Μετά τους «58» σε αναζήτηση μιας δυσώνυμα
εκσυγχρονιστικής γνησιότητας του νεοφιλελευθερισμού, φύτρωσε η «Ελιά», που
επιζητεί να αντλήσει δυνάμεις από την καθεστωτική της γλάστρα, για να
ακολουθήσει η αντιπολιτική συγχορδία του κιτς. |
|
Του Νίκου Σκοπλάκη
Η αερόλογη δημαγωγία εμπορευματικού τύπου, η κονιορτοποίηση της πολιτικής σε ιδεολογικοποιημένες συνάψεις με τους ανομοιογενείς κορπορατισμούς της «υγιούς επιχειρηματικότητας», η βουλιμική επιδίωξη να αξιοποιηθούν εκλογικά η επί χρόνια εκπαιδευμένη απόγνωση της εξατομίκευσης, ο πολιτικός αποκλεισμός που με επικοινωνιακές τεχνικές βαυκαλίζει τη στέρηση σε ψευδεπίγραφη αυτάρκεια, η φλύαρη αμηχανία του πολιτικού παροπλισμού που συσπειρώνεται στον θαυμασμό της ιδιωτικής (και τηλεοπτικής) καταξίωσης-όλα τούτα καθίστανται οι θεμέλιοι φθόγγοι της. Περσόνες που καυγάδισαν για το μερίδιό τους στο κοινό πάπλωμα, αλλά υπήρξαν δραστήριοι συναυτουργοί σε κάθε εκδοχή καθήλωσης της πολιτοφροσύνης και έκαναν την παλιά τους τέχνη κόσκινο για να θεμελιωθούν τα ερείσματα της δημόσιας αλαλίας, σπεύδουν να ηχήσουν μαζί, τάχαμου σαν κελάρυσμα καθολικού ενδιαφέροντος, στην πραγματικότητα όμως σαν φάλτσο πλατσούρισμα από κάδο πλυντηρίου. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ονοματοδότησαν το κοινό τους melting-pot ανατρέχοντας στο υγρό στοιχείο. Η διαφημιστική μετωνυμία, ως (νεο)φιλελεύθερο μέσο της αντιπολιτικής επικοινωνίας, προσαγορεύει σε «Ποτάμι» την παροχή για το ξέβγαλμα και το στύψιμο στον κάδο, την ύστατη εστία εξομοιωτικής συγχώνευσης των πάντων και αποκάθαρσης συσσωρευμένων αδιεξόδων, με απορρυπαντικά την ψυχοσυμβουλευτική των «public relations» και την ψευδόμενη ειρωνεία του τρέντυ κομφορμισμού. Ο επιθυμητός τρόπος πρόσληψης αυτού του κάδου στο εμπειρικό επίπεδο καλεί τις εκπραγματισμένες συνειδήσεις να γίνουν το νερό της παροχής. Και η επίκληση γίνεται με την ελπίδα ότι οι εκπραγματισμένες συνειδήσεις θα αποδεχτούν σπασμωδικά σαν υποκατάστατο συμμετοχής τον αντιπολιτικό φενακισμό που ήδη μαντεύουν, θα κλείσουν τα μάτια και-μπλουμ! Όπως, όμως, έχει επισημάνει και ο Αντόρνο, η σκέψη να πέσει κανείς στο melting-pot δεν ανακαλεί στη μνήμη τη δημοκρατία, αλλά τον θάνατο της δημοκρατίας. Κανένα αντιπολιτικό σύνθεμα δεν βελτιώνεται παρουσιάζοντας ανοιχτά αυτό που είναι, αλλά αποσκοπεί στο να δελεάσει το υποπολιτικό αισθητήριο, καθηλώνοντάς το σε χτυπητά χαρακτηριστικά της εσωτερικής του διάρθρωσης. Διότι είναι δελεαστικό για μια εκπραγματισμένη συνείδηση να αντιλαμβάνεται την ιστορία ως γουέστερν, ως μελόδραμα ή ως οδηγό μαγειρικής και όχι ως συγκυρία στην οποία η φορά της κοινωνικής κίνησης είτε πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες ελευθερίας είτε συντηρεί τους παράγοντες της καταπίεσης. Το θολερό που σηματοδοτεί το «Ποτάμι», διατίθεται ως πλασματικός ορίζοντας για την καθήλωση ευρύτερων μαζών μακριά από την πολιτική δράση και από τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες, ώστε να διατηρηθούν και να διευρυνθούν τα κέρδη και οι λείες από ένα τετραετές μνημονιακό πλαίσιο ταξικής λιτότητας και κοινωνικής καταστροφής. Αυτό το πλαίσιο δεν κατονομάζεται με σαφήνεια, διότι οι συνένοχες περσόνες της επικοινωνιακής ψυχοσυμβουλευτικής και του τρέντυ κομφορμισμού επιδιώκουν να αναχθούν σε κλιμάκιο τετραπέρατων ειδικών, που με «προστασία, βοήθεια και συμβουλές» θα συντηρούν για τους εξαθλιωμένους τον παθητικό μηχανισμό της αδράνειας ως αναγκαίο συμπλήρωμα, εφόσον μάλιστα η αλχημική ανάμειξη καινοφανών και παραδοσιακών συστημικών συμπεριφορών εστιάζει στη «μετά το Μνημόνιο εποχή», με τη φυσικοποίηση όλων των συνεπειών του σε αδήριτο αυτοματισμό. Οι έξαλλα μνημονιακές περσόνες στο «Ποτάμι» αναδιατάσσουν τα ίδια μέσα για την αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης: ευτελίζουν την πραγματικότητα, αποσιωπούν τις αιτιώδεις σχέσεις, θολώνουν τα αποτελέσματά τους. Τώρα που οι καιροί είναι διαλυτικοί για τα συστημικά παρεάκια, αλλά η κοινωνική συμπεριφορά τους είναι χρήσιμη, υπερμεγεθύνουν τον μικρόκοσμό τους σε πασαρέλα εκλογικής συσπείρωσης, μεταμφιέζοντας τον «αυτοδημιούργητο» καθεστωτισμό σε πρωτοβουλία αγαπησιάρικης καλοσύνης. Η αρχή της ακλόνητης ανισότητας στην κατανομή του πλούτου δοκιμάζει την αντιπολιτική της επινοητικότητα, κατασκευάζοντας τεχνητές όχθες με το «Ποτάμι». Ο μπαρόκ επαρχιωτισμός του ιδεολογήματος «οι καλύτεροι Έλληνες» φορά τα ευρωπαϊστικά του και εφορμά ως δίκυκλος κένταυρος, βρουμ-βρουμ! Το βαρυφορτωμένο, κακοσυντηρημένο και σμπαραλιασμένο σαράβαλο, ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός της «ισχυρής Ελλάδας» με τους διεφθαρμένους αρχαϊσμούς, του εργοληπτικού θεάματος με τις ολυμπιακές εξακτινώσεις και των μνημονιακών τεχνικών της αιώνιας λιτότητας, συμβολοποιεί τον πλασματικό «ανθρωπομορφισμό» του σε μια περσόνα από plasma τηλεοπτικής ιδιωτείας. Άλλωστε, επικοινωνιακά αποτυπώματα του νεοφιλελεύθερου life-style είναι η ημιμόρφωση που νουθετεί τις καταπιεζόμενες τάξεις, η σκηνοθετημένη ατημέλεια των αναλύσεων, η φορτικά επιτηδευμένη τηλεοπτική οικειότητα, η φιλανθρωπία των φικτίβ πριγκίπων απέναντι στους «ταπεινούς και καταφρονεμένους». Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι στην πίσω όψη των αξιωμάτων του Χάγιεκ συγκροτούνται οι τροπισμοί της Νταϊάνα Σπένσερ. Αν αυτά και άλλα εννοηθούν ως δομικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί επιστρατεύεται και πάλι το ιδεολόγημα «ούτε αριστερά ούτε δεξιά». Αυτό το «ούτε...ούτε» αποτελεί το σχήμα ισοζυγίου που περιστέλλει και ζυγίζει το πραγματικό σε βολικά ανάλογα, μια μαγική διάταξη της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής για να κρύψει το πρόσωπό της στην προοπτική συμψηφισμού. Απαιτεί να μην την ορίζουμε ως δεξιά, παρά τις πρακτικές, τις οποίες πραγματοποίησε ή πραγματοποιεί στα πλαίσια που ο ιδεολογικός ρόλος και λόγος της ορίζει, αλλά να αναδεχτούμε την κρυπτογράφηση και τη μυστικοποίησή της σε κάτι «φιλελεύθερα καινοτόμο», για να μην επιλέξουμε την Αριστερά. Η αναγωγή της πολιτικής ταυτότητας στο «ούτε...ούτε» προσφέρεται στην εκπραγματισμένη συνείδηση ως ένα «ωραίο αντικείμενο» που πρέπει να το καρπωθεί, δίχως να αναρωτιέται από πού έρχεται. Αυτή η θαυματουργή εξάχνωση είναι κύρια σταθερά της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής, απολύτως διαπερατή από τα ιδεολογήματα της σύγχρονης ακροδεξιάς. Το ακραίο ισοζύγιο που διαλύει την κοινωνία σε υπεραγορά, απευθύνει τον τηλεοπτικά προβεβλημένο «οδηγό» ως «σούπερ προσφορά» προς αντιπολιτική κατανάλωση. Παράλληλα, προσφέρει βορά στα ακονισμένα δόντια της καταστολής τους πολίτες που θέτουν με όρους αγωνιστικής διεκδίκησης τα ζητήματα (ταξικής) αιχμής. Ξέρουν από τέτοια πολλές περσόνες στο «Ποτάμι». Η Αριστερά συνιστά τη μοναδική πολιτική δύναμη που μπορεί να συρρικνώνει αποτελεσματικά τον χώρο της μεταμορφωσιγενούς νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής και να ενδυναμώσει τη σύνδεση των πολιτών με την αξία της πολιτικής συμμετοχής ως μέσου για ριζοσπαστικές, δημοκρατικές κοινωνικές αλλαγές. Γι’ αυτό πρέπει να γκρεμίζει συστηματικά κάθε γέφυρα με μια κούφια πολιτικολογία που παρατείνει τη σύγχυση της ανάθεσης, αλλά και να αφίσταται συνεκτικά από κάθε πολιτικά αποστειρωμένο και τεχνοκρατικό σχολαστικισμό, ο οποίος ανακυκλώνει τις ζητήσεις του παραγοντισμού, με πρόσχημα έναν κάκιστα εννοούμενο ρεαλισμό. Από την άλλη, η πολιτική και ριζοσπαστική ενεργοποίηση κρίσιμων κοινωνικών μαζών δεν είναι συμβατή με μια ρηχή και συνθηματολογική φρασεολογία, η οποία αδιαφορεί για τις πραγματικές συμμαχίες με υπαρκτές δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αφήνοντας τον δύσκολο, αλλά αναγκαίο δρόμο της σύνθεσης του τοπικού και του ευρωπαϊκού εκτεθειμένο σε χειραγωγήσιμους φορμαλισμούς εθνικής αναδίπλωσης. Τα σιγανά ποταμάκια, τα ρυάκια και τα ξεβράσματα της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής αντιμετωπίζονται επαρκώς όσο δεν αφήνουν στο διάβα τους γλοιώδεις, μονοσήμαντες, ακινητοποιητικές προσχώσεις και καθιζήσεις στην κοινωνία για να εκτρέφουν επιβιώσεις και αναβιώσεις του κρατούντος. Το αντιπολιτικό έθος ως σύγχρονο συστημικό habitus αντιμετωπίζεται με πολιτική. Με αριστερή πολιτική. Ο Νίκος Σκοπλάκης, όπως κάθε Τετάρτη στο Rednotebook |
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Novalis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Novalis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014
Πέρα απ’ το θολό «Ποτάμι»
Ετικέτες
Novalis,
Red NoteBook
Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014
Αθήνα, αριστερά!
Του Νίκου Σκοπλάκη
Στις δημοτικές εκλογές του Ιουλίου 1964, το ψηφοδέλτιο που
υποστηρίχτηκε από την ΕΔΑ, με επικεφαλής τον λαμπρό επιστήμονα, αγωνιστή και
βουλευτή του κόμματος, Νίκο Κιτσίκη, καταλάμβανε με το 30,1% των ψήφων την
πρώτη θέση στον δήμο Αθηναίων. Ήταν μια νίκη όχι μόνο με έντονα συμβολική, αλλά
και με πραγματική, πολιτική σημασία.
Λίγους μήνες μετά την
εκλογική νίκη της Ε.Κ., ο θρίαμβος ή η πρωτιά των αριστερών ψηφοδελτίων σε
πολυάριθμους δήμους και κοινότητες αναδείκνυε τη διάθεση ευρύτερων λαϊκών μαζών
για ευκρινώς ριζοσπαστικότερη πολιτική από αυτήν που ήταν διατεθειμένη να
ασκήσει η Ε.Κ.Εκφράστηκε μέσα από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι οποίες ούτε τότε (ούτε πολύ περισσότερο σήμερα) αφορούν απλώς και μόνο μια ενδιάμεση βαθμίδα, αλλά θέτουν το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και του λαϊκού ελέγχου στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών. Η νίκη της Αριστεράς στον δήμο Αθηναίων το 1964 έμεινε ουσιαστικά ανολοκλήρωτη: Τόσο οι τότε ισχύουσες ρυθμίσεις όσο και οι συντονισμένες επιλογές των αστικών πολιτικών δυνάμεων απέσπασαν την δημαρχία από τον Νίκο Κιτσίκη και την έδωσαν στον...δεύτερο, τον Γεώργιο Πλυτά της ΕΡΕ. Καθώς η εκλογή και ανακήρυξη του δημάρχου ήταν έμμεση, οι δημοτικοί σύμβουλοι από τους δύο κεντρώους συνδυασμούς, του Παυσανία Κατσώτα και του Άγγελου Τσουκαλά, κατευθύνθηκαν σε μεγάλο μέρος προς τον Πλυτά, προτιμώντας να συντηρήσουν τους αντιδημοκρατικούς συσχετισμούς των «εθνικών δυνάμεων» εις βάρος της λαϊκής εντολής και του εκλογικού αποτελέσματος στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας.
Η μεγάλη πολιτική αξία των προτάσεων της Αριστεράς για την
Αθήνα εκφράζει συλλογικές θέσεις αντίστασης τόσο απέναντι στο διαχειριστικό
κράμα που περιέγραψα προηγουμένως όσο και απέναντι στον εκφασισμό που ρίζωσε σε
όψεις και πρακτικές του ίδιου διαχειριστικού κράματος. Οι
συμπτώσεις-επικαλύψεις των παράγωγων υποψηφιοτήτων γίνονται εγγυήσεις και
εφεδρείες για τη συστημικά αποδεκτή τάξη του κοινωνικού ιστού που καταρρέει,
του δημόσιου χώρου που κατατμημένος υποβαθμίζεται και εκχωρείται κερδοσκοπικά, της αλλοτρίωσης που φθείρει τις συλλογικές
και δημιουργικές παραστάσεις κάθε τοπόσημου, της κατασταλτικής τελετουργίας που
κανονικοποιεί όσα εκτροχιάζουν και απορρυθμίζουν τις αντιστάσεις στην αδήριτη
αδράνεια.
Τα βαρέως οδοποιητικά μηχανήματα της τηλεοπτικής εργολαβίας
κινητοποιούν στερεότυπα ακροδεξιάς υστερίας, διότι η δημοτική κοινωνική
πολιτική, η πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά, οι ζωντανές γειτονιές, οι
συνεργατικές-κοινωνικές παρεμβάσεις, η δημιουργικότητα των κοινωνικών κινημάτων
είναι προγραμματικοί άξονες στον αντίποδα της ζοφερής συντηρητικοποίησης και
της ομόλογής της τεχνοκρατικής ανάθεσης.
Η Αριστερά, δηλαδή οι αριστερές και οι αριστεροί, πρέπει να
ανανεώνουν όλο το επόμενο διάστημα δυναμικά τον διάλογο για την υπόσταση της
πόλης με την κοινωνική-ταξική συμμαχία, η οποία μπορεί να αποτυπώσει και
εκλογικά αυτή την αλλαγή κατεύθυνσης. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να
συνθέσουμε τα επιχειρήματα πέρα από το μωσαϊκό στιγμιαίων λήψεων σε μια πορεία
σύνθεσης, η οποία θα παράξει το στρατηγικό ρήγμα στις περιχαρακωμένες
διαδικασίες και θα ενεργοποιήσει ένα ευρύτερο δυναμικό. Δείκτης του πολιτικού
ενδιαφέροντος και της πολιτικής συμμετοχής ας είναι η υποψία πως οι διαστάσεις
του χώρου μπορεί να μην είναι τρεις, αλλά πέντε, μαζί με την μνήμη και το
όνειρο (για να παραφράσω τον Πέτρο Μαρτινίδη). Αυτή η υποψία θα απονευρώνει τις
στημένες βεβαιότητες και την συγκαλυπτική σύγχυση των υποψηφιοτήτων της
συντηρητικής, μνημονιακής, ασφυκτικής τάξης, απεγκλωβίζοντας πολύτιμες
δημιουργικές δυνάμεις.
Οι αριστεροί συγκρούομενοι συγκροτούνται για να εκφράσουν
συλλογικότερα τις αντιστάσεις και για να ενισχύσουν συνεπέστερα τις δημόσιες
διαχωριστικές γραμμές της αριστερής πολιτικής. Οφείλουν να συμβάλουν και στην
εκλογική αποτύπωσή τους, λοιπόν, από αυτή την κριτική αφετηρία και όχι από ρηχό
εκλογικισμό. Μια ισχυρότατη εκλογική παρουσία της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής
Αριστεράς στον δήμο Αθηναίων, στον Πειραιά, στους δήμους του λεκανοπεδίου, αλλά
και στην περιφέρεια Αττικής, ασφαλώς, θα δημιουργήσει βαρύνουσα δύναμη πολιτικής
διεκδίκησης και ευνοϊκότερες προϋποθέσεις κοινωνικής αυτοδυναμίας.
Κάποιος θα μπορούσε
να αντιτάξει ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει για όλους τους μικρούς και μεγάλους
δήμους, για όλες τις περιφέρειες της χώρας, και πολύ σωστά. Απλώς, ανήκοντας σ’
αυτούς και σ’ αυτές που κινούνται, ζουν, εργάζονται, απογοητεύονται κι ελπίζουν
στην Αθήνα, ήθελα να πω ότι είναι η στιγμή για να πιστέψουμε και να πούμε
επιτέλους μετά από πενήντα χρόνια: Αθήνα, αριστερά!
Πηγη: Red Notebook
Ετικέτες
Novalis,
Red NoteBook
Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014
Κριτική ή θερμομέτρηση;
Του Νίκου Σκοπλάκη
Κατά την τελευταία τριετία, φαίνεται να έχει σπάσει οριστικά η παλιά συναίνεση τουθριαμβεύοντος νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην ελληνική εκδοχή του. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί στο πολιτικό πεδίο αυτή η εξέλιξη, η εκ μέρους της Αριστεράς αναμέτρηση με τις κοινωνικές σχέσεις στις οποίες βασίστηκε η δυναμική της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και μέσα στις οποίες εξακολουθεί να επιβιώνει λανθάνουσα η δυναμική της θα αποβούν καθοριστικοί παράγοντες για την εξασφάλιση της αριστερής ηγεμονίας ή αντιθέτως για την ανάδυση νέων ολέθριων αντιθέσεων.
Ο «λαός της Αριστεράς», υπαρκτός και δυνητικός, θα κινηθεί μέσα από τις συγκεκριμένες αντιφάσεις είτε ως οργανικά προωθητική δύναμη της αριστερής ηγεμονίας είτε ως εύξεστο και ευτόρνευτο πλήθος στην τροχιά μιας νέας γραφειοκρατικής αφασίας και ενσωμάτωσης. Σε πείσμα μιας επιβίωσης του εστέτ σεκταρισμού, δεν είναι κακό που η κοινωνική - ταξική συμμαχία της Αριστεράς εμφανίζεται με χαρακτηριστικά ταλάντευσης ανάμεσα στο καινούργιο και το παλιό. Κακό, δηλαδή αυτοακυρωτικό για μια αριστερή πολιτική δύναμη, είναι να χειρίζεται αυτά τα χαρακτηριστικά, αντί να οργανώνει πολιτικά και ιδεολογικά τη νέα ιστορική συνείδηση, η οποία θα θεμελιώσει την αριστερή διακυβέρνηση σε επίπεδο πρακτικών και θεσμών.
Μέσα στον πολιτικό φορέα της σύγχρονης ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς οφείλει να αναπτύσσεται διαλεκτικά, δηλαδή και συγκρουσιακά, η θεώρηση της πάλης των τάξεων και της αριστερής ηγεμονίας. Οι πόλοι άρθρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής φυσιογνωμίας θα προσδιορίζουν το εύρος, την ποιότητα και την προοπτική της ενότητας. Το πάντα ευαίσθητο και σύνθετο ερώτημα σχετικά με το τι ξεχωρίζει το «ορθό» από το «αληθινό» στην αριστερή πολιτική δεν μπορεί να τίθεται με την μπλαζέ υπεροψία του Πιλάτου. Εφόσον οι θέσεις που επικαλούνται τάσεις ή ομαδοποιήσεις εντός του αριστερού πολιτικού φορέα για να προωθήσουν μια κατεύθυνση δράσης σε αντιπαράθεση με άλλες συγκροτούνται κοινωνικά και γνωσιακά, τότε τα ντετερμινιστικά αξιώματα και οι τελεολογικές αυτάρκειες προς αβρόχοις ποσί απόκτηση της πρωτοκαθεδρίας δεν προωθούν την πολιτική μαζών, αλλά αντιλήψεις που απλώς επικαλούνται τις μάζες. Απέναντι στην κριτική λειτουργία σε μια διαρκή διαδικασία από τη βάση ώς την κορυφή και αντιστρόφως, παραμονεύει ο παλιός κακός απριορισμός ως άθροιση χειρισμών. Αν, όμως, η κριτική λειτουργία δημιουργεί πόλους άρθρωσης δημιουργικών συνθέσεων μεταξύ της γνώσης και της εμπειρίας, η μετατροπή του απριορισμού σε διαχειριστικό θέσφατο αναδεικνύει σε μοναδικό πόλο άρθρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής φυσιογνωμίας τον εμπειρισμό ενός στενού κομματικού κέντρου. Το μέτρο της κριτικής λειτουργίας υποκαθίσταται έτσι από έναν αριστεροφανή ταρτουφισμό της συμμόρφωσης με το κατά περίπτωση αναμενόμενο και η νέα ιστορική συνείδηση πάει περίπατο: επιστρέφει σε αυτά που «αρέσουν στο κοινό», στον μυστικοποιημένο κόσμο της πολιτικής του θεάματος.
Αυτός ο ταρτουφισμός δεν μπορεί να είναι μέτρο, ωστόσο φιλοδοξεί να γίνεται διαρκώς θερμόμετρο. Να αυτοθαυμάζεται ως αίρεση, αλλά να πράττει σαν δόγμα: «Γιατί, έτσι απλά, δογματισμός είναι ό,τι δεν αποδεικνύεται και συνηθέστατα η λήψη του ζητούμενου ως δοσμένου», έγραψε ο Άγγελος Ελεφάντης το 1976. Τα ρέοντα και αντιφατικά της κριτικής λειτουργίας δεν βελτιώνονται ποιοτικά και δεν συντίθενται αποτελεσματικά, όταν οι αντιρρήσεις ή οι ιδεολογικές αναμετρήσεις δυσφημούνται συνοπτικά, συμβατικά και αφοριστικά ως «αριστερόμετρα». Τεχνάσματα όπως αυτό στριμώχνουν τις αντιθέσεις «έγκλειστες στο εγώ τους» σε ράφια προκατασκευασμένων απαντήσεων και ανάγουν τις διεργασίες σε «σωστές» ή «λανθασμένες» θερμοκρασίες. Η υπαγωγή των αριστερών στην κούρα της θερμομέτρησης, αντί της εκπαίδευσης στην κριτική λειτουργία με ορίζοντα την πολιτική και ιδεολογική τους ηγεμονία, ενείχε πάντα τον κίνδυνο της μετάπτωσης σε έναν μάταιο θαυμασμό, φρενήρη και οκνηρό συνάμα, που είναι ίδιον του οπαδού. Θαυμασμός, διότι το ακινητοποιημένο βλέμμα συνεπαίρνεται από την εκάστοτε επίδειξη τεχνικής. Μάταιος, επειδή η ετεροκαθοριζόμενη, υποπολιτική συνείδηση παραμένει ανίκανη να εκπληρώσει τα πολιτικά καθήκοντα που διακηρύσσει.
Στη σύγχρονη Αριστερά δεν υφίστανται αναπόδεικτα δρόμοι της Αρετής και δρόμοι της Κακίας. Από την άλλη, όμως, ενώ η κριτική λειτουργία συμβάλλει στην ευρύτερη κατανόηση της κοινωνικής διαπάλης και στην κίνηση της πολιτικής αλλαγής, το θερμόμετρο του απριορισμού ακινητοποιεί την κριτική συνείδηση σε μια πειθήνια, ανερμάτιστη συνάθροιση προκατασκευασμένων προτύπων, εχθρική απέναντι στην καινοτόμο σκέψη και πράξη. Κι εδώ είναι που αναφύεται το πραγματικό δίλημμα.
* Ο Νίκος Σκοπλάκης είναι ιστορικός
πηγή: Αυγή
Ετικέτες
Novalis
Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011
Εκόψατε πάντα δεσμόν μετά της κοινωνίας, μετά του πολιτεύματος, μετά του τόπου...
![]() |
Παλαιά Βουλή. Φωτογραφία. 1910-1915, από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Flickr. via στης Βουλής τα έδρανα |
του ΝOVALIS
ΑΥΓΗ, 11.11.11
Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις της τελευταίας διετίας, με αποκορύφωση τον ευτελισμό και τη νόθευση των δημοκρατικών θεσμών από διευθυντήρια, παρασυναγωγές και οικονομικές ολιγαρχίες, μου έφεραν στον νου δύο κείμενα από τον -υποτίθεται- πολύ μακρινό 19ο αιώνα. Κατ' ανάγκη, θα επικεντρωθώ στα πιο καίρια αποσπάσματά τους. Το πρώτο ονομάζεται "Κατηγορητήριον του συστήματος" και γράφτηκε από τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη την εποχή του Όθωνα. Με τον όρο "σύστημα" στο κείμενο του Δεληγιώργη περιγράφεται όλο εκείνο το άθροισμα εξουσιών και παραεξουσιών που διαστρέβλωναν τη λαϊκή βούληση και εκβίαζαν, επωφελώς για τις συνιστώσες του, την παράταση μιας λαομίσητης διακυβέρνησης. Άξονας αναφοράς του συστήματος δεν ήταν τότε τα παράθυρα της μιντιακής διαπλοκής, αλλά το στέμμα.
Σύμφωνα με τον Δεληγιώργη, το σύστημα της εποχής του "νοθεύει και εκβιάζει την θέλησιν του λαού κατά τας εκλογάς, όπως αυθαιρέτως κυβερνά, αποξενώσαν άμα το έθνος πάσης εις τα δημόσια συμμετοχής, ενώ συγχρόνως εις αυτό επιρρίπτει το όνειδος της αποτυχίας του συνταγματικού πολιτεύματος, κλέπτον εν ταυτώ και συκοφαντούν τον Ελληνικόν λαόν. [...] Κατέστησε την Ελλάδα παλαίστραν των ευρωπαϊκών συμφερόντων, εχθρικώς αυτήν διαθέτον πότε μεν κατά της μιας, πότε δε κατά της άλλης των ευεργετίδων δυνάμεων". Δεν θα σας φαίνονται και τόσο άγνωστα όλα αυτά, ε;
Το δεύτερο κείμενο δημοσιεύτηκε από τον Αλ. Κουμουνδούρο στο "Ελεύθερον Πνεύμα" και έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο "Η Καταιγίς". Είναι γραμμένο κατά την εποχή που κυβερνούσε ο Δημήτριος Βούλγαρης (επονομαζόμενος και "τζουμπές" ή "Αρταξέρξης"). Η Ελλάδα παράδερνε ανάμεσα σε ληστρικές οικονομικές ρυθμίσεις υπέρ των ξένων πιστωτών και των διάφορων Συγγρών, ενώ κόχλαζε η αγανάκτηση την λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. Βεβαρημένος από τα "Λαυρεωτικά", την οικογενειοκρατία και το λεγόμενο "Ζήτημα των Τραπεζών" (τριμερής διαμάχη της Γενικής Πιστωτικής του Συγγρού, της Εθνικής και της Ιονικής), επιχειρεί το διάστημα 1873-1875 να εκβιάσει την αποδοχή της πολιτικής του με αυταρχικά μέτρα, συνταγματικές παραβιάσεις, κοινοβουλευτικές ταχυδακτυλουργίες και διαφθορά, από την οποία επωφελούνταν και οι παράγοντες που τον στήριζαν (όσο τον στήριξαν). Ο Κουμουνδούρος δεν είναι απαραιτήτως ο ανυστερόβουλος εκφραστής της λαϊκής ψυχής, συμπυκνώνει ωστόσο εξαιρετικά το αίσθημα αγανάκτησης του λαού και το πολιτικό κλίμα στη διάρκεια εκείνης της περιόδου (και, ίσως, όχι μόνο, τελικά): "Δεν βλέπουν τ' αποτελέσματα της επεμβάσεως, αλλά βλέπουν μόνον ότι δια του εγκλήματος κατώρθωσαν να φέρωσιν εις τον κοινοβουλευτικόν περίβολον δεκαπέντε-είκοσι βωβά πρόσωπα, έτοιμα να γονυπετήσωσιν ενώπιον της απλής νομικής δυνάμεως [...]. Νομίζουν ότι κατέβαλον το ελληνικόν φρόνημα και ότι ικανοποίησαν τους απανταχού Έλληνας δια του "έτσι θέλω!". Άθλιοι! Δεν ακούετε λοιπόν την καταιγίδα, ήτις βροντά πέριξ υμών; [...] Ο νους σάς λείπει, σάς έμεινε μόνον η φιλοδοξία. Κτίζετε τον πύργον της Βαβέλ, η σύγχυσις των γλωσσών αρχίζει, και το έργον σας θέλει κατακρημνισθή. Αγνοούμεν αν θα προφθάσετε να σκορπισθήτε. Δεν εννοείτε ακόμα τι κατορθώσατε. Προετοιμάσατε μια καταιγίδα και η καταιγίς έρχεται. Σεις αυτοί εκόψατε πάντα δεσμόν μετά της κοινωνίας, μετά του πολιτεύματος, μετά του τόπου. Υβρίσατε αιματωδώς τα πάντα, και η κοινωνία και το πολίτευμα και ο τόπος σας χρεωστούν μίαν τιμωρίαν. Θα την λάβετε. Ελάβατε τοιαύτην και άλλοτε, και τρέμετε την νέαν, ήτις έρχεται. [...] Αι καταιγίδες αυταί είναι άγγελοι της Νεμέσεως [...]. Ουαί υμίν, διότι η μήτηρ των είναι η κοινή συνείδησις, τροφός των η ιστορία και έργον των η φοβερά καθ' υμών ποινή. Δεν την φοβείσθε την ποινήν της συνειδήσεως και της ατιμώσεως. Θα την φοβηθείτε, και σάς το υποσχόμεθα".
Η λαϊκή αντίδραση απέναντι στα κοινοβουλευτικά πιόνια του Βούλγαρη έμεινε γνωστή ως "στηλιτικά", καθώς αποκλήθηκαν "στηλίτες", κατ' αναλογία με όσους αναγράφονταν σε ειδικές στήλες, επειδή στρέβλωναν, νόθευαν ή πρόδιδαν το δημοκρατικό πολίτευμα στην αρχαία Αθήνα. Για ιστορικούς και μόνο λόγους, σημειώνω ότι το 1876 η κυβέρνηση Βούλγαρη παραπέμφθηκε σύσσωμη για "αντιποίηση αρχής, πλαστογραφία και εκλογικές επεμβάσεις". Οι δύο γαμπροί του Βούλγαρη (πρώην υπουργοί) καταδικάστηκαν για δωροδοκίες και δωροληψίες. Αλλά αρκετά με τον 19ο αιώνα.
Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011
"Torniamo all' antico e sarà un progresso": από τους δικτάτορες στους δημοκράτορες
![]() |
Ο Βέρντι διευθύνει τις πρόβες του Φάλσταφ, από την Wikipedia |
του Novalis
ΑΥΓΗ, 14.10.11
«Η πρόσκλησίς μου αυτήν την στιγμήν, απευθυνομένη εκ της γεφύρας του καπετάνιου προς το πλήρωμα, απευθύνεται προς όλους τους Έλληνας. Οφείλομεν να αντιληφθώμεν ότι ευρισκόμεθα επί του πεδίου της μάχης, αγωνιζόμεθα αγώνα ιερόν, πρέπει να τον κερδίσωμεν [...]. Ολιγώτερον θα φάγωμεν κύριοι, ολιγώτερα θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερα θα θέσωμεν εις την Τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών. [...] Δεν είναι καιρός δια να ακούσωμεν τας σειρήνας τας εμφανιζομένας ως αναρχίαν και ως κακώς εννοουμένην ελευθερίαν εις το περίγειον του χώρου εις τον οποίον πλέομεν». απόσπασμα παραληρηματικού διαγγέλματος του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 15.12.1969 (βλ. ημερήσιο τύπο της Τρίτης 16.12.1969).
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Γ. Παπανδρέου απευθύνθηκε στον Αλ. Τσίπρα με τη φράση «δεν ζητώ συναίνεση αλλά καλύτερο πολιτικό κλίμα και να μη με λες Πινοσέτ», επιχειρώντας σε ένα ρεσιτάλ παραπολιτικής δραματοποιίας να παρακάμψει τη σύγκριση της οικονομικής του πολιτικής με εκείνη της Θάτσερ και εκείνη του Πινοσέτ. Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου μερίμνησε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στη Θεσσαλονίκη (11.9.2011) να προσεπικυρώσει με το παραπάνω τις αιτιάσεις του προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, εκστομίζοντας τα εξής ανυπέρβλητα ως υπέρ του «χιλιανού προτύπου» συνηγορία: «Μάλιστα αυτοί έχουνε μέσα στην κρίση πλεονάσματα και δεν αισθάνθηκαν τον πόνο της κρίσης. Είναι εξαγωγική χώρα, δυναμική χώρα. [...] Στη Χιλή φτιάξανε ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα με διαφάνεια, με σωστή διαχείριση και διαμορφώσανε ένα σχέδιο όπου σωστά οργάνωσαν τους πόρους τους, τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό» (απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από τη συνέντευξη τύπου, 11.9.2011).
Σημειωτέον: ουδείς απορφανισμένος εκσυγχρονιστής, ουδείς «αριστερός της ευθύνης», ουδείς θεματοφύλακας των χρηστών δημοκρατικών ηθών τόλμησε να του αντιτείνει, «τις λόγος σέ 'φυγεν έρκος οδόντων;». Ο πρωθυπουργός ορθοτομεί την ελέω ΔΝΤ οικονομική πολιτική του με γνώμονα το «χιλιανό πρότυπο» των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, του αναιμικού κράτους δικαίου, της καθημαγμένης παιδείας, της αστυνομοκρατίας. Το κατά Πινοσέτ και Πινέρα οικονομικό πρότυπο μοιάζει να επιδρά πάνω του «σαν μετέωρο θέλγητρο, σαν μέγα μπαλόνι» (όπως έγραψε ο Ρώμος Φιλύρας). Το οποίο ενίοτε «κάνει μπαμ», θα πρόσθετα εγώ. Η Καμίλα Βαλέχο θα μπορούσε να εξηγήσει αυτό το τελευταίο καλύτερα από τον καθένα στον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής (!) Διεθνούς, εφόσον ο πρόεδρος είχε την παραμικρή διάθεση να ακούσει. Οπωσδήποτε, ο πρωθυπουργός δεν χρειάζεται να στραφεί στο νότιο ημισφαίριο προς εξεύρεση τέτοιων οικονομικών παραδειγμάτων. Αν ανατρέξει σαράντα χρόνια πριν, θα ανακαλύψει εγχώρια «μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα», τα οποία διαπνέονταν από παραπλήσια διαχειριστική σύνεση με αυτή που ο πρωθυπουργός αναζητά στη Χιλή. Δεν θα εξολισθήσω σε παραπειστική και καταχρηστική, ψευδο-ιστορική συνταύτιση της κυβέρνησης Παπανδρέου με τη δικτατορική διακυβέρνηση '67-'74. Αδυνατώ, όμως, να μην επισημάνω ότι από εκείνη την εποχή έχουμε να δούμε νομοθετήματα που απορρυθμίζουν κατά τέτοιο τρόπο τις εργασιακές σχέσεις, ώστε οι εργοδότες να ποδηγετούν και να κατευθύνουν την εργασία, στερώντας την από τις ελάχιστες διαπραγματευτικές της δυνατότητες. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το Ν.Δ. 186/69 με το «σύγχρονο» πολυνομοσχέδιο του υπ. Οικονομικών, για να αντιληφθεί ότι από την εποχή της δικτατορίας είχαν να εμφανισθούν τόσο κατάφωρες παραβιάσεις των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και τέτοιος υποβιβασμός της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης σε διακοσμητικό παραπλήρωμα μιας πολιτικής, η οποία στοχεύει να κατασιγάσει τις ταξικές συγκρούσεις υπέρ των εργοδοτών με καταναγκαστικούς διακανονισμούς, αντί να σεβαστεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως πλαίσιο εξισορρόπησης. Καθόλου περίεργο, βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι και οι δύο περιπτώσεις διακυβέρνησης αντιλαμβάνονται ως επικίνδυνη πολυτέλεια το να διερμηνεύουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα συμφέροντά τους. Για τη δραστική αντιμετώπιση αυτού του «κινδύνου» σε όλα τα πεδία, ο άρχων συνασπισμός εξουσίας προσέτρεξε το 1967 στον δυναμικό φορέα της στρατοκρατίας, ενώ στις διαφοροποιημένες συνθήκες του 2010 κατέφυγε στον δυναμικό φορέα του ΔΝΤ. Στην πρώτη περίπτωση, «σκάφος εν μαινομένη θαλάσση υπήρξεν η Ελλάς και το γνωρίζομεν άπαντες», το οποίο έπρεπε να ανακτήσει «το δρόμον της προόδου προς την ακτήν της νηνεμίας». Στη δεύτερη περίπτωση, η ελληνική οικονομία ήταν «ο Τιτανικός» και χρειαζόταν να «υπάρξει η απαραίτητη νηνεμία», ώστε να παρασχεθεί από τα μνημόνια «το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά». Η δικτατορία '67-'74 δεν ήταν μόνο η εποχή κατά την οποία ο Παττακός ονείδιζε την «υποταγήν εις τας αλογίστους ορέξεις του φοιτητού» και δήλωνε, απευθυνόμενος σε φοιτητές, ότι «πάσα προσβολή της πειθαρχίας θα συναντήση, όπου δει, αμείλικτον την πάταξιν» (βλ. εφημερίδες Πέμπτης 9.2.1968). Ήταν και η εποχή των fast-track, τα οποία έχουν (μεταξύ άλλων) αφήσει ανεξίτηλες ουλές στο φυσικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο. «Έτερος νόμος προέβλεψε την σύντμησιν των προθεσμιών αι οποίαι απητούντο δια να ιδρυθή μία βιομηχανία. Ηπλούστευσε γενικώς την διαδικασία η οποία απητείτο προς τούτο και αφήρεσεν όλα τα εμπόδια τα οποία απετέλουν τροχοπέδην», δήλωνε ο Μακαρέζος παρουσιάζοντας το «Πενταετές πρόγραμμα της χούντας» (16.12.1968). Και πρόσθετε: «[...]Προς εξασφάλισιν της απαιτουμένης ηυξημένης εισροής ξένου επιχειρηματικού κεφαλαίου και ευνοϊκής συνθέσεώς του, προβλέπεται η λήψις αποτελεσματικών μέτρων προς διερεύνησιν και προβολήν εις το εξωτερικόν των δυνατοτήτων επωφελούς επενδύσεως ξένου κεφαλαίου εις την χώραν». Οι αποικιακές συμβάσεις της Oceanic και της Litton, όπως και οι ρυθμίσεις υπέρ εγχώριων εφοπλιστών και επιχειρηματιών, απέρρεαν από την συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη.
Στο έντυπο «Πενταετές Σχέδιο Αναπτύξεως, 1968-1972, κεφ. 5, σ. 39, διευκρινιζόταν περαιτέρω: «Σκοπός της κυβερνητικής πολιτικής είναι να μειώσει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ενάντια στην απόλυση υπεράριθμου προσωπικού και στην αποζημίωση που καταβάλλεται σε περίπτωση απόλυσης. Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη μείωση της αποζημίωσης που καταβάλλεται στους εργάτες και τους υπαλλήλους οι οποίοι μπορούν να βρουν μια άλλη κατάλληλη εργασία». Εξάλλου, το Ν.Δ. της 17/22.4.1970, όπως συμπληρώθηκε από το Ν.Δ. 264/1973, υπήρξε πρωτοποριακό στην καταστρατήγηση του οκταώρου και στη δυσμενή για τους εργαζόμενους ρύθμιση της υπερωριακής απασχόλησης. Επιπλέον, η ταξικά μεροληπτική φορολογική πολιτική της δικτατορίας καλλωπιζόταν επανειλημμένως ως «δικαιοτέρα κατανομή του φορολογικού βάρους επί τω τέλει δημιουργίας εις την χώραν μας καθολικής φορολογικής συνειδήσεως» και ως «εξάλειψις της φοροδιαφυγής και η αποκατάστασις ηθικού ρυθμού εις τας σχέσεις κράτους και πολίτου», όταν όμως ο κόμπος της δυσαρέσκειας έφτανε στο χτένι, επιστρατεύονταν ερμηνευτικές εγκύκλιοι, όπου καταύγαζαν η αναισχυντία, ο κυνισμός και οι πραγματικές επιδιώξεις του καθεστώτος: «δεν αρκούν τα μέτρα, όσον θαρραλέα ή αυστηρά και αν είναι, εάν δεν αποκλεισθή εκ των προτέρων η προσπάθεια εξευρέσεως δικαιολογιών ή, έστω, ευλόγου αμύνης των φορολογουμένων κατά των ενίοτε βασίμων ή φανταστικών υπερβολών ή αυθαιρεσιών των οργάνων του Κράτους» (εγκύκλιος του Αδ. Ανδρουτσόπουλου της 23ης Ιανουαρίου 1968, δημοσιευμένη στις εφημερίδες της 8ης και 9ης Φεβρ. 1968). Πιθανές συγκρίσεις με κατοπινές καταστάσεις, δικές σας.
Στη Γερμανία απαντά ο εύστοχος πολιτικός νεολογισμός «Demokratur», «δημοκρατορία». Ο όρος προσιδιάζει στη διακυβέρνηση, η οποία αναδεικνύεται από και κινείται οριακά στο πλαίσιο της τυπικής δημοκρατίας που επικαλείται, για να αλλοιώσει την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική παράμετρο της ουσιαστικής δημοκρατίας, προς όφελος της άρχουσας τάξης και ως υποκατάσταση πραγματικά δημοκρατικών λύσεων στα ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα του συνασπισμού εξουσίας. Οι δημοκράτορες επιδιώκουν τη διατήρηση και την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης με ένα αποκρουστικό μίγμα κοινωνικο-οικονομικών αρχαϊσμών και πολιτικών συμβάντων, που εκβιάζουν τη συναίνεση της κοινωνίας μέσα από τον εκφοβισμό και την αδράνεια.
Η αντίληψή τους μπορεί να περιγραφεί με τη φράση από την όπερα «Φάλσταφ» του Βέρντι: «ας επιστρέψουμε στο παλιό και θα είναι μια πρόοδος». Πιθανώς, οι αναλογίες που επιχείρησα παραπάνω να είναι αμφισβητήσιμες, όπως όλες οι αναλογίες. Τουλάχιστον, δεν μάς απαλλάσσουν από τη σοβαρή συζήτηση για τα πρότυπα των δημοκρατόρων στην Ελλάδα. Ο καπιταλισμός των δικτατόρων κατέλιπε όξυνση της ανισοκατανομής, ραγδαία υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, αντιπαραγωγικές επενδύσεις, φορολογική ασυλία του κεφαλαίου, βαθύτερη διάβρωση της παραγωγικής βάσης, διόγκωση του δημόσιου χρέους (βλ. για το τελευταίο, E. Toussaint, Face à la dette du Nord, quelques pistes alternatives, www.cadtm.org, 19.1.2011, σελ. 12 κ.ε.).
Ο καπιταλισμός των δημοκρατόρων κινείται σε επικίνδυνα όμοιες κατευθύνσεις. Άλλωστε, το προσφιλές ρητό των δικτατόρων, «οι Έλληνες πρέπει να μάθουν να τρώνε ολιγώτερον, να ζητούν ολιγώτερα και να εργάζονται περισσότερον», είναι, αυτούσιο ή μετεξελιγμένο, όχημα των μνημονιακών δημοκρατόρων στις συκοφαντικές επιθέσεις τους εναντίον των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά μόνο τους δικτάτορες, αλλά και τους δημοκράτορες η ρήση του Αριστόβουλου Μάνεση: «Λαϊκή κυριαρχία σημαίνει ότι η κρατική εξουσία ανάγεται στον Λαό, πάντοτε ως αφετηρία προσδιοριστική-και όχι εκ των υστέρων».
ΑΥΓΗ, 14.10.11
«Η πρόσκλησίς μου αυτήν την στιγμήν, απευθυνομένη εκ της γεφύρας του καπετάνιου προς το πλήρωμα, απευθύνεται προς όλους τους Έλληνας. Οφείλομεν να αντιληφθώμεν ότι ευρισκόμεθα επί του πεδίου της μάχης, αγωνιζόμεθα αγώνα ιερόν, πρέπει να τον κερδίσωμεν [...]. Ολιγώτερον θα φάγωμεν κύριοι, ολιγώτερα θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερα θα θέσωμεν εις την Τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών. [...] Δεν είναι καιρός δια να ακούσωμεν τας σειρήνας τας εμφανιζομένας ως αναρχίαν και ως κακώς εννοουμένην ελευθερίαν εις το περίγειον του χώρου εις τον οποίον πλέομεν». απόσπασμα παραληρηματικού διαγγέλματος του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 15.12.1969 (βλ. ημερήσιο τύπο της Τρίτης 16.12.1969).
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Γ. Παπανδρέου απευθύνθηκε στον Αλ. Τσίπρα με τη φράση «δεν ζητώ συναίνεση αλλά καλύτερο πολιτικό κλίμα και να μη με λες Πινοσέτ», επιχειρώντας σε ένα ρεσιτάλ παραπολιτικής δραματοποιίας να παρακάμψει τη σύγκριση της οικονομικής του πολιτικής με εκείνη της Θάτσερ και εκείνη του Πινοσέτ. Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου μερίμνησε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στη Θεσσαλονίκη (11.9.2011) να προσεπικυρώσει με το παραπάνω τις αιτιάσεις του προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, εκστομίζοντας τα εξής ανυπέρβλητα ως υπέρ του «χιλιανού προτύπου» συνηγορία: «Μάλιστα αυτοί έχουνε μέσα στην κρίση πλεονάσματα και δεν αισθάνθηκαν τον πόνο της κρίσης. Είναι εξαγωγική χώρα, δυναμική χώρα. [...] Στη Χιλή φτιάξανε ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα με διαφάνεια, με σωστή διαχείριση και διαμορφώσανε ένα σχέδιο όπου σωστά οργάνωσαν τους πόρους τους, τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό» (απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από τη συνέντευξη τύπου, 11.9.2011).
Σημειωτέον: ουδείς απορφανισμένος εκσυγχρονιστής, ουδείς «αριστερός της ευθύνης», ουδείς θεματοφύλακας των χρηστών δημοκρατικών ηθών τόλμησε να του αντιτείνει, «τις λόγος σέ 'φυγεν έρκος οδόντων;». Ο πρωθυπουργός ορθοτομεί την ελέω ΔΝΤ οικονομική πολιτική του με γνώμονα το «χιλιανό πρότυπο» των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, του αναιμικού κράτους δικαίου, της καθημαγμένης παιδείας, της αστυνομοκρατίας. Το κατά Πινοσέτ και Πινέρα οικονομικό πρότυπο μοιάζει να επιδρά πάνω του «σαν μετέωρο θέλγητρο, σαν μέγα μπαλόνι» (όπως έγραψε ο Ρώμος Φιλύρας). Το οποίο ενίοτε «κάνει μπαμ», θα πρόσθετα εγώ. Η Καμίλα Βαλέχο θα μπορούσε να εξηγήσει αυτό το τελευταίο καλύτερα από τον καθένα στον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής (!) Διεθνούς, εφόσον ο πρόεδρος είχε την παραμικρή διάθεση να ακούσει. Οπωσδήποτε, ο πρωθυπουργός δεν χρειάζεται να στραφεί στο νότιο ημισφαίριο προς εξεύρεση τέτοιων οικονομικών παραδειγμάτων. Αν ανατρέξει σαράντα χρόνια πριν, θα ανακαλύψει εγχώρια «μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα», τα οποία διαπνέονταν από παραπλήσια διαχειριστική σύνεση με αυτή που ο πρωθυπουργός αναζητά στη Χιλή. Δεν θα εξολισθήσω σε παραπειστική και καταχρηστική, ψευδο-ιστορική συνταύτιση της κυβέρνησης Παπανδρέου με τη δικτατορική διακυβέρνηση '67-'74. Αδυνατώ, όμως, να μην επισημάνω ότι από εκείνη την εποχή έχουμε να δούμε νομοθετήματα που απορρυθμίζουν κατά τέτοιο τρόπο τις εργασιακές σχέσεις, ώστε οι εργοδότες να ποδηγετούν και να κατευθύνουν την εργασία, στερώντας την από τις ελάχιστες διαπραγματευτικές της δυνατότητες. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το Ν.Δ. 186/69 με το «σύγχρονο» πολυνομοσχέδιο του υπ. Οικονομικών, για να αντιληφθεί ότι από την εποχή της δικτατορίας είχαν να εμφανισθούν τόσο κατάφωρες παραβιάσεις των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και τέτοιος υποβιβασμός της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης σε διακοσμητικό παραπλήρωμα μιας πολιτικής, η οποία στοχεύει να κατασιγάσει τις ταξικές συγκρούσεις υπέρ των εργοδοτών με καταναγκαστικούς διακανονισμούς, αντί να σεβαστεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως πλαίσιο εξισορρόπησης. Καθόλου περίεργο, βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι και οι δύο περιπτώσεις διακυβέρνησης αντιλαμβάνονται ως επικίνδυνη πολυτέλεια το να διερμηνεύουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα συμφέροντά τους. Για τη δραστική αντιμετώπιση αυτού του «κινδύνου» σε όλα τα πεδία, ο άρχων συνασπισμός εξουσίας προσέτρεξε το 1967 στον δυναμικό φορέα της στρατοκρατίας, ενώ στις διαφοροποιημένες συνθήκες του 2010 κατέφυγε στον δυναμικό φορέα του ΔΝΤ. Στην πρώτη περίπτωση, «σκάφος εν μαινομένη θαλάσση υπήρξεν η Ελλάς και το γνωρίζομεν άπαντες», το οποίο έπρεπε να ανακτήσει «το δρόμον της προόδου προς την ακτήν της νηνεμίας». Στη δεύτερη περίπτωση, η ελληνική οικονομία ήταν «ο Τιτανικός» και χρειαζόταν να «υπάρξει η απαραίτητη νηνεμία», ώστε να παρασχεθεί από τα μνημόνια «το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά». Η δικτατορία '67-'74 δεν ήταν μόνο η εποχή κατά την οποία ο Παττακός ονείδιζε την «υποταγήν εις τας αλογίστους ορέξεις του φοιτητού» και δήλωνε, απευθυνόμενος σε φοιτητές, ότι «πάσα προσβολή της πειθαρχίας θα συναντήση, όπου δει, αμείλικτον την πάταξιν» (βλ. εφημερίδες Πέμπτης 9.2.1968). Ήταν και η εποχή των fast-track, τα οποία έχουν (μεταξύ άλλων) αφήσει ανεξίτηλες ουλές στο φυσικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο. «Έτερος νόμος προέβλεψε την σύντμησιν των προθεσμιών αι οποίαι απητούντο δια να ιδρυθή μία βιομηχανία. Ηπλούστευσε γενικώς την διαδικασία η οποία απητείτο προς τούτο και αφήρεσεν όλα τα εμπόδια τα οποία απετέλουν τροχοπέδην», δήλωνε ο Μακαρέζος παρουσιάζοντας το «Πενταετές πρόγραμμα της χούντας» (16.12.1968). Και πρόσθετε: «[...]Προς εξασφάλισιν της απαιτουμένης ηυξημένης εισροής ξένου επιχειρηματικού κεφαλαίου και ευνοϊκής συνθέσεώς του, προβλέπεται η λήψις αποτελεσματικών μέτρων προς διερεύνησιν και προβολήν εις το εξωτερικόν των δυνατοτήτων επωφελούς επενδύσεως ξένου κεφαλαίου εις την χώραν». Οι αποικιακές συμβάσεις της Oceanic και της Litton, όπως και οι ρυθμίσεις υπέρ εγχώριων εφοπλιστών και επιχειρηματιών, απέρρεαν από την συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη.
Στο έντυπο «Πενταετές Σχέδιο Αναπτύξεως, 1968-1972, κεφ. 5, σ. 39, διευκρινιζόταν περαιτέρω: «Σκοπός της κυβερνητικής πολιτικής είναι να μειώσει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ενάντια στην απόλυση υπεράριθμου προσωπικού και στην αποζημίωση που καταβάλλεται σε περίπτωση απόλυσης. Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη μείωση της αποζημίωσης που καταβάλλεται στους εργάτες και τους υπαλλήλους οι οποίοι μπορούν να βρουν μια άλλη κατάλληλη εργασία». Εξάλλου, το Ν.Δ. της 17/22.4.1970, όπως συμπληρώθηκε από το Ν.Δ. 264/1973, υπήρξε πρωτοποριακό στην καταστρατήγηση του οκταώρου και στη δυσμενή για τους εργαζόμενους ρύθμιση της υπερωριακής απασχόλησης. Επιπλέον, η ταξικά μεροληπτική φορολογική πολιτική της δικτατορίας καλλωπιζόταν επανειλημμένως ως «δικαιοτέρα κατανομή του φορολογικού βάρους επί τω τέλει δημιουργίας εις την χώραν μας καθολικής φορολογικής συνειδήσεως» και ως «εξάλειψις της φοροδιαφυγής και η αποκατάστασις ηθικού ρυθμού εις τας σχέσεις κράτους και πολίτου», όταν όμως ο κόμπος της δυσαρέσκειας έφτανε στο χτένι, επιστρατεύονταν ερμηνευτικές εγκύκλιοι, όπου καταύγαζαν η αναισχυντία, ο κυνισμός και οι πραγματικές επιδιώξεις του καθεστώτος: «δεν αρκούν τα μέτρα, όσον θαρραλέα ή αυστηρά και αν είναι, εάν δεν αποκλεισθή εκ των προτέρων η προσπάθεια εξευρέσεως δικαιολογιών ή, έστω, ευλόγου αμύνης των φορολογουμένων κατά των ενίοτε βασίμων ή φανταστικών υπερβολών ή αυθαιρεσιών των οργάνων του Κράτους» (εγκύκλιος του Αδ. Ανδρουτσόπουλου της 23ης Ιανουαρίου 1968, δημοσιευμένη στις εφημερίδες της 8ης και 9ης Φεβρ. 1968). Πιθανές συγκρίσεις με κατοπινές καταστάσεις, δικές σας.
Στη Γερμανία απαντά ο εύστοχος πολιτικός νεολογισμός «Demokratur», «δημοκρατορία». Ο όρος προσιδιάζει στη διακυβέρνηση, η οποία αναδεικνύεται από και κινείται οριακά στο πλαίσιο της τυπικής δημοκρατίας που επικαλείται, για να αλλοιώσει την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική παράμετρο της ουσιαστικής δημοκρατίας, προς όφελος της άρχουσας τάξης και ως υποκατάσταση πραγματικά δημοκρατικών λύσεων στα ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα του συνασπισμού εξουσίας. Οι δημοκράτορες επιδιώκουν τη διατήρηση και την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης με ένα αποκρουστικό μίγμα κοινωνικο-οικονομικών αρχαϊσμών και πολιτικών συμβάντων, που εκβιάζουν τη συναίνεση της κοινωνίας μέσα από τον εκφοβισμό και την αδράνεια.
Η αντίληψή τους μπορεί να περιγραφεί με τη φράση από την όπερα «Φάλσταφ» του Βέρντι: «ας επιστρέψουμε στο παλιό και θα είναι μια πρόοδος». Πιθανώς, οι αναλογίες που επιχείρησα παραπάνω να είναι αμφισβητήσιμες, όπως όλες οι αναλογίες. Τουλάχιστον, δεν μάς απαλλάσσουν από τη σοβαρή συζήτηση για τα πρότυπα των δημοκρατόρων στην Ελλάδα. Ο καπιταλισμός των δικτατόρων κατέλιπε όξυνση της ανισοκατανομής, ραγδαία υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, αντιπαραγωγικές επενδύσεις, φορολογική ασυλία του κεφαλαίου, βαθύτερη διάβρωση της παραγωγικής βάσης, διόγκωση του δημόσιου χρέους (βλ. για το τελευταίο, E. Toussaint, Face à la dette du Nord, quelques pistes alternatives, www.cadtm.org, 19.1.2011, σελ. 12 κ.ε.).
Ο καπιταλισμός των δημοκρατόρων κινείται σε επικίνδυνα όμοιες κατευθύνσεις. Άλλωστε, το προσφιλές ρητό των δικτατόρων, «οι Έλληνες πρέπει να μάθουν να τρώνε ολιγώτερον, να ζητούν ολιγώτερα και να εργάζονται περισσότερον», είναι, αυτούσιο ή μετεξελιγμένο, όχημα των μνημονιακών δημοκρατόρων στις συκοφαντικές επιθέσεις τους εναντίον των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά μόνο τους δικτάτορες, αλλά και τους δημοκράτορες η ρήση του Αριστόβουλου Μάνεση: «Λαϊκή κυριαρχία σημαίνει ότι η κρατική εξουσία ανάγεται στον Λαό, πάντοτε ως αφετηρία προσδιοριστική-και όχι εκ των υστέρων».
Ετικέτες
Αναδημοσιεύσεις,
Αυγή,
Novalis
Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011
"Ανομία": ο οδοστρωτήρας του κατασταλτικού φετιχισμού
![]() |
Slave Ship (1840), Joseph Mallord William Turner [Public domain], via Wikimedia Commons |
του Novalis, ΑΥΓΗ, 6.10.11
«Η ανομία έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ / να την εκσφενδονίσουμε σε κάθε κεφαλή» αγνώστου κυβερνητικού (think) tank. «Ο
Γιάκομπσον λέει πως η αφασία διαβρώνει τη γλώσσα στην αντιστροφή της
κατάκτησής της. [...] Ένα στόμα που αποσυντίθεται, ξεκινάει από τα χείλη».
Jacques Roubaud, Quelque chose noir, 1986 (αριστεριστής του ΣΥΡΙΖΑ).
Η πλούσια πολιτική και κοινωνική εμπειρία ωμών νεοφιλελεύθερων διακυβερνήσεων διδάσκει ότι η παράλυση του συστήματος οικονομικών σχέσεων συνδέεται άρρηκτα με την οξύτατη συμπτωματολογία στο επίπεδο της πολιτικής. Δεν διαγιγνώσκεται, λοιπόν, σ’ αυτά τα φαινόμενα κάποια «ελληνική ιδιοτυπία», όσο κι αν η εκδήλωσή τους φέρει όλες τις ιδιομορφίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση πασχίζει να νομιμοποιήσει την ταξική και άδικη οικονομική πολιτική της στη δίνη του φαύλου κύκλου της ύφεσης. Ταυτοχρόνως, προκρίνει ως μέσα πολιτικής της νομιμοποίησης στη δίνη της κοινωνικής δυσθυμίας τον κατασταλτικό φετιχισμό και την ανοίκεια χρήση των εννοιών, έτσι ώστε να της χρησιμεύσουν ως ιδεολογικά ρόπαλα, εκεί που δεν φτουράνε (ακόμα) τα αναποδογυρισμένα γκλομπς των ΜΑΤ. Η δημιουργική λογιστική, που βάζει την Ελλάδα στην ΟΝΕ με το σπαθί των transactions swaps της Goldman Sachs και στρώνει τον δρόμο για τα Μνημόνια με το φούσκωμα του ελλείμματος και του χρέους, ενορχηστρώνοντας την εκστρατεία του διασυρμού, δεν μπορεί παρά να εκλύσει τη δημιουργική λογιστική των εννοιών, η οποία καθιερώνει σημασίες με ιδεολογικά διογκωμένη νοηματική ισχύ, ως ασπίδα απέναντι στις διακυμάνσεις της ταξικής πάλης, και στρώνει τον δρόμο στο βουερό πανηγύρι της δυσφήμισης, προκατασκευάζοντας νέες συκοφαντίες. Στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, βέβαια, καθείς έχει τον τρόπο του τόσο στη δημιουργική λογιστική επί των οικονομικών μεγεθών όσο και στη δημιουργική λογιστική επί των εννοιών.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΧΑΡΙΝ, με σκηνικό βάθος το νομοσχέδιο για τη διαφθορά πολιτικών προσώπων, ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο υφυπουργός του επιδόθηκαν σε άσκηση ετοιμότητας εναντίον του νέου εσωτερικού εχθρού, του κινήματος «Δεν έχω να πληρώσω». Ο ελλόγιμος υφυπουργός επέλεξε να κρατήσει τη λέξη «κινήματα», ώστε να κροταλίσει με αλαζονική θεατρικότητα τη λέξη «δήθεν» πριν από την εκφώνησή της, επιχειρώντας υπερβατικό λόγο με προδιαγραφές ακατανίκητου πειρασμού ακόμα και για τους πλέον αντικυβερνητικούς πρώην αριστερούς. Ο εμπειρότερος υπουργός, πάλι, φιλοδόξησε να θολώσει ασφαλέστερα τα νερά της προοδευτικής συνείδησης, προάγοντας καταχρηστικά τη δοκιμασμένη έννοια της «ανομίας». Από τα κυβερνητικά χείλη έχει κατά κόρον εξαπολυθεί η κατηγορία της ανομίας με παραπεμπτικότητα νοθευμένη από τις σκοπιμότητες της πολεμικής και της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας για να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς που κατασκευάζουν, δηλαδή τα πληττόμενα από τις επιλογές τους κοινωνικά στρώματα και τα κόμματα της αριστεράς. Κατ’ αρχήν, προκαλεί εύλογη ιλαρότητα η οποιαδήποτε χρήση αυτής της έννοιας (μετά ή άνευ ιδεολογικών ψιμυθίων) από ηγετικά στελέχη ενός κόμματος, το οποίο κατά τις μακρές κυβερνητικές θητείες του προσέφερε στα κοσκωτοειδή πολιτικά ήθη την «εκσυγχρονιστική» βάση αναβάθμισής τους στο σύστημα ασφυκτικής πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής εγχώριων και αλλοδαπών εργοληπτών, εφοπλιστών, τραπεζιτών και κρατικοδίαιτων τεχνοκρατών της «ελεύθερης οικονομίας».
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ, στην επικράτεια της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας, όπου δεν γνωρίζει ο Χριστοφοράκος τι ποιεί ο Ψωμιάδης. Υπό αυτό το πρίσμα, η γελοιότροπη απόπειρα του ενός αντιπροέδρου να εκφράσει μέσα στην αναμπουμπούλα τη δυσαρέσκειά του, επειδή ο φόρος του έτερου αντιπροέδρου αφορά και τα δικά του πολυάριθμα ακίνητα, φαντάζει απλό επεισόδιο της κομέντια ντελ’ άρτε («ο Ντιπόν συλλαμβάνει τον Ντιπόν»). Τα πράγματα είναι, όμως, πολύ σοβαρότερα: Ας μου συγχωρηθεί η άχαρη εικονοποιητική γλώσσα, αλλά τα κυβερνητικά χείλη εκφωνούν εννοιολογικές παραχαράξεις με άνεση τόση όση τους παρέχει το στόμα της άρχουσας τάξης εν συνόλω. Έτσι προκύπτει και η συνεκφώνηση με άλλες πολιτικές εκφράσεις της άρχουσας τάξης, όπως η Ν.Δ. και το ΛΑΟΣ. Μετά την πτώση της δικτατορίας και την απαξίωση του κράτους των εθνικοφρόνων, η άρχουσα τάξη δυσκολευόταν να χειραγωγεί τις πολιτικές ελευθερίες, τα κοινωνικά δικαιώματα και τη δημοκρατική νομιμότητα για να ποινικοποιεί τις κοινωνικές αντιδράσεις ή να δυσφημεί τις πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούσαν τους σχεδιασμούς της με τη διάκλειση της τρέχουσας πολιτικής και κοινοβουλευτικής πραγματικότητας μακριά από τις τριβές της ταξικής πάλης. Η κατά περίπτωση ελαστικοποίηση ή και απίσχνανση αυτού του σημαντικού μεταπολιτευτικού κεκτημένου ενθάρρυνε την υποκατάσταση του κυρίαρχου λόγου για τη δημοκρατία, που έστω και τυπικά αναγνώριζε τη συγκρουσιακή διάσταση της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας, από μια ρητορική της αυθαιρεσίας, η οποία χρησιμοποιεί τις έννοιες της δημοκρατίας έξω από το ιστορικό τους εύρος και τις αντικειμενικές δυνατότητες ερμηνείας τους: περισσότερο ως υπαινιγμούς κατασταλτικού αιφνιδιασμού της κοινωνικής και αριστερής αντιπολίτευσης, ως μεταμφίεση πολιτικού αυταρχισμού και πρόφαση λογοκρισίας.
Ο ΜΑΡΞ είχε γράψει στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», αναφορικά με την αστική τάξη της εποχής του ότι «αυτό που προηγουμένως εγκωμίαζε ως 'φιλελεύθερο', το δαιμονοποιούσε πλέον ως ‘σοσιαλιστικό’». Στην Ελλάδα του 2011, αυτό που θεμελιώθηκε ως σχετικά προωθημένη φιλελεύθερη-δημοκρατική συνθήκη της Μεταπολίτευσης, δαιμονοποιείται τώρα ως «σοβιετικό». Το αργότερο από τον Δεκέμβριο του 2008 και πολύ περισσότερο σήμερα, οπότε σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης σχεδιάζεται η αυταρχική εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης, ο άρχων συνασπισμός εξουσίας προσπαθεί να εξαφανίσει με αλχημείες εννοιολογήσεων τις ταξικές αντιθέσεις που ο ίδιος οξύνει. Το άγχος για διατήρηση και ενδυνάμωση της κοινωνικής πρωτοκαθεδρίας σε συνθήκες χρεωκοπίας του νεοφιλελευθερισμού παραμορφώνει την έννοια του κράτους δικαίου σε κέλυφος κατασταλτικών παραχαράξεων της λαϊκής βούλησης. Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο ένα τμήμα της άρχουσας τάξης («το πιο ξενόδουλο» ή «το πιο εξαρτημένο από το ξένο κεφάλαιο»), αλλά το σύνολο του άρχοντος συνασπισμού εξουσίας και αντιστοιχεί απολύτως με τις τρέχουσες στοχεύσεις του. Τα χείλη των κυβερνητικών παραγόντων δεν λαλούν μόνο την πλήρη ιδεολογική αφασία του «όλου ΠΑΣΟΚ», αλλά και αποδομούν τη γλώσσα των δημοκρατικών θεσμών σε λέξεις-οδοστρωτήρες του νεόκοπου κατασταλτικού φετιχισμού. Με αυτό τον τρόπο, επίσης, τα κυβερνητικά αφτιά αποφεύγουν διαρκώς να ακούσουν την οχληρή ερώτηση: «Quo vadis, ελληνική μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία, με όραμά σου τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, ιδεολογικά χρεωκοπημένη από τον εναγκαλισμό με τα Μνημόνια, αμείλικτα βεβαρημένη από την οψιγαμία σου με τη Ν.Δ. και την ακροδεξιά;».
ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ πολιτικής ανυπακοής και πολύμορφων διεκδικήσεων περιστέλλονται σε «ανομία», επειδή η ανάπτυξη και ενδυνάμωσή τους είναι κομβικής σημασίας για την εκκρεμή απάντηση της παλιάς, επικίνδυνης ερώτησης, που είχε θέσει ο Νίκος Πουλαντζάς: «Πώς θα συλλάβουμε τη δυνατότητα για ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους, συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και την εμβάθυνση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών με την πλατιά ανάπτυξη μορφών της άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη γονιμοποίηση αυτοδιαχειριστικών εστιών;». Ασφαλώς, η προοπτική της οργανωμένης αντίστασης στην αυταρχική εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης, σε ευθεία αντιπαράθεση με κεντρικές παραμέτρους της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής κι όχι μέσα από τελετουργικές εκτονώσεις εκ του περισσού, αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη νέα αστική στρατηγική. Εξυπακούεται ότι αυτά τα κινήματα καταγγέλλονται με δριμύτητα, διότι έμπρακτα αποδεικνύουν την παράλογη, ιδεολογική θέαση των κοινωνικών φαινομένων από τους δογματικούς νεοφιλελεύθερους. Αν οι τελευταίοι επικαλούνται τη μονόπλευρη λιτότητα ως «κοινή λογική» και «αυτονόητη προϋπόθεση της ευημερίας», τα πρώτα ξελασπώνουν τη λογική, εστιάζοντας στις κοινωνικές ανάγκες, η συνεχής περιφρόνηση των οποίων κάποια στιγμή προσκρούει σ’ ένα πολύ υπαρκτό όριο: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την άρνηση της εξαθλίωσης. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει: Όλα αυτά είναι, σε τελική ανάλυση, γνωστά. Τι συμβαίνει, όμως, με όσους δηλώνουν αριστεροί, πολιτεύονται ως πρόφρονες και πρόθυμοι συνομιλητές του συνασπισμού εξουσίας σε σειρά κοινωνικών χώρων, απορρίπτουν τα κινήματα ως «κινηματισμό» και την πολιτική τους πλαισίωση ως «αριστερισμό», κουβεντιάζουν στα σοβαρά με βάση έννοιες - οδοστρωτήρες, τις νομιμοποιούν πολιτικά ως στοιχεία του δημόσιου λόγου τους και μετά στέκουν αμήχανοι στον κουρνιαχτό των μνημονιακών ερειπίων, μήπως ξεδιακρίνουν πού πήγε το εθνικό τους ακροατήριο; Πράγματι. Αλλά αυτό είναι ήδη μια άλλη συζήτηση.
Ετικέτες
Αναδημοσιεύσεις,
Αυγή,
Novalis
Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010
"Καμίνης εναντίον Κακλαμάνη" και άλλα αυτοδιοικητικά παραμύθια
![]() |
του AntistaChef |
από την ΑΥΓΗ, 12.11.10
Από προχθές, οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι "συναξαριστές", αφού άλλαξαν τουλάχιστον τρεις φορές γνώμη σχετικά με το αν οι εκλογές είναι αποκλειστικά αυτοδιοικητικές ή έχουν και έντονα πολιτικό περιεχόμενο, επέστρεψαν δριμύτεροι, εν όψει δεύτερου γύρου, ώστε να αναμαλάξουν τους γνώριμους κοινούς τόπους, οι οποίοι εμπεριέχουν μία τζούρα Πλαστήρα, μία πρέζα Παπάγο και πέντε δράμια Σγουρο-Καμίνη. Εμείς οφείλουμε τώρα να πιούμε αυτό το κατάπλασμα, για να ομολογήσουμε (κοινώς "ξεράσουμε") ότι θέλουμε εμπράκτως "να φύγει η δεξά" και να το αποδείξουμε ψηφίζοντας με αίσθημα ευθύνης τον Καμίνη της αυτοδιοίκησης και τον Σγουρό της Δημοκρατικής Αριστεράς, η οποία ήρε τα βάρη της και περιεπάτησε (την μπανανόφλουδα του ΓΑΠ).
Ιδίως σε ό,τι αφορά την περίπτωση Κακλαμάνη, στις αθηναϊκές γειτονιές όπου κατοικώ, εργάζομαι και κινούμαι, γίνομαι δέκτης περισπούδαστων αναλύσεων, από ανθρώπους, οι οποίοι με σχεδόν πεισιθανάτιο ύφος μάς νουθετούν να μην αφήσουμε την πόλη για ακόμα μια φορά στα χέρια της παράταξης Κακλαμάνη και μάς προτρέπουν να ενισχύσουμε τον Γεώργιο Καμίνη τον Τροπαιοφόρο, ο οποίος με τη θαυματουργή ρομφαία του θα κατατροπώσει τον δράκο της κακλαμάνιας κακοδιαχείρισης και αυθαιρεσίας. Προϋπόθεση για την υπερψήφιση του ψηφοδελτίου Καμίνη στον δεύτερο γύρο είναι, μεταξύ των υπόλοιπων πολιτικών παραμέτρων, η αυτοδιοικητική παράμετρος.
Από αυτοδιοικητικής άποψης, λοιπόν, για την οποία τόσο κόπτονται ορισμένοι, η υπερψήφιση του ψηφοδελτίου του ΠΑΣΟΚ θέτει τον εξής απαράβατο όρο: Ότι σε όλο το προηγούμενο κρίσιμο διάστημα 2006-2010 είχαν καταργηθεί στο επίπεδο της δράσης τα στεγανά μεταξύ των παρατάξεων του ΠΑΣΟΚ και της "Ανοιχτής Πόλης", επειδή είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα ένα συμπληρωματικό κινηματικό/διεκδικητικό σύνολο απέναντι στη δεξιά διοίκηση του δήμου, το οποίο, ακόμα κι αν διαφοροποιείτο σε επιμέρους πολιτικές κατευθύνσεις, δεν έχανε, ωστόσο, ποτέ την ευρύτερη συσπειρωτική δυναμική του.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβη κατ' ελάχιστον, καθώς η απερχόμενη δημοτική παράταξη του ΠΑΣΟΚ λίμναζε αδιατάρακτα στον γραφειοκρατικό υδροκεφαλισμό της, τον τόσο εχθρικό απέναντι στις διεκδικητικές πρωτοβουλίες και τα κινήματα ενεργών πολιτών, όταν δεν συνέπλεε ανοιχτά με όψεις της πολιτικής του Κακλαμάνη. Πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα (αλλά και αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων της "ρευστής ζώνης" μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της σημερινής ΔΗ.ΑΡΙ.), που σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους εναντίον του Κακλαμάνη, σε κρίσιμες στιγμές κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης ξερόβηχαν, θεωρούσαν ότι "γίνονται υπερβολές" και δεν παρέλειπαν να δίνουν εξετάσεις στη διοίκηση Κακλαμάνη ως υποστηρικτές της "εποικοδομητικής αντιπολίτευσης". Έχουμε, θα μού πείτε, και τους βαρείς όρκους πίστης και αφοσίωσης της ΔΗ.ΑΡΙ. στην αυτοδιοίκηση, στις νέες ιδέες και μεθόδους που θα φέρει ο Καμίνης, επειδή είναι ο Καμίνης, τον οποίο ο πρόεδρος της ΔΗ.ΑΡΙ. υπέδειξε πρώτος.
Δεν είναι, ασφαλώς, η πρώτη φορά που η ΔΗ.ΑΡΙ. εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα και χάνεται στους λαβυρίνθους που η ίδια κατασκευάζει. Απορώ, όμως, τι σόι αυτοδιοικητική αντίληψη είναι αυτή, η οποία κάνει σημαία έναν άνθρωπο ουρανοκατέβατο, άσχετο με τα προβλήματα της Αθήνας και εντελώς ανύπαρκτο στους αγώνες εναντίον της διοίκησης Κακλαμάνη. Και τι είδους εμπιστοσύνη να έχουμε στους/στις υποψήφιους/-ες συμβούλους της ΔΗ.ΑΡΙ, οι οποίοι/-ες έφυγαν τρέχοντας από ένα πλατύ και δημοκρατικό αριστερό αυτοδιοικητικό σχήμα, για να πλαισιώσουν τον άγνωστο Χι της νέας αυτοδιοικητικής μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα;
Μπορεί οι Σαύλοι της ΔΗ.ΑΡΙ. να έγιναν Παύλοι του Καμίνη, εγώ, πάντως, δυσπιστώ απολύτως απέναντι σε όσους μού υπόσχονται θαύματα από το πουθενά, υπό την αιγίδα του θατσερικού ΠΑΣΟΚ. Κοντολογής, ακόμα και μόνο με αυτοδιοικητικούς όρους να συζητούσαμε, η υπερψήφιση του Καμίνη (ως "αντίπαλου δέους" στον Κακλαμάνη) είναι τόσο επιζήμια όσο και η υπερψήφιση του Σγουρού- κατά την ταπεινή μου γνώμη, τουλάχιστον. Εκτός αν συγχέουμε την στέρεη πολιτική αλλαγή με τον βολονταρισμό του φουκαρά, οπότε ας εμπιστευτούμε τις ξερές φόρμουλες, ας ψηφίσουμε τη μαγική λύση Καμίνη και ας (ξανα)περιμένουμε 100 μέρες για να δούμε τι θα συμβεί. Η αλλαγή στην Αθήνα δεν θα συμβεί με ρεκλάμες της οκάς, ηχηρά διαγγέλματα και ρηχές διακηρύξεις.
Η αλλαγή κρίθηκε, δυστυχώς, στον α' γύρο. Όποιος την προηγούμενη Κυριακή αγνόησε την ευθύνη κι έχασε την ευκαιρία του, ας πρόσεχε. Τα διλήμματα κατόπιν εορτής τείνουν να καταστούν μια άχαρα επαναλαμβανόμενη συνήθεια, η οποία συγκαλύπτει τα πικρά διδάγματα. Το "μεταμφιέζομαι, άρα υπάρχω" είναι ακόμα ένα καρτεσιανοποιημένο ιδεολογικό όργανο του τρισάθλιου νεοφιλελεύθερου δικομματισμού. Κι ωστόσο, σαν φαντάσματα πλανιούνται πάνω από τον δεύτερο γύρο οι ερωτήσεις: "Ποιος ζητά την ψήφο μου; Σε ποιες συνθήκες; Από ποια θέση; Με ποιο δικαίωμα;". Εγώ, τουλάχιστον, έχω αποφασίσει να απαντήσω σ' αυτές τις ερωτήσεις με όρους συνθετότερους από τη σοφιστική και την εριστική του ΠΑΣΟΚ και των συμμάχων του.
Νovalis
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)