Αν κάτι έχει νόημα αυτή τη δύσκολη εποχή, είναι να αντιπαλέψουν τον φόβο όσοι κατανοούν ότι το μόνο που παράγει είναι τερατογενέσεις, καταπίεση και ακόμα περισσότερο φόβο.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΟΤΑΝ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΨΑΧΝΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ

 Οδικό σήμα σε κόμβο της πόλης Mount Isa στην Αυστραλία (από τη Wikipedia)
 Ποιον βλάπτει και ποιον ωφελεί  η αναζήτηση της ενότητας;

του Χ.Γεωργούλα, από την ΕΠΟΧΗ, 18.07.10

Μια τάση υποτίμησης της ενότητας των πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς πλανάται στην ατμόσφαιρα. Η επιμονή στην ευρύτερη δυνατή ενότητα –λένε– καταντάει εμμονή που εμποδίζει μια άλλη ενότητα, «των δυνάμεων του λαού» «ενάντια στον κοινό εχθρό»1.

Το επιστέγασμα μια τέτοιας ανάλυσης: «Η ενότητα δράσης του λαού δεν περνά αναγκαστικά μέσα από την κοινή δράση της αριστεράς, αλλά μέσα από ένα ενιαίο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο των ίδιων των εργαζομένων».

Μια πρώτη παρατήρηση θα μπορούσε να είναι ότι ο ισχυρισμός αυτός γειτονεύει επικίνδυνα με την αντίληψη της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ: δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε με τις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς, αρκεί να επιχειρήσουμε απ’ ευθείας, χωρίς διαμεσολάβηση, την ενοποίηση των «λαϊκών δυνάμεων», με στόχο τη «λαϊκή εξουσία» και τη «λαϊκή οικονομία».

Στην περίπτωση του Περισσού εννοείται ότι το ρόλο του πολιτικού υποκειμένου της αριστεράς παίζει αποκλειστικά και αναμφισβήτητα το ίδιο το ΚΚΕ. Στη δική μας περίπτωση ποιος υποτίθεται ότι θα παίξει αυτό το ρόλο; «Υπάρχει αριστερά σήμερα, που μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει σ’ ένα τέτοιο ενιαίο μέτωπο; Ναι υπάρχει. Δεν θα τη βρείτε στις ηγεσίες και τους μηχανισμούς των κομμάτων της (...) Θα τη βρείτε να αναπτύσσεται ραγδαία στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές, εκεί που αρχίζουν να ξεπετάγονται τα έμβρυα μιας αυθεντικής λαϊκής οργάνωσης».

Μια τέτοια απάντηση, όμως, δεν αντιστοιχεί στο ερώτημα «με ποια αριστερά;». Ουσιαστικά το παρακάμπτει. Γι’ αυτό και καταλήγει, χωρίς περιφράσεις, στο συμπέρασμα: είναι «άμεση και επείγουσα ανάγκη το ενιαίο μέτωπο των ίδιων των εργαζομένων». Δεν μας χρειάζεται, δηλαδή, πολιτικός διαμεσολαβητής.

Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως προϊόν απογοήτευσης από τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς. Δεν μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση για ερμηνεία της πραγματικότητας της αριστεράς ούτε οδηγό για την υπέρβασή της.

Τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς δεν θα πάψουν να υπάρχουν επειδή θα τα αγνοήσουμε. Οι εργαζόμενοι δεν θα πάψουν να αποβλέπουν σ’αυτά για να εκπροσωπηθούν στο πολιτικό πεδίο και να διασφαλίσουν στο πεδίο αυτό την προβολή και διεκδίκηση των αιτημάτων τους (ας αφήσουμε το γεγονός ότι μεγάλο μέρος τους εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την επιρροή μη εργατικών, μη αριστερών κομμάτων). Αναθέτοντας το έργο της συγκρότησης μετώπου απ’ ευθείας στους εργαζόμενους, χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση, δεν ξεμπλέκουμε με τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, όποια γνώμη κι αν έχουμε γι’ αυτές.

Ούτε πανάκεια ούτε κατάρα

Η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς δεν είναι, βέβαια, πανάκεια. Δεν αποτελεί μοναδική προϋπόθεση ή ικανό όρο για την επιτυχή έκβαση των αγώνων.

Αποτελεί, ωστόσο, σαφή ένδειξη ότι οι διάφορες πολιτικές εκφράσεις των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων έχουν σημειώσει ουσιαστική σύγκλιση σ’ έναν ή περισσότερους σημαντικούς πολιτικούς στόχους. Γεγονός που υποδηλώνει κάτι πολύ σημαντικό: ότι, κατά τεκμήριο, έχει συνειδητοποιηθεί ευρύτερα η ανάγκη να αναληφθεί στις συγκεκριμένες περιστάσεις ο ιστορικός ρόλος της αμφισβήτησης της κυριαρχίας του αστισμού και του συστήματος πολιτικής εξουσίας του.

Ανατροπές πολιτικές, και μάλιστα ιστορικής σημασίας, έχουν πραγματοποιηθεί και χωρίς αυτή την προϋπόθεση. Η πιο πρόσφατη ήταν η ανατροπή της σχεδόν τριαντάχρονης κυριαρχίας της δεξιάς το 1981. Το χαρακτηριστικό σ’ αυτού του είδους τις ανατροπές είναι ότι η έλλειψη ισχυρού πολιτικού σχηματισμού της αριστεράς, αφενός δεν επιτρέπει τη διεκδίκηση της ηγεμονίας των δυνάμεων της εργασίας στο πολιτικό πεδίο τη στιγμή της ανατροπής, αφετέρου εμποδίζει τη διεκδίκησή της κατά την εξέλιξη αυτών των ανατροπών.

Η υπόθεση ότι μπορεί η ίδια η εργατική τάξη να αναλάβει δράση χωρίς πολιτικούς διαμεσολαβητές στο πολιτικό πεδίο, δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη και δεν στηρίζεται στις θεωρητικές αναλύσεις μας.
Όταν προβάλλεται, πάντως, μια τέτοια υπόθεση ως άμεση προοπτική, τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν:
• Είτε οι υπαρκτές πολιτικές εκφράσεις των υποτελών τάξεων δεν επαρκούν στο σύνολό τους και, συνεπώς, η ενότητά τους δεν μπορεί να αποτελέσει ποιοτική αλλαγή στην κατάσταση της αριστεράς
• Είτε θεωρούμε ότι είναι προτιμητέα η ανάδειξη και διάκριση εκείνων των μειοψηφικών, έστω, δυνάμεων ανάμεσά τους, που έχουν κατά τεκμήριο συνειδητοποιήσει την ιστορική ευθύνη και την ανάγκη να την αναλάβουν.

Ζήτημα ενότητας ή επάρκειας;

Στην πρώτη περίπτωση, το ερώτημα που τίθεται στην πραγματικότητα, δεν είναι αν αποτελεί αναγκαίο όρο η ενότητα, αλλά αν οι υπαρκτές δυνάμεις της αριστεράς συνειδητοποιούν το ρόλο και την ευθύνη τους, ώστε να οδηγηθούν στην κοινή δράση. Αν δεν τον συνειδητοποιούν, η ενότητά τους δεν πρόκειται να «σώσει» κανέναν. Το ζητούμενο, λοιπόν, θα ήταν ίσως η επανίδρυση των δυνάμεων της αριστεράς και όχι η «απάλειψή» τους από τον χάρτη. Αν μας φταίει το γαϊδούρι, γιατί να χτυπάμε το σαμάρι-ενότητα;

Στη δεύτερη περίπτωση υφέρπει μια διάκριση μεταξύ ορθοφρονούντων και μη, που ουσιαστικά αναιρεί το «ερώτημα» της ενότητας και υποβάλλει το αίτημα της κατ’ απονομήν πρωτοπορίας: «Μια κρίσιμη μάζα αγωνιστών διατρέχει οριζόντια τα κόμματα της αριστεράς και ξέρει να θέτει τα πιο άμεσα ζητήματα κοινής δράσης πάνω από τις γενικότερες ιδεολογικές διαφορές».

Σε συνθήκες κατακερματισμού της αριστεράς ποιος θα κάνει τη διάκριση και με ποια κριτήρια; Για τους μαρξιστές υπάρχει ένα κριτήριο που συναντά τις λιγότερες αμφισβητήσεις: το κριτήριο της πράξης, όπου δοκιμάζεται κάθε ισχυρισμός, κάθε επιλογή.

Αν πρέπει να δοκιμαστεί άλλη μια φορά η εκδοχή τής πρωτοπορίας, που αρκεί να δώσει το έναυσμα ώστε να εγερθεί η διστακτική τάξη, ας δοκιμαστεί. Και η ζωή θα δείξει.

Να σημειώσουμε μόνο ότι η υποτίμηση της ανάγκης ενός ισχυρού, ενωτικού, ριζοσπαστικού πολιτικού σχηματισμού, εκφραστή των συμφερόντων της εργαζόμενης τάξης, με συνείδηση της αποστολής του να προκαλέσει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση πολιτικής ισχύος γύρω του, οδηγεί συνήθως στο αντίθετο αποτέλεσμα: δηλαδή, όχι στην απ’ ευθείας εξέγερση της τάξης, αλλά στην έκθεσή της στον κίνδυνο της ιδεολογικής επιρροής και πολιτικής υπαγωγής στα σχέδια άλλων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Σημείωση
Τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα προέρχονται από το κείμενο του Δημ. Καζάκη («Δρόμος» 10-7-2010), που είναι αναρτημένο στον ιστότοπο της «Εποχής».(ΣΗΜ. Τ&Χ ακριβώς παρακάτω)

1. Γεγονός που εξηγεί και την εχθρική τοποθέτηση απέναντι σε κάθε προσπάθεια, όπως η πιο πρόσφατη, της «πρωτοβουλίας για το διάλογο και την κοινή δράση της αριστεράς», που καταγγέλλεται ως ανασταλτική της λαϊκής δράσης!



Η περίοδος απαιτεί μια εντελώς διαφορετική ενότητα
  
του Δημήτρη Καζάκη

Στην Αριστερά κυριαρχούσε, ανέκαθεν, μια ιδιότυπη έπαρση. Για κάποιον περίεργο και μεταφυσικό λόγο θεωρείται, ως δεδομένο από πολλούς, ότι ο λαός, οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη έχουν απόλυτη ανάγκη την Αριστερά και, μάλιστα, ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση της ίδιας της Αριστεράς. Επομένως, το κυρίαρχο ζήτημα είναι πρώτα να κάνει διάλογο η Αριστερά, να τα βρει με τον εαυτό της και κατόπιν να αναλάβει τα ηνία του λαού, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν τον απασχολεί τίποτε άλλο εκτός από το πότε και το πώς θα τεθεί επικεφαλής η Αριστερά. Μέχρι, όμως, να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει υπομονετικά να περιμένει πότε θα είναι έτοιμη η αριστερά για να ηγηθεί του αγώνα. 1

Το σκηνικό είναι γνώριμο από παλιά. Το έργο έχει παιχτεί πολλές φορές από την εποχή της «ενωμένης αριστεράς» του 1974, του πάλαι ποτέ ενιαίου συνασπισμού της δεκαετίας του ’80 και πάει λέγοντας μέχρι τις μέρες μας. Κάθε φορά που η ζωή και η ταξική πάλη επιτάσσει να στραφούμε στον κόσμο, στους απλούς εργαζόμενους, να οργανώσουμε τη μαζική πάλη τους, να βοηθήσουμε στο ξεκαθάρισμα των άμεσων στόχων και των αιτημάτων εκείνων που θα επιτρέψουν να γεννηθεί ένα αληθινό πλειοψηφικό κίνημα μέσα στο λαό και την εργατική τάξη, ορισμένοι αναζητούν καταφύγιο στο διάλογο της Αριστεράς στη βάση του «όλοι αριστεροί είμαστε, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός».

Η περίοδος στην οποία βρισκόμαστε δεν είναι συνηθισμένη. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και αδυσώπητες. Δεν αφήνουν περιθώρια για γενικές αναζητήσεις στο χώρο της Αριστεράς. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Ή θα κινητοποιηθεί η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, ή θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις κοινωνικής αποσύνθεσης και διάλυσης. Πώς όμως θα γίνει να κινητοποιηθεί η πλειοψηφία του λαού; Με εκκλήσεις για να βγει στο δρόμο και να ανατρέψει την κυβέρνηση και τα μέτρα; Αρκεί αυτό, ή αποτελεί ένα βολικό άλλοθι για να χρεωθεί στου ίδιους τους εργαζόμενους η ήττα, σύμφωνα με το γνωστό «εμείς τα λέγαμε, καλούσαμε τον κόσμο να ξεσηκωθεί, αλλά αυτός είναι βλάκας και δεν καταλαβαίνει».

Απαιτείται ενότητα δράσης του λαού


Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η ενότητα της Αριστεράς, ούτε ένα αριστερό μέτωπο, όπως κι αν το εννοεί κανείς, αλλά η ενότητα δράσης της πλειοψηφίας του λαού. Και η πλειοψηφία αυτή δεν βρίσκεται σήμερα στην Αριστερά, ούτε καν έχει εμπιστοσύνη στην Αριστερά. Όχι γιατί η Αριστερά είναι διασπασμένη, αλλά γιατί δεν απαντά στα άμεσα προβλήματά του με τρόπο πειστικό και ρεαλιστικό από τη σκοπιά των συμφερόντων του. Γι’ αυτό και η ενότητα δράσης του λαού δεν περνά αναγκαστικά μέσα από την κοινή δράση της Αριστεράς, αλλά μέσα από ένα ενιαίο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο των ίδιων των εργαζομένων. Κι αυτό απαιτεί μια εντελώς διαφορετική ενότητα. Όχι μια ενότητα για την ενότητα, αλλά μια ενότητα ανοιxτή σε όλους, σε όλες τις δυνάμεις του λαού, που αποδέχονται την κοινή δράση ενάντια στον κοινό εχθρό στη βάση των πιο άμεσων και ζωτικών αιτημάτων για την επιβίωση των εργαζομένων και της χώρας.

Για να κατακτηθεί μια τέτοια ενότητα στην πράξη πρέπει πρώτα να χωρίσουμε για να ενωθούμε. Όχι για να ενωθούμε μεταξύ μας, αλλά για να ενωθούμε πρώτα και κύρια με τον απλό κόσμο. Και πρέπει πρώτα να χωρίσουμε με όλους εκείνους που μπορεί να φωνάζουν πιο δυνατά απ’ όλους ενάντια στην κυβέρνηση, τα μέτρα, το ΔΝΤ, το Μνημόνιο, αλλά δεν τολμούν να απαντήσουν ανοιχτά και ξεκάθαρα –από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και του λαού– τι πρέπει να κάνουμε με το χρέος και με το ευρώ.

Αυτό το ενιαίο μέτωπο της πλειοψηφίας των εργαζομένων δεν μπορεί να το εκφράσει κανένα σχέδιο της «παναριστεράς», όσο ριζοσπαστικό κι αν εμφανίζεται στα λόγια, όπως άλλωστε δεν το εξέφρασε ποτέ έως τώρα. Όσοι συναρπάζονται με τέτοια εγκεφαλικά σχέδια, αρνούνται ή αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η Αριστερά έχει μόνο ένα χρέος: Να φανεί χρήσιμη στον αγώνα που διεξάγει σήμερα η εργατική τάξη και γενικά ο λαός για την επιβίωση του. Αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, οφείλει να καταλήξει στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

Υπάρχει Αριστερά, σήμερα, που μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει σ’ ένα τέτοιο ενιαίο μέτωπο; Ναι υπάρχει.

Δεν θα τη βρείτε στις ηγεσίες και τους μηχανισμούς των κομμάτων της, ούτε στους διαλόγους των «επωνύμων» επί παντός επιστητού. Θα την βρείτε να αναπτύσσεται ραγδαία μέσα στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές, εκεί όπου αρχίζουν να ξεπετάγονται για πρώτη φορά τα «έμβρυα» μιας αυθεντικής λαϊκής οργάνωσης, μέσα από επιτροπές και πρωτοβουλίες μέχρι χθες ανένταχτων, αλλά και ενταγμένων, που ψάχνουν να βρουν τρόπους κοινής δράσης με τους γείτονες και τους συναδέλφούς τους για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα πιο κρίσιμα και επείγοντα προβλήματα της περιόδου.

Πρόκειται για μια κρίσιμη μάζα αγωνιστών που διατρέχει οριζόντια τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς και ξέρει να θέτει τα πιο άμεσα αιτήματα της κοινής δράσης πάνω από τις γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές διαφορές. Εκεί βρίσκεται η ελπίδα. Κι εκεί μόνο μπορεί να στηριχθεί μια αληθινή πολιτική πρωτοβουλία που δεν θα αναλώνεται με τα όποια κοινά σημεία της Αριστεράς, αλλά θα θέτει ως άμεση και επείγουσα ανάγκη το ενιαίο μέτωπο των ίδιων των εργαζομένων, της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.

1. Δυστυχώς, αυτή την αντίληψη αποπνέει και η πρωτοβουλία που δημοσιοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα με σκοπό τον διάλογο και την κοινή δράση της Αριστεράς.