ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ
Και μόνο για τη στιγμή της αναπάντεχης συνάντησης, στο χιονισμένο τοπίο, μέσα σε ένα αντίσκηνο, εν σιωπή, ομάδας ανταρτών με φαντάρους, θα άξιζε ίσως να έχει γυριστεί η «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη. Στα λίγα λεπτά που διαρκεί, πυκνώνει μέσα από βλέμματα και χειρονομίες, με το φόβο να υποβόσκει και την καχυποψία να κυριαρχεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι ακριβώς εχθροί αλλά ασφαλώς ούτε φίλοι, μια αλήθεια. Και οι δυο πλευρές είναι πρόσωπα του ίδιου δράματος, του εμφύλιου πολέμου, «της ντροπής», όπως λέει ο παππούς (Θανάσης Βέγγος) που αναζητάει τη σορό του εγγονού του.
Από την έναρξη της ταινίας, οι προθέσεις γίνονται σαφείς: Στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων χάθηκαν 12.000 Ελληνες στρατιώτες, στη Μικρασιατική Εκστρατεία 37.000, στην ιταλογερμανική επίθεση 15.000 και στον Εμφύλιο 70.000, στρατιώτες και αντάρτες, του Εθνικού και του Δημοκρατικού Στρατού. Στον Γράμμο και στο Βίτσι ενταφιάστηκε πολύς πόνος, πολύ μίσος, θρήνος, καημός, αγάπη και ενοχή. Και ο Παντελής Βούλγαρης προσπαθεί να αφαιρέσει στρώματα λήθης, ιστορίες θαμμένες, φράσεις που δεν καταγράφηκαν αλλά αποτέλεσαν υλικό αφηγήσεων, μέσα από την πορεία δύο ανήλικων αδελφών, του Ανέστη και του Βλάση, που στρατολογήθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Συνηθισμένος διχασμός στις οικογένειες της εποχής, που βίωσαν τον Εμφύλιο κομμένες στα δύο. Βίαια, οδυνηρά και ανεξίτηλα.
Η ταινία, σε πρώτη ανάγνωση, διαθέτει όλα τα συστατικά της επιτυχίας: συγκίνηση (ειλικρινή και πηγαία), καλογυρισμένες σκηνές μάχης όπου τα σύνολα «διασπώνται» επιδέξια σε άτομα, η κάμερα (συχνά στο χέρι) παρακολουθεί προσωπικές στιγμές, η ψηφιακή χρήση παραπέμπει σε μεγάλες παραγωγές, τα κινηματογραφημένα τοπία κόβουν την ανάσα, η «ψυχή βαθιά» κάθε φορά που ακούγεται ρυθμικά σαν σύνθημα των ανταρτών θολώνει την εικόνα. Τα δάκρυα ήταν κοινή εμπειρία στους θεατές της πρεμιέρας.
Ο Παντελής Βούλγαρης γνωρίζει πολύ καλά ότι χειρίζεται «άτιμους καιρούς, δύσκολους ανθρώπους». Επικεντρώνει στην ανθρώπινη τραγωδία, στο μετέωρο βήμα της Ιστορίας: «Πώς να κάνουμε πίσω; Σε ποια ζωή να γυρίσουμε ύστερα από όλα αυτά;» αναρωτιούνται οι αντάρτες. «Μας άφησαν μόνους».
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί με τη συνείδηση, τη σχέση με τα γεγονότα, το συναίσθημα και το βλέμμα του δοκιμασμένου αριστερού. Προσπαθεί να είναι δίκαιος, να σεβαστεί τα όσα άκουσε και διάβασε στο μακρύ διάστημα της προετοιμασίας. Και εδώ, η μάχη είναι άνιση. Οι αιχμές κόβονται, το «κακό» βρίσκεται έξω από εμάς. Φταίνε οι Αμερικανοί που ήρθαν και οι Ρώσοι που δεν ήρθαν. Οι ξένες δυνάμεις έφεραν τις ναπάλμ, την καταστροφή, τον εμφύλιο σπαραγμό. Ο Π. Βούλγαρης αγγίζει τα τραύματα με προσοχή για να μη ματώσουν. Δεν αναψηλαφεί πληγές, τις θεωρεί δεδομένες. Οπου η αμηχανία τον κυκλώνει, καταφεύγει στην ποίηση της εικόνας, σε κινηματογραφικά στερεότυπα. Τα αντίπαλα χέρια που αγγίζουν το ένα το άλλο και το αναπάντητο ερώτημα «άραγε εμείς νικήσαμε», χορογραφεί το βάσανο, το νανουρίζει, αντί να το απογυμνώνει. Αυτό αναζητάμε 60 χρονιά μετά; Μπορεί και ναι.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το έχει ξαναδοκιμάσει κάποιες φορές στο παρελθόν, άλλοτε με μεγάλη επιτυχία, όπως στα Πέτρινα Χρόνια, άλλοτε αστοχώντας, όπως στο Ακροπόλ, και κάποιες φορές με ανάμεικτα αποτελέσματα (Νύφες, Βενιζέλος).
Ο εμφύλιος είναι ένα ταμπού στο ελληνικό σινεμά και ο Βούλγαρης το αντιμετωπίζει κάτω από το πρίσμα της συμφιλίωσης. Η καρδιά του χτυπάει αριστερά, εξού και ο τίτλος Ψυχή Βαθιά, ένας εγκάρδιος χαιρετισμός/σύνθημα των ανταρτών στα βουνά. Ωστόσο, η ταινία δεν ασχολείται με τα εσωτερικά αίτια του εθνικού σπαραγμού. Ρίχνει την ευθύνη στους Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς, που πόρωσαν και εγκατέλειψαν τους Έλληνες σε ένα πολιτικό χάος, μια τραγική εμπόλεμη κατάσταση («αυτός δεν είναι πόλεμος, είναι ντροπή», όπως λέει ο Θανάσης Βέγγος που σπαραχτικά ζητάει το νεκρό εγγόνι του για να το θάψει), που οδήγησε συγχωριανούς σε μανιασμένο μακέλεμα, παιδικούς φίλους σε αλληλοσκοτωμό και αδέλφια, όπως ο Βλάσσης και ο Ανέστης, σε αντίπαλα στρατόπεδα, παρά τη θέλησή τους.
Δεν είμαι αρμόδιος να κάνω ανάλυση περί των λεπτομερειών, της ακρίβειας, της ορθότητας των πηγών και ίσως μιας ενδεχόμενης απλούστευσης του Βούλγαρη σε ό,τι αφορά τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα σε λουτρό αίματος κατά την κρίσιμη τριετία 46-49. Γνωρίζω, ωστόσο, όπως όλοι μας, πως ακόμη πληρώνουμε μια διχαστική νοοτροπία που δεν έχει πάψει ουσιαστικά να γυροφέρνει πολιτικά διλήμματα. Και αυτό, πέρα από εκκλήσεις ή διδαχές, είναι το πνεύμα της ταινίας Ψυχή Βαθιά: η ελληνική περιπέτεια που, ανεξάρτητα από την εκκίνησή της, κατέληξε σε μια παράλογη τραγωδία και μαύρισε την ελληνική ψυχή, όπως οι βόμβες ναπάλμ καρβούνιασαν, στην επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα τους στις βόρειες βουνοκορφές, τα κορμιά των παρτιζάνων.
Ο Βούλγαρης κάνει την έκπληξη και, χωρίς να έχει παρουσιάσει παρόμοια δείγματα, κινηματογραφεί ατμοσφαιρικά, λυρικά αλλά και σφριγηλά, τεντωμένα και αιχμηρά τις σκηνές των μαχών, υπηρετώντας με ακρίβεια το παιχνίδι της πολεμικής περιπέτειας (τέτοιες σκηνές δεν έχουμε ξαναδεί σε ελληνική ταινία), έχοντας απρόσμενο σύμμαχο την κατάλληλη και σύγχρονη ματιά στη μουσική επένδυση από τον Γιάννη Αγγελάκα. Κάνει σπουδαία δουλειά σε περιφερειακούς αλλά κρίσιμους χαρακτήρες, όπως με τον Καπετάν Ντούλα (Βαγγέλης Μουρίκης), τον Τριαντάφυλλο (Γιώργος Συμεωνίδης) και κυρίως τη δυναμική, ανατριχιαστική Βικτώρια Χαραλαμπίδου στον ρόλο της κοκκινομάλλας, μαχητικής και αμφιλεγόμενης Γιαννούλας. Εκεί που κόβεται στα δυο η Ψυχή Βαθιά και χάνει το ενδιαφέρον της είναι στη βασική ιστορία των δυο αδελφών, οι οποίοι ενώνονται και αποσυνδέονται με αμηχανία και αποσπασματικότητα. Όχι γιατί τα δυο νέα και προφανώς άπειρα παιδιά προδίδονται υποκριτικά, αλλά γιατί δραματικά υποστηρίζονται από ένα στόρι που, παρά τον διάχυτο ουμανισμό, μοιάζει ελλιπές.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ
Μέσα στο ίδιο επταήμερο η διπλή όψη του ελληνικού κινηματογράφου. Με το Νέο ο Λάνθιμος. Με το Παλιό ο Παντελής Βούλγαρης. Το λένε «Ψυχή βαθιά», αλλά πάσχει και από ιστορική άγνοια βαθιά!
Σκληρό. Έτσι το είδα. Έτσι το επεξεργάστηκα. Έτσι κατέληξα. Και ο αδελφός μου να ήταν τα ίδια θα έγραφα εδώ. Ο Βούλγαρης, λοιπόν. Ο σκηνοθέτης των προσωπικών, μικρών ιστοριών. Όπου το έκανε αυτό – από το «Προξενιό της Άννας» μέχρι τα «Πέτρινα χρόνια»- έπιανε επιδόσεις με συγκίνηση βαθιά. Όπου καταπιανόταν με την Ιστορία και το πλήθος των μεγάλων παραγωγών από τον «Βενιζέλο» μέχρι τις «Νύφες»- κατέληγε να υπογράφει καλλιγραφημένες χαλκομανίες.
Το γκρέμισμα διπλό. Και η μικρή ιστορία δεν είναι άξονας και ολοκληρωμένη δραματουργία. Και η μεγάλη, η αληθινή Ιστορία, είναι επεξεργασμένη με υποκειμενική, επιπόλαιη ερμηνεία και αισθητική μυωπία. Στη θέση του θα έβλεπα και θα αφομοίωνα κάθε καρέ από την κορυφαία στιγμή του Κεν Λόουτς «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι». Πάνωκάτω ίδια περίπου ιστορία. Όμως εκ της συγκρίσεως βυθίζεται του Βούλγαρη η ταινία.
Ενός λάθους μύρια έπονται. Επειδή λοιπόν περιγράφει τις τελευταίες ημέρες του Εμφυλίου στον Γράμμο του 1949. Όχι, δεν είναι αληθινό πως οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν περίπου ισοδύναμες. Ο Εθνικός είχε πάρει φαλάγγι τον Δημοκρατικό Στρατό. Ήταν ζήτημα ημερών. Η θανατίλα των Desperados κομμουνιστών θα έπρεπε να ήταν χαραγμένη στο κούτελο των ανταρτών. Όχι, δεν είναι δυνατόν να είσαι κυκλωμένος μέχρι τ΄ αυτιά κι εσύ να τραγουδάς δυνατά, με άκρατο ενθουσιασμό. Θα σε έκαναν κιμά. Όχι, οι αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού δεν έδωσαν δείγματα συναισθηματικά. Αποκεφάλιζαν και περιέφεραν τα κεφάλια στα χωριά. Έλεος. Διαβάστε οποιαδήποτε μαρτυρία. Άγγλων, Αμερικανών και Ελλήνων παρατηρητών. Όχι, δεν είναι αληθινό πως ο Εμφύλιος τελείωσε επειδή οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές έριξαν για πρώτη φορά βόμβες Ναπάλμ. Τις έριξαν στην Μπανανία, αλλά το τέλος του Εμφυλίου ήταν μια προαναγγελθείσα τραγωδία. Όχι, για την παροιμιώδη ελληνική κακοδαιμονία δεν φταίνε οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί. Αγαπητέ δεν φταίει ο διαιτητής, αλλά η δική μας η κεφαλή!
Και τέλος- το χειρότερο και πλέον ανιστόρητο όλων των λαθών- ο εύκολος συναισθηματισμός. Θέλουμε δεν θέλουμε, ο Εμφύλιος είναι δυστυχώς μια αναγκαστική ιστορική διαδικασία που έχει συμβεί και συμβαίνει σε κάθε γωνιά της Γης. Από την επανάσταση στην Αμερική και τη Γαλλία μέχρι Ισπανία. Παντού. Έτσι προς τα μπρος ή προς τα πίσω προχωράει η Ιστορία βουτηγμένη σε ωκεανούς αίματος. Δεν μας αρέσει, αλλά έτσι συμβαίνει. Μία η αιτία.
Μπορεί όλοι να μιλάμε ελληνικά, αλλά τα συμφέροντα εντελώς ξένα και εχθρικά. Στοιχειώδες αγαπητέ Ουάτσον. «Έλληνας τουφεκάει Έλληνα» (εκ βαθέων και συγκινητικά προφέρει ο Θανάσης Βέγγος τα λόγια αυτά). Επειδή δύο οι Ελλάδες, όπως δύο οι κόσμοι που συγκρούονται από την ημέρα που ο Άνθρωπος ήρθε στη Γη.
Τα λάθη προσέγγισης καταλήγουν σε λάθη σκηνοθετικής διαχείρισης. Το πρώτο μέρος μοιάζει με ρεπεράζ (περάσματα) από διαφορετικές ταινίες. Από τη μια, η ιστορία δύο αδελφών σε δύο στρατόπεδα διαφορετικά. Από την άλλη, ατελείωτες περιγραφές με γαλονάδες να συνεδριάζουν σαν από σκηνές του Τζέιμς Πάρις και από μάχες μέσα σ΄ ένα τοπίο θολό, έτσι για να δικαιολογηθεί η μεγάλη παραγωγή. Άφθονος χρόνος, άφθονη φλυαρία, άφθονος χαμένος κόπος χωρίς αισθητική αξία. Όπου ο φακός περιορίζεται στο δράμα το προσωπικό, απογειώνεται το υλικό. Όπου το μαζικό και το ιστορικό, γκρεμίζεται η ταινία ολοσχερώς. Κρίμα. Γιατί ήταν μεγάλη ευκαιρία. Και γιατί οι περισσότερες φάτσες από το καστ των νέων παιδιών είναι χάρμα οφθαλμών. Και γιατί η φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις καλύτερες ξένες παραγωγές. Και γιατί το μουσικό μοτίβο του Γιάννη Αγγελάκα μοιάζει με πειραγμένο μοιρολόι. Με έναν λόγο, μία η απορία. Αφού είναι κάτοχος του μυστικού να σκηνοθετεί χαμηλόφωνα και υπαρξιακά, τι στο καλό το ήθελε και μπερδεύτηκε με όλα αυτά τα γαλόνια, τις μάχες και τις Ναπάλμ;
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
Ο Παντελής Βούλγαρης, ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου, που έκανε την εμφάνισή του στη δεκαετία του ‘70, δείχνει να μοιράζει τη σκηνοθεσία του ανάμεσα σε δύο είδη: τις πολύ προσωπικές, κατά κάποιο τρόπο «ταινίες δωματίου» («Το προξενιό της Αννας», «Ησυχες μέρες του Αυγούστου», «Ολα είναι δρόμος») και τις επικές ταινίες («Ελευθέριος Βενιζέλος», «Τα πέτρινα χρόνια», «Νύφες»), ενώ, ενδιάμεσα, μας πρόσφερε μια ξεχωριστή, στιλιζαρισμένη ταινία, όπως το αδικημένο αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον «Happy Day».
Στον επικό κινηματογράφο εντάσσεται και η τωρινή ταινία του «Ψυχή βαθιά», με τον 68χρονο Βούλγαρη να στρέφεται στον εμφύλιο πόλεμο, για να φτιάξει μια ταινία συμφιλίωσης των δύο πλευρών, της Αριστεράς και της Δεξιάς, που στοίχισε στο έθνος 70.000 νεκρούς, αριθμό δηλαδή μεγαλύτερο από το συνολικό αριθμό των νεκρών σε τρεις άλλους πολέμους (Βαλκανικούς, Μικρασία και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Κι αυτό όχι μέσα από την επίσημη Ιστορία αλλά μέσα από «τη μοίρα των απλών ανθρώπων, των από κάτω, των λησμονημένων θυμάτων», όπως ανέφερε ο ίδιος. Η ιστορία, τοποθετημένη στα 1949, τρίτη χρονιά του Εμφυλίου, επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα σε δύο αδέρφια τσοπανόπουλα, τον 17χρονο Ανέστη (Χρήστος Καρτέρης) και τον 14χρονο Βλάση (Γιώργο Αγγέλκο), που ο πατέρας τους σκοτώθηκε από νάρκη, ενώ η μάνα τους βρίσκεται σε στρατόπεδο αμάχων. Τα δύο παιδιά βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα και χρησιμοποιούνται αρχικά ως οδηγοί, ο Ανέστης του Εθνικού Στρατού και ο Βλάσης του Δημοκρατικού, με τον Βλάση να γίνεται στη συνέχεια πολυβολητής και να παίρνει το όνομα Φλόγας.
Ο Βούλγαρης είναι αναμφισβήτητα εξαίρετος σκηνοθέτης, πράγμα που φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της ταινίας με τις αρκετά εντυπωσιακές για τα ελληνικά δεδομένα (ας μου επιτραπεί εδώ να πω ότι με τα ξένα δεδομένα δεν είναι πάντα στο ίδιο επίπεδο) σκηνές των μαχών. Από ένα όμως σημείο και μετά οι μάχες επαναλαμβάνονται χωρίς να προσθέτουν τίποτα στην πλοκή, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κουράσουν τον θεατή. Αντίθετα, το δεύτερο μέρος, από κινηματογραφικής τουλάχιστον πλευράς, είναι πολύ πιο ενδιαφέρον: με τη σχέση που παρακολουθούμε ανάμεσα στα δύο αδέρφια, με τον Ανέστη να προσπαθεί να προφυλάξει όσο μπορεί τον μικρότερο αδερφό του, αλλά και τη σχέση του Ανέστη με έναν ταξίαρχο του Εθνικού Στρατού. Σκηνές που ο Βούλγαρης στήνει με φροντίδα, προσπαθώντας να δώσει την ανθρώπινη (ορισμένες φορές με κάποιο μελοδραματισμό) πλευρά των χαρακτήρων του.
Το μεγάλο όμως πρόβλημα είναι αλλού. Στην προσπάθεια συμφιλίωσης που αποπειράται ο σκηνοθέτης. Η συμφιλίωση δεν είναι κάτι που παρουσιάζεται στις στιγμές εκείνες όπου κυριαρχούν τα πάθη και τα μίση αλλά γίνεται αφού και οι δύο πλευρές αποδεχτούν την αλήθεια και αναγνωρίσουν τα λάθη και τα όποια εγκλήματά τους -και σήμερα όλοι γνωρίζουμε πως υπήρχαν και λάθη και εγκλήματα και από τις δύο πλευρές. Το να θέλεις να δώσεις την ανθρώπινη πλευρά των χαρακτήρων δεν σημαίνει ότι αποκλείεις και τις αδυναμίες τους: το μίσος, η εκδίκηση και τα διάφορα άλλα ελαττώματα είναι αναπόσπαστο τμήμα του ανθρώπινου χαρακτήρα. Το να παρουσιάζεις τους μαχόμενους να αντιμετωπίζουν τον Εμφύλιο σαν κάτι που τους προξενούσε λύπη αλλά ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν δεν είναι συμφιλίωση αλλά παραποίηση της Ιστορίας. Γιατί η ταινία παρουσιάζει πως αυτοί που πήραν μέρος στον Εμφύλιο ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν είτε από τους Αμερικανούς και το Παλάτι, που ήθελαν να εξοντώσουν τον «εσωτερικό εχθρό» (ο Ελληνας στρατηγός παρουσιάζεται να υπακούει κάπως λυπημένος τον Αμερικανό εκπρόσωπο που τον αναγκάζει να προχωρήσει στην πλήρη εξόντωση του «εχθρού»), και όχι γιατί πίστευαν -και οι περισσότεροι πίστευαν με φανατισμό- στις ιδεολογίες τους, που συχνά δεν τους άφηναν περιθώριο για λογική και ανθρωπισμό. Αντίθετα, οι σκηνές απαλύνουν τη βία και την ωμότητα σε βάρος της αυθεντικότητας. Δυστυχώς, η συμφιλίωση δεν γίνεται με τέτοιο τρόπο. Ο Βούλγαρης μπορεί, κατά τα άλλα, να είναι πολύ καλός κινηματογραφιστής, ο Εμφύλιος όμως περιμένει ακόμη τον σκηνοθέτη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου