|
Gustav Klimt Fir Forest I, 1951 |
Θέσεις, Editorial, Τεύχος 116, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2011
1.
Το χρέος ως μηχανισμός εκκαθάρισης
Ακόμη και για τους
πιο ανυποψίαστους έχει γίνει φανερό ότι το δημόσιο χρέος λειτούργησε
και λειτουργεί ως μοχλός για την πλέον απροκάλυπτη μεταπολεμικά
αναδιανομή εισοδήματος και εξουσίας προς όφελος του κεφαλαίου.
Επιπροσθέτως, η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών αποκαλύπτει ότι
αυτή η αντιδραστική αναδιανομή που συνοδεύεται από μια γενικευμένη
παλινόρθωση επιδεινώνει το πρόβλημα το οποίο υποτίθεται ότι έρχεται
να θεραπεύσει. Η συγκυρία θέτει λοιπόν αφ’ εαυτής ζητήματα στην
ημερήσια διάταξη που ξεκινούν από τα άμεσα και πρακτικά και οδηγούν
σε κομβικά επίδικα αντικείμενα πολιτικής και ταξικών συσχετισμών.
Άμεσο και πρακτικό
είναι λοιπόν το ερώτημα αν το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο,
αν δηλαδή μπορεί να εξυπηρετηθεί στο επόμενο διάστημα, εν γένει, και
με τις συγκεκριμένες πολιτικές «προσαρμογής» που
ακολουθούνται με βάση το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα
ειδικότερα, καθώς και τα αποτελέσματα που επιφέρουν. Συνδεδεμένο με
αυτό είναι το ερώτημα για το ενδεχόμενο να μην μπορεί να
εξυπηρετηθεί, αν φτάσει δηλαδή κάποια στιγμή που δεν θα μπορούν να
καταβληθούν τόκοι για κάποιο τμήμα του χρέους, ή να αποπληρωθούν
ομόλογα που λήγουν.
Ειδικότερα, κάτω από
το πρίσμα ότι ο συνήθης δανεισμός δεν είναι διακρατικός οπότε θα
μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει αντικείμενο διακρατικής
διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, αλλά «ελεύθερος», από τις
αγορές χρήματος και κεφαλαίων, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι αυτός
υπόκειται στην κρίση των αγορών και στους μηχανισμούς
χρηματιστηριακής παραγωγής χρήματος από χρήμα. Με σημαντικότερο
συνεπαγόμενο ότι αν και όποτε οι δανειστές εκτιμήσουν ότι δεν είναι
βιώσιμη η εξυπηρέτηση του χρέους, αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού
καθώς η εκτίμηση για το μέλλον διαμορφώνει συμπεριφορές στο σήμερα.
Με δεδομένο ότι οι
σχετικά άμεσες ανάγκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου είναι
υψηλότατες, μιας και στα επόμενα χρόνια θα ανακυκλωθεί σχεδόν όλο το
δημόσιο χρέος σε συνθήκες αυξημένων επιτοκίων και αυξημένων
ασφαλίστρων κινδύνου για τα (ελληνικά) ομόλογα, τούτο συνεπάγεται μια
εγγενή τάση για αύξηση του χρέους σε αντίθεση με τις επίσημες
διακηρύξεις περί «ριζικής» αντιμετώπισης του ζητήματος.
Εκτός εάν αυτό συνδυαστεί με υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα που δεν
είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα συνδυασμένης περικοπής δαπανών
και αύξησης δημοσίων εσόδων, τα οποία όπως έδειξε και το Μεσοπρόθεσμο
Πρόγραμμα προέρχονται από τις συνήθεις πηγές: τους μη έχοντες.
Από εδώ προκύπτει
αβίαστα το ζήτημα της πολιτικής και των ταξικών συσχετισμών. Επειδή
με τις πολιτικές «προσαρμογής» που υιοθετούνται μόνο
ένταση της κρίσης του δημοσίου χρέους μπορεί να προκύψει, γίνεται
φανερό ότι το δημόσιο χρέος και οι επιλογές αντιμετώπισής του δεν
είναι παρά το πρόσωπο των πολιτικών εκκαθάρισης που έχουν ακόμη
«μεγάλο δρόμο να διαβούν». Η ανεργία πρέπει να
αναρριχηθεί σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά, η καταστροφή παραγωγικών
δυνάμεων να γίνει ακόμη περισσότερο έκδηλη, η εργασία απόλυτα πρόθυμη
να αποδεχτεί τον νέο «οδικό χάρτη».
Δεν έχουμε δει ακόμη
τίποτε. Η εκκαθάριση βρίσκεται ακόμη στην αρχή…
2.
Η «πολιτική» των μηχανισμών
Απέναντι σε αυτή την
ολοένα σαφέστερη διαμόρφωση της πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων με
άξονα το δημόσιο χρέος και την κρίση των δημόσιων οικονομικών
εκτυλίσσονται διάφορες εναλλακτικές ή συμπλέουσες πρωτοβουλίες με
συγκλίνοντα η φαινομενικώς αποκλίνοντα προτάγματα.
Κατά πρώτον
προβάλλει και πάλι όλος ο εσμός των κρατικών διανοουμένων: Στον
ορίζοντα του ρόλου που έχουν οι ίδιοι αξιολογήσει ως αρμόζοντα στο
δικό τους «μεγαλείο», εξαντλούν την ανώφελη και εν μέρει
αποκρουστική δημόσια παρουσία τους σε μεγαλόστομες διακηρύξεις, στην
πραγματικότητα νουθεσίες προς την εξουσία – και την κοινωνία
φυσικά – για τα «ιστορικά» ζητήματα που ο κοινός
νους αδυνατεί να συλλάβει.
Εδώ εντάσσεται η
πρωτοβουλία «Διακεκριμένων καθηγητών υπέρ Μεσοπρόθεσμου
Προγράμματος» (Βήμα 14/6/2011), στην οποία στιγματίζεται ο στρουθοκαμηλισμός των Ελλήνων
με ρητορικά ερωτήματα του τύπου: «Εμείς ως λαός δεν έχουμε
καμία ευθύνη για την παρούσα δραματική κατάσταση; Δεν καθυστερήσαμε
με μαζικές κινητοποιήσεις τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού μας
συστήματος; Οι πολιτικές μας επιλογές, η επίμονη απαίτηση ευχάριστων
προεκλογικών υποσχέσεων που οδηγούσε τα κόμματα σε πλειοδοσία
“δεσμεύσεων” και εξοστράκιζε τις φωνές της πρόνοιας και
της λογικής, ο ατομικός υπερδανεισμός και ο ακραίος
υπερκαταναλωτισμός την περίοδο της φαινομενικής ευμάρειας δεν
συνέβαλαν στη σημερινή κατάσταση; Και υπήρξαν ποτέ λαοί που δεν
κατέβαλαν τίμημα για τα λάθη τους;» Οι οποίοι βεβαίως
«υπενθυμίζουν» στους Έλληνες ότι οι «Ευρωπαίοι
φορολογούμενοι» δεν μπορούν να πληρώνουν την ελληνική
ασυνέπεια.
Εδώ συμπυκνώνονται
ανάγλυφα όλες οι δοξασίες των κρατικών μηχανισμών περί του αιτίου τη
«ελληνικής κακοδαιμονίας», αν και πρόσφατα μάθαμε από τον
Υπουργό Πολιτισμού ότι «τα λεφτά τα έφαγε το κύκλωμα των
στημένων αγώνων». Μόνο που δυστυχώς για τους «διακεκριμένους»
οι δοξασίες τους διαψεύδονται από πηγές πολύ πιο έγκυρες από τις
δημοσιογραφικού τύπου αναφορές τους.
Με βάση τα δεδομένα
που δημοσιεύονται στην Zeit (22/6/2011), η Γερμανία έδωσε στην Ελλάδα πιστώσεις ύψους 8,4 δις €
για τις οποίες η Ελλάδα έχει καταβάλει μέχρι στιγμής 183 εκ. €
εκ των οποίων η γερμανική προμήθεια ανέρχεται σε 42 εκ. €.
Επίσης η μεγέθυνση στη Γερμανία επλήγη κυρίως από την πολιτική του
σκληρού Ευρώ, παρά από την βοήθεια προς τις «αδύναμες χώρες»:
κάθε μονάδα υποτίμησης του Ευρώ φέρνει περίπου μία μονάδα αύξησης των
γερμανικών εξαγωγών. Ενώ η «παραγωγικότητα» του κεφαλαίου
είναι αρκετά διαφορετική σε κάθε χώρα: στη Γερμανία με ωριαίο
εργασιακό κόστος 33,10 € παράγεται αξία 37 €, ενώ στην
Ελλάδα με εργασιακό κόστος 16,60 παράγεται αξία 24 €. Και κάτι
ακόμη για τους θιασώτες της «παραγωγικής» ανασυγκρότησης
της Ελλάδας «που δεν παράγει τίποτε»: κύριο εξαγωγικό
προϊόν της Ελλάδας προς τη Γερμανία δεν είναι το ελαιόλαδο ή τα
αγροτικά προϊόντα αλλά φαρμακευτικά σκευάσματα γενικής χρήσης.
Στην ίδια λογική
είναι και η έκκληση των 32 «ανθρώπων του πνεύματος»
μεταξύ των οποίων και του γνωστού τροβαδούρου που αναζητεί νησιωτική
χλωρίδα για να φιλοξενήσει παραγωγικά την «πανίδα» των
μεταναστών, προς όλο το πολιτικό φάσμα να παραμερίσει την
«ιδιοτέλεια» και να συνεργαστεί για να παραμείνει η
Ελλάδα «ισότιμο» μέλος στην ευρωπαϊκή «κοινωνία».
Αλλά το ίδιο πρότυπο αναπαράγει και η επιστολή «διακεκριμένων
καθηγητών» προς τον Κάρολο Παπούλια με «ριζοσπαστικό»
πρόσημο, όπου «με αίσθημα εθνικής ευθύνης», διατυπώνουν
«συγκεκριμένες προτάσεις» που μπορούν να οδηγήσουν στην
έξοδο από την κρίση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η καταγγελία
του Μνημονίου, η κήρυξη στάσης πληρωμών, η διεκδίκηση του κατοχικού
δανείου αλλά και η «λειτουργία του κράτους υπό καθεστώς
μηδενικού ελλείμματος»…
Όλες αυτές οι
πολιτικές με το τεχνοκρατικό ή «πολιτικό» περίβλημα
τελικά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να σταθεροποιούν τον κυρίαρχο
λόγο, είτε ως κύρια είτε ως συμπληρωματική όψη του. Διότι στην κάθε
μορφή τους αναπαράγουν σε απλή ή διευρυμένη μορφή κάποιο σύνδρομο
ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη βάση της άρχουσας ιδεολογίας. Της
«χώρας», του «κοινού σκάφους» στο οποίο
είμαστε στοιβαγμένοι όλοι, του «μέλλοντος των παιδιών μας»,
και άλλα ηχηρά.
3.
Η ανυπακοή των μαζών
Όμως, τόσο η
προφανής ανεπάρκεια της πολιτικής των μηχανισμών, όσο και η πρόσφατη
κυβερνητική οπερέτα των εκβιασμών και ανασχηματισμών μπροστά στην
αδυναμία επιβολής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, δεν πρέπει να
επηρεάσει τη διαύγεια της εικόνας που έχουμε μπροστά μας. Η Ελλάδα
συγκλονίζεται για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες από ένα κίνημα που δεν
ξεκίνησε από την Αριστερά και διατηρεί μια αξιοσημείωτη δυναμική πέρα
από τα όρια και τις δυνατότητές της: το κίνημα της πλατείας.
Μια δράση που
συμπυκνώνει την οπτική του μέσου εργαζόμενου, του άνεργου και του
αποκλεισμένου, της νεολαίας και των φοιτητών, μιας πρωτοβουλίας στην
οποία για πρώτη φορά εμφανίζονται να συνυπάρχουν χωρίς τις συνήθεις
εντάσεις τόσο ετερόκλητα στοιχεία, από το οργανωμένο της Αριστεράς,
έως το ελευθεριακό και το αυθόρμητο του αντιεξουσιαστικού χώρου, και
από τις αυθόρμητες λαϊκές ιδεολογίες με όλες τις αντιφάσεις τους έως
ακροδεξιές και εθνικιστικές αποχρώσεις που προσπαθούν να
αναβαπτιστούν στη λαϊκή κολυμβήθρα. Με στόχο να μην περάσει το
«Μεσοπρόθεσμο» και με όπλο τη δημιουργία νέων
συλλογικοτήτων ως αντίβαρο στη διαρκή, προϊούσα και μέχρι πρότινος
αδυσώπητη κοινωνική απομόνωση.
Το «κίνημα της
πλατείας» αντιδρά με τον τρόπο του, με την άμεση δημοκρατία, με
τη δοκιμή νέων μορφών συνεννόησης και οργάνωσης από τα κάτω, στον ντε
φάκτο αποκλεισμό του από τη λήψη των αποφάσεων και τη μετατροπή του
σε εκλογικό μηχανισμό. Και με τον τρόπο και τις πρακτικές του
αντιδρά και στους θεσμούς εκείνους που μιλάνε στο όνομά του, τα
συνδικαλιστικά στελέχη του Δημοσίου που με την προστασία της
κομματικής κάλυψης και των σχετικών προνομίων, φροντίζουν κυρίως με
την επαναστατική ρητορεία να καλύψουν τη δική τους ιδιοτέλεια παρά να
προάγουν το συμφέρον της εργασίας.
Αυτή η νέα άμεση
συλλογικότητα αντιστρατεύεται από τα πράγματα την παραδοσιακή
κρατικού τύπου οργάνωση της Αριστεράς, που χρησιμοποιεί τα κινήματα
ως εκλογικούς μηχανισμούς στα σωματεία, στους συλλόγους, στους
δήμους, στη βουλή, στην ευρωβουλή, για να λειτουργήσει στη συνέχεια
ως – έστω αντιπολιτευτικός – μηχανισμός του κράτους που η
ίδια υποτίθεται ότι επιδιώκει να καταργήσει.
Το πλήθος στις
πλατείες λειτουργεί από ένστικτο υπέρ μιας πολιτικής της αλληλεγγύης
με όπλο την άμεση δημοκρατία, χωρίς να έχει – και πώς θα
μπορούσε άλλωστε; – και να προτείνει τη διέξοδο και τη λύση.
Λειτουργεί ως κήρυκας των αναγκών και των επιθυμιών μιας μάζας που
είχε καταστεί άφωνη από τη ροή των πραγμάτων, αλλά που τελικά
αποδεικνύεται έτοιμη να διεκδικήσει το άμεσο, το καθημερινό αλλά και
το πολιτικό, το μεγάλο.
Η λυτρωτική παρουσία
του ανεξέλεγκτου κινήματος της πλατείας, με την ειρηνική καθημερινή
άσκηση στη δημοκρατία καταρρίπτει τα ιδεολογήματα των τεχνικών της
εξουσίας που από φόβο μπροστά στο κοινωνικά αστάθμητο και την
ανεξέλεγκτη δυναμική των μαζών, προτείνουν και ευαγγελίζονται τον
κοινωνικό ορθολογισμό που δεν είναι τίποτε άλλο από την «ασφάλεια»
του κοινωνικού status quo, ένας ακόμη δρόμος προς το αδιέξοδο.
4.
Η κρυφή γοητεία του ιδιωτικού
Αν οι κοινωνικές
ανάγκες βρέθηκαν επιτέλους μέσω της «πλατείας» στο
επίκεντρο της πολιτικής, τότε προέχει ο ορισμός τους και η διάκρισή
τους από οτιδήποτε άλλο μπορεί να επιχειρείται στο όνομά τους. Η
πρωταρχικότητα των κοινωνικών αναγκών έναντι του κέρδους έχει ως
αναγκαία συνέπεια και τον τρόπο παραγωγής αγαθών που προορίζονται για
την ικανοποίησή τους, με κεντρικό πυρήνα τη διασφάλιση του δημόσιου
ελέγχου σε όλους τους τομείς που συμβάλουν στην παραγωγή τους. Αυτό
στη συγκεκριμένη σημερινή συγκυρία ενδεχομένως σημαίνει ότι για το
κοινωνικά συγκεκριμένο ελάχιστο επίπεδο κοινωνικών αναγκών –
Υγεία-Περίθαλψη, Παιδεία αλλά και Πολιτισμό – θα πρέπει να
διασφαλιστεί μέσω του κοινωνικού ελέγχου η παραγωγή για τις ανάγκες
και όχι για το κέρδος. Και εδώ δυστυχώς η μη ιδιωτικοποίηση ή η τυπικά δημόσια οργάνωση της λειτουργίας
συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής δεν αρκεί για τη διασφάλιση του
δημόσιου συμφέροντος και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Το δίδαγμα από την
έως σήμερα λειτουργία τυπικά δημόσιων υπηρεσιών δείχνει ότι το κλειδί
για την ανάδειξη της οικονομίας των αναγκών είναι η εξάλειψη και της
αφανούς εσωτερικής ιδιωτικοποίησης «από τα κάτω» που
παραδοσιακά κυριαρχεί στον κοινωφελή δημόσιο τομέα. Η εσωτερική
ιδιωτικοποίηση «από τα κάτω» είναι σύμπτωμα της
ηγεμονίας του καπιταλισμού (και του νεοφιλελευθερισμού) και αποτελεί
πολύ μεγαλύτερο εμπόδιο για την εγκαθίδρυση της οικονομίας των
αναγκών από τις τυπικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής.
Μιλάμε για τον θρίαμβο της ιδεολογίας του «ιδιωτικού», με
τη μικρής κλίμακας ευρύτατα διαδεδομένη διαφθορά στους δημόσιους
χώρους να απαιτεί ακόμη και για την παροχή της πλέον αμελητέας
υπηρεσίας την ιδιωτική συναλλαγή υπό το οποιοδήποτε πρόσχημα και την
καταβολή του σχετικού τιμήματος.
Υπάρχει εμφανέστερη
ομολογία απόλυτης ηγεμονίας του κεφαλαίου από την υιοθέτηση της
στρατηγικής του κέρδους ως κίνητρου για την κινητοποίηση της
«δημόσιας» παραγωγικής μηχανής;
Και πάλι, αυτή η
βιωμένη πρακτική στην ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι άραγε ένα
απόλυτο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την παραγωγή πραγματικά
δημόσιων αγαθών σύμφωνα με τις ανάγκες, δηλαδή εμπόδιο σε κάθε
προσπάθεια να γίνει ηγεμονικό το στρατηγικό πρόταγμα μιας Κοινωνίας
της Αλληλεγγύης;
Αλλά πέρα και πάνω
από τη δωροληψία, τη συναλλαγή και την κυριαρχία του κέρδους στις
δοσοληψίες που σχετίζονται με δημόσια αγαθά, παρόμοιας υφής είναι και
η κυριαρχία του ιδιωτικού που αναπτύσσεται σε δημόσιες υπηρεσίες,
ακόμα και κοινωφελείς, με την παραμέληση του καθήκοντος, την
υιοθέτηση γραφειοκρατικών αντιλήψεων στην εξυπηρέτηση των πολιτών, τη
«λούφα» και την απουσία ελέγχου επί του αποτελέσματος.
Και μάλιστα σε έναν τομέα που ως δημόσιος θα όφειλε να λειτουργεί
υποδειγματικά για την παραγωγή των κοινωνικών αγαθών. Το «ίδιον
συμφέρον» όσο ασήμαντο και αν φαίνεται αποτελεί τη μαγιά για
την απαξίωση της οικονομίας των αναγκών και της κοινωνίας της
αλληλεγγύης: Αυτό το ιδεολογικό κλίμα, που σε ορισμένες περιπτώσεις
εκτρέφει και διαχέει τη διαφθορά, την παράνομη συναλλαγή και
«εξυπηρέτηση» ιδιωτικών συμφερόντων, βρίσκεται στον
αντίποδα του εγχειρήματος της κοινωνικής ανατροπής και αποτελεί άλλη
μια έκφανση της ηγεμονίας του κέρδους πάνω στις ανάγκες.
5.
Το Σχέδιο και το Όραμα
Όλα τα παραπάνω
μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι συνιστούν «πολυτέλεια»
στη σημερινή συγκυρία, στην οποία η εργασία δέχεται ολομέτωπη επίθεση
από το κεφάλαιο με όπλο τη δημοσιονομική κρίση και με μέσο την κάθε
είδους κρατική τρομοκρατία. Μάλιστα εύλογη φαίνεται και η κριτική ότι
η θέση αυτή συγκαλύπτει τις διαχωριστικές γραμμές, βρίσκοντας εχθρούς
στο «εσωτερικό» των δυνάμεων της εργασίας, τη στιγμή που
προέχει πάνω απ’ όλα η αρραγής ενότητα του μετώπου απέναντι στο
κεφάλαιο και το κράτος.
Η γοητεία και
ηγεμονία του ιδιωτικού είναι όμως μια πραγματικότητα που διαπερνά το
σύνολο των μηχανισμών, ακόμη και εκείνων που μιλούν στο όνομα της
Αριστεράς ή της αντίστασης στα μέτρα του Μνημονίου.
Η συναλλαγή και η
θεραπεία του «ιδιωτικού» κυριαρχούν σε συνδικαλιστικές
πρακτικές του Δημοσίου, ιδίως εκεί όπου ο κυβερνητικός συνδικαλισμός
κάθε χροιάς έχει εξαλείψει κάθε κοινωνική γείωση και έχει εκθρέψει τη
συνδιοίκηση στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις. Γεγονός που δεν
συγκαλύπτεται από τις «μαχητικές» κινητοποιήσεις όσων δεν
κινδυνεύουν στην εργασιακή τους ασφάλεια, οι οποίες άλλωστε έχουν
ημερομηνία λήξης κατά την ψήφιση του κάθε νόμου. Ούτε από τις κραυγές
για «ασυμβίβαστο αγώνα» ενάντια στην ιδιωτικοποίηση όταν
εκείνο που μάλλον διακυβεύεται είναι η θέση της συνδικαλιστικής
αριστοκρατίας στην εσωτερική εταιρική ιεραρχία και εξουσία. Ιδίως
όταν η «μετοχοποίηση» έχει γίνει σιωπηρά ή ηχηρά δεκτή ως
μέσο για την «ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας» των
επιχειρήσεων, «παραβλέποντας» ότι η χρηματιστηριακή
λογική εδράζεται στη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους και
όχι σε κάποιο νεφελώδες κριτήριο κοινωνικής ωφέλειας.
Και δεν είναι σπάνιο
οι πρακτικές αυτές στη συγκυρία να αποσπούν την ενεργή υποστήριξη της
Αριστεράς, στο πλαίσιο μιας τακτικής ή και στρατηγικής σύμπλευσης.
Γιατί η Αριστερά είναι προσηλωμένη στους άμεσους, μεσοπρόθεσμους και
μακροπρόθεσμους στόχους και έχει συνηθίσει να τους εντάσσει σε ένα
πανταχού παρόν «Σχέδιο», το οποίο στόχο έχει να
υπηρετήσει την πάλη για «τότε» που «η Αριστερά θα
γίνει κυβέρνηση». Ένα Σχέδιο που κάτω από την πίεση της
καθημερινής πολιτικής πρακτικής τείνει να ισχυρίζεται ότι διαθέτει
«λύσεις» επεξεργασμένες για τώρα, για το μέλλον. Κάτι
που, ακόμη και αν υφίσταται στα χαρτιά, είναι διαβατήριο για τον
κόσμο των σκιών μιας και η δημιουργία του αριστερού «Σχεδίου»
δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εναλλακτικό πρόταγμα ηγεμονίας, το
οποίο τίθεται «εδώ και τώρα», και του οποίου «υποκείμενο»
μέσα στην πάλη των τάξεων δεν μπορεί να είναι παρά τα
κινήματα,
ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία.
Μια κατασκευή δηλαδή
στην οποία το Όραμα έχει πάντα τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο.
6. I had a dream
Το Σχέδιο λοιπόν
έπεται, «δεν υπάρχει», παρά μόνο ως διαδικασία
δημιουργίας του, δηλαδή διαμορφώνεται από το «υποκείμενο»
(τα κινήματα, τον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία) μέσα στην ταξική
πάλη, καθώς θα αλλάζει ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, θα κερδίζονται
μάχες, θα διαμορφώνονται νέα πρακτικά δεδομένα πάνω στα οποία θα
μπορέσει να στηριχθεί ο επόμενος κύκλος ανέλιξης του Σχεδίου. Αυτό
δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχουν κατευθυντήριοι άξονες, αρχές
και στόχοι, που τίθενται από την Αριστερά και τα κινήματα, αλλά αυτά
επ’ ουδενί συνιστούν αυτό που τυπικά χαρακτηρίζεται Σχέδιο. Το
Σχέδιο προκύπτει μόνο μέσα στη διαδικασία των κοινωνικών μετασχηματισμών και μόνο εφόσον διαμορφώνονται οι κατάλληλοι συσχετισμοί δύναμης.
Υπάρχει και μια
ιστορική εικονογράφηση των παραπάνω που μπορεί να μας βοηθήσει να
αντιληφθούμε τη σημασία και την απόλυτη χρησιμότητα του οράματος. Στη
δεκαετία του ’60, ο ηγέτης του κινήματος για την εξάλειψη των
φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ Martin Luther King ξεκίνησε τη μεγάλη
εκστρατεία του και την πορεία προς την πρωτεύουσα των ΗΠΑ – που
δυστυχώς διακόπηκε άδοξα με τη δολοφονία του – με μια μαγική
φράση που έδρασε καταλυτικά και ηγετικά στη δεδομένη εκρηκτική
συγκυρία της φυλετικής καταστολής των έγχρωμων πολιτών, με το
ιστορικό: I have a Dream.
Για να γίνει χιονοστιβάδα στη συνέχεια.
Αντιθέτως, αν
διακήρυσσε ένα τεχνοκρατικό I have a Plan, δηλαδή ότι στις δεδομένες
συνθήκες είχε
Σχέδιο και «προτάσεις διεξόδου», μάλλον θα έμενε στην
ιστορική αφάνεια. Αντίθετα, το περίφημο I have a dream, κινητοποίησε
γιατί παρέπεμπε στο Όραμα και στην αναγκαιότητα να αλλάξουν οι
δεδομένες κατά την έναρξη της διαδικασίας συνθήκες.
Όραμα: η επίκληση
του ανέφικτου ως δικαίωμα για τη σταδιακή και υπό συνθήκες
στοιχειοθέτηση του Σχεδίου ανατροπής. Οι εκατοντάδες χιλιάδες
άνθρωποι που βρίσκονται στις πλατείες της χώρας ξέρουν καλά τι
δεν θέλουν (τη
φτώχεια, την ανεργία, τον αυταρχισμό, την έλλειψη δημοκρατίας) και
επομένως έχουν σαφές το περίγραμμα του Οράματος.