Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ενθέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ενθέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

 
 
του Στρατή Μπουρνάζου
 
Για κάμποσες μέρες, η Ελλάδα έζησε στον αστερισμό του βιβλίου Κουφοντίνα. Η κουβέντα έγινε με τον συνήθη τηλεοπτικό τρόπο των τελευταίων χρόνων. Περίσσεψαν οι κραυγές και οι εγκλήσεις για «καταδίκη» άνευ όρων, για αποκήρυξη της τρομοκρατίας με αποδέκτη, βέβαια, τον μόνιμο «συνήθη ύποπτο»: τον ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτό τον τρόπο πολλά μπορεί να επιτυγχάνονται: να δημιουργούνται εντυπώσεις, να πιέζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, να μετατοπίζεται η ατζέντα σε θέματα που προτιμάνε, για τους λόγους τους, και η κυβέρνηση και τα κυρίαρχα media, σίγουρα όμως δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική κουβέντα για το υποτιθέμενο επίδικο: τη δράση της 17Ν, τις ένοπλες οργανώσεις, την τρομοκρατία, τα αδιέξοδά της, την αξία της ανθρώπινης ζωής, τον πόνο (πράγματα ωστόσο, που, από το λίγο που διάβασα, εύκολα ξεπερνά και το βιβλίο).

Kι αυτό είναι το καταστατικό πρόβλημα της συζήτησης όπως οργανώθηκε από τα κανάλια και τη Ν.Δ.: ότι είναι προσχηματική, καθώς το πραγματικό, ίσως και μοναδικό, αντικείμενό της, είναι πώς (με «χρυσή ευκαιρία» τον Κουφοντίνα, το βιβλίο, τον επιμελητή του) θα στριμώξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ. Και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είμαι βέβαιος ότι όταν η Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου εγκαλεί «τον κ. Τσίπρα», καλώντας τον «να σεβαστεί το αίμα των θυμάτων», η μέριμνά της δεν είναι ούτε το αίμα ούτε τα θύματα. Δυστυχώς. Είναι το πώς θα κουνήσει το δάχτυλο στον ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτή την έννοια –παρόλο που εδώ έχουμε την τραγική εκδοχή, εκεί είχαμε την εκδοχή της φαρσοκωμωδίας– δεν διαφέρει ουσιαστικά από παλιότερες ανακοινώσεις της, όπως εκείνη που κατηγορούσε τον «κ. Τσίπρα» ότι «τραγούδησε τον ύμνο στον κομμουνισμό “παντιέρα ρόσα”», ο οποίος (ύμνος) «για να γνωρίζουν οι Έλληνες, καλεί σε ανύψωση της κόκκινης (κομμουνιστικής) σημαίας, και κλείνει με το περίφημο “Ζήτω ο κομμουνισμός!”».

 Αν συμφωνήσουμε στα παραπάνω, τότε προκύπτουν ορισμένα πολιτικά διά ταύτα. Με λίγα λόγια, οι αριστεροί δεν χρειάζεται, επειδή η Άννα Μισέλ λέει αυτά που λέει, να δίνουν διαπιστευτήρια. Ούτε και το αντίθετο βέβαια: επειδή η Άννα Μισέλ λέει αυτά που λέει, να οδηγούνται σε μια –συναισθηματική κυρίως– συμπάθεια για τη 17Ν (έχω δει και αυτή στη στάση, αν και σαφώς πιο μειοψηφικά από την πρώτη). Το ότι κομμάτια της Αριστεράς –αλλά και της Δεξιάς, ας μην το ξεχνάμε– έχουν ιστορικά προσφύγει στην ένοπλη βία, ως κομμάτι του πολιτικού ανταγωνισμού, δεν σημαίνει ότι διαρκώς θα πρέπει η Αριστερά να «αποτάσσεται τον “Σατανά”». Γιατί έτσι δεν μπορεί να υπάρξει δημόσιος διάλογος. Όπως η Δεξιά πλέον δεν τσιμπάει στο ζήτημα αυτό –ενώ τσιμπούσε, ακόμη και στη δεκαετία του 1980–, έτσι και η Αριστερά δεν χρειάζεται να αγωνίζεται για να λάβει πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, ούτε όμως να καμώνεται την ανήξερη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ (πέραν του ότι έχει λυμένο το ζήτημα με την ατομική τρομοκρατική βία τύπου 17Ν), αν αρχίσει να δίνει «διαπιστευτήρια» αυτό δεν θάχει τελειωμό: θα πρέπει άλλοτε να αποκηρύσσει την τρομοκρατία, άλλοτε να αποδεικνύει ότι δεν είναι «εθνικός μειοδότης» άλλοτε ότι δεν είναι «αρχικουκουλοφόρος» και πάντοτε ότι δεν είναι ελέφαντας. Κι αυτό δεν πρέπει να γίνει. Όχι, βέβαια, επειδή αυτά τα θέματα (εκτός του τελευταίου) είναι απλά. Αντιθέτως, η Αριστερά πρέπει να τα συζητήσει σε όλο τους το πολιτικό βάθος (εκτός του τελευταίου, και πάλι). Αλλά όταν η συζήτηση γίνεται με όρους έγκλησης, «αποκηρύσσετε, ειδάλλως ταυτίζεστε» δεν είναι συζήτηση. Και δεν χρειάζεται να υιοθετήσουμε καμιά από τις εκδοχές του διπόλου: ούτε να αποκηρύξουμε έντρομοι την τρομοκρατία (και κάμποσα άλλα μαζί, όπως την ελευθερία της έκφρασης) ούτε να την υπερασπιστούμε φλογερά (υιοθετώντας κάμποσα που δεν πιστεύουμε, απεμπολώντας τη συλλογική κινηματική δράση, την οποία η ατομική βία αντιστρατεύεται). Με δυο λόγια: να μην πετάξουμε και το μωρό μαζί με τα απόνερα του μπάνιου, αλλά ούτε να λουστούμε τα απόνερα αυτά.

Υπάρχει, τέλος, κάτι ακόμα, εξαιρετικά σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Η Αριστερά πρέπει όχι μόνο να στηρίζει τους ανθρώπους της, αλλά και να αισθάνεται υπερηφάνεια γι’ αυτούς, όταν μπορεί και όταν πρέπει. Στην περίπτωση του Νίκου Γιαννόπουλου ισχύουν και τα δύο. Ο Γιαννόπουλος έσπευσε –και αυτό τον τιμάει– να διευκρινίσει ότι δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά πρέπει κι εμείς να σπεύσουμε –για να τιμήσουμε την ιστορία και τον λόγο μας ή, πιο απλά, για να μη φτύνουμε τα μούτρα μας– να πούμε ότι, παρότι δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε εμείς ούτε το αριστερό κίνημα θα ήμασταν αυτοί που είμαστε σήμερα χωρίς τη δράση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά και Δικαιώματα, και προσωπικά του Νίκου Γιαννόπουλου. Σε μια πολύ μεγάλα γκάμα κρίσιμων θεμάτων, όπως το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα, ο διεθνισμός, η αλληλεγγύη, ο διεθνισμός, η αντίσταση στον εθνικισμό, η αντιφασιστική πάλη, η συνεισφορά του Δικτύου, σαν σκέψη και σαν πράξη, ήταν παραπάνω από καθοριστική: διαμόρφωσε συνειδήσεις, διαμόρφωσε το τοπίο. Επιτρέψτε μου και κάτι πιο προσωπικό: την αριστεροσύνη, την ευαισθησία, την έμπνευση, τη μαχητικότητα, ό,τι και όσο καλό τέλος πάντων κατάφερα να έχω πολιτικά, το οφείλω εν πολλοίς στον Γιαννόπουλο. Και ξέρω ότι αυτό ισχύει και για αρκετούς άλλους.

Πρέπει να τα πούμε όλα αυτά, όχι μόνο χάριν της ηθικής, αλλά και της αλήθειας. Και ταυτόχρονα μπορούμε να διαφωνούμε, ακόμα και στο έπακρον, με τον Ν. Γιαννόπουλο στην άποψή του για τους «συντρόφους που κάνουν λάθος». Δεν βλάπτει η διαφωνία, αντιθέτως. Πολιτική διαδικασία κάνουμε, όχι μνημόσυνο· σύντροφος και φίλος είναι, όχι μουσείο ή σεβάσμιος γέρων που του φιλάμε σεβαστικά το χέρι. Αλλά η διαφωνία και η συμφωνία ας διατυπώνεται στη βάση των αξιών μας και της πραγματικότητας· όχι υπό το κράτος του φόβου.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Τι σημαίνει αριστερή κυβέρνηση;

Wassily Kandinsky's Composition VII, 1913. The Tretyakov Gallery, Moscow. Painted in 1913 when Kandinsky lived in Munich, Germany.

 














του Νίκου Γιαννόπουλου*, απο τα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ


Το αποτέλεσμα των εκλογών, και ως προς τον αιφνιδιαστικό του χαρακτήρα, αλλά και ως προς τα δεδομένα του, είναι συγκλονιστικό. Την καλύτερη εικόνα τη δίνει η δήλωση του Μελανσόν, όταν του ζήτησαν να σχολιάσει το δικό του αποτέλεσμα. «Είμαι ευτυχής», είπε, και, καθώς ο δημοσιογράφος κοντοστάθηκε, συνέχισε: «Για τα αποτελέσματα των συντρόφων στην Ελλάδα».

Το παιχνίδι έχει ανοίξει. Και είναι πολύ καλό, σε οποιαδήποτε συνθήκη κοινωνικού ανταγωνισμού, το παιχνίδι να ανοίγει, παρά να προσβλέπουμε σε μικρές σωρεύσεις, σε ένα μικρό παιχνίδι. Είναι πολύ προτιμότερη η αμηχανία της νίκης από την αμηχανία της ήττας. Η δεύτερη οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση, στην αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος, ενώ η πρώτη είναι δυνατόν να επινοήσει το μέλλον.

Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν, κατά κύριο λόγο, ταξική ψήφος. Ταξική ψήφος, βέβαια, δεν σημαίνει και ταξικά συνειδητοποιημένη· σημαίνει μια ψήφο με βάση τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Στα νοσοκομεία, στους εργαζόμενους στις δομές τοξικοεξαρτημένων, στους επισφαλείς, στην εφεδρεία, τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ αγγίζουν… τσαουσεσκικά όρια. Ο ΣΥΡΙΖΑ, γενικότερα, τα πήγε πολύ καλά, για τρεις λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι ήταν στην ουσία η μόνη δύναμη αντιπολίτευσης, με μια πολύ αξιοπρεπή υποστήριξη στα κινήματα. Ο δεύτερος είναι ότι στοχοποιήθηκε από τον αντίπαλο, και αυτό μπόρεσε να το αξιοποιήσει θετικά. Ο τρίτος λόγος, με όλη την αντιφατικότητα, είναι ότι μίλησε για αριστερή κυβέρνηση· για αριστερή κυβέρνηση της Αριστεράς, όχι της κεντροαριστεράς. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, μια βδομάδα μετά τις εκλογές, είναι άρτια· υπάρχουν αδυναμίες, παραφωνίες, φοβίες, ας μη στεκόμαστε όμως στη λεπτομέρεια και τη μικρή εικόνα. Στην πορεία προς τις νέες εκλογές, οι εκβιασμοί και η τρομοκρατία που θα ασκηθούν θα κάνουν όσα βλέπουμε τούτες τις μέρες να μοιάζουν με νηπιαγωγείο.

Πριν προχωρήσω, ένα σχόλιο για το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ είχε μια στάση εξαιρετικά σεχταριστική και ψοφοδεή. Νομίζω ότι έχει αποφασίσει πως αν ανακατευτεί με οτιδήποτε άλλο θα βάλει σε κίνδυνο την ίδια την κομματική του υπόσταση. Εσωτερικά βράζει, θα έχει και πτώση, αλλά ας είμαστε επιφυλακτικοί: διαθέτει και παραδόσεις και μηχανισμό και εσωτερική συνοχή πολύ βαθιά. Έτσι, όλα αυτά μπορεί να μη βγάλουν σχίσμα, σίγουρα όμως θα βγάλουν στελέχη και δυνάμεις που την επόμενη περίοδο, ανάλογα και με τις συνθήκες, θα παίξουν τον ρόλο τους.

Τώρα, για την κατάσταση που διαμορφώνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, στην κοινωνία, στο κίνημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αφενός βρίσκεται σε μια πορεία αριστερόστροφη, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να έχει αρκετά από τα προγενέστερα προβλήματα: συγκεκριμένη συνοχή και αντοχές, συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό, συγκεκριμένες φοβίες και αυταπάτες για το εθνικό ακροατήριο κλπ. Έχει όμως αυτή τη στιγμή πολλές προϋποθέσεις να τραβήξει κι άλλο αριστερά — δεν εννοώ να βγάζει κραυγές, αλλά να βρει το σωστό μείγμα μαζικολαϊκής απεύθυνσης και στέρεου πλαισίου που να συγκροτεί τον κόσμο που απευθύνεται σ’ αυτόν, ενώ παράλληλα να φτιάχνει ένα μέτωπο απάντησης στην επίθεση.

Η κατάσταση στην κοινωνία είναι επίσης αντιφατική. Ένα τμήμα της τα τελευταία χρόνια βγήκε στον δρόμο, είχε την εμπειρία των πλατειών, των αγώνων· παρ’ όλα αυτά, είναι μια κοινωνία χωρίς μεγάλες αγωνιστικές εμπειρίες, με αρκετή ιδεολογικοπολιτική σύγχυση, μια κοινωνία που θέλει μια αριστερή κυβέρνηση για να της εξασφαλίσει αξιοπρεπή διαβίωση, παράλληλα όμως δεν είναι έτοιμη να επωμιστεί το κόστος μιας σύγκρουσης. Φυσικά, δεν μπορούμε να εκλέξουμε άλλο λαό ή να λέμε τις ανοησίες του ΚΚΕ. Απέναντι σ’ αυτή την αντιφατική κατάσταση πρέπει να εντείνουμε την ταξική κοινωνική διαίρεση, κι όχι να προσπαθήσουμε να είμαστε «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ».

Σε ό,τι αφορά την κατάσταση του κινήματος, αν και τα τελευταία χρόνια έχουμε ελπιδοφόρες εστίες, το κοινωνικό στην Ελλάδα παραμένει αδύναμο. Όσοι έχουμε μια στοιχειώδη σχέση με την ιστορία του κομμουνιστικού και του αριστερού κινήματος, καταλαβαίνουμε ότι χωρίς αυτοοργάνωση, αυτοσυνείδηση, ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα, ακόμα και μια Αριστερά με τις καλύτερες προθέσεις δεν μπορεί να αποδώσει· θα μετεωρίζεται, με πιθανότερη κατάληξη την ενσωμάτωση και την ήττα.

Συνεχίζω με μερικά σχόλια για το πώς πρέπει να πολιτευθεί ο ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα. Πρώτα πρώτα, χρειάζεται ένας μαζικός αγωνιστικός λόγος, μια ανασυγκρότηση ενός διεισδυτικού, επιθετικού ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου, ενός πλαισίου εύληπτου και αγωνιστικού μαζί. Είναι προφανές ότι δεν μπορείς να πεις, με τους παρόντες συσχετισμούς στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, ότι μέσα σε ένα μήνα θα έχω τελειώσει με το Μνημόνιο, θα έχω εθνικοποιήσει τις τράπεζες, θα έχω κάνει ξανά δημόσιες τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις, θα έχω δημεύσει την εκκλησιαστική περιουσία, θα έχω παγώσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Έχει όμως σημασία με ποια στρατηγική πηγαίνεις, για να μπορέσεις λ.χ. να βάλεις στις τράπεζες το ζήτημα του κοινωνικού ελέγχου: Πού πηγαίνουν τα λεφτά, αν παίζουν όλα τα διαθέσιμα στα χρηματιστήρια, τι γίνεται με τις μικρές επιχειρήσεις, γιατί δεν δίνουν δάνεια σε φτωχούς καταθέτες. Το ίδιο ισχύει με την αποκατάσταση των εισοδημάτων στα κατώτερα στρώματα, με ιδιαίτερη έμφαση στα κοινωνικά δικαιώματα, τον κοινωνικό μισθό, την υγεία. Το να έχει ο κόσμος πρόσβαση στα νοσοκομεία, να έχουν τα νοσοκομεία χειρουργεία και φάρμακα, να πληρώνονται οι γιατροί τις υπερωρίες τους είναι ζητήματα που δεν απαιτούν μείζον κόστος, δίνουν σαφές αριστερό πρόσημο και έχουν απήχηση· δεν είναι μια συζήτηση ιδεολογική. Περίθαλψη, προστασία και χαμηλά εισοδήματα αποτελούν αιχμές, οι οποίες πρέπει στην προεκλογική περίοδο να είναι πολύ σαφείς.

Ένα άλλο σημείο είναι η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα έχει πάει και τόσο καλά εδώ. Έχει σχετικά μικρή δυνατότητα κινητοποίησης, όπως φάνηκε στην προεκλογική συγκέντρωση στην Αθήνα, το βράδυ των εκλογών κλπ. Όταν λέω «κινητοποίηση» μιλάω για μια μεγάλη γκάμα: από τη διοργάνωση ενός μαζικού συλλαλητηρίου ενάντια στους εκβιασμούς της τρόικας μέχρι λαϊκές συνελεύσεις για τη συγκρότηση πλαισίων διεκδίκησης, οργάνωσης της αντίστασης κλπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για να βρει αυτή την ισορροπία «στρογγυλέματος» και «αιχμηρότητας», μαζικολαϊκής απεύθυνσης και βαθέματος του πλαισίου, πρέπει να είναι καθαρός, να πει: Αυτός είναι ένας δύσκολος δρόμος, αλλά είναι ένας δρόμος που εξαρχής εγγυάται μια ζωή με αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη. Μ’ αυτή την έννοια, είμαι αντίθετος σε εκλογικίστικες ανασυνθέσεις. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω κανένα πρόβλημα για τεχνικές ρυθμίσεις, προκειμένου να πάρει τις 50 έδρες, αλλά όχι κόμματα «της μιας νύχτας», που δημιουργούν προβλήματα, παράγουν στρεβλές εικόνες.

Σε σχέση τώρα με την υπόλοιπη Αριστερά. Κατ’ εμέ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και οι Οικολόγοι θα έπρεπε στις επόμενες εκλογές να αποσυρθούν και να ψηφίσουν κριτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν νομίζω ότι θα το κάνουν. Ανεξάρτητα από αυτό, είναι σημαντικό πρωτοβάθμια σωματεία, κινηματικές συλλογικότητες να παρέμβουν αυτή την περίοδο με τα δικά τους περιεχόμενα.

Tελειώνοντας, τι σημαίνει «κυβέρνηση της Αριστεράς»; Η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι μια πολιτικά μεταβατική φάση, μέσα στον καπιταλισμό — δεν μιλάμε για επαναστατική ανατροπή του συστήματος. Πρέπει να ανοίξει τον δρόμο για τη συνειδητοποίηση, τη συμμετοχή, την αυτοοργάνωση και την αντιεξουσία των εργαζομένων. Εάν δεν κάνει τα προηγούμενα, πολύ φοβάμαι ότι θα αντιμετωπίσει είτε το ενδεχόμενο μιας σύντομης συντριβής είτε τη συντηρητικοποίηση, τον εκφυλισμό σε κεντροαριστερή κατεύθυνση (ακόμα κι αν δεν συμμετέχει σε αυτή το Κέντρο). Δηλαδή στην ουσία θα έχει να διαλέξει ανάμεσα σε μια ένδοξη και μια άδοξη ήττα. Το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο –είμαστε και άμαθοι σ’ αυτά– και ταυτόχρονα εξαιρετικά σημαντικό. Επομένως, έχουν σημασία η αποφασιστικότητα, τα άμεσα μέτρα, η στάση απέναντι στους δανειστές, η απεύθυνση στους εργαζόμενους διεθνώς και ιδιαίτερα στον Μεσογειακό Νότο, η εντιμότητα, η έκθεση των δυσκολιών αλλά και των δυνατοτήτων, ουσιαστικές και συμβολικές πράξεις, όπως η μείωση της ψαλίδας των μισθών: να πει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν μπορεί να παίρνει κανείς πάνω από 2.500 τον μήνα, οι δικαστές, οι στρατιωτικοί και οι βουλευτές πρωτίστως – και ακόμα πιο πρωτίστως οι δικοί του. Επίσης, εμπιστοσύνη στον λαϊκό παράγοντα, συστηματική ενίσχυση της οργάνωσής του, μέσα και από θεσμούς όπως οι συμμετοχικοί προϋπολογισμοί, δομές δυαδικής εξουσίας, σε συνδυασμό με την επινοητικότητα, να δούμε τι θέλουμε — είμαστε κι εμείς παλιός κόσμος, και δεν μπορούμε έτσι, με τη μία, να υποδυθούμε τον νέο. Πρωτοβουλίες ενίσχυσης της σχέσης παραγωγών-καταναλωτών, ενθάρρυνση πρακτικών «κοινωνικού νομίσματος», εργατικός κοινωνικός έλεγχος, συνεταιριστικά εγχειρήματα. Όλα αυτά πρέπει να τα βάλει μπροστά ο ΣΥΡΙΖΑ. Είτε βρεθεί στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης είτε κληθεί να κυβερνήσει, ο κοινωνικός ανταγωνισμός θα σκληρύνει. Και εκεί πρέπει να φτιάξουμε συσχετισμούς μέσα στην κοινωνία, ώστε οι άνθρωποι να αισθάνονται από τη μία ότι βελτιώνεται η ζωή τους, και, από την άλλη, γίνονται καλύτεροι άνθρωποι, ότι νιώθουν καλά, ότι ακόμα κι αν δεν αποκαθίστανται αμέσως τα εισοδήματά τους, ζουν με αξιοπρέπεια. Αυτό θα είναι ένα μεγάλο επίδικο της περιόδου.

***
Ανάμεσα στον σκεπτικισμό και την απερισκεψία υπάρχει η σκέψη, ανάμεσα στην αισιοδοξία της βούλησης και την απαισιοδοξία της γνώσης υπάρχει η επαναστατική απαισιοδοξία: τα διεκδικούμε όλα, για να αποφύγουμε το χειρότερο, όπως έγραφε ο μεγάλος Μπένγιαμιν. Βρισκόμαστε σε μια τέτοια περίοδο. Είμαστε βέβαιοι για το δίκιο μας, αλλά πρέπει να είμαστε εντελώς αβέβαιοι για τον τρόπο που το διεκδικούμε.

Αν δεν απευθυνθείς σε ευρύτερα στρώματα, το μόνο που κάνεις είναι να αναπαράγεις την ύπαρξή σου. Αν πάλι δεν χτίσεις μια αριστεροσύνη, γίνεσαι ο ίδιος μέσος όρος. Αυτή είναι η μεγάλη αφήγηση και η μεγάλη ιστορία της Αριστεράς. Καλούμαστε λοιπόν, με τα λίγα εργαλεία που έχουμε, να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν μπορούμε να λέμε μαξιμαλισμούς, δεν μπορούμε όμως και να λέμε μόνο τα πράγματα που δεν θα ενοχλήσουν. Η ισορροπία δεν είναι θέμα ευφυΐας, είναι ζήτημα πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων. Αυτό δεν είναι εξασφαλισμένο, είναι διεκδικήσιμο — και βρισκόμαστε σε μια περίοδο που είναι αληθινά διεκδικήσιμο.

Τελειώνω με δυο παραδείγματα, για τους μετανάστες και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Δεν περιμένω να βγει αύριο ο ΣΥΡΙΖΑ να πει ότι, όπως κινούνται ελεύθερα τα εμπορεύματα και τα κεφάλαια, έτσι πρέπει να κινούνται ελεύθερα και οι άνθρωποι. Ούτε να πει άμεση νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Μπορεί όμως να λέει ότι τα θέματα ασφάλειας και εγκληματικότητας δεν είναι θέμα αστυνόμευσης, αλλά ζήτημα κοινωνικής πολιτικής; Να λέει ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσβάλλουν τη δημοκρατική παράδοση της χώρας; Να πει ότι όσοι μετανάστες ζουν και δουλεύουν εδώ πρέπει να έχουν χαρτιά;

Πάμε και στην αστυνομία, το βαθύ κράτος. Προφανώς, δεν περιμένω να διαλυθεί η αστυνομία και να φτιαχτούν λαϊκές πολιτοφυλακές. Ούτε περιμένω να αφοπλισμό της αστυνομίας συνολικά. Τι θα περίμενα; Να μπει τέρμα στην αστυνομική αυθαιρεσία και ασυδοσία, να υπάρχει λογοδοσία στην κοινωνία. Πρόκειται για αστική νομιμότητα, αλλά αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα σήμερα: τα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, οι εξευτελισμοί στους δρόμους, η βαρβαρότητα. Επίσης, να απαγορευθούν τα χημικά και η οπλοφορία των αστυνομικών στις διαδηλώσεις. Αυτό είναι κάτι που παλεύεται. Ασφαλώς μας ενδιαφέρει το σύνολο της κοινωνίας, αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι η δύναμή μας είναι η ένταση της ταξικότητας, του κοινωνικού· όχι με την έννοια της διάλυσης του κοινωνικού ιστού, αλλά με τη συνειδητοποίηση της διαίρεσης, των στρατοπέδων. Πώς έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ «Ή εμείς ή αυτοί»; Αυτό πρέπει να χτιστεί.

* Ο Νίκος Γιαννόπουλος είναι μέλος του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα. To άρθρο βασίζεται στην ομιλία του στην εκδήλωση που οργάνωσαν τα «Ενθέματα» και το RedNotebook με θέμα «Οι εκλογές της 6ης Μαΐου και η Αριστερά στο νέο τοπίο», στις 11.5.2012 (ομιλητές: Νίκος Γιαννόπουλος, Παύλος Κλαυδιανός, Δημήτρης Χριστόπουλος)

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Άγιε μου Παντελεήμονα, τι αυγή μας ξημερώνει;




Οι «προστάτες» εν δράσει.
 της Μαρίας Καλαντζοπούλου

από τα Ενθέματα της Αυγής

Μέρες που ’ναι, έχουμε βομβαρδιστεί επαρκώς με ποικιλώνυμα φασιστικά προεκλογικά μηνύματα και πάμπολλες προσεγγίσεις για την άνοδο της ακροδεξιάς, κι εδώ κι αλλού. Όντας γέννημα θρέμμα μιας συνοικίας-λίκνου για το σχετικό «αυγό», θέλησα να καταγράψω τις σκέψεις μου γι’ αυτή τη διαδικασία εκκόλαψης που έχει χρονικό και ποιοτικό βάθος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ενδεχομένως αντιλαμβάνονται όσοι τη γνώρισαν από τις ειδήσεις στην τηλεόραση και τον Τύπο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Το κοινωνικό προφίλ που περιγράφεται δεν είναι ασφαλώς η μοναδική ταυτότητα της περιοχής, ούτε και περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη γειτονιά. Αποτελεί όμως πραγματικό και χαρακτηριστικό υπόστρωμα για την ανάλυση ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου φαινομένου.

Ο Άγιος Παντελεήμονας, λοιπόν: μια γειτονιά που συγκατοικούνταν κάποτε από νοικοκυραίους οικογενειάρχες, εμπόρους, μορφωμένους δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες, μεροκαματιάρηδες και φοιτητές από την επαρχία, στο μοτίβο της γνωστής κατ’ όροφο κοινωνικής διαστρωμάτωσης της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Στα ισόγεια, εμπόριο γειτονιάς για κάθε μικρο-μεσοαστική ανάγκη, βιοτική ή και πολυτελείας (είδη δώρων, γκαλερί κ.ά.), η απαραίτητη για την κατοικία «μη οχλούσα» μεταποίηση, κυρίως σε ημιυπόγειους βιοτεχνικούς χώρους, και όλα τα αναγκαία μαστόρια οικιακής χρήσης (τσαγκάρηδες, μοδίστρες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί κ.ά.). Ένας αυτάρκης μικροαστικός μικρόκοσμος δηλαδή, στα όρια του κέντρου. Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και ολοκληρώνεται εν πολλοίς η εικόνα του δομημένου χώρου που βλέπουμε και σήμερα.

Κάτι τα λεφτά που έβαλαν στην άκρη ή και το δάνειο, κάτι η αισιοδοξία που γέννησε το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης, κάτι το όραμα της «υγιεινής» ζωής στα πράσινα αναπτυσσόμενα τότε προάστια, μακριά από τη θορυβώδη και ρυπαρή Αθήνα του «νέφους» και του «κυκλοφοριακού» και, σιγά σιγά, οι λιγότερο «δεμένοι» με το κέντρο εν-κατεστημένοι κάτοικοι, αποχωρούν οικογενειακώς προς νέες μικρο-μεσοαστικές κοιτίδες, κυρίως στα βορειοανατολικά του Λεκανοπεδίου (Πεύκη, Χαλάνδρι, Χολαργός, Μελίσσια κλπ.). Το φαινόμενο εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’80. Οι υπόλοιποι παραμένουν, μεγαλώνουν και γερνάνε στην περιοχή, σταδιακά μόνοι, χωρίς τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Το κενό πληρώνεται αρχικά από έναν «τράνζιτ» πληθυσμό νεαρών, ημεδαπών οπωσδήποτε, «νοικοκυριών» εργένηδων ή νεαρών ζευγαριών. Δεν είναι λίγα λοιπόν τα διαμερίσματα που μένουν κενά για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα.

Δεκαετία του ’90: τα πρώτα σημάδια

 Ώσπου ξαφνικά, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχίζουν να εγκαθίστανται οι πρώτοι αλλοδαποί «άλλοι». Όπως και οι προηγούμενοι εσωτερικοί μετανάστες από την ελληνική επαρχία, έτσι κι αυτοί κουβαλάνε την τραχύτητα του λιγότερο εξαστισμένου πληθυσμού. Απλοϊκές συγκρούσεις στην αρχή, για τα καθημερινά της συνοίκησης. Τίποτε το ουσιαστικά διαφορετικό (εκτός από τις «μουσικές» και τις μυρωδιές που πλανώνται στον αέρα). Πάντα οι νεοεισερχόμενοι διένυαν ένα στάδιο «συμμόρφωσης» στα χρονοδιαγράμματα του καλοριφέρ, της πληρωμής των κοινοχρήστων, στη χρήση της υπόγειας αυλής ή της ταράτσας, στα ωράρια κοινής ησυχίας ή και στα καπρίτσια του διαχειριστή ή της διαχειρίστριας της πολυκατοικίας… Και, μέσα από τη βαθιά άγνοια και ακόμα βαθύτερη περιφρόνηση των «παλιών» για το όποιο πλησίασμα της πολιτιστικής διαφοράς των νεοαφιχθέντων, διαμορφώνονται οι πρώτες στερεοτυπικές εικόνες. Οι φιλήσυχοι γείτονες αναμασάνε τα ίδια: οι Πολωνοί πίνουν, οι Αλβανοί είναι αχάριστοι, οι Γεωργιανοί παλιάνθρωποι, το ίδιο ίσως και οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι κλπ. και, δυνάμει, όλοι είναι τυχοδιώκτες και απατεώνες. Tα κλισέ μοιάζουν να δικαιώνονται από τη μεμονωμένη εμπειρία του καθενός και ανακυκλώνονται με πολλαπλασιαστική δυναμική σε μια γειτονιά μεσηλίκων ή και υπερηλίκων πια (η οποία, α προπό, μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ψηφίζει αταλάντευτα Νέα Δημοκρατία σε ποσοστά άνω του 65%). Η γενική υποβάθμιση της περιοχής είναι ήδη σε εξέλιξη, αλλά δεν δημιουργείται δα και κανένα κίνημα. Ποιος νοιάζεται για τα σχολεία και τις παιδικές χαρές; Όχι πάντως οι ντόπιοι που δεν έχουν πια μικρά παιδιά. Ποιος θίγεται από τη ραγδαία αύξηση των οίκων ανοχής; Όχι πάντως οι ντόπιοι που εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς κάποτε εντός, εκτός και επί τα αυτά της διαβόητης οδού Φυλής, στην εποχή της μεγάλης της δόξας. Οι κινηματογράφοι της γειτονιάς κλείνουν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και δεν ζορίζεται κανένας, μιας και όλοι έχουν πια τηλεόραση, ενώ τα βιντεοκλάμπ ξεφυτρώνουν παντού και γνωρίζουν μεγάλες πιένες. Οι κλειστοί κινηματογράφοι αντικαθίστανται εν μέρει με σκυλάδικα για τους ημεδαπούς και ειδικά «κλαμπ» για τους ξένους. Κανένα πρόβλημα — τα διασκεδαστήρια του είδους είναι δημοκρατικό δικαίωμα και «πολιτιστικά κέντρα» στη μετά Γιαννόπουλο απενοχοποιημένη λαϊκή συνείδηση.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι ιδιοκτήτες των πιο μικρών ειδικά διαμερισμάτων, μπροστά στα κεσάτια, ρίχνουν ο ένας πίσω από τον άλλο την όποια «εθνική υπερηφάνεια» τους και νοικιάζουν τα πεπαλαιωμένα πλέον υπόγεια, γκαρσονιέρες και βιοτεχνικούς χώρους που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους (ας είν’ καλά το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» και το χρηματιστήριο) σε μεροκαματιάρηδες ή εξαθλιωμένους «ξένους», που ολοένα καταφτάνουν στην περιοχή. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις ωστόσο, δεν παύουν να νοσταλγούν το «ένδοξο» παρελθόν της γειτονιάς: την αστικότητα, ευταξία και νομιμοφροσύνη της δεκαετίας του ’60, της χούντας και των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, τότε δηλαδή που μεταξύ όλων των αρετών που ίσως όντως είχε η περιοχή (όπως και ευρύτερα η Κυψέλη), ανθούσαν οι χαρτοπαικτικές λέσχες και οι θυρωροί έκαναν καλά τη γνωστή δουλειά τους, το ίδιο και οι περιπτεράδες. Όσο για τον δημόσιο χώρο; Στις πλατείες της γειτονιάς κλείνονται στοιχήματα για κόντρες με μηχανάκια, μοιράζονται ναρκωτικά και ψωνίζεται ο αγοραίος έρωτας ήδη από την εποχή του Γαρδέλη. Κανείς όμως δεν φαίνεται να το πρόσεξε.

Μετά το 2000: δραματικές αλλαγές και το τυφλό αίτημα της «ανακατάληψης»

Στα μισά της προηγούμενης δεκαετίας περίπου, η εικόνα αλλάζει πιο δραστικά (και δραματικά). Οι πλατείες Αγ. Παντελεήμονα, Αττικής και Βικτωρίας για κάνα-δυο χρόνια πριν τους ένδοξους Ολυμπιακούς Αγώνες «φιλοξενούν», με την ανοχή της αστυνομίας, τις πιάτσες των ναρκωτικών που μέχρι τότε «σπίλωναν» το τοπίο της Ομόνοιας κυρίως. Ουδεμία σοβαρή κοινωνική αναταραχή. Ταυτόχρονα, το πλήθος των εγκατεστημένων ή νεοαφιχθέντων μεταναστών μοιάζει πια να ξεπερνά το κρίσιμο μέγεθος, καταρχάς για την υποστήριξη της ζήτησης για το τοπικό εμπόριο, κατά δεύτερον της προσφοράς κατοικίας. Οι νέοι πάμφτωχοι «πελάτες» που συνωστίζονται ανώνυμα και άτυπα, αλλά φυσικά καθόλου δωρεάν στα πιο υποβαθμισμένα ακίνητα της περιοχής, δεν είναι «καλοί»· να φύγουν. Όλοι το συζητάνε σχετικά φανερά, εκτός φυσικά από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, που ίσως το ζητάνε με τη σειρά τους στις περιοχές που διαμένουν ή εργάζονται. Να φύγουν και να πάνε πού; Ή να έρθουν ποιοι; Καμιά απάντηση. Έτσι λοιπόν, με ένα δυναμικό πλην «τυφλό» αίτημα, εμφανίζεται περί τα τέλη του 2008 μια «επιτροπή κατοίκων», πρόθυμη για δράση στο πεδίο. Οι απαντήσεις που δεν δίνονται στο αίτημα της εθνικής καθαρότητας της περιοχής ή της εθνικής «επανάκτησης» ή «ανακατάληψης» του χώρου, υποδηλώνουν τη βαθιά και γνήσια αδιαφορία των «ιθαγενών» για τις όποιες μεθόδους ανθρώπινης «εκκαθάρισης». Τι θα απογίνουν αυτοί οι νέοι «άθλιοι», που εν γνώσει των πάντων συνωστίζονται στα υπόγεια, στους βιοτεχνικούς χώρους ή και στις πλατείες; Ιδανικά, ας μην υπήρχαν. Ρεαλιστικά, ας πεθάνουν, είναι μάλλον η άρρητη απάντηση. Κι αν χρειαστεί βάζουμε κι ένα χεράκι. Όχι εμείς, οι ευυπόληπτοι νοικοκυραίοι, βέβαια. Ας το κάνει το κράτος ή, έστω, τα νεοεμφανισθέντα και στρατευμένα με το μέρος μας «παιδιά».

Ήρθαν οι «προστάτες»: και «Έλληνες» και «λεβέντες»

 Νεαρές ή μεσήλικες κυρίες, που αντανακλούν εμφανισιακά την κουλτούρα των πρωινάδικων, των ριάλιτι και των τηλεσειρών μακράς διαρκείας, συνασπίζονται με ομήλικούς τους «λεβέντες» ή «παλικαράδες» που, αντίστοιχα, αντανακλούν την κουλτούρα του καφενείου, του γηπέδου, του γραφείου στοιχημάτων κλπ. και ομού συνεγείρουν, με τον πατριωτικό οίστρο και «ενδιαφέρον» τους, τον γερασμένο πιο παθητικό πληθυσμό, μέρος του οποίου αναγνωρίζει σ’ αυτούς εξάλλου και τα δικά του αξέχαστα νιάτα (τα οποία συμπτωματικά συνέπεσαν με την αξέχαστη επταετία). Σιγά σιγά, αυτοί οι νέοι «προστάτες» και συνοδοιπόροι δηλώνουν ευθαρσώς και την πολιτική τους καταγωγή: Χρυσή Αυγή, λένε. Πιστώνονται έτσι, όχι μόνο ως άτομα, αλλά και ως οργάνωση, τα εύσημα για τις «υπηρεσίες» τους (πογκρόμ) στη γειτονιά. Οι φιλήσυχοι κάτοικοι ακούνε (αν δεν βλέπουν κιόλας) για τα πογκρόμ, και αντιλαμβάνονται και υλικά το εξαιρετικό τους προνόμιο να χρησιμοποιούν ως νομιμόφρονες και πάνω απ’ όλα «Έλληνες» την «άβατη» πλέον για οποιονδήποτε άλλο πλατεία. Και τι μ’ αυτό; Η Χρυσή Αυγή, η οργάνωση-ταμπού για τη δεκαετία του ’80, δεν τους είχε εξάλλου πειράξει προσωπικά, ούτε και η πρόσφατη χούντα άλλωστε. Κάποιοι σίγουρα θα φοβούνται να τους πάνε κόντρα, όπως φοβήθηκαν και παλιότερα. Κι αυτό κάτι θυμίζει, γνωστή και οικεία κατάσταση ο φόβος μη γίνεις επ’ ουδενί δυσάρεστος στους δυνατότερους.Στο μεταξύ, φυσικά, έχει καταπέσει και το μεταπολιτευτικό ταμπού. Ένας άνθρωπος που λίγα χρόνια πριν καλούσε σε μοίρασμα αξιωμάτων σε βασιλόφρονες και χουντικούς, ανάγεται πλέον σε «ρυθμιστή» των πολιτικών εξελίξεων και καθοδηγητή της κυρίαρχης πολιτικής ατζέντας, με κορυφαίους υπουργούς του δικομματισμού να τον συναγωνίζονται σε εθνικιστικό και ρατσιστικό παραλήρημα. Για τον σκοπό αυτό, βέβαια, χρησιμοποιήθηκαν αναρίθμητες σελίδες και ώρες προβολής μέσω του Τύπου και της πολύ πιο επιδραστικής τηλεόρασης. (Απ’ την οποία εξάλλου ενημερώνονται εν πολλοίς και για τα «συμβάντα» της γειτονιάς τους). Αντίστοιχα, η «δημοκρατία» και η τηλεόραση αποκατέστησαν έναν φανατικό και αμετανόητο ναζιστή και επίσημο προπαγανδιστή της χούντας (και τον γιο του), έναν τσεκουροφόρο «ακτιβιστή», έναν μανιακό τηλεπωλητή βιβλίων ασύστατου και εθνικιστικού περιεχομένου, και πάει λέγοντας. Οι όποιες (συχνά τεχνητές) ενοχές των νομοταγών κατοίκων για την ανοχή ή υποστήριξή τους στη χούντα επιτέλους εξαφανίζονται. Καιρός να ξαναεκδηλώσουν ανοιχτά την πίστη τους στο πολυθρύλητο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών.

Από τη μια, η χαρά της απενοχοποίησης (μέσα έστω στη δυστυχή αυτή συγκυρία), από την άλλη όλα τα δεινά. Οι ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι κοινωνικοί δεσμοί με τους συν-κατοίκους, η σταδιακή συρρίκνωση του τοπικού παραδοσιακού εμπορίου έναντι των κατά πολύ φθηνότερων προσφορών των πολυεθνικών, η κρίση στην κατανάλωση ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή του ευρώ, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος της γειτονιάς, φυσικού και δομημένου, η ένοχη ανοχή του κράτους στις κάθε λογής «πιάτσες» της μέρας και της νύχτας , η απουσία του σε όλα τα άλλα επίπεδα (αστικός εξοπλισμός, κοινωνικές υποδομές, περιβαλλοντικές συνθήκες, ακόμα και αστυνόμευση), η αναπόφευκτη αύξηση της παραβατικότητας και εγκληματικότητας ως εκ της συνολικής εκπτωχεύσεως εκπορευομένη, η συστηματική κατασκευή και γιγάντωση του φόβου και του μίσους από τους επαΐοντες του κυρίαρχου λόγου, όλα αυτά συμπυκνώθηκαν καταλλήλως ώστε να δαιμονοποιηθούν για όλα, όχι η κοινωνία την οποία συναποτελούν, όχι το καθεστώς που στήριξαν και στηρίζουν, αλλά οι «άλλοι». Εν προκειμένω, οι «λαθρομετανάστες».

Ο αποτρόπαιος ναζιστικός λόγος της Χρυσής Αυγής, που προσπάθησε να βγει στο προσκήνιο με το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ελάχιστα άγγιζε τότε τον μακράν της Μακεδονίας ευρισκόμενο Αγ. Παντελεήμονα, βρήκε επιτέλους τα κατάλληλα «κουμπιά», στοχεύοντας καίρια στους ξένους «εισβολείς» της περιοχής. Πάνω στο παιδαριώδες μοτίβο «ή αυτοί ή εμείς» μετέτρεψε με εγκληματική απλοϊκότητα τα εμφανή θύματα διεθνικών κυκλωμάτων εκμετάλλευσης σε ανθέλληνες θύτες — τελεία και παύλα. Κατασκευάστηκε έτσι σταδιακά, με την εντατική συνεπικουρία των ΜΜΕ, η απαραίτητη δόση δηλητηρίου και η μονοσήμαντη στόχευση των «ξένων» ως υπ’ αριθμόν ένα κινδύνου και υποστρώματος για όλα τα δεινά (οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, υγείας, παιδείας, κοινωνικής συνοχής ή και εθνικής ταυτότητας). Όλοι οι «ξένοι», πλην των εκάστοτε ίσως πολύ συγκεκριμένων που καθαρίζουν τα σπίτια μας, φροντίζουν τα υπερήλικα ή ανήλικα μέλη της οικογένειας (χωρίς ένσημα) ή δίνουν τη θέση τους στο λεωφορείο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κηλίδες εγκληματικότητας και ασχήμιας στην εικόνα αστικής συγκατοίκησης των ονείρων μας. Η εγκληματικότητα (όπως και η φτώχεια) στη γειτονιά είναι φυσικά γεγονός, κλοπές κυρίως, συχνά με απειλή όπλου. Πήρε δυστυχώς (;) τη θέση της παλιάς αθώας (;) συνθήκης των ημεδαπών επιδειξιών και βιαστών που δεν «εξυπηρετούνταν» επαρκώς στα στέκια και στα «σπίτια» της περιοχής τα παλιά καλά χρόνια…

Ο τραυματισμένος πια «Επαίτης» του Λουκά Δούκα, έργο του 1918, στο πλάι της παιδικής χαράς από το 1937, κλειστής πια, ατενίζει την τραυματισμένη πια πλατεία (η φωτογραφία από το μπλογκ του Μάνου Στεφανίδη, http://manosstefanidis.blogspot.com/2011/10/1.html)
Η πέρα χώρα τώρα, το ιδεολογικά «προοδευτικό φάσμα» δηλαδή, από την ευγενή Αριστερά έως και τον πιο «άξεστο» αριστερό ή και αναρχικό εξτρεμισμό, σε μια θαυμαστή συμπόρευση που δεν σκοτίζεται για τοπικές ιδιαιτερότητες, στο δίπολο «αυτοί» ή οι «άλλοι», μοιάζει να παίρνει μονοσήμαντα το μέρος των «άλλων», προσάπτοντας ταυτόχρονα σ’ «αυτούς» τη ρετσινιά του ρατσιστή, ενεργοποιώντας έτσι περαιτέρω τα πιο συντηρητικά τους αντανακλαστικά, που δεν είναι και λίγα. Η αγαπημένη τηλεόραση εξάλλου συμφωνεί: ο ΣΥΡΙΖΑ και οι αναρχικοί στηρίζουν τους λαθρομετανάστες, καίνε την Αθήνα κάθε τρεις και λίγο, άσε που δεν χωνεύουν και την αστυνομία. Κι «αυτοί», οι «γηγενείς», εδώ που τα λέμε, δεν είχαν ποτέ να χωρίσουν κάτι με την αστυνομία. Πάνω απ’ όλα συντάσσονται με τους, κατ’ επίφαση έστω, νομοταγείς, κι ας είναι και λούμπεν. (Τι θα πει λούμπεν εξάλλου;) Δεν τους ενδιαφέρει, λένε, το ιδεολογικό στίγμα των προστατών τους, ας ήταν ΚΚΕ να τους ψήφιζαν. Τους τρομάζει ίσως λίγο (ορισμένους) το λογότυπο της σβάστικας (ο αντιναζισμός στις γενιές τους είναι παυλοφικό αντανακλαστικό), αλλά όχι –πλέον–και η θετική επίκληση της αείμνηστης «εθνικής κυβέρνησης Παπαδόπουλου», αλώβητοι είχαν βγει εξάλλου κι από τούτη. Τι έχουν να φοβηθούν οι ίδιοι από τα «στρατόπεδα» που συζητιούνται για τους λαθραίους «άλλους»; Τι έχουν να φοβηθούν από τις απειλές για επανενεργοποίηση των «εξωτικών προορισμών του Αργοσαρωνικού»; Όλα αυτά τα έχουν εξάλλου ανεχθεί και στο παρελθόν. Τι έχουν να φοβηθούν από το τείχος ή τα ναρκοπέδια στον Έβρο; Γι’ αυτό κι ευλόγησαν ήδη με την ψήφο τους την είσοδο Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο. Τα «παιδιά» του «καθάρισαν» τις πλατείες τους, κι ας μην τις χρησιμοποιούν ποτέ οι ίδιοι εδώ και χρόνια (έχουν τηλεόραση, τι να τις κάνουν τις πλατείες;). Οι «καθαρές» πλατείες είναι ζητούμενο, το λέει εξάλλου και η αγαπημένη τηλεόραση, σχεδόν καθημερινά. Η παιδική χαρά που έκλεισε δεν τους λείπει. Αφού δεν τη χρησιμοποιούν οι ίδιοι, ας μην τη χρησιμοποιεί κανείς.

Καλό ξημέρωμα…

Πλησιάζουν οι εκλογές, η ώρα που «μιλάει ο λαός». «Κι αν χωρίς τη βουλευτική ασυλία κάναμε αυτά που κάναμε, φανταστείτε μετά πόσα θα κάνουμε!» υπόσχεται με αυτοπεποίθηση ο νέος αρχηγός, ο οποίος, δια παν ενδεχόμενο, δηλώνει και αντιμνημονιακός.

Στους προοδευτικούς ανησυχούντες: Λίγη φαντασία χρειάζεται. Στους προοδευτικούς μη ανησυχούντες (ακόμα): Καλό ξημέρωμα στις 7 Μαΐου. Και ο (σκέτος) Παντελεήμων να βάλει το χέρι του.