Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1961 - από τον Nicholas 91344, via Wikipedia, GNU Free Documentation License |
[...] Η μονάδα μου ανήμερα των Χριστουγέννων, είχε πιάσει τα υψώματα στο Νέο Κόσμο. Αποβραδίς μπήκαμε σ' ένα συνοικισμό, τα Αρμένικα, όπου οι κοπέλες μάς σέρβιραν νερό βραστό με αλάτι μέσα σε όμορφα φλυτζάνια. Εκεί ήρθε μια μία διμοιρία από Μεσολογγίτες με επικεφαλής ένα δάσκαλο, το συναγωνιστή Μαργαρίτη. Μετά βαδίσαμε προς τη μεριά της Νέας Σμύρνης και εγκατασταθήκαμε σ' ένα δίπατο σπίτι. Έκανε κρύο και τρέμαμε καθώς ήμαστε νηστικοί και κακοντυμένοι. Πλαγιάσαμε σ' ένα σοφά, πολλοί μαζί. Βρέθηκα αγκαλιά μ' έναν ΕΛΑΣίτη, που αργότερα διαπίστωσα πως ήταν κοπέλα. Είχε τυλιχτεί, ένας βόλος, μέσα στην αγκαλιά μου και έτρεμε σαν ψάρι. «Σφίξε με, συναγωνιστή, μού ψιθύρισε, θα πεθάνω από το κρύο.» Μείναμε λίγη ώρα ακίνητοι. Ήταν ευχάριστα, καθώς νιώθαμε το αίμα μας να κυκλοφορεί και πάλι ζεστό. Τότε με φώναξε ο υπεύθυνος να πιάσω σκοπιά στην ταράτσα. «Να μην κρύβεσαι όλη την ώρα στο πλυσταριό», μου λέει. «Να περιπολείς και να προσέχεις από τη μεριά τής Αρτάκης, μήπως και μας κάνουνε κάνα ντου...» Μόλις βρέθηκα ψηλά, με περόνιασε και πάλι το χιονόνερο και ο παγωμένος βοριάς. Πήγα προς το καμαράκι, όμως με φρίκη «είδα» το «Πράμα». Ήταν εκεί. Το γράφω τώρα και ανατριχιάζω. Κρατούσε την πόρτα με το σώμα του και τα μάτια του, δυο ασημί φωτιές, γύριζαν γύρω γύρω. Με κοιτούσε προκλητικά. Θα'λεγα απειλητικά. Που δε σκέφτηκα, ούτε μια στιγμή, τον κίνδυνο από τις σφαίρες που πέφτανε ένα γύρο μου πυκνές. Ευτυχώς που σε λίγο φωτίστηκε ο ουρανός. Δεκάδες φωτοβολίδες που στέκονταν ακίνητες ψηλά και φώτιζαν περιοχές ολόκληρες. Μετά άρχιζε το μπαράζ με τους όλμους. Κάτω στο δρόμο, ένας φρουρός δικός μας σκοτώνει έναν ΕΛΑΣίτη που πήγε για κατούρημα και δεν ήξερε το σύνθημα. Φωνές, βλαστήμιες φασαρία. Μετά ησυχία. Δηλαδή ο ήχος της μάχης, οι φωτοβολίδες και το «Πράμα» πάντα στην είσοδο του πλυσταριού. Ξάφνου θύμωσα. «Τι στο διάβολο πολεμιστής είμαι να φοβάμαι ένα φάντασμα...» Με αποφασιστικά βήματα το πλησιάζω. Και τότε θαμπώθηκα από μια μεγαλειώδη λάμψη, που με τύφλωσε. Ένας άνεμος με σήκωσε και με πέταξε στην άλλη γωνιά της ταράτσας. Ήταν ο δεύτερος όλμος που έπεφτε πάνω μου, χωρίς να με σκοτώσει. Ο πρώτος ήταν στη γωνία Αθανασίου Διάκου και Τζιραίων, στου Μακρυγιάννη. Εκεί που βρίσκεται τώρα το Στούντιο του γιού μου. Το'φερε έτσι η Μοίρα, ώστε να αγοράσω το σπίτι που απέναντί του πέρασα τις υψηλότερες σε ένταση και συγκίνηση στιγμές της ζωής μου. Από τις 10 έως τις 20 του Δεκέμβρη του 1944. Και κείνος ο όλμος με σήκωσε ψηλά έως τρία μέτρα, μαζί με όλη τη γωνία του τοίχου. Οι συναγωνιστές μου με είδαν να υψώνομαι και μετά να πέφτω στα πόδια μου, σαν να μη συνέβη τίποτα. «Θαύμα», είπε κάποιος. Και πράγματι έγινε το θαύμα: Είχα πετάξει!
Με φώναξαν να κατέβω. Βγήκαμε στο δρόμο. Ήρθε και ο κομματικός υπεύθυνος της συνοικίας που βάδιζε μπροστά μου παρέα με το γιό του. Ήταν παράξενο αυτό το ζευγάρι. Δε μιλούσαν. Κοιτούσαν μπρος, συλλογισμένοι. Σίγουρα ο ένας φοβόταν για τη ζωή τού άλλου. «Είναι απάνθρωπο, σκεφτόμουν, να πηγαίνουν στη μάχη δύο δύο, τόσο στενοί συγγενείς.» Είχαν περάσει τα όλα τους στο δεξιό τους ώμο, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Λίγο στραβά. Κάνανε τις ίδιες κινήσεις και σε λίγο, τα χαράματα, θα είχαν τον ίδιο θάνατο από μια ριπή αεροπλάνου, στο ρέμα που πάει προς το Φάληρο.
Σταματήσαμε μπροστά σ' ένα ισόγειο σπίτι συνοικισμού. Αντίκρυ από το νεκροταφείο τής Αγίας Βαρβάρας. Χτυπήσαμε την πόρτα. Τίποτα. Μετά με τον υποκόπανο. «Ανοίξτε! ΕΛΑΣ ΕΛΑΣ.» Τέλος είδαμε μια γριούλα ζαρωμένη στα δυο στη χαραμάδα της πόρτας. «Γιαγιά, μη φοβάσαι», της λέγαμε για να μην ξεψυχήσει. γύρισε την πλάτη να μας αφήσει να μπούμε και κλείστηκε στην κουζίνα της. Το σπίτι μύριζε λιβάνι. «Βρωμάει κηδεία», είπε κάποιος. Κι ανατριχιάσαμε. Καθίσαμε ένα γύρο για συνεδρίαση. Ακριβώς απέναντί μας, σε δέκα μέτρα απόσταση, τα σπίτια τα κρατούσαν οι Κούρκας -με το κίτρινο σαρίκι. Εμείς θα τους χτυπούσαμε από τη μια πλευρά και ο Μαργαρίτης με τα βαριά μυδράλια από την άλλη.. Προς το παρόν θα έπρεπε να μπουν σκοπιές μέσα στον κήπο, μήπως και μας έχουν πάρει είδηση και μας επιτεθούν πρώτοι.
Συμφωνήσαμε τα νούμερα και μού'πεσε το 4-6. Κοιμήθηκα λίγο. Το πάτωμα ήταν ζεστό και καθαρό. Μετά ένιωσα εκείνο το γνώριμο σκούντηγμα στη μέση μου, που τόσο πολύ το φοβόμουν, τί δεν είχα χορτάσει ποτέ τον ύπνο. Πήρα όλες τις πληροφορίες και μόλις βγήκα άρχισα να σέρνομαι στη γη. Σε λίγο μπαίνοντας στον κήπο το χώμα έγινε λάσπη. Προχώρησα λίγα μέτρα ακόμα, προσπαθώντας να κρύψω το σώμα μου μέσα στις λαχανίδες. Είχα το αυτόματο μπροστά μου έτοιμο να ρίξει και προσπαθούσα να δω μέσα στο σκοτάδι. Έπιασε βροχή. Μετά σταμάτησε. Ακούστηκε κι ένας πετεινός. Η κορφή τού Υμηττού έβγαλε ένα ξέθωρο χνούδι. Ξημέρωνε. Εγώ θα έδινα, με την πρώτη βολή, το ξεκίνημα της μάχης. Έτσι είχε συμφωνηθεί. Γι' αυτό θα έπρεπε να είμαι 100% βέβαιος ότι οι Κούρκας είχαν εκτεθεί. Δηλαδή είχαν βγει απ' το σπίτι. Τους άκουσα να σφυρίζουν μεταξύ τους σαν φίδια. Άνοιγα τα μάτια διάπλατα, όμως δεν έβλεπα τίποτα. Μετά διέκρινα το σούρσιμο και μια πνιχτή ανάσα. Ο μάγκας με είχε δει, σκέφτηκα, και με πλησίαζε με το μαχαίρι. Ήταν όμως έτσι; Δεν έπρεπε ούτε να βιαστώ, δηλαδή να χτυπήσω τον αέρα. Ούτε να καθυστερήσω, δηλαδή ν' αφήσω να με σφάξουν. Το φως δυνάμωσε απότομα. Άλλος ένας πετεινός. Και είδα το σαρίκι του ένα μέτρο μπροστά μου πλάι στο λάχανο. Θα ορμούσε με το μαχαίρι όταν η ριπή μου τον πέταξε ψηλά. Αυτόματα, σηκώθηκαν κι άλλα σαρίκια. Γρήγορα όμως πέσανε στο χώμα από τα διασταυρούμενα πυρά. Αμέσως η μάχη γενικεύτηκε. Εγώ, όπως είχε συμφωνηθεί, υποχώρησα και μπήκα στο σπίτι, που τα παράθυρά του είχαν γίνει μετερίζια. Ευτυχώς, γιατί ο κήπος σκάφτηκε από τις χειροβομβίδες. Φάνηκαν και οι Εγγλέζοι, που έχοντας εκτιμήσει τις δυνάμεις μας, πίστευαν πως η υπόθεση ήταν γι' αυτούς παιχνίδι. Τότε, από τις απέναντι ταράτσες άρχισαν να κελαηδούν τα μυδράλια του Μαργαρίτη. Κούρκας και Εγγλέζοι βάρεσαν οπισθοχώρηση. Προσεχτικά τους κυνηγούσαμε με την προστασία του μόνιμου ΕΛΑΣ. Όταν προχωρήσαμε αρκετά, τα μυδράλια απότομα σταμάτησαν. Κοιταχτήκαμε χωρίς να ξέουμε τί να κάνουμε. Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά -αιώνες. Και τότε οι Εγγλέζοι άρχισαν γενικό μπαράζ. Χωρίς τα μυδράλια είχαμε γίνει εύκολος στόχος. Όταν βρεθήκαμε στο ρέμα, ήμαστε από τους εκατόν είκοσι τού πρώτου λόχου μόνο πέντε. Τότε έφτασαν τα καταδιωχτικά, που κατέβαιναν στα είκοσι μέτρα και σκόρπιζαν αναμμένο ατσάλι. Προσπαθούσαμε να τρυπώσουμε στις κουφάλες που σχημάτιζαν οι δύο όχθες του ξεροπόταμου. Τότε χτυπήθηκαν πατέρας και γιός και έμειναν στον τόπο. Φτάσαμε κακήν κακώς εκεί που τώρα είναι η Δάφνη και μεις το λέγαμε Κατσιπόδι. Και τι να δούμε! Όλη τη διμοιρία τού μόνιμου ΕΛΑΣ πάνω σε καμιόνια. Μαζί και τα μυδράλια. Ο Μαργαρίτης που μας γνώρισε πήδησε και ήρθε κοντά μας και μας είπε αυτά τα καταπληκτικά λόγια που σφραγίζουν όλη την τραγωδία του Δεκέμβρη: «Συγγνώμη, συναγωνιστές. Όμως φαίνεται ότι ο ΕΛΑΣ δεν έχει δικαίωμα να μάχεται στην Αθήνα. Δηλαδή εμείς του μόνιμου. Στη μέση τής μάχης ήρθε διαταγή να φύγουμε...» «Και γιατί δε μας ειδοποιήσατε;» «Δεν προφταίναμε.» «Ξέρεις πόσοι σωθήκαμε;» «Πόσοι;» «Εμείς οι τρεις.»
Όταν ξαναγυρίσαμε, οι υπόλοιπες δυνάμεις είχαν υποχωρήσει και είχαν εγκατασταθεί κοντά στο Κατσιπόδι. Δεν έβρισκα κανέναν να πω αυτό που είχε συμβεί. Μόνο το ίδιο μεσημέρι ήρθε νέα διαταγή να προχωρήσουμε ομαδικά προς την Αρτάκης. Όταν ρωτήσαμε «Ποιο είναι το σχέδιο;», μας είπαν «Πηγαίνετε και θα σας ειδοποιήσουμε». Φτάσαμε και πάλι στα Αρμένικα. Μόλις σκάσαμε κεφάλι, είδαμε τα τανκς στην Αρτάκης, προς το νεκροταφείο. Αμέσως μάς έριξαν. Και ευθύς μετά άρχισε βροχή από όλμους. Το αναγνωριστικό, που πετούσε μόνιμα από πάνω μας, μάς είχε επισημάνει. Τότε πήραμε διαταγή να διασχίσουμε ένα οικόπεδο και να πάμε κατά τα υψώματα τού Νέου Κόσμου. Περνούσε ένας ένας και οι Άγγλοι παίζουν μαζί του σημάδι. Όταν ήρθε η σειρά μου, οι άλλοι ασφαλισμένοι, έβαλαν τα γέλια. Το θέαμα που παρουσίαζα το 'κανε πιο αστείο το μεγάλο μου ύψος. Στο δεξί πόδι είχα τυλίξει το ανοιγμένο παπούτσι μου με κουρέλια. Φορούσα γερμανικό κράνος. Και στην πλάτη ανέμιζε μια γκρίζα κουβέρτα. Πέφταν οι σφαίρες και με σπρώχνανε και οι άλλοι γελούσαν με το χάλι μου. «Γλίτωσες, ψηλέ!» και δώστου χειροκρότημα. Σ' αυτήν την κατάσταση, ανηφορίζοντας, νά σου ένας αξιωματικός τού ΕΛΑΣ, με ατσαλάκωτη στολή μού φράζει το δρόμο. Έχει το δεξί πόδι πάνω σ' ένα βράχο και με το χέρι δείχνει την Αρτάκης, όπως ο Κολοκοτρώνης την Τριπολιτσά:
«-Πού πάς, ΕΛΑΣίτη;» μού λέει με στόμφο.
Τον κοιτάζω και σκέφτομαι «τι είναι πάλι τούτο το φρούτο».
Αυτός όμως απτόητος συνεχίζει:
«-Εκεί είναι η μάχη!»
«-Να πας εσύ», του λέω και προχωρώ.
Ήταν ο Μιχάλης Κατσαρός!
Σε λίγο νέα διαταγή. Είμαι μαζί με τον Τριαντάφυλλο, διοικητή λόχου, και τα κουβεντιάζουμε. Ο μόνιμος ΕΛΑΣ μάς εγκαταλείπει στη μέση τής μάχης. Πόσοι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, πιάστηκαν από τους υπόλοιπους; Και τώρα, με ποιο σχέδιο πολεμάμε; Με ποιο στόχο; Ποια προοπτική; Συμφωνάμε ότι το σωστό είναι να οχυρωθούμε στα υψώματα και να περιμένουμε τον εχθρό, αντί να κατεβαίνουμε στη χαβούζα με ελαφρύ οπλισμό και να γινόμαστε εύκολος στόχος. Ήμουνα τότε δεύτερος γραμματέας στην ΚΟΒ Νέας Σμύρνης. Ψάχνω και βρίσκω το σπίτι που εγκαταστάθηκε, προσωρινά, το γραφείο. Τους λέω την άποψή μου, που ήταν άποψη και τού Τριαντάφυλλου. Όχι, το σχέδιο είναι άλλο. Θα διεισδύσουμε και πάλι πίσω από τον εχθρό.
Βρεθήκαμε με τον Τριαντάφυλλο και καμιά πενηνταριά ΕΛΑΣίτες μπροστά σε μια μάντρα, με μέτωπο το Νεκροταφείο Νέας Σμύρνης. Αριστερά μας το Νεκροταφείο τής Αγίας Βαρβάρας. Για να πάμε έως εκεί διασχίσαμε ένα περιφραγμένο με ψηλό τοίχο οικόπεδο που είχε δυο περάσματα. Από τα πολλά βήματα είχε σχηματιστεί μονοπάτι, που διέσχιζε το οικόπεδο από το ένα άνοιγμα στο άλλο. Δεξιά κι αριστερά, παντού, υπήρχαν πτώματα θαμμένα στην επιφάνεια. Αλλού έβλεπες ένα χέρι, αλλού ένα πόδι ή ένα κεφάλι. Άλλος μπρούμυτα κι άλλος καθισμένος, με πλάτη στον τοίχο. Όπως φαίνεται, εκεί γινόταν πρόχειρες εκτελέσεις κι από τις δυο πλευρές. Πάνω στο μονοπάτι υπήρχε ένα βαρέλι κι εκεί μέσα είχαν βάλει έναν κοντό ως φαίνεται άνθρωπο, αφού ξεχώριζες μόνο το κεφάλι του, που ήταν στημένο, γιατί είχαν ρίξει χώμα κι είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα. Καθώς διάβαινες, νόμιζες πως σε παρακολουθούσε με το βλέμμα. Ο Τριαντάφυλλος με ρώτησε: «Τι λέει το κόμμα;» «Μήπως μπορείς να κουβεντιάσεις; Συνωστισμός. Η Κατσαρίδα (η γραμματέας τής πέμπτης αχτίδας, που έσπασε στον εμφύλιο, μπροστά στο εκτελεστικό), ο Χαλκιαδάκης (δεύτερος γραμματέας, άντρας τής Κατσαρίδας, έσπασε κι αυτός λίγο αργότερα), η αδελφή τής Κατσαρίδας, η Βέτα, γραμματέας τής ΚΟΒ Παλαιού Φαλήρου... Κόσμος. Τώρα αυτοί αποφασίζουν ...». «Και τι αποφάσισαν;» «Διεισδύσεις... Αντιπερασπισμoύς...» «Ρώτησες για το μόνιμο; (ΕΛΑΣ)» «Το διαψεύδουν.» «Εμείς, όταν θα μας επιτεθούν, από πού θα φύγουμε; Αυτοί μαζεύουν δυνάμεις. Θα χτυπήσουν και με τα τανκς.» «Μάλλον μάς προορίζουν για θάψιμο επί τόπου.» Στη συζήτησή μας παίρνουν σιγά σιγά μέρος κι οι ΕΛΑΣίτες. Κάποιος ρωτά τον Τριαντάφυλλο: «Κι εσύ τι σκέφτεσαι;» Με την πλάτη στη μάντρα, με τους όλμους να σκάνε γύρω μας, τους κρότους από τα μυδράλια και τις οβίδες τού στόλου που ξεκοιλιάζανε ασταμάτητα σπίτια και ανθρώπους στις φτωχο γειτονιές, πραγματοποιήθηκε μια πρωτότυπη λαϊκή συνέλευση, όπου αναλύθηκε με το διάλογο όλη η πολιτική τού κόμματος σε σχέση με τη μάχη του Δεκέμβρη.
Εγώ τους μίλησα για τις δικές μου εμπειρίες, που με γέμισαν με τα φίδια τής αμφιβολίας από την πρώτη στιγμή. Μόλις, λ.χ., πήραμε το αστυνομικό τμήμα (στη Νέα Σμύρνη) σκεφτήκαμε στην ΚΟΒ να δυναμιτίσουμε τη λεωφόρο Συγγρού. Πήγα ο ίδιος και βρήκα τον Ανέστη και μαζί με το συνεργείο, όλη νύχτα, βάζαμε δυναμίτη σε διάφορα σημεία, με κίνδυνο της ζωής μας, γιατί συνεχώς περνούσαν αγγλικοί περίπολοι και αυτοκίνητα. Γυρίσαμε τα χαράματα και τότε ο γραμματέας μάς λέει: «Πήγα στην αχτίδα και μού είπανε ότι δεν πρέπει να χτυπήσουμε τους Εγγλέζους. Ούτε να τους εμποδίζουμε να κυκλοφορούν. Να πας να βγάλεις τους δυναμίτες...». Ο καθένας είχε μια παρόμοια εμπειρία που, όλες μαζί, έβαζαν μπροστά μας καυτά ερωτήματα. Και το κυριότερο: «Γιατί δεν μπαίνει στη μάχη ο μόνιμος ΕΛΑΣ, παρά κάθεται και μας παρακολουθεί να μας πετσοκόβουν; Γιατί δεν μπαίνουν στη μάχη βαριά όπλα; Οι εγγλέζοι μάς χτυπούν με τανκς, αεροπλάνα, τεθωρακισμένα, κανόνια από το στόλο, με έμπειρους πολεμιστές, κι εμείς τους αντιμετωπίζουμε με λιανοντούφεκα και παιδάκια δεκαπέντε χρονώ. Με λίγη βοήθεια δε θα χάναμε την Αθήνα...» [...]
από την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου, τόμ.1, Εκδ. Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου