Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Τιτλοποίηση του οράματος- Η θεοποίηση του σχεδίου στην παράδοση της Αριστεράς

Gustav Klimt
Fir Forest I, 1951

Θέσεις, Editorial, Τεύχος 116, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2011

1. Το χρέος ως μηχανισμός εκκαθάρισης

Ακόμη και για τους πιο ανυποψίαστους έχει γίνει φανερό ότι το δημόσιο χρέος λειτούργησε και λειτουργεί ως μοχλός για την πλέον απροκάλυπτη μεταπολεμικά αναδιανομή εισοδήματος και εξουσίας προς όφελος του κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών αποκαλύπτει ότι αυτή η αντιδραστική αναδιανομή που συνοδεύεται από μια γενικευμένη παλινόρθωση επιδεινώνει το πρόβλημα το οποίο υποτίθεται ότι έρχεται να θεραπεύσει. Η συγκυρία θέτει λοιπόν αφ’ εαυτής ζητήματα στην ημερήσια διάταξη που ξεκινούν από τα άμεσα και πρακτικά και οδηγούν σε κομβικά επίδικα αντικείμενα πολιτικής και ταξικών συσχετισμών.

Άμεσο και πρακτικό είναι λοιπόν το ερώτημα αν το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο, αν δηλαδή μπορεί να εξυπηρετηθεί στο επόμενο διάστημα, εν γένει, και με τις συγκεκριμένες πολιτικές «προσαρμογής» που ακολουθούνται με βάση το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα ειδικότερα, καθώς και τα αποτελέσματα που επιφέρουν. Συνδεδεμένο με αυτό είναι το ερώτημα για το ενδεχόμενο να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί, αν φτάσει δηλαδή κάποια στιγμή που δεν θα μπορούν να καταβληθούν τόκοι για κάποιο τμήμα του χρέους, ή να αποπληρωθούν ομόλογα που λήγουν. 

Ειδικότερα, κάτω από το πρίσμα ότι ο συνήθης δανεισμός δεν είναι διακρατικός οπότε θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει αντικείμενο διακρατικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, αλλά «ελεύθερος», από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι αυτός υπόκειται στην κρίση των αγορών και στους μηχανισμούς χρηματιστηριακής παραγωγής χρήματος από χρήμα. Με σημαντικότερο συνεπαγόμενο ότι αν και όποτε οι δανειστές εκτιμήσουν ότι δεν είναι βιώσιμη η εξυπηρέτηση του χρέους, αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού καθώς η εκτίμηση για το μέλλον διαμορφώνει συμπεριφορές στο σήμερα. 

Με δεδομένο ότι οι σχετικά άμεσες ανάγκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου είναι υψηλότατες, μιας και στα επόμενα χρόνια θα ανακυκλωθεί σχεδόν όλο το δημόσιο χρέος σε συνθήκες αυξημένων επιτοκίων και αυξημένων ασφαλίστρων κινδύνου για τα (ελληνικά) ομόλογα, τούτο συνεπάγεται μια εγγενή τάση για αύξηση του χρέους σε αντίθεση με τις επίσημες διακηρύξεις περί «ριζικής» αντιμετώπισης του ζητήματος. Εκτός εάν αυτό συνδυαστεί με υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα που δεν είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα συνδυασμένης περικοπής δαπανών και αύξησης δημοσίων εσόδων, τα οποία όπως έδειξε και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα προέρχονται από τις συνήθεις πηγές: τους μη έχοντες.

Από εδώ προκύπτει αβίαστα το ζήτημα της πολιτικής και των ταξικών συσχετισμών. Επειδή με τις πολιτικές «προσαρμογής» που υιοθετούνται μόνο ένταση της κρίσης του δημοσίου χρέους μπορεί να προκύψει, γίνεται φανερό ότι το δημόσιο χρέος και οι επιλογές αντιμετώπισής του δεν είναι παρά το πρόσωπο των πολιτικών εκκαθάρισης που έχουν ακόμη «μεγάλο δρόμο να διαβούν». Η ανεργία πρέπει να αναρριχηθεί σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων να γίνει ακόμη περισσότερο έκδηλη, η εργασία απόλυτα πρόθυμη να αποδεχτεί τον νέο «οδικό χάρτη».
Δεν έχουμε δει ακόμη τίποτε. Η εκκαθάριση βρίσκεται ακόμη στην αρχή…

2. Η «πολιτική» των μηχανισμών

Απέναντι σε αυτή την ολοένα σαφέστερη διαμόρφωση της πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων με άξονα το δημόσιο χρέος και την κρίση των δημόσιων οικονομικών εκτυλίσσονται διάφορες εναλλακτικές ή συμπλέουσες πρωτοβουλίες με συγκλίνοντα η φαινομενικώς αποκλίνοντα προτάγματα.

Κατά πρώτον προβάλλει και πάλι όλος ο εσμός των κρατικών διανοουμένων: Στον ορίζοντα του ρόλου που έχουν οι ίδιοι αξιολογήσει ως αρμόζοντα στο δικό τους «μεγαλείο», εξαντλούν την ανώφελη και εν μέρει αποκρουστική δημόσια παρουσία τους σε μεγαλόστομες διακηρύξεις, στην πραγματικότητα νουθεσίες προς την εξουσία – και την κοινωνία φυσικά – για τα «ιστορικά» ζητήματα που ο κοινός νους αδυνατεί να συλλάβει. 

Εδώ εντάσσεται η πρωτοβουλία «Διακεκριμένων καθηγητών υπέρ Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος» (Βήμα 14/6/2011), στην οποία στιγματίζεται ο στρουθοκαμηλισμός των Ελλήνων με ρητορικά ερωτήματα του τύπου: «Εμείς ως λαός δεν έχουμε καμία ευθύνη για την παρούσα δραματική κατάσταση; Δεν καθυστερήσαμε με μαζικές κινητοποιήσεις τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού μας συστήματος; Οι πολιτικές μας επιλογές, η επίμονη απαίτηση ευχάριστων προεκλογικών υποσχέσεων που οδηγούσε τα κόμματα σε πλειοδοσία “δεσμεύσεων” και εξοστράκιζε τις φωνές της πρόνοιας και της λογικής, ο ατομικός υπερδανεισμός και ο ακραίος υπερκαταναλωτισμός την περίοδο της φαινομενικής ευμάρειας δεν συνέβαλαν στη σημερινή κατάσταση; Και υπήρξαν ποτέ λαοί που δεν κατέβαλαν τίμημα για τα λάθη τους;» Οι οποίοι βεβαίως «υπενθυμίζουν» στους Έλληνες ότι οι «Ευρωπαίοι φορολογούμενοι» δεν μπορούν να πληρώνουν την ελληνική ασυνέπεια.

Εδώ συμπυκνώνονται ανάγλυφα όλες οι δοξασίες των κρατικών μηχανισμών περί του αιτίου τη «ελληνικής κακοδαιμονίας», αν και πρόσφατα μάθαμε από τον Υπουργό Πολιτισμού ότι «τα λεφτά τα έφαγε το κύκλωμα των στημένων αγώνων». Μόνο που δυστυχώς για τους «διακεκριμένους» οι δοξασίες τους διαψεύδονται από πηγές πολύ πιο έγκυρες από τις δημοσιογραφικού τύπου αναφορές τους. 

Με βάση τα δεδομένα που δημοσιεύονται στην Zeit (22/6/2011), η Γερμανία έδωσε στην Ελλάδα πιστώσεις ύψους 8,4 δις € για τις οποίες η Ελλάδα έχει καταβάλει μέχρι στιγμής 183 εκ. € εκ των οποίων η γερμανική προμήθεια ανέρχεται σε 42 εκ. €. Επίσης η μεγέθυνση στη Γερμανία επλήγη κυρίως από την πολιτική του σκληρού Ευρώ, παρά από την βοήθεια προς τις «αδύναμες χώρες»: κάθε μονάδα υποτίμησης του Ευρώ φέρνει περίπου μία μονάδα αύξησης των γερμανικών εξαγωγών. Ενώ η «παραγωγικότητα» του κεφαλαίου είναι αρκετά διαφορετική σε κάθε χώρα: στη Γερμανία με ωριαίο εργασιακό κόστος 33,10 € παράγεται αξία 37 €, ενώ στην Ελλάδα με εργασιακό κόστος 16,60 παράγεται αξία 24 €. Και κάτι ακόμη για τους θιασώτες της «παραγωγικής» ανασυγκρότησης της Ελλάδας «που δεν παράγει τίποτε»: κύριο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας προς τη Γερμανία δεν είναι το ελαιόλαδο ή τα αγροτικά προϊόντα αλλά φαρμακευτικά σκευάσματα γενικής χρήσης.

Στην ίδια λογική είναι και η έκκληση των 32 «ανθρώπων του πνεύματος» μεταξύ των οποίων και του γνωστού τροβαδούρου που αναζητεί νησιωτική χλωρίδα για να φιλοξενήσει παραγωγικά την «πανίδα» των μεταναστών, προς όλο το πολιτικό φάσμα να παραμερίσει την «ιδιοτέλεια» και να συνεργαστεί για να παραμείνει η Ελλάδα «ισότιμο» μέλος στην ευρωπαϊκή «κοινωνία». Αλλά το ίδιο πρότυπο αναπαράγει και η επιστολή «διακεκριμένων καθηγητών» προς τον Κάρολο Παπούλια με «ριζοσπαστικό» πρόσημο, όπου «με αίσθημα εθνικής ευθύνης», διατυπώνουν «συγκεκριμένες προτάσεις» που μπορούν να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η καταγγελία του Μνημονίου, η κήρυξη στάσης πληρωμών, η διεκδίκηση του κατοχικού δανείου αλλά και η «λειτουργία του κράτους υπό καθεστώς μηδενικού ελλείμματος»…

Όλες αυτές οι πολιτικές με το τεχνοκρατικό ή «πολιτικό» περίβλημα τελικά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να σταθεροποιούν τον κυρίαρχο λόγο, είτε ως κύρια είτε ως συμπληρωματική όψη του. Διότι στην κάθε μορφή τους αναπαράγουν σε απλή ή διευρυμένη μορφή κάποιο σύνδρομο ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη βάση της άρχουσας ιδεολογίας. Της «χώρας», του «κοινού σκάφους» στο οποίο είμαστε στοιβαγμένοι όλοι, του «μέλλοντος των παιδιών μας», και άλλα ηχηρά.

3. Η ανυπακοή των μαζών

Όμως, τόσο η προφανής ανεπάρκεια της πολιτικής των μηχανισμών, όσο και η πρόσφατη κυβερνητική οπερέτα των εκβιασμών και ανασχηματισμών μπροστά στην αδυναμία επιβολής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, δεν πρέπει να επηρεάσει τη διαύγεια της εικόνας που έχουμε μπροστά μας. Η Ελλάδα συγκλονίζεται για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες από ένα κίνημα που δεν ξεκίνησε από την Αριστερά και διατηρεί μια αξιοσημείωτη δυναμική πέρα από τα όρια και τις δυνατότητές της: το κίνημα της πλατείας. 

Μια δράση που συμπυκνώνει την οπτική του μέσου εργαζόμενου, του άνεργου και του αποκλεισμένου, της νεολαίας και των φοιτητών, μιας πρωτοβουλίας στην οποία για πρώτη φορά εμφανίζονται να συνυπάρχουν χωρίς τις συνήθεις εντάσεις τόσο ετερόκλητα στοιχεία, από το οργανωμένο της Αριστεράς, έως το ελευθεριακό και το αυθόρμητο του αντιεξουσιαστικού χώρου, και από τις αυθόρμητες λαϊκές ιδεολογίες με όλες τις αντιφάσεις τους έως ακροδεξιές και εθνικιστικές αποχρώσεις που προσπαθούν να αναβαπτιστούν στη λαϊκή κολυμβήθρα. Με στόχο να μην περάσει το «Μεσοπρόθεσμο» και με όπλο τη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων ως αντίβαρο στη διαρκή, προϊούσα και μέχρι πρότινος αδυσώπητη κοινωνική απομόνωση.

Το «κίνημα της πλατείας» αντιδρά με τον τρόπο του, με την άμεση δημοκρατία, με τη δοκιμή νέων μορφών συνεννόησης και οργάνωσης από τα κάτω, στον ντε φάκτο αποκλεισμό του από τη λήψη των αποφάσεων και τη μετατροπή του σε εκλογικό μηχανισμό. Και με τον τρόπο και τις πρακτικές του αντιδρά και στους θεσμούς εκείνους που μιλάνε στο όνομά του, τα συνδικαλιστικά στελέχη του Δημοσίου που με την προστασία της κομματικής κάλυψης και των σχετικών προνομίων, φροντίζουν κυρίως με την επαναστατική ρητορεία να καλύψουν τη δική τους ιδιοτέλεια παρά να προάγουν το συμφέρον της εργασίας. 

Αυτή η νέα άμεση συλλογικότητα αντιστρατεύεται από τα πράγματα την παραδοσιακή κρατικού τύπου οργάνωση της Αριστεράς, που χρησιμοποιεί τα κινήματα ως εκλογικούς μηχανισμούς στα σωματεία, στους συλλόγους, στους δήμους, στη βουλή, στην ευρωβουλή, για να λειτουργήσει στη συνέχεια ως – έστω αντιπολιτευτικός – μηχανισμός του κράτους που η ίδια υποτίθεται ότι επιδιώκει να καταργήσει.

Το πλήθος στις πλατείες λειτουργεί από ένστικτο υπέρ μιας πολιτικής της αλληλεγγύης με όπλο την άμεση δημοκρατία, χωρίς να έχει – και πώς θα μπορούσε άλλωστε; – και να προτείνει τη διέξοδο και τη λύση. Λειτουργεί ως κήρυκας των αναγκών και των επιθυμιών μιας μάζας που είχε καταστεί άφωνη από τη ροή των πραγμάτων, αλλά που τελικά αποδεικνύεται έτοιμη να διεκδικήσει το άμεσο, το καθημερινό αλλά και το πολιτικό, το μεγάλο. 

Η λυτρωτική παρουσία του ανεξέλεγκτου κινήματος της πλατείας, με την ειρηνική καθημερινή άσκηση στη δημοκρατία καταρρίπτει τα ιδεολογήματα των τεχνικών της εξουσίας που από φόβο μπροστά στο κοινωνικά αστάθμητο και την ανεξέλεγκτη δυναμική των μαζών, προτείνουν και ευαγγελίζονται τον κοινωνικό ορθολογισμό που δεν είναι τίποτε άλλο από την «ασφάλεια» του κοινωνικού status quo, ένας ακόμη δρόμος προς το αδιέξοδο.

4. Η κρυφή γοητεία του ιδιωτικού

Αν οι κοινωνικές ανάγκες βρέθηκαν επιτέλους μέσω της «πλατείας» στο επίκεντρο της πολιτικής, τότε προέχει ο ορισμός τους και η διάκρισή τους από οτιδήποτε άλλο μπορεί να επιχειρείται στο όνομά τους. Η πρωταρχικότητα των κοινωνικών αναγκών έναντι του κέρδους έχει ως αναγκαία συνέπεια και τον τρόπο παραγωγής αγαθών που προορίζονται για την ικανοποίησή τους, με κεντρικό πυρήνα τη διασφάλιση του δημόσιου ελέγχου σε όλους τους τομείς που συμβάλουν στην παραγωγή τους. Αυτό στη συγκεκριμένη σημερινή συγκυρία ενδεχομένως σημαίνει ότι για το κοινωνικά συγκεκριμένο ελάχιστο επίπεδο κοινωνικών αναγκών – Υγεία-Περίθαλψη, Παιδεία αλλά και Πολιτισμό – θα πρέπει να διασφαλιστεί μέσω του κοινωνικού ελέγχου η παραγωγή για τις ανάγκες και όχι για το κέρδος. Και εδώ δυστυχώς η μη ιδιωτικοποίηση ή η τυπικά δημόσια οργάνωση της λειτουργίας συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής δεν αρκεί για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. 

Το δίδαγμα από την έως σήμερα λειτουργία τυπικά δημόσιων υπηρεσιών δείχνει ότι το κλειδί για την ανάδειξη της οικονομίας των αναγκών είναι η εξάλειψη και της αφανούς εσωτερικής ιδιωτικοποίησης «από τα κάτω» που παραδοσιακά κυριαρχεί στον κοινωφελή δημόσιο τομέα. Η εσωτερική ιδιωτικοποίηση «από τα κάτω» είναι σύμπτωμα της ηγεμονίας του καπιταλισμού (και του νεοφιλελευθερισμού) και αποτελεί πολύ μεγαλύτερο εμπόδιο για την εγκαθίδρυση της οικονομίας των αναγκών από τις τυπικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής. Μιλάμε για τον θρίαμβο της ιδεολογίας του «ιδιωτικού», με τη μικρής κλίμακας ευρύτατα διαδεδομένη διαφθορά στους δημόσιους χώρους να απαιτεί ακόμη και για την παροχή της πλέον αμελητέας υπηρεσίας την ιδιωτική συναλλαγή υπό το οποιοδήποτε πρόσχημα και την καταβολή του σχετικού τιμήματος. 

Υπάρχει εμφανέστερη ομολογία απόλυτης ηγεμονίας του κεφαλαίου από την υιοθέτηση της στρατηγικής του κέρδους ως κίνητρου για την κινητοποίηση της «δημόσιας» παραγωγικής μηχανής;
Και πάλι, αυτή η βιωμένη πρακτική στην ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι άραγε ένα απόλυτο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την παραγωγή πραγματικά δημόσιων αγαθών σύμφωνα με τις ανάγκες, δηλαδή εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια να γίνει ηγεμονικό το στρατηγικό πρόταγμα μιας Κοινωνίας της Αλληλεγγύης;

Αλλά πέρα και πάνω από τη δωροληψία, τη συναλλαγή και την κυριαρχία του κέρδους στις δοσοληψίες που σχετίζονται με δημόσια αγαθά, παρόμοιας υφής είναι και η κυριαρχία του ιδιωτικού που αναπτύσσεται σε δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα και κοινωφελείς, με την παραμέληση του καθήκοντος, την υιοθέτηση γραφειοκρατικών αντιλήψεων στην εξυπηρέτηση των πολιτών, τη «λούφα» και την απουσία ελέγχου επί του αποτελέσματος. Και μάλιστα σε έναν τομέα που ως δημόσιος θα όφειλε να λειτουργεί υποδειγματικά για την παραγωγή των κοινωνικών αγαθών. Το «ίδιον συμφέρον» όσο ασήμαντο και αν φαίνεται αποτελεί τη μαγιά για την απαξίωση της οικονομίας των αναγκών και της κοινωνίας της αλληλεγγύης: Αυτό το ιδεολογικό κλίμα, που σε ορισμένες περιπτώσεις εκτρέφει και διαχέει τη διαφθορά, την παράνομη συναλλαγή και «εξυπηρέτηση» ιδιωτικών συμφερόντων, βρίσκεται στον αντίποδα του εγχειρήματος της κοινωνικής ανατροπής και αποτελεί άλλη μια έκφανση της ηγεμονίας του κέρδους πάνω στις ανάγκες.

5. Το Σχέδιο και το Όραμα

Όλα τα παραπάνω μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι συνιστούν «πολυτέλεια» στη σημερινή συγκυρία, στην οποία η εργασία δέχεται ολομέτωπη επίθεση από το κεφάλαιο με όπλο τη δημοσιονομική κρίση και με μέσο την κάθε είδους κρατική τρομοκρατία. Μάλιστα εύλογη φαίνεται και η κριτική ότι η θέση αυτή συγκαλύπτει τις διαχωριστικές γραμμές, βρίσκοντας εχθρούς στο «εσωτερικό» των δυνάμεων της εργασίας, τη στιγμή που προέχει πάνω απ’ όλα η αρραγής ενότητα του μετώπου απέναντι στο κεφάλαιο και το κράτος. 

Η γοητεία και ηγεμονία του ιδιωτικού είναι όμως μια πραγματικότητα που διαπερνά το σύνολο των μηχανισμών, ακόμη και εκείνων που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς ή της αντίστασης στα μέτρα του Μνημονίου. 

Η συναλλαγή και η θεραπεία του «ιδιωτικού» κυριαρχούν σε συνδικαλιστικές πρακτικές του Δημοσίου, ιδίως εκεί όπου ο κυβερνητικός συνδικαλισμός κάθε χροιάς έχει εξαλείψει κάθε κοινωνική γείωση και έχει εκθρέψει τη συνδιοίκηση στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις. Γεγονός που δεν συγκαλύπτεται από τις «μαχητικές» κινητοποιήσεις όσων δεν κινδυνεύουν στην εργασιακή τους ασφάλεια, οι οποίες άλλωστε έχουν ημερομηνία λήξης κατά την ψήφιση του κάθε νόμου. Ούτε από τις κραυγές για «ασυμβίβαστο αγώνα» ενάντια στην ιδιωτικοποίηση όταν εκείνο που μάλλον διακυβεύεται είναι η θέση της συνδικαλιστικής αριστοκρατίας στην εσωτερική εταιρική ιεραρχία και εξουσία. Ιδίως όταν η «μετοχοποίηση» έχει γίνει σιωπηρά ή ηχηρά δεκτή ως μέσο για την «ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας» των επιχειρήσεων, «παραβλέποντας» ότι η χρηματιστηριακή λογική εδράζεται στη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους και όχι σε κάποιο νεφελώδες κριτήριο κοινωνικής ωφέλειας. 

Και δεν είναι σπάνιο οι πρακτικές αυτές στη συγκυρία να αποσπούν την ενεργή υποστήριξη της Αριστεράς, στο πλαίσιο μιας τακτικής ή και στρατηγικής σύμπλευσης. Γιατί η Αριστερά είναι προσηλωμένη στους άμεσους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και έχει συνηθίσει να τους εντάσσει σε ένα πανταχού παρόν «Σχέδιο», το οποίο στόχο έχει να υπηρετήσει την πάλη για «τότε» που «η Αριστερά θα γίνει κυβέρνηση». Ένα Σχέδιο που κάτω από την πίεση της καθημερινής πολιτικής πρακτικής τείνει να ισχυρίζεται ότι διαθέτει «λύσεις» επεξεργασμένες για τώρα, για το μέλλον. Κάτι που, ακόμη και αν υφίσταται στα χαρτιά, είναι διαβατήριο για τον κόσμο των σκιών μιας και η δημιουργία του αριστερού «Σχεδίου» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εναλλακτικό πρόταγμα ηγεμονίας, το οποίο τίθεται «εδώ και τώρα», και του οποίου «υποκείμενο» μέσα στην πάλη των τάξεων δεν μπορεί να είναι παρά τα κινήματα, ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία. 

Μια κατασκευή δηλαδή στην οποία το Όραμα έχει πάντα τον πρώτο και καθοριστικό ρόλο.

6. I had a dream

Το Σχέδιο λοιπόν έπεται, «δεν υπάρχει», παρά μόνο ως διαδικασία δημιουργίας του, δηλαδή διαμορφώνεται από το «υποκείμενο» (τα κινήματα, τον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία) μέσα στην ταξική πάλη, καθώς θα αλλάζει ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, θα κερδίζονται μάχες, θα διαμορφώνονται νέα πρακτικά δεδομένα πάνω στα οποία θα μπορέσει να στηριχθεί ο επόμενος κύκλος ανέλιξης του Σχεδίου. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχουν κατευθυντήριοι άξονες, αρχές και στόχοι, που τίθενται από την Αριστερά και τα κινήματα, αλλά αυτά επ’ ουδενί συνιστούν αυτό που τυπικά χαρακτηρίζεται Σχέδιο. Το Σχέδιο προκύπτει μόνο μέσα στη διαδικασία των κοινωνικών μετασχηματισμών και μόνο εφόσον διαμορφώνονται οι κατάλληλοι συσχετισμοί δύναμης.

Υπάρχει και μια ιστορική εικονογράφηση των παραπάνω που μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τη σημασία και την απόλυτη χρησιμότητα του οράματος. Στη δεκαετία του ’60, ο ηγέτης του κινήματος για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ Martin Luther King ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία του και την πορεία προς την πρωτεύουσα των ΗΠΑ – που δυστυχώς διακόπηκε άδοξα με τη δολοφονία του – με μια μαγική φράση που έδρασε καταλυτικά και ηγετικά στη δεδομένη εκρηκτική συγκυρία της φυλετικής καταστολής των έγχρωμων πολιτών, με το ιστορικό: I have a Dream. Για να γίνει χιονοστιβάδα στη συνέχεια.

Αντιθέτως, αν διακήρυσσε ένα τεχνοκρατικό I have a Plan, δηλαδή ότι στις δεδομένες συνθήκες είχε Σχέδιο και «προτάσεις διεξόδου», μάλλον θα έμενε στην ιστορική αφάνεια. Αντίθετα, το περίφημο I have a dream, κινητοποίησε γιατί παρέπεμπε στο Όραμα και στην αναγκαιότητα να αλλάξουν οι δεδομένες κατά την έναρξη της διαδικασίας συνθήκες.

Όραμα: η επίκληση του ανέφικτου ως δικαίωμα για τη σταδιακή και υπό συνθήκες στοιχειοθέτηση του Σχεδίου ανατροπής. Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που βρίσκονται στις πλατείες της χώρας ξέρουν καλά τι δεν θέλουν (τη φτώχεια, την ανεργία, τον αυταρχισμό, την έλλειψη δημοκρατίας) και επομένως έχουν σαφές το περίγραμμα του Οράματος. 

We have a Dream…

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

La rossa primavera. (Σημειώσεις για τον ιταλικό Μάη)


Το καυτό φθινόπωρο, απεργία στη FIAT το 1969 (από http://www.indybay.org/newsitems/2008/09/19/18539949.php)
 του Παναγιώτη Σωτήρη
από τις Θέσεις
Εισαγωγή
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι σήμαινε ο κύκλος των κινημάτων του 1968 για την Ιταλία, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να δούμε μια ολόκληρη ιστορία αγώνων που ξεκινάνε αρκετά πιο πριν και συνεχίζονται και για αρκετό καιρό μετά, ουσιαστικά για μια ολόκληρη 20ετία, από τις μεγάλες αντιφασιστικές συγκρούσεις στη Γένοβα το 1960 μέχρι την ήττα της μεγάλης απεργίας στη FIAT το 1980.
1. Ιστορική αναδρομή
1.1. Η εξέλιξη του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού
Ωστόσο καλό είναι να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, ξεκινώντας από μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού και της ιταλικής Αριστεράς. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενοποίηση της Ιταλίας είναι ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό γεγονός (θα πρέπει να περιμένουμε το 1866 για να μιλήσουμε για ενιαίο κράτος με την πλήρη έννοια του όρου). Η πόλωση ανάμεσα στον πολύ περισσότερο βιομηχανικό βορρά και το αγροτικό νότο με την εξαθλίωση, τους ακτήμονες, τις σχεδόν φεουδαρχικές σχέσεις εξουσίας στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία θα σφραγίσει την ιταλική ιστορία. Παράλληλα, οι όροι με τους οποίους διαμορφώθηκε το ιταλικό κράτος, ένας συνδυασμός συγκρούσεων εθνικών και δημοκρατικών μαζί με συμβιβασμούς θα διαμορφώσει και την ιδιότυπη εικόνα της «παθητικής επανάστασης», την απουσία ουσιαστικά μιας «αστικής επανάστασης» και την τάση των αστικών κομμάτων να μετατοπίζονται ως προς τις απόψεις (τον περίφημο «μεταμορφισμό» τους κατά τον Γκράμσι). Παράλληλα, κορμός του συστήματος της εξουσίας υπήρξε και η καθολική εκκλησία, που λειτούργησε όχι απλώς ως ο εγγυητής του κοινωνικού συντηρητισμού, αλλά και ως ενεργό στήριγμα των πιο αυταρχικών απόψεων.
Παρότι το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα ήταν ενεργό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συχνά με ιδιαίτερη επίδραση και αναρχικών απόψεων, η μεγάλη ανάπτυξή του θα έρθει στις αρχές του 20ουαιώνα και αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση που ακολουθεί το τέλος του πολέμου και μέσα στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1919 καταγράφεται μια έκρηξη εργατικών κινητοποιήσεων στον Ιταλικό Βορά και ιδίως το Τορίνο με αποκορύφωμα μαχητικές κινητοποιήσεις, απεργίες και τη συγκρότηση εργατικών συμβουλίων, ένα κίνημα στην πολιτική καθοδήγηση του οποίου θα πρωταγωνιστήσει ο Αντόνιο Γκράμσι.1 Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών αγώνων θα οδηγήσει και στη διάσπαση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και την ίδρυση το 1921 του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ)2. Ωστόσο η πορεία ανάπτυξης του κόμματος θα ανακοπεί βίαια από την άνοδο του φασισμού, την απαγόρευσή του το 1926, παρότι, κάτω και από την καθοδήγηση του Γκράμσι, θα ξεχωρίζει ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, κυρίως σε σχέση με το επίπεδο της ανάλυσης και την προσπάθεια συγκεκριμένης ανάγνωσης της Ιταλικής κοινωνίας και των αντιθέσεών της.3
1.2 Η ματαιωμένη επανάσταση
Η άνοδος του φασισμού ήταν η αποφασιστική τομή, ιδίως ως προς την ανάδειξη της κομμουνιστικής Αριστεράς σε ηγεμονική δύναμη μέσα στις λαϊκές τάξεις. Ξεκίνησε από το σύμφωνο κοινής αντιφασιστικής δράσης με τους Σοσιαλιστές το 1934 και θα εκφραστεί κυρίως με την ανάπτυξη της ένοπλης αντιφασιστικής δράση από το 1942 και μετά, τις μεγάλες απεργίες την άνοιξη του 1943 στη Γένοβα και το Μιλάνο, καθώς και την επέκταση ένοπλων ομάδων παρτιζάνων όλο το καλοκαίρι του 1943. Η πτώση του Μουσολίνι θα σημάνει μια έκρηξη του λαϊκού κινήματος, με την ενεργοποίηση των συνδικάτων και την εκλογή εργατικών επιτροπών στα εργοστάσια. Η απάντηση της Γερμανίας, με το στρατιωτικό έλεγχο της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας, θα οδηγήσει στην κλιμάκωση της αντιφασιστικής δράσης με το συνδυασμό ανάμεσα στην παρτιζάνικη δράση και την γενική απεργία σε όλη την κατεχόμενη Ιταλία το Μάρτη του 1944 και την επέκταση της ένοπλης δράσης όλο το καλοκαίρι του 1944 και μέχρι το 1945. Παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά θα έχουν διαμορφωθεί μορφές λαϊκής εξουσίας, ιδίως στο Βορρά και παρά την τεράστια αίγλη που έχει το ΙΚΚ, η ηγεσία του κόμματος επιλέγει το Μάρτιο του 1944 να μην θέσει το θέμα της εξουσίας, να μην θέσει πολιτειακό ζήτημα και να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Μπαντόλιο. Βασικός εισηγητής αυτής της γραμμής, που θα γίνει γνωστή ως «Στροφή του Σαλέρνο» (Svolta di Salerno) ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι, βασική ηγετική φυσιογνωμία του κόμματος μετά τη σύλληψη του Γκράμσι, στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μεταφέρει – τουλάχιστον από ό,τι φαίνεται – και την επιθυμία του Στάλιν να μην διαρραγούν οι σχέσεις με τους Αγγλοαμερικάνους.4 Η στροφή του Σαλέρνο θα σηματοδοτήσει την έκτοτε πάγια θέση του ΙΚΚ να μην αμφισβητήσει τα όρια του κοινοβουλευτισμού. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή η απήχηση του κόμματος μεγαλώνει, φτάνει τα 1.700.000 μέλη το 1945, ενώ στις εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση το ΙΚΚ και το ΙΣΚ (που δεν ήταν κόμμα της Β΄ Διεθνούς και είχε μεγάλη συμμετοχή στην αντιφασιστική πάλη) θα πάρουν κοντά στο 40% των ψήφων. Παρά τη συνέπεια που επέδειξε το ΙΚΚ ως προς την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τη συμβολή του στη διαμόρφωση του Ιταλικού Συντάγματος, την αποφυγή να θέσει ζήτημα «δομικών μεταρρυθμίσεων» και φυσικά την ετοιμότητα της ηγεσίας να συμφωνήσει στον αφοπλισμό των παρτιζάνων, η Χριστιανοδημοκρατία, πιεζόμενη και από τις ΗΠΑ, αποπέμπει τους κομμουνιστές βουλευτές από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1948. Ωστόσο, ακόμη και τότε η ηγεσία του ΙΚΚ θα αρνηθεί να οξύνει τα πράγματα, π.χ. κάνοντας ό,τι μπορεί για να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά την σχεδόν ένοπλη εξέγερση που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι τον Ιούλιο του 1948.5 Συνολικά, αυτή η «ματαιωμένη επανάσταση», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Φερνάντο Κλαουντίν, όρισε έκτοτε τη δομική αντίφαση του ιταλικού κομμουνισμού: την τεράστια λαϊκή απήχηση και την ουσιαστική γείωση στην ιταλική κοινωνία και ταυτόχρονα την παραδοχή συγκεκριμένων ορίων ως προς την πολιτική δράση. Τα όπλα (που δεν παραδόθηκαν ποτέ όλα…) των παρτιζάνων θα στοιχειώσουν έκτοτε τη συλλογική προσδοκία όλων των επόμενων γενεών της Αριστεράς. 
 
1.3. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη δεκαετία του 1950-60  
 
Η περίοδος μετά τις εκλογές του 1948 και τις κυβερνήσεις της Κεντροδεξιάς θα συμπέσει τη φάση της μεγάλης αναπτυξιακής έκρηξης του ιταλικού καπιταλισμού.6 Πατώντας πάνω στη βάση της παλινόρθωσης της καπιταλιστικής εξουσίας στα εργοστάσια, τη συνεχή και αυταρχική πίεση πάνω στην Αριστερά7 και τα καθοδηγούμενα από τους κομμουνιστές συνδικάτα (συμβολική στιγμή η ήττα της ομοσπονδίας μετάλλου FIOM στην FIAT το 19538), τον αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβερνητική διαχείριση και τη μερική προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος του Νότου μέσα από την κρατική χρηματοδότηση και την αγροτική μεταρρύθμιση, ο ιταλικός καπιταλισμός θα γνωρίσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης: 5,8% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1951-1963, με το μέσο όρο να αυξάνεται στην πενταετία 1958-63 σε 6,6%. Η εκβιομηχάνιση θα επιταχυνθεί και το 1963 το 40,1% της απασχόλησης ήταν στο δευτερογενή τομέα. Πλάι στους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης (τρόφιμα, υφαντουργία, ενδύματα) αναπτύχθηκαν οι σύγχρονοι κλάδοι: μέσα μεταφοράς, χημικά, μεταλλουργία, μηχανές και ελαστικά. Πλάι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν ολοένα και περισσότεροι οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι: FIAT (αυτοκίνητα), Montecatini (χημικά), ΕΝΙ (κρατική – φυσικό αέριο - υδρογονάνθρακες) κ.ά.. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία θα ενισχυθεί και μέσα από τη διαμόρφωση του IRI, του εθνικού οργανισμού βιομηχανικής ανασυγκρότησης που συντονίζει τις εταιρίες με συμμετοχή του δημοσίου. Παράλληλα, όμως, και τα μεγάλα ιδιωτικά μονοπώλια θα προσπαθήσουν μέσα από την Confidustria, την εργοδοτική ένωση, να επιβάλλουν μια επιθετική κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση των εργαζομένων σε όλη αυτή την περίοδο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για σημαντικό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, θα έχουμε υψηλά επίπεδα ανεργίας, είτε ως εμφανή ανεργία, είτε ως άτυπη εργασία και υποαπασχόληση. Επιπλέον, υπήρξε συγκράτηση των αυξήσεων των μισθών καθώς και απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που εργάζονταν σε μεγάλες και σε μικρές επιχειρήσεις στο Βορρά και στο Νότο.9Ταυτόχρονα, στο Νότο, παρότι απέφυγαν μέσα από την αγροτική μεταρρύθμιση και τις δημόσιες επενδύσεις τις κοινωνικές εκρήξεις, εντούτοις θα υπάρξει ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό το οποίο θα στραφεί προς τη μετανάστευση, είτε προς το Βορρά, είτε προς το εξωτερικό.10
1.4. Η Αριστερά ως εθνική δημοκρατική δύναμη
Σε όλη αυτή την περίοδο η κυρίαρχη γραμμή της

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

«Γουρουνίσια μάζα» κατά «πλήθους χρυσών ναρκίσσων»

Διαδήλωση στις 17 Οκτώβρη 1905, Ilya Yefimovich Repin [Public domain], via Wikimedia Commons

της Τζίνας Πολίτη 

από τις Θέσεις, Τεύχος 107, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 2009

Ήρωας είναι πάντοτε οι μάζες, τα πλήθη των ανθρώπων.
Γιώργος Χειμωνάς
Ι
Η ιδρυτική στιγμή που διασπά τη συνεκτική αναπαράσταση του κοινωνικού με την εισαγωγή εντός της δραματικής δομής των αντιθέσεων δημόσιο/ ιδιωτικό, άτομο/ μάζα εγκαινιάζεται από την τραγωδία του Ευριπίδη Ορέστης. Εκεί, οι κλειστές πύλες του παλατιού μπροστά από τις οποίες διαδραματίζονταν τα επεισόδια, ανοίγουν για πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαίας τραγωδίας και επιτρέπουν την είσοδο του θεατή «εν δόμοις», δηλαδή, εντός του αθέατου ως τότε ιδιωτικού χώρου. Εισερχόμενος, ο θεατής αντικρίζει τον Ορέστη κουλουριασμένο κάτω από τα σκεπάσματα μιας κλίνης να δοκιμάζεται από παρανοϊκές κρίσεις, ενώ η Ηλέκτρα, καθισμένη κοντά του, προσπαθεί να τον βοηθήσει. Η εικόνα μιας στέρεα συνδεδεμένης κοινότητας, όπου οι πρωταγωνιστές και ο Χορός μοιράζονταν από κοινού τη διαδοχή των τραγικών συμβάντων στο δημόσιο χώρο μπροστά από τις κλειστές πύλες του παλατιού, φαίνεται να ανήκει πια στο παρελθόν.2

Έτσι, η καθολικότητα του μυθικού αφηγήματος υποβιβάζεται εδώ σε ιδιωτική υπόθεση. Πέρα από το Χορό, εκτός σκηνής, ένα άλλο συλλογικό σώμα έχει εμφανιστεί, μια μεγάλη, θορυβώδης μάζα που παροτρύνεται από τους ρήτορες του Συμβουλίου του Άργους να αποφασίσει με ποιο τρόπο πρέπει να τιμωρηθούν οι μητροκτόνοι. Ο Ευριπίδης, όπως παρατηρεί ο Willink, είναι ο πρώτος που εισάγει στο Δράμα το θέμα του «κακού δημαγωγού» ο οποίος προσπαθεί με παραπειστικά λόγια να σαγηνέψει το παράλογο πλήθος.3

Η μάζα, που πρέπει να αποφασίσει αν ο Ορέστης «με θάνατο πρέπει να τιμωρηθεί –ή να ζήσει», δεν πείθεται από τα λόγια ενός τίμιου χωρικού που δικαιώνει τον Ορέστη γιατί «σκότωσε γυναίκα κακιά και άθεη∙ ανάξια του άνδρα της»∙ διχάζεται από τα «συνετά λόγια του άρχοντα Διομήδη» που προτείνει για τα αδέλφια την ποινή της εξορίας∙ οργίζεται από την απολογία του Ορέστη που «αμύνθηκε για τα δίκαια» τα οποία θεμελίωσε η πράξη του στο Άργος∙ θολώνει με τον «αμφίθυμο και δίγλωσσο» λόγο του Ταλθύβου «που πάει πάντα με τους δυνατούς όσο είναι δυνατοί» και αντιστρέφει τα λόγια του έτσι που «από καλά» ξαφνικά άλλαζαν σε «κακά». Εντέλει, το οργισμένο πλήθος πείθεται από τον «αθυρόστομο» ξένο που ουρλιάζει ότι οι μητροκτόνοι πρέπει να θανατωθούν με λιθοβολισμό, «με το θράσος που έχει ο θόρυβος, η απάτη και η Αμάθεια: – τα τρία αυτά χαρίσματα που κάνουν στην Ελλάδα λαοφίλητο τον Αδειανό ρήτορα», τον «ύπουλο» εκείνο «που ήξερε με λόγια πανούργα να κολακεύει τον λαό».4

Σε αντίθεση με το Χορό, τα κύρια ψυχολογικά χαρακτηριστικά της μάζας είναι: έλλειψη κρίσης, υποταγή στον επιδέξιο χειρισμό του ρητορικού λόγου από το δημαγωγό και ταύτιση με το πρόσωπό του, αντιφατικές αποφάσεις, αχαλίνωτο πάθος και μια εσφαλμένη αίσθηση δύναμης. Αυτή η αρχέτυπη αναπαράσταση της μάζας μοιάζει να σημάδεψε ανεξίτηλα το κοινωνικό φαντασιακό αφού εξακολούθησε να αναπαράγεται μέσα στους αιώνες ως τις μέρες μας. Γιατί, με το να αγνοούνται οι ιστορικοί, κοινωνικοί μετασχηματισμοί, η αναπαράσταση αυτή προϋπέθετε ότι «οι στοιχειώδεις ψυχικές δυνάμεις ήταν προορισμένες να παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες σε όλες τις εποχές [...] εκτός ιστορίας, όμοια με τις άλλες φυσικές δυνάμεις». Το γεγονός ότι «τα ψυχικά και φυσικά στοιχεία που καθορίζουν τη σύσταση της ανθρώπινης φύσης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιστορικής πραγματικότητας» αγνοήθηκε πλήρως.5

Συνακόλουθα, το ερώτημα εάν αυτές οι αναπαραστάσεις των μαζών αντανακλούσαν την ηγεμονεύουσα ιδεολογία∙ εάν ο ίδιος ο δραματουργός χρησιμοποιούσε τη ρητορική του δημαγωγού προκειμένου, από τη θέση ισχύος που κατείχε, να χειριστεί επιδέξια τα συναισθήματα των θεατών∙ εάν αυτές οι ίδιες οι αναπαραστάσεις βασίζονταν στο υποκειμενικό συναίσθημα και όχι στην αντικειμενική θεώρηση, τέτοιας μορφής ερωτήματα σπάνια εγείρονταν, ακόμα και όταν η «μάζα» αποτέλεσε θεωρητικό αντικείμενο κοινωνικής και ψυχολογικής έρευνας στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, σε αντίθεση με την ανιστορική αυτή θέση που αναπαρήγαγε η κοινωνική και ψυχολογική θεωρία, η λογοτεχνία έγκαιρα διαμόρφωσε τις αναπαραστάσεις της με βάση το σκεπτικό ότι το φαινόμενο «μάζα» ήταν επακόλουθο ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών και κοινωνικών μετασχηματισμών. Έτσι, στη ρωμαϊκή τραγωδία Coriolanus, ο Shakespeare επαναπροσδιόρισε τη «μάζα» ως συλλογική, πολιτική οντότητα με κοινά συμφέροντα που έρχονταν σε αντίθεση με εκείνα των κρατούντων. Η συγγραφή του έργου αυτού τοποθετείται γύρω στα 1608-9. Όπως σημειώνει o Philip Brockbank:

Πολλές διασυνδέσεις έχουν εντοπιστεί ανάμεσα στον πολιτικό προβληματισμό του έργου με γεγονότα και συμπεριφορές της πρώτης δεκαετίας του αιώνα [...] Αν και ο Σαίξπηρ είχε βασιστεί στον Πλούταρχο για τις ρωμαϊκές εξεγέρσεις που αφορούσαν στα σιτηρά, η έλλειψη τροφίμων στις πόλεις και η δυσαρέσκεια των αγροτών στην ύπαιθρο ήταν συνηθισμένα φαινόμενα τόσο κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ όσο και του Ιάκωβου, λόγω της αντικατάστασης του οργώματος από τη βοσκή και την εκτεταμένη περίφραξη των βοσκοτόπων. Ανάμεσα σε πολλές εξεγέρσεις, ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στις αναταραχές που σημειώθηκαν το 1607/8 στις Μεσαίες κομητείες.6

Εδώ, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το βαθμό «εγκυρότητας» του λογοτεχνικού έργου με την ιστορική μελέτη: αναφερόμενος στην ίδια εξέγερση ο ιστορικός J. P. Kenyon απλώς παρατηρεί: «Όταν οι χαμηλότερες τάξεις πέφτανε θύματα των παραμικρών κλιματικών αλλαγών [...] δεν θα πρέπει να κατηγορηθούν αν απορροφούσαν τις χιλιαστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν τότε από τα χείλη μη εξουσιοδοτημένων, ανεξάρτητων κληρικών».7 Είναι πρόδηλο νομίζω ότι πίσω από αυτή την «ιστορική» παρατήρηση ελλοχεύει η αναπαράσταση της αφελούς «μάζας» που παρασύρεται από ανεύθυνους δημαγωγούς!

Έτσι, αν και το έργο τοποθετείται στους Ρωμαϊκούς χρόνους, μοιάζει να αντιστοιχεί με γεγονότα και πολιτικά πρόσωπα της εποχής του Σαίξπηρ.8 Χαρακτηριστικά, ο δημεγερτικός λόγος τον οποίο απευθύνει στους Ρωμαίους πολίτες ένας πληβείος, θυμίζει παρόμοιες αγορεύσεις που εκφέρονταν στα χρόνια του Σαίξπηρ: «Δεν νοιάστηκαν ούτε νοιάζονται για μας. Μας αφήνουν να λιμοκτονούμε, ενώ οι αποθήκες τους είναι γεμάτες σιτηρά. Βγάζουν διατάγματα για την τοκογλυφία που όμως υποστηρίζουν τους τοκογλύφους. Καταργούν καθημερινά την όποια νομοθετική πράξη στρέφεται κατά των πλουσίων και καθημερινά θεσπίζουν πιο σκληρούς νόμους για να αλυσοδέσουν και να υποτάξουν τους φτωχούς».9 Ο Thomas Lodge, προκειμένου να αντικρούσει αυτές τις ανατρεπτικές αγορεύσεις, περιγράφει τον ταραχοποιό της υπαίθρου ως εξής: «Μαίνεται και επιτίθεται κατά των περιφράξεων, λέγοντας στους γεωργούς ότι οι απολαύσεις των Λόρδων τρώνε το λίπος από τα δικά τους δάχτυλα, και ότι αυτά τα υπέρογκα νοίκια [...] είναι η καταστροφή της αγγλικής αγροτιάς: το αποτέλεσμα της ομιλίας του είναι η εξέγερση και η οχλαγωγία».10

Σε αντίθεση με τον Ορέστη, εδώ η δραματική σύγκρουση προέρχεται άμεσα από την αντιπαράθεση της μάζας με το Εγώ ενός υποκειμένου της κυρίαρχης τάξης. Ο Κοριολάνος, ωστόσο, ως το «άλλο» της μάζας, δεν αρμόζει με την ορθολογική εικόνα του «ατόμου» που θα κατασκευαζόταν στα χρόνια που έρχονταν, δεδομένου ότι οι πράξεις και οι ψυχολογικές αντιδράσεις του προέρχονται από τα στοιχειώδη εκείνα πάθη της ψυχής που χαρακτηρίζουν όχι μόνο τις μάζες και τους ήρωες, αλλά και το ίδιο το είδος της τραγωδίας.11 Συνακόλουθα, η δραματική αντιπαράθεση των αντίπαλων δυνάμεων δεν είναι αγωνιστική αλλά έντονα ανταγωνιστική. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αρνητικές αναπαραστάσεις της «πολυκέφαλης μάζας»12 απορρέουν στο έργο από το βλέμμα και το λόγο του Κοριολάνου.

Ίσως θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσει κανείς ότι οι Ρωμαϊκές τραγωδίες του Σαίξπηρ προαναγγέλλουν τον εμφύλιο πόλεμο που θα ξεσπούσε ύστερα από σαράντα χρόνια. Ένα πράγμα ωστόσο είναι βέβαιο: ότι το εμείς και το εκείνοι ως αναδυόμενες πολιτικές οντότητες σε σύγκρουση, θα σημάδευαν έκτοτε τη λογοτεχνία και την ιστορία.
 
ΙΙ
 Ο Adam Smith, στην πραγματεία του Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων, έγραφε: «Η ευπροσήγορη αρετή του ανθρωπισμού απαιτεί, σίγουρα, μιαν ευαισθησία πολύ πιο ανεπτυγμένη από αυτήν που κατέχουν τα άξεστα, λαϊκά στρώματα της ανθρωπότητας [...] και έναν τέτοιο βαθμό αυτοελέγχου, που να μας εκπλήσσει με τη θαυμαστή ανωτερότητά του έναντι των ανυπότακτων παθών της ανθρώπινης φύσης».13 Έτσι, η έλευση του καπιταλισμού συνοδεύτηκε από τη γέννηση του συνετού, μετριοπαθούς ατόμου. Όμως, όπως επεσήμανε ο William Godwin to 1793, «οι φιλόσοφοι μέχρι στιγμής λογομαχούν για το αν τα ανθρώπινα όντα στην άσκηση των πλέον ηθικών τους προσπαθειών ενεργούν υπό το κράτος της ανιδιοτελούς καλοκαγαθίας, ή απλώς του πεφωτισμένου προσωπικού τους συμφέροντος».14 Ο Albert Hirschman, στη μελέτη του Τα Πάθη και τα Συμφέροντα, έδειξε το δρόμο που οδηγεί στο τέλος αυτής της λογομαχίας. Χαρακτηριστικά, το πρώτο μέρος της μελέτης του τιτλοφορείται: «Πώς τα συμφέροντα κλήθηκαν να εξουδετερώσουν τα πάθη».15 Εφεξής, η κοινωνικοπολιτική αντίθεση έλλογο άτομο/ παράλογη μάζα θα κυριαρχούσε στη δυτική σκέψη και θα καθόριζε τις αναπαραστάσεις του συλλογικού, αστικού φαντασιακού.

Στο μεταξύ, το απωθημένο πάθος του επαναστατικού ενθουσιασμού καραδοκούσε. Ο ηγεμονικός, αμυντικός μηχανισμός έμελλε να καταρρεύσει και τα παλίνδρομα συμπτώματα να εκραγούν και πάλι γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα: η καταιγίδα της Γαλλικής επανάστασης ανήγγειλε την επιστροφή του. 

Ο Edmund Burke, στο περίφημο Στοχασμοί γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση, έσπευσε να δηλώσει: «μια απόλυτη δημοκρατία [...] είναι το πλέον αναίσχυντο πράγμα στον κόσμο. Καθώς είναι το πλέον αναίσχυντο, είναι και το πλέον άφοβο». Γιατί η μάζα απαιτεί τώρα από τους κρατικούς λειτουργούς «τη χαμερπή υποταγή τους στην περιστασιακή της βούληση», ενώ η ίδια προσφέρεται ως λεία «στην απεχθή φιλοδοξία που χαρακτηρίζει τους λαοφιλείς κόλακες».16

Σύμφωνα με τον Μπερκ, η «μάζα» παραβιάζει τη φυσική και ηθική διάταξη των πραγμάτων προς τα οποία ο άνθρωπος οφείλει να είναι υπάκουος, είτε με τη συγκατάθεσή του είτε με τη βία. Η μάζα, με το να μετατρέπει την αναγκαιότητα σε αντικείμενο επιλογής, καταπατά το νόμο, απειθεί προς τη φύση και «εξορίζεται από τον κόσμο του Λόγου και της τάξεως και της θέσεως και της ηθικής, και της γόνιμης μετάνοιας, στον ανταγωνιστικό κόσμο της τρέλας, της διχόνοιας, της ακολασίας, της αταξίας και της ανωφελούς δυστυχίας».17 Φευ! Η επιστροφή του απωθημένου με τη μορφή του Ιακωβινισμού, οδηγούσε τώρα την Αγγλία στην απώλεια των παλαιών, θεμελιωδών αρχών και «η γνώση, μαζί με τους φυσικούς της προστάτες και φύλακες» την αριστοκρατία και τον κλήρο, «ριχνόταν στο βόρβορο για να την ποδοπατήσουν οι οπλές μιας γουρουνίσιας μάζας».18

Η «γουρουνίσια μάζα» αντέδρασε άμεσα. Ο Ιακωβίνος Thomas Spence έσπευσε να τιτλοφορήσει τις εβδομαδιαίες του φυλλάδες: Γουρουνίσιο κρέας, ή Μαθήματα για τη Γουρουνίσια Μάζα, ενώ ο Daniel Isaac Eaton δημοσίευσε το δημοφιλέστατο: Πολιτική για το Λαό, ή Υγρά Χοιροτροφή. Το συναίσθημα της αηδίας που εξέφραζε ο Μπερκ για τη «γουρουνίσια μάζα» και το ειρωνικό συναίσθημα της περιφρόνησης που του ανταπέδωσε η μάζα, αποτελούν σημαντικές συγκινησιακές αντιδράσεις καθώς σηματοδοτούν την αρχή μιας ριζικής αναδιάταξης των ταξικών σχέσεων την εποχή εκείνη στην Αγγλία.19

Στη σημαντική του μελέτη, Η Ανατομία της Αηδίας, ο William Ian Miller παρατηρεί ότι ενώ η «αηδία» είναι μια συγκινησιακή, ψυχολογική αντίδραση, μολαταύτα συνδέεται με την ιδεολογία αφού ελέγχεται ως «ένα από τα πιο επιθετικά, πολιτιστικά πάθη».20 Η «αηδία» και η «περιφρόνηση», ως αμυντικά, αντιδρώντα πάθη, «δραστηριοποιούν και υποστηρίζουν τη χαμηλή κατάταξη πραγμάτων, ανθρώπων και πράξεων που θεωρούνται αηδιαστικά και αξιοκαταφρόνητα».21 Ως εκ τούτου, αποτελούν συναισθήματα-κλειδιά για τη διατήρηση των κοινωνικών θέσεων και της ιεραρχίας. Έτσι, το επίθετο «γουρουνίσια», που αποδίδει ο Μπερκ στη μάζα, και η αίσθηση σιχασιάς που προκαλεί αυτή η μεταφορά, αντί να αναφέρεται σε μια αντικειμενική ιδιότητα, μάλλον αποκαλύπτει τα συναισθήματα ανησυχίας, μίσους και ανασφάλειας που οι ανώτερες τάξεις είχαν αρχίσει να αισθάνονται εκείνα τα χρόνια για τις μάζες. Γιατί, «με την εμφάνιση των σχηματισμών αυτοπειθαρχίας του νέου κινήματος της εργατικής τάξης»,22 το αίσθημα της περιφρόνησης που χαρακτήριζε την κοινωνική ανωτερότητα των ηγεμονικών τάξεων στην Αγγλία, έπαψε πια να αποτελεί αποκλειστικό τους προνόμιο και άρχισε να εκφράζεται άφοβα από την «πλέμπα» για τ’ αφεντικά της.

Ο William Godwin, στην πραγματεία του Έρευνα σχετικά με την Πολιτική Δικαιοσύνη (1798), αμφισβήτησε πολλές από τις αντιδραστικές θέσεις του Μπερκ. «Όλα τα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για να αποδείξουν τα μειονεκτήματα της δημοκρατίας», γράφει, «προέρχονται από αυτή τη μια και μοναδική ρίζα: την υποτιθέμενη αναγκαιότητα εξαπάτησης και προκατάληψης για την καταστολή της αναταραχής των ανθρώπινων παθών».23 «Η δημοκρατία είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο κάθε μέλος της κοινωνίας θεωρείται ως άνθρωπος και τίποτα περισσότερο. Σ’ ό,τι αφορά δε τη θετική διάταξη, κάθε άνθρωπος θεωρείται ως ίσος».24 Ωστόσο, όταν έρχεται στο θέμα των «πολιτικών σωματείων», μοιάζει να συμμερίζεται και αυτός τους φόβους της κοινωνικής του τάξης: «Ανάμεσα στα μειονεκτήματα του πολιτικού σωματείου είναι η τάση προς την αταξία και την αναταραχή [...] Δεν υπάρχει τίποτα πιο βάρβαρο, αιμοδιψές, και σκληρόκαρδο από τον θρίαμβο ενός όχλου», γράφει.

Το μοντέλο του Γκόντουιν για τις πολιτικές ενώσεις μοιάζει να προδιαγράφει εκείνο του Χάμπερμας. Υποστηρίζει ότι ο μόνος τρόπος για να προαχθούν «τα καλλίτερα συμφέροντα της ανθρωπότητας, εξαρτάται κυρίως από την ελευθερία της κοινωνικής επικοινωνίας». Ο διάλογος, «μας εξοικειώνει με μια ποικιλία συναισθημάτων και απόψεων, μας αναγκάζει να εξασκούμε την υπομονή και την προσοχή μας, και δίνει στα θέματα που εξετάζουμε ελευθερία και ελαστικότητα».25 Η αλληλεπίδραση, χάρη στη μεσολάβηση της γλώσσας, θα τείνει προς την «αλληλοκατανόηση» αφού «ο καθένας θα είναι πρόθυμος να μιλήσει και να ακούσει από τους άλλους όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει για τα ενδιαφέροντα όλων». Τα πλεονεκτήματα της πολιτικής εξέτασης των προβλημάτων, που θα είναι «αδιάφθορη από πολιτικά μίση και βιαιότητα» και απαλλαγμένη «από την επιστημονική επιτήδευση», θα γίνουν «κοινό κτήμα και θα χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση με αποτελέσματα ανεκτίμητης αξίας».26 Προς το σκοπό αυτό, ο διάλογος που διέπεται από κανόνες, είναι ένα πολύ ισχυρότερο όπλο από την αναρχία της εμπαθούς πράξης. Νομίζω ότι μια νέα ανάγνωση της πραγματείας του Γκόντουιν θα έδειχνε ορισμένους από τους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές που τάσσονται υπέρ της συναινετικής δημοκρατίας να είναι συνεχιστές του!

Αυτό, ωστόσο, που είναι σημαντικό για το θέμα μας είναι οι νέες μεταφορές και παρομοιώσεις που προσαρτώνται στις αναπαραστάσεις της μάζας, και τα αισθήματα φόβου και απέχθειας που προκαλούν στο αστικό φαντασιακό: η μάζα είναι «τερατώδης», «αιμοδιψής», «αχαλίνωτη», είναι μια ογκώδης, βαρβαρική δύναμη που απειλεί να καταστρέψει την δημόσια ασφάλεια, την τάξη και τον δυτικό πολιτισμό. Ως εικόνα, το τρομερό θέαμα της «πολυκέφαλης μάζας» ήρθε να αντικαταστήσει για το μοντέρνο θεατή το ανοίκειο αίσθημα του αισθητικού Ύψους που ως τότε του προκαλούσαν μόνο τα υπερμεγέθη, φυσικά φαινόμενα!
 
ΙΙΙ
Στα νεανικά του χρόνια, ο ποιητής William Wordsworth ήταν ένθερμος υποστηρικτής της «γουρουνίσιας μάζας». Όταν επισκέφτηκε τη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1790, εμπνεύστηκε βαθύτατα από τα επαναστατικά ιδεώδη. Στο αυτοβιογραφικό του ποίημα The Prelude (Το Πρελούδιο), ομολογεί ότι ένοιωσε «στα ύψη των χρυσών ωρών να βρίσκεται η Γαλλία/ κι φύση η ανθρώπινη να μοιάζει πως ξαναγεννιέται».27 Σύντομα, ωστόσο, τα επαναστατικά, δημοκρατικά του ιδεώδη και αισθήματα άρχισαν να υποχωρούν και βρέθηκε «τώρα να πιστεύει / τώρα να αμφιβάλλει/ σε ατέρμονη σύγχυση».28 Όπως παρατηρεί ο Graham Hough, o ποιητής πέρασε μια βαθιά, ηθική κρίση: «Ο επαναστατικός ζήλος και τα δόγματα της εποχής των Φώτων είχαν παίξει το ρόλο τους στη διαμόρφωση της σκέψης του, αλλά δεν τον οδηγούσαν πιο πέρα». Ύστερα από ένα μακρύ, επώδυνο διάστημα, «συνειδητοποίησε ότι μια νέα ζωή και ελπίδα τον κατέκλυζαν από εντελώς διαφορετικές πηγές».29 Όπως καταθέτει ό ίδιος, το δίλημμα ξεδιάλυνε όταν το επαναστατικό, συλλογικό πάθος έδωσε τη θέση του στο γαλήνιο στοχασμό και «την σωτήρια επαφή / με τον αληθινό μου εαυτό».30

Το 1804, έγραψε το περίφημο ποίημα, «Mόνος περιπλανιόμουν όπως ένα σύννεφο», που μαρτυρά τη φυγή του από την τύρβη του επαναστατικού κόσμου προς τον εσωτερικό κόσμο του εαυτού και την πίστη στη θρησκεία της φύσης. Παραθέτω επιλεκτικά:

Μόνος περιπλανιόμουν όπως ένα σύννεφο στον ουρανό
Που πλέει πάνω από λαγκάδια και λοφίσκους,
Όταν μεμιάς, μπροστά στο βλέμμα, πλήθος χαρωπό,
Μια λαοθάλασσα από χρυσούς ναρκίσσους.
......
Δέκα χιλιάδες είδα ξαφνικά
να λικνίζονται σε χορό ζωηρά.
......
Ατένιζα – και ατένιζα – δεν πέρασε απ’ τη σκέψη
Τι πλούτο από το θέαμα αυτό είχα δρέψει.
Γιατί συχνά, όταν στην κλίνη μου γέρνω μελαγχολικός
Νοιώθοντας μέσα μου το άδειο της ανίας,
Σαν αστραπή το θέαμα περνά μπρος από το μάτι εκείνο, το εσωτερικό
που είναι της μοναξιάς πηγή ευδαιμονίας.
Και τότε η καρδιά μου γεμίζει από χαρά,
Με τους χρυσούς ναρκίσσους χορεύει ζωηρά.

Σίγουρα, το να χορεύει κανείς σε ένα κόσμο φυσικού κάλλους με «δέκα χιλιάδες χρυσούς ναρκίσσους» είναι μια δραστηριότης πολύ πιο ευφρόσυνη από το να συντονίζει το βήμα του με δέκα χιλιάδες «γουρουνίσιου» πλήθους! Η σταδιακή στροφή του ποιητή προς το συντηρητικό κόμμα είναι σε όλους γνωστή. Δέχτηκε την πατρωνία Λόρδων και τελικά μια βασιλική αργομισθία. Ο ποιητής Browning, έγραψε: «Για μια χούφτα αργύρια μας εγκατέλειψε / Για να κολλήσει ένα παράσημο στο πέτο του».31

Σ’ αντίθεση, ο Shelley, ο μόνος από τους ρομαντικούς ποιητές που έμεινε πιστός στα κοινωνικά, επαναστατικά ιδεώδη, όταν στις 16 Αυγούστου του 1819 μια ογκώδης, ειρηνική διαδήλωση εργατών με τις οικογένειές τους πνίγηκε στο αίμα, στο ποίημα: Η Μάσκα της Αναρχίας: Γραμμένο με Αφορμή τη Σφαγή στο Μάντσεστερ, έγραφε:

Σηκωθείτε σαν λιοντάρια
Που ξυπνούν με βρυχηθμό
Σε απρόσμενο αριθμό
Και τινάξτε τα δεσμά σας,
Ρίξτε τα πάνω στη γη
Ωσάν πάχνη που στον ύπνο
Σκέπασε την κεφαλή.
Είναι λίγοι - είστε πολλοί.32

Σύμφωνα με τον ποιητή, η Αγγλία είχε μετατραπεί σε ένα έθνος όπου «οι Κυβερνήτες [...] ούτε βλέπουν, ούτε αισθάνονται, ούτε ξέρουν / Μόνο σαν βδέλλες κολλούν πάνω στο ξέπνοο σώμα της χώρας». Ο Στρατός, το Κοινοβούλιο, η Εκκλησία, είχαν γίνει «τάφοι από τους οποίους / ένα ένδοξο φάντασμα ίσως εμφανιστεί, για να φωτίσει τις θυελλώδεις μέρες μας».33 Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Μαρξ, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ανακοίνωνε την απειλητική εμφάνιση του φαντάσματος.

Ανάμεσα σε πολλές πρακτικές αγόρευσης, η μυθιστορία κλήθηκε να συνεισφέρει προκειμένου να εξορκιστεί το φάντασμα που στοίχειωνε την Ευρώπη. Το νέο είδος, γνωστό ως «βιομηχανικό μυθιστόρημα», οργάνωσε την αφηγηματική του δομή στη βάση των ανταγωνιστικών σχέσεων εργασίας - κεφαλαίου. Ο ιδεολογικός μηχανισμός για το σχηματισμό ηγεμονικών αναπαραστάσεων δραστηριοποιήθηκε και εδώ για να αναπαραγωγή του αποτρόπαιου, ρητορικού τόπου: ευσυνείδητα, εργαζόμενα άτομα, ενάντια στο συμφέρον τους, παρασύρονται και μεταμορφώνονται σε αχαλίνωτη, καταστροφική μάζα, υποταγμένη στη σαγήνη των διεγερτικών λόγων κακόβουλων δημαγωγών. Το πορτρέτο του συνδικαλιστή στα Δύσκολα Χρόνια του Dickens, είναι αποκαλυπτικό:

Κρίνοντας με βάση τα φυσικά στοιχεία, υψωνόταν πάνω από την εργατική μάζα τόσο όσο το ύψος που του πρόσφερε η σκηνή πάνω στην οποία στεκόταν. Από πολλές απόψεις, ήταν ουσιαστικά πιο κάτω από τους εργάτες. Δεν ήταν τόσο τίμιος, δεν ήταν τόσο αρρενωπός, δεν ήταν τόσο ειρηνικός. Αντικαθιστούσε την απλοϊκότητά τους με την πονηριά, και τη σίγουρη, αξιόπιστη λογική τους με το πάθος. Ήταν ένας κακοφτιαγμένος άνδρας, με σηκωτούς ώμους, με φρύδια συνοφρυωμένα, με τα χαρακτηριστικά του όλα μαζεμένα σε μια ξινή έκφραση, ο οποίος, αν λάβουμε υπόψη μας και το φανταχτερό του κοστούμι, διέφερε δυσμενώς από τη μάζα των ακροατών του που φορούσαν τα εργατικά τους ρούχα [...] Ήταν ιδιαίτερα παράξενο, και ήταν ακόμα πιο θλιβερό να βλέπει κανείς αυτό το πλήθος με τα ειλικρινή πρόσωπα, που την τιμιότητά τους κανένας άξιος, ουδέτερος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει, τόσο αναστατωμένο από έναν τέτοιο αρχηγό.34

Η μυθιστορία, σίγουρα κάνει τη δουλειά πολύ καλύτερα από τους πολιτικούς. Γιατί, στο παραπάνω παράθεμα, πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί ο λόγος του αφηγητή παρά ως μεταμφιεσμένη δημαγωγία; Από τη θέση εξουσίας που κατέχει, κολακεύει και ταυτόχρονα νουθετεί τους εργάτες να μην πέσουν θύμα της σαγήνης του αχρείου συνδικαλιστή, αλλά να προφυλάξουν τη φυσική τους αξιοπρέπεια. Αν και οι ίδιοι θύματα ενός απάνθρωπου, αντιχριστιανικού συστήματος, ωστόσο πρέπει να συνεχίσουν να εκτελούν ταπεινά την εργασία που προόρισε γι’ αυτούς η θεϊκή βούληση. Η πάλη των τάξεων, υποστήριζε το βιομηχανικό μυθιστόρημα, θα κόπαζε μόνο χάρη στη «θρησκεία της ανθρωπότητας», η πίστη στην οποία θα οδηγούσε την κοινωνία στην υπέρβαση των πικρών, ταξικών διενέξεων. Το αναμορφωτικό ευαγγέλιο της αγάπης, θα κατέλυε τον ανταγωνισμό καπιταλιστή και εργάτη, και όλοι μαζί θα ζούσαν ειρηνικά, ενώ το σύστημα θα έμενε ανέπαφο.

IV
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το εργατικό κίνημα είχε εξελιχθεί σε ισχυρό, πολιτικό αντίπαλο στην αντιπαράθεσή του με το κεφάλαιο και το κράτος. Πολιτικοί και διανοούμενοι διαμόρφωναν την κοινή γνώμη με βάση το φόβο μιας επικείμενης κοινωνικής καταστροφής, υποστηρίζοντας ότι οι θεσμοί βρίσκονταν σε κατάσταση επιταχυνόμενης παρακμής και η κοινωνία αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να περιπέσει σε αναρχία και χάος. Το 1895, ο Γάλλος κοινωνικός ψυχολόγος Gustave Le Bon δημοσίευσε τη μελέτη Η Ψυχολογία των Μαζών, που σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Το βιβλίο χαιρετίστηκε ως το κατεξοχήν πόνημα που αντιμετώπιζε το ανησυχητικό κοινωνικό αυτό φαινόμενο ως επιστημονικό αντικείμενο έρευνας, αφού απεκάλυπτε την αμετάβλητη ψυχολογική δομή που καθόριζε διαχρονικά την συμπεριφορά των μαζών – είτε αυτές ήταν εθνικές, φυλετικές, πολιτικές, θρησκευτικές ή στρατιωτικές. Στην Εισαγωγή του βιβλίου, ο Le Bon έγραφε: