Ιερώνυμος Μπος, Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων - Κόλαση (via Wikipedia commons) |
[ ...] Αχ, οι μικρο-ύπουλοι, μικρο-αγύρτες, μικρο-υποκριτές, οι τόσο συγκινητικοί μ' αυτά τους τα καμώματα! Όλοι τους είναι έτσι, πιστέψτε με, ακόμη κι όταν πυρπολούν τον ουρανό. Άθεοι και θεοσεβούμενοι, Μοσχοβίτες και Βοστωνέζοι, όλοι τους χριστιανοί, απ' τον πατέρα στο γιο. Μα ακριβώς, δεν υπάρχει πια πατέρας, ούτε και κανόνας! Είμαστε ελεύθεροι, πρέπει λοιπόν να τα βγάλουμε πέρα και, καθώς δε θέλουν ιδίως την ελευθερία ούτε τις καταδίκες της, παρακαλούν να τους τιμωρήσουν, επινοούν κανόνες τρομαχτικούς, σπεύδουν να φτιάξουν πυρές για ν' αντικαταστήσουν τις εκκλησίες. Σαβοναρόλες, σας λέω. Αλλά δεν πιστεύουν στο αμάρτημα, ποτέ στη Χάρη. Τη σκέφτονται, φυσικά. Τη Χάρη, να τι θέλουν, το ναι, την εγκατάλειψη, την ευτυχία να είναι και, ποιος ξέρει, αφού είναι και αισθηματίες, τους αρραβώνες, το δροσερό κορίτσι, τον ντόμπρο άντρα, τη μουσική. Εγώ, επί παραδείγματι, που δεν είμαι αισθηματίας, ξέρετε τι ονειρευόμουν: έναν έρωτα πλήρη, μ' όλη μου την καρδιά και το κορμί, μέρα νύχτα σ' ένα ατέλειωτο σφιχταγκάλιασμα, απολαυστικό κι ενθουσιώδες, κι αυτό για πέντε χρόνια στη σειρά και μετά, θάνατος. Αλίμονο!
Ελλείψει, επομένως, αρραβώνων ή ατέλειωτου έρωτα, θα'χουμε το γάμο, βίαιο, με τη δύναμη και το μαστίγιο. Η ουσία είναι να γίνουν όλα απλά, όπως για τα παιδιά, κάθε πράξη κατόπιν εντολής, το καλό και το κακό να υποδεικνύονται με τρόπο αυθαίρετο, επομένως προφανή. Κι όμως, μόλο που είμαι Σισιλιάνος μαζί και Χαβανέζος, συμφωνώ μ'αυτά, χωρίς να 'μαι ούτε κατά διάνοιαν χριστιανός, αν και νιώθω στοργή για τον Πρώτο τους. Πάνω όμως στις γέφυρες του Παρισιού, έμαθα κι εγώ πως φοβόμουν την ελευθερία. Ζήτω λοιπόν ο αφέντης, όποιος κι αν είναι, για ν'αντικαταστήσει το νόμο του ουρανού. «Πατέρα μας, που βρίσκεσαι εδώ προσωρινά... Οδηγοί μας, αρχηγοί μας εξαίσια αυστηροί, ως καθοδηγητές σκληροί και πολυαγαπημένοι...» Εντέλει, βλέπετε, η ουσία είναι να μην είσαι πια ελεύθερος και να υπακούς, μες στη μεταμέλεια, σ' όποιον είναι πιο τομάρι από σένα. Όταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, θα 'χουμε δημοκρατία. Χωρίς να υπολογίζω, αγαπητέ φίλε, πως πρέπει να εκδικηθείς που έχεις να πεθάνεις μόνος. Ο θάνατος είναι μοναχικός, ενώ η δουλεία είναι συλλογική. Έχουν κι οι άλλοι το λογαριασμό τους και ταυτοχρόνως μ'εμάς, ιδού το σημαντικό. Όλοι ενωμένοι, επιτέλους αλλά γονατιστοί και με το κεφάλι σκυφτό.
Δεν είναι εξίσου καλό να ζεις καθ'ομοίωσιν της κοινωνίας και, γι'αυτό, δεν πρέπει να μου μοιάζει η κοινωνία; Η απειλή, η ατίμωση, η αστυνομία είναι τα μυστήρια αυτής της ομοιότητας. Περιφρονημένος, κυνηγημένος, πεισμένος, μπορώ τότε να δείξω ό,τι έχω, ν'απολαύσω αυτό που είμαι, να 'μαι επιτέλους φυσικός. Ιδού, φίλτατε, γιατί, αφού χαιρέτισα επισήμως την ελευθερία, αποφάσισα, χωρίς να με πάρουν είδηση, πως έπρεπε να την παραδώσω δίχως καθυστέρηση σ'όποιον να 'ναι. Κι όποτε μπορώ, κηρύττω στην εκκλησία μου, στο Μέξικο-Σίτι, καλώ τους καλούς να υποταχθούν και να επιζητήσουν ταπεινά τις ανέσεις της δουλείας, έστω κι αν την παρουσιάζω ως την όντως ελευθερία.
Δεν είμαι όμως τρελός, ξέρω καλά πως η σκλαβιά δεν είναι αυριανή υπόθεση. Θα 'ναι μια από τις ευεργεσίες του μέλλοντος, αυτό είναι όλο. Στο μεταξύ, πρέπει να τα βολέψω με το παρόν και να βρω λύση, έστω και προσωρινή. Έπρεπε λοιπόν να βρω ένα άλλο μέσον να επεκτείνω την κρίση σ' όλο τον κόσμο για να την κάνω πιο ελαφριά για τους ώμους μου. Αυτό το μέσον το βρήκα. Ανοίξτε λίγο το παράθυρο, σας παρακαλώ, κάνει εξαιρετική ζέστη εδώ μέσα. Όχι πάρα πολύ, γιατί κρυώνω κιόλας. Η ιδέα μου είναι απλή και γόνιμη συγχρόνως. Πώς να τους ρίξεις όλους στο νερό για να 'χεις εσύ το δικαίωμα να στεγνώνεις στον ήλιο; Ν' ανέβαινα στον άμβωνα, όπως πολλοί επιφανείς σύγχρονοί μου, και να καταριόμουν την ανθρωπότητα; Άκρως επικίνδυνο! Μια μέρα ή μια νύχτα, το γέλιο ξεσπάει αναπάντεχα. Η καταδίκη που ρίχνεις στους άλλους τελικά επιστρέφει κατευθείαν στο πρόσωπό σου και του προξενεί κάποιες ζημιές. Λοιπόν; λέτε. Ε λοιπόν, ιδού η ευφυής έκλαμψη. Ανακάλυψα ότι, εν αναμονή της ελεύσεως των κυρίων μετά των ράβδων τους, έπρεπε, ως άλλοι Κοπέρνικοι, να αντιστρέψουμε το συλλογισμό για να θριαμβεύσουμε. Εφόσον δεν μπορούσαμε να καταδικάσουμε τους άλλους δίχως αυτομάτως να κρίνουμε τον εαυτό μας, έπρεπε να τον κατηγορήσουμε, ώστε να έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους. Εφόσον κάθε κριτής καταλήγει μια μέρα μετανοητής, έπρεπε να κάνουμε την αντίστροφη διαδρομή και να μετέλθουμε το επάγγελμα του μετανοητή για να μπορέσουμε να καταλήξουμε κριτές. Με παρακολουθείτε; Ωραία. Για να 'μαι όμως ακόμη πιο σαφής, θα σας πω πώς δουλεύω.[…]
Εδώ και λίγο καιρό λοιπόν, εξασκώ στο Μέξικο-Σίτι το χρήσιμο επάγγελμά μου. Συνίσταται κατά πρώτον, αποκτήσατε τη σχετική εμπειρία, στο να προβαίνω σε δημόσια εξομολόγηση όσο συχνότερα γίνεται. Κατηγορώ τον εαυτό μου, επί μακρόν και δια μακρών. Δεν είναι δύσκολο. Τώρα πια έχω μνήμη. Προσοχή όμως, δε με κατηγορώ χονδροειδώς, με δυνατά στηθοκοπήματα. Όχι, πλέω απαλά, πολλαπλασιάζω τις αποχρώσεις καθώς και τις παρεκβάσεις, προσαρμόζω εντέλει τα λόγια μου στον ακροατή, τον οδηγώ να πλειοδοτήσει. Αναμιγνύω ό,τι με αφορά και ό,τι αφορά τους άλλους. Παίρνω τα κοινά χαρακτηριστικά, τις εμπειρίες που έχουμε από κοινού υποφέρει, τις αδυναμίες που μοιραζόμαστε, τον καλό τόνο, τον άνθρωπο τελικά της εποχής, όπως ταλανίζεται μέσα σε μένα και μέσα στους άλλους. Μ' αυτά φτιάχνω ένα πορτρέτο που είναι όλων και κανενός. Μια μάσκα εν συνόλῳ, που μοιάζει αρκετά με τις μάσκες του καρναβαλιού, πιστές και απλοποιημένες συγχρόνως, και που μπροστά τους λες: «Επ! κάπου τον έχω συναντήσει αυτόν!» Όταν τελειώνει το πορτρέτο, όπως απόψε, το δείχνω όλος θλίψη: «Ιδού, αλίμονο, τι είμαι!» Το κατηγορητήριο ολοκληρώνεται. Αλλά μονομιάς, το πορτρέτο που προβάλλω στους συγχρόνους μου γίνεται καθρέφτης.
Σκεπασμένος από στάχτες, τραβώντας αργά τα μαλλιά μου, με το πρόσωπο κομμάτια απ’τα νύχια, μα το βλέμμα διαπεραστικό, στέκομαι μπροστά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ανακεφαλαιώνοντας τις ντροπές μου, δίχως να χάνω απ’ τα μάτια μου την αίσθηση που δημιουργώ και λέγοντας: «Ήμουν ο τελευταίος των τελευταίων». Ασυναίσθητα λοιπόν περνάω , μέσα στο λόγο μου, απ’το «εγώ» στο «εμείς». Όταν φτάνω στο «να τι είμαστε», τέλειωσε, μπορώ να τους πω τις αλήθειες τους. Είμαι, φυσικά, σαν αυτούς, στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Παρ'όλ'αυτά, διαθέτω μιαν υπεροχή, ότι το ξέρω, πράγμα που μου δίνει το δικαίωμα να μιλάω. Καταλαβαίνετε, είμαι σίγουρος, το πλεονέκτημα. Όσο περισσότερο κατηγορώ τον εαυτό μου, τόσο περισσότερο έχω το δικαίωμα να σας κρίνω. Ακόμη καλύτερα, σας προκαλώ να κρίνετε οι ίδιοι τον εαυτό σας, πράγμα που με ανακουφίζει άλλο τόσο. Αχ, αγαπητέ μου, είμαστε παράξενοι, άθλια πλάσματα, και όσο λίγο κι αν αναθεωρούμε τις ζωές μας, δε λείπουν οι ευκαιρίες να ξαφνιάσουμε και να σκανδαλίσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Προσπαθήστε. Να 'στε βέβαιος, θ'ακούσω την εξομολόγησή σας με πλατύ συναίσθημα αδελφοσύνης.
Μη γελάτε! Εντάξει, είστε δύσκολος πελάτης, το είδα απ' την πρώτη φορά. Αλλά θα 'ρθείτε, είναι αναπόφευκτο. Οι περισσότεροι απ'τους άλλους είναι μάλλον συναισθηματικοί παρά έξυπνοι· τους αποπροσανατολίζεις στο λεπτό. Οι έξυπνοι πρέπει να τους δώσεις χρόνο. Αρκεί να τους εξηγήσεις τη μέθοδο σε βάθος. Δεν το ξεχνούν, το σκέφτονται. Και μια μέρα, λίγο για πλάκα, λίγο λόγῳ συγχύσεως, ανοίγουν την καρδιά τους. Εσείς δεν είστε μόνο έξυπνος, δείχνετε και έμπειρος. Παρά ταύτα, ομολογείτε πως σήμερα νιώθετε λιγότερο ικανοποιημένος απ' τον εαυτό σας απ' ότι ήσασταν πέντε μέρες πριν; Θα περιμένω τώρα να μου γράψετε ή να ξανάρθετε. Γιατί θα ξανάρθετε, είμαι σίγουρος! Θα με βρείτε ίδιο κι απαράλλαχτο. Και γιατί ν'αλλάξω, αφού έχω βρει την ευτυχία που μου ταιριάζει; Έχω αποδεχτεί τη διπροσωπία αντί να κάθομαι να στενοχωριέμαι γι'αυτήν. Έχω ίσα ίσα εγκατασταθεί εκεί και έχω βρει την άνεση που γύρευα όλη μου τη ζωή. Είχα άδικο, κατά βάθος, που σας είπα πως η ουσία είναι ν'αποφύγεις την κρίση. Η ουσία είναι να μπορείς να επιτρέπεις στον εαυτό σου τα πάντα, έστω κι αν διακηρύσσεις πότε πότε μεγαλόφωνα την ίδια σου την αναξιοπρέπεια. Μου επιτρέπω και πάλι τα πάντα, και χωρίς γέλιο αυτή τη φορά. Δεν έχω αλλάξει ζωή, εξακολουθώ να με αγαπώ και να χρησιμοποιώ τους άλλους. Μόνο που η εξομολόγηση των σφαλμάτων μου μού επιτρέπει να ξαναρχίζω πιο ανάλαφρα και ν' απολαμβάνω διπλά, πρώτα τη φύση μου κι ύστερα μια γοητευτική μεταμέλεια.
Αφότου βρήκα τη λύση μου, αφήνομαι σε όλα, στις γυναίκες, στην περηφάνια, στην πλήξη, στη μνησικακία, ακόμα και στον πυρετό, που με ηδονή νιώθω αυτή τη στιγμή ν'ανεβαίνει. Επιτέλους κυριαρχώ, μια για πάντα. Βρήκα μια ακόμη κορυφή, όπου μόνο εγώ σκαρφαλώνω, κι απ'όπου μπορώ να κρίνω όλον τον κόσμο. Κάποτε αραιά και πού, όταν η νύχτα είναι πραγματικά όμορφη, ακούω ένα μακρινό γέλιο και αμφιβάλλω ξανά. Γρήγορα όμως συνθλίβω καθετί, πλάσματα και πλάση, κάτω απ'το βάρος της ίδιας μου της αδυναμίας, και να με δυναμωμένος και πάλι.
Θα περιμένω λοιπόν τα σέβη σας στο Μέξικο-Σίτι, όσο κι αν χρειαστεί. Μα σηκώστε αυτή την κουβέρτα, θέλω ν' ανασάνω. Θα ΄ρθείτε, έτσι; Θα σας δείξω ακόμα και τις λεπτομέρειες της τεχνικής μου, γιατί νιώθω για σας ένα είδος στοργής. Θα με δείτε να τους μαθαίνω, στη διάρκεια της νύχτας, πως είναι φαύλοι. Θα ξαναρχίσω, άλλωστε, από απόψε. Δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτά, ούτε να στερηθώ τις στιγμές που κάποιος τους, βοηθούντος του οινοπνεύματος, καταρρέει· και στηθοκοπιέται. Μεγαλώνω λοιπόν, φίλτατε, μεγαλώνω, αναπνέω ελεύθερα, βρίσκομαι πάνω στο βουνό, η πεδιάδα απλώνεται μπρος στα μάτια μου. Τι μεθύσι, να νιώθεις πατέρας-Θεός και να μοιράζεις οριστικά πιστοποιητικά κακής ζωής και ηθών. Είμαι θρονιασμένος ανάμεσα στους μοχθηρούς μου αγγέλους, στην κορυφή του ολλανδικού ουρανού, βλέπω να ανεβαίνει προς το μέρος μου, βγαίνοντας απ' το νερό και τις ομίχλες, το πλήθος της Εσχάτης Κρίσεως. Ανεβαίνουν αργά, βλέπω να φτάνει κιόλας ο πρώτος τους. Στο παραλογισμένο πρόσωπό του, μισοσκεπασμένο από 'να χέρι, διαβάζω τη θλίψη της κοινής κατάστασης και την απελπισία να μην μπορείς να δραπετεύσεις. Κι εγώ, οικτίρω χωρίς να δίνω άφεση, κατανοώ χωρίς να δίνω συγνώμη, και κυρίως, αχ, νιώθω επιτέλους να με λατρεύουν.
Ναι, πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω, πώς να κάτσω φρόνιμα ξαπλωμένος; Πρέπει να 'μαι πιο ψηλά από σας, οι σκέψεις μου με ξεσηκώνουν. Εκείνες τις νύχτες, εκείνα τα πρωινά μάλλον, γιατί η πτώση γίνεται την αυγή, βγαίνω, περπατώ με παράφορο βήμα κατά μήκος των καναλιών. Στο μολυβένιο ουρανό τα στρώματα των νερών λιγοστεύουν, τα περιστέρια ξανανεβαίνουν λίγο, μια τριανταφυλλένια λάμψη αναγγέλλει, ξυστά πάνω απ' τις στέγες, μια καινούργια μέρα της δημιουργίας μου. Στη Ντάμρακ, το πρώτο τραμ χτυπάει το καμπανάκι του στον υγρό αέρα και σημαίνει το ξύπνημα της ζωής στην άκρη αυτής της Ευρώπης όπου, την ίδια στιγμή, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, οι υπήκοοί μου, σηκώνονται με κόπο απ' το κρεβάτι, με το στόμα πικρό, για να πάνε σε μια δουλειά δίχως χαρά. Μετεωριζόμενος λοιπόν με τη σκέψη, πάνω απ'όλη αυτή την ήπειρο που μου 'χει υποταχτεί χωρίς να το ξέρει, πίνοντας τη μέρα από αψέντι που αρχίζει, μεθυσμένος επιτέλους από άσχημες κουβέντες, είμαι ευτυχισμένος, είμαι ευτυχισμένος, σας λέω, σας απαγορεύω να μην πιστεύετε πως είμαι ευτυχισμένος, πεθαίνω από ευτυχία! Ω! ήλιε, ακρογιαλιές, και τα νησιά κάτω απ'τους αληγείς, νιότη που η ανάμνησή της απελπίζει!
Θα ξαναπέσω, με συγχωρείτε. Φοβούμαι πως ενθουσιάστηκα· παρ'όλ'αυτά, δεν κλαίω. Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει ν' αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να 'σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα 'πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερο-ζητιάνο που δεν ήθελε ν'αφήσει το χέρι μου, μια μέρα, έξω σ'ένα καφενείο: «Αχ, κύριε» έλεγε, «δεν είναι που 'σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου». Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.
(Η πτώση, Αλμπέρ Καμύ, εκδ. γράμματα, 1987, μετάφραση Ιωάννα Ευθυμιάδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου