Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευρώ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευρώ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Υπονομευτές της σταθερότητας

Francis Picabia, Machine Turn Quickly (Machine, Tournez Vite), 1916, via Wikipedia

του Χριστόφορου Παπαδόπουλου

από το Red Notebook

Σε άρθρο που αναδημοσίευσε την περασμένη Κυριακή η Εποχή, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ υποστηρίζει ότι  η «προληπτική στρατηγική», δηλαδή η ολιγαρχική σκλήρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών από τις άρχουσες τάξεις - υπό το μαστίγιο της «αναγκαιότητας» και το φόβο του χάους από ενδεχόμενη κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος-, μπορεί να ακυρωθεί από την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής κρίσης και τους ενδοευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς. Η πιο σημαντική παράμετρος στη συνθήκη αυτή, κατά τον ίδιο, είναι η επιστροφή των μαζών στην πολιτική· μια επιστροφή που δεν περιορίζεται στα όρια της γηραιάς Ηπείρου, αλλά αγκαλιάζει τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, και, βεβαίως, την Αφρική και την Ασία.

***

Όλα δείχνουν ότι στις 9 Δεκέμβρη θα ανακοινωθεί το γαλλογερμανικό σχέδιο που προβλέπει την εφαρμογή πολύ αυστηρότερης πειθαρχίας στους προϋπολογισμούς και τον έλεγχο των χρεών στα μέλη της νομισματικής ένωσης. Ενδεικτική του διεθνούς ενδιαφέροντος, αλλά και της ανησυχίας των ΗΠΑ για την εξέλιξη της κρίσης του ευρώ, είναι η ευρωπαϊκή περιοδεία του αμερικανού υπουργού Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ, με στόχο την άσκηση πίεσης ώστε να προχωρήσει άμεσα ο γαλλογερμανικός συμβιβασμός - το «δημοσιονομικό συμβόλαιο» μεταξύ των 17 μελών της ευρωζώνης. Δεν πρόκειται βεβαίως περί «συμβολαίου» όπως το ξέραμε. Τα δημόσια οικονομικά –το έχει επισημάνει ο Ντέιβιντ Xάρβει- είναι το μέσο εκείνο που ρυθμίζει και εγγυάται τη συσσώρευση κεφαλαίου διά της απαλλοτρίωσης του κοινωνικού πλούτου.

Παγκοσμιοποίηση της κρίσης

Η τρέχουσα φιλολογία των μεγάλων ΜΜΕ, αλλά και οι αναλύσεις ενός σημαντικού κομματιού της Αριστεράς, ορίζουν την καπιταλιστική κρίση ως (κυρίως) κρίση του ευρώ και της ευρωζώνης. Δεν συσχετίζουν βέβαια την κρίση του ευρώ με την κρίση της οικονομίας των ΗΠΑ (και τις ανησυχίες της κινέζικης). «Μεταφράζουν» τις αντιθέσεις μερίδων του κεφαλαίου, αναφορικά με το μείγμα της οικονομικής πολιτικής α) για την αντιμετώπιση της κρίσης των ΗΠΑ και β) για την ανάκτηση του ηγεμονικού ρόλου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ως συγκρούσεις των πολιτικών οικογενειών, των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών, και αποδίδουν τις αντιθέσεις αυτές σε «ιδεοληψίες» του πολιτικού τους συστήματος. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, πρόκειται για διαφωνίες και πολιτικές συγκρούσεις που αφορούν τη θυσία βραχυπρόθεσμων (καπιταλιστικών) συμφερόντων, προκειμένου  να σωθούν τα «οικουμενικά» συμφέροντα της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Στο βιβλίο τους «Χωρίς επιστροφή», ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Χρήστος Λάσκος ανασυνθέτουν την μεγάλη εικόνα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ως κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που έχει την καταγωγή της στην κρίση του 1972. Δείχνουν ότι η βασική πηγή της σημερινής κρίσης είναι η μειωμένη ζωτικότητα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών - παρά τη μείωση των μισθών και της κοινωνικής δαπάνης- και ότι τα προβλήματα του καθοδικού κύκλου και της ύφεσης αντιμετωπίστηκαν (έως την τραπεζική κρίση του 2007-8) με την επέκταση του κρατικού και του ιδιωτικού χρέους. Οι μελέτες για την χρηματοοικονομική σφαίρα που βγήκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα αναπαριστούν με νούμερα τη σύνθεση και τον όγκο των κεφαλαίων: Το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι περίπου 60 τρις, την ίδια στιγμή που η χρηματοπιστωτική σφαίρα πλησιάζει τα 820 τρις, εκ των οποίων μόνο τα 60 τρις βρίσκονται στις θεσμικές αγορές χρήματος· τα άλλα είναι τοποθετημένα σε παράγωγα και σε σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Στα συμφραζόμενα αυτά, οι Γιάννης Μηλιός και Δημήτρης Σωτηρόπουλος αναρωτιόνται: «πόσες φορές πρέπει το μέγεθος των αγορών αυτών να υπερβεί το ύψος του παγκόσμιου προϊόντος ή του παγκόσμιου εμπορίου ώστε να συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει;»

Στο παρελθόν, παρόμοιες καπιταλιστικές κρίσεις αντιμετωπίστηκαν με τη «δημιουργική καταστροφή», με την απαξίωση δηλαδή των ασθενέστερων επιχειρήσεων και την καταστροφή τεράστιων κεφαλαίων. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο τρόπος για να ξαναμπεί ο καπιταλισμός σε ανοδική τροχιά –μόνο δευτερευόντως, δηλαδή, συνετέλεσε σ’ αυτό η ενίσχυση της ζήτησης μέσω του New Deal. Σήμερα, προειδοποιεί ο Gopal Balakrishnan, είναι πιθανό ένα «συστημικό χάος», στο βαθμό που δεν υπάρχει η ηγέτιδα δύναμη για να επιβάλει τα γενικότερα συμφέροντα του καπιταλισμού με διαγραφή χρεών και υποτίμηση φουσκωμένων περιουσιακών στοιχείων.

Στο νέο πολύ-πολικό κόσμο η ανάδυση ενός ηγεμονικού κέντρου φαίνεται αδύνατη: δεν υπάρχει χώρα για να αντικαταστήσει την παρακμάζουσα υπερδύναμη των ΗΠΑ (που διαθέτει ωστόσο εξαιρετική στρατιωτική ισχύ). Ούτε η Κίνα μπορεί να αναλάβει αυτό το ρόλο (ως πολύ μικρότερη και μάλλον οπισθοδρομική οικονομία), ούτε η Ευρώπη, που δεν ξέρει τι της ξημερώνει και ενδεχομένως αύριο να πάψει να υφίσταται ως οιονεί κράτος, ούτε βεβαίως η Ιαπωνία, που από τη δεκαετία του ‘90 έπαψε να «συμπρωταγωνιστεί» εξ αιτίας της πιστωτικής κρίσης και της  μακροχρόνιας ύφεσης. Μια νέα ενδο-ιμπεριαλιστική στρατιωτική σύγκρουση μπορεί να φαίνεται αδύνατη, είναι όμως πιθανή μια μακρά περίοδος εμπορικών και νομισματικών πολέμων, που στα ενδιάμεσα διαστήματα να περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμες συμφωνίες αποφυγής της κατάρρευσης.

Νοσταλγικές θεωρίες

Ας επιστρέψουμε στο σημείο εκκίνησης. Ο Μπαλιμπάρ διαπιστώνει ότι στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, όπως και στην Ελλάδα, υπάρχει μια σημαντική πολιτική και διανοητική συνιστώσα, που θέλει να κλείσει την ευρωπαϊκή συζήτηση για να επιστρέψει στο έθνος· στη θαλπωρή του έθνους, η συνιστώσα αυτή βρίσκει το αναγκαίο ανάχωμα για την αντιμετώπιση μιας όλο και πιο αχαλίνωτης χρηματοοικονομικής εξουσίας.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αναβίωση νοσταλγικών θεωριών, οι οποίες είχαν ίσως υπόσταση στο διπολικό κόσμο, όταν δηλαδή υπήρχε η Σοβιετική Ένωση. Τότε, στα ερωτήματα «Με ποιες πιστώσεις; Με ποια δίκτυα διανομής; Ποια τεχνολογία; Ποια πολιτική και οικονομική προστασία από τις επιθέσεις των χρηματαγορών;», η απάντηση ήταν μία: η Σοβιετική Ένωση. Σήμερα οι υποστηριχτές αυτής της άποψης δεν κατανοούν τι έχει συντελεστεί στον κόσμο στα 25 χρόνια νεοφιλελευθερισμού, τον πολύ-πολικό δηλαδή κόσμο, την ενσωμάτωση στον καπιταλιστικό κόσμο των πιο απομακρυσμένων περιοχών, την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και το σχηματισμό μιας παγκόσμιας αγοράς που δεν ανέχεται σύνορα. Όπως επίσης δεν κατανοούν την αλλαγή της υλικής σύστασης της κοινωνίας. Στο εσωτερικό αυτού του ρεύματος, το πιο «αρχαϊκό» τμήμα του, στα καθ’ ημάς εκείνο που έχει εκπαιδευτεί στο σοβιετικό μαρξισμό του (παλιού) ΚΚΕ, υιοθετεί απερίσκεπτα την εθνική αφήγηση, την «κατοχή» και την «εθνική απελευθέρωση», προκειμένου να επικοινωνήσει με εκείνα τα λαϊκά στρώματα που αποδεσμεύονται από το ΠΑΣΟΚ και είναι εγκιβωτισμένα στον πυρήνα της αστικής ιδεολογίας, την εθνική ενότητα. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, χρησιμοποιεί τα φθαρμένα αναλυτικά εργαλεία του σοβιετικού μαρξισμού: τη θεωρία των σταδίων –να φύγουμε σήμερα από την Ε.Ε. και να επιστρέψουμε στη Σοσιαλιστική Ε.Ε.-, τον «παραγωγισμό», το σοσιαλισμό σε μια χώρα, τον οικονομικό (και νομισματικό) ανταγωνισμό των κρατών, δηλαδή των αστικών τάξεων.

Τα καθήκοντα της Αριστεράς, ωστόσο, βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Όπως γράφει ο Ανδρέας Καρίτζης στην Αυγή, καθήκον της Αριστεράς σε αυτές τις συνθήκες είναι να βρει τρόπο να οργανώσει την ανατροπή αλλά και να μετασχηματίσει τις παραστάσεις που επικρατούν στο μυαλό των ανθρώπων: να αναδεικνύει την ταξική φύση της κρίσης, των διεξόδων» και των αναγκαίων αγώνων,  να πολιτικοποιεί τον αγώνα των από κάτω, να μετατρέπει την οργή σε συντεταγμένο πολιτικό σχέδιο που εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα και να μετασχηματίσει τις ιδεολογικές παραστάσεις τους. Να διεθνοποιήσει τους αγώνες, τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, σε μια περίοδο που η αφύπνιση των αγώνων και των αντιστάσεων δεν αφορά μόνο την Γαλλία και την Ιταλία, αλλά και τη «χειμαζόμενη» Αγγλία και τις χώρες της Ιβηρικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Μια μικρή ψηφίδα σε μια μεγάλη εικόνα

Paul Klee, Ad Marginem. 1930

του Χριστόφορου Παπαδόπουλου

από το RedNotebook

Το ευρώ όπως το ξέραμε, χαροπαλεύει, και η ευρωζώνη τρίζει συθέμελα. Αυτή   είναι η κοινή διαπίστωση πολιτικών αναλυτών και πρωτοσέλιδων άρθρων μεγάλων εφημερίδων. Η κρίση χρέους δεν αγκαλιάζει, πλέον, μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά εγκαθίσταται και στις ηγέτιδες δυνάμεις του Βορρά, ενώ  οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης απαξιώνονται, πριν ακόμα τεθούν σε εφαρμογή. Κανένα θεσμικό σχήμα δεν μπορεί να «καθησυχάσει» τις αγορές, πόσο μάλλον όταν οι πολιτικές ελίτ είναι εντελώς απρόθυμες να περιορίσουν την κερδοσκοπία, να αμφισβητήσουν δηλαδή την «οικονομία του χρέους» και οι ενδοευρωπαϊκές διαφορές κάνουν αβέβαιη οποιανδήποτε ενδιάμεση λύση βραχυπρόθεσμης διαχείρισης της.

Οι αντιθέσεις για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα ευρωομόλογα, το ευρώ των δύο ταχυτήτων κλπ, εικονογραφούν περισσότερο αντιθέσεις μερίδων του κεφαλαίου και λιγότερο κρατικές ιδεοληψίες.

Οι διαφωνίες στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης δεν στέκουν εμπόδιο στις συμφωνίες για τη διαχείριση της κρίσης της πολιτικής. Με σύμπνοια, χωρίς εξαιρέσεις, οι πολιτικές ελίτ συνομολογούν την αναστολή της δημοκρατίας στο θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε., με την ενίσχυση της διακυβερνητικής έναντι της αντιπροσώπευσης –την αρχιτεκτονική που ο Χάμπερμας ονομάζει πλέον πολιτικό δεσποτισμό– τη θεσμοθέτηση των δημοσιονομικών ελέγχων από το «Διοικητικό Συμβούλιο» των Βρυξελών και της Φραγκφούρτης, με την τροποποίηση των ιδρυτικών συμφωνιών της Ένωσης.

Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, αναφερόμενος στην ολιγαρχική σκλήρυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, κάνει λόγο για την «προληπτική στρατηγική» από τις άρχουσες τάξεις, για μια «επανάσταση από τα πάνω» που συντελείται κάτω από το μαστίγιο της «αναγκαιότητας», υπό τον φόβο του χάους από την κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος. Εκτιμά όμως, ότι αυτή η στρατηγική δε λαμβάνει υπόψη της σημαντικές παραμέτρους, που υπό όρους μπορούν να την ακυρώσουν: μερικές από αυτές είναι η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής κρίσης και οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί. Η πιο σημαντική όμως είναι η επιστροφή των μαζών στην πολιτική, η ειρηνική «επανάσταση των πολιτών» που ξεδιπλώνεται, όχι μόνο στα όρια της γηραιάς Ηπείρου, αλλά και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, και, βεβαίως, στην Αφρική και την Ασία.

Κρίση νομιμοποίησης

Αν η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η κρίση του ευρώ και της ευρωζώνης, στο έδαφος της αναστολής της δημοκρατίας είναι η μεγάλη εικόνα, τότε οι ψηφίδες της, στην προκειμένη η ελληνική περίπτωση, δεν αποτελούν την εξαίρεση αλλά τον κανόνα.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβαστούν οι πολιτικές εξελίξεις: η αποχώρηση Παπανδρέου, η μπλόφα του δημοψηφίσματος, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με τον Παπαδήμο και την ακροδεξιά, οι εκλογές που απομακρύνονται ως αχρείαστες. Με όποιο τρόπο και να διαβαστούν όμως, το συμπέρασμα πως το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα καταρρέει, και μάλιστα σε μια στιγμή που η αναπαραγωγή του είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία για το σύστημα εξουσίας, αποτελεί κοινό τόπο. Σε περιόδους πολιτικής κρίσης, εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα πρόσωπα –ακόμα και οι πολιτικές οικογένειες- είναι αναλώσιμα. Το ζητούμενο είναι η αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας. Και βέβαια, το ζητούμενο αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι θα εκπληρωθεί με τους τρόπους που ήδη γνωρίζουμε: η αποκλειστικότητα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Υπάρχουν κι άλλοι παίκτες  πρόθυμοι να αναλάβουν ρόλους και μερίδια: Το ΛΑΟΣ, η  Μπακογιάννη, ο Φλωρίδης, οι τεχνοκράτες, ακόμα και η ΔΗΜΑΡ, υπό όρους. Η πολιτική ταυτότητα που οικοδομεί η τελευταία στοχεύει στο να γίνει αποδεκτή από το σύστημα, να ενσωματώσει το πολιτικό προσωπικό που ανήκει στο λεγόμενο "εκσυγχρονιστικό μπλοκ" και να προσελκύσει τους ψηφοφόρους εκείνους που γοητεύονται από το συγκεκριμένο ιδεολόγημα.

Εξ άλλου οι δημοσκοπήσεις, αλλά και οι δρόμοι και οι πλατείες, δείχνουν ότι η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να στηριχτεί στα παλιά υλικά. Ο δικομματισμός μάλλον τελεύτησε, και ο διπολισμός –το τριφασικό κόμμα του Μνημόνιου- δεν ξετρελαίνει.

Στην πραγματικότητα, οι παλαιοί τρόποι άσκησης της ηγεμονίας τελείωσαν, στο βαθμό που τα μεσαία και λαϊκά στρώματα εξορίστηκαν από το άρχον συγκρότημα και ουδεμία μελλοντική υπόσχεση ευημερίας δεν μπορεί να τα καθησυχάσει από την προλεταριοποίηση που βιώνουν.

Τα μέσα για την ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος (χωρίς οικονομική ανάκαμψη) δεν είναι απεριόριστα. Αντιθέτως, είναι τα γνωστά μέσα του κράτους έκτακτης ανάγκης: η καταστολή, η επιτήρηση, ο μιντιακός ολοκληρωτισμός, τα μονοφωνικά αγοραία πανεπιστήμια, οι κρατικοί διανοούμενοι –οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους που λέγαμε παλιά- και βεβαίως η αδιαφορία των μαζών για την πολιτική διαδικασία. Η γενίκευση, δηλαδή, του παραδείγματος των ΗΠΑ, σε αντιδιαστολή με τον «εκλογικισμό» που επικράτησε ως βασικό ιδεολογικό εργαλείο μετά το 1989. Ενδεχομένως ο καπιταλισμός στη φάση της κρίσης του, να φλερτάρει με ένα διαζύγιο με τη δημοκρατία και ο κινέζικος  καπιταλισμός να αποτελεί το εν δυνάμει πρότυπο, όπως γράφει ο Zizek. Όμως, οι μνήμες του ναζισμού είναι ακόμα νωπές, κι αυτό καθιστά δύσκολη την αναβίωσή του. Εξάλλου, οι διαιρέσεις στο πλαίσιο του λαού, με όχημα τους μετανάστες ή τις εθνοφυλετικές αντιθέσεις, δεν είναι επαρκείς για να συσκοτίσουν τις ταξικές αντιθέσεις από την εξαθλίωση της μισθωτής εργασίας και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.

Αν η επινοητικότητα της ιστορίας δεν μας ξαφνιάσει, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι πάμε σε μια μακρά περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων και απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων, μέχρις ότου το πολιτικό σύστημα ανασυνταχθεί και ανασυστήσει την κυριαρχία του, αν κι αυτό το τελευταίο δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Το πολιτικό σύστημα κερδίζει χρόνο με τον Παπαδήμο και τη συγκυβέρνηση, επενδύει στην άμπωτη των κινημάτων αντίστασης και αλληλεγγύης, θεωρεί τις πλατείες εφήμερες και τα συνδικάτα καθεστωτικά και ανυπόληπτα.

Φοβάται βεβαίως την Αριστερά, ακούει με προσοχή τον Καρατζαφέρη, που ισχυρίζεται στα κανάλια ότι αυτη δεν είναι σαν την ευρωπαϊκή αριστερά –υπονοώντας ότι δεν συνεργάζεται για τη μακροημέρευση του συστήματος- και ότι αν ενωθεί θα είναι το πρώτο κόμμα. Ποντάρει στη μισαλλοδοξία του ΚΚΕ, στη δυσανεξία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη συστημικότητα της ΔΗΜΑΡ και στην αντιαριστερή  χειραγώγηση των Οικολόγων από τους Ευρωπαίους ομόλογους τους. Μόνο που το αίτημα για την ενότητα της Αριστεράς έρχεται από τα κάτω, συναντιέται με τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την απόγνωση, γονιμοποιείται πολιτικά και προγραμματικά στο κοινωνικό ζήτημα: στους μισθούς και τις συντάξεις, στα χαράτσια, στην ανεργία, τις απολύσεις και την εφεδρεία, στη δημόσια υγεία και παιδεία, στην έκπτωση των περιβαλλοντικών κριτηρίων στο όνομα του κέρδους και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στη φορολογική ασυλία του πλούτου και στο «Δίκαιο» των πιστωτών. Φτιάχνει με δύο λόγια, το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κάθε άρνηση ακούγεται αδικαιολόγητη και παράταιρη.