Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πεζογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πεζογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Εντέλει, βλέπετε, η ουσία είναι να μην είσαι πια ελεύθερος και να υπακούς, μες στη μεταμέλεια, σ' όποιον είναι πιο τομάρι από σένα.

Ιερώνυμος Μπος, Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων - Κόλαση (via Wikipedia commons)

[ ...] Αχ, οι μικρο-ύπουλοι, μικρο-αγύρτες, μικρο-υποκριτές, οι τόσο συγκινητικοί μ' αυτά τους τα καμώματα! Όλοι τους είναι έτσι, πιστέψτε με, ακόμη κι όταν πυρπολούν τον ουρανό. Άθεοι και θεοσεβούμενοι, Μοσχοβίτες και Βοστωνέζοι, όλοι τους χριστιανοί, απ' τον πατέρα στο γιο. Μα ακριβώς, δεν υπάρχει πια πατέρας, ούτε και κανόνας! Είμαστε ελεύθεροι, πρέπει λοιπόν να τα βγάλουμε πέρα και, καθώς δε θέλουν ιδίως την ελευθερία ούτε τις καταδίκες της, παρακαλούν να τους τιμωρήσουν, επινοούν κανόνες τρομαχτικούς, σπεύδουν να φτιάξουν πυρές για ν' αντικαταστήσουν τις εκκλησίες. Σαβοναρόλες, σας λέω. Αλλά δεν πιστεύουν στο αμάρτημα, ποτέ στη Χάρη. Τη σκέφτονται, φυσικά. Τη Χάρη, να τι θέλουν, το ναι, την εγκατάλειψη, την ευτυχία να είναι και, ποιος ξέρει, αφού είναι και αισθηματίες, τους αρραβώνες, το δροσερό κορίτσι, τον ντόμπρο άντρα, τη μουσική. Εγώ, επί παραδείγματι, που δεν είμαι αισθηματίας, ξέρετε τι ονειρευόμουν: έναν έρωτα πλήρη, μ' όλη μου την καρδιά και το κορμί, μέρα νύχτα σ' ένα ατέλειωτο σφιχταγκάλιασμα, απολαυστικό κι ενθουσιώδες, κι αυτό για πέντε χρόνια στη σειρά και μετά, θάνατος. Αλίμονο!
 
Ελλείψει, επομένως, αρραβώνων ή ατέλειωτου έρωτα, θα'χουμε το γάμο, βίαιο, με τη δύναμη και το μαστίγιο. Η ουσία είναι να γίνουν όλα απλά, όπως για τα παιδιά, κάθε πράξη κατόπιν εντολής, το καλό και το κακό να υποδεικνύονται με τρόπο αυθαίρετο, επομένως προφανή. Κι όμως, μόλο που είμαι Σισιλιάνος μαζί και Χαβανέζος, συμφωνώ μ'αυτά, χωρίς να 'μαι ούτε κατά διάνοιαν χριστιανός, αν και νιώθω στοργή για τον Πρώτο τους. Πάνω όμως στις γέφυρες του Παρισιού, έμαθα κι εγώ πως φοβόμουν την ελευθερία. Ζήτω λοιπόν ο αφέντης, όποιος κι αν είναι, για ν'αντικαταστήσει το νόμο του ουρανού. «Πατέρα μας, που βρίσκεσαι εδώ προσωρινά... Οδηγοί μας, αρχηγοί μας εξαίσια αυστηροί, ως καθοδηγητές σκληροί και πολυαγαπημένοι...» Εντέλει, βλέπετε, η ουσία είναι να μην είσαι πια ελεύθερος και να υπακούς, μες στη μεταμέλεια, σ' όποιον είναι πιο τομάρι από σένα. Όταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, θα 'χουμε δημοκρατία. Χωρίς να υπολογίζω, αγαπητέ φίλε, πως πρέπει να εκδικηθείς που έχεις να πεθάνεις μόνος. Ο θάνατος είναι μοναχικός, ενώ η δουλεία είναι συλλογική. Έχουν κι οι άλλοι το λογαριασμό τους και ταυτοχρόνως μ'εμάς, ιδού το σημαντικό. Όλοι ενωμένοι, επιτέλους αλλά γονατιστοί και με το κεφάλι σκυφτό.
 
Δεν είναι εξίσου καλό να ζεις καθ'ομοίωσιν της κοινωνίας και, γι'αυτό, δεν πρέπει να μου μοιάζει η κοινωνία; Η απειλή, η ατίμωση, η αστυνομία είναι τα μυστήρια αυτής της ομοιότητας.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

...Θα 'μαι κι εγώ μες στη φωνή των οργισμένων ανθρώπων



Tom Joad: I ain't thought it all out clear in my mind, I can't. I don't know enough.

Ma Joad: How am I gonna know about ya, Tommy? Why, they could kill ya and I'd never know. They could hurt ya. How am I gonna know?


Tom Joad: Well, maybe it's like Casy says. A fella ain't got a soul of his own, just a little piece of a big soul - the one big soul that belongs to ever'body.

Ma Joad: Then what Tom?

Tom Joad: Then...then, it don't matter. I'll be all around in the dark. I'll be ever'-where - wherever you can look. Wherever there's a fight so hungry people can eat, I'll be there. Wherever there's a cop beatin' up a guy, I'll be there. I'll be in the way guys yell when they're mad - I'll be in the way kids laugh when they're hungry an' they know supper's ready. An' when the people are eatin' the stuff they raise, and livin' in the houses they build - I'll be there, too.

Ma Joad: I don't understand it Tom


Tom Joad: Me neither, Ma, but just somethin' I've been thinkin' about.

(από την ταινία The Grapes of Wrath του John Ford, 1940, με τον Henry Fonda και Jane Darwell στη συγκεκριμένη σκηνή)

«... Δεν τα ξεκαθάρισα μες στο μυαλό μου. Μητέρα μη με στενοχωρείς. Μη με στενοχωρείς.»
 
Κάθονταν σιωπηλοί μέσα στη θεοσκότεινη σπηλιά που φτιάναν οι βατομουριές. Η μητέρα είπε: «Πώς θα μαθαίνω νέα σου; Μπορεί να σε σκοτώσουν και να μην το μάθω. Μπορεί να σε χτυπήσουν. Πώς θα ξέρω τι γίνεσαι;»
 
Ο Τομ γέλασε βιασμένα. «Ε, όπως έλεγε κι ο Κέισι, μπορεί ο άνθρωπος να μην έχει μια δική του ψυχή, μα μόνο ένα κομματάκι από μια μεγάλη ψυχή... κι έτσι, τότε...»
 
«Τομ, τότε, τι;»
 
«Τότε δε θα 'χει σημασία. Τότε θα βρίσκομαι αόρατος παντού, θα βρίσκομαι παντού... όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Όπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φάνε, θα 'μαι κι εγώ εκεί. Όπου κανένας πολισμάνος χτυπάει κάποιον άνθρωπο, θα 'μαι κι εγώ εκεί. Αν είναι όπως τα 'λεγε ο Κέισι, ε, θα 'μαι κι εγώ μες στη φωνή των οργισμένων ανθρώπων, και ... θα 'μαι και μες στο γέλιο των παιδιών, σαν είναι πεινασμένα και ξέρουν πως το φαγητό είναι έτοιμο. Και όταν πια οι δικοί μας θα τρώνε απ'όσα οι ίδιοι ανάστησαν, και όταν πια θα ζουν μες στα σπίτια που έχτισαν οι ίδιοι -ε, θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί. Βλέπεις; Μα το Θεό, μιλάω σαν τον Κέισι. Είναι γιατί τον συλλογιέμαι όλη την ώρα. Είναι φορές που θαρρείς και τον βλέπω ζωντανό μπροστά μου.»
 
«Δεν καταλαβαίνω» είπε η μητέρα. «Στ' αλήθεια, δεν ξέρω».
 
«Ούτε εγώ» είπε ο Τομ. «Όλα αυτά είναι συλλογές που μου ΄ρχονται στο μυαλό»


(Η σκηνή στο βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ Τα σταφύλια της Οργής, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη)
Τζον Έρνστ Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck: Σαλίνας Βάλεϋ, Καλιφόρνια, 27 Φεβρουαρίου 1902 – Νέα Υόρκη, 20 Δεκεμβρίου 1968) ήταν αμερικανός συγγραφέας. Έγραψε το βραβευμένο με Βραβείο Πούλιτζερ μυθιστόρημα Τα Σταφύλια της Οργής το 1939]


Men walkin' 'long the railroad tracks
Goin' someplace there's no goin' back
Highway patrol choppers comin' up over the ridge
Hot soup on a campfire under the bridge
Shelter line stretchin' 'round the corner
Welcome to the new world order
Families sleepin' in their cars in the Southwest
No home no job no peace no rest

The highway is alive tonight
But nobody's kiddin' nobody about where it goes
I'm sittin' down here in the campfire light
Searchin' for the ghost of Tom Joad

He pulls a prayer book out of his sleeping bag
Preacher lights up a butt and takes a drag
Waitin' for when the last shall be first and the first shall be last
In a cardboard box 'neath the underpass
Got a one-way ticket to the promised land
You got a hole in your belly and gun in your hand
Sleeping on a pillow of solid rock
Bathin' in the city aqueduct

The highway is alive tonight
Where it's headed everybody knows
I'm sittin' down here in the campfire light
Waitin' on the ghost of Tom Joad

Now Tom said "Mom, wherever there's a cop beatin' a guy
Wherever a hungry newborn baby cries
Where there's a fight 'gainst the blood and hatred in the air
Look for me Mom I'll be there
Wherever there's somebody fightin' for a place to stand
Or decent job or a helpin' hand
Wherever somebody's strugglin' to be free
Look in their eyes Mom you'll see me."

Τhe highway is alive tonight
But nobody's kiddin' nobody about where it goes
I'm sittin' down here in the campfire light
With the ghost of old Tom Joad

[ From: http://www.elyrics.net/read/b/bruce-springsteen-lyrics/the-ghost-of-tom-joad-lyrics.html]

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Ο σύντροφος Τ. και η αλήθεια του

Ο Οδυσσέας μεθά τον Πολύφημο, John Flaxman [Public domain], via Wikimedia Commons

του Αλέκου Αλαβάνου, ΑΥΓΗ, 5.12.10

Ο Πολύφημος, στο τέλος της δέκατης ραψωδίας της Οδύσσειας, γεμάτος αίματα στο πρόσωπο, στα βράχια της Σικελίας, ακούει από το ελληνικό πλοίο που έφευγε να του φωνάζει ο βασιλιάς της Ιθάκης: Δεν είμαι κανένας. Είμαι κάποιος. Και το όνομά μου είναι Οδυσσέας. Ο Πολύφημος του απαντάει πως το γνωρίζει το όνομα αυτού που θα τον τύφλωνε, του το είχε προφητεύσει εδώ και δεκαετίες ο Τήλεμος -το μόνο κύριο όνομα που ανέφερε ο κύκλωπας σε όλη τη ραψωδία.

«Μάντις ανήρ ηύς τε μέγας τε», αγαθός και μεγάλος, λέει ο Όμηρος για τον Τήλεμο. Δεν είναι γνωστό αν και ο Τήλεμος είναι και αυτός γίγαντας ή κανονικός άνθρωπος, οπότε ανάμεσα στους κύκλωπες είναι νάνος. Το σοβαρό ερώτημα όμως αφορά στο αν ο Τήλεμος είναι γίγαντας ή νάνος στο μυαλό. Παρότι ο Πολύφημος και οι άλλοι κύκλωπες τον θεωρούν γίγαντα στη σκέψη, στις χιλιετίες που πέρασαν οι περισσότεροι τον χλευάζουν ως νάνο της διανόησης.

Αναφέρονται οι «χιλιετίες», γιατί μετά τον Όμηρο έγραψαν για τον κύκλωπα ο Ησίοδος, ο Ευριπίδης, ο Βιργίλιος, ο Απολλόδωρος, μέχρι και ο Γουόλτ Ντίσνεϊ. Δίπλα σε κάθε Πολύφημο υπάρχει και ένας Τήλεμος. Οι περισσότεροι συγγραφείς βέβαια τον παραλείπουν, όχι μόνο για να εμφανισθεί ο κύκλωπάς τους πιο πνευματώδης, αλλά για να εμφανισθούν οι ίδιοι πιο ευρηματικοί. Αυτή ακριβώς η παράλειψη υπάρχει και στο βιβλίο του Καρτερού. Παρότι δεν το αναφέρει, δίπλα στον σ. Πολύφημό του υπάρχει κάθε στιγμή και ο σ. Τ., όπως ο Τήλεμος απαιτούσε να τον αποκαλούν μετά την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς. Για να κατανοήσουμε λοιπόν «τι εστί» ο σ. Τ. ακολουθούν έξι σύντομοι διάλογοί του με τον σ. Πολύφημο.

Διάλογος πρώτος: Η λίστα
Ο σ. Τ. και ο σ. Πολύφημος μόλις τύπωσαν στον υπολογιστή τα αποτελέσματα με τους σταυρούς στο ψηφοδέλτιο της αριστεράς στο εκλογικό τμήμα των κυκλώπων.

Γιατί, ρωτάει ο σ. Πολύφημος, ενώ κι εγώ και όλοι διαβάζουμε τη σταυροδοσία από πάνω προς τα κάτω, από τους περισσότερους στους λιγότερους σταυρούς, εσύ ξεκινάς από τα κάτω και μάλιστα σταματάς όταν φτάσεις στη μέση;

Γιατί ο τρόπος που διαβάζετε τη λίστα ανταποκρίνεται σε μια αξιακή ιεραρχία στη βάση της αστικής αρχής της επιτυχίας, απαντά ο σ. Τ. Στις πρώτες θέσεις, δίπλα σε έναν εμπνευσμένο ηγέτη, έναν αγωνιστή -σύμβολο, έναν αυθεντικό αριστερό διανοούμενο θα βρεις έναν γλείφτη των καναλιών, ένα ηλικιωμένο στέλεχος που θέλει τη δόξα ως υποκατάστατο της νεότητας για καμάκι, έναν γιάπη, έναν ιησουίτη. Η ήρα, δηλαδή, μαζί με το στάρι.

Στις τελευταίες θέσεις θα βρεις τον μοναχικό ιδεολόγο, τον αγωνιστή χωρίς αντάλλαγμα, την πολιτικά ανώνυμη νεαρή εργάτρια και -τούτο με ευαισθητοποιεί περισσότερο- τον σύντροφο που τα βάζει όχι μόνο με τον εχθρό, αλλά και με τις εχθρικές αντιλήψεις που έχουν περάσει ακόμα και στον απλό κόσμο της αριστεράς. Στάρι, δηλαδή, χωρίς καθόλου ήρα, απάντησε ο σ. Τ. και από μέσα του θυμήθηκε νοσταλγικά τις ιστορίες των παππούδων του για το αλώνισμα στο νησί του, τη Σικελία.

Διάλογος δεύτερος: Η απειλή

Ο σ. Τ. είχε μια εμπειρία αιώνων στις ηγετικές θέσεις της αριστεράς. Ποιοι κομματικοί σου αντίπαλοι ήταν για σένα η μεγαλύτερη απειλή, τον ρωτάει ένα μεσημέρι ο σ. Πολύφημος σε μια μεγάλη εργατική συγκέντρωση που βαριόντουσαν και οι δύο να ακούν τον τότε πρόεδρο ενός τότε κόμματος της αριστεράς. Για σένα, ένα ελεύθερο μαρξιστικό πνεύμα, ποιοι ήταν πιο επικίνδυνοι; Οι λικβινταριστές;
Οι δεξιοί οπορτουνιστές; Οι αριστεροί οπορτουνιστές; Οι μαοϊκοί; Οι τροτσκιστές; Οι ευρωκομμουνιστές;

Κανέναν δεν έχω φοβηθεί, απάντησε λίγο αλαζονικά ο σ. Τ. Θα μπορούσα να σου πω ότι πιο επικίνδυνοι από όλους τους αντιπάλους στην ηγεσία της αριστεράς θα ήταν αυτοί που δεν πιστεύουν σε τίποτα, αλλά απλά αντιγράφουν άλλους για να δικαιολογήσουν τη μικρή εξουσία τους. Κι από αυτούς, αυτοί που αντιγράφουν τις δικές μας απόψεις.

Ούτε αυτούς όμως τους έχω φοβηθεί, απάντησε ακόμα πιο αλαζονικά ο σ. Τ. Άλλους φοβάμαι, κατέληξε, με ένα ελαφρό τρέμουλο στο πάνω χείλος που δεν μπόρεσε να το κρύψει από τον σ. Πολύφημο. Όλους αυτούς τους χιλιάδες αριστερούς που μπορούν να πιστεύουν αυτούς που δεν πιστεύουν τίποτα.

Διάλογος τρίτος: Η σιωπή και η βλακεία

Γιατί σιωπάς, ρώτησε με αγάπη ο σ. Πολύφημος σε μια εποχή που ο σ. Τ., μακριά πια από τις ηγετικές θέσεις στο κόμμα, κατηγορούνταν επισήμως για φρενοβλάβεια και βοναπαρτισμό. Γιατί σιωπάς, ένα χρόνο τώρα λένε τη δική τους άποψη για τη σύγκρουση. Κανείς δεν ξέρει τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Ο λαός του κόμματος είναι οργισμένος και αναστατωμένος μαζί σου. Γιατί δεν τους κατακεραυνώνεις;

Τι αναστατώνει, σ. Πολύφημε, πιο πολύ; Η γαλήνη ή ο κεραυνός; Ο κεραυνός, απαντά ο σ. Πολύφημος. Μια άσπρη πεταλούδα, ξαναρωτάει ο σ. Τ., ή ένα λιοντάρι που βρυχάται; Το λιοντάρι. Ένα ζευγάρι που φιλιέται ή δύο στρατιώτες με οπλοπολυβόλο; Το δεύτερο.

Γι’ αυτό δεν μιλάω. Ό, τι κι να πω κάτι θα ανακαλύψουν να αναστατωθούν - ακόμη και μια γλωσσική παραδρομή. Η σιωπή είναι η άμυνά μου.

Ναι, ενίσταται ο σ. Πολύφημος, αλλά αυτοί έχουν μια αφήγηση, με επινοήσεις βέβαια, που δίνει όμως νόημα στα γεγονότα. Εσύ δεν έχεις καν αφήγηση. Έχεις χάσμα, ασυνέχεια, κενό. Αυτό σημαίνει ότι δεν δίνεις νόημα στον κόσμο της αριστεράς.

Εγώ, λέει ο σ. Τ., θέλω το νόημα για τα γεγονότα να το βρει ο ίδιος ο κόσμος της αριστεράς. Εξάλλου, αν σε μια αφήγηση με ψεύδη απαντήσει κάποιος με μια αφήγηση με αλήθειες, θα είναι κι εκείνη ψευδής. Θα σου πω τι μου διηγήθηκε μετά τον πόλεμο ένας Γερμανός φίλος μου, ο κ. Κ. Κάποτε τον πρόσβαλε βάναυσα ένας Γάλλος κι ο κ. Κ. από μέσα του ευχήθηκε να καταστραφεί όλη η Γαλλία από σεισμό. «Ένιωσα εθνικιστής, μου λέει, γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γι’ αυτό πρέπει να εξολοθρεύσουμε τη βλακεία. Γιατί μας κάνει βλάκες όσους τη συναντούμε».

Διάλογος τέταρτος: Η ορχήστρα

Όταν η αριστερά ήταν ενωμένη και δυναμική, μου έλεγες ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί αριστεροί. Σήμερα που είναι πάλι διασπασμένη, οι νέοι σου φίλοι είναι καλοί και οι παλιοί σου φίλοι κακοί. Μήπως παρουσιάζεις τα πράγματα, ρωτάει ο σ. Πολύφημος τον σ. Τ., όπως σε βολεύουν κάθε στιγμή; Μήπως χειρίζεσαι και υπερτιμάς τον παράγοντα «άνθρωπος» απέναντι στην πολιτική αναγκαιότητα, που οδηγεί στις διασπάσεις;

Επιμένω ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, απάντησε ο σ.Τ. Σημερινοί μου φίλοι, όπως κι εγώ, έχουν και κακές χορδές μέσα στην ψυχή τους και παλιοί μου φίλοι, και σημερινοί αντίπαλοι, έχουν και καλές. Εξαρτάται από το ποιες θα πάλλονται και θα ηχούν κάθε στιγμή. Εξαρτάται δηλαδή από την ορχήστρα, από το πλαίσιο που διαμορφώνουν οι ίδιοι άνθρωποι. Και το λέω αυτό ακριβώς για να απελευθερώσω τον ανθρώπινο παράγοντα από την πολιτική αναγκαιότητα.

Διάλογος πέμπτος: Η ιδιοκτησία

Μα πρέπει να ανήκουμε κάπου. Χρειαζόμαστε στέγη. Το κόμμα είναι το σπίτι μας. Συνέβαλες κι εσύ πρωταγωνιστικά αυτό το ερείπιο που υπήρχε να ξαναγίνει σπίτι, λέει για πρώτη φορά έξαλλος ο σ. Πολύφημος στον σ. Τ. , που κατά τη συνήθειά του κάθε είκοσι χρόνια αποχωρούσε από την οργάνωση που στη συγκρότησή της είχε πάντα έναν κεντρικό ρόλο. Πώς να μη είναι όλοι εξαγριωμένοι μαζί σου;

Το να υπερασπίζεσαι το ακίνητο με όλα τα μέσα είναι καθαρά αστικό χαρακτηριστικό που συνδέεται με την ατομική ιδιοκτησία, απαντά ο σ. Τ. Τώρα αυτοί που έχουν τα κλειδιά το προστατεύουν από εμάς. Αύριο θα το προστατεύσουν από τους παλιούς ιδεολογικούς μας αντιπάλους στο κόμμα. Μεθαύριο από παλιούς μας ομοϊδεάτες που πάντα όμως μας αντιπαθούν. Και την επόμενη θα το προστατεύσουν από τους δικούς τους που αρχίζουν να διαφωνούν.

Εγώ δεν συνέβαλα στο να αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία. Συνέβαλα στο να μάθουν την τέχνη να κτίζουν σπίτι. Άλλο λοιπόν θα έπρεπε να προστατεύσουν ως κόρη οφθαλμού όλοι αυτοί στη βάση που θυμώνουν. Την τέχνη να ενσωματώνουμε όλους, και τους αντιθετικούς, από τον χορτοφάγο μέχρι τον αλκοολικό, από τον σουβλατζή μέχρι την μπαλαρίνα σε ένα εργοτάξιο συλλογικότητας και θαυμάτων, είπε ο σ. Τ. Κι από μέσα του ένιωσε μια μικρή ανακούφιση γιατί έδωσε μια, ίσως όχι πειστική, αλλά ειλικρινή απάντηση σε ένα πολύ δύσκολο ερώτημα.

Διάλογος έκτος: Η διαφορά

Ήταν ή η δεκαετία του '70, ή η δεκαετία του '90 ή η σημερινή δεκαετία του '10.

Οι δυνάμεις της αριστεράς αλληλοσπαράσσονται. Όλοι οι ηγέτες τα ίδια χάλια είναι. Δεν θα ψηφίσω κανένα ή θα ψηφίσω άλλους, ανακοινώνει ο σ. Πολύφημος στον σ. Τ., όχι μόνο γιατί ένιωθε έτσι, αλλά και γιατί ακολουθούσε μια εφήμερη μόδα της εποχής.

Πολύ λάθος απόφαση, απαντά ήρεμα ο σ. Τ. Αν δεις δύο στο βαγόνι να πλακώνονται, θα στραφείς ενάντια και στους δύο ή θα σκεφθείς ότι μπορεί ο ένας να είναι ο εργάτης με το μεροκάματο κι άλλος ο πορτοφολάς; Ενάντια στον πορτοφολά, απαντά ο πάντα αγνός σ. Πολύφημος. Αν στη διαδήλωση έχουν έρθει στα χέρια ένας μπάτσος με πολιτικά κι ένα αντιεξουσιαστής; Με τον διαδηλωτή κι ας έχει και μολότοφ, απαντά ο σ. Πολύφημος. Αν σε ένα ψυχιατρείο δεις δύο άντρες να χτυπιούνται, δεν μπορεί ο ένας να είναι ασθενής σε ψυχωτική κρίση κι άλλος νοσηλευτής; Με τον σχιζοφρενή που δεν θέλει να τον δέσουν, λέει ο σ. Πολύφημος.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι να βρίσκουμε πάντα τη διαφορά. Στην αναγνώριση της διαφοράς, ακόμα κι αν με μια πρώτη ματιά δεν διακρίνεται, στηρίζεται όλη η φιλοσοφία και όλη η επιστήμη. Ιατρική είναι η διαφορική διάγνωση: ο ίδιος ακριβώς πόνος στο στομάχι μπορεί να προέρχεται και από φασολάδα και από έμφραγμα. Το ίδιο ισχύει και για την αριστερά.

Κι αν δεν υπάρχει καμιά διαφορά, επιμένει με πείσμα ο σ. Πολύφημος. Στο ταμείο του κινηματογράφου πλακώνονται δύο σαραντάρηδες, 1,75 και οι δύο, με γκρίζα κουστούμια και ροζ γραβάτες, τραπεζοϋπάλληλοι, παντρεμένοι και οι δύο με ξανθιές.

Δεν θα σου πω, απαντά ο σ. Τ. , ότι η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα, γιατί στην αριστερά ο κανόνας δεν έχει εξαιρέσεις. Πώς όμως εσύ, σ. Πολύφημε, τολμάς να τους αντιμετωπίσεις με τον ίδιο τρόπο, όταν ο ένας μπορεί να έχει ξύλινο πόδι; Η αριστερά οφείλει να βλέπει μέσα από το παντελόνι.

Πριν απομακρυνθεί πολύ, ο σ. Τ. γυρίζει το κεφάλι και λέει στον σ. Πολύφημο: Η αριστερά είναι γυναίκα.

Μέσα λοιπόν σε δύο μέρες ένιωσα πόσο χρήσιμο είναι το βιβλίο του Θ. Καρτερού. «Λιτό και απέριττο, με κύριο στόχο τη δηκτικότητα και τη στάση του ατόμου απέναντι στα γεγονότα» γράφει το 1971 ο Πέτρος Μάρκαρης για τις «Ιστορίες του κ. Κ - του κ. Κόυνερ - Η διαλεχτική έως τρόπος ζωής» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που εκδόθηκαν μέσα στη χούντα. Με αυτή την μπρεχτική μέθοδο μπορείς να πεις τα ανείπωτα. Δηλαδή όχι μόνο όσα δεν έχουν ειπωθεί. Αλλά και πράγματα που μόλις τώρα είπες και μπορείς να ορκισθείς ότι δεν τα έχεις πει ποτέ.

Ο Καρτερός λοιπόν μας προκαλεί σε ένα τολμηρό παιχνίδι απελευθέρωσης, διαβάζοντας τα υψηλής ποιότητας σταυρόλεξά του, να φτιάξουμε τα δικά μας ερασιτεχνικά. Μας καλεί σε μια πορνογραφία των αυτολογοκριμένων σκέψεών μας. Για να γίνει αυτό όμως με επιτυχία πρέπει δίπλα σε κάθε σ. Πολύφημο να υπάρχει ένας σ. Τ. που τον εμπνέει. Όπως δίπλα σε κάθε κ. Θανάση να υπάρχει μια κ. Ε.

* Αυτό είναι το κείμενο της παρέμβασης του Αλέκου Αλαβάνου στην παρουσίαση του βιβλίου του Θανάση Καρτερού την περασμένη Πέμπτη

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου.

Η αγορά των χρυσόψαρων στο Χονγκ Κονγκ, φωτό του David Wilmot, via Wikipedia, με άδεια Creative Commons Attribution 2.0 Generic
    
Το ψαράκι της γυάλας       

           Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
            Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
            Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
            Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
            Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
            Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαινόνταν βαρετή.
            Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτoυδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
            Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».
            Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
            Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
            Ήταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
            Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
            Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένo για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να 'ναι θα πέσουν».
            Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.
            «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
            «Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
            Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ'τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.
            - Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
            - Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.
            - Θα 'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
            - Πού να ξέρω; είπε εκείνος που ερχόνταν απ' έξω.
            - Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.
            Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
            Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
            Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
            Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
            Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.
            Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.


Μάριος Χάκκας, (Άπαντα, εκδ. Κέδρος)

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Call me Ishmael.

ο Χέρμαν Μέλβιλ, πέθανε σαν σήμερα το 1891
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΜΥΔΡΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

το ταξίδι του Πίκουοντ

Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια -δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς - έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να μ' ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος τού κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό.  Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα· όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει· όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ· και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα τού κόσμου -τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο τού πιστολιού και τής σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του· εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ' αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε· όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους, αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω-κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό.
[...]
Εξάλλου παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης, γιατί θεωρούν απαραίτητο να με πληρώνουν για τις σκοτούρες μου, ενώ δεν άκουσα ποτέ να πληρώνουν πεντάρα σε επιβάτες. Αντίθετα, οι ίδιοι οι επιβάτες πρέπει να πληρώνουν. Κι όλη η διαφορά στον κόσμο είναι ανάμεσα στο να πληρώνεις ή να πληρώνεσαι. Η πληρωμή είναι ίσως η πιο ενοχλητική τιμωρία που μας κληροδότησαν οι δυο κλέφτες τού παραδείσου. Αλλά ν α  π λ η ρ ώ ν ε σ α ι ! τι μπορεί να συγκριθεί μαζί του; Η περιποιητική δραστηριότητα που ένας άνθρωπος εισπράττει χρήματα προκαλεί πραγματικά κατάπληξη, έχοντας υπόψη πόσο στα σοβαρά πιστεύουμε πως το χρήμα είναι η ρίζα όλων των γήινων κακών και πως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ένας παραλής να μπει στον ουρανό. Ω πόσο πρόθυμα παραδινόμαστε στον όλεθρο!
Τέλος παίρνω πάντα το πλοίο σα ναύτης για την υγιεινή άσκηση και τον καθαρό αέρα τής κουβέρτας τού καμπουνιού. Γιατί, μια και σε τούτο τον κόσμο οι κόντρα άνεμοι είναι πολύ πιο ανώτεροι από τους πρίμους (αν δηλαδή δεν παραβείς ποτέ το αξίωμα τού Πυθαγόρα), επόμενο είναι η ατμόσφαιρα που αναπνέει ο Στόλαρχος στο κάσαρο, τις περισσότερες φορές, να είναι από δεύτερο χέρι, από τους ναύτες στο καμπούνι. Νομίζει πως αναπνέει πρώτος· δεν είναι όμως έτσι. Με τον ίδιο περίπου τρόπο ο λαός οδηγεί τους ηγέτες του σε πολλά άλλα πράγματα, την ίδια στιγμή που οι ηγέτες λίγο το υποπτεύονται. Γιατί όμως, μετά από τόσες φορές που μύρισα τη θάλασσα σα ναύτης εμπορικού πλοίου, να μου μπει τώρα στο μυαλό να κάνω ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι; σ' αυτό, ο αόρατος αστυνομικός των Μοιρών που διαρκώς με επιβλέπει, που με παρακολουθεί κρυφά και με επηρεάζει με έναν ακατανόητο τρόπο -αυτός μπορεί να απαντήσει καλύτερα από κάθε άλλον. Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν πως η αναχώρησή μου γι' αυτό το φαλαινοθηρικό ταξίδι ήταν μέρος τού μεγάλου προγράμματος τής Θείας Πρόνοιας, που σχεδιάστηκε πριν από πολύ καιρό. Μεσολάβησε σαν ένα σύντομο ιντερμέτζο και σόλο ανάμεσα σε πλατύτερες θεατρικές παραστάσεις. Υποθέτω πως αυτό το μέρος τού «προγράμματος» πρέπει να έγραφε κάτι τέτοιο:
«Μεγάλος εκλογικός αγώνας για την Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.
»ΦΑΛΑΙΝΟΘΗΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ-ΚΑΠΟΙΟΥ ΙΣΜΑΗΛ.
»ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ».
Αν και δεν ξέρω γιατί ακριβώς αυτές οι σκηνοθέτισσες, οι Μοίρες, μού έδωσαν αυτό τον τιποτένιο ρόλο σε ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι, όταν άλλοι πήραν μεγαλόπρεπους ρόλους σε υψηλές τραγωδίες, σύντομους κι εύκολους ρόλους σε κομψές κωμωδίες κι εύθυμους ρόλους σε φάρσες -αν και δεν ξέρω γιατί ακριβώς, τώρα ωστόσο, που φέρνω στο μυαλό μου όλα τα περιστατικά, θαρρώ πως βλέπω λιγό τα ελατήρια και τα κίνητρα που, με το να μου παρουσιαστούν επιτήδεια κάτω από ποικίλες μεταμφιέσεις, με κατάφεραν κι ανέλαβα να παίξω το ρόλο που έπαιξα, κολακεύοντάς με κι από πάνω με την αυταπάτη πως ήταν εκλογή τής απροκατάληπτης ελεύθερης βούλησής μου και της διορατικής κρίσης μου.
Κυριότερο από αυτά τα κίνητρα ήταν η ίδια η συντριπτική ιδέα τής μεγάλης φάλαινας. Ένα τόσο πελώριο και μυστηριώδες τέρας ξύπνησε όλη μου την περιέργεια. Μετά οι άγριες και μακρινές θάλασσες, όπου κυλούσε τον όγκο της που έμοιαζε με νησί· κι ακόμα οι ανεκλάλητοι, απερίγραπτοι κίνδυνοι της φάλαινας· αυτά, μαζί με όλα τα συνακόλουθα θαύματα, τα χιλιάδες παταγονιακά θεάματα και τους ήχους, με παράσυραν στην επιθυμία μου. Σε άλλους ανθρώπους, ίσως, τέτοια πράγματα δε θα ήταν πειρασμοί· εμένα όμως με βασανίζει μια αιώνια φαγούρα για πράγματα μακρινά. Μου αρέσει να ταξιδεύω σε απαγορευμένες θάλασσες και να βγαίνω σε παραλίες βαρβάρων. Μη αγνοώντας τι είναι καλό, βιάζομαι να γνωρίσω κάτι που να προκαλεί τρόμο, θα μπορούσα μάλιστα να έχω πολύ καλές σχέσεις μαζί του -μακάρι να με άφηναν-, αφού είναι πάντα φρόνιμο να έχει κανείς φιλικές σχέσεις με όλους τους ένοικους του τόπου που μένει.
Αυτά λοιπόν τα πράγματα ήταν η αιτία που καλοδέχτηκα το φαλαινοθηρικό ταξίδι· οι μεγάλες κλεισιάδες τού κόσμου των θαυμάτων άνοιξαν και, μες στις τρελές φαντασιώσεις που με παράσυραν στο σκοπό μου, δυο-δυο έπλεαν στα κατάβαθα τής ψυχής μου, ατέλειωτες πομπές τής φάλαινας και, καταμεσής ολωνών τους, ένα επιβλητικό κουκουλωμένο φάντασμα, σα λόφος από χιόνι στον αέρα.

...
Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι-Ντικ ή η Φάλαινα, μτφ. Α.Κ.Χριστοδούλου, εκδ. Gutenberg



o Όρσον Γουέλς διαβάζει αποσπάσματα από τον Μόμπι-Ντικ :

Call me Ishmael.  Some years ago—never mind how long precisely—having little or no money in my purse, and nothing particular to interest me on shore, I thought I would sail about a little and see the watery part of the world.  It is a way I have of driving off the spleen and regulating the circulation.  Whenever I find myself growing grim about the mouth; whenever it is a damp, drizzly November in my soul; whenever I find myself involuntarily pausing before coffin warehouses, and bringing up the rear of every funeral I meet; and especially whenever my hypos  get such an upper hand of me, that it requires a strong moral principle to prevent me from deliberately stepping into the street, and methodically knocking people’s hats off—then, I account it high time to get to sea as soon as I can.  This is my substitute for pistol and ball.  With a philosophical flourish Cato throws himself upon his sword; I quietly take to the ship.  There is nothing surprising in this.  If they but knew it, almost all men in their degree, some time or other, cherish very nearly the same feelings towards the ocean with me.
...
Why did the old Persians hold the sea holy?  Why did the Greeks give it a separate deity, and own brother of Jove?  Surely all this is not without meaning.  And still deeper the meaning of that story of Narcissus, who because he could not grasp the tormenting, mild image he saw in the fountain, plunged into it and was drowned.  But that same image, we ourselves see in all rivers and oceans.  It is the image of the ungraspable phantom of life; and this is the key to it all.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

το ρολόι

ρολόι εκκλησίας από το Πάλοβο της Πολωνίας (από την Wikipedia)

[...] Στις 22 Ιουνίου, ο εχθρός βομβάρδισε την πόλη Ν, μια βόμβα έπεσε στην πλατεία, δίπλα στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής, με αποτέλεσμα να πάθει βλάβη το μεγάλο ρολόι και να σταματήσει. Ο αντισυνταγματάρχης Βελισάριος μας δήλωσε απερίφραστα ότι το σταματημένο ρολόι είχε αποτελέσει θέμα ειδικής συνεδρίασης και ότι ο διοικητής Νικόδημος είχε υποστηρίξει τότε την άποψη πως το ρολόι έπρεπε να μείνει σταματημένο.
 
- Η δική μου άποψη, συνέχισε ο διοικητεύων Βελισάριος, ήταν και παραμένει πως πρέπει να διορθώσουμε το ρολόι. Πρέπει να πείσουμε τον πληθυσμό της Ν ότι ο στρατός μας και το Κόμμα μας είναι σε θέση να επιδιορθώσουν τις ζημιές που προκαλεί ο εχθρός. Το επιχείρημα του πρώην διοικητή Νικόδημου, πως το ρολόι θα πρέπει τάχατες να μείνει σταματημένο για να θυμίζει στους κατοίκους τη βάρβαρη αεροπορική επιδρομή του εχθρού εναντίον των αμάχων, είναι επιχείρημα οπορτουνιστικό και μόνο ένας ηττοπαθής θα μπορούσε να το προβάλει.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνο το «πρώην». Ο διοικητεύων πρόφερε τη λέξη, χωρίς να την τονίσει, σαν κάτι αυτονόητο, αν και ήτανε απεναντίας γνωστό πως ο συνταγματάρχης Νικόδημος είχε φύγει προσωρινά απ' την πόλη Ν, για να λάβει μέρος στη σύσκεψη του Στρατιωτικού Συμβουλίου της Περιοχής και φυσικά θα ξαναγύριζε. Με δυο λόγια, ο διοικητεύων αποφάσισε να συγκαλέσει σε ακτίφ εμάς τους διαφωτιστές, να συζητήσουμε ξανά το θέμα και να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις. Αυτός με τα πολιτικά, που καθόταν στην καρέκλα και όπως έμαθα αργότερα λεγόταν Μέμος και ήταν γραμματέας της Επιτροπής Πόλης, υποστήριξε την άποψη πως η επιδιόρθωση του ρολογιού είχε βέβαια συμβολική σημασία, αλλά με μια κατάλληλη διαφώτιση θα μπορούσαμε να πείσουμε τον πληθυσμό πως πρόκειται για την απαρχή μιας γενικότερης ανοικοδόμησης των ερειπίων, πράγμα που όπως είπε, ανταποκρίνονταν και στην αλήθεια, γιατί όπου να΄ ναι η κατάσταση θα άλλαζε ριζικά και τότε όχι μόνο θα ξαναχτίζαμε τα γκρεμισμένα σπίτια, μα θα οικοδομούσαμε ολόκληρη την Ν,  βάσει νέων πολεοδομικών σχεδίων.
 
Ο μόνος που τάχτηκε ανεπιφύλακτα ενάντια στον εισηγητή ήτανε ο λοχαγός Ανδρόνικος, υπασπιστής του συνταγματάρχη Νικόδημου. Είχε το θάρρος να τονίσει ότι η σύγκληση του ακτίφ αποτελεί παραβίαση του καταστατικού του Κόμματος και είναι απαράδεκτο να ξανασυζητάμε και να επανεξετάζουμε μια υπόθεση για την οποία είχε ήδη ληφθεί η γνωστή απόφαση της 26ης Ιουνίου. Ως προς την ουσία, συνέχισε ο λοχαγός Ανδρόνικος, καταντούσε εμπαιγμός της κοινής γνώμης, να διορθώνουμε ρολόγια, τη στιγμή που δεν είμαστε σε θέση να ξαναχτίσουμε ούτε ένα σπίτι, μα και αν ήμασταν σε θέση, δε θα καταπιανόμασταν βέβαια με την ανοικοδόμηση, τη στιγμή που ο πόλεμος συνεχίζεται και τα εχθρικά αεροπλάνα μπορούν και σήμερα να ξανάρθουν και να βομβαρδίσουν την πόλη.
 
Εμείς οι τρεις «του Αρχηγείου» μιλήσαμε τελευταίοι κι είχα έτσι όλον τον καιρό να σκεφτώ τι θα 'λεγα και τι στάση θα κρατούσα. Φυσικά, ήμουν σύμφωνος με τον λοχαγό Ανδρόνικο, κατάλαβα όμως αμέσως πως η αντίδρασή του ήταν μάταιη και άρα λάθος τακτικής. Αποφάσισα να συμφωνήσω με τον εισηγητή και ύστερα να σαμποτάρω όσο μπορώ την εφαρμογή της απόφασης. [...]

το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου Το κιβώτιο (εκδ. Κέδρος)

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Μια ματιά στο μέλλον...

Μύγα, του  Fir0002, flagstaffotos.com.au, με άδεια GNU Free Documentation License, Version 1.2
Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μάυρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες, καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ' ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τέλειωνες.

Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ' ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούργια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν' αναγγελθεί  η απόφαση:

«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε -για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό- πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν' απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν'απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις.»

Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών.» Κι όταν λέμε εδώ πρέπει, σημαίνει «πρέπει».

Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ' επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για τη λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.

Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι...»

Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ' αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.

Το άλλο πρωί, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτασε ναυαγός σ' ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα. Ύστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.

Και το παραμύθι τελείωσε μ' αυτά τα λόγια:
«Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κακού, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα... Θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τι να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας... Εμείς θέλουμε να εξ...ξοντώσουμε και να συντρ...ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς αλλά τον ίδιο το δαίμονα...»[...]

Οι κάτοικοι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους κι η ζωή ξαναμπήκε αμέσως στο ρυθμό της. Ομάδες για πέτρα, ομάδες για σκάψιμο, οι χτίστες στα κάστρα και στα γεφύρια, οι χαμάληδες στο λιμάνι, οι σκαφτιάδες στους δρόμους και στους τάφους, οι καλλιτέχνες στ' αγάλματα, οι κουβαλητές στην πέτρα, στο νερό, στον ασβέστη. Από σήμερα πρέπει να μαζεύεις και μύγες, το θύμισε πάλι ο ομιλητής: ο καθένας είκοσι! Τελειώνει το ξεφόρτωμα, τρέχεις ν' ανεβάσεις στην κορυφή το βαρέλι με το νερό, αμέσως για τσιμέντο, να μεταφέρουμε μια ειδική πέτρα σα μάρμαρο για τις προσόψεις. Στη γέφυρα! Πλάκες για να στρωθεί ο δρόμος, λάκκοι να φυτευτούν καινούρια δέντρα, αψίδες και μνημεία για να δοξάζονται τα μεγάλα κατορθώμτα. Μύγες, χιλιάδες μύγες βουίζουν παντού. Θα τις πιάσεις μόλις ακουμπήσεις τούτο το αγκωνάρι που σου κόβει την αναπνοή. Ήρθε η ώρα για νερό! Τρέχα. Πήραν μόνο όσοι πρόλαβαν. Να μεταφερθούν τάχιστα η άμμος και τα σίδερα. Θα μεταφερθούν. Φαγητό. Άρχισε η ομιλία! Διδαχές ηθικού, διδακτικού, φρονηματιστικού περιεχομένου. Μετάνοιες, ομολογίες αμαρτημάτων, συντριπτικές εξομολογήσεις. «Πόσες μύγες μάζεψες; Μήπως ξέχασες το χρέος σου;» λέει κάθε χρόνο το μεγάφωνο. Όχι, κανένας δεν το ξέχασε, αλλά πώς ν' ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα όταν σπάει πέτρα; Όσοι κάνουν μια παράμερη ή στεκούμενη δουλειά, κάτι θα πιάσουν. Στα μαγειρεία, στα συνεργεία, οι φρουροί και οι αποθηκάριοι είναι τυχεροί. Εκεί βράζει σύννεφο η μύγα. Κι οι άλλοι που χτίζουν, που φτυαρίζουν, θα τις πιάσουν πιο εύκολα. Όταν όμως τρέχεις με την πέτρα στον ώμο περνώντας μπροστά από τους επόπτες, πώς είναι δυνατό; Θα καθυστερήσεις και θ' αναγκάσεις κάποιον να σε μπάσει βίαια στο ρυθμό, σα να σκοτώνει κι αυτός τη μύγα του.

Ο περιδεής ψάχνει πάλι να βρει τον νυχτερινό συγκάτοικό του. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν στον τάφο καινούρια πρόσωπα, άγνωστοι, και μένουν μόνο μια νύχτα. Νέες φάτσες, που τις ξεχνάς. Ο τρίτος όμως σηκώνεται πολύ νωρίς και όταν ξυπνήσουν οι άλλοι αυτός λείπει. Θα κάνει, φαίνεται, κάποια δουλειά πολύ πρωινή ή μισονυχτερινή. Κι έτσι, αφού το τρίτο πρόσωπο λείπει πάντα, σημαίνει ότι εδώ και πολλές μέρες είναι το ίδιο. Τον έχει δει μόνο μια φορά για λίγο, μόλις πρόφτασε να διακρίνει το μισό πρόσωπό του καθώς έβγαινε από το άνοιγμα. Είδε καλύτερα μια τρύπα στις σόλες των παπουτσιών του, ναι στο δεξί του παπούτσι. Και μια κάλτσα μάλλινη σκισμένη στη φτέρνα. Ήταν πράσινη. Τρύπιες σόλες θα έχουν πολλοί, πώς να τον ανακαλύψεις από τη μισή όψη του που πρόλαβες να δεις για μια στιγμή τα χαράματα; Πρέπει να πιάσεις τη μύγα σου, να βρίσκεσαι πάντα μακριά από την οργή των νόμων, να μην σε ξέρει κανείς για κακό ούτε για καλό.

Μερικοί πρόλαβαν, έκλεισαν για γούστο βιαστικά τις χούφτες τους και βούτηξαν δυο τρεις. Τις φύλαξαν προσεχτικά σ' ένα κουτάκι των σπίρτων. Άλλοι έφτιαξαν χωνάκι. Όλοι είχαν ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό για την αυστηρότητα που δόθηκε σε μια τόσο αστεία διαταγή. Έχει πάρα πολλές. Μιλιούνια βουίζουν γύρω σου, παντού υπάρχουν μύγες. Δεν έχει παρά ν' απλώσεις το χέρι σου. «Σε τσάκωσα! Θα σε παραδώσω το βράδυ.» Κι ένας άλλος: «Αχ, μου ξέφυγε...» - «Νόμιζες πως θα μου γλίτωνες, ε;...» Κι έτσι, παίζοντας, οι πιο προνοητικοί μάζεψαν κάμποσες, αλλά χωρίς να δώσουν και μεγάλη σημασία στ' αποκτήματά τους.

Άλλοι, πιο πειθαρχικοί, και μερικοί που κατάλαβαν περισσότερο το νόημα του παραμυθιού, κουνούσαν αδιάκοπα τα χέρια τους, για να πιάσουν τις μύγες και να ξενοιάσουν. Δε θα πρόφτασαν όμως, ακούστηκε γρήγορα πρόσκληση για συγκέντρωση.

Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και διάφοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις, καινούρια αναταραχή.

Ήρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.
«Ν' αρχίσει η διανομή», πρόσταξε μ' ένα νεύμα ο ελεγκτής.
Ξεκίνησε ο πρώτος. Έπρεπε να περάσει πρώτα μπροστά από αυτόν.
«Τις μύγες σου», ζητάει ο βοηθός.
«Ποιες μύγες;»
«Αυτές που έπρεπε να πιάσεις.»
«Δεν έχω.»
«Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες; Λέγε.»
«Δεν πρόλαβα...»
«Περίμενε στην άκρη», πρόσταξε ο βοηθός.
Ήρθε άλλος.
«Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες; Κι εσύ εκεί. Όχι μαζί με τον άλλον, χωριστά.»
Ένας έδειξε έντεκα, ήταν ο καλύτερος.
«Γιατί μόνο έντεκα;»
«Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα...»
Τον έστειλε σε άλλη σειρά.
Ένας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.
«Εύγε! Εξετέλεσες το καθήκον σου!»

Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε τις τριανταδύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του κι απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει -ίσως να έβαλε και τα κλάματα- κι απομακρύνθηκε γρήγορα.

Καθώς φάνηκε η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχναν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπάστηκε καλά-καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μια μύγα ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ' όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.

Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.

Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριανταδύο. Έτρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.

«Γράψτε τα ονόματά τους κατά κατηγορία», είπε ένας βοηθός στα όργανα.

Θ' ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ' ακολουθούν πάντα, για να μετριέται η κακή σου συμπεριφορά.

Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του. Άπλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.
«Τι κάνεις εσύ;»
«Μια μύγα στον ώμο σας. Νά την.»
Άνοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.
«Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ' εκείνη, την καλύτερη σειρά;»
«Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ήταν ασέβεια ν' απλώσεις πάνω μου.»
«Τώρα όμως έχω έντεκα...»
«Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες... Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμιά. Ήθελε να μετρήσει την προθυμία σας...»
«Σας χτύπησε κιόλας», πρόσθεσε ένας άλλος.
«Ναι, εδώ στο μάγουλο...»
«Φοβερό. Βγήκε από τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση, να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ' αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει...»
«Και τώρα τι να κάνω;» ρώτησε χαμένος. «Μήπως πρέπει να πεθάνω;»
«Όχι ακόμα. Θ' αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια», είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός, και μόνο αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.

Όταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:
«Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω.»

Ένας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χάθουν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.

Η φωνή συνέχισε:
«Οι άλλοι επιδείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά, Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει στίγμα, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής. Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επομένη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επειικώς, θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής.»

Έτσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.

Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.



το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά, Λοιμός,1972, εκδ. Κέδρος.
το βίντεο από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Happy Day, 1976, το τραγούδι Λαϊκός Τραγουδιστής, του Δ. Σαββόπουλου

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

ΛΕΑΙΝΑ ή το μυστικό

H Marguerite Yourcenarγεννημένη σαν χθες 08.06.1903
(φωτό με άδεια cc-Attribution-Noncommercial-Share Alike 2.0 Generic, via Flickr)
Η Λέαινα ήταν η παλλακίδα του Αριστογείτονα· ήταν πολύ περισσότερο η υπηρέτριά του παρά η ερωμένη του. Κατοικούσαν σ' ένα σπιτάκι κοντά στο παρεκκλήσι του Άγιου Σωτήρα. Η Λέαινα καλλιεργούσε στο μικρό κήπο τα τρυφερά κολοκύθια και τις μεστές μελιτζάνες, πάστωνε τις σαρδέλες, έκοβε κομμάτια την κόκκινη σάρκα των καρπουζιών, κατέβαινε να πλύνει τα ρούχα στην ξερή κοίτη του Ιλισού, φρόντιζε να μην φεύγει ο κύριός της χωρίς να παίρνει μαζί του ένα φουλάρι για να μην συναχώνεται μετά από τις ασκήσεις στο Στάδιο. Σαν αντίτιμο για τις τόσες φροντίδες, της επέτρεπε να τον αγαπά. Βγαίναν μαζί· πήγαιναν στα καφενεδάκια ν' ακούσουνε στο γραμμόφωνο τα αγαπημένα λαϊκά τραγούδια, τα φλογερά και θρηνητικά σαν ένας σκοτεινός ήλιος. Ήταν περήφανη όταν έβλεπε τη φωτογραφία του στις πρώτες σελίδες των αθλητικών εφημερίδων. Θα έπαιρνε μέρος στους πυγμαχικούς αγώνες της Ολυμπίας· είχε δεχτεί να την πάρει μαζί του σ' αυτό το ταξίδι: είχε υποφέρει αδιαμαρτύρητα τη σκόνη των δρόμων, το κουραστικό λίκνισμα των μουλαριών, τα ψειριάρικα χάνια όπου το νερό πουλιότανε ακριβότερα από τα καλύτερα νησιώτικα κρασιά. Στο δρόμο, τόσο συνεχής ήταν ο θόρυβος των αμαξιών που δεν άκουγες ούτε αυτά τα τζιτζίκια. Μια μέρα, θα 'τανε μεσημέρι, από τη στροφή ενός λόφου της φανερώθηκε κάτω, η κοιλάδα της Ολυμπίας, γουβιασμένη σαν την παλάμη ενός θεού που φέρει μέσα στο χέρι του το άγαλμα της Νίκης. Μια αχλύ ζέστης πλανιόταν πάνω από τους βωμούς, τα μαγέρικα, τα μαγαζιά του πανηγυριού που η Λέαινα λαχταρούσε τα φτηνά τους στολίδια. Μέσα στο πλήθος, για να μη χάνει τον κύρη της, κρατούσε με τα δόντια της την λεπτεπίλεπτη άκρη της χλαμύδας του. Είχε τρίψει με λάδι, είχε στολίσει με ταινίες, είχε πασαλείψει με φιλιά τα είδωλα τα αρκετά γενναιόδωρα για να μην απορρίπτουν τις προσφορές μιας δούλας· για να κερδίσει ο αφέντης της είχε απαγγείλει όλες τις προσευχές που 'ξερε κι είχε ξεστομίσει όσες κατάρες γνώριζε για να χάσουνε οι εχθροί του. Χωρισμένη από αυτόν στη διάρκεια της μεγάλης αποχής που επιβαλλόταν στους αθλητές, είχε κοιμηθεί μόνη σε μια σκηνή στο τμήμα γυναικών, έξω από την περιοχή την προορισμένη για τους αγωνιστές, παραμερίζοντας τα χέρια που απλώνονταν μες στο σκοτάδι, αδιαφορώντας ώς και γι' αυτά τα χωνάκια με τα σπόρια που της πρόσφεραν οι γειτόνισσές της. Η φαντασία του πυγμάχου ήταν γεμάτη από κορμούς αλειμμένους με λάδι και ξυρισμένα κρανία απ' όπου τα χέρια δεν θά 'χαν από που να πιαστούν· είχε μιαν εντύπωση σαν να την παραμελούσε ο Αριστογείτονας για τους αντιπάλους του· το βράδι των Αγώνων τον είδε να τον σηκώνουνε θριαμβευτή στα διαζώματα του Σταδίου, ξέπνοο όπως μετά τον έρωτα, λεία για τον κάλαμο των δημοσιογράφων, για τις γυαλένιες πλάκες των φωτορεπόρτερς: είχε μιαν εντύπωση σαν να την απάταγε με τη Δόξα. Η ζωή του σαν θριαμβευτή περνούσε σε γλέντια με κοσμικούς· τον είδε να βγαίνει από το συμπόσιο της νίκης συντροφιά μ' έναν νεαρό ευγενή αθηναίο, μεθυσμένον από ένα μεθύσι που έλπιζε πως ήταν απ' το οινόπνευμα, γιατί συνερχόμαστε γρηγορότερα από το οινόπνευμα παρά από την ευτυχία. Είχε γυρίσει στην Αθήνα με το άρμα του Αρμόδιου, εγκαταλείποντας τη Λέαινα στις φροντίδες μίας γειτόνισσας. Είχε χαθεί μέσα σε μια νεφέλη από σκόνη, της τον είχαν αρπάξει από τα χάδια της σαν να ήταν ένας νεκρός ή ένας θεός. Η τελευταία εικόνα που είχε από αυτόν ήτανε μια σάρπα που ανέμιζε πάνω σ' έναν μελαχρινό σβέρκο. Σαν μια σκύλα που από μακριά ακολουθεί τον κύριό της που έφυγε δίχως αυτήν, η Λέαινα ξαναπήρε αντίστροφα τον μακρύ ορεινό δρόμο όπου οι γυναίκες προσπερνούσανε βιαστικά τα ερημικά μέρη από το φόβο μη δούνε σατύρους. Σ' όποιο χωριάτικο χάνι κι αν έμπαινε για να βρει λίγον ίσκιο και να πιεί έναν καφέ κι ένα ποτήρι νερό, έβρισκε το αφεντικό να μετράει ακόμα τα χρυσά νομίσματα που από αμέλεια είχανε πέσει από τις τσέπες εκείνων των δύο ανδρών: παντού, είχανε πιάσει τα καλύτερα δωμάτια, είχανε πιεί τα καλύτερα κρασιά, είχαν εξαναγκάσει τους τραγουδιστές να ξελαρυγγιάζονται μέχρι το χάραμα: η περηφάνεια της Λέαινας, πού 'ταν κι αυτή έρωτας, επούλωνε τις πληγές του έρωτά της, πού 'ταν κι αυτός περηφάνεια. Λίγο-λίγο, ο νεαρός απαγωγέας θεός έπαψε νά 'ναι γι' αυτήν ένα πρόσωπο μόνο, άρχισε να γίνεται ένα όνομα, μια ιστορία, ένα κοντινό παρελθόν. Ο γκαραζίστας στην Πάτρα την πληροφόρησε πως τον έλεγαν Αρμόδιο.

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Στον επόμενο τόνο ή ώρα θα είναι μία και πέντε και τριάντα δευτερόλεπτα. Ποιου χρόνου;



[...] Ο Νοταράς χαμογέλασε με πατρική επιείκεια.
- Πάλι απαισιόδοξος μού ήρθες, αποκρίθηκε κουνώντας το κεφάλι αδιάφορα. Ποιος σού μετέδωσε πάλι σήμερα αυτές τις μαύρες ιδέες;
Ο κ. Σφακοστάθης άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, σήκωσε τα χέρια στο ύψος τού προσώπου, τεντώνοντας όλα τα δάχτυλα.
- Μα τα πάντα, αγαπητέ, οι εφημερίδες, τα γεγονότα, η κατάσταση των πραγμάτων, τα λόγια των πολιτικών και των φιλοσόφων, τα παλαβά άρθρα των οικονομολόγων, όλα προαναγγέλουν και μάλιστα επιταχύνουν την οριστική εκκαθάριση αυτού του πολιτισμού, που άρχισε τόσο λαμπρά με την Αναγέννηση και τελειώνει τόσο άδοξα στις μέρες μας, μες στη σύγχυση, την ασυναρτησία και την ανισορροπία αυτού του ανόητου αιώνα. Le siècle stupide, c' est le cas de le dire... Δε μού φαίνεται να υπήρξε στην ιστορία τού κόσμου εποχή πιο stupide, πιο absurde και πιο αποθαρρυντική από τη δική μας -εποχή γενικής και οριστικής χρεωκοπίας όλων των αξιών και όλων των ελπίδων τού ανθρώπου και μάλιστα δολίας χρεωκοπίας, ταπεινής και άναντρης χρεωκοπίας, γιατί μπορούσε να σωθεί ο κόσμος αν αυτά τα γαϊδούρια που κυβερνούν τα έθνη άνοιγαν εγκαίρως τα στραβά τους, αν τολμούσαν να πάρουν μερικές γενναίες αποφάσεις, αν είχαν την εξυπνάδα και το θάρρος να επιβάλουν τις λύσεις, που όλοι τις ξέρουμε και το ψιθυρίζουμε, μα κανείς δεν προσπαθεί να τις εφαρμόσει -κατάργηση των επανορθώσεων, αφοπλισμός, διεθνική rationalisation της παραγωγής... Είναι απλά τα ζητήματα, φίλε μου, τρομερά απλά. Σού μιλώ ειλικρινώς. Τα παιδάκια τού σχολείου τα ξέρουν αυτά τα πράματα. Μονάχα τα γαϊδούρια που κυβερνούν δεν μπορούν να το καταλάβουν. Και τώρα πια τί να καταλάβουν, άλλωστε; Τώρα οι ευκαιρίες τής σωτηρίας πέρασαν και πάνε, η δωδεκάτη σήμανε, κατρακυλούμε στον γκρεμνό. Tout est perdu, et l' honneur avec, mon vieux. Δεν αισθάνεσαι σα να κάθεσαι απάνω σ' ένα αναμμένο ηφαίστειο;
[...]
- Αλίμονο! μουρμούρισε ο κ. Σφακοστάθης με βλέμμα ονειροπόλο και σβησμένη φωνή, nous autres, civilisations, nous savons maintenant que nous sommes mortelles.
Μονολογούσε μες στα δόντια του, πολύ απογοητευμένος, κοιτάζοντας το ταβάνι. Ο καθηγητής Νοταράς γύρισε κάποτε και τον είδε με προσοχή, σα να τον πρωτόβλεπε εκείνην τη στιγμή, και φάνηκε ξαφνικά πως γυρνούσε από τον παράδεισο των νομικών εννοιών στη Γη.
- Δεν νομίζω, είπε σοβαρότατα, πως η κατάσταση της Ευρώπης και ειδικά της χώρας μας είναι απελπιστική. Τουναντίο πιστεύω πως με καλή θέληση, με επιμονή και με προσοχή μπορούμε να ξαναβρούμε την ισορροπία μας στο άμεσο μέλλον. Μα χρειάζεται δουλειά και θάρρος. Κι' αυτή η υπερβολική απαισιοδοξία τής κοινής γνώμης, που εκφράζεις κ' εσύ με τα λόγια σου, δυσκολεύει πολύ το έργο των κυβερνητών μας.
Ο άλλος τινάχτηκε και γούρλωσε τα μάτια του.
- Θες να πεις, φώναξε, πως η απαισιοδοξία μου είναι αδικαιολόγητη; Ah, pardi. Μα πού ζεις, μωρέ Θεόφιλε, πού ζεις; Δε βλέπεις την Ευρώπη να διαλύεται κάθε μέρα βαθύτερα; Δε σε πνίγει εσένα η φριχτή αυτή αναθυμίαση της γενικής σαπίλας τού πνεύματος, της ηθικής, της θρησκείας, της κοινωνίας, του πολιτικού και του οικονομικού μας συστήματος; Δεν αισθάνεσαι τα πάντα να γκρεμίζουνται τριγύρω σου, από μόνα τους, δίχως καμμιά σχεδόν εξωτερική πίεση; Όσο για το Κράτος μας, το ψωραλέο και αγουροσάπιο αυτό έκτρωμα των πατέρων μας των κλεφτών, μα πιστεύεις αληθινά πως υπάρχει Κράτος εδώ, μωρέ Θεόφιλε; Μα δεν κατάλαβες ακόμα την μπλόφα, βρε παιδί, την τερατώδη μπλόφα τής νεοελληνικής ιστορίας; Sacré juriste, va! Δεν πήρες είδηση τί γίνεται παραέξω από το Corpus juris civilis. Παίζουμε, μωρέ, παίζουμε το Κράτος, το έθνος, την πολιτισμένη κοινωνία, εμείς τα αντάξια παιδιά των ληστών και των κουρσάρων, εμείς οι έξυπνοι, οι σπουδαίοι, μια βρωμοπαρέα μπάσταρδοι αλήτες και τυχοδιώκτες, κλέψαμε το όνομα των Ελλήνων και τα λεφτά των ξένων, των Κουτόφραγκων, και παίζουμε το Κράτος στον ίσκιο τής Ακρόπολης για να τους βουτήξουμε κι' άλλα λεφτά, λεφτά, όσο μπορούμε περισσότερα λεφτά, κι' ορίστε νἀ τα λάβατε, αξιότιμοι κύριοι κερατάδες, ορίστε να πληρωθείτε από τα βράχια και τους αειμνήστους προγόνους και τους αρχαιολογικούς χώρους και τον αττικό ουρανό. Μα τώρα η Ευρώπη δεν πληρώνει πια, επειδή την πήρε κι' αυτήν ο διάβολος με τη σειρά της, τη γριά πόρνη. Για τούτο θα ψωφήσουμε της πείνας, μες στα ερείπια τού αρχαίου και του νεώτερου πολιτισμού και να με συμπαθάς. Η κωμωδία τελείωσε. Σού μιλώ ειλικρινώς.
Ο καθηγητής άρχισε να στενοχωριέται από τη συζήτηση. Σηκώθηκε απάνω και κοίταξε αυστηρά το συνομιλητή του.
- Οι ισχυρισμοί σου είναι ανυπόστατοι, αποκρίθηκε ξερά.
Ο άλλος συμμαζεύτηκε μονομιάς.
- Δεν μπορώ να δεχθώ τη συζήτηση σ' αυτό το επίπεδο τής ελαφριάς λογοτεχνίας, εξακολούθησε ο Θεόφιλος Νοταράς. Δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά που λες. Κ' έχω την απαίτηση από έναν άνθρωπο με τη δική σου μόρφωση να κρίνει και να μιλά σοβαρότερα. Το ξέρω καλά πως η κοινωνία μας πάσχει, αλλά δεν είναι δύσκολο να διαγνώσουμε την αιτία τού κακού. Πάσχει από την έλλειψη της πνευματικής και ηθικής τάξης, επειδή απομακρύνθηκε στις μέρες μας από τις παραδόσεις τού έθνους και τής εκκλησίας και από τις υγιείς αρχές τού πατριαρχικού βίου. Το χρέος μας είναι να την ξαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο, αντί να αυξάνουμε το κακό σπείροντας τριγύρω μας την ηττοπάθεια και τον πανικό.
- Μα πώς, φίλε μου, κλαθμύρισε ο άλλος που είχε πτοηθεί στο μεταξύ από την αυστηρότητα του ύφους και των λόγων τού καθηγητή -πώς θα την ξαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο;
- Με τη διδασκαλία, με την πειθώ, με το παράδειγμα του βίου μας.
- Mais, mon cher, είναι αργά, μοιρολόγησε ο κ. Σφακοστάθης, είναι αργά, είναι πολύ αργά. Δε διαβάζεις τις εφημερίδες; Το ελληνικό Κράτος καταρρέει, ο λαός πεινά, διαμαρτύρεται και κλίνει ολοένα περισσότερο προς την αναρχία, κ' οι άτιμοι οι ξένοι δε θέλουν να μας δώσουν άλλα λεφτά.
- Δεν ακούω τίποτα! βρόντησε ο καθηγητής. Βέβαια, ο ευρωπαϊκός πόλεμος προκάλεσε μια γενική κρίση των πνευματικών και ηθικών αξιών τού πολιτισμένου κόσμου, αναστάτωσε το Κράτος μας και τα άλλα Κράτη. Βέβαια, αντιμετωπίζουμε δύσκολες στιγμές κ' είναι φυσικό να οργιάζει η δημοκοπία και να ερεθίζει το λαό. Μα όσο αντέχει ο προϋπολογισμός και όσο πειθαρχεί ο στρατός, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας. Δεν ανησυχώ, εγώ. Ο Ελληνισμός είδε και χειρότερα κ' έδειξε πολλές φορές φορές πως έχει την ανεξάντλητη δύναμη να ανορθώνεται στις πιο κρίσιμες ώρες τής ιστορίας του, και να ξαναβρίσκει το δρόμο του. Όχι, δεν ανησυχώ για το μέλλον. Πιστεύω στο έθνος μου.
[...]
Ο κ. Σφακοστάθης κοντοστάθηκε.
- A propos, είπε συνεχίζοντας ξαφνικά τη συζήτηση, διάβασες σήμερα τις δηλώσεις τού υπουργού των Εσωτερικών: «Η Κυβέρνησις αισθάνεται απολύτως κυρία τής καταστάσεως και θα πατάξει αμειλίκτως πάσαν εκδήλωσιν αναρχίας οποθενδήποτε προερχομένην...». Χα! χα! τον καμποτίνο, τον μπλοφατζή, τον θεομπαίχτη! Θα πατάξει λέει αμειλίκτως... Ακούς; Και νομίζει ο κ. Σκινάς πως με τέτοια κόλπα θα καθησυχάσει την κοινή γνώμη και θα σταματήσει την πλημμύρα τής λαϊκής δυσαρέσκειας, των προνουντσιαμέντων, των απεργιών, του κομμουνισμού, της αναρχίας... Τη βλέπουμε όλοι την πλημμύρα, που έρχεται να διαλύσει οριστικά πια αυτήν τη φορά την έρημη την Ψωροκώσταινα, αλίμονο! Και κανείς δε γελιέται με ρητορισμούς. Τους ξέρουμε αυτούς τους λούστρους σαν τις τσέπες μας. Μούτρα για να πατάξουν! Σου το λέω ειλικρινώς και να με θυμάσαι. Μια τουφεκιά να ακούσουν θα τα κάνουν απάνω τους, οι κερατάδες, και δε θα ξέρουν πού να κρυφτούν.
- Δε νομίζω πως είναι κακή Κυβέρνηση, είπε ο αλύγιστος Θεόφιλος Νοταράς. Κάνουν ό,τι μπορούν. Και δε βλέπω, μα την αλήθεια, ποιος θα έκανε σήμερα περισσότερα. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πρέπει να βοηθούμε αυτούς τους ανθρώπους να τα βγάλουνε πέρα αντί να τους βρίζουμε.
Ο κ. Σφακοστάθης κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά.
- Πίστεψέ με, φίλε μου, δεν είναι Κυβέρνηση, είναι ένα αισχρό σκυλολόι. Μπάτε σκύλοι αλέστε κι' αλεστικά μη δώστε! Αυτή είναι η κατάσταση. Το έθνος αποχαυνώθηκε, οι αληθινοί αρχηγοί έλειψαν κι' αυτοί οι μόρτηδες βρήκανε τις πόρτες ανοιχτές και στρωθήκανε στο τραπέζι. 
[...]

Από την Αργώ -α' τόμος(1933)- του Γιώργου Θεοτοκά, εκδ. ΕΣΤΙΑ

η εικόνα μιας διαπερατής σκουληκότρυπας του χωρόχρονου, του  CorvinZahn
 με άδεια Creative Commons Attribution-Share Alike 2.5 Generic license., από την Wikipedia

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

«Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην· ελθέ αμέσως, Ζορμπάς.»


XXVI
[...] Ο Ζορμπάς έπινε, κρατούσε τη χοντρή κεφάλα του όρθια, ακίνητη. Θαρρούσες κι αφουγκραζόταν μέσα στη νύχτα κάποιο περπάτημα που ζύγωνε ή κάποιο περπάτημα που αλάργαινε και που δεν ακούγονταν παρά μονάχα μέσα στο σπλάχνο...
-Τί συλλογιέσαι, Ζορμπά;
-Τί να συλλογιέμαι, αφεντικό; Τίποτα. Τίποτα, σου λέω! Δε συλλογιέμαι τίποτα.
Κι ύστερα σε λίγο, ξαναγεμίζοντας το ποτήρι:
-Στην υγειά σου, αφεντικό!
Σκουντρήξαμε. Καταλαβαίναμε κι οι δύο μας πως δεν μπορούσε να βαστάξει πια πολλήν ώρα τόση στενοχώρια. Έπρεπε να βάλουμε τα κλάματα ή να πιάσουμε το χορό και να γίνουμε στουπί στο μεθύσι.
-Παίξε, Ζορμπά! πρότεινα.
-Το σαντούρι, δεν τα' παμε αφεντικό; το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Θα παίξω ύστερα από δυο μήνες, από δυο χρόνια, ξέρω κι εγώ; Και θα τραγουδήσω τότε πώς χωρίζουνται δυο άνθρωποι για πάντα.
-Για πάντα! ξεφώνισα τρομαγμένος.
Έλεγα από μέσα μου το φοβερό αυτόν αγιάτρευτο λόγο μα δεν είχα κουράγιο να τον ακούσω φωναχτά· τρόμαξα.
-Για πάντα! ξανάπε ο Ζορμπάς, καταπίνοντας με δυσκολία το σάλιο του. Για πάντα. Αυτά που μου λες, θα σμίξουμε πάλι, θα φτιάσουμε μοναστήρι, παρηγοριές στον άρρωστο όσο να βγει η ψυχή του... Δεν τα δέχομαι! Δεν τα θέλω! Τί; γυναικούλες είμαστε, να θέμε παρηγοριές; Δε θέμε παρηγοριές. Ναι, για πάντα!
-Μπορεί και να μείνω... είπα, τρομαγμένος από την άγρια τρυφεράδα τού Ζορμπά. Μπορεί και να 'ρθω μαζί σου· είμαι λεύτερος!
Ο Ζορμπάς κούνησε το κεφάλι:
-Όχι δεν είσαι λεύτερος, είπε· το σκοινί, όπου είσαι δεμένος, είναι λίγο πιο μακρύ από τους άλλους ανθρώπους· αυτό είναι όλο. Του λόγου σου, αφεντικό, έχεις μακρύ σπάγγο, πας κι έρχεσαι, θαρρείς πως είσαι λεύτερος· μα το σπάγγο δεν τον κόβεις. Κι άμα δεν κόψεις το σπάγγο...
-Θα τον κόψω μια μέρα! είπα με πείσμα, γιατί τα λόγια τού Ζορμπά άγγιξαν μέσα μου μιαν ανοιχτή πληγή και πόνεσα.
-Δύσκολο, αφεντικό, δύσκολο πολύ. Εδώ χρειάζεται τρέλα· τρέλα, το ακούς; Όλα για όλα! Μα εσύ έχεις μυαλό, κι αυτό θα σε φάει. Ο νους είναι μπακάλης, κρατάει κατάστιχα, γράφει τόσα έδωκα, τόσα πήρα, αυτά 'ναι τα κέρδη, αυτές οι ζημιές. Είναι μαθές καλός νοικοκυράκος, δεν τα βάζει όλα κάτω, κρατάει πάντα του πισινή. Δε σπάει το σπάγγο, όχι! τον κρατά ο μπαγάσας γερά στα χέρια του· σαν του φύγει, χάθηκε, χάθηκε ο κακομοίρης! Μα άμα δε σπάσεις το σπάγγο, δε μου λες, τί ουσία έχει η ζωή; Χαμομήλι, χαμομηλάκι· δεν είναι ρούμι να αναποδογυρίζει τον κόσμο!
Σώπασε· έβαλε να πιει, μα το μετάνιωσε.
-Να με συμπαθάς, αφεντικό, είμαι χωριάτης· τα λόγια καθίζουν στα δόντια μου όπως καθίζουν οι λάσπες στα πόδια· δεν μπορώ να κλώθω τα λόγια και να κάνω ευγένειες· δεν μπορώ· μα εσύ καταλαβαίνεις.
Άδειασε το ποτήρι, με κοίταξε.
-Καταλαβαίνεις! φώναξε, σα να τον έπιασε ξαφνικά θυμός· καταλαβαίνεις, κι αυτό θα σε φάει! Αν δεν καταλάβαινες, θα 'σουν ευχαριστημένος. Τί σου λείπει; Νέος είσαι, παράδες έχεις, μυαλό έχεις, γερός είσαι, καλός άνθρωπος είσαι, τίποτα δε σου λείπει. Τίποτα δε σου λείπει, να πάρει ο διάολος! Μονάχα ένα· είπαμε, η τρέλα. Κι άμα σου λείπει αυτό, αφεντικό...
Κούνησε την κεφάλα, σώπασε πάλι.
Παρά τρίχα να μ' έπαιρναν τα κλάματα· ό,τι έλεγε ο Ζορμπάς ήτανε σωστό... Όταν ήμουν παιδί, ορμές, ορμές μεγάλες, λαχτάρες προανθρώπινες, κάθουμουν μόνος κι αναστέναζα γιατί δε με χωρούσε ο κόσμος.
Κι ύστερα, αγάλια αγάλια, με τον καιρό, όλο και φρονίμευα· έβαζα σύνορα, χώριζα το δυνατό από το αδύνατο, το ανθρώπινο από το θεϊκό, κρατούσα σφιχτά το χαρταϊτό μου να μη φύγει. [...]
-Αφεντικό, είπε, ώρα να κοιμηθείς. Αύριο θα ξυπνήσεις χαράματα για το Κάστρο, να πάρεις το βαπόρι. Καληνύχτα.
-Δε νυστάζω, αποκρίθηκα· θα μείνω. Είναι η τελευταία βραδιά που περνούμε μαζί.
-Μα ίσια ίσια γι' αυτό πρέπει να τελειώνουμε σύντομα, φώναξε ο Ζορμπάς κι αναποδογύρισε το αδειασμένο του ποτήρι, σημάδι πως δεν ήθελε άλλο να πιει. Να, έτσι όπως οι καλοί άντρες κόβουν το τσιγάρο, το κρασί, το ζάρι· παλικαρίσια. [...]
Σηκώθηκε, δρασκέλισε γρήγορα τα χοχλάδια, μήτε στράφηκε πίσω, έφτασε στην παραφρή τής θάλασσας, και πια, μέσα στο σκοτάδι, τον έχασα. [...]
Πέρασαν πέντε χρόνια, μεγάλα χρόνια, φοβερά, που ο καιρός πήρε φόρα, τα γεωγραφικά σύνορα έπιασαν το χορό, άνοιγαν, μαζεύουνταν σα φυσαρμόνικες τα κράτη. Μια στιγμή ο Ζορμπάς κι εγώ χαθήκαμε μέσα στη μπόρα, ανάμεσά μας στάθηκαν πείνες και τρομάρες.
[...] Και μια μέρα στο Βερολίνο, έλαβα το τηλεγράφημα που είπαμε στην αρχή: «Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην· ελθέ αμέσως, Ζορμπάς.»
Δεν είχα, είπαμε, το κουράγιο να τα παρατήσω όλα και να κάμω κι εγώ μια φορά στη ζωή μου μια γενναία παράλογη πράξη· κι έλαβα το γραμματάκι που αντέγραψα στην αρχή, όπου με θεωρεί πια, και με το δίκιο του, ο Ζορμπάς, άνθρωπο χαμένο, καλαμαρά.
Από τότε δε μου ξανάγραψε· [...]
Ν. Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία τού Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη.

 ...Οι ξένοι μάλιστα μελετητές είδαν στο πρόσωπο του Αλέξη Ζορμπά τον Έλληνα, που ανάγει το λαϊκό διονυσιακό στοιχείο σε πρωτεύουσα φιλοσοφία της ζωής, μια διαπίστωση που γίνεται και πριν από την ταινία του Κακογιάννη...
Ο κατά Καζαντζάκη και ο κατά Κακογιάννη Ζορμπάς
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ - 08/02/2008

[...]i. Ο άνθρωπος του α ι σ θ η τ ι κ ο ύ  ε π ι π έ δ ο υ είναι εκείνος που αρέσκεται στη διονυσιακή κατάφαση της ζωής, και ρίχνεται με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του κορμιού του στο να την αδράξει και να την βιώσει όσο πιο έντονα μπορεί. Εντάσσεται, για την ακρίβεια:«ενσωματώνεται» στον φυσικό κόσμο ως σαρξ εκ της σαρκός του, επιζητώντας να τον απολαύσει ώς το μεδούλι του· έμβλημα βιοθεωρίας του είναι το carpe diem, το «κατ' αίσθησιν ζην».
[...]
(1ον) οι αρχέγονοι ή διονυσιακοί ήρωες: αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ο Ζορμπάς, ο διονυσιακότερος από όλους τους καζαντζακικούς χαρακτήρες·
[...]
Ο Ζορμπάς ζει ε ν σ τ ι κ τ ω δ ώ ς. Διακατέχεται από έναν έξαλλο πόθο για ζωή, έναν πόθο αδρότατα γήινο και αχόρταγα αισθησιακό, και αντιμάχεται ό,τι μπαίνει εμπόδιο στην ελεύθερη έκφραση αυτού του πόθου (τον ορθολογισμό δηλαδή και τις ηθικές επιφάσεις του). Είναι, εν ολίγοις, η ζώσα μαρτυρία του απόλυτα αισθησιακού και αντονοησιαρχικού ανθρώπου· η ενσάρκωση της ζωικής ορμής. Η κοσμοθεωρία του εκκινεί από την παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι κομμάτι του φυσικού κόσμου και, κατά συνέπεια, η δικαίωση του ανθρώπου (η λύτρωση) έρχεται μέσω της άφεσής του στον ρυθμό της φυσικής/κοσμικής αρμονίας.[...]
Αφροδίτη Αθανασοπούλου
Come i' uom s' eterna.[πώς ο άνθρωπος αθανατίζεται] Για μια τυπολογία των ηρώων της καζαντζακικής μυθολογίας
περιοδ. Φιλόλογος. τχ. 131 Ιαν-Μαρτ. 2008 σσ. 55-71

Η πράσινη πέτρα, αυτό και τα προηγούμενα, έφεραν τα εξής κοινότοπα και σκόρπια· πως παλιά, πολύ παλιά, -στον 20ο αι.- μιλώντας για τον Ζορμπά-βιβλίο, είχαμε, ως παιδιά, οικτίρει σχεδόν ομόφωνα τον συγγραφέα που δεν έκανε τη γενναία παράλογη πράξη, να τ'αφήσει όλα και να πάει να δει την όμορφη πράσινη πέτρα, αλλά αντίθετα ακολούθησε τη μετρημένη, κρύα, ανθρώπινη φωνή του λογικού. Και σχεδιάζαμε τη δική μας ηλιόλουστη και ελεύθερη ζωή.
Κάποτε ο Ζορμπάς, συμβόλιζε και για τους άλλους, τους ξένους, τον
θρίαμβο του αδάμαστου ελεύθερου πνεύματος και του πόθου για ζωή επί του ορθολογισμού και του καταναγκασμού του χρήματος και της μισθωτής δουλειάς. Αυτόν που αντιμετωπίζει τη χρεωκοπία του αφεντικού του ως μια προσωρινή μόνο αναποδιά πείθοντας και τον αυστηρό, μετρημένο, επιφυλακτικό Άγγλο ότι δεν αξίζει να στενοχωριέται, ότι ένα συρτάκι και λίγο κρασί θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους.
(Κάποτε ακόμα και οι Γερμανοί έψαχναν τον Ζορμπά στην Ελλάδα, αναζητούσαν την τρέλα, τη λεβεντιά, την ελευθερία, την πονηριά, την ανεμελιά, την απερισκεψία, την αμεριμνησία· ήθελαν να τα γευτούν, ίσως για λίγο. Τώρα ό,τι μοιάζει να ενσαρκώνει ο Ζορμπάς είναι αποκρουστικό, απεχθές, προσβλητικό.
Το βιβλίο όμως φαίνεται ότι ακόμα πουλά στη Γερμανία, από το 2004 έχει 60 διαφορετικές εκδόσεις και περίπου 702.000 αντίτυπα έχουν πουληθεί από τον εκδοτικό οίκο Rowohlt-Verlag μόνο.)
  
Άνευ συμπεράσματος.
το εξώφυλλο του βιβλίου από  buecher.de

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

J'accuse και Το αστείο και η Ευρώπη μετά τη βροχή και οι Bonnie and Clyde και η Δίκη μπροστά στον Πιλάτο· όταν όλα μοιάζουν να μπερδεύονται...

Κύριε Πρόεδρε,
         [...] Η κυβέρνηση, αν και είχε συναίσθηση της ευθύνης της, μπορούσε ν' αρπάξει το σκουπόξυλο και να σαρώσει το λημέρι αυτό του ιησουιτισμού, όπως τους αποκάλεσε ο ίδιος ο Μπιγιό. Πού είναι το αληθινά πατριωτικό υπουργείο, που θα 'χει την τόλμη να τα γκρεμίσει όλα και να τα ξαναφτιάξει όλα εκεί μέσα; Πόσους ανθρώπους ξέρω που, μπροστά στην πιθανότητα ενός πολέμου, τρέμουν από αγωνία, βλέποντας σε τι χέρια βρίσκεται η εθνική μας άμυνα! Και τι σφηκοφωλιά από χυδαίες πρόστυχες δολοπλοκίες, κουτσομπολιά και οργιαστικές σπατάλες έχει γίνει το ιερό αυτό άσυλο όπου κρίνεται η τύχη της Πατρίδας! Τρομάζει κανείς μπροστά στο τρομερό φως που έριξε εκεί μέσα η υπόθεση Ντρέιφους, η ανθρώπινη αυτή θυσία ενός δυστυχισμένου, ενός «βρομερού Εβραίου».
          Α! τι φοβερό ανακάτεμα από ηλιθιότητα και παραφροσύνη, πολλές φαντασιοπληξίες, αγροίκες αστυνομικές μεθόδους, ήθη τυραννικά και απάνθρωπα τα τρισχειρότερα, αυτή η χυδαία τέρψη μερικών γαλονάδων που βάζουν τις μπότες τους πάνω στο Έθνος, του ξαναχώνουν μέσα στο λαρύγγι την κραυγή του για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, με την ψεύτικη και ιερόσυλη πρόφαση της σωτηρίας του Κράτους!
          Και διαπράξανε άλλο ένα έγκλημα, αφού θελήσανε να στηριχθούν στον ακάθαρτο δημοσιογραφικό τύπο. Δεν ντραπήκανε να ζητήσουν ή να δεχθούνε την προστασία όλης της σαβούρας του Παρισιού - κι έτσι τώρα ο συρφετός αυτός θριαμβολογεί αναίσχυντα για την ήττα του δικαίου και της απλής ηθικής. Έγκλημα επίσης είναι ότι κατηγόρησαν για ταραχοποιούς της Γαλλίας εκείνους που τη θέλουν γενναιόφρονη, επικεφαλής των ελεύθερων και δικαίων εθνών, κι αυτό τη στιγμή που σκευωρούσαν οι ίδιοι μια επονείδιστη συνομωσία για να επιβάλλουν την πλάνη, μπροστά στον κόσμο ολόκκληρο. Έγκλημα είναι ότι παραπλάνησαν την κοινή γνώμη, ότι χρησιμοποίησαν για μια πλεκτάνη θανάτου, τη γνώμη αυτή που διέστρεψαν, μέχρι του σημείου να την κάμουν να παραληρεί. Έγκλημα είναι ότι δηλητηρίασαν τους μικρούς και τους ταπεινούς, ότι διέγειραν τα πάθη της αντίδρασης και της αδιαλλαξίας, καμουφλάροντάς την πίσω από το μισητό αντισημιτισμό, πάθη από τα οποία η μεγάλη φιλελεύθερη Γαλλία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα πεθάνει, αν δε θεραπευθεί εγκαίρως απ' αυτά. Έγκλημα είναι ότι εκμεταλλευθήκανε τον πατριωτισμό για έργα μίσους, έγκλημα, τέλος, είναι ότι έκαναν στάχτη ένα μοντέρνο θεό, όταν όλη η ανθρώπινη επιστήμη μοχθεί για την προσεχή καρποφορία της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
           Η αλήθεια αυτή, αυτή η ίδια η δικαιοσύνη, που με τόσο πάθος τις θελήσαμε, τι απελπισία να τις βλέπουμε έτσι καταρρακωμένες, περισσότερο παραμορφωμένες, περισσότερο μουντές από κάθε άλλη φορά! Υποπτεύομαι τον συγκλονιστικό σεισμό που θα έγινε μέσα στην ψυχή του κ. Σέρερ-Κέστνερ, και πιστεύω απόλυτα ότι κάποια μέρα θα νιώσει τύψεις που δεν ανέτρεψε τα πάντα, την ημέρα της επερώτησης στη Γερουσία, εξαπολύοντας ολόκληρο το φάκελο, ώστε να τα ρίξει όλα κάτω. Ήταν ο μεγάλος έντιμος άνθρωπος, ο άνθρωπος της ηθικής ζωής του, πίστεψε ότι η αλήθεια ήτανε αυτάρκης, προπάντων όταν του φαινόταν φεγγοβολούσα σαν το άπλετο φως. Προς τι λοιπόν να αναστατώσει τα πάντα, αφού σε λίγο θα λαμποκοπούσε ο ήλιος; Και για την εύπιστη αυτή ψυχική γαλήνη του τιμωρήθηκε τόσο σκληρά. Το ίδιο ισχύει και για τον αντισυνταγματάρχη Πικάρ, που από ένα υψηλό συναίσθημα αξιοπρέπειας, δε θέλησε να δημοσιεύσει τα γράμματα του στρατηγού Γκονζ. Οι ενδοιασμοί του αυτοί τον τιμούν περισσότερο όσο, οι προϊστάμενοί του τον σπρώχνανε μέσα στο βούρκο, επεμβαίνανε στο ανακριτικό του έργο και αλλοιώνανε τη δικογραφία κατά τον πλέον απροσδόκητο και προσβλητικό τρόπο ενώ αυτός ενεργούσε με αυστηρό σεβασμό προς την πειθαρχία. Υπάρχουν δυο θύματα, δυο γενναίες ψυχές, δυο απλές καρδιές, που αφήσανε το θεό να ενεργήσει, ενώ ενεργούσε ο διάβολος.
          Είδαμε μάλιστα, σχετικά με τον αντισυνταγματάρχη Πικάρ, κι αυτή την ακατονόμαστη προστυχιά: ένα γαλλικό δικαστήριο, αφού άφησε τον εισηγητή να καταγγείλει δημόσια ένα μάρτυρα, να τον κατηγορήσει για όλα τα σφάλματα, έκλεισε τις σύρτες όταν ήρθε ο μάρτυρας αυτός για να εξηγηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Λέω ότι αυτό είναι ένα επιπλέον έγκλημα και ότι το έγκλημα αυτό θα εξεγείρει την παγκόσμια συνείδηση. Αναντίρρητα, τα στρατιωτικά δικαστήρια έχουν μιαν ιδιόρρυθμη ιδέα για τη δικαιοσύνη.
         Αυτή λοιπόν είναι η απλή αλήθεια, κύριε Πρόεδρε, και είναι φρικιαστική· θα στιγματίσει την προεδρεία σας. Ξέρω βέβαια ότι δεν είχατε καμιάν αρμοδιότητα στην υπόθεση αυτή, ότι είσαστε αιχμάλωτος του Συντάγματος και του περιβάλλοντός σας. Αλλά έχετε ένα ιερό καθήκον σαν άνθρωπος, και το καθήκον αυτό οφείλετε να το θυμηθείτε και να το εκπληρώσετε. Μη νομίσετε πως έχω απελπιστεί, πως έχω και την παραμικρή έστω αμφιβολία για το θρίαμβο. Το επαναλαμβάνω με τη σφοδρότερη βεβαιότητα: η αλήθεια προχωρεί και τίποτε δε θα τη σταματήσει. Σήμερα μόλις αρχίζει η υπόθεση Ντρέιφους, γιατί μονάχα σήμερα αρχίζει να ξεκαθαρίζει η κατάσταση. Από τη μια μεριά, οι ένοχοι που δε θέλουν να απονεμηθεί η δικαιοσύνη. Από την άλλη μεριά, οι οπαδοί της δικαιοσύνης που θα δώσουν και τη ζωή τους για να την επιβάλλουν.
        Αν θάψετε την αλήθεια κάτω από τη γη, μεγαλώνει εκεί μέσα και μαζεύει τέτοια εκρηκτική δύναμη, ώστε την ημέρα που ξεσπά, παρασύρει τα πάντα μπροστά της.
        Θα δούνε λοιπόν, θα το δουν αναπόφευκτα ότι προπαρασκευάσανε την εκρηκτικότερη απ΄ όλες τις καταστροφές.
        Αλλά η επιστολή αυτή παρατράβηξε, κύριε Πρόεδρε, και είναι καιρός να την τερματίσω.
        Κατηγορώ...
        Κατηγορώ...
     ...Διατυπώνοντας τις κατηγορίες αυτές, δεν αγνοώ ότι υπόκειμαι στις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του Νόμου περί Τύπου της 29 Ιουλίου 1881, που κολάζουν τα αδικήματα της δυσφήμισης. Εκθέτω οικειοθελώς τον εαυτό μου σ' αυτόν τον κίνδυνο. Όσο για τους ανθρώπους που κατηγορώ, δεν τους ξέρω, δεν τους είδα ποτέ, δεν έχω εναντίον τους ούτε μνησικακία ούτε μίσος.
        Δεν είναι για μένα παρά αφηρημένες έννοιες, κακοποιά πνεύματα της κοινωνίας. Και η πράξη που εκτελώ εδώ δεν είναι παρά ένα επαναστατικό μέσον για να επισπεύσω την έκρηξη της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
        Δεν έχω παρά ένα πάθος, το πάθος του φωτός, εν ονόματι της ανθρωπότητας που τόσο υπέφερε και που έχει δικαίωμα στην ευτυχία. Η πυρακτωμένη διαμαρτυρία δεν είναι παρά η κραυγή της ψυχής μου. Ας τολμήσουν λοιπόν να με παραπέμψιυν στο κακουργιοδικείο και η διαδικασία να γίνει στα φανερά.
       Περιμένω.
       Ευαρεστηθείτε, κύριε Πρόεδρε, να δεχθείτε τη διαβεβαίωση του βαθύτατου θαυμασμού μου.
ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ
από το Κατηγορώ,(13.01.1898), του Εμίλ Ζολά, εκδ. Γκοβόστη, μτφ. Γιάννης Κωνσταντίνου

Ο Émile Zola (Παρίσι, 2 Απριλίου 1840 - Παρίσι, 29 Σεπτεμβρίου 1902) ήταν Γάλλος συγγραφέας. Θεωρείται ο πατέρας αλλά και ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού. Επιπλέον πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική και τάχθηκε υπέρ της απελευθέρωσης της κοινωνίας.


Žert
ΙΙΙ  3. [...] Σου έγραψε πως αναγνωρίζει τη δύναμη του οπτιμισμού; ρώτησαν συνέχεια. Μάλιστα, είπα. Και τι γνώμη έχεις εσύ για τον οπτιμισμό; Τι γνώμη θάπρεπε να έχω; ρώτησα. Θεωρείς τον εαυτό σου οπτιμιστή; Τον θεωρώ, είπα άτολμα. Μ' αρέσουν τ' αστεία, είμαι σχεδόν χαρούμενος χαρακτήρας, προσπάθησα ν' αλαφρύνω τον τόνο της εξέτασης. Χαρούμενος μπορεί νάναι κι ο μηδενιστής, είπε ο ένας τους, μπορεί λογου χάρη να περιγελά τους ανθρώπους που βασανίζονται. Χαρούμενος μπορεί νάναι κι ο κυνικός, συνέχισε. Νομίζεις πως είναι δυνατόν να οικοδομηθεί σοσιαλισμός χωρίς την αισιοδοξία; ρώτησε ο άλλος. Όχι, είπα. Έτσι λοιπόν, εσύ δεν είσαι υπέρ της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον τόπο μας είπε ο τρίτος. Πώς έτσι; υπεράσπισα τον εαυτό μου. Επειδή η αισιοδοξία για σένα είναι το όπιο του ανθρώπινου είδους, μου επιτέθηκαν. Πώς έτσι όπιο του ανθρώπινου είδους; υπερασπιζόμουν συνέχεια. Μη μασάς τα λόγια σου, το έγραψες. Ο Μαρξ αποκάλεσε όπιο του ανθρώπινου γένους τη θρησκεία αλλά για σένα όπιο είναι η αισιοδοξία μας! Το έγραψες στη Μαρκέτα. Θα ήμουν περίεργος ν' ακούσω τι θάλεγαν οι εργάτες μας κι ανάμεσά τους οι πρωτοπόροι, που υπερκαλύπτουν τα πλάνα σαν μάθαιναν πως η αισιοδοξία τους είναι όπιο, συνέχισε αμέσως ο άλλος. Κι ο τρίτος συμπλήρωσε: Για τον τροτσκιστή η οικοδομητική αισιοδοξία είναι πάντα όπιο. Και συ είσαι τροτσκιστής. Προς θεού, πώς φανταστήκατε κάτι τέτοιο; αμύνθηκα. Το έγραψες, ή δεν το έγραψες; Ίσως κάτι τέτοιο στ' αστεία να έγραψα, πέρασαν δυο μήνες, δε θυμάμαι καλά. Μπορούμε να στο θυμίσουμε, είπαν και μου διάβασαν την κάρτα μου: Η αισιοδοξία είναι το όπιο του ανθρώπινου είδους. Το υγιές πνεύμα μυρίζει ανοησίες! Ζήτω ο Τρότσκυ! Λούτβιχ. Οι φράσεις στον μικρό χώρο του πολιτικού γραφείου αντήχησαν τόσο φοβερά που εκείνη τη στιγμή τις φοβήθηκα κι αιστάνθηκα πως έχουν τέτοια καταστρεπτική δύναμη που δεν θα μπορέσω να την αντέξω. Σύντροφοι, αυτό ήταν μονάχα στ' αστεία, είπα κι αιστανόμουν πως κανένας δεν με πίστευε. Μοιάζει αυτό γι' αστείο; ρώτησε ο ένας απ' τους συντρόφους τους άλλους δυο, και κείνοι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους. Έπρεπε να γνωρίζατε τη Μαρκέτα! είπα. Εμείς την ξέρουμε, μ' απάντησαν. Λοιπόν το βλέπετε, συνέχισα, η Μαρκέτα τα παίρνει όλα στα σοβαρά γι' αυτό μαζί της αστειευόμασταν και προσπαθούσαμε να τη σοκάρουμε. Αυτό είναι ενδιαφέρον, είπε ο ένας από τους συντρόφους, δεν διαπιστώσαμε από τα επόμενά σου γράμματα πως η Μαρκέτα δεν το παίρνει το πράγμα στα σοβαρά. Μήπως διαβάσατε όλα τα γράμματά μου προς τη Μαρκέτα; Λοιπόν έτσι, επειδή η Μαρκέτα τα παίρνει όλα στα σοβαρά, πήρε το λόγο άλλος, εσύ μαζί της κάνεις αστεία. Αλλά πες μας, τι είναι αυτό που παίρνει στα σοβαρά; Είναι λογου χάρη κόμμα, αισιοδοξία, πειθαρχία, έτσι; Κι όλα αυτά, ό,τι εκείνη παίρνει στα σοβαρά είναι για σένα γελοία. Σύντροφοι, καταλάβετε, έλεγα, ακόμα ούτε θυμάμαι πως το έγραψα, το έγραψα στο γόνατο, δυο τρεις φράσεις μόνο και μόνο για ν' αστειευτώ, ούτε που σκεφτόμουν καλά καλά τι γράφω, αν σκεφτόμουν τίποτα κακό ασφαλώς δεν θα το έστελνα στην κομματική σχολή! Το ίδιο κάνει πώς το έγραψες. Το έγραψες βιαστικά ή με την ησυχία σου, στο γόνατο ή στο τραπέζι, μπόρεσες να γράψεις αυτό μόνο που έχεις μέσα σου. Τίποτα άλλο δεν μπορούσες να γράψεις. Ίσως αν το σκεφτόσουν περισσότερο να μην το έγραφες. Αλλά έτσι το έγραψες χωρίς προσποίηση. Ξέρουμε τουλάχιστο τώρα ποιος είσαι. Ξέρουμε ακόμα πως έχεις δυο πρόσωπα, ένα για το κόμμα και το δεύτερο για τους άλλους. Αισθανόμουν πως η υπεράσπισή μου γκρεμιζόταν με αποτελεσματικά επιχειρήματα. Επανέλαβα μερικές φορές ακόμα τα ίδια: πως ήταν ένα αστείο, πως ήταν μόνο λέξεις χωρίς σημασία, πως απλώς ήταν μια διάθεση και τα τοιαύτα. Τα απόρριψαν όλα. Είπαν πως έγραψα τις φράσεις μου σε ανοιχτή κάρτα, πως οποιοσδήποτε μπορούσε να τις διαβάσει, πως οι λέξεις αυτές είχαν αντικειμενική σημασία και πως εκεί δεν ήταν γραμμένη καμιά επεξήγηση για τη διάθεσή μου. Έπειτα με ρώτησαν τι και τι διάβασα από τον Τρότσκυ. Τους είπα, πως τίποτα. Με ρώτησαν ποιος με δάνεισε αυτά τα βιβλία. Τους είπα, πως κανένας. Με ρώτησαν με ποιους τροτσκιστές σύχναζα. Τους είπα, με κανέναν. Μου είπαν πως απ' αυτή τη στιγμή μου αφαιρούν την ισχύ της λειτουργίας μου στην Ένωση φοιτητών και με κάλεσαν να επιστρέψω το κλειδί του γραφείου. Το έιχα στην τσέπη μου και τους το έδωσα. Μετά μου είπαν πως την κομματική μου περίπτωση θα την λύσει η οργάνωσή μου στη φυσικομαθηματική σχολή. Σηκώθηκαν και κοιτούσαν αλλού. Είπα «τιμή στη δουλειά» κι έφυγα.[...]

4. [...] Αλλά αισθανόμουν στην πραγματικότητα αθώος; Είναι αλήθεια, πως συνεχώς επιβεβαίωνα το γελοίο αυτού του σκανδάλου, αλλά συνάμα (κι αυτό σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, μου φαίνεται περισσότερο οδυνηρό) άρχισα να βλέπω τις τρεις φράσεις της κάρτας μου με τα μάτια εκείνων που με ανέκριναν· να τις βλέπω με φρίκη και τρόμαζα πως κάτω από τα αριστοτεχνικά αστεία μου αποκαλύπτεται ίσως κάτι στ' αλήθεια σοβαρό: ότι ποτέ δεν ενώθηκα με το σώμα του κόμματος, ότι ποτέ δεν υπήρξα πραγματικός προλεταριακός επαναστάτης, αντίθετα πως είμαι ένας απλός οπαδός του «εμπρός με τους επαναστάτες» (νιώθαμε δηλαδή την προλεταριακή επαναστατικότητα, για να το πω έτσι, όχι σαν θέμα ε κ λ ο γ ή ς,  αλλά σαν θέμα ο υ σ ί α ς· επαναστάτης κανείς ή είναι και μετά ενώνεται με το κίνημα σ' ένα κολλεκτιβικό σώμα, σκέφτεται με το κεφάλι αυτού του σώματος κι αισθάνεται με την καρδιά του, ή δεν είναι και μετά δεν του μένει άλλο παρά μόνο ν α  θ έ λ ε ι  να γίνει. Αλλά έτσι είναι ένοχος για κάτι που δεν είναι: είναι ένοχος για την ανεξαρτησία του, για τη μη συγχώνευσή του).
       Όταν θυμάμαι σήμερα την τότε κατάστασή μου, έρχεται στο νου μου σε αναλογία, η αδιάκοπη δύναμη του χριστιανισμού, που υποβάλλει στον πιστό την βασική και αιώνιά του αμαρτία· και γω στάθηκα (όλοι έτσι σταθήκαμε) μπροστά στην επανάσταση και στο κόμμα της με το κεφάλι συνέχεια κατεβασμένο, έτσι που σιγά σιγά συμφιλιώθηκα με την ιδέα, πως οι φράσεις μου όσο και να είχαν γραφτεί με το πνεύμα ενός αστείου, δεν είναι λιγότερο ένοχες, κι άρχισε μέσα μου ένας αγώνας αυτοκριτικής: έλεγα, πως οι φράσεις δεν μου κατέβηκαν έτσι χωρίς αιτία, στην τύχη, πως από παλιά ακόμα οι σύντροφοι (και δικαίως) μου καταλόγιζαν «κατάλοιπα ατομικισμού» και «διανοουμενισμό», και πως ο πατέρας μου που ήταν εργάτης και πέθανε στον πόλεμο σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα καταλάβαινε πολύ καλά τον κυνισμό μου· κατηγορούσα τον εαυτό μου για το κάθε τι και συμφιλιώθηκα ακόμα και με την ανάγκη κάποιας τιμωρίας· μια τιμωρία μόνο δεν μπορούσα ν' αντέξω: να διαγραφώ από το κόμμα και να χαρκτηριστώ σαν ε χ θ ρ ό ς  του· να ζω σαν σημαδεμένος εχθρός αυτού, που διάλεξα από νεαρό αγόρι ακόμα και του δόθηκα, μου φαινόταν απελπιστικό.
      Μια τέτοια αυτοκριτική που ήταν συνάμα και λυπηρή μου υπεράσπιση, την ανακοίνωσα εκατό φορές ίσως στον εαυτό μου, το λιγότερο δέκα φορές σε διάφορες επιτροπές και στο τέλος και στη συνέλευση της σχολής μας, όπου ο Ζέμανεκ, ειδικά για την περίπτωσή μου, διάβασε εισαγωγική έκθεση (επιβλητική, λαμπρή, αξέχαστη) και πρότεινε εν ονόματι της επιτροπής να διαγραφώ από το κόμμα. Η συζήτηση που επακολούθησε κατέληξε κι αυτή εις βάρος μου· κανείς δεν σηκώθηκε να με υπερασπιστεί και στο τέλος όλοι (ήταν εκεί περίπου εκατό κι ανάμεσά τους οι καθηγητές μου και οι πιο κοντινοί μου συνάδελφοι), μάλιστα όλοι ως τον τελευταίο, σήκωσαν το χέρι για να επικυρώσουν όχι μόνο τη διαγραφή μου απ' το κόμμα, αλλά (κι αυτό δεν το περίμενα καθόλου) και την αποβολή μου απ' το πανεπιστήμιο για πάντα.[...]  

από το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα, Το Αστείο, (1967), εκδ. Κάλβος, μτφ. από τα τσέχικα Ανδρέα Τσάκαλη
Η επίσημη βιογραφία του Κούντερα (1.04.29) για τις γαλλικές εκδόσεις:
«Milan Kundera est né en Tchécoslovaquie. En 1975, il s'installe en France» 


 Η Ευρώπη μετά τη βροχή (1940-1942)
[...] Η θέση του Έρνστ ήταν δύσκολη. Persona non grata στη Γερμανία, είχε ζήσει για χρόνια στη Γαλλία, αλλά ποτέ δεν απέκτησε γαλλική υπηκοότητα, όπως τον είχαν συμβουλέψει· με την έναρξη του πολέμου θεωρήθηκε σύμμαχος του εχθρού και έτσι τέθηκε υπό περιορισμό σε στρατόπεδο.
Το 1938 είχε μετακομίσει, μαζί με τη Λεονόρα Κάρρινγκτον, από το Παρίσι στον γαλλικό Νότο και αγόρασε μια ετοιμόρροπη αγροικία στο Σαιν-Μαρτέ-ντ' Αρντές, ένα χωριό περίπου πενήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αβινιόν. Σχετικά φτωχοί -μοναδικοί του προστάτες ήταν ο Πωλ Ελυάρ και Ζοέ Μπουσκέ-, άρχισαν να ανακαινίζουν το μέρος και ο Μαξ το διακόσμησε με υπέροχα τσιμεντένια γλυπτά. [...].
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Μαξ αρχικά φυλακίστηκε στη Λαρζεντιέρ και κατόπιν μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων της Λε Μιλ, κοντά στην Αιξ-αν-Προβάνς, όπου μοιραζόταν ένα δωμάτιο σαν κελί με τον συμπατριώτη του ζωγράφο Χανς Μπέλμερ. Το στρατόπεδο της Λε Μιλ ήταν προηγουμένως εργοστάσιο τούβλων και ο Μπέλμερ φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Μαξ εκεί, ζωγραφίζοντας το πρόσωπο πάνω σε τούβλα. Οι δυο άντρες ζωγράφιζαν διαρκώς, ώστε να μη σκέφτονται την πείνα τους. Στη Λαρζεντιέρ ο Μαξ είχε φτιάξει έναν πίνακα του τοπίου κατόπιν αιτήματος του διοικητή, αλλά ο Γάλλος προσβλήθηκε επειδή το έργο δεν ήταν καθόλου κολακευτικό. Ευτυχώς ο Μαξ είχε πολλούς πιστούς Γάλλους φίλους με επιρροή, που με τη βοήθεια της Λεονόρας κατάφεραν να πετύχουν την απελευθέρωσή του έως τα Χριστούγεννα. Επέστρεψε στο Σαιν-Μαρτέν και μια ολοένα πιο έξαλλη Λεονόρα, μα η ελευθερία του υπήρξε βραχύβια. Την άνοιξη ασκήθηκε εναντίον του δίωξη και φυλακίστηκε ξανά -η αρχή μιας σειράς τρομακτικών επεισοδίων, από τα οποία ξεχωρίζει η απειλή να μεταφερθεί στη γαλλική Βόρεια Αφρική για να δουλέψει στη σιδηροδρομική γραμμή της Σαχάρας. Ο Μαξ απέδρασε, συνελήφθη ξανά και απέδρασε εκ νέου. Γύρισε στο Σαιν-Μαρτέν, για να διαπιστώσει με φρίκη ότι κατά την απουσία του η Λεονόρα είχε πάθει νευρικό κλονισμό, είχε πειστεί από έναν ντόπιο επιχειρηματία να του πουλήσει το σπίτι τους (οι χωρικοί αντιμετώπιζαν με καχυποψία και δυσπιστία το ζεύγος των ξένων καλλιτεχνών) για ένα μπουκάλι μπράντι και είχε εξαφανιστεί. Εκείνη τη θλιβερή περίοδο ξεκίνησε έναν από τους σπουδαιότερους πίνακές του, την Ευρώπη μετά τη βροχή 2. Μια μέρα πριν φύγει από το χωριό, έφτασε ο ταχυδρόμος της περιοχής με μια σειρά ημερολόγια για το νέο έτος. Ο Μαξ διάλεξε ένα τοπίο, ενώ ο ταχυδρόμος τον ικέτευε να αγοράσει ένα με την προσωπογραφία του μαρεσάλ Πεταίν - «κανείς δεν τον θέλει».[...]
από Peggy Guggenheim εθισμένη στην τέχνη του Anton Gill, εκδ. Νεφέλη, μτφ.Σπύρος Τσούγκος.

Ο Max Ernst, 2 Απριλίου 1891 - 1 Απριλίου 1976, ήταν Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του κινήματος του υπερρεαλισμού και του ντανταϊσμού.


Ο Serge Gainsbourg ή Lucien Ginsburg( 2.04.28-2.03.91), ήταν τραγουδιστής, συνθέτης, ηθοποιός, σκηνοθέτης.  Το Bonnie and Clyde από το άλμπουμ του Initials B.B. (1968), βασίζεται σ'ένα ποίημα της ίδιας της Bonnie Parker, που αφηγείται την ιστορία των δυο ληστών. Ο Gainsburg τραγουδά με την Brigitte Bardot.





"Trial Before Pilate (Including the Thirty-Nine Lashes)" από το Jesus Christ Superstar, ταινία του 1973, σκηνοθετημένη από τον Norman Jewison και βασισμένη στην ομώνυμη ροκ όπερα των Τim Rice και Andrew Lloyd Webber. O Tedd Neely στον ρόλο του Ιησού και ο Barry Dennen (του οποίου ιδέα υπήρξε η μεταφορά της όπερας στον κινηματογράφο) ως Ιούδας. 



στοιχεία και εικόνες από την Wikipedia και Βικιπαίδεια.