Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Εξέγερση, μετανάστες, δημοκρατία


Με την πολιτική εμπλοκή των μεταναστών στην εξέγερση, μια νέα πρακτική ιθαγένειας «ενεργοποιήθηκε» θολώνοντας την δικαστική διάκριση μεταξύ έλληνα και αλλοδαπού, έχοντας αποσυνδέσει την πολιτική συμμετοχή από την εθνότητα και εθνικότητα

Του Ανδρέα Καλύβα


«Καθώς ο Σόλων έβλεπε, συχνά, την πόλη να βρίσκεται σε μια κατάσταση πολιτικής αντιπαράθεσης, και κάποιους από τους πολίτες, εξαιτίας της τεμπελιάς τους, να είναι την ίδια στιγμή αρκετά ευχαριστημένοι και να αφήνουν τα πράγματα να περνούν, εξέδωσε νόμο για να τους αντιμετωπίσει, σύμφωνα με τον οποίο, καθένας που σε δημόσια διαμάχη δεν διάλεγε να συμπαραταχθεί με κάποια από τις αντιμαχόμενες πλευρές, αυτός θα έπρεπε να απομονώνεται και να μη θεωρείται πια πολίτης της πόλης

Αριστοτέλης

Όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, πρέπει να κάνει τον εαυτό του ελεύθερο.
Η ελευθερία δεν είναι δώρο των ξωτικών για να παραπέσει στην αγκάλη των ανθρώπων.

Μαξ Στίρνερ


[...]

Είναι τα χαρακτηριστικά της αναταραχής, όπως η ταχύτητα, η διάρκεια, το μέγεθος, το εύρος, η ένταση, και η  σύνθεσή της, ενδείξεις  εξέγερσης εναντίον της θεσμοθετημένης αρχής;

Εξέγερση: συλλογική δράση ενάντια στο κράτος

Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, είναι. Πολλοί, τόσο από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, όσο και από τα αριστερά, συμφώνησαν σε αυτό. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τοπικά και διεθνή, διέδωσαν μια παρόμοια εικόνα, που ταυτίστηκε μ’ αυτή της κοινής γνώμης. Πλήθος διανοουμένων, δημοσιογράφων,  ειδήμονες όλων των ειδών και  θεσμικοί εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών συμμερίστηκαν ευρέως  την άποψη αυτή, όπως και  οι  κρατικοί αξιωματούχοι  και  οι εκπρόσωποι των κομμάτων. Τα  φίλα προσκείμενα στην εξέγερση κινήματα και οι ίδιοι οι συμμετέχοντες προσδιόρισαν την αναταραχή ως μια εξέγερση και μια ανταρσία. Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Ήταν εξέγερση. Υπήρξε πολιτική ανυπακοή και δημόσια απειθαρχία, άμεση δράση εκτός θεσμικών τρόπων έκφρασης,  αδιαμεσολάβητη  από κόμματα και τυπικούς κανόνες, στα όρια της νομιμότητας και πέρα από αυτή, κατευθυνόμενη εναντίον  του κράτους και της τάξης που αντιπροσωπεύει. Τα σύμβολα της κρατικής εξουσίας και της δημόσιας αρχής  στοχοποιήθηκαν. Εκατοντάδες  άνδρες των ΜΑΤ τραυματίστηκαν και, εκτός από τα δεκάδες καμένα αυτοκίνητα της αστυνομίας, διάφορα αστυνομικά τμήματα  υπέστησαν εμπρησμούς. Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν στην αστυνομία,  η οποία φύλαγε τη Βουλή, και φυσικά στόχευαν το κτίριο με πέτρες και βόμβες μολότοφ. Αυτές τις επιθέσεις ακολούθησαν μια σειρά από μαθητικές πορείες έξω από πενήντα αστυνομικά τμήματα. Πολιόρκησαν και επιτέθηκαν στους ανώτατους αξιωματούχους της αστυνομίας στην Αθήνα. Καθώς υπουργεία, δικαστήρια, κυβερνητικά κτίρια και γραφεία κομμάτων δέχθηκαν επίθεση,  δημόσιες επιχειρήσεις ηλεκτρισμού δέχτηκαν σαμποτάζ, πυροσβεστικά οχήματα και ασθενοφόρα δέχτηκαν επίθεση, ο δυσοίωνος όρος «Ελληνική Ιντιφάντα» μπήκε στην ελληνική πολιτική ορολογία. Η παρουσία των αναρχικών κινημάτων και των αριστερών εξωκοινοβουλευτικών ομάδων στις κινητοποιήσεις προσέφερε μια ικανοποιητική  απατηλή πολιτική ταυτότητα για να εμφανιστεί και να οριστεί ένας εχθρός που έπρεπε να καταπολεμηθεί. Οι διαχωριστικές γραμμές χαράχτηκαν  και τοποθετήθηκαν όλοι κατά ή  υπέρ της συγκροτημένης  κυρίαρχης  πολιτικής  εξουσίας.

Παρά το γεγονός ότι οι διαδηλωτές απέτυχαν να κρατήσουν τον πολιτικό χώρο και να τον οργανώσουν  πολιτικά, μολονότι απείχαν από το να αρθρώσουν ένα ενιαίο-λαϊκό αίτημα ή να αναγγείλουν ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, παρ’ ότι δεν δημιούργησαν διαρκείς  αντι-εξουσίες και εναλλακτικούς θεσμούς, οι ενέργειές τους είχαν ένα κοινό προσδιορισμένο στόχο: Ήταν αντι -κρατικές. Υπήρξε άρνηση του κράτους στο σύνολό του, και όχι μόνο της κυβέρνησης.

[...]

Υπήρχαν φόβοι ότι υπήρχε  προσπάθεια να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Η αναταραχή θεωρήθηκε ως μια άμεση, απτή απειλή για την ασφάλεια και την ύπαρξή της συνταγματικής τάξης. Οι άρχουσες ελίτ έδειξαν έναν υπαρξιακό φόβο, ενώ η χώρα ήταν υπό ένα  γενικό κλίμα πολιτικής ανασφάλειας. Στο θεσμικό οικοδόμημα, ρωγμές της αστάθειας εμφανίστηκε μετά από τις συνεχείς κινητοποιήσεις. Το φάντασμα της  διαρκούς  εξέγερσης, μιας επανάστασης στα σκαριά, προκάλεσε γενικευμένες και, κατά καιρούς, υστερικές εκφράσεις άγχος. Θα υπάρξουν περισσότεροι θάνατοι, περισσότερη αιματοχυσία; Είναι η ιδιοκτησία μας προστατευμένη; Είναι τα παιδιά μας ασφαλή; Υπάρχει τάξη; Μπορεί η συντηρητική κυβέρνηση να επιβάλλει την τάξη; Πολλοί έκαναν λόγο για μια γενική δυσπιστία, μια οικονομική κατάρρευση, μια εθνική παθολογία, μια κρίση νομιμοποίησης, κρίση των θεσμών και της εκπαίδευσης, που επηρεάζει  όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά την ίδια την εξουσία  του κράτους. Όπως ο πρωθυπουργός κατηγόρησε τους  «εξτρεμιστές» για την αναταραχή και δεσμεύτηκε να λάβει «άμεσα» μέτρα, δηλώνοντας ότι «Το κράτος έχει καθήκον να προστατεύσει την κοινωνία και τους πολίτες», ο ηγέτης της σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης ζήτησε πρόωρες εκλογές, με το αιτιολογικό ότι η συντηρητική κυβέρνηση έχει αποδειχθεί ανίκανη να προστατεύσει τον κόσμο  από  τους διαδηλωτές και την «αναρχία».

Μια απουσία τάξης, ένα κενό εξουσίας, στοίχειωνε την  ελληνική πολιτική σκηνή. Η πιο σημαντική συντηρητική εφημερίδα συνέλαβε αυτό το ζοφερό κλίμα στα editorial της, θρηνώντας για  την έλλειψη ενός ισχυρού ηγέτη για να σώσει τη χώρα από αυτή την διάχυτη κρίση του χάους και ακυβερνησίας  και υπερασπίστηκε την ανάγκη  κάποιος να αναλάβει την πρωτοβουλία να σχηματιστεί μία κυβέρνηση συνασπισμού έκτακτης ανάγκης και να θέσει ένα τέλος στην εξέγερση.. Εν τω μεταξύ, ανάμεσα σε όλα και αυτό,  η Διεθνής Αμνηστία κατηγόρησε την ελληνική αστυνομία για βαρβαρότητα στο χειρισμό των ταραχών και το Ελληνικό Τμήμα της  ακύρωσε  τις προγραμματισμένη εορταστικές εκδηλώσεις στην Αθήνα για την 60η επέτειο της υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως απάντηση στην  αστυνομική βία.

Φαίνεται σαν η «παγκόσμια κατάσταση έκτακτης ανάγκης» να έφτασε επιτέλους και στην Ελλάδα. Την ημέρα του ακυρωθέντος εορτασμού για την Οικουμενική Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ότι η κυβέρνηση σκεφτόταν σοβαρά την  κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ήταν πολύ πιθανό να την ανακοινώσει.  Μια κρισιακή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια  αυτής της νύχτας με τον Πρόεδρο, τον Πρωθυπουργό, τους στενότερους συνεργάτες του και κορυφαίους υπουργούς και υψηλόβαθμους αξιωματούχους της αστυνομίας. Πολλά  από όσα ειπώθηκαν  δεν έχουν δημοσιοποιηθεί  και έτσι παραμένουν  σε μια νεφελώδη μυστικότητα. Αλλά ο σκοπός της σύσκεψης ήταν σαφής: να αποφασίσει εάν θα  αναστείλει τους  κανονικούς νομικούς περιορισμούς και προστασίες, να αποκτήσει η κυβέρνηση και η εκτελεστική εξουσία περισσότερες εξουσίες και αρμοδιότητες, να επιτρέψει στην αστυνομία να εισέλθει στα πανεπιστήμια, και να  απαγορεύσει τις  δημόσιες διαδηλώσεις. Στις πρωινές ώρες της Πέμπτης, το ολονύχτιο υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε εναντίον της στρατηγικής της έκτακτης ανάγκης, πιθανώς ως πολύ ριψοκίνδυνο, μη δημοφιλές, και αντιπαραγωγικό. Αργότερα την ίδια μέρα, η κυβέρνηση απέρριψε εκθέσεις που εξέταζαν το ενδεχόμενο κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μια συνταγματική εξαίρεση απετράπη, αλλά όχι η πολιτική κρίση.

Ο αντίκτυπος της εξέγερσης του Δεκέμβρη στο εξωτερικό

Μια εξέγερση συνέβη στην Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο. Μια εξέγερση ενάντια στην εξουσία του κράτους και στη συνταγματική της τάξη, από ένα μέρος του πληθυσμού. Αυτή η εξέγερση γίνεται ακόμη πιο αξιοσημείωτη εάν  προχωρήσουμε πέρα από τα στενά και επιεική όρια της ελληνοκεντρικής  προσέγγισης και συνδέσουμε το εθνικό με το διεθνές. Σε κάθε περίπτωση, η εξέγερση είχε απήχηση πέραν των εθνικών συνόρων και κινητοποίησε αντίστοιχες δράσεις: εκδηλώσεις αλληλεγγύης, από τη Σουηδία στην Ιταλία και τη Γαλλία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Ισπανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, στη Ρωσία, στην  Κύπρο, στη Γερμανία, στην Αργεντινή και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και στο κράτος της Μακεδονίας, με το οποίο υπάρχει διένεξη, διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από το Ελληνικό προξενείο για να στηρίξουν  τους Έλληνες διαδηλωτές, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Τουρκίας. Όλο αυτό το διάστημα,  ο  Υποδιοικητής Μάρκος του ELZN χαιρέτισε το παράδειγμά τους και υποσχέθηκε την αλληλεγγύη των Zapatistas.

Ομοίως, αλλά από την αντίθετη πλευρά, οι κυρίαρχες ελίτ  στην Ευρώπη ανησυχούσαν ότι  οι συνθήκες είναι ώριμες για την εξάπλωση της  εξέγερσης σαν μόλυνση, καθώς η  ήπειρος βυθιζόταν σε ύφεση. Στη Γαλλία ειδικότερα, λόγω της ζωντανής μνήμης του 2005 «Emeutes de banlieues», ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δεν  μπορούσε να  κρύψει πλήρως τις ανησυχίες του. «Κοιτάξτε τι συμβαίνει στην Ελλάδα», τόνισε στο γαλλικό Κοινοβούλιο, καθώς αποφάσιζε να  αναβάλει τις  αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση μετά από μια εβδομάδα φοιτητικών διαδηλώσεων που πολλοί φοβόντουσαν ότι  θα μπορούσαν να  καταλήξουν σε βία, όπως αυτή  που παρατηρούνταν στην Ελλάδα. «Αυτό που είδαμε στην Ελλάδα δεν είναι πέραν αυτού που θα μπορούσε να συμβεί εδώ στη Γαλλία», προειδοποίησε ο πρώην σοσιαλιστής πρωθυπουργός Λοράν Fabius για τις μαθητικές διαδηλώσεις που έκλεισαν περίπου εκατό γαλλικά λύκεια. «Όταν υπάρχει η  οικονομική ύφεση και η  κοινωνική απελπισία, το μόνο που χρειάζεται είναι μια σπίθα. Παρατηρείστε εδώ την ειρωνεία του graffiti ζωγραφισμένου, πάνω σε τοίχο ενός κτιρίου της Αθήνας στα γαλλικά καλώντας για τη «Σπίθα στην Αθήνα. Πυρκαγιά στο Παρίσι. Εξέγερση έρχεται!». Οι επιθυμίες κάποιων είναι οι εφιάλτες των άλλων.

Αυτή η διεθνής διάσταση της εξέγερσης έχει μια βαθύτερη ρίζα. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο μία σχετικά σταθερή φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία. Είναι, εκτός των άλλων, ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που σημαίνει ότι η σύγκρουση συνέβη, τουλάχιστον από  αυστηρή τυπική και νομική άποψη, σε ευρωπαϊκό έδαφος, εντός του  πολιτικά συγκροτημένου χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό γεγονός , με την ίδια έννοια που πρόκειται και για ελληνικό. Γι αυτό το λόγο πρέπει να κατανοηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, ως μέρος των στεγανών των συνόρων της, των μεταναστευτικών πολιτικών, των βαλκανικών πολέμων, των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής κρίσης, της αποτυχίας του ενοποιητικού σχεδίου και του δημοκρατικού της ελλείμματος.

Σε αυτό το σημείο ανακαλώ την εύλογη παρατήρηση του Ετιεν Μπαλιμπάρ: Αν η Ευρώπη είναι πάνω απ όλα το όνομα ενός άλυτο πολιτικού προβλήματος, η  Ελλάδα είναι ένα από τα κέντρα του, όχι εξαιτίας των μυθικών καταβολών του πολιτισμού μας, σύμβολα του οποίου είναι η Ακρόπολη στην Αθήνα, αλλά εξαιτίας των επίκαιρων προβλημάτων που συγκεντρώνονται εκεί. Με αυτή την έννοια, η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης, «μια τοπική προβολή» όλων των μορφών αντιπαράθεσης και σύγκρουσης, που είναι αντιπροσωπευτική όλης της Ευρώπης.
Ποια είναι τα επίκαιρα « άλυτα πολιτικά προβλήματα» της  Ευρώπης συγκεντρωμένα στην Ελλάδα; Και είναι αυτά τα «προβλήματα» και « διαμάχες»; Είναι η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ένα από αυτά τα προβλήματα και γιατί; Για να απαντήσω αυτές τις ερωτήσεις επιτρέψτε μου, να γυρίσω πίσω σε ένα από τα γεγονότα της εξέγερσης: την ίδια της τη σύνθεση. Εδώ, αγγίζουμε μια μοναδική πτυχή της εξέγερσης. Βεβαιότατα, οι δρώντες ήταν πολλαπλοί: φοιτητές οπωσδήποτε, με την αξιοσημείωτη προσθήκη των εφήβων μαθητών, άνεργοι ή ημι – απασχολούμενοι, χαμηλόμισθοι, αυτοαπασχολούμενοι, εργάτες, ένας σημαντικός αριθμός γυναικών, αναρχικοί, ακτιβιστές από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, μέλη σωματείων, ακτιβιστές από διάφορα κοινωνικά κινήματα, κοινωνικά κέντρα, αυτόνομα δίκτυα και οργανισμούς. Εύλογα, η εξέγερση αντιμετωπίστηκε κυρίως ως μια εφηβική εξέγερση, ένας νεανικός και εφηβικός ξεσηκωμός, ως η κοινωνική επανάσταση της γενιάς των 600/700 ευρώ κτλ.

Οι μετανάστες στην εξέγερση

Σε αυτό το σημείο θα επιχειρήσω να τραβήξω την προσοχή προς ένα άλλο παράγοντα της εξέγερσης, σημαντικό, αλλά υποτιμημένο και στρεβλωμένο: τον μετανάστη,  τον «αλλοδαπό κάτοικο» όλων των δικαστικών κατηγοριών και ταξινομήσεων, - τον «λαθρομετανάστη», τον «αλλοδαπό»-. Οπωσδήποτε, τονίζω, ότι δεν υποτιμώ τη σημασία της συμμετοχής άλλων ομάδων και συμμετεχόντων και ιδιαίτερα των μαθητών. Αλλά όπως και οι φοιτητές, δεν είναι νεοαφιχθέντες στην πολιτική σκηνή. Οι μαθητικές κινητοποιήσεις και οι καταλήψεις σχολείων στην Ελλάδα έχουν μια μακριά παράδοση στο ελληνικό νεολαιίστικο κίνημα, με βασικό σημείο αναφοράς το κίνημα καταλήψεων σχολείων και μαζικών διαδηλώσεων, σε όλη τη χώρα, κατά τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Επίσης, δε λέω ότι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες δεν ήταν επιδραστικοί.

Όμως, αυτό που είναι λιγότερο σύνηθες στην ελληνική πολιτική, είναι η παρουσία μεταναστών, ενεργών και ενταγμένων, στο δημόσιο χώρο. Συγκρινόμενη με τον οριακά αφανή μεταναστευτικό ακτιβισμό στο πλαίσιο της θεσμοποιημένης πολιτικής και των επίσημων οργανισμών, πράγματι η εξέγερση του Δεκέμβρη σηματοδοτεί κάτι πρωτοφανές, μια τομή: ένα νέο υποκείμενο έκανε την εμφάνιση του στο δημόσιο πεδίο, ο επαναστατημένος μετανάστης, πολιτικοποιημένος και δημόσιος, να διεκδικεί πολιτική συμμετοχή.

Ερμηνεύοντας την εξέγερση από τη σκοπιά των  μεταναστών, έρχονται στην επιφάνεια και ενοποιούνται μια σειρά πολιτικών στην ιδιωτική σφαίρα, διατοπικών μετασχηματισμών και παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων που διαμόρφωσαν συνθήκες για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, εντασσόμενοι όλοι σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ο αλλοδαπός γίνεται αποφασιστικός παράγοντας, το κεντρικό σημαίνον για μια βαθύτερη κατανόηση του ξεσηκωμού.

Είναι αλήθεια ότι αφορμή για την εξέγερση δεν ήταν κάποια ξενοφοβική ή ρατσιστική πράξη, αλλά από το φόνο ενός σχετικά εύπορου έλληνα εφήβου. Ούτε πυροδοτήθηκε από τους μετανάστες. Ούτε εκφράστηκαν αιτήματα στο όνομα τους. Οι μετανάστες δεν συμμετείχαν στην εξέγερση με μια συγκροτημένη ταυτότητα, με ορισμένους σκοπούς, ως φορείς εθνοτικών, θρησκευτικών, εθνικών ταυτοτήτων, αλλα εμφανίστηκαν στη δημόσια σκηνή, παίρνοντας θέση μαζί με άλλους σε σχέση με ένα λάθος που έγινε, συμμεριζόμενοι το γενικευμένο ενδιαφέρον για ένα γεγονός που υπερέβαινε την ατομική τους υπόσταση και σκοποθεσία. Η συμμετοχή των μεταναστών στην εξέγερση διαμορφώθηκε κάτω από το ευρύτερο σημαίνον της αστυνομικής βιαιότητας, το οποίο μπορεί να συσπειρώσει αλλοδαπούς και γηγενείς.

Εξάλλου υπάρχει μια παγκόσμια ανησυχία, με αφορμή το φαινόμενο της παραβίασης νόμων, της καταπάτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που επηρεάζει το σύνολο και απειλεί τα δικαιώματα όλων. Από μία συγκεκριμένη κοινωνική αφετηρία, συνδυασμένη με τον αυθορμητισμό της εξέγερσης, ο μετανάστης, με την παρουσία του, συνόψισε τη δημόσια ανησυχία και επιβεβαίωσε μια γενική πολιτική αρχή.

Το πρώτο ερώτημα ανακύπτει, λοιπόν, αναφορικά, με την παρουσία και την στόχευση των μεταναστών που συμμετείχαν στην εξέγερση. Ας αναγνωρίσουμε ορισμένα σημάδια. Αν και όλη η διαθέσιμη πληροφορία που βασίζεται σε εμπειρικά στοιχεία είναι ακόμη, οπωσδήποτε ενδείκνυνται κάποιες υποθέσεις.

Πρώτον, ο αριθμός των συλλήψεων. Από τις 273 συλλήψεις οι οποίες καταγράφηκαν από την αρχή του ξεσηκωμού μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου του 2009, σχεδόν οι  130 ήταν μετανάστες, δηλαδή, ξένοι που στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας. Περίπου τριάντα εξ αυτών τέθηκαν υπό κράτηση, ένας σημαντικός αριθμός διώχθηκε και καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση και αρκετοί απελάθηκαν ή αναμένουν τον επαναπατρισμό τους.

Μια δεύτερη ένδειξη της συμμετοχής των οικονομικών μεταναστών στην εξέγερση είναι η δυναμική παρουσία οργανώσεων πολιτών, εναλλακτικών δικτύων, και κοινωνικών κινημάτων που έχουν στενή σύνδεση με τους οικονομικούς μετανάστες, την οποία έχουν αποκτήσει μέσα από τους αγώνες τους ενάντια στο ρατσισμό και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτά τα κινήματα κατά τη διάρκεια των χρόνων έχουν  ενδυναμώσει πολιτικές σχέσεις, τοπικές συμμαχίες, έχουν μοιραστεί χώρους δράσης, κοινά ενδιαφέροντα και δεσμούς αλληλεγγύης με τους μετανάστες. Τελικά, είναι η φωνή των ίδιων των μεταναστών, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, των τμημάτων του μεταναστευτικού πληθυσμού που ρητά διεκδίκησαν την πιστοποίηση της συμμετοχής στην εξέγερση, δίνοντας δημόσια σαφείς λόγους γι΄ αυτό.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες καταδεικνύουν ότι η συμμετοχή των μεταναστών ήταν ουσιαστική. Οι «εξεγερμένοι» δρώντες – μετανάστες «σε ενεργή πολιτική συμμετοχή», συνδεδεμένοι με άλλους, πολιτικοποιημένοι και συγκρουσιακοί, πρόσθεσαν ένα ακόμη στοιχείο στην εξέγερση.

Οπωσδήποτε, αυτή η νέα παρουσία δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητη. Αρκετά διεθνή πρακτορεία ανέφεραν τη συμμετοχή των μεταναστών στην εξέγερση. Ακόμη και τα ηγεμονικά μέσα ενημέρωσης αναγνώρισαν την εμπλοκή των μεταναστών στα γεγονότα. Σίγουρα, η παρουσία του μετανάστη στα γεγονότα αναγνωρίστηκε ως μια αρνητική φιγούρα, προς αποκήρυξη: [ο μετανάστης παρουσιάστηκε] ως κλέφτης, ως παραβατικός, ως απειλή στην ιδιωτική περιουσία και την δημόσια τάξη. Οι αλλοδαποί κατηγορήθηκαν για την εξάπλωση των επεισοδίων και τους καταλογίστηκε υπαιτιότητα για τα πιο βίαια περιστατικά. Αυτή η μη πολιτική κατηγορία χρησιμοποιήθηκε για να επισκιάσει και να υποβαθμίσει την πολιτική σημασία της ενεργής συμμετοχής των μεταναστών. Για άλλη μια φορά, η φιγούρα του μετανάστη είχε «παρεξήγηθει». Όχι μόνο  είχε υποτιμηθεί η πολιτική του συμβολή, αλλά, είχε, επίσης, υποκατασταθεί από την κοινότοπη και διαδεδομένη εικόνα του κλέφτη και του παραβάτη του νόμου. Ένας σημαντικός δρών των γεγονότων του Δεκέμβρη ποινικοποιήθηκε, αποσιωπήθηκε η παρουσία του, κρατήθηκε εντός των ορίων της υποταγής και σε αρκετές περιπτώσεις «εξοστρακίστηκε». Αλλά οι αρνητικές στρεβλώσεις, συνήθως, τείνουν να κουβαλούν ένα στοιχειώδη πυρήνα αλήθειας και στην περίπτωση αυτή, είναι η αδιαπράγματευτη παρουσία των αλλοδαπών. Ως παραβατικοί, ληστές, εγκληματίες, παρεξηγημένοι και διαστρεβλωμένοι, οι μετανάστες κράτησαν ένα ρόλο στην εξέγερση. Ήταν εκεί, χωρίς ιδιότητα του πολίτη, νόμιμα μη – έλληνες, εκτός των αρχείων, πολιτικά αποκλεισμένοι, να ενεργούν, να μιλούν, να κρίνουν, να αποφασίζουν, να καταλαμβάνουν τη δημόσια σφαίρα, να συμμετέχουν στην διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής κατάστασης.

Κάτω από όλα αυτά, μια ευρείας κλίμακας δημογραφική αλλαγή να διαμορφώνει το σκηνικό στο οποίο η εξέγερση λάμβανε χώρα. Οι αριθμοί είναι συνταρακτικοί. Ο  ελληνικός μεταψυχροπολεμικός  πληθυσμός αλλάζει δραματικά. Η σύνθεση του έχει αυξηθεί κι έχει διαφοροποιηθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μια αποφασιστική ένδειξη είναι  ο ρυθμός της αύξησης του  της μετανάστευσης, ο οποίος από το 1988 είναι πρωτόγνωρος, πολλαπλασιασμένος με τον αριθμό των παράνομα εισερχόμενων μεταναστών. Η έλλειψη λεπτομερών και επεξεργασμένων στοιχείων είναι οπωσδήποτε ένα θεμελιώδες εμπόδιο στην μελέτη της μετανάστευσης. Μετά από δύο δεκαετίες από την έναρξη του μεταναστευτικού κύματος προς την Ελλάδα, κανείς δε μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορίσει τον ακριβή αριθμό των μεταναστών. Εν τούτοις, πρόσφατες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον συνολικό αριθμό στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα μεταξύ του 9,7 με 10,2% του συνόλου του πληθυσμού. Αν λάβουμε υπόψη το σύνολο των 11.200.000 κατοίκων, τότε οι αλλοδαποί κάτοικοι υπολογίζεται ότι φτάνουν το ένα εκατομμύριο. Από αυτούς, 700-800.000 θεωρούνται «καταχωρημένοι», «εγγεγραμμένοι» ή «νόμιμοι», ενώ περίπου 200-300.000 παραμένουν «ακαταχώρητοι», «μη εγγεγραμμένοι» και «παράνομοι».

Η συμμετοχή των μεταναστών στην εξέγερση ως ενεργοποίηση μιας νέας πρακτικής της ιθαγένειας

Τα αποτελέσματα αυτού του μετασχηματισμού είναι πολύ βαθιά και δεν μπορούν να συνοψιστούν εδώ. Αντιλαμβάνομαι την εξέγερση του Δεκέμβρη ως ένα κομμάτι αυτού του αποτελέσματος. Κοινωνικές ομάδες και  τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που όλα συνεισφέρουν εξίσου στη συλλογική εργασιακή δύναμη και υπάγονται στην ίδια πολιτική τάξη, ενώ είναι αποκλεισμένοι από αυτή με εκατοντάδες επίσημους και ανεπίσημους τρόπους, συμβολικά και υλικά, στο ευρύτερο πλαίσιο μιας γενικευμένης οικονομικής ύφεσης και πολιτικής κρίσης, έγιναν φυσικά ορατοί και μαζί με άλλους δημόσια διακήρυξαν την πολιτική τους παρουσία.

Συγκριτικά προς έναν αδύναμο ακτιβισμό μεταναστών προς οργανισμούς και θεσμικούς εκπροσώπους της πολιτικής, η εξέγερση άνοιξε νέα πεδία για την πολιτικοποίηση από τα κάτω, επιδρώντας σε μία θεσμοποιημένη κανονικότητα, διευρύνοντας την εφαρμογή της, κάνοντας την πιο περιεκτική, και στην πραγματικότητα μεταβάλλοντας την ριζοσπαστικά. Όπου στην πολιτική κανονικότητα της θεσμοποιημένης κοινωνίας οι μετανάστες είναι, κυρίως, ιδιωτικά υποκείμενα, εργάτες, που απολαμβάνουν (όταν το κάνουν αυτό) ιδιωτικά δικαιώματα, περιορισμένοι στις ιδιωτικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής και της παραγωγικής διαδικασίας, η εξέγερση οριοθέτησε τη δημόσια παρουσία τους ως ενεργών και άμεσα εμπλεκόμενων δρώντων. Εισήλθαν στην πολιτική σφαίρα της «πόλεως» ώστε να γίνουν πολιτικοί δρώντες. Καθώς τα υποκείμενα με μια ορισμένη, αλλά ασαφή πολιτική ιδιότητα, αποστερημένα των πολιτικών ελευθεριών που απολαμβάνουν οι έλληνες πολίτες, επαναστατημένοι μετανάστες, εκφράζουν την περιφρόνηση τους στο υπάρχον νομικό καθεστώς και στις δομές ιεραρχίες και αποκλεισμού, ενεργοποιήθηκαν πολιτικά, ασκώντας την υπεραξία της ελευθερίας για να πραγματώσουν ότι δεν τους επιτρέπεται να κάνουν. Έγιναν «ανεπίσημα» πολίτες, πολίτες de facto και όχι de jure, δηλαδή πολίτες ενάντια στο νόμο. Παράνομα, ή σύμφωνα με το νομικό όρο του Στάθη Γουργούρη, σε μια «καταφατική/θετική ανομία», στην «παρανομία». Χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα, ανεπιθύμητοι και απρόσκλητοι,  εισήλθαν στον πολιτικό χώρο. Η πολιτική τους άφιξη θεωρήθηκε έκνομη, μία παραβίαση της θεσμοποιημένης τάξης. Στην πραγματικότητα αποτελεί μια θεσμική παραβίαση του πυρήνα μιας κανονιστικής αρχής, της νόμιμης ιθαγένειας.

Την περίοδο της εξέγερσης, αν λάβουμε υπόψη το πλαίσιο της θεσμοποιημένης πολιτικής συμμετοχής στη χώρα, δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές (τοπικό, διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο) ήταν απολύτως περιορισμένα στους έλληνες πολίτες. Αυτό το καθεστώς αποκλεισμού απορρέει από τη θεσμική ταύτιση των ανθρώπων (λαού) με το έθνος. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δεύτερο μέρος του ελληνικού συντάγματος, οι μετανάστες που είναι νόμιμοι κάτοικοι δεν έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν σε συνελεύσεις, συλλαλητήρια και πολιτικά κόμματα (άρθρο 11), ούτε να συμμετάσχουν σε ενώσεις/συνδέσμους (άρθρο 12). Μαζί με άλλα έξι δικαιώματα, τα οποία αφορούν αποκλειστικά τους έλληνες πολίτες. Αν και οι νόμιμοι μετανάστες απολαμβάνουν τα εναπομείναντα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία θεσπίζονται από το σύνταγμα, δεν μπορούν να γίνουν «επίσημα» μέλη κόμματος ή να ενταχθούν σε επαγγελματικά σωματεία. Κατά συνέπεια, οι μετανάστες που συμμετείχαν στην εξέγερση παραβίασαν τη θεσμική νομιμότητα της «ειδικής» κατάστασης του νομικού τους αποκλεισμού». Έγιναν προσωρινά πολίτες δια μέσου της καταστρατήγησης της συνταγματικής νομιμότητας. Ήρθαν σε ρήξη με τη θεμελιακή εκδοχή της ιθαγένειας και την ένταξη στην νομική τάξη, με σκοπό να ασκήσουν και να κατακτήσουν στην ουσία του αυτό το προνόμιο (της ιθαγένειας). Αντιλήφθηκαν την ιθαγένεια εκτός του εθνικού νομικού πλαισίου.

Με τη ανυπακοή στο νόμο, ενός νόμου ο οποίος θεμελιώνει τον πολιτικό τους αποκλεισμό, επαναστατημένοι μετανάστες αναβίωσαν και προέκτειναν μια  «σολώνεια έννοια της ιθαγένειας», δηλώνοντας κατηγορηματικά την αγωνιστική τους δέσμευση, παίρνοντας θέση σε σχέση με ένα δημόσιο ζήτημα, κι επιλέγοντας μια ορισμένη στάση στην πολιτική σφαίρα κατά τη διάρκεια μιας «κρίσης»/στάσης. Σύμφωνα με την οξυδερκή ερμηνεία του Πλουτάρχου, ο Σόλων με αυτόν το νόμο εννοούσε ότι «ένας άνδρας δε μπορεί να είναι αδιάφορος στην κοινή θέληση, ρυθμίζοντας τις ιδιωτικές του υποθέσεις με ασφάλεια, απολαμβάνοντας το γεγονός της μη συμμετοχής του στις υποθέσεις και στις «αγωνίες» της χώρας του. Αλλά θα έπρεπε καλύτερα να συμμεριστεί τον  καλύτερο και πιο δίκαιο σκοπό, να επωμισθεί μέρος του βάρους του, να δώσει τη βοήθεια του, αντί να περιμένει στην ασφάλεια για να δει ποιος σκοπός θα επικρατήσει».

Ο σαφής ορισμός της έννοιας της ιθαγένειας έχει διεκδικητικό περιεχόμενο. Η πολιτική συμμετοχή είναι μια πράξη επιλογής, διάκρισης μεταξύ εχθρών και φίλων, σαφούς πολιτικής τοποθέτησης στο δημόσιο πεδίο, επιλογής στάσης σε ένα δημόσιο θέμα κοινού ενδιαφέροντος. Ο σολώνειος νόμος προάγει μια σύλληψη της ιθαγένειας με συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό χαρακτήρα, ειδικά όταν το ρίσκο της πολιτικής ένταξης είναι σαφώς υψηλότερο και οι θεσμοί της πόλης γίνονται αντικείμενο διαφωνίας. Η ιδιότητα του πολιτικού μέλους δεν είναι μόνο ζήτημα προδιαγεγραμμένων νομικών ορισμών και επίσημων προνομίων, γνήσιας νομιμότητας και απόλυτων διαδικασιών, αλλά επίσης ανεπίσημων συγκεκριμένων πράξεων που αμφισβητούν τον επίσημο συσχετισμό δυνάμεων και τις θεσμοποιημένες δομές εξουσίας και αντιπροσώπευσης στο όνομα του κοινού συμφέροντος. Δεν γίνεσαι πολίτης μόνο όταν ο νόμος σε εξουσιοδοτεί για αυτό. Κάποιος μπορεί να γίνει πολίτης κι εκτός δικανικών κατηγοριών και νομικών κατασκευών, χωρίς να «πληροί», τα επίσημα πολιτικά δικαιώματα: ένας πολίτης χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Η συμμετοχή μεταναστών στις διαμαρτυρίες επαναφέρει την πολιτική θεωρία από το νομικό και επίσημο ορισμό της ιθαγένειας στην πραγματική του υλοποίηση και άσκηση – η οποία μπορεί να είναι παράπλευρη του νόμου ή και απέναντι του. Ανέδειξε τη μη θεσμοποιημένη διάσταση της ουσιαστικής, αδιαμεσολάβητης εκδοχής της ιθαγένειας. Η εξέγερση του Δεκέμβρη διεύρυνε τα όρια του πολιτικού, μεγέθυνε τις πρακτικές της δημοκρατικής δράσης, συμπεριλαμβάνοντας εκείνους που σε κάθε άλλη περίπτωση αποκλείονται από τα κοινά. Ενσωμάτωσε τρόπους άμεσης πολιτικής συμμετοχής, που αποσταθεροποιούν τις υπάρχουσες νομικές και συμβολικές συλλήψεις της ιθαγένειας και προκάλεσε το θεσμικό πλαίσιο του αποκλεισμού. Κάνοντας αυτό, η συμμετοχή των μεταναστών στον ξεσηκωμό επέφερε κάποιες μακρόπροθεσμης κλίμακας συνέπειες στη θεσμική οργάνωση της πολιτικής, αλλά και στο συμβολικό επίπεδο, στην αυτοαναγνώριση μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

[...]

[Με τη συμμετοχή των μεταναστών στην εξέγερση, η Ελλάδα] γίνεται ένα πολιτικό κέντρο της Ευρώπης, καθώς είναι μέτωπο «πρώτης γραμμής» για την ευρωπαϊκή πολιτική. Τα «επισφαλή» της σύνορα δεν είναι μόνο χώροι κινητοποίησης και κινητικότητας, έχουν μετατραπεί σε ζώνες διεκδίκησης και διαμάχης, καταπίεσης και αντίστασης. Έχουν πολιτικοποιηθεί. Η παραβίαση των συνόρων και οι διέλευση πληθυσμών κάνουν την Ελλάδα ένα «προνομιούχο» πεδίο για την ανάδειξη νέων μορφών διαμάχης και αγώνων γύρω από το ζήτημα της πολιτικής ταυτότητας της Ευρώπης, της από – εθνικοποίησης της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού των συνόρων» και της ριζοσπαστικής εξάπλωσης και συμβολικού μετασχηματισμού  της ιθαγένειας.

Με την πολιτική εμπλοκή των μεταναστών στην εξέγερση, μια νέα πρακτική ιθαγένειας «ενεργοποιήθηκε» θολώνοντας την δικαστική διάκριση μεταξύ έλληνα και αλλοδαπού, έχοντας αποσυνδέσει την πολιτική συμμετοχή από την εθνότητα και εθνικότητα. Οι διαμαρτυρίες ήταν λιγότερο ομοιογενείς, λιγότερο εθνοκεντρικές, περισσότερο υβριδικές και μεικτές, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη κινητοποίηση στο παρελθόν, ακόμη και κοσμοπολιτική σε κάποιες περιπτώσεις, θέτοντας μια πρόκληση στην ηγεμονική, εθνοκεντρική σύλληψη της ιθαγένειας και του μοναδικού προνομίου του εθνικού υποκειμένου ως αποκλειστικού φορέα  πολιτικών δικαιωμάτων. Η εξέγερση έθεσε στην ελληνική πολιτική νομιμότητα το πρόβλημα των αποκλεισμών που θέτει. Έθεσε το ερώτημα, χρησιμοποιώντας τους όρους του Riva Kastroyano, αναφορικά με « τον δεσμό μεταξύ συμμετοχής και ιθαγένειας, εθνικότητας και ταυτότητας, πολιτικής και κουλτούρας στο πλαίσιο τόσο του εθνικού – κράτους, όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, καθαυτή η παρουσία του μετανάστη στη εξέγερση προσανατολίζει στην κατεύθυνση της από – εθνικοποίησης της ιδιωτικής πολιτικής, μέσα από την εκ νέου ανακάλυψη μιας άλλης εκδοχής της δημοκρατικής ιθαγένειας, η οποία να υπερβαίνει τις νομικές κατηγορίες και τα επίσημα δικαιώματα, για να συμπεριλάβει πρακτικές και στρατηγικές αγωνιστικής συμμετοχής, οι οποίες προέρχονται από τα κάτω, από τους ενεργούς συμμετέχοντες, οι οποίοι με ευθύ και άμεσο τρόπο καταλαμβάνουν το δημόσιο χώρο, γίνονται πολίτες νόμιμα και ανεπίσημα, πολίτες χωρίς κράτος, ορθώνοντας ανάστημα απέναντι στην κρατική εξουσία και στις προδιαγραφές του εθνικού νόμου. Η  πολιτικοποίηση των μεταναστών ανέδειξε την πιθανότητα μιας δημοκρατικής κοινωνίας αποδεσμευμένης από την πρωτοκαθεδρία της εθνικής ταυτότητας και ανοιχτής στην ενεργή, επαναστατική και αγωνιστική άσκηση της ιθαγένειας, η οποία διαρκώς θέτει σε επερώτηση και επαναορίζει τα ίδια της τα όρια: η δημοκρατία ως ένα «κίνημα αναπροσδιορισμού των ορίων».

Στην πραγματικότητα, και αυτό το λαμβάνω υπόψη ως την πιο σημαντική πτυχή της εξέγερσης: η παρουσία των «επαναστατημένων» μεταναστών σηματοδοτεί ένα ριζοσπαστικό εκ νέου ορισμού της έννοιας της πολιτικής κοινότητας, μια βαθύτατη εκ νέου θέσμιση των ιδιοτήτων αυτού που είναι «καταχωρημένος», μια ανασημασιοδότηση της έννοιας και της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας. Η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν μια μάχη, σύμφωνα με την ορολογία του Ζακ Ρανσιέρ, μεταξύ εκείνων που δεν έχουν καμία συμμετοχή στη διαχείριση των κοινών κι εκείνων που την ελέγχουν. Αυτούς  που δεν έχουν κανένα δικαίωμα ώστε να τους πάρουν στα σοβαρά, τελικά τους έλαβαν υπόψη. Όπως σημειώνει ο Κώστας Δουζίνας «ο ανταγωνισμός προέκυψε από την ένταση ανάμεσα στο δομημένο κοινωνικό σώμα με τους πολιτικούς εκπροσώπους, ομάδες, σκοπούς και ενδιαφέροντα τα οποία είναι ριζικά αποκλεισμένα από την πολιτική τάξη». Με την πολιτικοποίηση του αποκλεισμού τους και κατά συνέπεια βάζοντας τους «εκτός» να κουβαλήσουν το βάρος των «εντός» οι διαδηλωτές εισήγαγαν την επανεγγραφή των ορίων, αποβλέποντας σε μια επανίδρυση της πολιτικής κοινότητας. Έτσι, η εξέγερση ήταν μέρος και τμήμα μιας εκδοχής θεσμοποιημένης πολιτικής όπου η κοινωνία επερωτά τον «εαυτό» της επιδιώκοντας να τον επαναπροσδιορίσει.

***

Είναι αλήθεια, όπως αρκετοί σχολιαστές κατέδειξαν, ότι ο ξεσηκωμός και η βία έθεσαν ένα στοιχείο μιας γνήσιας «αρνητικότητας», οργισμένης αντίστασης, απόρριψης της καθεστωτικής πραγματικότητας χωρίς κανένα αντίστοιχο θετικό όραμα. Η εξέγερση σχεδόν αντενεργή, ενάντια στην κρατική εξουσία, απέτυχε να δημιουργήσει κάτι νέο, περιορισμένη σε μια αρνητική χειρονομία της άρνησης και σε μια κατάφαση στην αταξία ως αυτοσκοπού. Αυτό που έλειπε ήταν ένα οργανωτικό σχέδιο που θα διαμόρφωνε την πολιτική εναλλακτική. Έτσι, κάποιοι μίλησαν για ένα ισοπεδωτικό γεγονός, μια περιστασιακή έκρηξη οργής και απόγνωσης. Έχουν δίκιο, αλλά μόνο μερικώς.  Αναγνωρίζοντας τα όρια, τις αντιφάσεις και τις αποτυχίες της, ιδωμένη από τη σκοπιά του εξεγερμένου μετανάστη, η ελληνική εξέγερση του 2008 εγκολπώνει μια θετική θεμελιακή στιγμή: την παράνομη και εξω – θεσμική  οριοθέτηση και διεύρυνση της ιθαγένειας και της πολιτικής ιδιότητας του μέλους της κοινότητας. Πρόκειται για μια ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας. Και θα μπορούσε να είναι η αρχή για μια δραστική αναδιαμόρφωση της ελληνικής και κατ επέκταση της ευρωπαϊκής πολιτικής, η διαμόρφωση νέων πολιτικών υποκειμένων, οι υπερεθνικοί πολιτικοί αγώνες με υλικά αποτελέσματα πάνω σε μια εκ νέου δημοκρατική θέσμιση του πολιτικού με διευρυμένη απεύθυνση.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στην ιστοσελίδα Constitutionalism.gr, υπό τον τίτλο «Μια ανωμαλία; Ορισμένες σκέψεις για τον Δεκέμβρη 2008» και μπορείτε να το βρείτε στην πλήρη μορφή του εδώ, μαζί με άλλα άρθρα του Ανδρέα Καλύβα.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Νικόλας Βαγδούτης, Αλίκη Κοσυφολόγου, Πόπη Σταυροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου