|
H Marguerite Yourcenar, γεννημένη σαν χθες 08.06.1903
(φωτό με άδεια cc-Attribution-Noncommercial-Share Alike 2.0 Generic, via Flickr) |
Η Λέαινα ήταν η παλλακίδα του Αριστογείτονα· ήταν πολύ περισσότερο η υπηρέτριά του παρά η ερωμένη του. Κατοικούσαν σ' ένα σπιτάκι κοντά στο παρεκκλήσι του Άγιου Σωτήρα. Η Λέαινα καλλιεργούσε στο μικρό κήπο τα τρυφερά κολοκύθια και τις μεστές μελιτζάνες, πάστωνε τις σαρδέλες, έκοβε κομμάτια την κόκκινη σάρκα των καρπουζιών, κατέβαινε να πλύνει τα ρούχα στην ξερή κοίτη του Ιλισού, φρόντιζε να μην φεύγει ο κύριός της χωρίς να παίρνει μαζί του ένα φουλάρι για να μην συναχώνεται μετά από τις ασκήσεις στο Στάδιο. Σαν αντίτιμο για τις τόσες φροντίδες, της επέτρεπε να τον αγαπά. Βγαίναν μαζί· πήγαιναν στα καφενεδάκια ν' ακούσουνε στο γραμμόφωνο τα αγαπημένα λαϊκά τραγούδια, τα φλογερά και θρηνητικά σαν ένας σκοτεινός ήλιος. Ήταν περήφανη όταν έβλεπε τη φωτογραφία του στις πρώτες σελίδες των αθλητικών εφημερίδων. Θα έπαιρνε μέρος στους πυγμαχικούς αγώνες της Ολυμπίας· είχε δεχτεί να την πάρει μαζί του σ' αυτό το ταξίδι: είχε υποφέρει αδιαμαρτύρητα τη σκόνη των δρόμων, το κουραστικό λίκνισμα των μουλαριών, τα ψειριάρικα χάνια όπου το νερό πουλιότανε ακριβότερα από τα καλύτερα νησιώτικα κρασιά. Στο δρόμο, τόσο συνεχής ήταν ο θόρυβος των αμαξιών που δεν άκουγες ούτε αυτά τα τζιτζίκια. Μια μέρα, θα 'τανε μεσημέρι, από τη στροφή ενός λόφου της φανερώθηκε κάτω, η κοιλάδα της Ολυμπίας, γουβιασμένη σαν την παλάμη ενός θεού που φέρει μέσα στο χέρι του το άγαλμα της Νίκης. Μια αχλύ ζέστης πλανιόταν πάνω από τους βωμούς, τα μαγέρικα, τα μαγαζιά του πανηγυριού που η Λέαινα λαχταρούσε τα φτηνά τους στολίδια. Μέσα στο πλήθος, για να μη χάνει τον κύρη της, κρατούσε με τα δόντια της την λεπτεπίλεπτη άκρη της χλαμύδας του. Είχε τρίψει με λάδι, είχε στολίσει με ταινίες, είχε πασαλείψει με φιλιά τα είδωλα τα αρκετά γενναιόδωρα για να μην απορρίπτουν τις προσφορές μιας δούλας· για να κερδίσει ο αφέντης της είχε απαγγείλει όλες τις προσευχές που 'ξερε κι είχε ξεστομίσει όσες κατάρες γνώριζε για να χάσουνε οι εχθροί του. Χωρισμένη από αυτόν στη διάρκεια της μεγάλης αποχής που επιβαλλόταν στους αθλητές, είχε κοιμηθεί μόνη σε μια σκηνή στο τμήμα γυναικών, έξω από την περιοχή την προορισμένη για τους αγωνιστές, παραμερίζοντας τα χέρια που απλώνονταν μες στο σκοτάδι, αδιαφορώντας ώς και γι' αυτά τα χωνάκια με τα σπόρια που της πρόσφεραν οι γειτόνισσές της. Η φαντασία του πυγμάχου ήταν γεμάτη από κορμούς αλειμμένους με λάδι και ξυρισμένα κρανία απ' όπου τα χέρια δεν θά 'χαν από που να πιαστούν· είχε μιαν εντύπωση σαν να την παραμελούσε ο Αριστογείτονας για τους αντιπάλους του· το βράδι των Αγώνων τον είδε να τον σηκώνουνε θριαμβευτή στα διαζώματα του Σταδίου, ξέπνοο όπως μετά τον έρωτα, λεία για τον κάλαμο των δημοσιογράφων, για τις γυαλένιες πλάκες των φωτορεπόρτερς: είχε μιαν εντύπωση σαν να την απάταγε με τη Δόξα. Η ζωή του σαν θριαμβευτή περνούσε σε γλέντια με κοσμικούς· τον είδε να βγαίνει από το συμπόσιο της νίκης συντροφιά μ' έναν νεαρό ευγενή αθηναίο, μεθυσμένον από ένα μεθύσι που έλπιζε πως ήταν απ' το οινόπνευμα, γιατί συνερχόμαστε γρηγορότερα από το οινόπνευμα παρά από την ευτυχία. Είχε γυρίσει στην Αθήνα με το άρμα του Αρμόδιου, εγκαταλείποντας τη Λέαινα στις φροντίδες μίας γειτόνισσας. Είχε χαθεί μέσα σε μια νεφέλη από σκόνη, της τον είχαν αρπάξει από τα χάδια της σαν να ήταν ένας νεκρός ή ένας θεός. Η τελευταία εικόνα που είχε από αυτόν ήτανε μια σάρπα που ανέμιζε πάνω σ' έναν μελαχρινό σβέρκο. Σαν μια σκύλα που από μακριά ακολουθεί τον κύριό της που έφυγε δίχως αυτήν, η Λέαινα ξαναπήρε αντίστροφα τον μακρύ ορεινό δρόμο όπου οι γυναίκες προσπερνούσανε βιαστικά τα ερημικά μέρη από το φόβο μη δούνε σατύρους. Σ' όποιο χωριάτικο χάνι κι αν έμπαινε για να βρει λίγον ίσκιο και να πιεί έναν καφέ κι ένα ποτήρι νερό, έβρισκε το αφεντικό να μετράει ακόμα τα χρυσά νομίσματα που από αμέλεια είχανε πέσει από τις τσέπες εκείνων των δύο ανδρών: παντού, είχανε πιάσει τα καλύτερα δωμάτια, είχανε πιεί τα καλύτερα κρασιά, είχαν εξαναγκάσει τους τραγουδιστές να ξελαρυγγιάζονται μέχρι το χάραμα: η περηφάνεια της Λέαινας, πού 'ταν κι αυτή έρωτας, επούλωνε τις πληγές του έρωτά της, πού 'ταν κι αυτός περηφάνεια. Λίγο-λίγο, ο νεαρός απαγωγέας θεός έπαψε νά 'ναι γι' αυτήν ένα πρόσωπο μόνο, άρχισε να γίνεται ένα όνομα, μια ιστορία, ένα κοντινό παρελθόν. Ο γκαραζίστας στην Πάτρα την πληροφόρησε πως τον έλεγαν Αρμόδιο. Ο αλογάρης στον Πύργο της μίλησε για τους κέλητές του. Ο πορθμέας, στην Στύγα, που το λειτούργημά του τον ανάγκαζε να συναναστρέφεται με νεκρούς, ήξερε πως ήτανε ορφανός κι ότι ο πατέρας του είχε μόλις πατήσει στην άλλη όχθη των ημερών. Οι ληστές των μεγάλων δρόμων δεν αγνοούσαν ότι ο τύραννος των Αθηνών τον είχε γεμίσει με πλούτη. Οι εταίρες, στην Κόρινθο, είχανε την εντύπωση ότι ήταν ωραίος. Όλοι, ως κι αυτοί οι ζητιάνοι, ως κι αυτοί οι χαζοί των χωριών ήξεραν ότι με το αγωνιστικό άρμα του έφερνε τον πρωταθλητή της πυγμαχίας των Ολυμπιακών Αγώνων: αυτό το ακτινοβόλο αγόρι δεν ήταν πια παρά η κούπα, ο αμφορέας ο στολισμένος με ταινίες, η εικόνα με τα μακριά μαλλιά της Νίκης. Στα Μέγαρα, ο υπάλληλος στα διόδια πληροφόρησε τη Λέαινα πως ο Αρμόδιος είχε αρνηθεί να αφήσει το δρόμο ελεύθερο στο άρμα του αρχηγού του Κράτους και πως ο Ίππαρχος είχε ψέξει με βιαιότητα το νεαρό άνδρα για την αγνωμοσύνη του και τις πληβείες του συντροφιές: οι σωματοφύλακές του του πήρανε δια της βίας πίσω το άρμα, που όπως έλεγε, δεν του το είχε δώσει για να περιφέρεται μ' έναν πυγμάχο. Φθάνοντας στα προάστια της Αθήνας, η Λέαινα ανατρίχιασε στη βοή των ανατρεπτικών επευφημιών μέσα από την οποία το όνομα του κυρίου της έφθανε μέχρι αυτήν φθαρμένο από δέκα χιλιάδες ζευγάρια χείλια. Η νεολαία είχε διοργανώσει λαμπαδηφορίες προς τιμήν του νικητή, στις οποίες ο Ίππαρχος αρνιότανε να παρευρεθεί: πεύκα, ξεριζωμένα από τη ρίζα, θρηνούσαν με καυτά δάκρυα το θυσιασμένο ρετσίνι τους. Στο σπιτάκι της γειτονιάς του Αγίου Σωτήρα, οι χορευτές που χτύπαγαν ο καθείς στο δικό του ρυθμό με τη φτέρνα του το πλακόστρωτο της αυλής, προβάλαν απάνω στο φράχτη μία λιτή και συγκλονιστική τοιχογραφία. Για να μην ενοχλήσει κανένα, η Λέαινα γλίστρησε αθόρυβα μέσα στο σπίτι από την πίσω πόρτα. Τα κανάτια, οι κατσαρόλες, δεν της μιλούσανε πια με την οικεία τους γλώσσα. Χέρια, αδέξια, είχανε ετοιμάσει ένα γεύμα. Έκοψε το δάχτυλό της μαζεύοντας ένα γυαλί. Μάταια προσπάθησε να καλοπιάσει με χαϊδευτικά λόγια και κόκκαλα το λαγωνικό του Αρμόδιου πού 'χε ξαπλώσει κάτω από το φανάρι. Περίμενε πως θα της μίλαγε, ο αφέντης της, για τα φαγιά που του έβγαζαν στα συμπόσια που τον καλούσαν· αλλά ως κι αυτά τα χαμόγελά του, δεν την έβλεπαν· για ν' απαλλαγεί απ' αυτήν την στέλνει στο μικρό αγρόκτημα που έχει στη Δεκέλεια να τρυγήσει. Προβλέπει ένα γάμο ανάμεσα στον αφέντη της και στην αδερφή του Αρμόδιου: σκέπτεται με φρίκη μία σύζυγο, με συντριβή τα παιδιά. Ζει μέσα στη σκιά που ρίχνει πάνω στο δρόμο ο ωραίος Έρωτας των υμεναίων, ο τριγυρισμένος από πυρσούς. Η απουσία των αρραβώνων δεν καθησυχάζει αυτήν την αθώα που γελιέται για την πηγή του κινδύνου. Ο Αρμόδιος έχει μπάσει τη δυστυχία μέσα σ' αυτό το σπίτι σαν μια πεπλοφορεμένη ερωμένη· νιώθει παρατημένη γι' αυτήν την άυλη τη γυναίκα. Ένα βράδι, ένας άντρας, που στα φθαρμένα του χαρακτηριστικά δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο που τα γραμματόσημα και τα νομίσματα με τη μορφή του Ίππαρχου έχουν πολλαπλασιάσει μέχρι το άπειρο, έρχεται και χτυπάει την πίσω πόρτα, ζητιανεύοντας ταπεινά το ξεροκόμματο μίας αλήθειας. Ο Αριστογείτων, που συμπτωματικά επιστρέφει, τη βρίσκει να κάθεται στο τραπέζι με κείνον τον ύποπτο ζητιάνο· δεν της κάνει καμιά παρατήρηση, τόσο λίγο την εμπιστεύεται· τον διώχνουν από το δωμάτιο που ξαφνικά έχει γεμίσει φωνές. Μετά από λίγες μέρες, ο Αρμόδιος βρίσκει το φίλο του, θύμα μίας επίθεσης, να κείτεται στην πηγή Κλεψύδρα. Φωνάζει τη Λέαινα να τον βοηθήσει να μεταφέρουν στο μοναδικό ντιβάνι του σπιτιού το σώμα του πυγμάχου, διάστικτο από τις μαχαιριές: τα λεκιασμένα από το ιώδιο χέρια τους συναντιούνται πάνω στο στήθος του πληγωμένου. Η Λέαινα βλέπει να σχεδιάζεται πάνω στο σκυφτό μέτωπο του Αρμόδιου η μικρή ρυτίδα της ανησυχίας του Απόλλωνα, Γόη των πληγών. Τείνει τα μεγάλα ταραγμένα χέρια προς τον νεαρό άντρα και τον ικετεύει να σώσει τον κύριό της: δεν παραξενεύεται όταν τον ακούει να ψέγει τον εαυτό του για την κάθε πληγή σαν να ήταν αυτός ο υπεύθυνος για αυτές, τόσο το βρίσκει φυσικό να είναι ένας θεός, μαζί, φονιάς και σωτήρας. Το βήμα ενός αστυνομικού με πολιτικά που περπατά στον ερημικό δρόμο κάνει τον τραυματία να σκιρτά· μόνος, ο Αρμόδιος, εξακολουθεί να ριψοκινδυνεύει στην πόλη σαν να μην υπάρχει μαχαίρι που να μπορεί να χωθεί στη σάρκα του, κι αυτή η αψηφησιά ενισχύει στη Λέαινα την υποψία πως θα πρέπει να είναι θεός. Και οι δύο, φοβούνται τόσο τη γλώσσα της, που πασχίζουν να την κάνουνε να εκλάβει τη χθεσινή επίθεση για ένα καυγά μεθυσμένων, τόσο φοβούνται μήπως πάει και πιάσει κουβέντες με το χασάπη ή το μπακάλη της γειτονιάς για τις πιθανότητες επιτυχίας που θα 'χε μια τους εκδίκηση. Με φρίκη αντιλαμβάνεται η Λέαινα πως δίνουν τα γιαχνιά της να τα δοκιμάζει πρώτα ο σκύλος, σαν να υπέθεταν πως είχε βάσιμους λόγους να τους μισεί. Ώσπου να ξεχαστεί το επεισόδιο, φεύγουν και πάνε με μερικούς φίλους να περάσουνε λίγες μέρες στην Πάρνηθα· δεν της λεν πού βρίσκεται η σπηλιά όπου θα κοιμούνται· έχει την εντολή να τους αφήνει τα τρόφιμα που τους πάει κάτω από μια πέτρα, σαν να πρόκεινταν για νεκρούς που φέρνουν γύρα από τα πέρατά του τον κόσμο: φέρνει, πρόσφορα, στον Αριστογείτονα, το μαύρο κρασί, τα κομμάτια το κρέας με όλο το αίμα τους, χωρίς να καταφέρνει να κάνει να μιλήσει αυτό το αναιμικό στοιχειό που δεν της δίνει πλέον φιλιά. Αυτός ο υπνοβάτης του εγκλήματος δεν είναι πια, κιόλας, παρά ένας νεκρός που πορεύεται προς τον τάφο του, όμοιος με τα πτώματα των εβραίων που αποδημούνε για την κοιλάδα Ιωσαφάτ. Δειλά, αγγίζει τα γόνατά του, τα γυμνά πόδια του, για να βεβαιωθεί πως δεν έχουν παγώσει. Στα χέρια του Αρμόδιου της φαίνεται πως βλέπει το χρυσό ραβδί του Ψυχοπομπού Ερμή. Επιστρέφουνε στην Αθήνα μέσα στο σούρουπο του φόβου, μέσα στο λυκόφωτο της εκδίκησης: χυδαίες μορφές, αρχοντοχωριάτες χωρίς κλήρο, δικηγόροι χωρίς υποθέσεις, στρατιώτες χωρίς μέλλον γλιστράνε στην κάμαρη του κυρίου σαν τους ίσκιους που η παρουσία ενός θεού θά 'ριχνε. Απο τότε που ο Αρμόδιος δεν κοιμάται πια από φρόνηση σπίτι του, η Λέαινα έχει εξοριστεί στο κατώι· δεν μπορεί πια να αγρυπνά κάθε νύχτα πλάι στον κύριό της όπως ξαγρυπνούν έναν άρρωστο, να τον σκεπάζει τα βράδια όπως χουχουλιάζουν ένα παιδί. Κρυμμένη στη μεγάλη ταράτσα βλέπει ν΄ ανοίγει και να κλείνει ακούραστα η πόρτα αυτού του σπιτιού που το έχει χτυπήσει η αϋπνία: χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα παρακολουθεί αυτούς τους πηγαιμούς και τους ερχομούς που σαν τη σαΐτα υφαίνουνε την εκδίκηση. Για τη μεγάλη γιορτή πού 'ρχεται, της δίνουν να ράψει καμπυλωτούς σταυρούς πάνω σε μάλλινα καστανά ρούχα. Εκείνο το βράδι, οι λυχνίες καίνε κάτω από όλες τις στέγες των Αθηνών, οι κόρες της αριστοκρατίας ετοιμάζουν το φόρεμα της κοινωνίας τους για την αυριανή πομπή· στα βάθη του ναού, ξανακατσαρώνουν τα ρούσσα μαλλιά της Ιερής Παρθένας: ένα εκατομμύριο σπυριά θυμίαμα καπνίζουν κάτω από τα ρουθούνια της Αθηνάς. Η Λέαινα έχει στα γόνατά της τη μικρή Ειρήνη που τώρα μένει μαζί τους γιατί ο Αρμόδιος φοβάται μήπως για να τον εκδικηθεί ο Ίππαρχος κλέψει τη μικρή αδερφή του. Αισθάνεται οίκτο γι' αυτό το κοριτσάκι που φοβότανε κάποτε μήπως μπει στο σπίτι με τα στέφανα της συζύγου, λες και οι ελπίδες τους είχαν και των δυό προδοθεί. Περνάει τη νύχτα της διαλέγοντας τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα που το παιδί θα πετάξει, φούχτες ολόκληρες, στο πέρασμα της Αγνότατης Παρθένας: ο Αρμόδιος βυθίζει μέσα σ' αυτό το πανέρι τα ανυπόμονα χέρια του που φαίνονται σαν να μουλιάζουν στο αίμα. Την ώρα που η Αθήνα δείχνει το μαργαριτάρινο πρόσωπό της, η Λέαινα παίρνει από το χέρι τη μικρή Ειρήνη που ριγεί ολόκληρη μέσα στο σεντέφι των πέπλων της· ανεβαίνει, με το φρόνιμο παιδί, τις σκάλες των Προπυλαίων... Δέκα χιλιάδες φλόγες αχνοφέγγουν μέσα στο φως της αυγής σαν ισάξιοι φωσφορισμοί που δεν προφτάσανε να κρυφτούνε στους τάφους τους. Ο Ίππαρχος, μεθυσμένος ακόμα από τους εφιάλτες του, κλείνει τα μάτια μπροστά σ' όλην τη λευκότητα, κοιτάζει με αφηρημένο μάτι την άδολη και γλαυκή παρέλαση των Παρθένων της Αθηνάς. Απότομα, μια μισητή ομοιότητα ανθίζει γι' αυτόν πάνω στο ασχημάτιστο πρόσωπο της μικρής Ειρήνης: τρελός ξαφνικά από τη μανία ο άρχοντας, τινάζει από το χέρι τη μικρή κλέφτρα που τολμά και ιδιοποιείται αυτά τα άθλια μάτια, ουρλιάζει να διώξουν μακριά απ' τα μάτια του την αδελφή αυτού του πανάθλιου που δηλητηριάζει τα όνειρά του. Το παιδί πέφτει στα γόνατα· αναποδογυρισμένο το πανέρι σκορπίζει το κόκκινο περιεχόμενό του· τα δάκρυα θολώνουνε πάνω στο πρόσωπο του παιδιού την αποτρόπαιη και εξαίσια ομοιότητα. Την ώρα που ο ουρανός είναι από χρυσάφι σαν την άδολη αυτή καρδιά, η καλή Λέαινα γυρίζει στο σπίτι του το παιδί, ξεμαλλιασμένο, ληστεμένο από το πανέρι του: ο Αρμόδιος πέφτει σ' έναν παροξυσμό χαράς μπροστά σ' αυτήν την προσβολή που ευχόταν. Γονατισμένη στο πλακόστρωτο της αυλής η Λέαινα, και ταλαντεύοντας σε μοιρολόι το κεφάλι, νιώθει πάνω στο μέτωπό της το χέρι του σκληρού αυτού αγοριού που μοιάζει με Νέμεση: οι προσβολές του τύραννου, οι απειλές του που επαναλαμβάνει χωρίς να επιχειρεί να τις καταλάβει, στην άτονή της φωνή παίρνουν το μονότονο των ανέκκλητων καταδικών και των τετελεσμένων γεγονότων. Η κάθε προσβολή προσθέτει στο πρόσωπο του Αρμόδιου κι άλλη μια συνοφρύωση, κι άλλο ένα μειδίαμα μίσους: μπροστά σ' αυτόν το θεό που απαξιεί να μάθει καν τό 'νομά της, η Λέαινα μεθάει από την αίσθηση πως υπάρχει, πως είναι χρήσιμη, πως ίσως θα δώσει τον πόνο. Βοηθά τον Αρμόδιο να σακατέψει τις όμορφες δάφνες της αυλής σαν πρώτο καθήκον τους να ήταν η εξάλειψη κάθε σκιάς: βγαίνει από τον κήπο στο πλάι των δύο ανδρών έχοντας κρυμμένο το τραπεζομάχαιρο μέσα στο μπουκέττο της με τις πασχαλιές· τράβηξε την πόρτα σφαλίζοντας πίσω της τον μεσημεριάτικο ύπνο της Ειρήνης, τον περιστεριώνα, το χαρτονένιο κουτί όπου βοσκάν τα τζιτζίκια, όλο το παρελθόν που έχει γίνει απόμακρο όσο και ένα όνειρο. Ο κόσμος, με τα γιορτινά του, τη χωρίζει από τους κυρίους της ανάμεσα στους οποίους δεν κάνει πια καμιά διάκριση. Τρέχει να τους βρει μέσ' από τα εργοτάξια του Παρθενώνα, σκοντάφτοντας πάνω στους ακατέργαστους ακόμα μονόλιθους που κάνουν το ναό του Παρθενώνα να μοιάζει με τα μελλοντικά του ερείπια. Την ώρα που ο ουρανός δείχνει το κόκκινο πρόσωπό του, τους βλέπει να χάνονται μέσα σε μία συναρμογή από κίονες σαν τα βάθη μιας μηχανής που συνθλίβει την ανθρώπινη καρδιά για να βγάλει ένα θεό απ' αυτήν. Κραυγές ακούγονται, βόμβες σκάνε: ο μεγάλος αδερφός του Ίππαρχου, ξεκοιλιασμένος απάνω στο βωμό τον σκεπασμένο από στάχτες και αίμα, φαίνεται σαν να προσφέρει τα σωθικά του στην εξέταση των ιερέων· πληγωμένος θανάσιμα ο Ίππαρχος, χωρίς να παύει να ουρλιάζει προστάγματα, στηρίζεται σε μία κολώνα για να μην πέσει ζωντανός. Οι πύλες των Προπυλαίων κλείνουν για να φράξουν στους εξεγερμένους τη μόνη έξοδο που δεν οδηγεί σε κενό: πιασμένοι μέσα σ' αυτή την παγίδα από μάρμαρο κι ουρανό οι συνωμότες τρέχουν ολόγυρα, σκοντάφτοντας σε θεούς. Τραυματισμένος στη γάμπα ο Αριστογείτων αιχμαλωτίζεται από τους διώκτες του μέσα στη σπηλιά του Πανός. Το λυντσαρισμένο σώμα του Αρμόδιου διαμελίζεται από τον όχλο όμοια με το σώμα του Βάκχου σε λιτανείες αιματηρές: αντίπαλοι, μπορεί και σύντροφοι, περνάν από χέρι σε χέρι αυτή τη φρικιαστική όστια. Η Λέαινα γονατίζει, μαζεύει μες στην ποδιά της τις μπούκλες από τα μαλλιά του Αρμόδιου σαν να ήταν αυτή η πιο επιτακτική υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει στον κύριό της. Οι κατάσκοποι ρίχνονται απάνω της: της δένουν τα χέρια που μονομιάς χάνουν τη φθαρμένη όψη των εργαλείων του νοικοκυριού, γίνονται χέρια θύματος, φάλαγγες μαρτυρίου. Ανεβαίνει στο κάρο των φυλακισμένων όπως οι νεκροί πατάνε στη βάρκα. Διασχίζει μία Αθήνα νεκρή, παγωμένη από φόβο, όπου τα πρόσωπα κρύβονται πίσω από παραθυρόφυλλα από το φόβο μήπως χρειαστεί να κρίνουν. Πατάει γη μπρος σε ένα κτίσμα πού η όψη του σαν νοσοκομείο και σαν φυλακή δείχνει πως αυτό πρέπει να είναι το παλάτι του αρχηγού του Κράτους. Κάτω από τον πυλώνα διασταυρώνεται με τον Αριστογείτονα που περπατάει τρικλίζοντας πάνω στις πληγωμένες του γάμπες: αφήνει και παρελαύνει ο ουλαμός της εκτέλεσης δίχως να σηκώσει στον κύριό της τα μάτια της που οι κόρες τους έχουνε ήδη πάρει τη γυαλάδα των ματιών των νεκρών. Οι πυροβολισμοί από το βάθος της γειτονικής αυλής δεν αντηχούνε γι' αυτήν παρά σαν ένας τιμητικός χαιρετισμός πάνω στον τάφο του Αρμόδιου. Την σπρώχνουν μέσα σε μια αίθουσα μαρτυρίου όπου οι μάρτυρες παίρνουν την όψη ζώων προς σφαγήν και οι δήμιοί τους την όψη ζωοτόμων. Ξαπλωμένος σ' ένα φορείο, ο Ίππαρχος, γυρίζει προς το μέρος της το μπανταρισμένο του κεφάλι, ψαχουλευτά πιάνει αυτά τα γυναικεία χέρια που γαντζώνονται πάνω στη μόνη αλήθεια για την οποία ακόμα διψάει, της μιλάει τόσο σιγά που αυτή η ανάκριση δίνει την εντύπωση μίας ερωτικής εξομολόγησης. Απαιτεί ονόματα, ομολογίες. Τι έχει δει; Ποιοί είναι οι συνένοχοί τους; Ήταν ο μεγαλύτερος που παρέσυρε τον νεώτερο σ' αυτή την κούρσα προς το θάνατο; Ήταν ο πυγμάχος τίποτε παραπάνω από μία σκέτη γροθιά μέσα στα χέρια του Αρμόδιου; Ο φόβος ήταν που έσπρωχνε το νέο άνδρα να απαλλαγεί απ' τον Ίππαρχο; Ήξερε ότι ο κύριος δεν τον αντιπαθούσε; Ότι θα μπορούσε να τον συγχωρέσει; Μιλούσε συχνά γι' αυτόν; Ήτανε λυπημένος; Μια οικειότητα απόγνωσης υπήρχε ανάμεσα σ' αυτόν τον άντρα και σ' αυτή τη γυναίκα που κατέχονταν από το ίδιο δαιμόνιο, που πέθαιναν από την ίδια αρρώστια, που τα σβησμένα τους βλέμματα στρέφονταν προς δύο απόντες. Όταν την υποβάλλουν στο μαρτύριο της στρέβλωσης η Λέαινα σφίγγει τα δόντια, κλείνει πεισματικά τα χείλη. Οι κύριοί της σώπαιναν όταν τους σερβίριζε στο τραπέζι. Είχε μείνει στο κατώφλι της ζωής τους, μια σκύλα πίσω από μια πόρτα. Αυτή η γυναίκα η άδεια από αναμνήσεις, πασχίζει από περηφάνεια να τους κάνει να πιστέψουνε ότι τα ήξερε όλα, ότι οι κύριοί της της άνοιγαν τις καρδιές τους, ότι την εμπιστεύονταν σαν έναν κλεπταποδόχο, ότι απ' αυτήν εξαρτιόταν το αν θα ξερνούσε το παρελθόν τους. Οι δήμιοι την τεντώνουνε στον τροχό να εγχειρίσουνε τη σιωπή της. Απειλούνε αυτή τη φλόγα με το μαρτύριο του νερού· θέλουν να επιβάλλουν σ' αυτή την πηγή το μαρτύριο της φωτιάς. Φοβάται μήπως της αποσπάσει το μαρτύριο την ταπεινωτική ομολογία πως δεν ήταν παρά μια δούλα, πως σε τίποτα δεν ήταν μία συνένοχος. Ένα κύμα από αίμα ξεπηδά από το στόμα της όπως όταν κάνεις αιμόπτυση. Η Λέαινα έχει κόψει τη γλώσσα της για να μη φανερώσει τα μυστικά που δεν κατέχει.
από το βιβλίο της M. Yourcenar Φωτιές, εκδ. Χατζηνικολή, μετ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου