Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΜΠΟΛΙΒΑΡ

Simón José Antonio de la Santísima Trinidad Bolívar Palacios y Blanco, Σιμόν Μπολίβαρ, ίσως γεννήθηκε σαν σήμερα το 1783, ίσως όχι, όπως και νάχει ...

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Le cuer d’ un home vaut tout l’ or d’ un pais

Γιά τούς μεγάλους, γιά τούς ἐλεύθερους, γιά τούς γεν-
ναίους, τους δυνατούς,
Ἁρμόζουν τά λόγια τά μεγάλα, τά ἐλεύθερα, τά γεν-
ναῖα, τά δυνατά,
Γι’ αὐτούς ἡ ἀπόλυτη ὑποταγή κάθε στοιχείου, ἡ σιγή,
γι’ αὐτούς τά δάκρυα, γι’ αὐτούς οἱ φάροι,
κι’ οἱ κλάδοι ἐλιᾶς, καί τά φανάρια
Ὅπου χοροπηδοῦνε με το λίκνισμα τῶν καραβιῶν καί
Γράφουνε στους σκοτεινούς ὁρίζοντες τῶν
λιμανιῶν,
Γι’ αὐτούς εἶναι τ’ ἄδεια βαρέλια πού σωριαστήκανε στό
πιό στενό, πάλι τοῦ λιμανιοῦ, σοκάκι,
Γι’ αὐτούς οἱ κουλοῦρες τ’ ἄσπρα σκοινιά, κι’ οἱ ἁλυσί-
δες, οἱ ἄγκυρες, τ’ ἄλλα μανόμετρα,
Μέσα στην ἐκνευριστικιάν ὀσμή τοῦ πετρελαίου,
Για ν’ ἀρματώσουνε καράβι, ν’ ἀνοιχτοῦν, νά φύγουνε,
Ὅμοιοι μέ τράμ πού ξεκινάει, ἄδειο κι’ ὁλὀφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη τῶν μπαχτσέδων,
Μ’ ἕνα σκοπό τοῦ ταξειδιοῦ: π ρ ό ς τ’ ἄ σ τ ρ α.

Γι’ αὐτούς θά πῶ τά λόγια τά ὡραῖα, πού μοῦ τά ὑπαγό-
ρευσε ἡ Ἔμπνευσις,
Καθώς ἐφώλιασε μέσα στά βάθια τοῦ μυαλοῦ μου ὅλο
συγκίνηση
Γιά τίς μορφές, τίς αὐστηρές καί τίς ὑπἐροχες, τοῦ
Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου καί τοῦ Σίμωνος Μπολιβάρ.

Ὅμως γιά τώρα θά ψάλω μοναχά τόν Σίμωνα, ἀφήνον-
τας τόν ἄλλο γιά κατάλληλο καιρό,
Ἀφήνοντάς τον γιά νάν τ’ ἀφιερώσω, σάν ἔρθ’ ἡ ὥρα,
ἴσως τό πιό ὡραῖο τραγούδι πού ἔψαλα
ποτέ,
Ἴσως τ’ ὡραιότερο τραγούδι πού ποτές ἐψάλανε σ’ ὅλο
τόν κόσμο.
Κι’ αὐτά ὄχι γιά τά ὅτι κι’ οἱ δυό τους ὑπῆρξαν γιά τίς
πατρίδες, καί τά ἔθνη, καί τά σύνολα,
κι’ ἄλλα παρόμοια, πού δέν ἐμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αἰῶνες, κι’ οἱ δυό τους,
μονάχοι πάντα, κι’ ἐλεύθεροι, μεγάλοι, γεν-
ναῖοι καί δυνατοί.

Καί τώρα ν’ ἀπελπίζουμαι πού ἴσαμε σήμερα δέν μέ κα-  
τάλαβε, δέν θέλησε, δέ μπόρεσε νά  κατά-
λάβη τί λέω, κανείς;
Βέβαια τήν ἴδια τύχη νἄχουνε κι’ αὐτά πού λέω τώρα
γιά τόν Μπολιβάρ, πού θά πῶ αὒριο γιά
τόν Ἀνδροῦτσο;

Δέν εἶναι κι’ εὔκολο, ἄλλωστε, νά γίνουν τόσο γλήγορα
ἀντιληπτές οἱ μορφές τῆς σημασίας τ’ Ἀν-
δρούτσου καί τοῦ Μπολιβάρ.

Παρόμοια σύμβολα.
Ἀλλ’ ἄς περνοῦμε γρήγορα: πρός Θεοῦ, ὄχι συγκινή-
σεις, κι’ ὑπερβολές, κι’ ἀπελπισίες.
Ἀδιάφορο, ἡ φωνή μου ἤτανε προωρισμένη  μόνο γιά
τούς αἰῶνες.
(Στό μέλλον, τό κοντινό, τό μακρινό, σέ χρόνια, λίγα,
πολλά, ἴσως ἀπό μεθαύριο, κι’ ἀντιμεθαύριο,
Ἴσαμε τήν ὥρα πού θέ ν’ ἀρχινίση ἡ Γῆς νά κυλάη
ἄδεια, κι’ ἄχρηστη, καί νεκρή, στό στερέωμα,
Νέοι θά ξυπνᾶνε, μέ μαθηματικήν ἀκρίβεια, τίς ἄγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Νά βρέχουνε μέ δάκρυα τό προσκέφαλό τους, ἀναλογι-
ζόμενοι ποιός εἴμουν, σκεφτόμενοι
Πώς ὑπῆρξα κάποτες, τί λόγια εἶπα, τί ὕμνους ἔψαλα.
Καί τά θεόρατα κύματα, ὅπου ξεσποῦνε κάθε βράδυ στα
ἑφτά τῆς Ὑδρας ἀκρογιάλια,
Κι’ οἱ ἄγριοι βράχοι, καί τό ψηλό βουνό πού κατεβάζει
τά δρολάπια,
Ἀέναα, ἀκούραστα, θέ νά βροντοφωνοῦνε τ’ ὄνομά μου. )

Ἄς ἐπανέλθουμε ὅμως στόν Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Ὄνομα ἀπό μέταλλο καί ξύλο, εἴσουνα
ἕνα λουλούδι μέσ’ στούς μπαχτσέδες τῆς
Νότιας Ἀμερικῆς.
Εἶχες ὅλη τήν εὐγένεια τῶν λουλουδιῶν μέσ’ στήν καρ-
διά σου, μέσ’ στά μαλλιά σου, μέσα στό
βλέμμα σου.
Ἡ χέρα σου ἤτανε σάν τήν καρδιά σου, καί
σκορποῦσε τό καλό  καί τό κακό.
Ροβόλαγες τά βουνά κι’ ἐτρέμαν τ’ ἄστρα, κατέβαινες
στούς κάμπους, μέ τά χρυσά, τίς ἐπωμίδες,
ὅλα τά διακριτικά τοῦ βαθμοῦ σου,
Μέ τό ντουφέκι στόν ὦμο ἀναρτημένο, μέ τά στήθια
ξέσκεπα, μέ τίς λαβωματιές γιομάτο τό
κορμί σου,
Κι’ ἐκαθόσουν ὁλόγυμνος σέ πέτρα χαμηλή, στ’ ἀκρο-
θαλάσσι,
Κι’ ἒρχονταν καί σ’ ἒβαφαν μέ τίς συνήθειες τῶν πολε-
μιστῶν Ἰνδιάνων,
Μ’ ἀσβέστη, μισόνε ἂσπρο, μισό γαλάζιο, γιά νά φαντά-
ζης σά ρημοκκλήσι σέ περιγιάλι τῆς Ἀττικῆς,
Σάν ἐκκλησιά στις γειτονιές τῶν Ταταούλων, ὡσάν ἀ-
νάχτορο σέ πόλη τῆς Μακεδονίας ἐρημική.

Μπολιβάρ! Εἴσουνα πραγματικότητα, καί εἶσαι, καί
τώρα, δέν εἶσαι ὄνειρο.
Ὅταν οἱ ἀγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τούς ἄγριους ἀε-
τούς, καί τ’ ἄλλα ἄγρια πουλιά καί ζῶα,
Πάν’ ἀπ’ τίς ξύλινες τίς πόρτες στ’ ἄγρια δάση,
Ξαναζῆς, καί φωνάζεις, καί δέρνεσαι,
Κι’ εἶσαι ὁ ἴδιος ἐσύ τό σφυρί, τό καρφί κι’ ὁ ἀητός.

Ἄν στά νησιά τῶν κοραλλιῶν φυσοῦνε ἀνέμοι, κι’ ἀνα-
ποδογυρίζουνε τά ἔρημα καΐκια,
Κι’ οἱ παπαγάλοι ὀργιάζουνε μέ τίς φωνές σάν πέφτει
ἡ μέρα, κι’ οἱ κῆποι εἰρηνεύουνε πνιγμένοι
σ’ ὑγρασία,
Καί στά ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τά κοράκια,
Σκεφτῆτε, κοντά στό κῦμα, τοῦ καφενείου τά σιδερένια
τά τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πῶς τά τρώει τ’ ἀγιάζι, καί μακρυά
τό φῶς π’ ἀνάβει, σβύνει, ξανανάβει, καί γυρ-
νάει πέρα δῶθε,
Καί ξημερώνει –τί φριχτή αγωνία -ὕστερα ἀπό μιά
νύχτα δίχως ὕπνο,
Καί τό νερό δέν λέει τίποτε ἀπό τά μυστικά του.
Ἔτσ’ ἡ ζωή.
Κι’ ἔρχετ’ ὁ ἥλιος, καί τῆς προκυμαίας τά σπίτια, μέ
τίς νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ρόζ, καί πράσινα, μ’ ἄσπρα περβάζια (ἡ Νά-
ξο, ἡ Χίος),
Πῶς ζοῦν! Πῶς λάμπουνε σά διάφανες νεράϊδες! Αὐτός
Μπολιβάρ!

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ ὄνομά σου ξαπλωμένος στήν
κορφή τοῦ βουνοῦ Ἔρε,
Τήν πιό ψηλή κορφή τῆς νήσου Ὕδρας.
Ἀπό δῶ ἡ θέ ἐκτείνεται μαγευτική μάχρι τῶν νήσων
τοῦ Σαρωνικοῦ, τή Θήβα,
Μέχρι κεῖ κάτω, πέρα ἀπ’ τή Μονεβασιά, τό τρανό
Μισίρι,
Ἀλλά καί μέχρι τοῦ Παναμᾶ, τῆς Γκουατεμάλα, τῆς
Νικαράγουα, τοῦ Ὀντουράς, τῆς Ἀϊτῆς,
τοῦ Σάν Ντομίγκο, τῆς Βολιβίας, τῆς Κο-
λομβίας, τοῦ Περοῦ, τῆς Βενεζουέλας, τῆς
Χιλῆς, τῆς Ἀργεντινῆς, τῆς Βραζιλίας, Οὐ-
ρουγουάη, Παραγουάη, τοῦ Ἰσημερινοῦ,
Ἀκόμη καί τοῦ Μεξικοῦ.
Μ’ ἕνα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ ὄνομά σου πάνω στήν
πέτρα, νἄρχουνται ἀργότερα οἱ ἀνθρῶποι νά
προσκυνοῦν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω -ἔτσι εἴτανε, λέν ὁ
Μπολιβάρ – καί παρακολουθῶ
Τό χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στόν ἥλιο.

Εἶδες γιά πρώτη φορά τό φῶς στό Καρακάς. Τό φῶς
τό δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ὡς νἄρθης ἡ Νότια Ἀμερική ὁλό-
κληρη ἤτανε βυθισμένη στά πικρά σκοτάδια.
Τ’ ὄνομά σου τώρα εἶναι δαυλός ἀναμμένος, πού φωτί-
ζει τήν Ἀμερική, καί τή Βόρεια καί τή Νό-
τια, καί τήν οἰκουμένη!
Οἱ ποταμοί Ἀμαζόνιος καί Ὀρινόκος πηγάζουν ἀπό τά
μάτια σου.
Τά ψηλά βουνά ἔχουν τίς ρίζες στό στέρνο σου,
Ἡ ὀροσειρά τῶν Ἄνδεων εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιά σου.
Στήν κορφή τῆς κεφαλῆς σου, παλληκαρᾶ, τρέχουν
τ’ ἀνήμερα ἄτια καί τ’ ἄγρια βόδια,
Ὁ πλοῦτος τῆς Ἀργεντινῆς.
Πάνω στήν κοιλιά σου ἐκτείνονται οἱ ἀπέραντες φυτεῖες
τοῦ καφφέ.

Σάν μιλᾶς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε τό πᾶν,
Ἀπό τίς ἐπιβλητικές ἐρημιές τῆς Παταγονίας μέχρι τά
πολύχρωμα νησιά,
Ἠφαίστεια ξεπετιοῦνται στό Περοῦ καί ξερνᾶνε τήν
ὀργή τους,
Σειοῦνται τά χώματα παντοῦ καί τρίζουν τά εἰκονίσμα-
τα στήν Καστοριά,
Τή σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, εἶσαι ὡραῖος σάν Ἕλληνας.

Σέ πρωτοσυνάντησα, σάν εἴμουνα παιδί, σ’ ἕνα ἀνηφο-
ρικό καλντιρίμι τοῦ Φαναριοῦ,
Μιά καντήλα στό Μουχλιό φώτιζε τό εὐγενικό πρό-
σωπό σου.
Μήπως νἄσαι, ἄραγες, μιά ἀπό τίς μύριες μορφές πού
πῆρε κι’ ἄφησε, διαδοχικά, ὁ Κωνσταντῖνος
Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Ἀγιακοῦτσο. Ἔννοιες ὑπέρλαμπρες κι’ αἰώ-
νιες. Εἴμουν ἐκεῖ.
Εἴχαμε ἀπό πολλοῦ περάσει, ἤδη, τήν παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στό Λεσκοβίκι, εἶχαν ἀνάψει φωτιές.
Κι’ ὁ στρατός ἀνέβαινε μέσα στη νύχτα πρός τή μάχη,
π’ ἀκούγονταν κιόλα οἱ γνώριμοί της ἦχοι.
Πλάϊ κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ἀτέλειωτα λεω-
φορεῖα μέ τούς πληγωμένους.

Μην ταραχθῆ κανείς. Κάτω ἐκεῖ, νά, ἡ λίμνη.
Ἀπό δῶ θά περάσουν, πέρ’ ἀπ’ τίς καλαμιές.
Ὑπονομεύτηκαν οἱ δρόμοι: ἔργο καί δόξα τοῦ Χορμο-
βίτη, τοῦ ξακουστοῦ, τοῦ ἄφταστου στά τέτοια.
Στίς θέσεις σας ὅλοι. Ἡ σφυρίχτρα ἠχεῖ!
Ἐλᾶτες, ἐλᾶτε, ξεζέψτε. Ἄς στηθοῦν τά κανόνια, κα-
θαρίστε μέ τά μάκτρα τά κοῖλα, τά φυτίλια
ἀναμμένα στά χέρια,
Τά τόπια δεξιά. Βράς!
Βράς, ἀλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

Κάθε κουμπαρᾶς, π’ ἐξεσφενδονιζόταν κι’ ἄναφτε,
Ἦταν κι’ ἕνα τριαντάφυλλο γιά τή δόξα τοῦ μεγάλου
στρατηγοῦ,
Σκληρός, ἀτάραχος ὡς στέκονταν μέσα στόν κορνιαχτό
καί τήν ἀντάρα,
Μέ τό βλέμμ’ ἀτενίζοντας πρός τ’ ἀψηλά, τό μέτωπο
στά νέφη,
Κι’ ἦταν ἡ θέα του φριχτή: πηγή τοῦ δέους, τοῦ δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Ὅμως, πόσοι καί πόσοι δέ σ’ ἐπιβουλευτῆκαν,
Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» καί δέ σοῦ ‘στῆσαν νά πέσης, νά
χαθῆς,
Ἕνας πρό πάντων, ἕνας παλιάνθρωπος, ἕνα σκουλήκι,
ἕνας Φιλιππουπολίτης.
Ἀλλά σύ τίποτα, ἀτράνταχτος σάν πύργος στέκουσαν,
ὄρθιος στοῦ Ἀκογκάγκουα μπρός τόν τρόμο,
Μιά φοβερή ξυλάρα ἐκράταγες, καί τήν ἐκράδαινες πά-
νω ἀπ’ τήν κεφαλή σου.
Οἱ φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, πού δέν τούς τρό-
μαξε τῆς μάχης τό κακό καί τό ντουμάνι,
καί σέ κοπάδια ἀγριεμένα πέταγαν,
Κι’ οἱ προβατογκαμῆλες γκρεμοτσακίζουντάνε στίς πλα-
γιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο τό
χῶμα καί λιθάρια.
Κι’ οἱ ἐχθροί σου μέσα στά μαῦρα Τάρταρα ἐχάνοντο,
λουφάζαν.
(Σάν θἄρθη μάρμαρο, τό πιό καλό, ἀπό τ’  Ἀλάβανδα,
μ’ ἁγίασμα τῶν Βλαχερῶν θά βράξω τήν
κορφή μου,
Θά βάλω ὅλη τήν τέχνη μου αὐτή τή στάση σου νά πε-
λεκήσω, νά στήσω ἑνοῦ νέου Κούρου
τ’ ἄγαλμα στῆς Σικίνου τά βουνά,
Μή λησμονώντας, βέβαια, στό βάθρο, νά χαράξω τό πε-
ρἰφημο ἐκεῖνο «Χ α ῖ ρ ε  π α ρ ο δ ί τ α».)


Κι’ἐδῶ πρέπει ἰδιαιτέρως νά ἐξαρθῆ ὅτι ὁ Μπολιβάρ
δέν ἐφοβήθηκε, δέ «σκιάχτηκε» πού λέν, ποτέ,
Οὔτε στῶν μαχῶν τήν ὥρα τήν πιό φονικιά, οὔτε στῆς
προδοσίας, τῆς ἀναπόφευκτης, τίς πικρές
μαυρίλες.
Λένε πώς γνώριζε ἀπό πρίν, μέ μιάν ἀκρίβεια ἀφάντα-
στη, τή μέρα, τήν ὥρα, τό δευτερόλεφτο ἀκόμη:
τή στιγμή,
Τῆς Μάχης τῆς μεγάλης πού ἤτανε γ ι’  α ὐ τ ό ν α
μ ό ν ο,
Κι’ ὅπου θέ νἄτανε αὐτός ὁ ἴδιος στρατός κι’ ἐχθρός
ἡττημένος καί νικητής μαζί, ἥρωας τροπαιοῦ-
χος κι’ ἐξιλαστήριο θῦμα.
(Καί ὡς τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως τό πνεῦμα τό ὑπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πῶς τίς ξεγέλασε, γαλήνιος, τῶν Ἰησουϊτῶνε καί τοῦ
ἐλεεινοῦ Φιλιππουπολίτη τίς ἀπαίσιες
πλεχτάνες!)

Κι’ ἄν χάθηκε, ἄν ποτές χάνετ’ ἕνας Μπολιβάρ, πού
σάν τόν Ἀπολλώνιο στά οὐράνια ἀνελήφθη,
Λαμπρός σάν ἥλιος ἔδυσε, μέσα σέ δόξα ἀφάνταστη,
πίσω ἀπό βουνά εὐγενικά τῆς Ἀττικῆς καί τοῦ
Μορέως.

ἐ π ί κ λ η σ ι ς

Μπολιβάρ! Εἶσαι τοῦ Ρήγα Φερραίου παιδί,
Τοῦ Ἀντωνίου Οἰκονόμου –πού πόσο ἄδικα τόν σφά-
ξαν- καί τοῦ Πασβαντζόγλου ἀδελφός,
Τ’ ὄνειρο τοῦ μεγάλου Μαξιμιλιανοῦ ντέ Ρομπεσπιέρ
ξαναζεῖ στό μέτωπό σου.
Εἶσαι ὁ ἀπελευθερωτής τῆς Νότιας Ἀμερικῆς.
Δέν ξέρω πιά συγγένεια σέ συνέδεε, ἄν ἤτανε ἀπόγονός
σου ὁ ἄλλος μεγάλος Ἀμερικανός, ἀπό τό
Μοντεβίντεο αὐτός,
Ἕνα μονάχα εἶναι γνωστό, πώς εἶμαι ὁ γυιός σου.


ΧΟΡΟΣ

σ τ ρ ο φ ή
(e n t r é e   d e s  g u i t a r e s)

Ἄν ἡ νύχτα, ἀργή νά περάση,
Παρηγοριά μᾶς στέλνη τίς παλιές τίς σελῆνες,
Ἄν στοῦ κάμπου τά πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ ἁλυσίδες φορτώνουν,
Ἦρθ’ ἡ ὥρα τῆς νίκης, ἦρθε ὥρα θριάμβου.
Εἰς τά σκέλεθρα τ’ ἄδεια στρατηγῶν πολεμάρχων
Τρικαντά θά φορέσουν πού ποτίστηκαν μ’ αἷμα,
Καί τό κόκκινο χρῶμα ποὔχαν πρίν τή θυσία
Θά σκεπάση μ’ ἀχτίδες τῆς σημαίας τό θάμπος.

ἀ ν τ ι σ τ ρ ο φ ή
(t h e  l o v e  o f  l i b e r t y  b r o u g h t  u s  h e r e)

τ’ ἄροτρα στῶν φοινικιῶν τίς ρίζες
κι’ ὁ ἥλιος
πού λαμπρός ἀνατέλλει
σέ τρόπαι’ ἀνάμεσα
καί πουλιά
καί κοντάρια
θ’ ἀναγγείλη ὡς ἐκεῖ πού κυλάει τό δάκρυ
καί τό παίρνει ὁ ἀέρας στῆς
θαλάσσης
τά βάθη
τόν φριχτότατον ὅρκο
τό φριχτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι
L i b e r t a d

ἐ π ω δ ό ς
(χ ο ρ ό ς  ἐ λ ε υ θ ε ρ ο τ ε κ τ ό ν ω ν)

Φύγετε μακρυά μας ἀρές, μη ζυγώσετε πιά, corazón,
Ἀπ’ τά λίκνα στ’ ἀστέρια, ἀπ’ τίς μῆτρες στά μάτια,
corazón,
Ὅπου ἀπόκρημνοι βράχοι, καί ἠφαίστεια καί φώκιες,
corazón,
Ὅπου πρόσωπο σκοῦρο, καί χείλια πλατειά, κι’ ὁλό-
λευκα δόντια, corazón,
Ἄς στηθῆ ὁ φαλλός, καί γιορτή ἄς ἀρχίσει, με θυσίες
ἀνθρώπων, μέ χορούς, corazón,
Μέσ’ σέ σάρκας ξεφάντωμα, στῶν προγόνων τή δόξα,
corazón,
Γιά νά σπείρουν τό σπόρο τῆς καινούργιας γενιᾶς,
corazón.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Μετά τήν ἐπικράτησιν τῆς νοτιοαμερικανικῆς ἐπα-ναστάσεως στήθηκε στ’ Ἀνάπλι καί τή Μονεβασιά, ἐπί
ἐρημικοῦ λόφου δεσπόζοντος τῆς πόλεως, χάλκινος ἀν-
δριάς τοῦ Μπολιβάρ. Ὅμως, καθώς τίς νύχτες ὁ σφο-
δρός ἄνεμος πού φυσοῦσε ἀνατάραζε μέ βία τήν ρεντι-
γκότα τοῦ ἥρωος, ὁ προκαλούμενος θόρυβος ἤτανε τόσο
μεγάλος, ἐκκωφαντικός, πού στέκονταν ἀδύνατο νά
κλείση κανείς μάτι, δέν μποροῦσε νά γενῆ πλέον λόγος
γιά ὕπνο. Ἔτσι οἱ κάτοικοι ἐζήτησαν καί, διά καταλλή-
λων ἐνεργειῶν, ἐπἐτυχαν τήν κατεδάφιση τοῦ μνημείου.

ΥΜΝΟΣ    ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ     ΣΤΟΝ    ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(Ἐδῶ ἀκούγονται μακρυνές μουσικές πού παίζουν, μ’ ἄφθα-
στη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια καί χορούς
τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς, κατά προτίμησιν σέ ρυθμό sardane).

σ τ ρ α τ η γ έ
τ ί  ζ η τ ο ῦ σ ε ς  σ τ ή   Λ ά ρ ι σ α
σ ύ
ἕ ν α ς
Ὑ δ ρ α ῖ ο ς ;

Νίκου Εγγονόπουλου, από την έκδοση του Ίκαρου.

Ακούστε τον ποιητή να απαγγέλει τον Μπολιβάρ (σε τρία μέρη)






Ακούστε τον Μάνο Χατζιδάκι να τραγουδάει ο ίδιος μια σύνθεσή του πάνω στο ποίημα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου