Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν.Σεβαστάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν.Σεβαστάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Ποίηση, ατομικότητα, πολιτική

Francisco de Goya, Reading

 ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΙΕΤΡΟ ΙΝΓΚΡΑΟ «Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ»*

 του Νικόλα Σεβαστάκη

από την ΕΠΟΧΗ, 1.1.12

Μια από τις ωραιότερες συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη είναι το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Παραφράζοντας τον τίτλο, θα ισχυριστώ ότι οι σκέψεις του Ινγκράο που έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε σήμερα, φτιάχνουν ένα μικρό βιβλίο για μεγάλα πράγματα, ένα ολιγοσέλιδο κείμενο που ανοίγει, ωστόσο, πολλά και κυρίως σημαντικά ερωτήματα. Βρισκόμαστε μπροστά στον στοχασμό ενός σχεδόν αιωνόβιου, που έχει ωστόσο το χάρισμα να εκφέρει ή να υπαινίσσεται αλήθειες εξαιρετικά σύγχρονες, με την ουσιαστική κριτική σημασία της λέξης, όχι με την έννοια μιας σκέψης αγχωμένης μην απομείνει πίσω από τις εξελίξεις.

Και για να προχωρήσω ένα βήμα, δεν πρόκειται απλώς για απάντηση στη μπροσούρα του Στεφάν Εσέλ «Αγανακτήστε». Oι αναφορές στο πολυσυζητημένο κείμενο του παλιού Γάλλου αντιστασιακού είναι ένα από τα πολλά σημεία στα οποία απαντά ο Ινγκράο. Μπορεί όμως να μην είναι και το σημαντικότερο. Διαλέγω μια από τις φράσεις που πιστεύω ότι μας εισάγει καλύτερα στο στίγμα της κατάθεσης του ιταλού διανοούμενου και πολιτικού:

Στην πραγματικότητα -λέει- εντάχτηκα ολόκληρος μέσα στην πολιτική. Όμως δεν υπήρξα ποτέ μόνο αυτό. Άρα είμαι διχασμένος ανάμεσα στο να είμαι μέσα στην πολιτική, από κάθε άποψη, και στη συνειδητή άρνηση της αποδοχής του μέτρου της, της λογικής της; Πιθανόν.

Ας ξανασκεφτούμε ποιος μιλάει εδώ. Μιλάει λοιπόν ένας άνθρωπος που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έδρασε και λειτούργησε μέσα στους θεσμούς ενός κινήματος, αλλά και ενός πολιτικού συστήματος (βουλευτής, πρόεδρος κοινοβουλευτικής ομάδας, αλλά και πρόεδρος της ιταλικής Βουλής). Μιλάει ένας άνθρωπος που υπήρξε κατεξοχήν οργανωμένος και δεν είχε, τυπικά τουλάχιστον, καμιά σχέση με εμπειρίες αιρετικής περιθωριακότητας όπως αυτές εκφράστηκαν στον εικοστό αιώνα από τη μια ή άλλη αποκλίνουσα αισθητική θέση. Ο Iνγκράο ποτέ δεν υπήρξε Παζολίνι, με την έννοια ότι ποτέ δεν δημιούργησε «σκάνδαλο» στον χώρο του ή έξω από αυτόν, στην ευρύτερη ιταλική πολιτική και πνευματική ζωή. Ο Ινγκράο λοιπόν ο κομματικός, το παλιό στέλεχος του ιταλικού κομμουνισμού αφήνει να καταλάβουμε ότι υπήρξε και συνεχίζει να είναι κάτι άλλο από μια πολιτική προσωπικότητα. Ρίχνει στο τραπέζι κάποιες αναπάντεχες σημασίες και ένα είδος αυτοβιογραφικού σχολίου που φωτίζει διαφορετικά το πολιτικό οδοιπορικό ενός κομμουνιστή. Μιλάει για την πρακτική της αμφιβολίας, για τη σημασία της ατομικότητας, για τις δύσκολες και περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στον προσωπικό κόσμο και στη συλλογική πολιτική δράση.

Και όλα αυτά έχουν τη σημασία τους. Όχι όμως τόσο ως θραύσματα μιας ατομικής βιογραφίας, αλλά ως μελήματα κάθε αριστερής σκέψης, ως ερωτήματα που, όπως και αν το δούμε, παραμένουν αναπάντητα μέσα στην περιπετειώδη ιστορία των αριστερών εγχειρημάτων και των ανατρεπτικών στρατεύσεων.

Παρένθεση. Δεν πρόκειται καθόλου, όπως διάβασα πρόσφατα στον επικριτικό σχολιασμό για το βιβλίο, για «ελιτίστικες φιλοσοφίες» και ποιητικές «αοριστολογίες» που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για το κίνημα και τον αναστοχασμό του. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, μπορεί να συναντά κανείς τέτοιου είδους χρησιμοθηρικές και στεγνές αποφάνσεις που αναπαράγουν τις χειρότερες πλευρές της Αριστεράς. Εννοώ μια εργαλειακή αντίληψη για τη σκέψη, μια νοοτροπία που αναζητεί στη σκέψη του ενός ή άλλου μόνο ηθικοπλαστικές απαντήσεις και όχι ερωτήματα, μόνο συνταγές έτοιμης δράσης και όχι ανοίγματα στην πολυπλοκότητα της ζωής και της δραστηριότητας των υποκειμένων. Θα μπορούσε, φυσικά, να διαβάσει τις σκέψεις αυτές σαν μια παραλλαγή σε ένα γνωστό θέμα. Το θέμα είναι η ένταση η οποία εμφανίζεται μεταξύ του ορθολογικού πολιτικού όντος και της ποιητικής ευαισθησίας και ευρύτερα η σύγκρουση μεταξύ της λογικής του πολιτικού αγώνα ή της κοινωνικής στράτευσης και της ατομικότητας, των προσωπικών ευαισθησιών. Κατ’ αυτό τον τρόπο η στροφή του γηραιού Ινκράο προς τον λόγο της ποίησης θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί και ως αναμέτρηση με την πολιτική ήττα. Γιατί όχι και ως μια στρατηγική μετριασμού του μεγάλου ηθικού κόστους αυτής της ήττας που υπήρξε και προσωπική.

Η σιωπή ως άλλη μορφή δράσης

Υπάρχουν σημεία στις απαντήσεις του που ευνοούν τη συσχέτιση μεταξύ της εμπειρίας της πολιτικής ήττας και της προσφυγής στον ποιητικό λόγο. Σε αυτή την περίπτωση, η έμφαση που βλέπουμε να αποδίνει στην εσωτερικότητα ή στην σιωπή (στη σιωπή ως μια άλλη μορφή δράσης ) θα ήταν απλώς επιβεβαίωση ενός χάσματος. Αυτού που χωρίζει την επικράτεια των χαμηλών τόνων [ την ποίηση] και τον χώρο της διαπάλης με σκοπό τη νίκη [την πολιτική].

Αλλά ο Ινγκράο υπενθυμίζει διαρκώς στους συνομιλητές του την πρακτική της αμφιβολίας. Σαν να λέει: μη βιάζεστε να φτάσετε σε ένα οριστικό συμπέρασμα, σε μια ασφαλή εξήγηση της σχέσης ανάμεσα στους κυματισμούς του προσωπικού βιώματος και στο πεδίο μιας μακρόχρονης πολιτικής δέσμευσης. Δίνει δηλαδή κάποια κλειδιά για να αισθανθούμε ότι αυτή η σχέση ήταν ανέκαθεν πολύ πιο αινιγματική από όσο θα ήθελε ο αριστερός κοινωνιοκεντρισμός και ο φιλελεύθερος ιδεαλιστικός ατομικισμός. Και τα κλειδιά αυτά είναι ελεγειακά και χαμηλών τόνων, δεν έχουν δηλαδή το στιλ που θα άρεσε σε εκείνον που ταυτίζει την αριστερή πνευματικότητα με μια κάπως χαζοχαρούμενη και δίχως αίσθηση του τραγικού ορμητικότητα.

Παρά λοιπόν τον πειρασμό της εύκολης ερμηνείας, λίγο ψυχολογικής ή λίγο πολιτικής, νομίζω ότι η πρακτική της αμφιβολίας, έτσι όπως την αντιμετωπίζει ο Ινγκράο, δεν είναι ο γνωστός σκεπτικισμός απέναντι σε μια πολιτική ταυτότητα η οποία κρίνεται, εκ των υστέρων, «προβληματική». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η ανακάλυψη, από την πλευρά του, της ελευθερίας που προσφέρει η άσκηση της ποίησης, δεν έρχεται να αντιπαρατεθεί στις συγκρουσιακές ποιότητες της αγωνιστικής πολιτικής. Αντίθετα, η αισθητική και πνευματική καλλιέργεια φαίνεται να διαθέτουν μια δική τους, αυτόνομη αντήχηση, μια δική τους ηθική νομιμότητα πέρα από τη διάσταση της σύγκρουσης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Απαντούν δηλαδή σε εκείνες τις διαστάσεις της ύπαρξης, οι οποίες είναι αδύνατο να στεγαστούν στους θεσμούς και στις πρακτικές της πολιτικής.

Η ανακάλυψη του ποιητικού λόγου

Η ανακάλυψη του ποιητικού, δηλαδή μιας γλώσσας που μπορεί να πει αυτά που καμια άλλη γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει, προσφέρεται εντέλει ως ένα παράδοξο συμπλήρωμα του μακρόχρονου πολιτικού πάθους. Αυτή η άλλη σοφία, η οποία εκφράζεται με τη γλώσσα της ποίησης, δεν συνιστά μεταστροφή ως προς αυτό το πολιτικό πάθος, το οποίο έχει ως αφετηρία την εξέγερση του υποκειμένου, ήδη από την νεότητά του, για τις ανισότητες και την κοινωνική βία του κόσμου που το περιστοιχίζει. Πίσω από την ανατίμηση της ποίησης (η οποία όπως ομολογεί τον ενδιέφερε ήδη στη νεότητά του) ο Ινγκράο θέτει τα πιο δύσκολα ερωτήματα, τα οποία δεν αφορούν μόνο την ποίηση αλλά την ίδια τη δράση: μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρξει συλλογικός πολιτικός ορίζοντας αγώνα που να αναγνωρίζει, δίχως τσιγκουνιές και καχυποψίες, την πολυμέρεια των ατομικών υποκειμένων, που να κατανοεί το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα είναι πολλαπλότητες παθών και ενδιαφερόντων; Μπορεί να υπάρξει πολιτικό υποκείμενο ικανό να αναγνωρίζει ότι τα άτομα δεν είναι απλώς φορείς καθηκόντων και λειτουργικών ρόλων σε ένα σχέδιο, αλλά σύνθετες, αντιφατικές και «ασυνεπείς» μοναδικότητες; Μπορεί να υπάρξει πέρα από μια πολιτική της κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης και μια αριστερή κουλτούρα της ατομικής ελευθερίας, της ποιοτικής ατομικής αυτονομίας;

Άτομα, ελευθερία και πολιτική δράση

Μήπως άραγε και η ηγεμονική επικράτηση του φιλελευθερισμού και των διαφόρων μορφών καταναλωτικού ατομικισμού στον ύστερο εικοστό αιώνα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι τα ριζοσπαστικά εγχειρήματα έδειξαν δυσκαμψία στο να καταξιώσουν τη σημασία της ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα, και ως προς τη σχέση των ατόμων με τους θεσμούς και τα μοντέλα της αριστερής πολιτικής δράσης; Μήπως η γνωστή σαθρή «ατομικιστική ιδεολογία» με την οποία συνδέθηκε η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση εδώ και δεκαετίες αξιοποίησε τα κενά ή τις απίστευτες στρεβλώσεις στη σχέση της Αριστεράς με την ελευθερία, με την ελευθερία ως τολμηρή άσκηση της αμφιβολίας; Αρκεί να διαβάσει κανείς την ανακοίνωση του ΚΚΕ για τον θάνατο του Κιμ Γιονγκ Ιλ και τη Βόρειο Κορέα για να μελαγχολήσει και να θυμώσει.

Προφανώς δεν υπάρχει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Και ούτε ο Ινγκράο δίνει απαντήσεις, πράγμα ασφαλώς εκνευριστικό για κείνους που ζητούν από κάθε αποτύπωμα σκέψης να τους λύσει όλα τα θεωρητικά, για να μην πω όλα τα κοσμοθεωρητικά τους, προβλήματα.

Και για να έλθω στο θέμα της αγανάκτησης. Το γεγονός είναι ότι οι νέες μορφές κοινωνικού αγώνα, ο γαλαξίας των νέων μορφών δημοκρατικής κινητοποίησης, σχετίζεται και με αυτό το ερώτημα για τα όρια της ολικής δέσμευσης σε ένα πολιτικό πάθος όπως αυτό που χαρακτήρισε τη γενιά του Ινγκράο. Από πολλές απόψεις μοιάζει αδύνατο ένα συλλογικό πολιτικό εγχείρημα που θα αγνοεί την εξατομίκευση των ανθρώπων, τη σημασία που έχει η πλουραλιστική προσωπική ταυτότητα των συγχρόνων ως διασταυρώσεων ετερογενών ηθικών και πολιτιστικών οριζόντων.

Αριστερός, λέει ουσιαστικά ο Ινγκράο, είναι αυτός o οποίος επιδιώκει τη συνάντηση των ηθικών συναισθημάτων ( όπως είναι η αγανάκτηση και ο θυμός με τις σκανδαλώδεις αδικίες) με μια πολιτική ορθολογικότητα, με μια προοπτική μετασχηματισμού του πάνω και του κάτω, των θεσμών και των ηθών, του κράτους και των κοινωνικών πρακτικών. Όχι μέσα από την υποταγή της πολιτικής στα ηθικά πάθη, ούτε, όμως, και με αυτονόμηση της πολιτικής-εκλογικής μηχανής από αυτούς που καλείται να αντιπροσωπεύσει.

Πολιτική και ηθικό πάθος

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα είδος αποσπασματικού συναισθηματικού κινήματος, το οποίο, όσο πολύτιμη και αν είναι η συμβολή του στην αναζωογόνηση των κοινωνικών αγώνων, δεν μπορεί να γεννήσει, από μόνο του, ένα πολιτικό σχέδιο. Στη δεύτερη περίπτωση, η πολιτική λειτουργεί ως αποξενωτική ανάθεση, ως αποτυχημένη ή κακή εκπροσώπηση η οποία διαιωνίζει τη διαίρεση ανάμεσα σε μια διαλυμένη κοινωνία και στις κυβερνώσες ελίτ. Η ακραία εκδοχή αυτής της αποξενωτικής ανάθεσης -η οποία καταργεί την ίδια τη σχέση εκπροσώπησης διαστρέφοντας ακόμα και τη φιλελεύθερη λογική- είναι η ανάδυση του τεχνοκράτη, η διακυβέρνηση των ειδικών. Είναι δηλαδή αυτό που προτείνεται από σήμερα από διάφορες πλευρές για τη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης.

Η κατεύθυνση προς την οποία κινείται η σκέψη του Ινγκράο δεν είναι η παραδοσιακή αλλεργία της «ορθολογικής Aριστεράς» προς όλες τις ευαισθησίες που δεν ελέγχει ή δεν κατανοεί, προς καθετί που δεν παίζει στο δικό της πεδίο και με τους δικούς της όρους. Εκτιμά συγχρόνως ότι ακόμα και αν αλλάζουν όλα, οι γλώσσες της στράτευσης, η σχέση μεταξύ των ατόμων και των θεσμών, τα πολιτιστικά και κοινωνικά πρότυπα, υπάρχει κάτι θεμελιώδες το οποίο παραμένει ως ανάγκη: η αγανάκτηση (και η σύγκρουση με όλα όσα συνιστούν την αιτία της αγανάκτησης) μπορεί να είναι μόνο η μία όψη μιας αγωνιστικής διαδικασίας, της αριστερής διαμόρφωσης συνείδησης. Τα ηθικά συναισθήματα και η σύγκρουση δεν μπορούν να είναι το κέντρο μιας στάσης, αλλά ένα στοιχείο, σημαντικό φυσικά, μιας συνολικότερης στάσης της οποίας το νόημα πρέπει να αναδημιουργήσουμε, ο καθένας με τα υλικά που έχει, με τις ανάγκες, τις περιστάσεις και τους ιδιαίτερους όρους που του έτυχαν.

Όταν το νόημα, είτε αφορά την πολιτική είτε αφορά την προσωπική μας ταυτότητα, δεν είναι δοσμένο, δεν είναι αδιαμφισβήτητο και εξασφαλισμένο, αισθανόμαστε δυσφορία. Αισθανόμαστε ακόμα ότι αυτός που μας το λέει αυτό, δεν ικανοποιεί την ανάγκη μας για περισσότερη βεβαιότητα, για εξιχνίαση των όσων, μυστήριων και ακατανόητων, συμβαίνουν στον κόσμο και μας επηρεάζουν.

Αλλά από μια άλλη άποψη αυτός που μας απευθύνεται σε μια κάπως παράξενη γλώσσα και όχι με τον συνηθισμένο προτρεπτικό τόνο της υψηλότονης διακήρυξης, μπορεί να είναι περισσότερο έντιμος με τη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στην εποχή της κρίσης και της βίας της. Σε αυτή τη συνθήκη, η μια πλευρά είναι η εκ νέου επινόηση της σύγκρουσης η οποία τρέφεται από τον κοινωνικό θυμό, το αίσθημα της αδικίας. Η άλλη πλευρά ή μια άλλη ζωτική ανάγκη αφορά τη δυνατότητά της κατάφασης, την αναζήτηση τρόπων ώστε η κρίση να μην μας κάνει πιο ρηχούς και στεγνούς, να μην μας μετατρέψει σε μίζερες, πνευματικά και αισθητικά, μηχανές.

Ένα ποίημα του Ρίτσου υπαινίσσεται αυτή τη σχέση μεταξύ της κατάφασης που συνδέει την ατομικότητα με τον κοινό κόσμο, το δικό μου με το εμείς, με έναν τρόπο που θα άρεσε στον Ινγκράο:

Ανάμεσα σε τόσες αρνήσεις
Βρήκε μια λέξη καταφατική
δική του –
αυτήν που ανήκει
σε όλους μας


* Εκδόσεις Εύμαρος,
μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς, πρόλογος Μιχάλης Ψημίτης, 2011

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Οι Περιττοί και οι Άξιοι

http://www.flickr.com/photos/bhopalmedicalappeal/sets/72157623388562992/detail/

του Νικόλα Σεβαστάκη 
 
από τα Ενθέματα

Αν ζούσε σήμερα ο Τουργκένιεφ, αυτός ο «δυτικός» Ρώσος και φίλος του Φλωμπέρ, δεν θα χρειαζόταν να γράψει το περίφημο Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου. Πώς να γράψεις για τον περιττό άνθρωπο σε μια στιγμή όπου όλο και περισσότερο άνθρωποι φαίνεται να περισσεύουν; Πώς να μιλήσεις για τους περιττούς όταν αυτοί, ως λογιών ανεπιθύμητοι πλεονάζοντες, τείνουν να θεωρηθούν νεκροθάφτες της σωτηρίας των εθνικών οικονομιών και αποδιοπομπαίοι τράγοι στην πορεία «εξυγίανσης» των λιπόθυμων συστημάτων;

Η ελλειμματική ζωή οφείλεται, λοιπόν, στους πλεονάζοντες. Όπως η καταβύθιση του κόσμου της εργασίας χρεώνεται στους απαράσκευους και στους ανεπρόκοπους. Κοντολογίς, ο μηδενισμός οφείλεται στα μηδενικά και η ακρίβεια στους «τσαμπατζήδες»: αυτή η βαθιά πρωτόγονη «σκέψη» επιστρέφει από τους καιρούς του Χέρμπερτ Σπένσερ και τα εγχειρίδια των βικτωριανών αστών για τις επικίνδυνες τάξεις, αυτή η σκέψη-κάτεργο φαίνεται να εμπνέει για τα καλά τους συστημικούς λόγους του έτους 2011.

Πέρα όμως από τη γλαφυρή φιλολογία για τις θετικές πλευρές της κρίσης, αυτό που διαφαίνεται είναι πλέον μια ακραία πολιτισμική οπισθοχώρηση. Τα υποκείμενα πολίτες μετατρέπονται σε μονάδες μετακινούμενων φόβων και πληθυσμούς εφέδρων. Οι πραγματικά πλούσιοι έχουν κάνει απόσχιση από κάθε συμβόλαιο και η μεσαία τάξη, αυτό το αρχαίο φιλελεύθερο όνειρο, δεν μπορεί πια να στηρίξει τους μύθους που έπλασαν για αυτήν οι μεταπολεμικές κοινωνιολογίες της αφθονίας.

Η ωμότητα επιστρέφει. Χωρίς φυσικά να έχει φύγει πραγματικά ποτέ. Επιστρέφει ως κυνικός ωφελιμισμός και κοινωνικός δαρβινισμός. Το σέρβις των κουρασμένων μηχανών προϋποθέτει τη βίαιη ή κλιμακωτή έξωση όλων όσων δεν ανταποκρίνονται στις πολλαπλές δοκιμασίες αντοχής και στα αλλεπάλληλα τεστ αξιοπιστίας.

Τι μπορεί να αντιτάξει κανείς σε αυτή την κουλτούρα της κοινωνίας-επιχείρησης που δεν διαφέρει από την ηθική των μπράβων; Η ηθική αντίρρηση με σημείο αναφοράς την αξία της αλληλεγγύης μοιάζει με ιδεαλιστικό ευχολόγιο, με ανεδαφικό ανθρωπισμό που στρέφεται εναντίον των «νόμων της πραγματικότητας», των νόμων οι οποίοι διαχωρίζουν αυτούς που θα σωθούν από όσους θα μείνουν πίσω ή απλά θα σβήσουν από την κίνηση της Ιστορίας.

Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτού του τύπου τα προβλήματα είναι ψιλά γράμματα σε σχέση με την ανάγκη του πολιτικού σχεδίου. Δεν συμφωνώ καθόλου. Γιατί δίχως έναν διαφορετικό ορίζοντα πολιτισμού και το πιο ευφυές και ανατρεπτικό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να κάμψει τα τρομοκρατικά αυτονόητα του σύγχρονου κοινωνικού δαρβινισμού. Αλλά αυτό ακριβώς νομίζω ότι είναι το ζητούμενο: να ομολογήσουμε ανοιχτά ότι μια πολιτική του πολιτισμού –για να δανειστώ την παλαιότερη έκφραση του Εντγκάρ Mορέν– δεν μπορεί παρά να είναι η άρνηση όλων των κοινωνικών και πολιτισμικών ρατσισμών. Και για να είμαστε σαφείς: η διαπόμπευση των μη παραγωγικών και η εν γένει «οικονομική αξιολόγηση» των ατομικών συμπεριφορών και των ανθρώπινων ποιοτήτων είναι το απεχθές πρόσωπο του σύγχρονου αντιανθρωπισμού, το νέο πρόσωπο του ρατσισμού.

Βρισκόμαστε ωστόσο πολύ μακριά από αυτή την τολμηρή παραδοχή και τις πολιτικές της συνεπαγωγές. Για αυτό το λόγο και η κριτική στα οικονομικά της νεοφιλελεύθερης λιτότητας φαντάζει λειψή και συχνά εύκολη στις αποφάνσεις της αφού μπορεί να την ασκεί και ένας Γιώργος Αυτιάς ή οι επιτελείς του Σαμαρά.  Είναι ο μισός δρόμος αν δεν συνοδεύεται από ορισμένες, πολύ πιο ενοχλητικές για το κοινό αίσθημα και για μας τους ίδιους, αλήθειες. Αν, για παράδειγμα, δεν θέτει στο στόχαστρο  τον ίδιον τον «ορθολογικό» μύθο της αξιοκρατίας και το τοτέμ του ανταγωνισμού, αν δεν αμφισβητεί τη ρητορική των ικανών και των αρίστων.

Ο αντιδημοκράτης Νίτσε στον καιρό του το είχε καταλάβει: ο σοσιαλισμός, έλεγε, είναι μια «αντι-φύση», συνιστά, με έναν τρόπο, τη συνηγορία των «αποτυχημένων». Το έλεγε για να κατακεραυνώσει τον αντίπαλο σήμερα όμως μπορούμε να δώσουμε ένα άλλο νόημα σε αυτή τη σκανδαλώδη συκοφαντία. Να πάρουμε πάνω μας τη ρετσινιά εξηγώντας σε όλους τους τόνους ότι η ισότητα και η ελευθερία προέχουν έναντι όλων των «ικανοτήτων» και των «προσόντων». Η αξιοπρέπεια των ανθρώπινων προσώπων είναι το ηθικοπολιτικό θεμέλιο μιας διαφορετικής ορθολογικότητας, ενός εγκάρδιου κοινωνικού Λόγου που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά με την περιβόητη κοινή λογική των επιφυλλιδογράφων μας…

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η «θεσμική στροφή» της μνημονιακής εξουσίας;

Paul Cézanne: Harlequin, 1888-1890. National Gallery of Art, Washington, DC, via Wikipedia


του Νικόλα Σεβαστάκη, από το Red NoteBook

Η εξαγγελία Παπανδρέου για ένα multiple choice δημοψήφισμα το φθινόπωρο σε «θεσμικά ζητήματα» αποτελεί, ουσιαστικά, μιαν απάντηση στο «πρόβλημα» των πλατειών. Απευθύνεται προς την πλευρά όπου συνεχίζεται ενοχλητική και αινιγματική η κοινωνική διαμαρτυρία. Αλλά και ο προβιβασμός του Ε. Βενιζέλου - πέραν των όποιων ενδοκομματικών τεχνασμάτων και τακτικών συμβιβασμών - εντάσσεται στο ίδιο πλέγμα κινήσεων. Η «θεσμική» ρητορική του νέου Υπουργού Οικονομικών διαχωρίζεται από την υπερβολικά τεχνοκρατική και οικονομίστικη προσέγγιση του προκατόχου του. Ο άγριος δημοσιονομικός πυρήνας των Μνημονίων πρέπει, όσο γίνεται, να διαχυθεί στην απαλυντική γλώσσα της θεσμικής εξυγίανσης και του πατριωτισμού της συνευθύνης. Με άλλα λόγια, ο σχεδιασμός για το δημοψήφισμα και η υπερπροβολή της σημειολογικής διαφοράς του Βενιζέλου λειτουργούν ως συμπληρωματικές κινήσεις στο ρευστό τοπίο.

Αλλά ο συμβολισμός των συγκεκριμένων κινήσεων απαντά και σε ένα άλλο δεδομένο της πρόσφατης συγκυρίας: καλοϋποδέχεται την κινητικότητα η οποία παρατηρείται στους κόλπους της «ακαδημαϊκής και πνευματικής ηγεσίας του τόπου» προς αναζήτηση του ισχυρού και με πυγμή κυβερνήτη, του αποφασιστικού Μεταρρυθμιστή. Η υπεράσπιση της «αναγκαίας» προσαρμογής στις ρήτρες των Μνημονίων μεταφράζεται εδώ σε επαγγελία εθνικής ανόρθωσης. Και για τους λογής «θεσμικούς» παράγοντες, η εθνική ανόρθωση δεν περιορίζεται στα δημοσιονομικά και σε άλλα ταπεινά εισοδηματικά ζητήματα, αλλά εμβαπτίζεται στα νάματα μιας ευρύτερης ενάρετης στροφής στα δημόσια πράγματα. Με αυτή την έννοια, ο λόγος του Βενιζέλου κολακεύει τις προσδοκίες των διανοουμένων και ακαδημαϊκών οι οποίοι εκδηλώνουν τη διαθεσιμότητά τους να υποστηρίξουν τον «μονόδρομο της σωτηρίας». Αφορά ιδίως όσους συντάσσονται με τον μονόδρομο της τρόικας και της κυβέρνησης, λέγοντας ότι δεν καταλαβαίνουν τα της οικονομικής πολιτικής, αλλά ζητούν μια ολιστική θεραπεία των εθνικών μας παθολογιών.

Η στροφή προς τα «θεσμικά» καλείται έτσι να διαχειριστεί διαφορετικά σήματα της πρόσφατης περιόδου: κλείνει το μάτι στη σωτηριολογία των ταγών, κάνει ότι αφουγκράζεται τις ευαισθησίες των πολιτών για θέματα πολιτικής διαφθοράς και προσδίδει, εν τέλει, μια νότα πολιτικοποίησης στις λεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του Μεσοπρόθεσμου.

Πίσω από όλα  αυτά υπάρχει βεβαίως το ρήγμα στην κοινωνική νομιμοποίηση του μνημονιακού συστήματος εξουσίας. Αυτό το ρήγμα δημιουργεί ανησυχίες και ενόχληση τόσο στο εσωτερικό όσο και στους δανειστές μας. Στην περίπτωση αυτή, το σύστημα εξουσίας του Μνημονίου φαίνεται να αξιοποιεί πλευρές της πολιτικής κρίσης για να μην απαντήσει στην πρόκληση της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Για παράδειγμα, επιλέγει να συνομιλήσει επιλεκτικά με ορισμένες ευαισθησίες του κόσμου της Αγανάκτησης: το αίσθημα απαξίωσης για την πολιτική τάξη, την ασυλία των βουλευτών, την «κομματοκρατία» κλπ. Με το δημοψήφισμα για «θεσμικά/ πολιτειακά» ζητήματα, με την επίκληση των προσωπικοτήτων, με τον προβιβασμό Βενιζέλου γίνεται μια προσπάθεια χειρισμού της πολιτικής κρίσης ως κρίσης του κύρους των πολιτικών θεσμών και ως κρίσης εμπιστοσύνης. Για να το πούμε διαφορετικά: η προσπάθεια επικεντρώνεται στη λείανση της κρίσης νομιμοποίησης με την μεταστροφή της πολιτικής πρωτοβουλίας από το πεδίο της σκληρής κοινωνικής/ οικονομικής πολιτικής σε θέματα πολιτικής λειτουργίας. Και να το παράδοξο: ενώ η πολιτική και κυβερνητική λειτουργία έχει ήδη μετατραπεί σε διοικητικό συμβούλιο ημιπτωχευμένης εταιρίας, σε δημοσιονομική επιτροπεία, με το δημοψήφισμα και την «θεσμική» στροφή προσποιείται πως συνεχίζει να ασκεί πολιτική. Η ελεγχόμενη δημοψηφισματική διέξοδος φτάνει την προσποίηση και τον γνωστό πασοκικό κυνισμό ως τα άκρα: θα επιδιώξει να παρουσιάσει ως δημοκρατική τομή την κυνική απόσπαση κάποιων «θεσμικών-λειτουργικών» ζητημάτων από την πραγματικότητα της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης της κρίσης και των κοινωνικών αναγκών.

Γίνεται λοιπόν πιο σημαντική η εμβάθυνση της απαίτησης για πραγματική δημοκρατία. Και όταν λέω εμβάθυνση δεν εννοώ εδώ τη συζήτηση περί των αρετών της άμεσης και των δεινών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εννοώ την άρνηση να αποδεχτούμε τον διαχωρισμό των θεσμικών από τα υλικά-οικονομικά ζητήματα τα οποία αφορούν τον καθημερινό βίο, την ατομική και κοινωνική μας ύπαρξη.

Στο ερώτημα λοιπόν «να γίνουν οι βουλευτές 200 από 300» εγώ θα απαντούσα: για να ψηφίσουν και αυτοί ένα κάποιο Μεσοπρόθεσμο;

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Το επίφοβο κενό

El sueño de la razón produce monstruos, 1799 (ο ύπνος της λογικής παράγει τέρατα). Η εικόνα #43 από τα Caprichos του Γκόγια (via Wikipedia)
 
του Νικόλα Σεβαστάκη, από τα Ενθέματα της Αυγής

Μια απεργιακή πορεία χιλιάδων ανθρώπων αντιμετωπίζει τη βαναυσότητα των ΜΑΤ με αποτέλεσμα πολλούς σοβαρά τραυματίες και έναν άνθρωπο τριάντα χρόνων, τον Γιάννη Καυκά, σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική. Στη συνέχεια οργανώνεται πορεία εναντίον της αστυνομικής βίας και των ρατσιστικών επιθέσεων στο κέντρο της Αθήνας. Και, κάποια στιγμή, μια ομάδα κρετίνων αποφασίζει να παίξει πόλεμο με την αστυνομία περνώντας μέσα από τον κόσμο μιας λαϊκής αγοράς. Αποτέλεσμα; Τραυματίες με σοβαρά εγκαύματα και ένας άνθρωπος στα πρόθυρα του θανάτου από εισπνοή τοξικών αερίων. Πώς να χωρέσουν άραγε όλες αυτές οι στιγμές σε μια αφήγηση της παρούσας κατάστασης; Πώς να χωρέσουν τόσα συντρίμμια το νόημα που θα ήθελε να τους δώσει ο καθένας μας;

Αυτό τον καιρό καταλαβαίνω κάπως περισσότερο όλους εκείνους που τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στον δημόσιο σχολιασμό και στην έκφραση θέσης. Ακόμα και εκείνους που ισχυρίζονται ότι σε αυτούς τους καιρούς ο πρώτος λόγος «πρέπει να ανήκει στους ειδικούς» και όλοι εμείς οι υπόλοιποι καλό θα ήταν «να κάνουμε απλώς τη δουλειά μας».

Καταλαβαίνω, δίχως βεβαίως να συμφωνώ. Είναι σίγουρα πιο ανακουφιστικό να γράφεις μια επιφυλλίδα για τις μεταφορές στον Σεφέρη ή ένα άρθρο για τις υποθετικές κρίσεις στον Καντ, από το να αγγίζεις μια πραγματικότητα που μοιάζει συχνά με παραλήρημα. Και μάλλον λέμε ψέματα στον εαυτό μας ότι ετούτη η πραγματικότητα μπορεί να πιαστεί από κάπου, ότι μπορούμε να εξηγήσουμε την τάση ή το γενικό πλάνο των εξελίξεων. Τα ίδια τα γεγονότα έρχονται να στραπατσάρουν με αναίδεια θεωρήματα και διανοητικές κατασκευές. Τα γεγονότα ως πολλαπλασιαστές απορίας και επιταχυντές της διάλυσης των όποιων βεβαιοτήτων χτίστηκαν την προηγουμένη.

Μια τέτοια όλο και πιο αγριεμένη πολυπλοκότητα δημιουργεί εκνευρισμό και αμήχανες αποσιωπήσεις. Σα να έχουμε πλέον διαβεί το κατώφλι όπου «όλα είναι δυνατά». Και πάντως δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μεταβολές για τις οποίες είμαστε απροετοίμαστοι. Τα όσα, ας πούμε, κυοφορούνται εδώ και καιρό στην αθηναϊκή μητρόπολη προαναγγέλλουν ένα παρόμοιο αινιγματικό κακό, για το οποίο μάλλον δεν διαθέτουμε το κατάλληλο όνομα. Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε άνοδο της απανθρωπιάς. Ή, αλλιώς, μια συνθήκη πανικόβλητης εχθροπάθειας. Η επένδυση αυτής της εχθροπάθειας στον ρατσισμό του μαχαιροβγάλτη ή στους φετιχισμούς της αντεκδίκησης μπορεί να συνιστά απλώς την εξωτερική περίμετρο που αποκρύπτει μια ολόκληρη «τοπογραφία του φόβου», για να δανειστώ την εύστοχη έκφραση της Λίλας Λεοντίδου.

Ποια σχέση έχει άραγε αυτή η διογκωμένη εχθροπάθεια με την αίσθηση αδυναμίας και ταπείνωσης των ανθρώπων; Να ίσως το πιο άβολο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι το πιο δύσκολο ερώτημα, διότι μέρα τη μέρα αποκαλύπτεται ότι υπάρχει αδυναμία να αναπαραστήσουμε τον αντίπαλο και τη σχέση μας μαζί του. Όσο μάλιστα περισσότερο ακατανόητη γίνεται η σύσταση των παθών και των συναισθημάτων που κυκλοφορούν στον αέρα, τόσο μεγαλώνει και ο πειρασμός της παραγνώρισής τους.

Η εχθροπάθεια, το φάντασμα της συνωμοσίας, η αφελής προσωποποίηση του πολιτικού κακού, όλα αυτά δείχνουν ότι δεν λειτουργεί πλέον (μια ή άλλη) κοινωνική αναπαράσταση των κινδύνων και των δυνατοτήτων αλλά μια σειρά κρότων, απότομων σιωπών και αιφνιδιασμών. Αυτή η ακολουθία σπασμών στο κενό κοινωνικής αντιπροσώπευσης και συμβολικής αναπαράστασης της «εξόδου από την κρίση» φτιάχνει κάτι βουβό και επίφοβο. Από τη βουβαμάρα της ξεκούρδιστης ζωής προκύπτει και το κραυγαλέο, η μετατροπή δηλαδή της κοινωνικής κρίσης σε σκηνικό ενός μακάβριου χάπενινγκ όπου όλα πια μπορείς να τα περιμένεις.

Τι κυοφορεί άραγε αυτό το σκοτεινό χάπενινγκ; Θεωρητικά, πάντοτε, όλα είναι ανοιχτά για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Μέχρις στιγμής ωστόσο η παρτίδα τείνει προς το χειρότερο. Εννοώ συγκεκριμένα την εκκόλαψη ενός (αντι)πολιτικού πρωτογονισμού με ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Η ιδιομορφία της συγκυρίας ευνοεί εμφανώς την εδραίωση ενός χώρου μνησίκακης εκκαθάρισης, ενός χώρου ο οποίος ήδη λειτουργεί ως το αρνητικό είδωλο της αντισυστημικής δυσαρέσκειας.

Προσοχή όμως: αυτό το αρνητικό είδωλο δεν είναι απλώς η παρωδία και η ιδεολογική φενάκη που προορίζεται να διαλυθεί με το «βάθεμα της κρίσης» και την αποτίναξη κάποιων ψευδαισθήσεων. Ήδη έχει γίνει φανερό ότι οι φορείς του μπορεί να ιδιοποιούνται τα πάντα και να «γίνονται τα πάντα» διαστρέφοντας νοήματα και σημασίες. Τα λεξιλόγια της άμεσης δημοκρατίας, της αυτοοργάνωσης του απλού πολίτη, της ρήξης με τον ελιτίστικο καθεστωτισμό, όλα αυτά μπορεί να γίνονται εργαλεία της ίδιας της «ριζοσπαστικοποιημένης» ακροδεξιάς. Και μάλιστα αυτή η τελευταία επιδιώκει να καθορίσει το πεδίο της σύγκρουσης με τους δικούς της κυνικούς όρους. Επειδή κινείται με άνεση εντός της «τοπογραφίας του φόβου» μπορεί να εμφανίζεται συγχρόνως ως κορύφωση του ηθικού αναβρασμού και ως άσβεστη επιθυμία για αστυνομία, ως εξέγερση του πολίτη και ως λαχτάρα για εκείνη την «ακλόνητη» τάξη που θα τερματίσει το χάος από το οποίο και η ίδια τρέφεται. Ξεκινώντας από την ιδέα της γενικής παλιανθρωπιάς και της καθολικής απάτης, τούτη η ακροδεξιά «ριζοσπαστικοποίηση» γνωρίζει να κολυμπά καλύτερα από όλους τους αριστερούς στα βαλτώδη της κρίσης.

Ίσως λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακροδεξιά αντιστροφή των αξιών, σε εκδοχές οργής οι οποίες μεταφράζουν τον πιο παράδοξο από όλους τους εξτρεμισμούς: τον εξτρεμισμό του νοικοκύρη, την έκτακτη πολεμική κινητοποίηση των ίδιων των «κοινών τόπων» τους οποίους ακούει κανείς στα λεωφορεία και στα ταξί.

Δεν έχουμε φτάσει, ακόμα, σε ένα τέτοιο σημείο. Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι δεν θα πλησιάσουμε, και ίσως σύντομα, προς τα εκεί. Όσες απαντήσεις για το χρέος και το Μνημόνιο και αν κατατεθούν στις ημερίδες της Αριστεράς.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Στον αστερισμό της ανομίας

La Charge de la cavalerie rouge, Kazimir Malevich [Public domain], via Wikimedia Commons

του Νικόλα Σεβαστάκη, ΕΠΟΧΗ, 1.05.11

Ο θόρυβος δεν λέει να κοπάσει. Η λέξη ανομία καιροφυλακτεί στα πρωτοσέλιδα και σε τρομαγμένες επιφυλλίδες. Στοιχειώνει έντυπα αφιερώματα και διαδικτυακές έριδες. Η λέξη συνοδεύεται από τις κατάλληλες εικόνες και υποβάλλει σκοτεινούς συνειρμούς χάους και κοινωνικής διάλυσης. Και όλος αυτός ο θόρυβος τείνει πια να επιβάλει ως πόρισμα του κοινού νου την εξής, μάλλον απλή, ιδέα: σε αυτό τον τόπο δεν υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας αλλά πρόβλημα καταχρηστικής, «αποχαλινωμένης» δημοκρατίας. Η κρίση που ζούμε, λένε, δεν είναι μήπως αποτέλεσμα μιας υπερτροφικής σώρευσης δικαιωμάτων εις βάρος των υποχρεώσεων; Δεν είναι και αυτή καρπός της περιφρόνησης προς νόμους και κανόνες από μια ανώριμη κοινωνία που δεν απαλλάχτηκε ποτέ από τις νοοτροπίες της αρχαίας μας διαφθοράς;

Με αυτές τις βεβαιότητες εμφανίζεται μια νέα αφήγηση της συλλογικής ενοχής, της συλλογικής τιμωρίας και της εθνικής αποθεραπείας. Και το δεύτερο πόρισμα που βγαίνει από αυτή την αφήγηση είναι ότι σχεδόν τα πάντα μπορεί να βαφτίζονται «συμπτώματα ανομίας». Ο φοροφυγάς μεγαλογιατρός και αυτός που δεν πληρώνει εισιτήριο στο λεωφορείο συστεγάζονται στην ίδια κοινωνική παθολογία.

Με τα ίδια ερμηνευτικά γυαλιά κρίνονται οι άνθρωποι του Δεν Πληρώνω και οι βανδαλισμοί οπαδών, τα κρούσματα διαφθοράς στις δημόσιες υπηρεσίες και οι υψηλόφωνες διαμαρτυρίες κατά μελών του πολιτικού προσωπικού. Στο ίδιο γένος κατατάσσεται η έντονη πολιτική απόρριψη και το απλό εκτονωτικό ανάθεμα.

Τι προσφέρει αυτή η τέχνη της ισοπέδωσης; Στην ουσία φαίνεται ότι επιδιώκει να συσκοτίσει και να διαστρέψει τους όρους της συζήτησης. Να υποκαταστήσει το κριτικό βλέμμα στις αντιφάσεις και στις κοινωνικές ρωγμές που εκτρέφει η συγκεκριμένη πραγματικότητα με μια δικαστική ετυμηγορία αν όχι με την αστραπιαία αστυνομική κλήτευση. 

Υπάρχει πλέον μια ανάγνωση του ‘ελληνικού προβλήματος’ που σταχυολογεί καθημερινές τραυματικές εμπειρίες και τις εξισώνει με τα δομικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού συστήματος. Έτσι, για παράδειγμα, το έλλειμμα παιδείας του Έλληνα οδηγού στο δρόμο ή οι κακές πρακτικές πολλών ως προς τη φροντίδα για το περιβάλλον λογαριάζονται περίπου ως οι αιτίες των περιβαλλοντικών αδιεξόδων του συγκεκριμένου προτύπου «ανάπτυξης» που δομήθηκε εδώ και πολλές δεκαετίες. Σα να μην έχει πλέον τόση σημασία  η ασκούμενη πολιτική και οι μεγάλες αποφάσεις αλλά μόνο η εφαρμοσμένη ηθική των ατόμων. Όμως οι όροι με τους οποίους εκπαιδεύονται και αναπαράγονται οι ατομικές προτιμήσεις και συμπεριφορές είναι κοινωνικοί και πολιτικοί. Και φυσικά είναι αυτοί οι όροι που προσδιορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τους τρόπους της κοινωνικής δράσης, τις κουλτούρες της διαμαρτυρίας και τη σχέση των ανθρώπων με τους νόμους.

Η φιλολογία περί ανομίας συνοδεύει ωστόσο τη μετατόπιση των ελίτ προς έναν νεοφιλελευθερισμό της «τάξης», προς μια αντίληψη για τη δημοκρατία ως εκ των άνω μεταρρυθμισμού για την αναγκαστική εμπέδωση στο κοινωνικό σώμα μιας νέας συλλογικής ηθικής. Στο επίκεντρο αυτής της προσέγγισης είναι η αποκοπή της πολιτικής από τον «λαϊκισμό», όρος ο οποίος χρησιμοποιείται πλέον ως γενικός αφορισμός κάθε λαϊκής αντίρρησης σε προαποφασισμένες λύσεις και συνταγές θεραπείας. Με άλλα λόγια, η έμφαση στα «φαινόμενα ανομίας» υποδηλώνει τη στροφή των κυρίαρχων δυνάμεων από την κοινωνική νομιμοποίηση στην κρατική νομιμότητα, από την αντιπροσώπευση στην επιβολή του μονόδρομου με έκτακτα διατάγματα.

Το ερώτημα δεν είναι έτσι αν υφίστανται και αν αυξάνονται τα φαινόμενα αντιθεσμικής οργής και αντιπολιτικού ατομικισμού. Δεν είναι επίσης το αν υπάρχουν, πράγματι, φαινόμενα ενός λαϊκισμού των ιδιωτικών συμφερόντων και των αυταρχικών πειρασμών. Ποιος θα το αρνηθεί; Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα φαινόμενα γίνονται ένα εργαλείο για εκείνο το επιχείρημα που βλέπει τον εξορθολογισμό του συστήματος με τους όρους της ακραίας νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.

Η έλλογη πολιτικοποίηση των αντιστάσεων και της ανυπακοής είναι μια σύνθετη και πολύ δύσκολη ιστορία. Δοκιμάζεται, συχνά με αποτυχίες, μέσα σε συνθήκες διάχυτων φόβων και συλλογικής κατάθλιψης. Μέσα σε συγκυρίες «απομάγευσης» του κόσμου της πολιτικής.  Αλλά κάθε αντίσταση και έκφραση ανυπακοής δεν συνιστά, όπως λένε οι διανοούμενοι του «Μνημονίου ως ευκαιρίας», ένα συναισθηματικό και αμυντικό ψυχόδραμα. Μπορεί να είναι συγχρόνως και το πεδίο της δυνατότητας για μια νέα επινόηση της δημοκρατίας και της λαϊκής υποκειμενικότητας. Το πεδίο εντέλει για την ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικής συνεργασίας και λαϊκής αλληλεγγύης. Για αυτό ακριβώς τον λόγο δεν έχει νόημα έχει να ζητάς εχέγγυα ορθολογισμού και ανεπίληπτης πολιτικότητας από κάθε μορφή συλλογικής δράσης.

Από μια άποψη, όσοι επιμένουν στον κίνδυνο της ανομίας φαίνεται να έχουν «λύσει» μια και καλή το πρόβλημα: σπεύδουν να διαγνώσουν πίσω από κάθε σύγκρουση μια κοινωνική ανωμαλία, έναν ψυχοπαθολογικό ανορθολογισμό και μια αντικοινωνική ιδιοτέλεια. Ο λόγος τους μοιάζει εντέλει να μεταφέρει στο παρόν τα κλασικά ολιγαρχικά στερεότυπα περί της «χυδαιότητας του όχλου». Και όταν αυτά τα ολιγαρχικά στερεότυπα συνδυάζονται με την υποκριτική ρητορική περί σεβασμού στους θεσμούς, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ανησυχητικά…

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Για μια παρέμβαση της αριστεράς στο πεδίο των αξιών (β΄μέρος)

η τουλίπα Semper Augustus (από τη Wikipedia)

Το κείμενο που ακολουθεί είναι το τελευταίο μέρος της παρέμβασης του Νικόλα Σεβαστάκη, στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την προπερασμένη Παρασκευή, στο πλαίσιο της Γιορτής της «Εποχής», με τίτλο «Ανιχνεύοντας το κοινωνικό και πολιτισμικό τοπίο στην εποχή της κρίσης».

του Νικόλα Σεβαστάκη

από την ΕΠΟΧΗ, 3.10.10

΄Eχω επίσης την εντύπωση πως μας διαφεύγει κάτι κρίσιμο: Παραγνωρίζουμε τον τρόπο παραγωγής της κόπωσης των ανθρώπων. Πολύ συχνά συμμεριζόμαστε την κλασική αυταπάτη του ορθολογισμού, ότι η γνώση μετατρέπεται αυτονόητα σε δράση. Υποθέτουμε ότι η όξυνση των κοινωνικοοικονομικών επιβαρύνσεων στη ζωή των λαϊκών τάξεων, η αύξηση της συστημικής πίεσης δεν μπορεί παρά να γεννήσει αντίδραση, αντίσταση, μορφής ατομικής ή συλλογικής αφύπνισης. Ότι η ένταση των πιέσεων εκβάλλει σ’ ένα ριζοσπαστισμό, αριστερό ή δεξιό, αρνητικό ή θετικό, αλλά πάντως ριζοσπαστισμό. Αυτού του τύπου ο τρόπος σκέψης δεν με πείθει, είμαι πολύ σκεπτικός απέναντι σ’ αυτό το μοντέλο «δράσης – αντίδρασης», που στηρίζει πολλές ελπίδες σ’ έναν αυτοματισμό των αγώνων, στη βάση της πίεσης κ.ο.κ.

Συνοψίζοντας, η κρίση έχει τρία «στρώματα» σημασιών: Το πρώτο αφορά πράγματι το πλέγμα των οικονομικών μέτρων και των δεδομένων από την παρουσία του μνημονίου. Το δεύτερο έχει να κάνει με την κοινωνική και πολιτική σφαίρα, αφορά δηλαδή τους μετασχηματισμους στο πλαίσιο ζωής, στις λειτουργίες και στην πολιτική ισχύ των μικρομεσαίων στρωμάτων και του κόσμου της εργασίας, καθώς και τις κινήσεις για τη συγκρότηση του μπλοκ «μιας δημοκρατίας του κέντρου». Το τρίτο σχετίζεται με τις ιδέες τις αξίες και την παρέμβαση σ’ αυτό το επίπεδο.

Πολύ εύλογα, η προσοχή, λόγω του επείγοντος, δίνεται στο πρώτο στρώμα. Αλλά θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να υποτιμηθεί το δεύτερο και το τρίτο. Τι μοντέλο εργαζόμενου ή πολίτη μας προτείνει η σοσιαλφιλελεύθερη ελίτ; Γιατί λ.χ. η εναλλακτική εκδοχή στο πελατειακό προσοδοθηρικό σύστημα του χθες να είναι ένα πολίτης όμηρος των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, ο πελάτης των δικτύων επιρροής που προκύπτουν από τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση, αυτό το νέο πελατειακό μοντέλο με όχημα την ιδιωτική αγορά αντί για το κράτος; Γιατί η εναλλακτική στις παλαιότερες κρατικοκομματικές κηδεμονίες να είναι τα «δίκτυα της καινοτομικής επιχειρηματικότητας», που προορίζονται να κυβερνήσουν τώρα τα πανεπιστήμια ή την καλλικράτειο αυτοδιοίκηση;

Στη θέση αυτών και άλλων ψευδοπροβληματικών πρέπει να σκεφτούμε και να προτάξουμε άλλα διλήμματα και κλίμακες ιδεών και αξιών. Συλλογική δημόσια ελευθερία, ατομική αυτονομία, κρίση του χρόνου, της εργασίας και των μοντέλων της εργασίας είναι θεμελιώδη απέναντι στην νεοφιλελεύθερη εκπτώχευση της ζωής. Αυτό που δοκιμάζεται σήμερα στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι το διαζύγιο του φιλελευθερισμού από τη δημοκρατία, και η θεσμοποίηση των ανταγωνιστικών κατακερματισμών στην κοινωνία μέσα από ένα υποθετικό εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων. Γιατί να αποδεχτούμε το δόγμα ότι δεν υπάρχει άλλη ορθολογικότητα απ’ αυτήν που επιτάσσει την αποδοχή των ανισοτήτων και της υποβαθμισμένης εργασίας; Ας δώσουμε τη μάχη ενάντια στον νέο «θρησκευτικό» δογματισμό της δήθεν ουδέτερης και αποχρωματισμένης κοινής λογικής. Ας μην επιτρέψουμε στους φορείς του τροϊκανού ή του εθνικού μνημονίου την μονοπώληση του ηθικού πεδίου και την κατασπατάληση των αξιακών και ηθικών πόρων που μας έχουν απομείνει.

εδώ το α' μέρος 

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Στο πεδίο των αξιών αναγκαία η παρέμβαση της αριστεράς (α'μέρος*)

κοντινή άποψη του νεφελώματος της Ροζέτα (από τη Wikipedia)

του Νικόλα Σεβαστάκη

από την ΕΠΟΧΗ, 26.09.10

Υπάρχουν δυο «σχολές» ερμηνείας της κρίσης – προσέγγισης στα φαινόμενα – οι οποίες συνδέονται με αντίστοιχα πολιτικά και αξιακά διλήμματα του σήμερα. Η πρώτη «σχολή» επενδύει στην ιδέα πως οι ρίζες της σημερινής κρίσης είναι κυρίως ηθικές και πολιτισμικές. Σ’ αυτή τη «σχολή» συναντώνται πολύ λίγες σοβαρές και περισσότερες επιδερμικές και προσχηματικές αναλύσεις, σχετικά με φαινόμενα γνωστά απ’ το παρελθόν, που επανέρχονται στην αρθρογραφία και τις συζητήσεις, όπως: Η κοινωνία που καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει, τα αστικά κοινωνικά πρότυπα, το ζήτημα της ατροφίας του ορθολογισμού στις ατομικές συμπεριφορές, αλλά και στη λειτουργία των θεσμών. Οι προσεγγίσεις αυτές καταλήγουν στο γενικό συμπέρασμα ότι σήμερα πληρώνουμε ότι παραλείψαμε να πράξουμε στο παρελθόν και ότι οι ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση πρέπει ν’ αποδοθούν σ’ ένα πλήθος παραγόντων, που κανένας τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κυρίαρχος και καθοριστικός. Σύμφωνα μ’ αυτές τις προσεγγίσεις ο πυρήνας του κακού δεν βρίσκεται τόσο στις παθογένειες ενός συστήματος αξιών και πρακτικών, όσο σε διάχυτες μικροπαθολογίες, που κάποια στιγμή γίνονται επικίνδυνες, όταν συνδυάζονται με την ανεπάρκεια των ηγεσιών ή τον λαϊκισμό αντιπολιτεύσεων κ.ο.κ.

Η κρίση ως αρχαϊκά κατάλοιπα ή ως έλλειμμα εξορθολογισμού
Ιδιαίτερη υποκατηγορία της ίδιας αντίληψης συνιστά η θέση ότι για τις συνέπειες της κρίσης ευθύνεται ένα πολιτικό σύστημα ή μια κοινωνία των πολιτών που δεν έχουν εξορθολογιστεί όσο πρέπει και δεν έχουν αποκαθαρθεί από αρχαϊκά στοιχεία και παραδοσιακές κακές πρακτικές. Η έμφαση αποδίδεται σε νοοτροπιακές και ψυχολογικές δυνάμεις που αντιστέκονται στα προτάγματα του ορθολογισμού. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι, το τελευταίο διάστημα, ο γνωστός φιλόσοφος της αγοράς, Στέλιος Ράμφος, έβγαλε ένα βιβλίο για τις ρίζες αυτού που αποκαλεί «νεοελληνικός μηδενισμός», το οποίο πήγε πολύ καλά εμπορικά και είχε μια εκτεταμένη μιντιακή κάλυψη. Σ’ αυτό το βιβλίο εκφράζεται πιο επεξεργασμένη φιλοσοφικά η παραπάνω αντίληψη, ότι οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στον νεοελληνικό χαρακτήρα κ.λπ.

Κρυμμένο «μίσος για τη δημοκρατία»
Αυτή τη στιγμή, ένας τέτοιος λόγος για την κρίση εμπνέει ένα ετερόκλιτο μπλοκ καθοδηγητών γνώμης. Στεγάζει τις δημώδεις τοποθετήσεις ανθρώπων που προέρχονται από την μετριοπαθή μεταρρυθμιστική αριστερά, μέχρι τη νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά και τους λίγους εκφραστές ενός συντηρητικού ελιτισμού, που τους βρίσκει κανείς συχνά στην «Καθημερινή» ή σε άλλα έντυπα αναλόγου στυλ. Στο επίπεδο της κοινής γνώμης, της «εθνικής ιδεολογίας», αυτό το μπλοκ δεν εκφράζεται κατά ενιαίο τρόπο, ούτε και δίχως αξιοσημείωτες εσωτερικές εντάσεις. Κι εδώ δεν επιτρέπονται απλουστεύσεις, διότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές και αποχρώσεις. Yπενθυμίζοντας μια σκέψη του πολιτικού φιλοσόφου Ζακ Ρανσιέρ, σε πολλές από τις ηθικού τύπου αποφάνσεις για τα δεινά, της Ελλάδας εν προκειμένω, ανιχνεύεται ένα μίσος για τη δημοκρατία, κρυμμένο κάτω από μια ρηχή αντιλαϊκιστική και αντισυντεχνιακή ρητορική. Αντιλήψεις ότι τα κοινωνικά κεκτημένα είναι κάτι επονείδιστο, αν όχι παράλογο και εξωφρενικό, ότι όλα πρέπει να είναι υπό διαπραγμάτευση, συνοδεύουν αυτή τη ρητορική που συμβάλλει σημαντικά στις δύο κύριες τάσεις του παρόντος: την αυτοενοχοποίηση και την έκρηξη της ανασφάλειας.

Η «καπιταλιστική κρίση» ή η αφήγηση του κοινωνικού ζητήματος
Η άλλη σχολή, πιο οικεία για τη ριζοσπαστική αριστερά, προσγειώνεται στο έδαφος της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και των αντιθέσεών της. Εδώ βρίσκουμε τις ακτινογραφήσεις της «καπιταλιστικής κρίσης», την ανάδειξη νέων μορφών κοινωνικής ανισότητας και εργασιακής υποβάθμισης και τις συζητήσεις για την εναλλακτική πρόταση ως προς την οικονομικής διάσταση της κρίσης, τι κάνουμε με το χρέος κ.ο.κ. Όσες ασυμφωνίες και ρήγματα κι αν υπάρχουν σ’ αυτή τη σχολή, για τις λύσεις, τους πολιτικούς όρους των λύσεων κ.λπ., διακρίνει κανείς μια σχεδόν κοινή συνισταμένη: Την αντίληψη ότι οι ηθικές – πολιτισμικές «α-πορίες» πρέπει να περάσουν σε δεύτερο πλάνο, εκτός των άλλων και γιατί τις ιδιοποιείται ο κατεστημένος λόγος για τους δικούς του σκοπούς. Όταν π.χ. μειώνεται η αγοραστική δύναμη των μισθωτών ή ακόμη και των μεσαίων στρωμάτων, όταν επιχειρείται ακραία συρρίκνωση κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις, όλα τα άλλα φαντάζουν ως άκαιρες πολυτέλειες ή, ακόμη χειρότερα, ως πλάγια στήριξη στη λογική της νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Υπάρχει, λοιπόν, μια οικεία, για την αριστερά, αφήγηση των πραγμάτων, που στέκεται κυρίως στο κοινωνικό τίμημα ή στους όρους ανάδειξης του νέου κοινωνικού ζητήματος. Αυτή η οπτική είναι εμφανώς κοινωνιοκεντρική και ταξικά ευαίσθητη, ανεξάρτητα του αν εμπλέκεται στις έριδες των αριστερών ή στις «κόσμιες» συζητήσεις των οικονομολόγων σχετικά με τη δέουσα απάντηση στην οικονομική κρίση.
Η υπόθεση που παρουσιάζω εδώ είναι ότι, ενώ η κοινωνιοκεντρική, η υλιστική «ατζέντα» γύρω από ζητήματα δικαιοσύνης και κατανομής οφέλους και κόστους κυριαρχεί στο δημόσιο χώρο, στα δημόσια βήματα, στις πολιτικές εκδηλώσεις και συζητήσεις, παρά ταύτα, δεν γονιμοποιεί την πράξη. Ενώ υποτίθεται ότι όλα παίζονται στην οικονομία ή στις κοινωνικές πολιτικές, ενώ όλα οδηγούν σε κατηγορίες ή αναλυτικά σχήματα οικεία στην αριστερά, οι κινητοποιήσεις, οι πολιτικές δράσεις, οι μορφές αντίστασης που παράγονται παραμένουν καθηλωμένες και πάντως καθόλου στο ύψος των περιστάσεων.
Η εύλογη και εν μέρει σωστή, αλλά μη επαρκής απάντηση, που συνήθως δίνεται, είναι ότι φταίει η άσχημη κατάσταση στην πολιτική αριστερά και η εξασθένηση των «παραδοσιακών» μορφών συλλογικής δράσης όπως συνδικάτα, σωματεία, κόμματα κ.ο.κ., που δεν επιτρέπει τη μετατροπή των θυμών σε στρατεύσεις, των συναισθημάτων σε έλλογη πολιτική βούληση. Κατά την άποψη αυτή η αδράνεια, η κατήφεια, οι κυνικές και νεομηδενιστικές τάσεις που αναπτύσσονται σε ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας, οφείλεται στην αρνητική εικόνα της πολιτικής αριστεράς ή στην έλλειψη μιας εναλλακτικής πρότασης που να πείθει και για τις άμεσες προτεραιότητες και όχι μόνον για μακρινούς στρατηγικούς στόχους.

Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ούτε στιγμή τη διαμάχη των αξιών
Χωρίς να υποτιμώ αυτή τη διάσταση, θεωρώ ότι δεν είναι η κύρια. Διότι, ενώ η υλιστική – κοινωνιοκεντρική προσέγγιση εμφανίζεται πιο γειωμένη ως προς τις τρέχουσες εθνικές αγωνίες, με τα σημεία αιχμής της κρίσης, δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ρήγματα στις συνειδήσεις και στους τρόπους κατανόησης της πραγματικότητας. Η κοινωνικοοικονομική προβληματική φαίνεται να χρωματίζει το συνολικό πεδίο των ενδιαφερόντων και των λαϊκών αγωνιών, αλλά το παιχνίδι μέχρι στιγμής μοιάζει να κερδίζεται από την άλλη πλευρά. Η ηθικοπολιτισμική ερμηνεία, ως ένας λόγος περί νεοελληνικών ηθών και τρόπων, περί νοοτροπιακών στρεβλώσεων, φαίνεται να καθορίζει περισσότερο και δραστικότερα τη δημόσια ατμόσφαιρα. Τα αριστερότροπα λεξιλόγια, του τύπου «να πληρώσουν οι πλούσιοι» κ.α. συναφή, ενώ διατηρούν μια επιφανειακή αντήχηση και εμβέλεια πολύ πέραν της αριστεράς, αυτό που άλλοι ονομάζουν «λαϊκισμό», χάνουν από τις εξηγήσεις που προσφέρει μια εκλαϊκευμένη ψυχολογία και ηθική: «Φταίξαμε όλοι», «το πρόβλημα είναι η νοοτροπία του Έλληνα, η ανυπαρξία κράτους, η ανευθυνότητα της κρατικής πολιτικής» κ.ο.κ.
Από τα παραπάνω πιστεύω πως πρέπει να συμπεράνουμε το εξής: Το πιο σημαντικό ίσως μάθημα αυτής της περιόδου είναι ότι δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ούτε στιγμή το ζήτημα της διαμάχης των αξιών, το ζήτημα του τι εντέλει επαγγέλλεται η αριστερά για το αξιοβίωτο του βίου, για το νόημα της δημοκρατίας και των συλλογικών αγαθών, για το είδος και τα όρια αυτού που ονομάζουμε δημόσια ευημερία.
Το πρόβλημα δεν τίθεται κατά τη γνώμη μου με όρους δοσολογίας αρνητικότητας και θετικότητας, δηλαδή κριτικής αντιστάσεων και προτάσεων / συγκεκριμένων λύσεων. Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Παράλληλα με την προβληματική της ισότητας, που είναι η συνισταμένη κάθε αριστερής κοινωνικής κριτικής, επείγει μια ηθικοπολιτική και αξιακή αντιπρόταση για το μοντέλο του νέου πολίτη, το οποίο κατασκευάζεται μέσα απ’ την κρίση και ίσως δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει όσο θά ‘πρεπε.

Ο νέος εκσυγχρονισμός: Η αφομοίωση του μνημονίου από τις ψυχές
Η παρούσα κρίση αποσυνθέτει και ανασυνθέτει το ιδεώδες του πολίτη και κυρίως τις συλλογικές αναπαραστάσεις και τα βιώματα των μεσαίων στρωμάτων. Μέχρι στιγμής, παρακολουθούμε τον κλονισμό και το σάστισμα, τη διαδικασία επώδυνης αποκόλλησης του κόσμου αυτού από τα δεδομένα και τις σταθερές μιας ολόκληρης περιόδου. Αλλά νομίζω ότι βρίσκεται «εν τω γίγνεσθαι», σε διαδικασία διαμόρφωσης, η προετοιμασία μιας νέας κοινωνικοπολιτικής διάταξης, ενός «εκσυγχρονισμού νούμερο 2», ο οποίος θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα –και ήδη γίνεται λόγος γι’ αυτό– ένα εθνικό μνημόνιο, τη μετατροπή δηλαδή της εξωτερικής νόρμας –το μνημόνιο της τρόικας– σε εσωτερική νόρμα. Της εξωτερικής επιταγής σε εσωτερική νόρμα και για τα άτομα και για τις συλλογικότητες. Η εσωτερίκευση του μνημονίου, στην οποία καλούν ήδη κάποιοι, είναι η αφομοίωση του μνημονίου απ’ τις ψυχές κι όχι μόνον απ’ τα σώματα, που μπορεί να είναι κι απρόθυμα ή ανεπίδεκτα μαθήσεως.
Πιστεύω ότι ο «εκσυγχρονισμός νούμερο 2» δεν θα είναι μόνον ή δεν θα είναι κυρίως ένας ψυχρός οικονομισμός, όπως αυτός του 1996, αλλά θα παρουσιάζεται ως μάχη με τις ανθυγιεινές συνήθειες του εαυτού μας, κατά πως είπε ο πρωθυπουργός πρόσφατα. Θα μεταμφιέζεται σε ηθική αυτοκριτική του έθνους, σ’ ένα είδος εθνικής θεραπευτικής. Μ’ άλλα λόγια, το ζήτημα των ηθικών και αξιακών προτύπων θάχει στο εξής ένα ηθικό βάρος, άγνωστο στις παλιότερες φάσεις του εκσυγχρονισμού. Η κρίση γίνεται μέχρι στιγμής πράγματι ευκαιρία για την προώθηση ηθικών αξιών που αντιστοιχούν σε δυο κατευθύνσεις, βλαπτικές και εχθρικές προς τη ριζοσπαστική αριστερά:

Η μεταπολιτική δημοκρατία του κέντρου
Η πρώτη κατεύθυνση είναι αυτό που ο Ζίζεκ αποκαλεί «μεταπολιτικό φιλελεύθερο κέντρο». Η δεύτερη κατεύθυνση είναι οι συντηρητικές παλινδρομήσεις, μια κοινωνική, βουβή ακροδεξιά, που δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να συγκροτηθεί πολιτικά.
Οι ιδέες και αξίες του μεταπολιτικού κέντρου αποτελούν την απάντηση των ελίτ στην απαξίωση των παλιότερων μορφών κομματικής και κρατικής καθοδήγησης της κοινωνίας και των αστικών εκσυγχρονισμών. Οι συντηρητικές παλινδρομήσεις από την άλλη, ενδέχεται να προσεγγίσουν τα αποταγμένα τμήματα των μεσαίων και λαϊκών τάξεων. Αν δεν παρεμβληθεί μια άλλη δυναμική ιδεών και αξιών, κι όχι απλώς η αναθέρμανση των κοινωνικών διεκδικητικών αγώνων ή η αυτοσυντήρηση της πολιτικής αριστεράς, οδεύουμε σε μια κατανομή κοινωνικής εξουσίας που θα θυμίζει πολύ αντίστοιχες τάσεις στην Ευρώπη: Τη διαμόρφωση ενός ολιγαρχικού πολιτικού κέντρου, ένα «τόξο της ευθύνης και της σύνεσης» με φιλελεύθερους της δεξιάς και της αριστεράς, και μια αδιαμόρφωτη ακόμη συντηρητική λαϊκιστική ή εθνικιστική περιφέρεια, η οποία θα προορίζεται για τα πληβειακά στρώματα. Μια σοσιαλφιλελεύθερη δημοκρατία των από πάνω και μια μνησίκακη αντικατεστημένη δημοκρατία των από κάτω. Μια δημοκρατία του κέντρου, στην οποία η κακή κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα συνοδεύεται από την άνοδο μιας κοινωνικής κι όχι αναγκαστικά κομματικής ακροδεξιάς.

*στην επόμενη “Εποχή” θα δημοσιευτεί η συνέχεια της ομιλίας του Νικόλα Σεβαστάκη