Κυριακή, 13 Ιουνίου 2010
Δύο κείμενα σχετικά με τη δημιουργία του «Μετώπου Ανατροπής και Αλληλεγγύης», που δημοσιεύτηκαν στην «Εποχή» (23-5 και 30-5-2010), προκάλεσαν μια ευθεία απάντηση του Χρ. Καραμάνου και μια έμμεση του Ρ. Ρινάλντι από τις στήλες του «Δρόμου» (5-6-2010). Η συζήτηση άνοιξε και συνεχίζεται με μια ανταπάντηση, που ελπίζουμε ότι θα προωθήσει τη σκέψη μας και τις επιλογές μας με τα καλύτερα για την αριστερά και τους εργαζόμενους αποτελέσματα. Το κείμενο του Χρ. Καραμάνου μπορεί να το βρει ολόκληρο ο αναγνώστης της «Εποχής» στον ιστότοπο της εφημερίδας μας.
Επιστροφή στον ΣΥΡΙΖΑ
Ο σύντροφος Χρήστος Καραμάνος είναι για μένα μια γνωριμία που οφείλεται στην ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ. Την θεωρώ... παράπλευρο όφελος από τη συμμετοχή μου σ’ αυτή την ενωτική και ανασυνθετική προσπάθεια.
Φαίνεται, όμως, ότι η μικρή διάρκεια της γνωριμίας μας δεν του επέτρεψε να πειστεί πως, αν είχα κάτι να πω δημόσια για το «Μέτωπο», εν είδει βεβαιότητας και οριστικών συμπερασμάτων, θα το έκανα. Δεν θα προτιμούσα να «προσπαθώ να δώσω την εντύπωση ότι κάτι μαγειρεύεται από το “Μέτωπο”, ότι δεν παίζει καθαρά (...) ότι υπάρχει μεθόδευση (...) ότι εντάσσεται σε μια κίνηση που οδηγεί σε διάσπαση», όπως ισχυρίζεται για μένα και μάλιστα «σαν άρρητη εκτίμηση» όχι σαν ρητή αναφορά, όπως ο ίδιος λέει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε:
• Δεν θεωρώ ότι κάτι μαγειρεύεται από το «Μέτωπο». Εκτιμώ ότι οι σύντροφοι που το επιχειρούν δεν έχουν και οι ίδιοι αποφασίσει τι ακριβώς είναι. Γι’ αυτό και δικαιούμαι να υποβάλλω ερωτήματα.
• Δεν είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μεθόδευση. Πολλές ασάφειες εκτιμώ ότι οφείλονται και σε πραγματικές διαφορές των συνιστωσών του «Μετώπου» για τη φύση του και τις σχέσεις του με τον ΣΥΡΙΖΑ.
• Δεν θέλω να δείξω ότι η κίνηση αυτή οδηγεί σε διάσπαση. Θέλω, όμως, να βεβαιωθώ ότι δεν θα ανοίξει το δρόμο προς αυτή των κατεύθυνση κάποια απρονοησία, κάποια στραβοτιμονιά από οποιονδήποτε παράγοντα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας κάνουμε όμως ένα βήμα πιο πέρα προσδιορίζοντας τι είναι αυτό που με ανησυχεί.
Πρώτον: Δεν είναι κακό που δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα τι είναι το «Μέτωπο» και ποια θέλει να είναι η σχέση του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κακό είναι που περνάει ο καιρός και τα ερωτήματα αυτά δεν απαντιούνται. Πολύ χειρότερο, θεωρούνται σχεδόν ανυπόστατα και υποβολιμαία. Γίνεται, όμως, συζήτηση χωρίς ερωτήματα;
Θα αρκούσε για να προσχωρήσει κάποιος σε ένα μέτωπο να χαρακτηρίζεται απλώς «ανοικτό», «αλλαγής», «αντίστασης», «αλληλεγγύης», με στόχο την «αλλαγή του πολιτικού συστήματος και των συσχετισμών»; Εμένα, και πιθανότατα σε πολλούς άλλους, δεν μου αρκεί.
Με ποιους θα πας
και ποιους θ’ αφήσεις;
Θα ήθελα να ξέρω ποιοι άλλοι καλούνται σ’ αυτό. Ποια είναι ακριβώς η πολιτική πλατφόρμα στην οποία μπορούμε να συναντηθούμε. Μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε μαζί. Η διατύπωση που «θέτει ως πολιτικό στόχο την ακύρωση συνολικά της συμφωνίας ΕΕ-ΔΝΤ» και τη «συλλογική ανατροπή του πολιτικού συστήματος του αστισμού» δεν αρκεί. Γιατί δεν αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική-πολιτική ταξική ανάλυση.
Να το πω με ένα παράδειγμα: Όταν καλούνται οι «έντιμοι φίλοι του ΠΑΣΟΚ» να προσχωρήσουν στο “Μέτωπο” με στόχο τη «συνολική ανατροπή του πολιτικού συστήματος του αστισμού», ή δεν εννοούμε ακριβώς αυτό που λέμε, ή θεωρούμε ότι η εντιμότητα ως εφόδιο για τόσο σημαντικά καθήκοντα.
Μιλήσαμε και ως ΣΥΡΙΖΑ για τέτοια ζητήματα και οι ομόφωνες αποφάσεις μας (Πρόγραμμα, 15 σημεία κ.λπ.), είναι κοινό κτήμα πια. Μόνο που στον πυρήνα τους περιλαμβάνουν με πολύ σαφή τρόπο την ιδέα της σταθερής ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού, αριστερού, ταξικού στοιχείου, που θα δίνει τον τόνο σε ένα συνασπισμό πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, εξασφαλίζοντας τόσο τη στόχευσή του όσο και το σταθερό προσανατολισμό του. Προοπτική αυτού του σχεδίου δεν είναι η ανατροπή του «πολιτικού συστήματος του αστισμού», αλλά η υπέρβαση του καπιταλισμού, στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, ο σοσιαλισμός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτείνει «μια νέα μεταπολίτευση». Προτείνει πολύ πιο συγκεκριμένες ανατροπές στο Πρόγραμμά του και στα «15 σημεία».
«Να φύγουν όλοι και πρώτα απ’ όλα ο αστισμός», όπως λέει ο σύντροφος Χρήστος. Αλλά επειδή και η πρόσφατη εμπειρία μάς έχει δείξει ότι ο αστισμός μπορεί να μπαίνει από την πίσω πόρτα, πρέπει να θέτουμε το ζήτημα της εξόδου από την κρίση με ταξικούς και όχι εθνικούς όρους (βλ. Και σχετικό κείμενο του Γ. Μηλιού στο «Εντός Εποχής»-6/6/2010).
Με ποια πολιτική;
Δεν αρκεί «η ακύρωση-γκρέμισμα της συμφωνίας ΔΝΤ-ΕΕ». Το πιο σημαντικό είναι για ποια άλλη συγκεκριμένη πολιτική θα ανατραπεί και αν αυτή θα διασφαλίζει όχι τα συμφέροντα της χώρας από τις επιδιώξεις των “κηδεμόνων”, αλλά των εργαζομένων από το σύνολο των εκπροσώπων του κεφαλαίου (οι οποίοι δεν βλέπω να έχουν μεταξύ τους και τόσο μεγάλες διαφορές).
Κι έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο σημαντικό ζήτημα. Με ποια πολιτική συγκροτείται το «Μέτωπο»; Ποια είναι η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης; Τι αντιμετωπίζουμε ως εργαζόμενοι, ως λαϊκές τάξεις, όχι γενικά ως χώρα;
Εδώ κάνει λάθος ο σύντροφος Χρήστος. Δεν είναι ότι «δεν μου αρέσουν καθόλου» οι φράσεις του σύντροφου Αλαβάνου, τις οποίες χρησιμοποιεί όταν θέλει να δείξει ότι το πρόβλημά μας είναι εισαγόμενο, ότι κάποιοι έξω από τη χώρα επιβάλλουν στην κυβέρνηση Παπανδρέου πράγματα που δεν θέλει να κάνει.
Υπάρχει ουσιαστική διαφορά εδώ. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, όπως και οι προηγούμενες, όπως και η σοσιαλδημοκρατία διεθνώς έχουν προ πολλού συναινέσει στη γενική κατεύθυνση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μονόδρομο το έχουν ονομάσει. Αυτό, για όποιον δεν έχει αυταπάτες, απαιτεί συμπίεση αμοιβών και δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους με μέτρο και ιδανικό για το κεφάλαιο τις απάνθρωπες συνθήκες των διαφόρων «τίγρεων» του τρίτου κόσμου. Και με σκοπό την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας.
Η κατάσταση που ζούμε σήμερα δεν είναι έκτακτη. Ήταν αναμενόμενη. Είναι λογική συνέπεια του «εκσυγχρονισμού» μας, προκειμένου να ακολουθήσουμε την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που απαιτεί «ανατροπές», όπως λέει και ξαναλέει ο Παπανδρέου (βλ. ανάλυση του Π. Ρυλμόν στη σελίδα 2).
Τι ακριβώς αλλάζει
σε Ελλάδα και Ευρώπη;
Ωστόσο, και το «Μέτωπο» δια στόματος Αλ. Αλαβάνου, αλλά ιδίως η ΚΟΕ, όπως εκτενώς αναλύει ο Ρ. Ρινάλντι (Δρόμος, 5-6-2010). εκτιμούν ότι «έχουμε μπει σε νέα καθεστωτική φάση». Ότι «κάτι σημαντικό άλλαξε στη χώρα και στον τρόπο διακυβέρνησης».
Τι είναι αυτό; Είναι η «επιτήρηση» και η «επικυριαρχία». Αρκούν αυτά για να χαρακτηρίσουν την κατάσταση ως «νέα καθεστωτική φάση»; Μας επιτρέπουν να μιλάμε για «μισοαποικία» και «προτεκτοράτο» αναφερόμενοι σε μια χώρα με το συγκεκριμένο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και με συγκεκριμένη θέση στα Βαλκάνια και το διεθνή καταμερισμό; Το ίδιο θα πούμε αύριο για την Πορτογαλία και για την Ισπανία, για την Ιταλία μεθαύριο;
Αν με τη διατύπωση «νέα καθεστωτική φάση» εννοείται ότι στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σ’ όλη την ΕΕ σιγά σιγά, επιβάλλεται με γενική επίθεση ένα νομικό καθεστώς που τροποποιεί τους όρους άσκησης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης επί των υποτελών τάξεων, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται στοιχεία θεμελιακά της δημοκρατίας δυτικού τύπου που γνωρίσαμε μεταπολεμικά, είναι σωστό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αλλάζει, με εξωτερική επιβολή μάλιστα, ο χαρακτήρας του πολιτικού ή πολύ περισσότερο του κοινωνικού καθεστώτος. Οι ανατροπές που συντελούνται ήδη ή επιδιώκονται, δικαιολογούν σίγουρα όχι απλώς ανησυχία, αλλά κήρυξη κατάστασης συναγερμού και αγωνιστικής συσπείρωσης όλων των δυνάμεων που θίγονται και θέλουν να αντισταθούν. Αλλά ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις;
Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι «σαν να έχουμε μια χούντα που πρέπει να γκρεμιστεί για να μιλήσουμε για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη». Σε μια χούντα ή σε μια εξωτερική επίθεση συμπαρατάσσονται για την αντιμετώπισή της ποικίλες δυνάμεις, και αστικές. Πρόκειται για πολύ μεγάλη διαφορά, που πιστεύω ότι δεν μας επιτρέπει παραλληλισμούς του τύπου χούντα – κατοχή – ΕΑΜ κ.λπ.
Υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε μια χούντα ή μια κυβέρνηση Τσολάκογλου και σε μια κυβέρνηση που μόλις προέκυψε από εκλογές. Άλλο πράγμα να της καταμαρτυράς ότι δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση (άρα να απαιτείς εκλογές ή δημοψήφισμα)και άλλο να την παρομοιάζεις με μη εκλεγμένες κυβερνήσεις , που μόνο βίαια μπορούν να ανατραπούν. Η απλούστευση αυτή δυσκολεύει τη χάραξη ορθής πολιτικής – ιδίως συμμαχιών.
Το «Μέτωπο» και ο ΣΥΡΙΖΑ
Ας περάσουμε, όμως, στο τρίτο ζήτημα.
Υπάρχει κίνδυνος διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ; Εκτιμώ ότι καμία συλλογικότητα δεν το επιδιώκει συνειδητά. Όσο, όμως, δεν ξεκαθαρίζεται τι ακριβώς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, τι το «Μέτωπο», ποια η σχέση τους, τότε ενδέχεται να υπάρξουν εξελίξεις ακόμα και παρά τη θέλησή μας.
Η πρόσφατη συνδιάσκεψη της ΚΟΕ («Δρόμος», 5-6-2010) θεωρεί ορθά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «πολιτικός φορέας και όχι κοινωνικό-πολιτικό μέτωπο». Τονίζεται επίσης ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμβάλει στην οικοδόμηση του “Μετώπου”», υπό όρους. Πώς γίνεται, λοιπόν, η ίδρυσή του να είναι υπόθεση τεσσάρων μόνο από τις συνιστώσες του; Το ερώτημά μου, συνεπώς, γιατί δεν προτάθηκε ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ η ιδέα του μετώπου, δεν είναι καθόλου διαδικαστικό. Είναι ζήτημα ταυτότητας και του «Μετώπου» και του ΣΥΡΙΖΑ. Και όχι μόνο καλών σχέσεων μεταξύ μας.
Υπενθυμίζω ότι για τη ΔΕΑ (που μετέχει στο «Μέτωπο») ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι μετωπική οργάνωση.
Ποιος απ’ όλους έχει δίκιο και τι σημαίνει ο όρος «πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο» που φαίνεται να υιοθετεί γι’ αυτό η ΚΟΕ (πάντα σύμφωνα με τον «Δρόμο»);
Το οποιοδήποτε μέτωπο, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός φορέας, εφόσον επιδιώκει άμεσα πολιτικά αποτελέσματα. Όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικός φορέας. Κάποτε πρέπει να πάψουμε να συγχέουμε τα πολιτικά μέτωπα με τους συνασπισμούς πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που είναι δυνατόν να εκφραστούν στο πολιτικό πεδίο και από ένα πολιτικό μέτωπο. Και να διαλέξουμε με ποιον πολιτικό φορέα βαδίζουμε χωρίς ακροβασίες.
Είναι λάθος, λοιπόν, να συγκρίνουμε –όπως ο σύντροφος Χρήστος– το «Μέτωπο» με την ΑΝΑΣΑ. Η δεύτερη λειτουργεί στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ, ρητά και κατηγορηματικά, είναι υποσύνολό του, δεν διεκδικεί να τον απορροφήσει στο εσωτερικό της, δεν ενδιαφέρεται να τον συρρικνώσει, αλλά να τον αναβαθμίσει.
Είναι άδικο λοιπόν η έγνοια μας να διατηρήσουμε, όχι άνευ όρων βέβαια, τη συνεργασία με ένα σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Συνασπισμός, να θεωρείται συμπαράταξη με «μια πτέρυγα που θεωρεί σπίτι της τον περιβάλλοντα χώρο του Συνασπισμού». Αλλιώς εμείς αντιλαμβανόμαστε το ρόλο μας. Θυμόμαστε, απεναντίας, ότι ΚΟΕ είχε για μια μακρά περίοδο προνομιακές σχέσεις με τον Συνασπισμό.
Και τώρα τι κάνουμε;
Κατά τη γνώμη μου θα ήταν σχήματα κατώτερα των αναγκών και των δυνατοτήτων μας τόσο ένας «ΣΥΡΙΖΑ των προθύμων» όσο και ένα «Μέτωπο της προθύμων». Θα αποδείξουμε την ανικανότητα και την ανεπάρκειά μας, αν δεν μπορέσουμε να αναζητήσουμε και να βρούμε το νέο πολιτικό συμβόλαιο για τον ΣΥΡΙΖΑ, με όλες τις συνιστώσες του, στις νέες συνθήκες της γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Αν δεν μπορέσουμε να τον ενισχύσουμε και να τον διευρύνουμε τώρα που οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Τέταρτο και τελευταίο: Θα μπορέσουμε; Δεν είμαι αισιόδοξος κι ας λέει ο σύντροφος Χρήστος για μένα: «μοιάζει να είναι ευχαριστημένος με τη σημερινή κατάσταση της αριστεράς». Θα έπρεπε να ήμουν τυφλός και κουφός, για να μην είμαι ανήσυχος.
Άλλο αυτό, όμως, και άλλο να τοποθετείται συμπούρμπουλη η αριστερά στο «κάδρο της απαξίωσης», μαζί με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις αδιάκριτα. Μπορεί να μην κάνει το παν, να μη δίνει το χρώμα στην αγανάκτηση, να μην παίζει καθοριστικό ρόλο, αλλά είναι εδώ, δίπλα μας, και σ’ αυτήν πρώτα απ’ όλα οφείλουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να απευθυνθούμε. Με τη συναίσθηση και τη συνείδηση ότι μας θέλει ενωμένους –κι εμάς κι άλλους πολλούς μαζί μας– σ’ ένα κοινό πολιτικό σχέδιο, σε κοινή δράση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να μηδενίζεται και για την ως τώρα διαδρομή του και την προοπτική που εμπεριέχει. Εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί βλάβες καθοριστικές από την ίδια την ηγεσία του ή από την ολιγωρία συνιστωσών του. Δεν τον απέρριψε ο κόσμος του, απεναντίας τον έσωσε σε δύσκολες εκλογικές μάχες. Το να λέμε τώρα ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του και γι’ αυτό αναζητούμε άλλο φορέα, μοιάζει μάλλον με αυτοεκπληρούμενη προφητεία παρά με αντικειμενική πραγματικότητα.
Αν στην πρώτη σοβαρή δυσκολία, όπως η σημερινή, επιλέξουμε τον εύκολο δρόμο του παροπλισμού του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να δοκιμάσουμε κι άλλα, ταυτόχρονα, πολιτικά σχέδια, αυτό θα σημαίνει ότι δεν είχαμε πειστεί για τη χρησιμότητά του. Και μια τέτοια στάση δεν υποδηλώνει αποφασιστικότητα, μάλλον αστάθεια και αβεβαιότητα δείχνει ως προς τις επιλογές των πολιτικών στόχων και των φορέων που θα τους επιδιώξουν.
Χ. Γεωργούλας
Το κείμενο του Χρήστου Καραμάνου στον δρόμο:
Να συζητήσουμε σοβαρά, δηλαδή, με εκτιμήσεις
Μια απάντηση στον Χ. Γεωργούλα
Του Χρήστου Καραμάνου
Στα δύο τελευταία φύλλα της εφημερίδας Εποχή ο Χ. Γεωργούλας δημοσίευσε δύο εκτενή άρθρα για το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής («Μέτωπο») και την συγκέντρωση στο Σπόρτιγκ , όπου προσπαθεί να απαντήσει στο εγχείρημα, να δείξει ότι κάτι δεν στέκει σε αυτό, ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Είναι, μάλλον, η απάντηση του χώρου της Εποχής σχετικά με το εγχείρημα και ένας γενικά σεβαστός και σοβαρός αρθρογράφος, ο Χ. Γεωργούλας, έχει αναλάβει να την προωθήσει.
Ποια είναι τα στοιχεία της κριτικής του; Α) Προσπαθεί να εντοπίσει αντιφάσεις και να διαπιστώσει διαφορετικές τοποθετήσεις μεταξύ αυτών που βρίσκονται στο Μέτωπο. Β) Επιμένει ότι δεν έχουν διευκρινίσει οι εμπνευστές του «Μετώπου» τι ακριβώς είναι και τι θέλουν να κάνουν. Γ) Αναπαράγει τα επιχειρήματα ότι είναι υποτιμημένα τα ταξικά και κοινωνικά στοιχεία στην ανάλυσή του έναντι των εθνικών και πατριωτικών. Δ) Θέτει ορισμένα διαδικαστικά θέματα, όπως, για παράδειγμα, ότι η ιδέα ενός μετωπικού σχήματος δεν προτάθηκε ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ.
Φυσικά ο αρθρογράφος ανακατεύει ανακοινώσεις οργανώσεων, τοποθετήσεις στο Σπόρτινγκ, δημοσιεύματα στον Δρόμο και προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι κάτι μαγειρεύεται από το «Μέτωπο», ότι δεν παίζει καθαρά, ότι δεν απευθύνεται σε όλο τον ΣΥΡΙΖΑ και πάει λέγοντας. Μάλλον είναι πεισμένος ότι υπάρχει μεθόδευση και με τις αναφορές του θέλει να δείξει ότι η προσπάθεια αυτή εντάσσεται σε μια κίνηση που οδηγεί σε διάσπαση. Δεν το λέει έτσι καθαρά, αλλά παντού υπάρχει αυτή η άρρητη εκτίμηση σαν κόκκινη κλωστή στα δύο δημοσιεύματα.
Στο χώρο που διαθέτουμε δεν μπορούμε να περιγράψουμε περισσότερο την άποψη του Χ. Γεωργούλα (Χ.Γ.), αλλά συνιστούμε στους αναγνώστες μας να διαβάσουν τα δύο άρθρα.
Το ζήτημα δεν είναι οι διατυπώσεις και οι λέξεις αλλά οι εκτιμήσεις
Το «Μέτωπο» και η συγκέντρωση στο Σπόρτιγκ δεν έπεσαν ξαφνικά από τον ουρανό και ούτε είναι το καπρίτσιο ενός τέως προέδρου που θέλει να κάνει ζημιά στον «όλο ΣΥΡΙΖΑ» ή έστω στον ΣΥΝ. Επομένως, όποιος θέλει να πει κάτι ουσιαστικό για το «Μέτωπο», πρέπει να το τοποθετήσει στην ειδική στιγμή της πολιτικής συγκυρίας και στην ειδική στιγμή της πορείας του πιο σημαντικού ενωτικού εγχειρήματος της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Χ.Γ. δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με αυτά τα δύο ζητήματα όταν καταπιάνεται με το «Μέτωπο». Μοιάζει να μην έχει πάρει σοβαρά υπόψη του ότι έχουμε μπει σε μια νέα καθεστωτική φάση, ότι κάτι σημαντικό άλλαξε στην χώρα και στον τρόπο διακυβέρνησής της από τη στιγμή που προσχωρήσαμε στην τριπλή επιτήρηση και στο καθεστώς επικυριαρχίας από ΔΝΤ-Ε.Ε. Σε τέτοιες συνθήκες –και όπως έδειξαν καθαρά οι διαθέσεις του εργαζόμενου λαού στις 5 και 6 Μαΐου– σε κεντρικό ζήτημα μετατρέπεται όχι απλά μια γραμμή «πάρτε τα μέτρα πίσω», αλλά μια κατεύθυνση που θέτει ως πολιτικό στόχο την ακύρωση συνολικά της συμφωνίας Ε.Ε.-ΔΝΤ και την ανατροπή αυτής της επικυριαρχίας. Τίθεται, επομένως, ζήτημα συνολικής ανατροπής αυτού του πολιτικού συστήματος του αστισμού που επικυρώνει τη συμφωνία Ε.Ε.-ΔΝΤ, που οδηγεί τη χώρα, την οικονομία και το λαό σε μια καταστροφή. Η ανάγκη ενός πλατιού λαϊκού Μετώπου που να στοχεύει σε μια μεγάλη αλλαγή προκύπτει από αυτές τις διαπιστώσεις. Δεν μπορεί η Αριστερά να μην θέτει αυτό το καθήκον, να μην προσανατολίζεται και να μην προετοιμάζεται για αυτό. Εκτός κι αν έχει κόψει κάθε δεσμό και επαφή με την κοινωνία.
Ο αρθρογράφος μοιάζει να μην συνειδητοποιεί τη βαθιά κρίση στην οποία έχει οδηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και ένα χρόνο, ούτε να πολυνοιάζεται για τις αιτίες της και το ρόλο κάθε δύναμης σε αυτήν. Άκουσε ή δεν άκουσε την αντιπαράθεση που έγινε για το Σύμφωνο Σταθερότητας στην τρίτη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ; Άκουσε ή δεν άκουσε πώς αντιμετωπίστηκε η πρόταση για δημοψήφισμα; Άκουσε ή δεν άκουσε την ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση για το χρέος, το ευρώ κ.λπ.; Άκουσε ή δεν άκουσε για το τι στάση πρέπει να κρατήσει η Αριστερά σε αυτήν τη συγκυρία; Ή, να το θέσουμε αντίστροφα, ποια ήταν και ποια είναι η πολιτική γραμμή και η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους 6 μήνες; Υπάρχουν κενά; Υπάρχει πολιτική γραμμή και ποια είναι αυτή; Δεν μπορεί ο αρθρογράφος να μην παίρνει διόλου υπόψη του την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, την αγωνία χιλιάδων ανθρώπων, την απογοήτευση και το θυμό τους.
Αντίθετα μοιάζει να είναι ευχαριστημένος με τη σημερινή κατάσταση της Αριστεράς και την παρέμβασή της π.χ. στις 5/5. Αναρωτιέται, όταν κριτικάρει την άποψη της ΚΟΕ, πώς η κατακραυγή προς τον πολιτικό κόσμο συμπεριλαμβάνει και την Αριστερά: «Πώς γίνεται, όμως, αυτή η Αριστερά να τοποθετείται στο κάδρο της απαξίωσης και να είναι η ίδια που έκανε το παν για να είναι πάνδημη η κατακραυγή στις 5/5 και να παρίσταται αυτοπροσώπως, σύσσωμη, σωματικά παρούσα σ’ αυτή την πάνδημη κατακραυγή;». Έχουμε διαφορετική εκτίμηση: και δεν έκανε το παν, και δεν έδωσε το χρώμα στην αγανάκτηση και τον θυμό, δεν καθόρισε ούτε έπαιξε κάποιο ρόλο, ούτε σκέφτηκε σοβαρά για κάποια κλιμάκωση ή απάντηση.
Επομένως, ο Χ.Γ. αντιμετωπίζει το «Μέτωπο» έξω από αυτές τις δύο βασικές παραμέτρους –νέα καθεστωτική φάση, κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ– και το βλέπει ως ένα κόλπο. Δικαίωμά του, αλλά είναι και υποχρέωσή του να τοποθετηθεί στα δύο ζητήματα που είναι κρίσιμα: τι έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες στη χώρα και ποια η εκτίμησή του για μια πιθανή και υπό ποιους όρους ανάταξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Επειδή, όμως, διατυπώνει πολλά διαδικαστικά και «δεοντολογικά» ζητήματα απέναντι στην πρωτοβουλία του «Μέτωπου», ας θέσουμε ένα πιο ουσιαστικό: Από πότε ο ΣΥΝ έχει δικαίωμα να κάνει εκδηλώσεις, καμπάνιες, συναντήσεις και ό,τι άλλο, η Ανανεωτική Πτέρυγα να οργανώνει ημερίδες και εκδηλώσεις, από πότε μπορούν να φτιάχνονται κινήσεις όπως η ΑΝΑΣΑ (Πρωτοβουλία για την Ανασύνθεση της Αριστεράς και το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ), και αυτά να θεωρούνται περίπου φυσιολογικά, ενώ η πρωτοβουλία του «Μετώπου» να έχει το στίγμα του απαγορευμένου, του μη κανονικού, του «άλλου», του «κόλπου»; Γιατί δεν αγανακτεί ο Χ.Γ. με τα προκλητικά άρθρα της Αυγής που κατηγορεί το «Μέτωπο» για ένα «άλλο σχέδιο μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ» ή πως «δοκιμάζονται τα όρια ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ με τις πρωτοβουλίες του Μετώπου» αλλά αναπαράγει περίπου τα ίδια με άλλα λόγια και με εντελώς πρόχειρο τρόπο;
Καλός ο κλεφτοπόλεμος, αλλά όχι όταν τα ζητήματα είναι πολιτικά και κρίσιμα
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διανύσει μια πορεία. Ο Χ.Γ. τον χαρακτηρίζει «ήδη παραπαίοντα», συνοδεύοντας αμέσως την εκτίμηση με το αθωωτικό «και με δική μας ευθύνη». Ο ΣΥΡΙΖΑ στις καλές του μέρες είχε ένα πολιτικό σχέδιο-στόχο. Να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, να ανατρέψει το δικομματισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Αυτά σιγά-σιγά ξεχάστηκαν, όπως ξεχάστηκε το ζήτημα της πολιτικής γραμμής. Στις καλές του μέρες έκανε πραγματική αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή και έξω από αυτήν.
Έχει αντιληφθεί ο αρθρογράφος κάποια αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει κάθε πρωτοβουλία κινήσεων και ενδιαφέρεται να είναι στο κεντρικό πολιτικό κάδρο χωρίς αιχμές και προτάσεις, χωρίς νεύρο και κίνηση. Σε συνθήκες που κυοφορούνται εκρήξεις, αγώνες, μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Ποια η πρόταση του Χ.Γ. για όλα αυτά; Ο «όλος ΣΥΡΙΖΑ» θα αφυπνιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποια γραμμή; Στον ίδιο δεν αρέσουν καθόλου οι φράσεις του Α. Αλαβάνου: «Η Βουλή ψηφίζει το τριετές πρόγραμμα στα αγγλικά», «η Ελλάδα έχει γερμανίδα πρωθυπουργό», «συμπατριώτες μας στο εξωτερικό γίνονται δέκτες ρατσισμού, ευτελισμού, περιφρόνησης και διακωμώδησης», «αυτές είναι ιμπεριαλιστικές εντολές, τελεσίγραφα»... γιατί είναι εθνικοπατριωτικά και υποβαθμίζουν το ταξικό και κοινωνικό… Έτσι δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει τη νέα φάση στην οποία έχει εισέλθει η χώρα με την υπογραφή του μνημονίου «διάσωσης». Το πιο ταξικό από όλα τα καθήκοντα, αφού δεν γίνεται αντιληπτό να το πούμε και έτσι, είναι να γκρεμιστεί-ακυρωθεί η συμφωνία Ελλάδας-Ε.Ε./ΔΝΤ και για να γίνει αυτό πρέπει να γίνει μια νέα μεταπολίτευση, μια ριζική πολιτική αλλαγή, να φύγουν όλοι όσοι οδήγησαν τη χώρα στην κατάσταση αυτή, δηλαδή πρώτα από όλα ο αστισμός, η μεγαλοαστική τάξη και τα κόμματά τους, που έχουν ταυτίσει τα συμφέροντά τους με τις μίζες, τα ξεπουλήματα, τη συμμαχία με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτές οι αλλαγές και τα μέτρα που πρέπει να παρθούν για το χρέος, τις τράπεζες, την παραγωγή κ.λπ. δεν είναι ο σοσιαλισμός, ούτε η λαϊκή οικονομία με λαϊκή εξουσία. Καταγράφουν, όμως, μια ριζική τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων, δημιουργούν μεγάλες ρωγμές στην αστική κυριαρχία, την εξαναγκάζουν σε μεγάλες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, φέρνουν στο προσκήνιο νέες δυνάμεις και πολλά άλλα που μπορούμε να καταγράψουμε ως δυνατότητες. Κανένα θετικό βήμα δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ακύρωση-γκρέμισμα της συμφωνίας ΔΝΤ-Ε.Ε. Ναι, είναι σαν να έχουμε μια χούντα που πρέπει να γκρεμιστεί για να μιλήσουμε για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη.
Επί της ουσίας, ο Χ.Γ. συντάσσεται με μια πτέρυγα, με μια «παράταξη» που θεωρεί «σπίτι» της τον περιβάλλοντα χώρο του ΣΥΝ. Δεν υποδεικνύει τίποτα όσον αφορά την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις και θολούρα γύρω από το «Μέτωπο». Συντάσσεται με έναν οργανισμό που έχει παραλύσει και εξακολουθεί να θέλει την παράλυση του ΣΥΡΙΖΑ και κατηγορεί το «Μέτωπο» για όποιες πρωτοβουλίες παίρνει, σε μια στιγμή, μάλιστα, που υπάρχει ένα σχέδιο συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε απλή εκλογική ταμπέλα κάτι σαν ΣΥΝ and friends. Πιθανολογούμε ότι η επιλογή του γίνεται στη βάση μιας πολιτικοϊδεολογικής συγγένειας και αναφοράς με τον ΣΥΝ και πλήρους διαφωνίας με τις θέσεις και απόψεις που έχουν προβληθεί από το «Μέτωπο». Η επιλογή αυτή δεν οδηγεί σε ανάταξη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε εμπέδωση του ηγεμονισμού ενός ουσιαστικά κολοβωμένου ΣΥΝ σε έναν παραπαίοντα «ΣΥΡΙΖΑ των προθύμων». Σκληρά λόγια αλλά καθαρά και αληθινά. Μακάρι να ήταν διαφορετικά τα πράγματα αλλά δεν είναι.
Θα υπήρχαν πολύ πιο ουσιαστικά θέματα προς συζήτηση, σ. Γεωργούλα, υπό τον γενικό τίτλο «νέα καθεστωτική φάση – κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, καθήκοντα και στόχοι». Οι στήλες της εφημερίδας είναι ανοικτές για μια παρέμβασή σου – απάντηση στο σημείωμα αυτό (ίδιας έκτασης) γιατί επιθυμούμε πολύ το διάλογο και την αντιπαράθεση που –υπό όρους– μπορεί να αποβεί χρήσιμη για όλους.