Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Kοκκινοπράσινο Δίκτυο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Kοκκινοπράσινο Δίκτυο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΚΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η κρίση του χρέους των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως η κρίση δανεισμού της Ελλάδας έγινε η αφορμή για να αποκαλυφθεί γυμνή η κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κανείς μάλιστα από τους πρωταγωνιστές δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον να μεταμφιέσει το υπόβαθρο τις κρίσης, να δικαιολογήσει δηλαδή το μηχανισμό του ευρώ, να υπερασπισθεί την αρχιτεκτονική των θεσμών, να εξυμνήσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ως την ιδεολογική αξία που για χάρη της αξίζει κανείς να εγκαταλείψει τους <<εθνικούς εγωισμούς>> και να προστρέξει στο κοινό <<ευρωπαϊκό ιδεώδες>>. Το τοκογλυφικό επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας από το μηχανισμό διάσωσης δεν άφηνε εδώ που τα λέμε και πολλά περιθώρια.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που χρησιμοποίησαν δημοσιογράφοι αναλυτές για να εξηγήσουν την άκαμπτη στάση της Μέρκελ στις διαπραγματεύσεις για το μηχανισμό στήριξης και τον δανεισμό της Ελλάδας ήταν οι εκλογές στην Βεστφαλία-Ρηνανία. Ανακάλυψαν δηλαδή ότι το πολιτικό παιχνίδι, το παιχνίδι των κοινωνικών εκπροσωπήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις, να αναστέλλει ή να μεταθέτει <<εύλογες>> οικονομικές επιλογές διατήρησης του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Εκτός αν δεχθούμε ως βάσιμες τις υποψίες ότι η παράταση των διαπραγματεύσεων, η απειλή της άμεσης χρεωκοπίας, εξυπηρετούσε το μηχανισμό πειθάρχησης ενός κατά τεκμήριο ανυπάκουου λαού, ικανού να συνεγείρει ανατριχίλες σε όλο τον παλαιό ευρωπαϊκό κόσμο, όπως έδειξε κάποιο Δεκέμβρη, μόλις 2 χρόνια πριν και τον υπενθύμισε η καθολική απεργιακή κινητοποίηση στις 5 Μάη.
Βεβαίως στο παιχνίδι των αντιπροσωπεύσεων μετέχουν και οι μηχανισμοί διαμόρφωσης της κοινής γνώμης: τα γερμανικά ΜΜΕ για παράδειγμα, έγκυρα και λαϊκίστικα, επένδυσαν στο σύνθημα <<δεν θα πληρώσει ο Γερμανός φορολογούμενος τις ασωτίες των Ελλήνων>>, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τη γερμανική Αριστερά. Το Die Linke παρόλα αυτά δεν μάσησε, και επιβραβεύθηκε εκλογικά γιαυτό, όχι μόνο εκδήλωσε την αλληλεγγύη του στους Έλληνες αλλά ανέδειξε ταυτόχρονα τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την ταξική μεροληψία του γερμανικού
κράτους με την οποία επέβαλε τη δεσπόζουσα θέση του γερμανικού καπιταλισμού έναντι των άλλων.
Είναι κοινός τόπος για την ευρωπαϊκή Αριστερά ότι τα πλεονάσματα του Βορρά είναι η άλλη όψη των ελλειμμάτων του Νότου, μόνο που τα πλεονάσματα δεν διαχέονται ως γενική ευημερία των λαών του Βορρά. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι είδαν το εισόδημά τους να επιδεινώνεται και τις εργασιακές τους σχέσεις να απορυθμίζονται, αρχής γενομένης με την ατζέντα 2000 του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, παρά τα πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας. Οι ανταγωνισμοί των μερίδων του ευρωπαϊκοί κεφαλαίου δεν είναι ικανοί για να αμφισβητήσουν την επιλογή του σκληρού (και ακριβού) ευρώ, ούτε τη συνοχή της ευρωζώνης. Μετέχουν όλοι, τουλάχιστον τα ποιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου, στα πλεονεκτήματα που δίνει ένα παγκόσμιο νόμισμα, στα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και στην ικανότητα διείσδυσης σε περιφερειακές οικονομίες. Πλεονεκτήματα για παράδειγμα με τα οποία επωφελήθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός για να διεισδύσει στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια (το 50% των κερδών της Εθνικής Τράπεζας το 2009 προέρχονται από την εξαγορά της τουρκικής Finans Bank).
Το αντίτιμο του σκληρού ευρώ ήταν η ολοκληρωτική χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και η έκθεση των οικονομιών στην αγορά ομολόγων. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ κατανοούν ότι οι χρηματαγορές είναι περισσότερο αποτελεσματικές από τις συνθήκες της Ε.Ε. και ότι η ομογενοποίηση των οικονομικών πολιτικών επιτυγχάνεται ασφαλέστερα υπό την απειλή τους. Η γερμανική κυβέρνηση και ο Διοικητής της Μπούντεσμπανγκ Τιτμάγερ απαιτούν επιπλέον το άνοιγμα του ευρωπαϊκού πιστωτικού συστήματος σε όλες τις κινήσεις κεφαλαίων του πλανήτη. Με αυτή την έννοια η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μηχανισμό παρέμβασης δεν αποτελεί <<ύβρη>> στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά συνέργεια των <<θεσμών>> της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Πολλοί οικονομικοί αναλυτές, κυρίως Γάλλοι, ισχυρίζονται ότι ο μηχανισμός του ευρώ, ο ακραίος μονεταρισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αντανακλά τις εθνικές φοβίες της γερμανικής πολιτικής τάξης, τον υπερπληθωρισμό της κρίσης του ’29 και της ανόδου του ναζισμού, όπως αντίστοιχα η μαζική ανεργία είναι ο φόβος της ιθύνουσας τάξης των ΗΠΑ, γεγονός που την αφήνει σχετικά αδιάφορη για αντιπληθωριστικές πολιτικές. Ισχυρίζονται ακόμα ότι η παραίτηση των Γερμανών από το μάρκο και η ένταξη τους στο ευρώ ήταν το αντίτιμο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Κολ και Μιτεράν (ο συμβιβασμός χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών) για την επανένωση της Γερμανίας. Δώρο (ή παραχώρηση) του Μιτεράν ήταν η ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ. έναντι της πολιτικής τάξης, στο παράδειγμα δηλαδή της Μπούντεσμπανγκ όπου η ανεξαρτησία της είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη.
Οι αριστεροί οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι ο συμβιβασμός μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών υπό την ηγεμονία του γαλλογερμανικού άξονα, με εργαλείο το κοινό νόμισμα δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο κρατικό μόρφωμα, Η χρηματοπιστωτική κρίση αλλά ιδιαίτερα η κρίση του χρέους και η ύφεση αποκάλυψαν τους ταξικά μεροληπτικούς όρους με τους οποίους οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια νομισματική ένωση υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου και μάλιστα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου κατεξοχήν. Οι ισχυρισμοί για το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα με τους οποίους έδωσαν τη μάχη οι πολιτικές ελίτ προκειμένου να υιοθετηθεί το ευρωσύνταγμα εγκαταλείφθηκαν το ίδιο γρήγορα με τους ισχυρισμούς για τη ρυθμιστική αξία των αγορών παρά το ότι οι τελευταίοι επιτελούν στην πράξη το διορθωτικό ρόλο της πολιτικής πειθαρχίας. Το ισχυρό ευρώ, οι συνθήκες που το υπηρετούν, το Μάαστριχτ και η Λισαβόνα, και η αρχιτεκτονική των ευρωπαϊκών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Συμφώνου Σταθερότητας
συμπεριλαμβανομένων, συνομολογήθηκαν ως ένας μηχανισμός διατήρησης της υψηλής κερδοφορίας των ποιών επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου και ταυτόχρονα ως διαδικασία παράκαμψης της δημοκρατικής βούλησης των λαών, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας. Το έλλειμμα δημοκρατίας, δηλαδή ότι η Ε.Ε. παίρνει πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της διακυβερνητικής ανεπηρέαστες από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική σύγκρουση στο επίπεδο του κράτους μέλους θέτει στην Αριστερά ένα στρατηγικό δίλλημα, τη σχέση του τοπικού με το διεθνές.
Μεταφρασμένο το στρατηγικό δίλημμα, δηλαδή το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, με όρους Ελλάδας-Ευρώπης τίθεται ως εξής: ο ταξικός όπως και ο πολιτικός αγώνας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στο εθνικό πλαίσιο, ενώ τα πράγματα διαμορφώνονται σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ηπειρωτικό και παγκόσμιο Η ελληνική οικονομία, ακόμη κι αν αποκτήσει εθνικό νόμισμα, όπως εισηγούνται οι υπέρμαχοι της δραχμής και της εξόδου από την ευρωζώνη, δεν θα πάψει να είναι συμπληρωματική και εξαρτώμενη από την ευρωπαϊκή και
ευρύτερα την παγκόσμια οικονομία. Θα συνεχίσει να υφίσταται το διεθνή ανταγωνισμό της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου,  όπως θα υφίσταται την <<επιτήρηση>> και την <<τιμωρία>> των αγορών και των οίκων αξιολόγησης. Σε αντίθεση με το εθνικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών κρατών, το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι αρκετά μεγάλο και αρκετά ισχυρό για να <<αντέξει>> το σοσιαλιστικό πείραμα.
Η κρίση της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, όπως και η κρίση του χρέους βάζει σε δοκιμασία μεταξύ των άλλων και τη ζώνη του ευρώ με συνέπεια να ακούγονται πλέον επίσημες φωνές για διάλυσή της, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της χωρίς δραστικό μετασχηματισμό των δομών της και διαγραφή μέρους του συνολικού κρατικού χρέους. Η διόγκωση του χρέους των κρατών, ως συνέπεια της κοινωνικοποίησης των ζημιών του κεφαλαίου από την κρίση,  το κερδοσκοπικό παιχνίδι με τεράστιες τοποθετήσεις σε κρατικά χρεόγραφα
προδιαγράφει με μαθηματική ακρίβεια την επόμενη  χρηματοπιστωτική <<φούσκα>>. Ακόμα και η τελευταία ρύθμιση του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης, παρά την προίκα των 700 δις, δεν φαίνεται ικανή να αποτελέσει το ανάχωμα στην κρίση και την ύφεση. Από τη στιγμή μάλιστα που ο κανόνας της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της αναδιανομής εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, παραμένει αδιαπραγμάτευτος, το ίδιο αλώβητος παραμένει και ο κανόνας των παγκοσμιοποιημένων αγορών (άρα και του ΔΝΤ) ως <<ρυθμιστές του
πολιτεύματος>>, τότε η οικονομική κρίση θα μετασχηματίζεται σε πολιτική και συστημική κρίση.
Στο έδαφος της κρίσης της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίση οικονομική, πολιτική και κυρίως κρίση συναινέσεων σε ένα σύστημα που δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη γενική ευημερία παρά μόνο τη συναίνεση του φόβου, η ευρωπαϊκή Αριστερά οφείλει να προβάλει το στρατηγικό όραμα μιας άλλης Ευρώπης και το κάνει σε ένα βαθμό
Επεξεργάζεται τα πολιτικά εργαλεία, τα πολιτικά περιεχόμενα της άλλης Ευρώπης μιλώντας για μετασχηματισμό της ευρωζώνης και του συμφώνου σταθερότητας υπέρ των εργαζομένων, της ασφάλειας της εργασίας και του περιβάλλοντος. Προβάλει τον πολιτικό έλεγχο της ΕΚΤ και τη χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση των αγορών (και των τραπεζών). Μιλάει επίσης για επαναδιαπραγμάτευση και διαγραφή μέρους του χρέους, για γενναία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που να αντιμετωπίζει τις περιφερειακές ανισότητες και τις παραγωγικές καθυστερήσεις, με κοινή , μεγάλη για το κεφάλαιο, φορολογική πολιτική. Προβάλλει την απόσπαση από τις δυνάμεις του κεφαλαίου κρίσιμων παραγωγικών τομέων όπως του χρηματοπιστωτικού, της ενέργειας, της διαχείρισης των υδάτων κ.α. Ιδιαίτερα το ζήτημα της επιστροφής των τραπεζών στο δημόσιο τομέα, με κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, είναι το κλειδί για τον έλεγχο των χρηματαγορών, όπως και η φορολόγηση των χρηματιστικών συναλλαγών.
Με δύο λόγια η ευρωπαϊκή Αριστερά επιχειρεί να συγκροτήσει όχι μόνο ένα πρόγραμμα μάχης -σε εθνικό και πανευρωπαϊκό πεδίο- απάντηση στην κρίση από τη μεριά των λαϊκών συμφερόντων,  αλλά να περιγράψει και τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και εκείνες τις ρήξεις με τους τρόπους αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού υποδείγματος, που να σκιαγραφούν ταυτόχρονα τη στρατηγική της σοσιαλιστικής μετάβασης.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Η καπιταλιστική συσσώρευση και η κρίση

11-4-2010 , ΑΥΓΗ (Ενθέματα)
του ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

Δεδομένου ότι στις περιόδους των κρίσεων η κατεστημένη οικονομολογική σοφία αποδεικνύεται κάθε φορά άνθρακες, μια ορισμένη «επιστροφή στο Μαρξ» είναι σχεδόν επιβεβλημένη. Αυτό συνέβη και με την παρούσα καπιταλιστική κρίση. Το σύστημα, μάλιστα, προσέφερε τους μηχανισμούς του και ως προς αυτό. Ποιος δείκτης, αλήθεια, θα ήταν καλύτερος με τους δικούς του όρους από την μεγάλη αύξηση των πωλήσεων του Κεφαλαίου, για να αντιληφθούμε την «επικαιρότητα του μαρξισμού» — ακόμη και το Βήμα συμμετείχε στην θριαμβική επανάκαμψη προσφέροντας το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Προφανώς, αυτά έχουν τη σημασία τους. Δείχνουν, κυρίως, πόσο χαμένα τα έχουν οι φανατικοί υποστηρικτές του «αιώνιου συστήματος», αφότου ξέσπασε η κρίση στη δίνη της οποίας στροβιλίζεται ακόμα ο κόσμος μας κι ενώ ο ορίζοντας γίνεται όλο και σκοτεινότερος. Την ίδια ώρα εξελίσσεται σε διεθνές επίπεδο μια ζωηρή και ουσιαστική συζήτηση μεταξύ μαρξιστών σχετικά με τα χαρακτηριστικά, τα αίτια, τις συνέπειες και τις πιθανές εκβάσεις της παρούσας κρίσης. Η μαρξιστική συζήτηση είναι τόσο σοβαρότερη από την επιφανειακή «ανάλυση» που κάνουν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι –νομπελίστες και μη–, που η έλλειψη επαφής της δικής μας Αριστεράς μαζί της μας στερεί σημαντικότατα εργαλεία όχι μόνο για την θεωρητική κατανόηση, αλλά, κυρίως, για την πολιτική μας παρέμβαση. Μια αναγκαστικά συνοπτική –και επομένως σχηματική– παρουσίαση αυτής της συζήτησης θα επιχειρηθεί με τη σειρά άρθρων που θα ακολουθήσει το παρόν. Για τη σοβαρή ωστόσο κάλυψή της θα απαιτούνταν η έκδοση και στη γλώσσα μας των βασικών κειμένων γύρω από τα οποία εκτυλίχθηκε αυτή. Ας ελπίσουμε ότι στο άμεσο μέλλον αυτό θα γίνει σχετικά έστω εφικτό: το κέρδος θα είναι μεγάλο. Χρ. Λ. Δύο θέματα –μεταξύ άλλων– φαίνεται να κυριαρχούν στη τρέχουσα μαρξιστική παραγωγή αναφορικά με την καπιταλιστική κρίση. Το πρώτο αφορά τη σχέση μεταξύ «πραγματικού» και «χρηματικού» τομέα, τις μεταξύ τους διαδράσεις, την προτεραιότητα του ενός ή του άλλου και, διʼ αυτών, την ενδεχόμενη ιδιοτυπία της παρούσας κρίσης σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Το δεύτερο –και σε άμεση σύνδεση με το προηγούμενο– είναι ό,τι αφορά την κίνηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της συσσώρευσης τις τελευταίες δεκαετίες και την επίδρασή της σε όσα σήμερα αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Σε αυτά θα αξονιστεί και η παρουσίασή μας. Η «περίπτωση Μπρένερ» και η κρίση του καπιταλισμού Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από όταν μια εργασία του Ρόμπερτ Μπρένερ (Robert Brenner) έδωσε το έναυσμα για μια ευρεία συζήτηση σχετικά με το παρόν και το μέλλον του καπιταλισμού. Και όλο αυτό σε χρόνο ανύποπτο, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ʼ90, όταν οι θιασώτες της επελαύνουσας παγκοσμιοποίησης διέχεαν την πεποίθησή τους για το λαμπρό μέλλον του καπιταλισμού — και της ανθρωπότητας μαζί του. Τότε, λοιπόν, ο Μπρένερ, στο ειδικό τεύχος του New Left Review (αρ. 229),1 παρουσίασε μια έρευνα της εξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού για τα 60 χρόνια μετά τον πόλεμο, στην οποία υποστήριζε, μεταξύ πολλών άλλων, πως η μεγάλη καπιταλιστική κρίση του ʼ70 δεν είχε ποτέ στην πραγματικότητα ξεπεραστεί. Υποστήριζε, δηλαδή, πως επρόκειτο για μια «αναβεβλημένη κρίση». Βάσει αυτού, μάλιστα, προέβλεπε αρκετά από τα φαινόμενα τα οποία αντιμετωπίζουμε από το 2007 κι έπειτα. Για τον Μπρένερ, λοιπόν, οι απαρχές της σημερινής κρίσης πάνε πίσω στη δεκαετία του ʼ70, όταν έγινε χωρίς αμφιβολία εμφανής η μεγάλη συρρίκνωση του οικονομικού δυναμισμού στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «[η] οικονομική επίδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, όποιον δείκτη και αν χρησιμοποιήσουμε –τη μεγέθυνση του προϊόντος, την επένδυση, την απασχόληση ή τους μισθούς– επιδεινώνεται από δεκαετία σε δεκαετία, από οικονομικό κύκλο σε οικονομικό κύκλο, συνεχώς με αρχή το 1973».2 Η ρίζα αυτής της επιδείνωσης βρίσκεται στη μεγάλη πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ʼ60, η οποία προκλήθηκε πρωτίστως από τη χρόνια τάση προς την υπερβολική επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας (overcapacity) του παγκόσμιου βιομηχανικού τομέα. Αυτή η χρόνια τάση ενισχύθηκε, σύμφωνα με την ανάλυση του Μπρένερ, ιδιαίτερα λόγω του ανταγωνισμού της ευρωπαϊκής και ιαπωνικής βιομηχανίας με την κυρίαρχη, κατά τη διάρκεια της μακράς «ένδοξης περιόδου» του μεταπολεμικού καπιταλισμού, αμερικανική. Καθώς νέες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με πιο ανεπτυγμένο και αποτελεσματικό σταθερό κεφάλαιο, εισέρχονται σε ένα βιομηχανικό κλάδο, αυτές που διαθέτουν προγενέστερες (sunk) επενδύσεις σταθερού κεφαλαίου συμπιέζουν το ποσοστό κέρδους τους –και δεδομένου πως τα μεγέθη είναι απαγορευτικά για οποιαδήποτε ιδέα απόσυρσής τους– έχουμε μια πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, η οποία, εκκινώντας από τη βιομηχανία, τον κατεξοχήν δηλαδή παραγωγικό τομέα, στη συνέχεια επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας. Η απάντηση σε αυτή την πτώση της κερδοφορίας από τη δεκαετία του ʼ80 κι έπειτα περιέλαβε ταυτοχρόνως μια μεγάλη επιβράδυνση των επενδύσεων και μαζί μια εκτεταμένη συμπίεση των μισθών, οι οποίες όμως οδηγούσαν αναγκαία σε μια μείωση της συνολικής ζήτησης. Σε αυτό το παράγωγο πρόβλημα ήρθε να απαντήσει η μεγάλη αύξηση του χρέους, από κοινού με τις διαδοχικές χρηματοπιστωτικές φούσκες κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και ιδίως μετά το 2000, δεδομένου ότι ο τελευταίος οικονομικός κύκλος πριν από το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, το 2007, υπήρξε ο πιο αδύναμος ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου, παρά τη μεγαλύτερη στην ιστορία κρατικά χρηματοδοτούμενη οικονομική παρέμβαση. Η απάντηση ωστόσο μόνο μερικά μπόρεσε να αντιμετωπίσει το κύριο πρόβλημα, αυτό της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ο αποκαλούμενος νεοφιλελευθερισμός, αντιπροσωπεύοντας τη στροφή στο χρηματοπιστωτικό, και, ακόμη περισσότερο, τη συντονισμένη «επίθεση καπιταλιστών και κυβερνήσεων στους εργατικούς μισθούς, τις εργασιακές συνθήκες και το κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει αμφιβολία πως εμπόδισε την ακόμη μεγαλύτερη πτώση στο ποσοστό κέρδους. Όμως, η επίθεση των εργοδοτών δεν περίμενε την αποκαλούμενη νεοφιλελεύθερη εποχή. Ξεκίνησε με την έναρξη της πτωτικής κερδοφορίας, στις αρχές του ʼ70, σε συνθήκες «κεϋνσιανισμού». Δεν οδήγησε, ωστόσο, σε αναζωογόνηση των ποσοστών κέρδους και, επιπλέον, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στη συνολική ζήτηση. Η εξασθένιση της συνολικής ζήτησης ώθησε τις οικονομικές αρχές να στραφούν σε ισχυρά και επικίνδυνα νέα μέσα παρώθησης της οικονομικής δραστηριότητας, [αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί] «χρηματοπιστωτικός κεϋνσιανισμός» (asset price Keynesianism) και οδήγησε στην παρούσα καταστροφή».3 Οι απόψεις Καρκέντι, Κλίμαν και Χάρμαν Με αφορμή το σχήμα του Μπρένερ έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση μεταξύ των μαρξιστών. Οι αντιπαραθέσεις εκτείνονται από θεωρητικά ζητήματα σχετικά με την μη χρήση της θεωρίας της αξίας από μέρους του ή με την τοποθέτησή του αναφορικά με το ακανθώδες ζήτημα της αυξητικής τάσης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και φτάνουν μέχρι την κριτική σε εμπειρικές πλευρές της εργασίας του.4 Για ένα μεγάλο μέρος ωστόσο των συμμετεχόντων στη συζήτηση, η εξηγητική μηχανή του Μπρένερ σε γενικές γραμμές φαίνεται να δουλεύει. Είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη πως ο Γκουλιέλμο Καρκέντι (Guglielmo Carchedi), παρόλο που ασκεί απηνή κριτική από θεωρητική άποψη, δεν παύει να αποδέχεται την πτώση της κερδοφορίας, όπως περιγράφεται και από τον Μπρένερ, ως τη ρίζα της σημερινής κρίσης.5 Σύμφωνα με τον Καρκέντι, αιτία της πτώσης της κερδοφορίας είναι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, του λόγου δηλαδή του νεκρού προς το ζωντανό συστατικό του, η οποία, μειώνοντας τη συμμετοχή της ζωντανής εργασίας στην παραγωγή, συμπιέζει την πηγή της υπεραξίας. Μόλο, λοιπόν, που εντοπίζει το αίτιο σε άλλο μηχανισμό, συμφωνεί τόσο στο γεγονός πως στην απαρχή της κρίσης βρίσκεται η μειωμένη κερδοφορία όσο και στο ότι το ποσοστό κέρδους που είναι καθοριστικό είναι αυτό του παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «αυτό που ωθεί στην κρίση δεν είναι απλώς μια πτώση στο μέσο ποσοστό κέρδους, αλλά πτώση ως συνέπεια μειωμένης παραγωγής αξίας και υπεραξίας. Έτσι, η πορεία του κύκλου καθορίζεται όχι από το μέσο ποσοστό κέρδους της συνολικής οικονομίας, αλλά το μέσο ποσοστό κέρδους αποκλειστικά των παραγωγικών τομέων» (Carchedi, 2009). Η αδυναμία επένδυσης στους παραγωγικούς τομείς, λόγω της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, οδηγεί τους κατόχους κεφαλαίου να αναλαμβάνουν μη παραγωγικές επενδύσεις, κυρίως σε χρηματοπιστωτικές και κερδοσκοπικές περιοχές. «Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις [όπως και η σημερινή] προκαλούνται από τη συρρικνούμενη παραγωγική βάση της οικονομίας», που οφείλεται στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στους παραγωγικούς τομείς. Από αυτή την άποψη, είναι εύλογο πως η χρηματοπιστωτική κρίση έχει στη βάση της ένα βαθύτερο μηχανισμό και, συνεπώς, αποτελεί μια συστημική κρίση του καπιταλισμού η υπέρβαση της οποίας συναντά ισχυρότατα εμπόδια. O Άντριου Κλίμαν (Andrew Kliman), συντασσόμενος επίσης με το γενικό αυτό σχήμα,6 θα ισχυριστεί πως η κρίση έχει την πηγή της στο γεγονός πως το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο δεν καταστράφηκε σε επαρκή βαθμό κατά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ʼ70. Με τα δικά του λόγια, «μέχρις ότου επισυμβεί επαρκής καταστροφή κεφαλαίου (στη διάρκεια της παρούσας κρίσης, ίσως;) δεν μπορεί να υπάρξει νέα, διατηρήσιμη ανάκαμψη [...]. Στη δεκαετία του ʼ70 και μετέπειτα οι πολιτικοί στις ΗΠΑ και αλλού [...] ευλόγως φοβήθηκαν μια επανάληψη της κρίσης του ʼ29, συγκεκριμένα μια αποδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος και μια σύστοιχη με αυτήν ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος. Γιʼ αυτό τον λόγο προσπάθησαν κατʼ επανάληψη να επιβραδύνουν ή και να εμποδίσουν την καταστροφή του κεφαλαίου». Αυτή η αναβεβλημένη καταστροφή είναι που οδηγεί στη σημερινή εκρηκτική κατάσταση. Στο μέτρο που αξιοποίησε τη χρηματοπιστωτική υπερεπέκταση, είναι λογικό να εμφανίζεται ως μια επαναλαμβανόμενη κρίση χρέους. Και το πιθανότερο είναι πως μπήκαμε ήδη σε μια περίοδο καταστροφικών κρίσεων του καπιταλισμού χωρίς ουσιαστική διέξοδο στο πλαίσιο του συστήματος. Όπως έχει πειστικότατα αναλύσει ο Κρις Χάρμαν (Chris Harman),7 η επιβαλλόμενη για την θεραπεία του συστήματος καταστροφή κεφαλαίου είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολη στο μέτρο που αφορά επιχειρηματικά συγκροτήματα, των οποίων το μέγεθος είναι τέτοιο ώστε η οποιαδήποτε κατάρρευσή τους θα παρέσυρε, σε κάποιες περιπτώσεις, ολόκληρες οικονομίες (too big to fail). «Όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ70 κι έπειτα, η κρίση επέστρεψε [βρήκε] έναν κόσμο που είχε μετασχηματιστεί κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού long boom. Συγκεκριμένα, οι μονάδες του κεφαλαίου [...] είχαν γίνει πολύ μεγαλύτερες διαμέσου των διαδικασιών της συγκέντρωσης (η βαθμιαία συσσώρευση του κεφαλαίου) και της συγκεντροποίησης (συγχωνεύσεις και εξαγορές), που είχαν αναγνωριστεί από το Μαρξ. Αυτό σήμαινε πως ο ίδιος ο μηχανισμός που εκκαθαρίζει το σύστημα και το αποκαθιστά για κάποιο διάστημα σε ένα ορισμένο επίπεδο υγείας –η οικονομική κρίση– είχε γίνει πολύ επικίνδυνη για το σύστημα [...]. [Και] εξηγεί τον πρόσφατο πανικό που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers, και τον τρόπο με τον οποίο παρενέβη [το αμερικανικό κράτος για τη διάσωση] των γιγάντιων αυτοκινητοβιομηχανιών της GM και της Chrysler».8 Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ Σημειώσεις 1. Η πιο πρόσφατη έκδοση, υπό μορφή βιβλίου, είναι το: R. Brenner, Economics of Global Turbulence, Verso, 2006, ενώ πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτεταμένη εισαγωγή στην ισπανική έκδοση του βιβλίου, η οποία τοποθετείται πλέον στα ζητήματα της οικονομικής κρίσης, όπως αυτή ήδη εκτυλίσσεται, με τίτλο: R. Brenner, What is Good for Goldman Sachs is Good for America. 2. R. Brenner, Devastating Crisis Unfolds, Against The Current 132, February 2008. 3. R. Brenner, A way out of the global economic crisis?, interview with Jeong Seong-jin, Hankyoreh, South Korea, 2009. 4. Δύο τεύχη του Historical Materialism, τα τεύχη 4 και 5 του 1999, έχουν αφιερωθεί σε αυτά τα ζητήματα, που ούτε ακροθιγώς δεν μπορούμε να διεξέλθουμε στο πλαίσιο αυτών των άρθρων. 5. G. Carchedi, A Missed Opportunity: Orthodox vs Marxist Crisis Theories, Historical Materialism 4, 1999 και G. Carchedi, The return from the grave or Marx and the current crisis, http://../carchedi return from the grave, 2009 6. A. Kliman, “The Destruction of Capital” and the Current Economic Crisis, http://akliman.squarespace.com/crisis-intervention/, 2009. 7. C. Harman, The Slump of the 1930s and the Crisis Today, www.isj.org.uk, 2009. 8. J. Choonara, Marxists accounts of the Current Crisis, International Socialism 123, 2009.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΚΟΚΚΙΝΟ-ΠΡΑΣΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ: Συμβολή στο 6ο Συνέδριο του Συνασπισμού

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Δέκα χρόνια πριν, δέκα χρόνια μετά

Δέκα χρόνια πριν, στο 3ο Συνέδριο του Συνασπισμού, οι πιο αισιόδοξοι από μας δεν θα μπορούσαν να φανταστούν πόσο μεγάλη διαδρομή θα καλύπταμε σε αυτή τη «σύντομη» δεκαετία.

Είχε προηγηθεί βεβαίως μια «διαβρωτική» δεκαετία, μια δεκαετία κρίσης και αποσύνθεσης που ημερολογιακά ξεκίνησε με την κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η οποία όμως δεν άφησε ανέγγιχτα ακόμα και τα ποιο κριτικά μαρξιστικά ρεύματα, ακόμα και εκείνα τα αριστερά κόμματα τα οποία εγκαίρως είχαν πάρει «διαζύγιο» από τα γραφειοκρατικά και εκμεταλλευτικά καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας. Καθεστώτα εκμεταλλευτικά και ανελεύθερα που καταχρηστικά ονομάσθηκαν «σοσιαλιστικές χώρες», δυσφημώντας κάθε χειραφετητικό εγχείρημα που επιμένει να αναφέρεται στις παραδόσεις του εργατικού και επαναστατικού κινήματος: στον Μαρξ, τον Λένιν, τη Ρόζα, τον Γκράμσι και τόσους άλλους που νοηματοδότησαν την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων.
Σε αυτά τα 10 χρόνια άλλαξε και ο Συνασπισμός, βήμα-βήμα μεταμορφώθηκε από κόμμα της κεντροαριστερής συναίνεσης σε κόμμα της σύγχρονης ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς, ομόλογο με παρόμοια εγχειρήματα που έχουν συντελεστεί την ίδια περίοδο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χρειασθήκαμε χρόνια για να αλλάξουμε το παράδειγμα πολιτικής δράσης και θα χρειασθούμε και άλλο χρόνο, όπως φαίνεται, για να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας του κόμματός μας. Μια γενιά «αναλώθηκε» προκειμένου ο Συνασπισμός να αποκτήσει αυτόνομο πολιτικό στίγμα, να πάψει να θεωρείται ενδιάμεσος, μεταβατικός και συμπληρωματικός πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ.

Εργαστήκαμε στο πλαίσιο της αριστερής στροφής, θεωρητικά και πολιτικά, για να αποκτήσει το κόμμα μας ταυτότητα, δουλέψαμε στα 2 προηγούμενα συνέδρια και κυρίως στα «Προγραμματικά» προκειμένου να μην μας συνέχει μόνο η «πολιτική ενότητα», αλλά και η προγραμματική και η ιδεολογική. Αρκετοί σύντροφοι, η Ανανεωτική Πτέρυγα κυρίως, δεν θέλουν να το αποδεχθούν ακόμα και σήμερα παραμένοντας καθηλωμένοι σε αναλύσεις και ισχυρισμούς άλλων εποχών –εποχών κρίσης και αποϊδεολογικοποίησης. Οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύστηκαν από την ίδια την κρίση ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μαζί και ο «πολιτικός πραγματισμός» των συναινέσεων στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου δικομματικού πολιτικού συστήματος.

Χρειάσθηκαν μεγάλες συγκρούσεις, ατέλειωτοι εσωκομματικοί καβγάδες προκειμένου να πάψουμε να θεωρούμε την κυβερνητική εξουσία και τα ΜΜΕ το κέντρο της πολιτικής μας προσοχής και να αφιερωθούμε στην κοινωνία και στις διεργασίες της. Εκπαιδευτήκαμε, αλλά και εκπαιδεύσαμε μια νέα γενιά συντρόφων και συντροφισσών να συμμετέχουμε, να δημιουργούμε να ενθαρρύνουμε κοινωνικά κινήματα (αντιπαγκοσμιοποιητικό, κινήματα πόλης, μεταναστευτικό, δικαιώματα, διακρίσεις, καταστολή, περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες) χωρίς να υποτιμήσουμε τα ιστορικά κινήματα, τον εργατικό και αγροτικό συνδικαλισμό.

Δεν είμαστε ανυποψίαστοι: γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός κατακερματίζει τους εργαζόμενους με τη νέα οργάνωση της εργασίας, με τα εξατομικευμένα συστήματα αμοιβών και τις διαφοροποιημένες εργασιακές σχέσεις, με τις υπαρκτές αντιθέσεις των πολλαπλών ταυτοτήτων, με τον ατομικισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία και τον καταναλωτισμό ως κοινωνικό όραμα. Όπως γνωρίζουμε ότι οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αδυνατούν να συνθέσουν τους «εκτός των τειχών», τους άνεργους, τους επισφαλείς, τους νέους της εργασιακής περιπλάνησης, τις γυναίκες, τους μετανάστες και τις μετανάστριες με τα συνδικαλισμένα στρώματα μέσα από την έννοια της τάξης και του ταξικού συμφέροντος.

Εγκαταλείψαμε τα «εθνικά ακροατήρια» και εστιάσαμε την προσοχή μας στα στρώματα που πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις: στους ηττημένους της αγοράς, στις κατηγορίες της κοινωνικής ανασφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, στη γενιά των 700 ευρώ, στη νεολαία της αμφισβήτησης. Εκπονήσαμε ένα πολιτικό σχέδιο για την ενότητα της Αριστεράς, υλοποιούμε την ενότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με το ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούμε δια μέσου αυτού του σχεδίου να ενώσουμε τα κοινωνικά κινήματα, να ενοποιήσουμε τον κατακερματισμένο κόσμο της εργασίας.

Πολλά έχουμε να κάνουμε ακόμα, έχουμε τη γνώση ότι είμαστε στην αρχή. Πρώτιστη δουλειά μας είναι ν’ αλλάξουμε το κόμμα μας. Ν’ αφήσουμε πίσω το συγκεντρωτισμό, την ανάθεση και την υποκατάσταση, την αποϊδεολογικοποίηση, την «ομοσπονδιακή» λειτουργία του, τις προσχηματικές περιχαρακώσεις που διαιωνίζουν τα «φέουδα», με δύο λόγια όλα όσα φτιάχνουν το Συνασπισμό κόμμα στελεχών και όχι κόμμα των μελών του.

Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό Συνασπισμό για να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα, χρειαζόμαστε έναν καλύτερο ΣΥΡΙΖΑ, καταλύτη για τη δημιουργία μιας νέας Αριστεράς ικανής να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιόδου που τις ορίζουν η οικονομική κρίση, η κρίση του χρέους, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και οι περιφερειακές συγκρούσεις. Μια νέα περίοδος με απαιτητικά καθήκοντα όχι μόνο για να οργανώσουμε και να ενθαρρύνουμε τις κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των υποτελών τάξεων που προδιαγράφει το αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά απαιτητική ταυτόχρονα στη διατύπωση ενός ηγεμονικού λόγου που να ερμηνεύει «ποιοι ευθύνονται για την κρίση» και να διατυπώνει «ποιοι πρέπει να πληρώσουν την κρίση» και σε ποια κατεύθυνση μετασχηματισμού του υπάρχοντος. Και την ίδια στιγμή χρειαζόμαστε ένα άλλο Συνασπισμό και ένα διαφορετικό ΣΥΡΙΖΑ ικανούς να επωμισθούν το καθήκον της ανασύνθεσης της Αριστεράς και μαζί τα καθήκοντα του μετασχηματισμού της κοινωνίας, τα καθήκοντα του σοσιαλισμού.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση κι εμείς 

Στις μεγάλες κρίσεις προκύπτουν δυο καίρια αλληλοεξαρτώμενα ζητήματα. Το πρώτο αφορά τη σφαίρα των ιδεών. Αυτό που διακυβεύεται είναι το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο θα κατανοηθεί η κρίση – και συνήθως αντιμαχόμενες θεωρητικές προσεγγίσεις δίνουν πολύ διαφορετικές αναλύσεις για το πως φτάσαμε σε τέτοιο σημείο και ποιος φταίει. Το δεύτερο έχει να κάνει με την πολιτική διαμεσολάβηση της κρίσης – ποιες πολιτικές δυνάμεις, με ποιες κοινωνικές συμμαχίες, μπορούν να υποδείξουν μιά ελκυστική και εφικτή διέξοδο από την κρίση. Συνεπώς, μια κρίση τέτοιου μεγέθους μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε όλα τα στρατηγικά ζητήματα που συζητάει η αριστερά, από τις ταξικές μας αναφορές μέχρι το πρόβλημα της εξουσίας.

Ερμηνεύοντας την κρίση

Η χρηματοπιστωτική κρίση, που εξελίσσεται εδώ και καιρό σε βαθειά ύφεση και κρίση χρέους, έχει παγκόσμιες διαστάσεις και είναι ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά πορεία οικονομικής κάμψης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό της εποχής μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα. Η σύγκριση σε όλους τους βασικούς δείκτες –ρυθμός μεγέθυνσης, ποσοστό κέρδους, σχηματισμός κεφαλαίου, εργασιακή παραγωγικότητα- υποσημειώνει μια μεγάλη υστέρηση σε σχέση με τα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η καπιταλιστική κρίση, που σηματοδότησε το τέλος της «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού δεν έχει βρει λύση στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Η κρίση του χρέους

Δύο χρόνια καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης είχαν -μεταξύ άλλων- ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των προϋποθέσεων για να εκδηλωθεί μια «κρίση χρέους» σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Μια κρίση χρέους, πλέον, στον αναπτυγμένο Βορρά. Τα επεισόδια της κρίσης χρέους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, δηλαδή στον παγκόσμιο Νότο, τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, οι συνέπειες για τις χώρες που έγιναν το θέατρό της, αλλά και οι αναταράξεις στο ίδιο το παγκόσμιο σύστημα που τη συνόδευσαν είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Με εργαλείο τα επιτόκια και τις νομισματικές ισοτιμίες και «εκτελεστές» τα διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια, χώρες ολόκληρες κατέρρευσαν και λεηλατήθηκαν (από το Μεξικό τη δεκαετία του ’80 ως την Αργεντινή στα τέλη της δεκαετίας του ’90). Τους κερδοσκόπους ελάχιστα απασχολεί το πολιτικό ρίσκο, οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες των πράξεών τους ή ποιος είναι κάθε φορά ο «αδύναμος κρίκος», δηλαδή η χώρα που προσφέρεται για επίθεση και αποκόμιση κερδών.

Καθώς μπαίνουμε στη δεύτερη δεκαετία του νέου αιώνα, οι όροι για μια μακρόχρονη κρίση χρέους στον ίδιο το Βορρά έχουν ήδη συγκεντρωθεί: Ο αναπτυγμένος Βορράς είναι βουτηγμένος στα χρέη για πολλούς λόγους:

Πρώτο, γιατί κοινωνικοποίησε σε μεγάλη έκταση τις ιδιωτικές ζημιές με πακέτα στήριξης προς τις τράπεζες, αλλά και προς άλλους επιχειρηματικούς τομείς, που επιβάρυναν κατά κύριο λόγο το δημόσιο χρέος και δευτερευόντως το δημόσιο έλλειμμα.

Δεύτερο, εξαιτίας της ύφεσης, η οποία μειώνει δραστικά τα δημόσια έσοδα, άρα αυξάνει τα ελλείμματα και εν τέλει το χρέος. Τα δημοσιονομικά συστήματα του νεοφιλελευθερισμού είχαν στηθεί πάνω στη λιτότητα των μισθών και των κοινωνικών δαπανών και τη δραστική ελάφρυνση της φορολογίας των κερδών. Η προσπάθεια να διατηρηθούν άθικτα μέσα στην κρίση (με υφεσιακές πολιτικές περικοπής των δαπανών), παρατείνει, επιδεινώνει και περιπλέκει την κρίση, βαθαίνοντας εν τέλει την κρίση του χρέους.

Τρίτο, γιατί όσο αυξάνεται το χρέος τόσο ακριβαίνει η αναχρηματοδότησή του, αφενός γιατί ενισχύεται η τάση αποφυγής του ρίσκου και αφετέρου μέσα από τη γνωστή διαδικασία: υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, αύξηση των spread.

Τέταρτο, γιατί τεράστια κεφάλαια (μη επανεπενδυμένα κέρδη) κατευθύνονται πλέον στην κερδοσκοπία στον τομέα των κρατικών ομολόγων και των νομισματικών ισορροπιών καθώς μέσα στην κρίση στερεύουν γι’ αυτά άλλες, “παραδοσιακές” πηγές αξιοποίησης (δηλαδή κερδοσκοπίας).

Οι λόγοι αυτοί αναδεικνύουν την κρίση του χρέους σε βασικό αντικείμενο των παγκόσμιων ανταγωνισμών και επιταχύνουν τη διαμόρφωση στον ίδιο τον αναπτυγμένο Βορρά μηχανισμών ανακατανομής της υπεραξίας, ανάμεσα στους κυρίαρχους πόλους (ΗΠΑ, Γερμανία, Μ. Βρετανία, Ιαπωνία κ.λπ.).  

Το υπόβαθρο της κρίσης (η μαρξιστική ανάλυση της κρίσης):

Η χρηματοπιστωτική κρίση, που εξελίσσεται εδώ και καιρό σε βαθειά ύφεση και κρίση χρέους, έχει παγκόσμιες διαστάσεις και είναι ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά πορεία οικονομικής κάμψης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό της εποχής μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έπειτα. Η σύγκριση σε όλους τους βασικούς δείκτες –ρυθμός μεγέθυνσης, ποσοστό κέρδους, σχηματισμός κεφαλαίου, εργασιακή παραγωγικότητα- υποσημειώνει μια μεγάλη υστέρηση σε σχέση με τα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η καπιταλιστική κρίση, που σηματοδότησε το τέλος της «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού δεν έχει βρει λύση στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Οι προσπάθειες των αστικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν, καταρχήν, τα κεϋνσιανά μέσα επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι την προηγούμενη περίοδο, επιδείνωσε παρά θεράπευσε την κατάσταση. Η παταγώδης αποτυχία του κεϋνσιανισμού ως πολιτικής πρότασης διεξόδου από την κρίση του ’70 άνοιξε το δρόμο στην επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων και πολιτικών προτάσεων. Ωστόσο, και αυτό το εγχείρημα ανάταξης του συστήματος μέσα, κυρίως, από την ραγδαία αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης –το πρόγραμμα του νεοφιλελευθερισμού- δεν είχε παρά περιορισμένα αποτελέσματα. Το ποσοστό κέρδους δεν προσέγγισε καν τα μεταπολεμικά επίπεδά του. Η καπιταλιστική συσσώρευση δεν βρήκε νέα δυναμική διέξοδο. Οι χρηματοπιστωτικές φούσκες λειτούργησαν όλη αυτή την περίοδο ως μια ορθολογική προσπάθεια του κεφαλαίου να συγκεντρωθεί και να εξοικονομήσει πάγια στοιχεία που (έτσι στο πρωτότυπο)

Η πορεία αυτή έδειξε με σαφή τρόπο την ισχύ της μαρξιστικής θεωρίας των καπιταλιστικών κρίσεων, η οποία εντοπίζει την αιτία τους στην ίδια την εσωτερική δυναμική τους συστήματος, που οδηγεί σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Η υπερσυσσώρευση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προβλέψιμης μοναδικής αιτίας, αλλά αναγκαίο προϊόν της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, συνέπεια του συνόλου των αντιφάσεων που διέπουν το σύστημα. Όπως σημειώνει ο Μαρξ έχουμε υπερσυσσώρευση, όταν «το κεφάλαιο [γίνεται] ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η «υγιής», «ομαλή» ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής». Είναι η ώρα, όπου, «το αληθινό εμπόδιο για την καπιταλιστική παραγωγή είναι το κεφάλαιο το ίδιο». Η κρίση ξεσπάει λόγω της υπερσυσσώρευσης, λόγω του γεγονότος, δηλαδή, όπως διατυπώνεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, πως «η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο». Και ακριβώς γι’ αυτό η μόνη πραγματική διέξοδος που έχει ο καπιταλισμός είναι η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, η καταστροφή κεφαλαίου. Καμιά οικονομική πολιτική που δεν θέτει σε λειτουργία εκτεταμένες εκκαθαριστικές λειτουργίες δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική.  

Τα πολλαπλά πρόσωπα της κρίσης.

Η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση συνδέεται οργανικά με τη διατροφική, την ενεργειακή και την περιβαλλοντική κρίση, που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα. Πίσω της βρίσκεται η ίδια καταστροφική δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς και οι συναρτημένες με αυτήν πολιτικές επιλογές των (υπερ)κρατικών εκπροσώπων των αστικών τάξεων.

Η διατροφική κρίση πηγάζει από την εκτεταμένη τις τελευταίες δεκαετίες προσπάθεια ολοκληρωτικού ελέγχου της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων από τις πολυεθνικές εταιρίες, τα καπιταλιστικά κράτη του κέντρου και τους θεσμικούς παράγοντες του ιμπεριαλισμού (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ) με κύριο στόχο, μεταξύ άλλων, τον χειρισμό του ύψους της αξίας της εργασιακής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο και κατακλυσμιαίες επιπτώσεις στη διατροφική επάρκεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων στην περιφέρεια του συστήματος.

Η ενεργειακή κρίση συνδέεται ισχυρά με την ανάγκη της καπιταλιστικής συσσώρευσης να στηρίζεται σε όσο το δυνατό φθηνότερες πρώτες ύλες μαζί με τη δεσμευτική –συστημική- απαίτηση του σημερινού καπιταλισμού της «αρπαγής», που εμφανίζει χαρακτηριστικά της αρχικής «άγριας» φάσης πρωταρχικής συσσώρευσης, να εξαντλεί όλες τις ενεργές δυνατότητες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των μεγάλων πετρελαϊκών εταιριών.

Η περιβαλλοντική κρίση είναι άμεσο απότοκο της δίψας για κέρδος που έχει μετατρέψει εδώ και καιρό το καπιταλιστικό σύστημα σε ύβρη πλανητικών διαστάσεων και απειλεί να δώσει άδοξο τέλος στο ανθρώπινο –και όχι μόνο- είδος. Ακόμη και οικονομικά αποτιμημένο το κόστος της οικολογικής καταστροφής δείχνει πόσο αναποτελεσματικός είναι ο καπιταλισμός και η «αγορά» σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση στοιχειωδών αναγκών –κοινωνικών και ατομικών.  

Η ευρωπαϊκή της διάσταση της κρίσης

Η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει σήμερα μόνο μία οικονομική κρίση αλλά την χρεοκοπία όλων των ιδεολογημάτων πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η σημερινή αρχιτεκτονική της και το μείγμα των πολιτικών με το οποίο άλλαξε το οικονομικό και κοινωνικό παράδειγμα στα 30 χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Παρόλα αυτά η πολιτική της ελίτ εμμένει πως η κρίση δεν θέτει σε αμφισβήτηση ούτε το οικονομικό μοντέλο ούτε τη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης της προηγούμενης περιόδου. Ισχυρίζεται ακόμα και σήμερα ότι η κρίση μπορεί να αποδοθεί σε κάποιες δυσλειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή στην πλεονεξία κάποιων μεμονωμένων τραπεζικών μάνατζερ.

 Η ευρύτερη αρχιτεκτονική, αλλά και οι επιμέρους θεσμοί της Ε.Ε., οικοδομήθηκαν πάνω σε κάποιους πολύ συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Πρωτίστως ότι οι αγορές μπορεί να είναι αυτορρυθμιζόμενες και ότι χαρακτηρίζονται από σταθερότητα με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να αντιδρούν θετικά στον οποιοδήποτε κλυδωνισμό. Επί πλέον, οι θεσμοί της Ε.Ε. οικοδομήθηκαν πάνω στην υπόθεση ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος κλυδωνισμού θα προερχόταν από την κρατική πολιτική και τα «ειδικά» συμφέροντα όπου, βεβαίως, τα τελευταία δεν συμπεριλαμβάνουν τις τράπεζες, τις πολυεθνικές και το κεφάλαιο στο σύνολο του, αλλά τους εργαζόμενους, τους άνεργους και όλους αυτούς που αντιμετωπίζουν το μέλλον χωρίς ουσιαστική κοινωνική προστασία.

Για αυτούς τους λόγους, η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση έπρεπε να προστατέψει τα οικονομικά κέντρα λήψης αποφάσεων από τα αιτήματα και τους αγώνες των υποτελών τάξεων. Δημιούργησαν για αυτό ένα πολιτικό σύστημα ολιγαρχικό και αδιαπέραστο από τις ταξικές συγκρούσεις στο επίπεδο των κρατών μελών, εξοβελίζοντας κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας. Οι «ανεξάρτητες» αρχές, με πρώτη τη κεντρική τράπεζα- που όφειλε να έχει ως μόνη μέριμνα τον πληθωρισμό- λειτούργησαν πάνω σε τέτοιες παραδοχές με τα γνωστά αποτελέσματα. Συγχρόνως οι χρηματαγορές, μετά από χρόνια φιλελευθεροποίησης, λειτούργησαν ως μηχανισμός πειθάρχησης – οι επιχειρήσεις που δεν περιόριζαν τις μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζόμενων ή τα κράτη μέλη που άφηναν τις κοινωνικές δαπάνες να δημιουργούν προβλήματα στην επιχειρηματικότητα και στα δημοσιονομικά του κράτους, θα αντιμετώπιζαν μείωση ζήτησης για τα ομόλογά τους και άρα δυσμενέστερους όρους δανεισμού. Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τους πρώτους μήνες του 2010 με τα spreads έφεραν στην επιφάνεια με ακραία μορφή αυτό το μηχανισμό πειθάρχησης αλλά δεν άλλαξαν την προϋπάρχουσα μορφή αυτού του μηχανισμού. Οι θεσμοί οικοδομήθηκαν πάνω στην υπόθεση ότι στο μέλλον η παγκόσμια οικονομία δεν θα αντιμετώπιζε υφέσεις σαν αυτές του 1929 και του 1974. Και έτσι το οικοδόμημα ήταν ακραίο στη σύλληψη του σε σχέση με όλες τις άλλες νομισματικές ενώσεις ανά τον κόσμο.

Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχουν πολύ περισσότερα εργαλεία παρέμβασης: μια κεντρική τράπεζα που δεν έχει μόνο μέριμνα τον πληθωρισμό και που μπορεί να βοηθήσει την ομοσπονδία και τις πολιτείες όταν αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα, ένα μεγάλο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που σταθεροποιεί σε κάποιο βαθμό τις πολιτείες αυτές που έχουν πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την κρίση και που επιτρέπει το κόστος της βοήθειας να μοιραστεί με τις περιοχές με μικρότερο πρόβλημα, μια δημοσιονομική πολιτική που ασκείται κεντρικά με βάση την οικονομική κατάσταση που επικρατεί σε όλη τη χώρα και όχι σε σχέση με αυτό που ισχύει σε κάποια προνομιακή πολιτεία. Τίποτα από όλα αυτά δεν προβλέπονται στην Ε.Ε. Αυτό που έχει επικρατήσει είναι το όραμα της Θάτσερ για μια Ε.Ε, ως ενιαία αγορά, χωρίς κανένα συλλογικό νου, χωρίς τη δυνατότητα αλληλεγγύης και συντονισμένων κινήσεων. Μια Ευρώπη ανισότιμη στην αρχιτεκτονική της, ολιγαρχική στη δομή της, με έντονες περιφερειακές και εσωτερικές ανισότητες, όπου επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού

Είναι προφανές πια πως χρειάζεται μια ριζική αναδιάρθρωση του συνολικού πλαισίου άσκησης οικονομικής πολιτικής της Ε.Ε. Μια άλλη ΕΚΤ με άλλους στόχους, με άλλα μέσα και με άλλη λογοδοσία. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός πρέπει να μετεξελιχθεί για να αναλάβει το ρόλο που παίζει σε όλες τις άλλες μεγάλες ομοσπονδίες. Μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική της Ε.Ε. πρέπει να παίρνει υπόψη της τις συνθήκες σε όλη την Ένωση, αλλά και το ρόλο της Ε.Ε. στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό βεβαίως δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί να την αναλάβει η ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ελίτ. Είναι ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης μια άλλης Ευρώπης που μπορεί να το αναλάβει μόνο η ευρωπαϊκή αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα.

Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των PIGS είχε προβλεφτεί από όλους όσοι δεν υπέκυψαν τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα. Σε μια Ε.Ε. του κεφαλαίου θα υπάρχουν αδύνατες περιοχές, που θα γίνονται όλο και πιο αδύναμες. Όχι μόνο επειδή χάνουν το εργαλείο της υποτίμησης, αλλά επειδή χάνονται και πολλά άλλα εργαλεία, για παράδειγμα η βιομηχανική και κλαδική πολιτική, ακόμα και ο δημόσιος παρεμβατισμός υποκύπτει στο βωμό των κανόνων ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι μόνο το Σύμφωνο Σταθερότητας που αποτελεί ασφυκτικό κορσέ. Τα κράτη μέλη στην ουσία δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το παραγωγικό μοντέλο, τον οικονομικό καταμερισμό που επιβλήθηκε δια μέσου του ευρώ και της ΟΝΕ, πόσο μάλλον να πειραματιστούν με νέα παραγωγικά πρότυπα. Στην πραγματικότητα, ακόμα και με δραστικότερα μέτρα, το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα είναι σε διαρκή κρίση που την υπαγορεύει η άνιση συσσώρευση κεφαλαίου που υπερκαθορίζεται από την άνιση ιστορική εξέλιξη των χωρών που αποτελούν την Ε.Ε.

Στην ουσία ο δρόμος που προτείνεται είναι ένας και μοναδικός. Η Ελλάδα, αλλά και οι άλλες χώρες, καλούνται να ξαναποκτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους μέσω της μείωσης μισθών και άρα τιμών. Τα επιπλέον πακέτα που θα έρχονται το ένα μετά από το άλλο για τις συντάξεις, για την αγορά εργασίας, για τη φορολογία, εξυπηρετούν αυτό το βασικό στόχο. Και αυτή η διαδικασία θα τραβήξει πολύ. Δεν ολοκληρώνεται με την μείωση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων. Θα χρειαστεί να συνεχιστεί η σταθεροποιητική πολιτική για να αντισταθμιστούν τα έτη με συσσωρευμένα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Όσο για το χρέος αυτό δύσκολα θα μειωθεί σε συνθήκες ύφεσης και μάλλον θα μείνει στα ίδια επίπεδα και στο τέλος αυτής της δυσοίωνης διαδρομής.

Συνοψίζοντας: Η συνθήκη της Λισαβόνας και πιο πριν η συνθήκη του Μάαστριχτ, η αρχιτεκτονική, οι διοικητικές προβλέψεις με το Σύμφωνο Σταθερότητας, τα απροσπέλαστα από τον λαϊκό και πολιτικό έλεγχο κέντρα παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όλα αυτά που αποτέλεσαν τον ευρωπαϊκό συμβιβασμό μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων (όπου οι κεντροαριστεροί ακόμα και σήμερα μας καλούν να συνυπογράψουμε) σε βάρος της μισθωτής εργασίας και της συνοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών αποδείχτηκαν ταυτόχρονα συνταγή αποτυχίας ως προς τις διακηρυγμένες στοχεύσεις του νεοφιλελεύθερου σχεδίου και μαζί διάψευση των υπεσχημένων προσδοκιών ευημερίας των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Με αυτή την έννοια η Ευρώπη δεν περνάει μόνο μια οικονομική κρίση, ούτε μόνο μια κοινωνική κρίση εξ αιτίας των ανισοτήτων και της ύφεσης αλλά την ίδια στιγμή μια πολιτική κρίση του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος.  

Η Ελλάδα

Στην Ελλάδα ο κόσμος της εργασίας, οι άνεργοι και οι αποκλεισμένοι θα πρέπει να ξέρουν ότι δεν αντιμετωπίζουν μόνο ένα τριετές πρόγραμμα σταθερότητας που μετά τη λήξη του θα επιστέψουμε στην ομαλότητα. Η Ε.Ε. έχει κάνει σαφές ότι η όποια βοήθεια θα δοθεί για να προστατευτούν τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών της Γερμανίας και Γαλλίας (που είναι εκτεθειμένα σε ομόλογα του Ελληνικού κράτους), για να μην κινδυνέψει το ευρώ και για να μην μειωθεί το κύρος της Ε.Ε από μια προσφυγή κράτους μέλους στο ΔΝΤ. Η όποια βοήθεια δεν αντιμετωπίζει ούτε το χρέος ούτε και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που έχει εμφανιστεί μετά το 2000 σε όλες τις οικονομίες των PIGS.

Στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζουμε μια μακρά περίοδο ύφεσης με υψηλή ανεργία, μειωμένους μισθούς, λιγότερες κοινωνικές παροχές. Και τίποτα δεν αποκλείει νέα επεισόδια εμβάθυνσης της κρίσης καθώς οι επενδυτές διστάζουν να επενδύσουν, και οι τράπεζες να δανείσουν, μπροστά σε μια συρρικνωμένη αγορά και κανείς δεν παίρνει τον οποιοδήποτε ρίσκο. Το τελευταίο δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα ξεσπάσει μια νέα κρίση ούτε ότι θα μεταφερθεί η οικονομική στασιμότητα στο πολιτικό πεδίο. Υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα: από μια στροφή στον αυταρχικό κρατισμό μέχρι νέες συμμαχίες εντός του συστήματος που θα επιδιώξουν τη διαχείριση της στασιμότητας.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 
Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση

Το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε σε λιγότερο από δύο μήνες τις προεκλογικές φιλολαϊκές κορόνες και νεοκεϋνσιανές του θέσεις και υιοθέτησε αφενός τη γραμμή της “ασφάλειας” και της “μηδενικής ανοχής” και αφετέρου τη γραμμή της “πτώχευσης της εργασίας για να αποφευχθεί η πτώχευση της οικονομίας”. Έτσι, με τον προϋπολογισμό του 2010 και ακόμη περισσότερο με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2010-2013 προχωρεί σε μια καταιγίδα αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων (κατεδάφιση ασφαλιστικού, μειώσεις μισθών, κατάργηση των επισφαλώς απασχολούμενων στο Δημόσιο και όχι της επισφάλειας, επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών, φοροκαταιγίδα με αυξήσεις έμμεσων φόρων, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.). Η κυβέρνηση είναι ο εντολοδόχος και οικειοθελής διαχειριστής των ευρωπαϊκών και διεθνών ντιρεκτίβων επιτήρησης και πειθάρχησης με στόχο την επιβολή του πιο στυγνού νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Έχοντας επίγνωση ότι αυτή η πολιτική αλλά και η κρίση δημιουργούν έναν εκτεταμένο και βουβό θυμό στην κοινωνία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει και έχοντας βγάλει τα συμπεράσματα από την εξέγερση του Δεκέμβρη, υλοποιεί ένα σχέδιο αυταρχικής ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος ώστε να είναι ικανό να απορροφήσει τους αναπόφευκτους και μεγάλης έκτασης κραδασμούς που θα αντιμετωπίσει. Η πολιτική, που προ πολλού είχε γίνει διαχείριση στο νεοφιλελεύθερο κοινό τόπο, τώρα μπαίνει στον αυτόματο πιλότο των απαιτήσεων των διεθνών αγορών, παρακάμπτοντας κάθε διαμεσολάβηση ή φιλτράρισμα μέσα από τις “εθνικές ιδιαιτερότητες”. Μαζί με τις υπόλοιπες δημόσιες δαπάνες περικόπτονται και δαπάνες αναπαραγωγής του παραδοσιακού δικομματισμού – τα τελευταία απομεινάρια του παλιού τρόπου άρθρωσης των κοινωνικών συμμαχιών της εξουσίας. Η απονομιμοποίηση των κεκτημένων πάει μαζί με την απονομιμοποίηση των διαμεσολαβήσεων και του ρόλου των “συντεχνιών”. Ο “Καλλικράτης”, στην ίδια ακριβώς γραμμή, συγκεντροποιεί την αυτοδιοικητική εξουσία με σκοπό να την κάνει πιο πολύ “κράτος” και να τη χειραφετήσει από τις «δουλείες» τοπικών διαμεσολαβήσεων και από τις κατακτήσεις και τις δυνατότητες παρέμβασης και διεκδίκησης από τις “τοπικές κοινωνίες”.

Ο εκλογικός νόμος, που θα εισάγει το γερμανικό μοντέλο, αποσκοπεί να θωρακίσει τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση απέναντι στις πιθανότατες “αρρυθμίες” που θα προκαλούσε η εκλογική φθορά του δικομματισμού σε συνδυασμό με περαιτέρω εκλογική άνοδο της Αριστεράς, η αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

Αυτή η διαδικασία “αποστείρωσης” του πολιτικού συστήματος από τις δουλείες των παλιού τύπου διαμεσολαβήσεων έχει το ανάλογό της στην τακτική της ηγεσίας Παναγόπουλου στη ΓΣΕΕ και της ΠΑΣΚΕ γενικότερα στην ηγεσία των τριτοβάθμιων ιδιαίτερα συνδικαλιστικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος. Ακόμη και ο ξέπνοος διεκδικητισμός με τις αποτυχημένες απεργίες και στάσεις εργασίας που εξαγγέλλονταν χωρίς να οργανώνονται, εγκαταλείπεται και τη θέση του παίρνει ο απροσχημάτιστος κυβερνητικός και συχνά ανοιχτά φιλοεργοδοτικός συνδικαλισμός. Η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ δεν θέλει πλέον να διακινδυνεύσει ούτε καν να προσποιηθεί πως αντιστέκεται. Θέλει να φτιάξει υγειονομική ζώνη γύρω από τις τριτοβάθμιες οργανώσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, για να μην αφήσει κανένα περιθώριο να εκφραστούν και μέσα από αυτές οι διαθέσεις αντίστασης των εργαζομένων. Είναι η προσαρμογή του κυβερνητικού συνδικαλισμού στις διαδικασίες αυταρχικής ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος.

Προφανώς αυτή η πολιτική του ΠΑΣΟΚ είναι ενιαία και αδιαίρετη στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Γι’ αυτό και είναι απορριπτέα στο σύνολό της από την Αριστερά. Η οποία πρέπει να διατυπώσει ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο και να διαμορφώσει μια γραμμή αντιπολίτευσης, αντικαπιταλιστικής, και σοσιαλιστικής. Το πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς για να μπορεί να είναι ανταγωνιστικό και «επικίνδυνο» χρειάζεται όχι μόνο να οικοδομεί ισχυρά επιχειρήματα αλλά τοι ισχυρισμοί της να αποτελούν τους βάσιμους λόγους των κοινωνικών αντιστάσεων, των διεκδικήσεων των εργαζομένων, των αγώνων της νεολαίας. Όσο δεν διαμορφώνουμε τους όρους ηγεμονίας του δικού μας πολιτικού σχεδίου θα έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται πιο αποτελεσματικά η από τα δεξιά “αντισυστημική” και “εθνικά υπερήφανη” αντιπολίτευση του ΛΑΟΣ. Το κενό αυτό αριστερής αντιπολίτευσης και εναλλακτικού – ανταγωνιστικού πολιτικού σχεδίου, κοινωνικά επενδυμένου, από την Αριστερά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να επικρατήσουν οι συντονισμένες εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις για από τα δεξιά και από τα πάνω αντιπολίτευση και φθορά του ΠΑΣΟΚ, που θα ανοίξουν τον επικίνδυνο δρόμο για περαιτέρω ισχυροποίηση της ακροδεξιάς και της φασιστικής απειλής και για ακόμη αυταρχικότερη διακυβέρνηση.  

Η απάντηση της Αριστεράς στην κρίση.

Η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει λόγους να αναζητεί σχέδια «διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση», δεν είναι δική της δουλειά η «καλύτερη αναπαραγωγή του συστήματος. Αντιθέτως. Η δική της υποχρέωση είναι η εκπροσώπηση των κατώτερων τάξεων: στη μεγάλη μάχη που δίνεται για την κατανομή του κόστους της κρίσης πρέπει να εξασφαλίσει τα καλύτερα αποτελέσματα για τις κοινωνικές κατηγορίες, των οποίων αποτελεί τμήμα. Το κριτήριο της Αριστεράς είναι η ικανοποίηση των αναγκών του συνόλου των ανθρώπων και, μ’ αυτήν την έννοια, στο μέτρο που αξιοποιεί αυτό το κριτήριο στην πολιτική της παρέμβαση, είναι μέτοχος του κομμουνισμού, αυτού του μεγάλου «κινήματος που καταργεί ήδη από σήμερα την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».

Η δική μας αριστερά χρειάζεται συμμαχίες, παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες σε πολλά πεδία και πολλά επίπεδα. Ενδεικτικά:

Η αμφισβήτηση των ανεξάρτητων αρχών, του ρόλου πειθάρχησης των χρηματαγορών, του μοντέλου διακυβέρνησης της Ε.Ε. που αποκλείει τον κόσμο της εργασίας αναδεικνύουν τη δημοκρατία ως μέρος της λύσης. Χρειάζεται προστασία από τις χρηματαγορές με περιορισμούς ή/ και φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, μια ΕΚΤ που λογοδοτεί στο Ευρωκοινοβούλιο και που έχει στόχους και για την πραγματική οικονομία. Μόνο στο υπερεθνικό επίπεδο αντιμετωπίζονται οι χρηματαγορές και οι πολυεθνικές. Χρειάζεται έντονος συντονισμός των ευρωπαϊκών συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων για να αλλάξουν οι συσχετισμοί, για να αλλάξει η ατζέντα.

Η έλλειψη συντονισμού στο επίπεδο Ε.Ε. μετά από την κρίση δείχνει το δρόμο για μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, για δεσμούς αλληλεγγύης με έντονο το στοιχείο της αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, για μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική με γνώμονα τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες σε όλη την Ένωση αλλά και τις συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία.

Το ροκάνισμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου με τις αναμενόμενες ανισότητες, αποκλεισμούς και διακρίσεις οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι προτεραιότητες πρέπει να αντιστραφούν, ότι οι στόχοι του οικονομικού μοντέλου πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Ο ελεύθερος χρόνος, η φροντίδα, η σχέση ανδρών-γυναικών, οι σχέσεις εργασίας και οι σχέσεις στις κοινότητες που ζούμε είναι στόχοι στους οποίους η παραγωγή οφείλει να προσαρμοστεί και όχι αντίστροφα. Οι κοινωνικές ανάγκες αναδεικνύουν νέους στόχους και νέα μέσα. Στον αντίποδα της κυβερνητικής πολιτικής.

Ως ριζοσπαστική Αριστερά είμαστε στον αντίποδα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και στις συναινέσεις που του παρέχουν Ν.Δ. και ΛΑΟΣ. Έχουμε κάθε λόγο για να μπλοκάρουμε το Πρόγραμμα σταθερότητας του ΠΑΣΟΚ, την αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών τάξεων που προωθεί το μπλοκ εξουσίας. επιδιώκουμε μια ριζική αναδιανομή του εισοδήματος στηριγμένη καταρχήν σε μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της αστικής τάξης. Σήμερα, ακριβώς στις συνθήκες της κρίσης, αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα ως εθνικά ή «καθολικά» -η «ζήτηση» που μας απασχολεί είναι αυτή των λαϊκών τάξεων. Αυτή στοχεύουμε να ενισχύσουμε σε βάρος εκείνης των επιχειρηματιών.

Ας το επαναλάβουμε: όλα τα προηγούμενα δεν είναι μέτρα «επίλυσης της κρίσης». Δεν είναι δική μας δουλειά να προτείνουμε κάτι τέτοιο. Πρόκειται για παρεμβάσεις στην ταξική πάλη προς όφελος των κατώτερων στρωμάτων. Όπως, μέσα στην έξαψη των ημερών, δήλωσε ο ιδεότυπος του σύγχρονου καπιταλιστή, ο Γουώρεν Μπάφετ, «η ταξική πάλη υπάρχει και είναι η δική μου τάξη που κερδίζει». Δουλειά μας είναι να γίνει το αντίθετο ακριβώς: να είναι η δική μας τάξη που κερδίζει. 

ΜΕ ΠΟΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ; ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΣΥΡΙΖΑ

Δέκα χρόνια μετά την αριστερή στροφή του Συνασπισμού, δέκα χρόνια μετά το Σηάτλ, οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες έχουν αλλάξει τελείως το χάρτη των κινημάτων και της Αριστεράς. Δύο χρόνια πριν, το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης έδωσε στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες νέα έκταση, βιαιότητα και βάθος. Η δική μας Αριστερά, η ενωτική – ριζοσπαστική – κινηματική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, προϊόν αυτών των διεργασιών και κληρονόμος μερικών από τις καλύτερες κατακτήσεις αυτής της διαδρομής, βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων διλημμάτων και προκλήσεων. Πρέπει να (ανα)στοχαστούμε πάνω στην κοινή μας διαδρομή, τις κατακτήσεις αλλά και τα ελλείμματα και τις αναπηρίες, ώστε να κάνουμε τις επιλογές που θα δώσουν στα κινήματα και την ανασύνθεση της Αριστεράς μια νέα προωθητική ορμή.  

Σχέδιο και κατακτήσεις της Ριζοσπαστική Αριστεράς

Βασίσαμε το πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ ως μαζικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε δύο βασικές και αλληλοσυμπληρούμενες εκτιμήσεις για την περίοδο: Πρώτο, ότι η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας υπονομεύει τις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με πλατιά στρώματα εργαζομένων και νεολαίας και δημιουργεί στ’ αριστερά της πολιτικό «χώρο» για τη συγκρότηση νέων πολιτικών σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεύτερον, ότι από τις αρχές του νέου αιώνα ήταν φανερά τα σημάδια μιας προϊούσας κρίσης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. «Τεκμηριώσαμε» και επαληθεύσαμε αυτές τις δύο βασικές εκτιμήσεις με τη συμμετοχή μας στα βασικά μέτωπα και κινήματα (εργατικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό, κινήματα πόλης). 

Τα κεκτημένα

Εξειδικεύσαμε όλοι μαζί –Συνασπισμός, Συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και ανένταχτοι- την παραπάνω ανάλυση σε πολιτικές προτεραιότητες και μέτωπα πάλης με αιχμή το «κοινωνικό ζήτημα», με την γενίκευση της επισφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, Αναδείξαμε παράλληλα πολιτικά αλλά και δια μέσου κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων το 2ο πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού: την παράδοση των κοινωνικών αγαθών, των μηχανισμών κοινωνικής αναπαραγωγής, στην αγορά και στο κέρδος, παράδοση που δημιουργεί νέους αποκλεισμούς και εξαιρέσεις, διαλύοντας την όποια κοινωνική συνοχή. Μέσα από την ίδια πολιτική ανάλυση δείξαμε τις επιπτώσεις της εκχώρησης των δημόσιων χώρων, της δημόσιας περιουσίας στις κατασκευαστικές εταιρείες και στις ρίαλ εστέιτ, τόσο στο περιβάλλον όσο και στις εργασιακές σχέσεις και την ποιότητα ζωής. Αναλύσαμε παράλληλα καταδεικνύοντας τους μηχανισμούς διαφθοράς που διαπλέκουν την πολιτική τάξη, με τους εκκλησιαστικούς κύκλους και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δημιουργούνται αντίστοιχες συμμαχίες στις κρατικές προμήθειες, στα εξοπλιστικά προγράμματα και στις αναθέσεις δημόσιων έργων. Η αναγωγή όλων των προηγούμενων στο πολιτικό πεδίο, μας έδωσε «γραμμή» για την περίοδο: πολιτικά, κοινοβουλευτικά, συνδικαλιστικά και αυτοδιοικητικά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε ταυτότητα διακριτή, ανταγωνιστική και μάχιμη γιατί ακριβώς είχε να αντιπαραθέσει τις δικές του επεξεργασίες, τα δικά του αιτήματα μετασχηματισμών -με άλλα λόγια το δικό του πρόγραμμα- απέναντι στη νεοφιλελεύθερη δικομματική συναίνεση. Ένα μείγμα πολιτικής δηλαδή που περιλάμβανε προγραμματικές επεξεργασίες και δράση (πολιτική και κοινωνική) που έδειξε να είναι διατεθειμένος να την υπερασπιστεί παντού: στη Βουλή, στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, στην εξέγερση του Δεκέμβρη, στους περιβαλλοντικούς αγώνες, στην υπεράσπιση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στα δικαιώματα των μεταναστών, χωρίς να λογαριάζει κόστος και επιθέσεις. Όλα τα παραπάνω τα κρατάμε ως κεκτημένα της πολιτικής μας διαδρομής, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν είναι αρκετά για τη νέα περίοδο της οικονομικής κρίσης, που μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε ευκαιρία μετασχηματισμού του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, δηλαδή σε ευκαιρία μετάβασης στο σοσιαλισμό και επανανοηματοδότησης της ιδέας του κομμουνισμού.  

Οι ανεπάρκειες

Αυτή η «κόκκινη γραμμή» που συνδέει τα αρχικά μας εφόδια και το αρχικό μας «πρόγραμμα» με τις μετέπειτα και πρόσφατες κατακτήσεις μας είναι στην πραγματικότητα ο «οδικός χάρτης» της έως τώρα πορείας μας. Είναι οι κοινές μας κατακτήσεις. Ωστόσο, δεν είχαμε όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ την ίδια κατανόηση ούτε την ίδια ερμηνεία για την πορεία του κοινού μας εγχειρήματος, ενώ υπάρχουν και αυτοί που είτε δεν πίστεψαν στο εγχείρημα είτε το είδαν σαν «αναγκαίο κακό» ή τρέχουσα τακτική επιλογή είτε το εχθρεύτηκαν ανοιχτά. Στο τρίπτυχο «ενότητα στη δράση – πολιτική ενότητα – ανασύνθεση της Αριστεράς» οι αντιστάσεις από την Ανανεωτική Πτέρυγα αλλά και από συνιστώσες αποδείχθηκαν ισχυρές και στα τρία συστατικά του: η κοινή δράση εγκλωβίστηκε στις εκλογικές καμπάνιες και σε ελάχιστες και μικρής εμβέλειας καμπάνιες προς την κοινωνία (με φωτεινές εξαιρέσεις την καμπάνια υποστήριξης του πανεκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και την κοινή μας δράση μέσα από τα κινήματα πόλης), η δε πολιτική ενότητα και ακόμη περισσότερο η ανασύνθεση της Αριστεράς αντιμετωπίστηκαν σαν κίνδυνος για την αυτονομία των Συνιστωσών, του Συνασπισμού συμπεριλαμβανομένου.. Η «προτεραιότητα της πολιτικής», ως όρος για την ενωτική συνύπαρξη πολύ διαφορετικών ρευμάτων και διαδρομών, κατανοήθηκε λανθασμένα σαν άτυπη συμφωνία «αποκλεισμού» των ιδεολογικών, αξιακών και στρατηγικών στοιχείων ως συστατικών της οικοδόμησης του ενωτικού εγχειρήματος., με συνέπεια όλα τα ζητήματα να ανάγονται σε ζητήματα τακτικής. Το «προβάδισμα της πολιτικής» έγινε άλλοθι για να μην προχωρήσει ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, με τη δημοκρατική συμμετοχή των μελών στην παραγωγή πολιτικής και στον έλεγχο των πεπραγμένων, μαζικοποιώντας τις γραμμές του και μετατρέποντάς τον σε πραγματικό αντίπαλο δέος του συστήματος. Και σαν επιστέγασμα, είχαμε τη συστηματική υπονόμευση των επιλογών, των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών αλλά και του ίδιου του εγχειρήματος από την Ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ, στελέχη της οποίας μιλούσαν και μιλούν εξ ονόματος του ΣΥΡΙΖΑ και κατέχοντας θέσεις εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ …εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην κορύφωση της ανοδικής του δυναμικής, αμέσως μετά τις εκλογές του 2007, αυτές οι ανεπάρκειες άρχισαν να υποσκάπτουν αυτή τη δυναμική. Οι κατακτήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε και οι οποίες έφεραν τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πρώτη κορύφωση, άρχισαν να υπονομεύονται από τις ανεπάρκειες, και μαζί τους να υποβαθμίζεται η ίδια του η δυναμική. Μια διαδικασία φθοράς και υπονόμευσης του κοινού μας εγχειρήματος έχει έκτοτε ενεργοποιηθεί, ενώ δεν έλειψαν και οι ανοιχτές κρίσεις που έθεσαν το εγχείρημα σε άμεσο κίνδυνο διάσπασης και διάλυσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν εκλογικός μηχανισμός και μέτωπο συνιστωσών έχει φτάσει στα όριά του, όπως και η διαδικασία της πολιτικής ενότητας και της ανασύνθεσης της Αριστεράς που κάνει αφαίρεση των ιδεολογικών, αξιακών και στρατηγικών στοιχείων. Αν θέλουμε να βγούμε από το φαύλο κύκλο της αναπαραγωγής της κρίσης, πρέπει να στοχοθετήσουμε το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ και την αναζωογόνηση της διαδικασίας της ανασύνθεσης με ιδεολογικά, στρατηγικά και αξιακά στοιχεία.
 
Ποιος ΣΥΡΙΖΑ

Ποιο μαζικό πολιτικό υποκείμενο μπορεί να κάνει πράξη και να μετατρέψει σε υλική δύναμη μια τέτοια γραμμή; Η απάντηση έχει δύο πλευρές: Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα μαζικό πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς, χρειαζόμαστε το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ . Δεύτερον, αυτό το νέο, μαζικό πολιτικό υποκείμενο με κατεύθυνση αλλά και δομές που να υλοποιούν τη μαζική παρέμβαση στην κοινωνία, τους κοινωνικούς χώρους, τις αντιστάσεις, με στόχο την οικοδόμηση μιας κοινωνικής συμμαχίας ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού και ενεργοποίησης μιας διαδικασίας μετασχηματισμών σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Έχει αποδειχθεί, στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, ότι τις νέες μαζικές δυναμικές δεν μπορούν να τις εκφράσουν πολιτικά οι παλιές συγκροτήσεις, αλλά μόνο νέες, μαζικές πολιτικές συγκροτήσεις. Και αντίστροφα: όπου δεν δημιουργούνται τέτοιες νέες μαζικές πολιτικές συγκροτήσεις, η διαδικασία ανασύνθεσης της Αριστεράς βραχυκυκλώνεται και ο στόχος της πολιτικής έκφρασης των μαζικών διαθέσεων αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού απομακρύνεται.

Φυσικά υπάρχουν και πολιτικοί λόγοι για την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι πολιτικές αντιθέσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν συχνά κρισιακή μορφή ακριβώς επειδή η οργανωτική του μορφή συγκρότησης δεν του παρέχει τα μέσα για να τις διαχειριστεί. Το ζήτημα “ποιος και πώς αποφασίζει” δεν έχει απαντηθεί θεσμικά, με αποτέλεσμα να βασιλεύουν τα πολλαπλά κέντρα εκπόνησης και εκφώνησης γραμμής, να ανθούν οι προσωπικές πρωτοβουλίες και ο παραγοντισμός. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και πολιτικά διαχειρίσιμες διαφωνίες γίνονται αιτία κρίσεων. Η δημοκρατία στο ΣΥΡΙΖΑ, τα πολιτικά δικαιώματα και κυρίως οι πολιτικές αρμοδιότητες των μελών, θα αποδραματοποιούσε, θα έβαζε στις σωστές τους διαστάσεις και θα έκανε πολύ πιο διαχειρίσιμες τις όποιες διαφωνίες. Αντίθετα, στον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό μηχανισμό και μέτωπο συνιστωσών ακόμη και ελάσσονος σημασίας διαφωνίες προκαλούν κρίσεις, δραματοποιήσεις, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις κ.λπ. Ήδη οι αλλεπάλληλες, μικρές και μεγάλες, κρίσεις του τελευταίου διαστήματος έχουν σε τέτοιο βαθμό υπονομεύσει τη συνοχή του εγχειρήματος ώστε οι τάσεις αποστράτευσης συντρόφων και συντροφισσών καθώς και η έλλειψη διάθεσης και αδυναμία παρέμβασης να έχουν πάρει επικίνδυνες διαστάσεις.

Έχει επίσης αποδειχθεί επαρκώς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκλογικός μηχανισμός και μέτωπο συνιστωσών, μεταξύ άλλων και εξαιτίας της αδυναμίας του να στρατεύσει μαζικά κόσμο στις γραμμές του, πάσχει από προφανή αδυναμία να οργανώσει μαζικές παρεμβάσεις στους κοινωνικούς χώρους, να οικοδομήσει δυνατότητες και δομές παρέμβασης στα κινήματα, να φτιάξει συριζικές κλαδικές οργανώσεις και παρατάξεις. Η αδυναμία αυτή ενισχύει την ηγεμονία των απόψεων που βλέπουν την κοινοβουλευτική ή εκλογική παρέμβαση σαν το κύριο αν όχι το αποκλειστικό πεδίο παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ και δεν αφήνει περιθώρια ουσιαστικών παρεμβάσεων, πλην ίσως επικοινωνιακού χαρακτήρα ακτιβισμών.

Από την άλλη, η κρίση και η αυταρχική αναδόμηση του πολιτικού συστήματος απαιτούν ένα μαζικό πολιτικό υποκείμενο που δεν μπορεί να αρκείται σε επικοινωνιακή χρήση του πολιτικού λόγου ή σε εκφώνηση πολιτικής μέσα από τα ΜΜΕ. Η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις της κρίσης (μεγάλη επέκταση ανεργίας και επισφάλειας, μείωση εισοδημάτων και αύξηση της φτώχειας), την αυταρχική αναδόμηση του πολιτικού συστήματος και τη συναίνεση του φόβου αν δεν μεταφέρει το κέντρο βάρους των παρεμβάσεών της στα κινήματα, στους κοινωνικούς χώρους, στην κοινωνία. Δεν θα συνδεθεί πραγματικά με τους εργαζόμενους και με το δυναμικό των κινημάτων αν δεν είναι δίπλα τους, εκεί που βιώνουν τα προβλήματα και αδιέξοδα.

Για όλους τους προηγούμενους λόγους, η ανασύνθεση της Αριστεράς και ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστούν έναν οργανωτικό σεχταρισμό ή ρομαντισμό αλλά πολιτικό σχέδιο ξεπεράσματος της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ και συγκρότησης ενός μαζικού πολιτικού υποκείμενου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα μπορεί να αγωνιστεί αποτελεσματικά για τη ριζική ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.

Για αυτούς τους λόγους το σύνθημα «ΣΥΡΙΖΑ παντού» πρέπει να αποκτήσει οργανωτική και πολιτική υπόσταση, Με αυτή την έννοια είναι ακατανόητη μια φοβική συμπεριφορά συντρόφων, που κατά τα άλλα «ορκίζονται» στην αριστερή στροφή, στην πράξη όμως λειτουργούν ανασχετικά με οργανωτίστικά επιχειρήματα στην προώθηση της εγγραφής μελών στις Τοπικές και Κλαδικές Επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ. Που αναστέλλουν τη μαζική συμμετοχή συντρόφων-ισων, που κωλυσιεργούν στην απόδοση της κάρτας του μέλους ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στα πολιτικά δικαιώματα των μελών, ενταγμένων και ανέντακτων σε Συνιστώσες, με άλλα λόγια στην αναγνώριση της ευθύνης που έχει καθένας και καθεμία που συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτικής, στον έλεγχο και τη λογοδοσία των διευθυντικών πολιτικών οργάνων, δια μέσου εκλεγμένων αντιπροσωπευτικών σωμάτων. Ο φόβος της διάχυσης του ΣΥΝ στο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα «κόλπο» που χρησιμοποιεί η Ανανεωτική Πτέρυγα για να επενδύσει στον κομματικό πατριωτισμό των μελών και να μπορούν ανενόχλητα τα στελέχη της να διαμεσολαβούν την πολιτική εν αγνοία τους. Όταν όμως χρησιμοποιείται από στελέχη της αριστερής πλειοψηφίας στην καλύτερη περίπτωση συνιστά άγνοια του κομματικού φαινομένου. Κανένα κόμμα, ποτέ, δεν διαχύθηκε σε άλλο παρά μόνο στο βαθμό που η μεγάλη πλειοψηφία των μελών συναινούσε. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι κομματικοί δεσμοί και η συνεκτική πολιτική ταυτότητα υπερτερούσε των σχεδίων «διολίσθησης».  

Η ανασύνθεση

Οι μαζικοί – πλατιοί πολιτικοί σχηματισμοί και κόμματα της Αριστεράς που είναι προϊόν ανασύνθεσης δεν μπορεί παρά να είναι σε αντιστοιχία με το εύρος του κοινωνικού υποκειμένου στο οποίο αναφέρονται. Θα περιέχουν λοιπόν μέσα τους τόσο μεταρρυθμιστικές τάσεις και ρεύματα όσο και αντισυστημικές – αντικαπιταλιστικές και επαναστατικές τάσεις και ρεύματα. Στα νέα πλατιά κόμματα και σχηματισμούς της Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να υπάρχει ο χώρος για την ανεμπόδιστη ύπαρξη και δράση των ιδεολογικών και ιστορικών ρευμάτων. Τα νέα πλατιά κόμματα και σχηματισμοί της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θα υποταχθούν στην αποϊδεολογικοποίηση και τη μεταμοντέρνα ιδεολογική αποσάθρωση, δεν θα υποταχτούν στο μεσσιανισμό μιας πολιτικής και ιδεολογικής παρθενογένεσης, αλλά ούτε θα απολυτοποιήσουν τις ιστορικές ιδεολογικές ταυτότητες.  

Ποιος Συνασπισμός: αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και διεύθυνσης του κόμματος

Όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να γίνουν αν δεν αλλάξουμε το ίδιο το κόμμα μας, να το κάνουμε δηλαδή ικανό να «επωμισθεί» μια διαδικασία ανασύνθεσης της Αριστεράς και μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν μάλιστα όλοι και όλες γνωρίζουμε ότι πολλά από τα ιδεολογικά και πολιτικά προβλήματα του Συνασπισμού εμφανίζονται συνήθως σαν οργανωτικές παθογένειες.

Ο πολύ χαλαρός τρόπος της λειτουργίας των Πολιτικών Κινήσεων και των Νομαρχιακών Επιτροπών, η αδύναμη σύνδεση τους με τα λαϊκά προβλήματα, εξ αιτίας της περιορισμένης συμμετοχής στα κινήματα και στις κοινωνικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στο συνδικαλισμό, δημιουργούν ένα τύπο πολιτικής οργάνωσης εσωστρεφή με δημοσιογραφική κατανόηση των πολιτικοκοινωνικών ανταγωνισμών. Παράλληλα η περιστασιακή και εκ των υστέρων πολιτική συζήτηση, το χαμηλό επίπεδο των αντιπαραθέσεων που διαπερνούν την κομματική ζωή, και καθορίζουν τη μειωμένη κινητικότητα των περισσότερων οργανώσεων του κόμματος, ο συγκεντρωτισμός στη λειτουργία των ηγετικών στελεχών ο οποίος πριμοδοτείται από τον γραφειοκρατικό τρόπο συγκρότησης του ΣΥΝ και ανατροφοδοτείται από τη λογική της ανάθεσης που κυριαρχεί στη «βάση», είναι εκφυλιστικά φαινόμενα που δεν μπορούν να ξεπεραστούν με διοικητικούς τρόπους. Μόνο πολιτικά μέσα μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτού του κλίματος γεροντικής νοσηρότητας που χαρακτηρίζει την εσωτερική ζωή του μεγαλύτερου τμήματος του κόμματος.

Είναι χαρακτηριστικό πως σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονται μόνο εκείνες οι οργανώσεις που τόλμησαν να απευθυνθούν στην κοινωνία παίρνοντας μέρος στην πολιτική ζωή και σε κοινωνικές συγκρούσεις ,είτε μέσα από την ίδρυση αυτοδιοικητικών κινήσεων που συνέχισαν να λειτουργούν και μετά τις εκλογές, είτε μέσα από την έντονη συμμετοχή τους σε δραστήρια τοπικά παραρτήματα του Φόρουμ, είτε σε άλλες κινηματικές προσπάθειες.

Παρά την προφανή αλήθεια της παραπάνω διαπίστωσης υπάρχουν ορισμένα οργανωτικά μέτρα που θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο, επειδή ακριβώς είναι αδύνατο να γίνουν ντιρεκτίβες της διοίκησης. Η πραγματοποίηση τους είναι εφικτή μόνο ως υλοποίηση μιας πολιτικής πρότασης η οποία στοχεύει στη ριζική αλλαγή της εσωκομματικής μας κουλτούρας , στα όρια της εσωκομματικής πολιτισμικής επανάστασης.
 
Συνηγορία και καταγγελία των τάσεων

Πριν αναφερθούμε σε τέτοιου τύπου μέτρα, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε αυτό που συνιστά στρατηγική πηγή εκπομπής εκφυλιστικών σημάτων στη ζωή του κόμματος. Μιλάμε, φυσικά, για τη μετατροπή των τάσεων από ιδεολογικά ρεύματα σκέψης και αναζήτησης, σε κλειστούς οργανωτικούς μηχανισμούς με σιδερένια πειθαρχία και αυστηρή ιεραρχία. Καταρχήν θέλουμε να εκφράσουμε τη διαφωνία μας με δύο κατηγορίες απαντήσεων που κυκλοφορούν στο Συνασπισμό, ως απάντηση στο εκρηκτικό πρόβλημα της στρεβλής λειτουργίας των τάσεων. Πιστεύουμε πως η κατάργηση των τάσεων και ανέφικτη είναι, και ιδεολογικά θα αποτελεί πισωγύρισμα, όχι βέβαια στη μονολιθικότητα τύπου Κ.Κ.Ε. ( είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο στο χώρο μας ) αλλά στο πλασάρισμα μιας μεταμοντέρνας εικόνας ομοψυχίας πίσω από την οποία θα βυσσοδομούν ο αχαλίνωτος παραγοντισμός και ο ανελέητος φραξιονισμός, την ίδια στιγμή που τα «προβεβλημένα στελέχη», (από τον εκάστοτε πρόεδρο του κόμματος μέχρι τους βουλευτές), θα ήταν η μόνη αυθεντική εκπροσώπηση -δια μέσου των ΜΜΕ- και το μοναδικό κέντρο παραγωγής πολιτικής στο κόμμα. Με άλλα λόγια κάτι τέτοιο θα συνιστούσε τον ασφαλή δρόμο για τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση ή την «πασοκοποίηση» του κόμματος.

Ταυτόχρονα θεωρούμε απολύτως απαράδεκτη την πρόταση που διακινείται για ομοσπονδιοποίηση του κόμματος με πρόνοιες αυξημένων πλειοψηφιών για τις σημαντικές αποφάσεις και άλλες παρόμοιες ρυθμίσεις, οι οποίες ταιριάζουν σε πολυεθνικά κρατικά μορφώματα και όχι σε πολυτασικά πλουραλιστικά κόμματα της Αριστεράς  

Να φέρουμε τα κάτω πάνω

Πέρα από τις κλασικές πολιτικές απαντήσεις οι οποίες πρέπει να δίνονται σταθερά στο ζήτημα των τάσεων ( η επιμονή π.χ. στην αριστερή στροφή και την κινηματική δράση σε απόλυτη συνάρτηση με την επίμοχθη προσπάθεια για περαιτέρω αποσαφήνιση του προγραμματικού μας λόγου) είναι σαφές πως τα ακραία αρνητικά συμπτώματα της δράσης τους σχετίζονται με την αναπαραγωγή του ίδιου, εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον ( στο Συνασπισμό και στα κόμματα από τα οποία προήλθε ), πολιτικού προσωπικού που ανακυκλώνεται με όρους επετηρίδας. O σεβασμός στην πολύχρονη προσφορά αυτών των συντρόφων, που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως κράτησαν όρθιο το χώρο της ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε δύσκολες εποχές, δεν μπορεί να μας κάνει να παραγνωρίσουμε το αντικειμενικό γεγονός, πως στα καθήκοντα και στις δυνατότητες της σημερινής εποχής, μπορεί να ανταποκριθεί θαυμάσια μια γενιά στελεχών με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.  

Ανανέωση με περιφερειακή και γυναικεία υπόσταση

Η γενιά των συντρόφων και των συντροφισσών που έμαθαν να δρουν προσπαθώντας να συνδυάσουν το ριζοσπαστισμό των θέσεων με την μαζικότητα της απεύθυνσης, αναζητώντας θέματα και πρακτικές που μπορούν να δημιουργήσουν ρωγμές στην αστική κυριαρχία μέσα από ενωτικά σχήματα δράσης με αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες, αγωνιώντας να μείνουν μακριά από τη στρέβλωση της γραφειοκρατίας, την ελιτίστικη έπαρση του αριστερισμού και τη μιζέρια των αντανακλαστικών του κυβερνητισμού. Η γενιά των συντροφισσών και των συντρόφων που έχουν βαθιά επίγνωση του οικολογικού ελλείμματος της παραδοσιακής Αριστεράς, της σπουδαιότητας των δικαιωμάτων που φαίνεται πως πρωταρχικά αφορούν μειοψηφίες, που γνωρίζουν βιωματικά πως πολιτική είναι εξίσου συζήτηση, οργάνωση, σύνθεση, προγραμματική αναζήτηση και ιδεολογική συγκρότηση όσο και συμμετοχή, παρέμβαση στους τόπους δουλειάς και κατοικίας, αυτών των οποίων επιθυμούμε να είμαστε εργαλείο μάχης τους. Η γενιά με δυο λόγια που υλοποίησε τη στροφή του ΣΥΝ στα κινήματα και στα λαϊκά προβλήματα, πρέπει να εισβάλει ορμητικά στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος.

Αυτή η ανανέωση, ηλικιακή, αλλά και «επετηρίδας», και εμπειριών και κοινωνικής ένταξης, πρέπει να συνδυαστεί με μια γενναία μετατόπιση του κέντρου βάρους των κομματικών προτεραιοτήτων από το κέντρο στην περιφέρεια. Η εκπροσώπηση της περιφέρειας, των λαϊκών γειτονιών των μητροπολιτικών κέντρων, των πόλεων της επαρχίας, πρέπει να αποκαταστήσει τη σύνδεση της με όσα συμβαίνουν στα παραδοσιακά κέντρα των εξελίξεων. Κατεύθυνση που είναι αδύνατο να γίνει αν κομματικοί πόροι (χρήματα και επαγγελματικά στελέχη) δεν μεταφερθούν στην Περιφέρεια και αν δεν αποκτήσει με τη χρήση ποσόστωσης,(τουλάχιστον ένα μέλος στην ΚΠΕ από κάθε Νομό) αυξημένη πρόσβαση και συμμετοχή στα καθοδηγητικά κέντρα του ΣΥΝ.

Η ανανέωση στα ηγετικά, αλλά και στα ενδιάμεσα κλιμάκια του κόμματος πρέπει, εξίσου με τα παραπάνω, να στηριχθεί σε ένα ορμητικό ρεύμα γυναικείας εκπροσώπησης. Για την εξασφάλιση της επίτευξης αυτού του στόχου προτείνουμε τη θεσμοθέτηση ενός μέτρου που ήδη ισχύει στα περισσότερα από τα κόμματα που συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς : ποσόστωση της τάξης του 50% σε όλα τα κεντρικά όργανα του Συνασπισμού. Γιατί το μέλλον αποκλείεται να είναι αντικαπιταλιστικό, αντιιεραρχικό και κόκκινο (δηλαδή πράσινο) αν ταυτόχρονα δεν γίνει γυναικείο. Η ποσόστωση στο επίπεδο του 50% είναι ένα μέτρο απαραίτητο για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των γυναικών στη Διεύθυνση του Κόμματος και για το γκρέμισμα των σεξιστικών τειχών που εμποδίζουν την “ φυσική” κατάκτηση αυτού του επίπεδου συμμετοχής.

Πολύ περισσότερο από αυτό, όμως, ένα τέτοιο μέτρο συνιστά έμπρακτη αναγνώριση από τη μεριά του ΣΥΝ πως ο πολιτικός του λόγος συνεχίζει να είναι δέσμιος της επιρροής που ασκούν πάνω μας χιλιάδες χρόνια πατριαρχίας. Δεν ισχυριζόμαστε πως η αυξημένη γυναικεία παρουσία στα καθοδηγητικά όργανα θα εξαλείψει μαγικά τον στείρο ανταγωνιστικό αντρικό λόγο από τις γραμμές μας. Θα εκπέμψει όμως ένα ισχυρό σήμα πως είμαστε υποψιασμένοι γι αυτή την πραγματικότητα και αποφασισμένοι να κάνουμε πολλά για να αρχίσουμε να την αλλάζουμε.