Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Απ’ τον Δεκέμβρη της εξέγερσης στον Δεκέμβρη της πτώχευσης

Αγνώστου, η φωτογραφία από τον George Shuklin, via Wikimedia Commons. Ο δείκτης του ρολογιού με τον τίτλο «κομμουνισμός» ετοιμάζεται να κόψει το κεφάλι μιας καρικατούρας με το όνομα «κεφάλαιο». Η λεζάντα σημαίνει «Η τελευταία ώρα»
Πολιτικά και ψυχικά στιγμιότυπα της Ελλάδας 2008-2010

του Νίκου Ξυδάκη
από το Red NoteBook

Δεκέμβρης 2008 - Είμαστε εικόνα από το μέλλον

Ποιοι είναι οι «γνωστοί-άγνωστοι» της εξέγερσης; Ποιοι είναι οι κουκουλοφόροι ακτιβιστές των οδομαχιών; Αν είναι γνωστοί, γιατί δεν κατονομάζονται; Αν είναι άγνωστοι, γιατί δεν τους μαθαίνουμε;

H παρούσα νεανική εξέγερση κατέρριψε τα κλισέ περί δυο-τριών εκατοντάδων κουκουλοφόρων που κατοικοεδρεύουν στα Εξάρχεια. Οι χιλιάδες νεαροί με τα κουκουλο-φούτερ “χούντις” Nike και GAP,  σε όλη την Ελλάδα, ασφαλώς δεν ανάβλυσαν από τα μυθολογημένα Εξάρχεια. Οι περισσότεροι χούντις των Δεκεμβριανών είναι λυκειόπαιδα εύπορων και μικροαστικών οικογενειών, που έως την ιστορική πια Νύχτα του Αγίου Νικολάου δεν είχαν ιδέα πώς ανατρέπονται οι κάδοι και πώς προφυλάσσεσαι από τα δακρυγόνα. Το έμαθαν σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα. Η θεαματική είσοδος των λυκειακών χούντις στους δρόμους είναι το πρώτο και πιο εντυπωσιακό στοιχείο των Δεκεμβριανών ‘08.

Το δεύτερο καινοφανές στοιχείο είναι ο ρόλος των λούμπεν βανδάλων. Σε αυτό το άμορφο σύνολο αθροίζονται μικροποινικοί, παραβατικοί, πρεζάκια, τσιγγάνοι, μετανάστες, γηπεδο-συναυλιακοί χούλιγκαν, περιθωριακοί χωρίς καμία πολιτική συνείδηση. Τους ενώνει το σπάσιμο χωρίς επιλεκτική στόχευση, το μπάχαλο, το ντου, το μικροπλιάτσικο. Οι λούμπεν βάνδαλοι σπάνε  «ό,τι να’ ναι», αδιακρίτως, και έδωσαν τον τόνο σε αρκετά σημεία της Αθήνας, την περασμένη Δευτέρα. Αυτοί κυριάρχησαν σιωπηρά και το βράδυ της Τετάρτης στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, υπερισχύοντας ακόμη και επί των δυναμικών, πλην ευάριθμων και πολιτικοποιημένων αντεξουσιαστών, οι οποίοι ενώπιον του χάους των λούμπεν μετακόμισαν στη συνέλευση της ΑΣΟΕΕ. Οι αναρχικοί έχασαν το Πολυτεχνείο, το μυθικό τους Κάμελοτ, άπαρτο από το 1973.

Αυτούς τους λούμπεν τους εχω δει και στην Ιταλία και στη Γένοβα ―μάς έλεγε εμπειροπόλεμος αναρχικός, την Πέμπτη τα ξημερώματα― αλλά δεν τους είχα ξαναδεί σε τέτοια έκταση εδώ. Οι λούμπεν δεν υπακούουν σε καμία συλλογικότητα: έκλεβαν κινητά, κράνη και μοτοσυκλέτες από αναρχικούς, ακόμη και μέσα στο Πολυτεχνείο…

Τρίτο στοιχείο: το πλιάτσικο. Περισσότερο και από τους λούμπεν, στο πλιάτσικο επιδόθηκαν μετανάστες που δεν συμμετείχαν καν στα σπασίματα. Η Πατησίων λεηλατήθηκε από τέτοιους ανθρώπους: Είδα Πακιστανό με σαγιονάρα, να φοράει γούνα-λάφυρο, μας είπε αναρχικός ακτιβίστας.
Αλλοι γνωστοί-άγνωστοι; Ναι, μια ακαθόριστη ομάδα «γκρίζων» που κινείται στις διαδηλώσεις σε ρόλο προβοκάτορα: σπάει απρόκλητα εκτός στόχων, αρχίζει το πλιάτσικο κι ύστερα ξεγλιστράει, αφήνοντας πίσω τους νεοφώτιστους, τους άπειρους νεαρούς, οι οποίοι και συνήθως συλλαμβάνονται. Αυτοί οι «γκρίζοι» πιθανολογείται ότι χρωστούν κάτι στην αστυνομία από το παρελθόν ―σύλληψη για ουσίες, για μικροποινικά κ.λπ.― και δρουν, για κάποιο διάστημα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδιότυπης ομηρίας και ανταπόδοσης. Για κάποιους τουλάχιστον αυτοί οι «γκρίζοι» δεν είναι «άγνωστοι», και δεν είναι αναρχικοί.

Οι αναρχικοί; Σαραντάρης διανοούμενος αντεξουσιαστής, την Κυριακή των δακρυγόνων στον Λυκαβηττό, ενώ μας προσπερνούσαν εκατοντάδες έξαλλοι σπάστες, μας είπε: Τώρα το λόγο έχει η ξέφρενη μεταβλητή… Προφανώς είχε διαγνώσει τη φύση του πλήθους. Οι αναρχικοί δεν είναι οργανωμένοι και δεν είναι ενιαίοι ιδεολογικά: αναρχοκομμουνιστές, συμβουλιακοί, σιτουασιονίστ, κοινωνικοί οικολόγοι, πολιτικοί σπάστες, αυθόρμητοι μπάχαλοι, κ.λπ., χωρίς καν ενιαία στάση στη χρήση βίας. Τα σπασίματά τους πάντως, όταν συμβαίνουν, στρέφονται κατά στόχων με σαφή συμβολισμό: κρατικά κτίρια, τράπεζες, πολυεθνικές, ποτέ μικρομάγαζα και κτίρια κατοικιών.

Στις πρωτοφανούς εκτάσεως και διάρκειας ταραχές της περασμένης εβδομάδας, ακόμη και οι αναρχικοί «έχασαν την μπάλα», όπως μας είπαν. «Είδαμε μπροστά μας το όνειρο κάθε αναρχικού: το χάος. Και σαστίσαμε…» Οι συνειδητοποιημένοι αναρχικοί είναι μορφωμένοι· όταν δεν σπάνε, περνούν με άνεση από τον Ντοστογιέφσκι στον Αναγνωστάκη και τον Ντεμπόρ, από το dubstep στα ρεμπέτικα και στο noise, συζητούν για τη βακχεία της εξέγερσης, για τη  μέθη της βίας και τα όριά της. Αναγνωρίζουν προγόνους, συγχρωτίζονται με την Αριστερά και αλληλοεπηρεάζονται, βρίσκονται εντός κοινωνίας. Μετά τα τριάντα, συνήθως, αποσύρονται σταδιακά από το δρόμο. «Οι πιο υπέροχες στιγμές ήταν όταν κατεβαίναμε πιασμένοι χέρι-χέρι», άκουσα να εξομολογείται υποβλητικά η νεαρή αναρχική. «Δεν αντέχω πια τους “πρεζέουλες” της Δευτέρας που τρέχανε τρελαμένοι όπου γινόταν μπάχαλο. Βαρέθηκα τα όχι, θέλω να πω ναι, δεν γουστάρω άλλο θάνατο…».

Αλλά οι πολιτικοί αναρχικοί δεν δίνουν πια τον κυρίαρχο τόνο στα οδοφράγματα και τα σπασίματα· το κύμα των αυθόρμητων χούντις εφήβων και η αγέλη των λούμπεν απειλούν, αν δεν έχουν σπάσει ήδη, την ηγεμονία τους.

Δεκέμβρης 2008 - Πύλη προς το έλλογο

Δύο εβδομάδες μετά τη Νύχτα του Αγίου Νικολάου με το φόνο του 15χρονου Αλέξη και την πανελλαδική εξέγερση λυκειόπαιδων και άγριας νεολαίας, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου αρνείται πεισμόνως να αφουγκραστεί οτιδήποτε. Σαν να ζουν σε άλλη χώρα.

Σίγουρα δεν διαθέτουν τα αναλυτικά εργαλεία για να προσεγγίσουν τα καινοφανή υποκείμενα, τις πολυπολικές συγκρούσεις, τους εργαζόμενους νέου τύπου, τους ημιαποκλεισμένους, τους μικροαστούς που εξαθλιώνονται, τη μεσαία τάξη που ξεπέφτει. Οι συζητήσεις για τον βαθύ μετασχηματισμό της εργασίας και της σύστοιχης συνείδησης, για το μετασχηματισμό του λαού σε πλήθος, για τη νέα γενική διάνοια, για την πνευματική υπεραξία, για τους homo sacer λαθρομετανάστες, για τη βιοπολιτική, για την αυξανόμενη ενδοκοινωνική βία, για τη φθορά του δημόσιου χώρου, όλες αυτές οι συζητήσεις που ανάβουν εδώ και πολλά χρόνια, και είναι επείγουσες και αναγκαίες όσο ποτέ, ασφαλώς και δεν βρίσκονται στα ενδιαφέροντα του πολιτικού προσωπικού. Ασφαλώς. Η πολιτική ελίτ της χώρας επιδίδεται μόνο στη δράση: Πώς θα παραμείνει στην εξουσία.

Δεν μπορούν λοιπόν; Ναι. Και δεν θέλουν. Δεν θέλουν να καταβάλουν κανέναν κόπο για να σκεφτούν, πόσω μάλλον για να κατανοήσουν ή να ρισκάρουν δράση άλλη από την καθήλωση στην καρέκλα. Κι όταν ξεσπάσει κρίση; Οταν το πλήθος, που έως τώρα αγνοούσαν ή περιφρονούσαν, πάρει φωτιά από μια σπίθα; Ε, τότε το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναζητήσουν έναν φταίχτη εκεί έξω, έξω από τους ίδιους βεβαίως. Ενα εξιλαστήριο θύμα.

Στην περίπτωση των ταραχών, ο φταίχτης ήταν πάντα, στερεότυπα, οι γνωστοί – άγνωστοι, οι κουκουλοφόροι. Στην περίπτωση των σχολικών καταλήψεων και κινητοποιήσεων, φταίχτης ήταν πάντα οι υποκινητές της Αριστεράς. Τώρα, με την Greek Riot των λυκειόπαιδων της μεσαίας τάξης, των γονιών τους, αριστερών, φοιτητών, άγριων, αποκλεισμένων, λούμπεν, τώρα που τσουρουφλίζεται η Ελλάδα από οργή, τώρα που μυριάδες κραυγάζουν «φτάνει πια!», ποιος είναι ο φταίχτης; Η πολιτική ελίτ, κατάκοπη από σκάνδαλα, κορεσμένη από νεποτισμό, αποσυρμένη από την κόλαση του πραγματικού, η ίδια που ανέθεσε τη διαχείριση του κοινωνικού σε ειδικούς φρουρούς, βρίσκεται πια αντιμέτωπη με την κοινωνία. Και αφού δεν αναγνωρίζει καμία δική της ευθύνη, αναζητά υποκινητές, καθοδηγητές και συνοδοιπόρους. Ακριβώς με την ορολογία του Ψυχρού Πολέμου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σχηματισμός της Αριστεράς, σε οριακή επαφή με τα νεανικά κινήματα των τελευταίων ετών, κυρίως τα φοιτητικά, κλήθηκε να καταδικάσει τους εξεγερμένους συλλήβδην, κυρίως από εισαγγελείς–τηλεαστέρες. Οταν ο ηγέτης του Αλ. Αλαβάνος είπε ζυγισμένα, σαν γονιός, «δεν μπορώ να καταδικάσω ένα παιδί που πετάει μια πέτρα, και δεν είναι επαγγελματίας», μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποκινεί, υποθάλπει, καθοδηγεί τους σπάστες – ήταν η ετυμηγορία της έξαλλης μιντιόσφαιρας, της πολιτικής ελίτ και του σταλινικού ΚΚΕ, το οποίο συνεπές στην παράδοσή του χαρακτηρίζει προδότες, πράκτορες και προβοκάτορες όποιους ξεφεύγουν από τη χειραγώγησή του – από τον καιρό των σταλινικών εκκαθαρίσεων αιρετικών, ετερόδοξων και συντρόφων στην περίοδο του Εμφυλίου και μετά, έως τους χαρακτηρισμένους σαν «προβοκάτορες» εξεγερμένους του Πολυτεχνείου ’73.

Η πραγματικότητα: Η κομματική Αριστερά δεν είχε καμία ουσιαστική επιρροή στο αυθόρμητο, διάχυτο και άμορφο πλήθος της δεκεμβριανής εξέγερσης. Ωστόσο, μεταξύ των αυτόνομων εξεγερμένων υποκειμένων με πολιτική συνείδηση και της οργανωμένης Αριστεράς πάντα υπήρχε μια άτυπη διαπίδυση, διαπίδυση ιδεολογικών αντιδικιών και αντιπαραθέσεων όμως, και όχι καθοδήγησης. Οι δε σημερινοί διάχυτοι «άγριοι», βάνδαλοι και λούμπεν, δεν επηρεάζονται καν από πολιτικούς αντιεξουσιαστές, πόσω μάλλον από «καθεστωτικούς» αριστερούς.

Η δαιμονοποίηση της Αριστεράς, σε όλο το φάσμα, από τους ευπειθείς πρώην ροζ ευρωκομμουνιστές έως τους αναρχικούς, συνιστά απειλή για τα θεμέλια της κοινωνίας. Ο δίαυλος του πολιτικού πρέπει να παραμείνει ανοιχτός· η οργή και η καταστροφική μανία να μετασχηματιστούν έλλογα, να εμπλουτίσουν την πολιτική κοινωνία. Η τυφλή απόρριψη μπορεί να ρίξει το εξεγερμένο πλήθος βαθύτερα στην απελπισία και τον μηδενισμό, απελευθερώνοντας πολύ πιο σκοτεινές δυνάμεις.

Γι’ αυτό το άμορφο πλήθος, η πολυμερής αντιφατική Αριστερά είναι προς το παρόν η μόνη πύλη εισόδου στο έλλογο. Αν κλείσει η πύλη, θα πλημμυρίσει η απόγνωση και η τυφλότης. Και τότε ανάμεσα στις φρουρούμενες επαύλεις της ελίτ και στους λυσσασμένους λούμπεν, θα μείνει ανυπεράσπιστη η απέραντη μεσαία τάξη, και τα παιδιά της με τα χούντις, δηλαδή όλοι μας.

Δεκέμβρης 2008 - Omnia sunt communia

Αυτή η χώρα δεν έχει μέλλον… Ή: No future. Η βαριά αυτή κουβέντα, με δύο τρόπους ειπωμένη, ακούγεται από δαφορετικούς άνθρώπους. Ο πρώτος τρόπος είναι ανθρώπων που δεν έχουν πολύ μέλλον, αλλά έχουν πλούσιο παρελθόν· μάλιστα, σε αυτή τη χώρα, την τώρα περιγραφόμενη ως ζοφερή, οι συγκεκριμένοι μεσήλικες ή ηλικιωμένοι άνθρωποι έκαναν προκοπή, φάγανε ψωμάκι, βολεύτηκαν· τώρα, ξινίζουν με την τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.

Ο δεύτερος τρόπος, ο οργισμένος, ανήκει σε ανθρώπους που έχουν άφθονο μέλλον· μάλλλον, οι νέοι έχουν όλο το μέλλον, και από αυτή την άποψη η διαπίστωση No Future ηχεί παράδοξα, σαν τζάμπα μεμψιμοιρία.
Και οι δύο τρόποι είναι περίβλημα μιας κοινοτοπίας· το μέλλον δεν εξαρτάται από διαπιστώσεις. Μα και οι δύο τρόποι εκφράζουν, στερεοτυπικά έστω, μια κοινή αγωνία· όχι για το άδηλο μέλλον, μα για το υλικότατο, το σωματικό παρόν, και το περιγράφουν σχεδόν όμοια: σκοτεινό, δυσοίωνο, νοσογόνο. Ενα παρόν που σαμποτάρει την «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος.

Εδώ ακριβώς, στην «ομαλή» εκδίπλωση του μέλλοντος, διαφορίζονται ηλικιωμένοι και νέοι. Κάθε ομάδα το εννοεί, το προσδοκά, το διεκδικεί αλλιώς. Οι ηλικιωμένοι το θέλουν χωρίς εκπλήξεις, κεκανονισμένο, μοιρασμένο, με προτεραιότητα στους ήδη έχοντες. Οι νέοι το θέλουν όλο, τίποτε λιγότερο.

Διελκυνστίδα. Τραβάνε οι έχοντες, από τη μια, τραβάνε οι θέλοντες, από την άλλη. Σταδιακά, κάποιοι διεκδικούντες περνάνε απέναντι, καινούργιοι προστίθενται στους μη έχοντες κ.ο.κ. Στο αδρό αυτό σχήμα βέβαια, οι κοινωνικές και ταξικές διαστρωματώσεις, δηλαδή η υλική συνθήκη, συχνά βαραίνουν περισσότερο από τις διαφορές ηλικιών. Η βιολογική-ψυχική συνθήκη, της νεότητος ή του γήρατος, δεν γέρνει μόνο αυτή τη ζυγαριά των στάσεων.

Ωστόσο, στο ηλικιακό φάσμα 15-25 μπορούμε να διακρίνουμε εναργέστερα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης κοινωνίας, ακριβώς διότι λόγω ηλικίας οι συμπεριφορές είναι αμεσότερες, λιγότερο διαμεσολαβημένες και υστερόβουλες. Η επισφάλεια λόχου χάριν, στην εργασία και στο κοινωνικό πλασάρισμα, η τυραννία του καταναλωτισμού και της καριέρας, ο χυδαίος υλισμός, ο ατομοκεντρισμός, ο κομφορμισμός, είναι τα βασικά στοιχεία που επιβάλλονται στη νεολαία. Στην εικονογραφία της διαφήμισης ο νέος σκιτσάρεται στερεοτυπικά σαν χαζοχαρούμενο πρόβατο που πραγματώνει την ύπαρξή του εκλιπαρώντας περισσότερες μονάδες για το κινητό με αργκό βελάσματα, καταβροχθίζοντας αυτιστικά γκέιμ και γκάτζετ, κουρέματα και piercing. Η ελευθερία του περιγράφεται σαν κατανάλωση στυλ. Στη νεότητα επιτρέπονται μόνο ασθητικές ακρότητες· είναι εμπορευματικό συμβάν, είναι τάργκετ γκρουπ. Στην πράξη, μέγα μέρος του μαζικού ποπ εμπορεύματος παράγεται βάσει αυτών των προδιαγραφών, δηλαδή των προεξοφλημένων αναπαραστάσεων για τη νεότητα: από τα μούλτιπλεξ και τα φαστοφουντάδικα έως το packaging των γκάτζετ, των ρούχων και των ταινιών.

Στην πράξη επίσης, η νεολαία, συμπιεσμένη ανάμεσα σε υπέρμετρες προσδοκίες και ταπεινές δυνατότητες, εξεγείρεται. Οι τσακισμένες χαρές καθρεφτίζονται σε σπασμένες βιτρίνες ― κάπως έτσι περιέγραψε τη βιωματική-πολιτική ανάδυση των νέων υποκειμένων και το νέο habitus, ένας Ελληνας ανθρωπολόγος αυτής περίπου της γενιάς. Ξαφνικά ο ανέμελος καταναλωτής, το πρόβατο των φροντιστηρίων, ο καταθλιπτικός της τερατώδους ανεργίας, o λοιδωρούμενος ως γραφικός emo, κάγκουρας, χουλιγκάνι, φύτουλας, μεταλάς και ράστα, όλες οι δήθεν φυλές, σπάνε τα στερεότυπα που τους κρατούν φυλακισμένους στην απάθεια και την αυτοανάλωση, σπάνε τη διάψευση και την κατάθλιψη, σπάνε τα όρια του πωλούμενου χωροχρόνου που τους αναλογεί, και απαιτούν το δημόσιο όλον, το παρόν, το εδώ και το τώρα, μουρμουρίζουν ή κραυγάζουν, χωρίς ενσυνείδητη μνήμη ίσως, αλλά με τρομερό ένστικτο, ένστικτο αυτοσυντήρησης πρωτίστως, αλλά και έντστικτο αναγνώρισης, χειρονομούν: το αρχαίο omnia sunt communia. Ολα. Η διαφήμιση, η υποκριτική νεολατρεία, η σχολική αγωγή, η οικογενειακή ανατροφή, όλοι τους τάζουν όλα, τους τα υπόσχονται, τα κρεμάνε δόλωμα, από το γυμνάσιο έως την μακρόσυρτη ένταξη στην αλυσίδα παραγωγής. Ολα. Αυτό ζητούν.
Η θραύση της βιτρίνας προσδοκιών και υποκρισίας από τη σημερινή γενιά 15-25 είναι το πέρασμά τους στον δημόσιο βίο με τους δικούς τους όρους, είναι η υπέρβαση της κατανάλωσης και του οικόσιτου πρόβατου, το άνοιγμα προς την δύσκολη ελευθερία του λύκου, είναι κατάκτηση του δικού τους habitus, αντιφατικού και εύθραυστου, δυσχερούς, όμως δικού τους. Αυτό κανείς δεν τους το υποσχέθηκε, κανείς δεν τους το χάρισε, κανείς δεν μπορεί να τους το πάρει.

Δεκέμβρης 2009 - Πώς μιλάμε το συμβάν


Ενα χρόνο ακριβώς από την περσινή νύχτα του Αγίου Νικολάου, ο Δεκέμβρης 2008 πλανάται ακόμη αδέσποτος, ακατάτακτος, ακατανόητος. «Ο Νοέμβρης ανήκει σε όλους, ο Δεκέμβρης δεν ανήκει σε κανέναν», έγραφε προσφυώς ένα πανώ στην πρόσφατη πορεία για το Πολυτεχνείο. Πράγματι, ο σκοτεινός Δεκέμβρης του 2008, ως συμβολικό και πολιτικό συμβάν, δεν διεκδικείται ευθέως από κανέναν, πλην των αντισυστημικών αριστερών και, κυρίως, των αναρχικών-αντεξουσιαστών, αλλά κι εκεί ακόμη με κρίσιμους διαφορισμούς, μεταξύ των “πολίτικος” και των ποικίλων μπάχαλων, ως προς το περιεχόμενο και το νόημα.

Οσο μένει σκοτεινός, και εν πολλοίς ανεπιθύμητος, θα μένει και ακατανόητος· δηλαδή, ένα συμβάν μη οργανικό, ασύνδετο με τα πριν και τα μετά, άχρηστο, ανωφελές, μια μέλαινα οπή στο ιστορικό συνεχές. Eνα ρήγμα. Υπάρχουν όμως ιστορικά συμβάντα ανωφελή ή άχρηστα για την κριτική σκέψη; Ισως υπάρχουν, για μια ορισμένη σκέψη, που μπορεί μόνο να κατακρίνει ή να παινεύει, να εναγκαλίζεται ή να απορρίπτει ― αλλά αυτή η σκέψη δεν είναι κριτική, δεν είναι καν σκέψη, είναι κουβεντολόι περί γούστου, είναι εργαλειακός λόγος υπέρ συμφερόντων και μηχανισμών κυριαρχίας. Η κριτική σκέψη ζητά πάνω απ’ όλα να κατανοήσει· να αναλύσει μηχανισμούς, να διαβάσει πολυεπίπεδα την πραγματικότητα, να αφουγκραστεί τα μη φωνητά, να εξηγήσει. Ακόμη κι όταν το συμβάν τελείται εν θερμώ, όταν βρίσκεται εν τω γεννάσθαι.

Να πώς προσέλαβε το ελληνικό συμβάν ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού: «[...] Ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν τη νεολαία από ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό –και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός– αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν, γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει και τις ίδιες» (Καθημερινή 29.11.09, συνέντευξη στον Π. Παπακωνσταντίνου).

Η συζήτηση για τον Δεκέμβρη δεν έγινε, τουλάχιστον με τέτοιους αναλυτικούς όρους. Αρα λιγοστά ώς τώρα είναι τα φανερά πνευματικά οφέλη μας, ως κοινωνίας, από αυτή τη μείζονα διαταραχή. Εντούτοις πολιτικά ο Δεκέμβρης έδρασε καταλυτικά, μολονότι δεν διατύπωσε κανένα αίτημα, κανένα πρόγραμμα: αποσυναρμολόγησε μια ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, δίχασε την Αριστερά, αιφνιδίασε τους διανοούμενους, συνήγειρε τη νεολαία, ξάφνιασε και εντέλει αναδίπλωσε τη μεσαία τάξη των γονιών.
Εμφανή χαρακτηριστικά ήταν ο θυμός, η εκδραμάτιση, η ορμητική κατάληψη της σκηνής, η πρωταρχική κραυγή των νέων («είμαστε κι εμείς εδώ, θέλουμε κάτι να γίνει, ό,τι να ‘ναι»), η αγωνιώδης απαίτηση του παρόντος, η άμορφη, χαοτική διεκδίκηση ενός άμορφου μέλλοντος, ένας ρομαντισμός στις παρυφές του μηδενισμού. Αυτά, ως περιγραφή· η ανάλυση θα έπρεπε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο. Για να προσεγγίσουμε, τουλάχιστον, τις πηγές του θυμού, της κραυγής, του μηδενισμού· πού έφταιξαν, πού φταίξαμε, οι γονείς της σοσιαλίζουσας ευημερίας, της βαλτωμένης Μεταπολίτευσης, οι γονείς που συγχέουν το ηθικό με το νόμιμο, και τη δημοκρατία με τη μεζονέτα. Η ανυπακοή των νέων μπορεί να πηγάζει από την καταρράκωση του κύρους των γονιών τους, από το αξιακό κενό που κληρονομούν, από την κακομαθησιά και την ευτέλεια που παραλαμβάνουν και αβγατίζουν ― αναρωτιέμαι.

Αυτή η κριτική προσέγγιση έλειψε, όσο γνωρίζω. Αντ’ αυτού, είδαμε διανοούμενους γονείς της μεσαίας τάξης να κραδαίνουν δάφνες αριστεροσύνης και Πολυτεχνείου, να κομίζουν διδακτισμό και αφορισμούς, απέναντι στα ερωτήματα του ασύλληπτου παρόντος. Μάλιστα, οι μοντέρνοι αριστεροσυντηρητικοί, θεμελιωτές και ωφελημένοι του μεταπολιτευτικού consensus, παραγωγοί κυνισμού και νεποτισμού, είναι οι πιο άτεγκτοι επικριτές της αταξίας, είναι αυτοί που αρνούνται στις νεότερες γενιές, στα παιδιά τους, τη διερώτηση επί του ισχύοντος συστήματος, αυτοί που λένε στα παιδιά τους ότι μόνη πολιτική δράση είναι η συμμετοχή σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικά έργα. Η αλλαγή τελείται άπαξ, και ετελέσθη από εμάς, τους γονείς, το ’73-’74 και το ‘81· τι γυρεύετε εσείς τώρα; Μα αυτός ο νεοευσεβισμός, αυτή η υποκρισία των γονιών του καναπέ, πώς μπορεί να μιλήσει στις καρδιές και τα μυαλά των νέων, των νέων όποιας εποχής; Δεν μπορεί.

Ακόμη δεν θέλουμε να μιλήσουμε το συμβάν.

Δεκέμβρης 2009 - Aπονομιμοποίηση

Οι θεαματικές ασυνέχειες του ελληνικού κράτους έχουν βαριές συνέπειες για την κοινωνία: βγάζουμε τα μάτια μας. Οδηγημένες μόνο από το πάθος τους για την εξουσία, τυφλές και ράθυμες, οι εγχώριες ελίτ έχουν εξορίσει κάθε πολιτική επεξεργασία των πολλών και ακανθωδών προβλημάτων, κάθε σκέψη με ιστορικές απαιτήσεις, κάθε πολιτική δράση που απαιτεί ειλικρίνεια και ανάληψη ρίσκου. Η κοινωνία και τα σύνθετα προβλήματά της αντιμετωπίζονται με τεχνικές επικοινωνίας, με εργαλειακή σκέψη, με τεχνοκρατική νοοτροπία ― εντελώς απολιτικά όλα αυτά.

Η συρροή σκανδάλων, η δομική διαφθορά που κατατρώει τη διοίκηση και το κοινωνικό σώμα, η ανικανότητα και το ψεύδος, έχουν απογυμνώσει τις ηγεσίες από την πολιτική νομιμοποίηση, την απολύτως αναγκαία για να ζητήσουν συναίνεση και θυσίες, σε μια ιστορική καμπή. Ο πρωθυπουργός σε κάθε υπουργικό συμβούλιο καλεί την τηλεόραση και εμμέσως απευθύνει διάγγελμα στον λαό. Εχει όμως το σθένος και το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο, ώστε να συνεγείρει τον δύσθυμο λαό, να τον καλέσει σε συστράτευση για εθνική και κοινωνική ανασυγκρότηση, να ζητήσει θυσίες, να ξεβαλτώσει η χώρα και να επιχειρηθεί η φυγή προς τα εμπρός; Αυτό τον σκοτεινό Δεκέμβρη του ’09, δεν φαίνεται πιθανό τέτοιο ενδεχόμενο.

Η οικονομική κρίση επιστέφει την πολυδιαπιστωμένη πολιτική κρίση, οξύνει την ήδη σοβούσα κοινωνική κρίση, δείχνει ακόμη πιο δραματική την κρίση θεσμών και αξιών. Κάποια από τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης του περσινού Δεκέμβρη παραμένουν ίδια, σκοτεινά και απαράλλαχτα ― παρότι διάφοροι φαιδροθλιβεροί καθηγητίσκοι επιμένουν ότι αυτό το συμβάν δεν συνέβη ποτέ. Η δύσθυμη μεταδημοκρατία, με τις αρχαϊκές αδυναμίες και τον υπερμοντέρνο ζόφο, δεν άλλαξε επειδή άλλαξε κυβέρνηση. Τα μεσαία στρώματα πλήττονται από την κρίση και φοβούνται τα χειρότερα· τα κατώτερα στρώματα τρέμουν τη διολίσθησή τους προς τον αποκλεισμό. Και στα μάτια μεγάλου μέρους της νεολαίας το κράτος και η ηγεσία του έχουν πλήρως απονομιμοποιηθεί· αυτό, μεταξύ άλλων, φέρνει και άγνοια κινδύνου, έλλειψη φόβου, αποκοτιά, αφέλεια, διογκωμένο ναρκισσισμό, αυτοκαταστροφικές τάσεις, μηδενισμό.

Το ερεθισμένο νευρικό σύστημα της νεολαίας, παραπαίον ανάμεσα σε ναρκισσιστικούς συναγερμούς και μελαγχολικές βυθίσεις, επηρεάζει αντινομικά την υπόλοιπη κοινωνία των ενηλίκων, ήδη αποσταθεροποιημένη και έμφοβη. Δικαίως. Οχι μόνο επειδή πολλές πηγές δυσθυμίας είναι κοινές, αλλά και γιατί αυτοί οι νέοι αλληλεπιδρούν άμεσα με τις καταγωγικές τους οικογένειες. Εξ ου και οι νενανικές υπερβάσεις, οι ακρότητες και οι αστοχίες, δεν καταδικάζονται αναλόγως αυστηρά από όλους. Οσοι είναι γονείς, κατά τεκμήριο, δείχνουν άλλη κατανόηση, άλλη ανοχή.
Κατανόηση, ανοχή: ιδού τα καταχωμένα, φθαρμένα θεμέλια της δυσθυμούσας κοινωνίας μας. (Θα πρόσθετα: και αυτοπειθαρχία και αυτοσεβασμός, αλλά ας μείνουμε στα πρώτα.) Την κατανόηση ας την εννοήσουμε και ως συμπάθεια, ως ενσυναίσθηση: να μπορούμε και να θέλουμε όχι μόνο να καταλάβουμε αλλά και να συναισθανθούμε, να συμπονέσουμε και να μοιραστούμε. Με διατρέχει μια εμμονή με αυτή την έννοια, αυτή τη στάση, εκ του ρομαντισμού αντλούμενη· θεωρώ ότι είναι πυλώνας του συλλογικού βίου ελεύθερων ανθρώπων. Μαζί, η ανοχή, κληρονομιά ελευθεριακή και φιλελεύθερη, διαφωτιστική.

Αυτή η κληρονομιά, αυτή η ηθική και ιστορική στάση λείπει σήμερα. Ποτισμένοι από κανιβαλικό ατομικισμό, νάρκισσοι και μόνοι, υποταγμένοι και ετερόνομοι, ανήμποροι να αφουγκραστούμε τους γόνους μας, απρόθυμοι να αναλάβουμε ευθύνες και ρίσκα, βλέπουμε τη συλλογική ζωή να βουλιάζει στη διαφθορά και την απάθεια, και αντιδρούμε με εργαλειακούς σπασμούς, λέμε ότι για το χάλι μας φταίει το spread ομολόγων και η διεθνής κερδοσκοπία. Δεν φταίνε αυτά. Εμείς φταίμε.

Iανουάριος 2010 - Tikkun olam


Ο χρόνος της εορτής, πυκνός, έμφορτος συμβολισμών, καθώς εξέπνεε μάς έσυρε σαν ζόμπι στις αγορές για δώρα και ψώνια τελετουργικά, κι ύστερα ενόσω τα ρολά κατέβαιναν και τα ταξί λιγόστευαν, γύρω από τραπέζια και εστίες, αναδύθηκε νικητήριο νέο πνεύμα, μια λάμψη, μια υπενθύμιση: ο βαθύς χρόνος, ο χρόνος πριν τον χρόνο, και μαζί η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον κόσμο, να τον διορθώσουμε και να τον επαναφέρουμε, όχι μόνο παλαιό αλλά και ριζικά καινούργιο, ωραίο και τρομερό. Σαν το Tikkun olam της Καμπάλα, μεσσιανικό και βαθιά επαναστατικό.

Φεβρουάριος 2010 - Αντίο παλιέ κόσμε


Κανένα Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κανένα σχέδιο διάσωσης από το Βερολίνο ή τις Βρυξέλες δεν μπορεί να μάς σώσει από τους εαυτούς μας, δεν θα αλλάξουν το υπόδειγμα διοίκησης, τον τρόπο διαβίωσης, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας, συλλογικά και ατομικά.
Ξανά: Το ζητούμενο δεν είναι να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε εις το διηνεκές, να σπαταλάμε, να σωρεύουμε, να δανειζόμαστε εν απληστία και εν αφροσύνη. Το ζητούμενο είναι να απαλλαγούμε απ’ όλο αυτό το υπόδειγμα βίου, που στηρίζεται σε παλαιές βεβαιότητες, στις βεβαιότητες της διαρκούς προόδου, της διαρκώς διαστελλόμενης ανάπτυξης, της διαρκούς επέκτασης, της αυτοτροφοδούμενης κερδοφορίας. Αυτές οι βεβαιότητες, καταγόμενες εκ της Βιομηχανικής Επανάστασης και του ντετερμινισμού του 18ου-19ου αιώνα, έχουν κλονιστεί καίρια και από την επιστήμη και από τον ιστορικό- επιστημομολογικό στοχασμό ― προ πολλού. Δεν είναι καν βεβαιότητες, είναι δοξασίες, στις οποίες εναποθέτουν τη μοίρα τους οι μάζες· ενόσω κάποιοι illuminati σωρεύουν πλούτο και εξουσία.

Ο πλούτος δεν παράγεται από τον εαυτό του. Οι πηγές και η ενέργεια δεν είναι ανεξάντλητες. Ο κόσμος δεν είναι άπειρος. Ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος και κλειστός, μια μοναχική μπλε σφαίρα στο απροσπέλαστο (προς το παρόν) διάστημα. Η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτρέπει τον πόλεμο ― το αντίθετο. Το κυριότερο: ζούμε σε έναν κόσμο όπου αυτές οι γνώσεις μπορούν να γίνουν κτήμα του καθενός· οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική αναπτύχθηκαν από το στρατιωτικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για δικά τους οφέλη, αλλά η διασπορά τους στις κοινωνίες άλλαξε ραγδαία τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τον χρόνο, δημιούργησε φαντασιακές κοινότητες, μετασχημάτισε τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, επιτάχυνε την ιστορία, περισσότερο ίσως και από την τυπογραφία ή την ατμομηχανή.

Αυτή η νέα επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης αναδύεται δραματικά με την παγκοσμιοποίηση, παράλληλα με την κατίσχυση της ιδεολογίας της απληστίας, ιδεολογίας της ακατάσχετης συσσώρευσης πλούτου με κάθε τίμημα. Μια νέα γενική διάνοια [general intellect].

Μια νέα γενική διάνοια κυοφορείται δύσκολα, επώδυνα, στα έγκατα της κοινωνίας, βουβά, με πρόδρομες αναταράξεις, σαν αχνές αναγγελίες σεισμού. Οι νέοι, γεννημένοι με Ιντερνετ και κινητά, καλωδιωμένοι από τα γεννοφάσκια τους, γαλακτισμένοι στο κυβερνοσύμπαν, αφουγκράζονται εναργέστερα αυτό το επερχόμενο κύμα. Είναι οι μόνοι άλλωστε που μπορούν να ζουν στις φαντασιακές κοινότητες του Δικτύου ―Ελληνες, Αργεντίνοι και Νεοζηλανδοί συμβιώνουν στην ίδια guild του World of Warcraft ή βελτιώνουν τον κώδικα του Firefox― και ταυτοχρόνως να βγαίνουν στον φυσικό χώρο, στην ένυλη πραγματικότητα, με άνεση, φυσικοί και χαλαροί, νεοχίππυς, τοπικοί σαμάνοι και πολίτες του κόσμου μαζί, glocal υποκείμενα.
Ο παλιός κόσμος, αγκυλωμένος ακόμη στο παλαιό παράδειγμα της διαρκούς υλικής συσσώρευσης, της υλικής κυριαρχίας και της υποταγής, πλέει μέσα στην άγνοια, την αδράνεια, την αδιαφορία. Ετσι κινούνται η Ελλάδα, η Ευρώπη: μέσα σε ένα κλειστό αυτοαναφορικό σύμπαν, περίκλειστες και αδρανείς, με βραχεία όραση, αντλώντας από στερεότυπα του παρελθόντος. Ετσι κινούμαστε, και τούτη την ώρα της κρίσης. Διψώντας για περισσότερο δανεικό χρήμα, για περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα γκάτζετ με μπαταρίες, ενέργεια, νερό, χώρο, δημητριακά, βοδινό, υβρίδια, μεταλλαγμένα, υπηρέτες, λαθρομετανάστες, τοξικά, χωματερές, αστυνομίες, κάμερες επιτήρησης, γκέτο, φαβέλες, μίσος.

Less is more: Τη σοφία τούτη, σοφία των αρχαίων μυστικών, μάς την ξαναπρόσφερε ο μοντερνισμός στον 20ό αιώνα· ο αρχιτέκτων Mies van der Rohe την διατύπωσε σε λόγια, και την εφάρμοσε υπέροχα στη Neue Nationalgalerie του Βερολίνου. Το λιγότερο είναι περισσότερο ― θα μπορούσε να το ‘χει πει ο Ηράκλειτος. Να τι μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ευαισθησίας για τις κοινωνίες, τις ζωές μας, το οικοσύστημα, τον μικρό μπλε πλανήτη.

Η Ελλάδα δυο φορές σε έναν χρόνο βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος υπερμοντέρνα: τον Δεκέμβρη ’08, με το βίαιο ξέσπασμα του φαντασιακού, και τώρα, με την καινοφανή κατάρρευση μιας ευημερούσας χώρας του ευρώ. Και τις δύο φορές η Ευρώπη και όλοι είδαν στην ελληνική περίπτωση τα σημάδια ενός κόσμου που αναδύεται, τρομερός και καινούργιος.

Απρίλιος 2010 - Με ματωμένα χείλη


Kαθώς ο χρόνος σέρνεται πυκνός και ταχύς, βαρύς και βασανιστικός πάνω στο πετσί μας, με κυκλώνουν όλο και πιο έντονα τα αισθήματα του τρομερού καινούργιου, της βίας που φωλιάζει μας στο αναδύομενο νέο. Η ανακαίνιση του κόσμου θα προέλθει μέσα από καταστροφή. Το ψυχανέμισμα τούτο δεν είναι φόβος, είναι περισσότερο μια στάγδην επίγνωση.
Αν το παλιό μάς οδήγησε σε αυτή την παρακμή, η ανάδυση του καινούργιου θα απαιτήσει να απαλλαγούμε από παλιά βάρη και συνήθειες, να αφήσουμε πίσω τον παλαιό χιτώνα, σαν φιδοπουκάμισο. Ο χιτώνας είναι σάρκινος, αποκολλάται με οδύνες· ο χιτώνας είναι μέρος του εαυτού, του ατομικού και συλλογικού, είναι η συνήθεια, είναι σώμα μας. Ο παλιός εαυτός μάς χάρισε χαρές, απολαύσεις, απατηλές έστω, προτού μάς οδηγήσει στο χαμό. Αλλά τώρα πρέπει να τον αποχωριστούμε.

Πίσω από την αγωνία και τον μετεωρισμό, πίσω από τις αναλήψεις μετρητών στις τράπεζες και τα άδεια μαγαζιά με τα κηδειόσημα “Ενοικιάζεται”, βρίσκεται αυτός ο παλιός εαυτός που αφήνουμε πίσω, ο εαυτός που συνηθίσαμε ν’ αγαπάμε, ο καθρέφτης μας, καθρέφτης αμεριμνησίας και αόμματης προόδου. Ηταν το σπίτι μας.

Με δαγκωμένα χείλη, λοιπόν. Γνωρίζοντας ότι το μέλλον μπορεί να εμφανίζεται σαν σωρός ερειπίων, και ότι παρ’ όλ΄αυτά, οφείλουμε να προσχωρήσουμε σε αυτό το σκοτεινό μέλλον, δεν έχουμε άλλη οδό, παρά την οδό της αποκατάστασης, της καταστροφής και της ανακατασκευής. Προσωρινοί κάτοικοι, νοικάρηδες του κόσμου, χρεωμένοι εντούτοις με το καθήκον της ανακατασκευής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου