Κόκκινος δράκος, του Miles Bader from Tokyo, Japan, με άδεια CC Attribution 2.0 Generic |
ΑΠΟ ΤΟ «ΦΕΤΙΧΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ» ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΛΟΥ»
Οικονομική και πολιτική χρεοκοπία και ανάκαμψη
του Κώστα Δουζίνα, από την ΕΠΟΧΗ, 27.06.10
Το καλοκαίρι του 1918 ο Κ. Καβάφης συνάντησε τον μεγάλο Άγγλο συγγραφέα Ε. Μ. Φόρστερ στην Αλεξάνδρεια και έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία. «Εσείς οι Άγγλοι δεν μπορείτε να καταλάβετε τους Έλληνες», του λεει ο Καβάφης. «Εμείς χρεοκοπήσαμε εδώ και καιρό. Να προσεύχεστε εσείς οι Άγγλοι με την τάση σας για περιπέτειες να μην χάσετε το κεφάλαιο σας, γιατί τότε θα γίνετε σαν κι εμάς, ανήσυχοι, ανήμποροι, ψεύτες.» Σχολιάζοντας αυτό το μυστηριώδες κείμενο ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν γράφει το 1993: «Το μόνο σίγουρο είναι ότι από τότε όλοι οι λαοί της Ευρώπης και πιθανόν όλου του κόσμου έχουν πτωχεύσει».
Εμείς οι Έλληνες και πιθανόν ολοι οι Ευρωπαίοι έχουμε χρεοκοπήσει. Και δεν μιλάω μόνο για την οικονομική χρεοκοπία. Αλλά δεν μπορώ να μη σχολιάσω κάτι που διάβασα χτες, μόλις έφτασα στην Αθηνά. Γίνεται ανάκριση για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων περί χρεοκοπίας. Καταρχάς η ανάκριση θα έπρεπε να στραφεί εναντίον του Ρουμπινί, των οικονομολόγων του Bloomberg και των χρηματοπιστωτικών οίκων, αυτών δηλαδή που πέτυχαν την επιδίωξη τους, με απόλυτη συμφωνία της κυβέρνησης, να οδηγήσουν σε χρεοκοπία ό,τι είχε απομείνει από το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα και μετά σ’ όλη την Ευρώπη. Και θυμήθηκα κάτι που λέγαμε παλιά: μην πιστεύεις καμία πληροφορία, μέχρι να γίνει επίσημη διάψευση.
Χρεοκοπήσαμε λοιπόν ως Ελλάδα και ως Ευρώπη: πολιτικά, πολιτισμικά και ψυχικά. Πολιτικά πρώτα.
Τα καταστροφικά μέτρα αναλύονται αποκλειστικά σχεδόν από την οικονομική τους πλευρά. Οι πολιτικές τους προεκτάσεις συζητούνται λιγότερο και κυρίως για τις κομματικές τους επιπτώσεις. Έτσι όμως και η κατανόηση της κρίσης και η αντίσταση υποφέρουν.
Ας μου επιτρέψετε ν’ αρχίσω με μερικές θεωρητικές παρατηρήσεις. Η πολιτική λειτουργεί πάνω σε δύο άξονες και μορφές εξουσίας, την Auctoritas και την Potestas: η Auctoritas (νομιμοποιημένη εξουσία) εκφράζει το «κοινό συμφέρον» ή τη βούληση ενός λαού να συμβιώσει. Η Potestas, από την άλλη, είναι η δύναμη που διατηρεί τη συνοχή της κοινωνίας μεσώ της κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς. Η σύγκρουση αποτελεί το αναπόδραστο θεμέλιο της πολιτικής. Η λειτουργία της πολιτικής επομένως είναι να εκφράζει, συμπυκνώνει και διαμεσολαβεί πρόσκαιρα την κοινωνική και οικονομική σύγκρουση και να οικοδομεί νομιμοποιημένη εξουσία πάνω στο μόνιμο υπόβαθρο ανταγωνισμού.
Η πολιτική ως διαχείριση των οικονομικών
Αυτή την αντίληψη για την πολιτική προσπαθεί να ανατρέψει αυτό που θα ονομάσουμε μεταπολιτική συνθήκη (post-political condition) και νεοφιλελευθερισμό. Παρουσιάζουν τη σύγκρουση ως τελειωμένη, παρωχημένη, αδύνατη και ταυτόχρονα προσπαθούν να την αποκηρύξουν και να αποκλείσουν την έκφρασή της. Η πολιτική παίρνει, λοιπόν, τη μορφή διαχείρισης με οικονομικές και ηθικίστικες μορφές. Σύμφωνα με την πρώτη, η πολιτική εμφανίζεται ως δραστηριότητα που μοιάζει με την αγορά. Άτομα, ομάδες και τάξεις αποδέχονται τη συνολική κοινωνικό-οικονομική ισορροπία και χρησιμοποιούν την πολιτική για να επιδιώξουν οριακές βελτιώσεις συμφέροντος και κέρδους. Η αντικατάσταση της σύγκρουσης από μια συνεργασία ειδημόνων οικονομολόγων «που λένε την αλήθεια», εκσυγχρονιστών γραφειοκρατών και πατριωτικών ΜΜΕ μετατρέπει το κράτος σε αστυνόμο της αγοράς εσωτερικά (με τεραστία αύξηση της καταστολής) και επιβολέα του δήθεν ανθρωπισμού εξωτερικά στους πρόσφατους «ανθρωπιστικούς μας πολέμους». Η πολιτική μετατρέπεται αποκλειστικά σε διαχείριση της οικονομίας προς επιβεβαίωση του Καρλ Σμιτ. Η σύγκρουση όμως δεν εξαφανίζεται –οι νεοφιλελεύθερες συνταγές αυξάνουν την ανισότητα, τροφοδοτούν τον ανταγωνισμό και στρέφουν τη λαϊκή οργή εναντίον των μεταναστών, των άνεργων και των φτωχών.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις μας δίνουν την πιο πλήρη εικόνα αυτού που ονομάζουμε μετά-πολιτική συνθήκη ή το τέλος της πολιτικής. Η κυβέρνηση, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και οι αυτάρεσκοι «ειδικοί» παρουσίασαν τα μέτρα σαν θεϊκή πράξη, μια φυσική καταστροφή που δεν μπορούσε να προβλεφτεί ή να αποφευχθεί. Αν η Ελλάδα είναι σαν τον Τιτανικό, οι «αγορές» είναι το ανελέητο παγόβουνο και οι απαιτήσεις της τρόικας μια ξαφνική ηφαιστειακή έκρηξη. Η πολιτική δεν πρέπει να ανακατεύεται στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, με τον ίδιο τρόπο που δεν πρέπει να αναμειγνύεται στην ανθρωπιστική βοήθεια σε περιπτώσεις σεισμού.
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή τη «φυσικοποίηση» (naturalization) της οικονομίας «φετιχισμό της καταστροφής», κάτι σαν το φετιχισμό του εμπορεύματος κατά Μαρξ. Πολιτικές αποφάσεις που παίρνονται στην Αθήνα και τις Βρυξέλλες, στρατηγικές επιλογές χρηματιστών, πρωτόγνωρες επιβολές της ΕΕ και του ΔΝΤ παρουσιάζονται ως αναπόφευκτες, αναπόδραστες, σχεδόν μη ανθρώπινες παρεμβάσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η υποτιθέμενη αντικειμενική γνώση ειδικών και σχολιαστών απέτρεψε τη συζήτηση εναλλακτικών απόψεων και λύσεων που εμφανίστηκαν ως αφελείς, άσχετες ή κακόπιστες.
Το «there is no alternative» έγινε η πρωινή μας προσευχή. Τώρα βέβαια που οι «έγκυροι» αναλυτές άρχισαν να συζητούν την έξοδο από το ευρώ, το σκηνικό άλλαξε. Πρέπει να μας τα πουν οι ξένοι για να πάρουμε κάτι σοβαρά.
Και όμως, οι εξελίξεις δεν ήταν κυρίως οικονομικές αλλά πολιτικές. Κάθε βήμα και απόφαση που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο, ήταν βαθιά πολιτικές επιλογές. Η χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, που επιδείνωσε την οικονομική κρίση, αποκάλυψε τη θεμελιώδη υποκρισία και ανηθικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ενώ οι απλοί άνθρωποι υποβάλλονται καθημερινά στην «πειθαρχία» της αγοράς χάνοντας σπίτια, δουλειές και ελπίδα, οι τεράστιες απώλειες των τραπεζών αναλήφθηκαν από το κράτος. Ο νεοφιλευθερισμός σημαίνει «σοσιαλισμό για τους πλούσιους – και καπιταλισμό για τους φτωχούς». Ή, για να παραφράσουμε τον Μπέρτολτ Μπρέχτ και τον Ανατόλ Φρανς, πας φυλακή αν κλέψεις μια φρατζόλα ψωμί, αλλά παίρνεις τεράστια μπόνους αν οδηγήσεις μια τράπεζα στην πτώχευση.
Τo ίδιο ισχύει για το χρέος. Συσσωρεύτηκε τα τελευταία 30 χρόνια με αποφάσεις των εναλλασσόμενων πολιτικών ελίτ, που χρησιμοποιούσαν τα δάνεια για πελατειακές πολιτικές και μικροπολιτικά οφέλη. Δεν υπάρχει διαφορά ως προς αυτό ανάμεσα στον Σημίτη, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τους διάφορους υπουργούς και πρώην υπουργούς, που παρελαύνουν στις τηλεοπτικές οθόνες ζητώντας «στρατιωτική πειθαρχία». Όλες οι πρόσφατες εκλογικές εκστρατείες έγιναν με το κόμμα της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υπόσχεται «ηθική στην πολιτική», «συμμάζεμα των δημοσιονομικών», «επαναθεμελίωση του κράτους», εγκατάλειψη της «αλαζονείας της εξουσίας». Μόλις τελειώνουν οι εκλογές, η νέα κυβέρνηση επιστρέφει στις γνωστές παλιές μεθόδους.
Άντληση προσόδου, αυταρχία και καταστολή
Αλλά η ευθύνη της ελληνικής ηγεσίας είναι ένα μόνο μέρος του προβλήματος. Οι επιθέσεις των «αγορών» κατά της Ελλάδας αποτελούν εκδίκηση του νεοφιλευθερισμου για τη μεγάλη ήττα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αποτελούν όμως ταυτόχρονα αναπόσπαστο κομμάτι των ευρύτερων ρυθμίσεων της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας. Το αμερικανικό κοινωνικό μοντέλο της δεκαετίας του ‘50 που εισήχθη στην Ευρώπη στα χρόνια του ‘80, στηριζόταν στην ιδέα ότι η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος εξασφαλίζεται όταν τουλάχιστον τα δυο τρίτα του πληθυσμού βλέπουν να ανεβαίνει το βιοτικό τους επίπεδο. Όταν η κρίση της δεκαετίας του ‘70 και η παγκοσμιοποίηση επιβράδυναν την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, η ανάπτυξη μεταφέρθηκε στις δευτερογενείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την τεχνητή αύξηση των άξιων γης. Όσοι είχαν δουλειά, μπορούσαν να αγοράσουν δεύτερο σπίτι, δεύτερο αυτοκίνητο, να πάνε ταξίδια στο Λονδίνο κ.ο.κ.
Αλλά το 2008, με την κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ξεκινάει μια σειρά χρεοκοπιών, αρχικά του τραπεζικού συστήματος και έπειτα κρατών (Ισλανδία, Ιρλανδία, κ.λπ.) και πολιτών. Το μοντέλο καταρρέει. Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν βασίζεται πλέον κυρίως στη δημιουργία υπεραξίας στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα αλλά στην άντληση προσόδου από δάνεια και χρέος (με κύρια μορφή τους τόκους και πληρωμές για πνευματική ιδιοκτησία). Αυτό ισχύει τόσο σε ατομικό όσο και σε κρατικό επίπεδο μια και ο νεοφιλελευθερισμός μας αντιμετωπίζει όλους ως καταναλωτές που πρέπει συνεχώς να δανείζονται για να ξοδεύουν. Όμως, η συσσώρευση κεφαλαίου μεσώ προσόδου πρέπει να αστυνομεύεται αυστηρά, αφού το δανειστικό συμβόλαιο δεν δημιουργεί αυτόματα τις συνθήκες της αναπαραγωγής του, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση εργασίας.
Η άντληση υψηλής προσόδου και τόκου απαιτεί εκφοβισμό του οφειλέτη, καθώς δεν υπάρχει κάποιο «φυσικό» επίπεδo μισθίου, όπως συμβαίνει με το μισθό. Εδώ βρίσκεται ο πόλος των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι αγορές δεν βασίζονται στις επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας (η Ελλάδα είναι μια από τις 25 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, αλλά η επιβαλλόμενη λιτότητα θα το αλλάξει αυτό). Βασίζονται στα αισθήματα «εμπιστοσύνης» και «ρίσκου» που διακατέχουν τους χρηματιστές.
Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να κατανοήσουμε την πίεση των αγορών στην Ελλάδα και αλλού. Αποτελούν εκβιασμό προς τους οφειλέτες να αποδεχτούν τον πιο σκληρό νεοφιλευθερισμό ή να πτωχεύσουν. «Οφειλέτες προσέχετε» λένε. «Ή καταστρέφετε το κοινωνικό κράτος ή γίνεστε η επόμενη Ελλάδα». Και βέβαια η απειλή έπιασε. Μόνο την περασμένη βδομάδα οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακοίνωσαν τις πρώτες περικοπές ύψους 300 δισ. ευρώ. Στη Βρετανία μάθαμε ότι 750.000 άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους. Δεν διαφέρει και πολύ από τη μαφιόζικη «προστασία»: αν ο οφειλέτης αμφισβητήσει τους όρους ή την αμοιβή, οι μπράβοι τον δέρνουν.
Η επιβολή του νεοφιλευθερισμού από τον Ρέιγκαν και τη Θάτσερ συνοδεύτηκε από επίθεση σ’ όλους τους ενδιάμεσους θεσμούς, τα κόμματα, τα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση ακόμα και την εκκλησία. Οι θεσμοί αυτοί, όμως, είναι απαραίτητοι για τη διαμεσολάβηση μεταξύ εξουσίας και πολιτών. Η απουσία τους εξασθενεί την κοινωνική ευπρέπεια (civility), αποδοχή και ενσωμάτωση, που είναι αναγκαία στον καπιταλισμό, για να εξημερώνει τον ανταγωνισμό και περιορίζει τη σύγκρουση. O άνθρωπος που αντιμετωπίστηκε από την εξουσία ως καταναλωτής σε περιόδους ευημερίας, σε εποχή ανέχειας, γίνεται αντικείμενο αστυνόμευσης. Έτσι εξηγείται η μεγάλη αύξηση των μηχανισμών καταστολής που εμφανίσθηκαν ως συνέπεια του περίφημου πόλεμου κατά της τρομοκρατίας αλλά έχει άλλο κύριο στόχο. Τείχη σηκώνονται στο Μεξικό, στην Παλαιστίνη, γκέτο φτωχών εμφανίζονται στο κέντρο πόλεων, gated communities πλουσίων στα προάστια, αυξάνονται οι φυλακές, οι δυνάμεις καταστολής. Ο κόσμος που είχε αποπλανηθεί από την τεχνητή χρηματοπιστωτική ανάπτυξη εγκαταλείπει αναγκαστικά την κατανάλωση ως μέθοδο ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων και επιθυμιών, και βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται. Δεν είναι πια μόνο το 1/3 της κοινωνίας που μένει απ’ έξω, όπως ήταν κατά τη δεκαετία του ’80. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από βολεμένοι γίνονται αποκλεισμένοι.
Η εξουσία αναδιοργανώνει τη ζωή μας
Εδώ φαίνεται η πραγματική διάσταση του τέλους της πολιτικής και η ριζική επαναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού δεσμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση, που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους ωs καταναλωτες χωρίς όρια σαν μηχανές επιθυμίας. Αλλά, καθώς καταρρέει το οικονομικό μοντέλο που τον στήριξε, μπαίνουμε σε εποχή νέας κοινωνικής οντολογίας. Ο εκτεθειμένος σε δάνεια και χρέη άνθρωπος υφίσταται τεράστια ψυχολογική κρίση, κρίση ταυτότητας. Για να επαναπροσδιορισθεί συνολικά η ζωή του υποκειμένου και η σχέση του με τους άλλους και τον κοινωνικό δεσμό, χρειάζεται μια άγρια και απότομη βιοπολιτική στρατηγική. Τα μέτρα αποτελούν την πιο προωθημένη βιοπολιτική επέμβαση, ένα νέο τρόπο συνολικής επανοργάνωσης της ζωής από την εξουσία. Ο κοινωνικός έλεγχος και πειθάρχηση, η ριζική αλλαγή συμπεριφορών και σχέσεων που επιβάλλεται δεν έχει προηγούμενο στην Ευρώπη. Η Ελλάδα γίνεται το μεγάλο εργαστήρι όπου φτιάχνεται ο άνθρωπος του μέλλοντος.
Η βιοπολιτική στρατηγική δεν χρησιμοποιεί μόνο το φόβο για το μέλλον και τη δήθεν επιστημονική αλήθεια. Εξίσου σημαντική είναι η καλλιέργεια αισθημάτων ένοχης. Η χαμηλόφωνη υπόδειξη στους πολίτες λέει ότι αφού για 15 χρόνια είχες βελτίωση του βιοτικού σου επιπέδου μέσα απο μη παραγωγικές δραστηριότητες, τώρα πρέπει να πληρώσεις. Ένας μέσος άνθρωπος που είχε αποδεχτεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, μπορεί να πιστέψει ότι δικαιολογούνται οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, γιατί την προηγούμενη περίοδο είχε αυξανόμενες απολαύσεις. Χωρίς να αρνούμαστε ότι υπήρξε φοροδιαφυγή και διαφθορά πρέπει να εξετάσουμε το ενοχικό σύνδρομο ως τακτική βιοπολιτικής πειθάρχησης.
Εδώ η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει. To υπερεγώ μάς εγκαλεί για τις παράνομες απολαύσεις που το πρόστυχο μέρος του μας είχε επιβάλλει. Το ηθικιστικό υπερεγώ τώρα παίρνει το πάνω χέρι και λέει: αξίζει να υποφέρεις γιατί αμάρτησες. Οι Γερμανοί και οι Άγγλοι βλέπουν τους Έλληνες τεμπέληδες, καλοπερασάκηδες, άχρηστους. Η ζωή τους, γεμάτη δήθεν απολαύσεις και αργίες, κλέβει από τους βόρειους αυτό το κάτι που θα τους έκανε ολοκληρωμένους, ευτυχείς. Αλλά το ίδιο κάνουν και οι ελληνικές ελίτ. Αποδέξου την τιμωρία, λένε στον κόσμο, γιατί αμάρτησες και το αξίζεις. Ο ηθικισμός είναι απαραίτητος συνοδοιπόρος της βιοπολιτικής.
Η επιστροφή του απωθημένου πολιτικού
Ποια είναι η απάντηση της κοινωνίας σ’ αυτήν τη ριζική αλλαγή; Έχουμε δύο ειδών αντιδράσεις. Μια πρώτη είναι το acting out. Η απόγνωση δεν μπορεί να απορροφηθεί από τους εξασθενημένους ενδιάμεσους δεσμούς. Έτσι, ο πάντα εύθραυστος ψυχικός δεσμός με την κοινωνία ραγίζει και οδηγεί σε εκδηλώσεις προσωπικής άρνησης, που μπορεί να παίρνουν τη μορφή βίας, αυτοδικίας, εγκληματικότητας, κ.ο.κ.
Από την άλλη πλευρά όμως, το πολιτικό στοιχείο επιστρέφει πάντα σαν το απωθημένο, παρά τις προσπάθειες κυβερνώντων και μίντια. Και εδώ πρέπει να τοποθετήσουμε τη σημασία του Δεκέμβρη και να δούμε τις επεκτάσεις του σήμερα. Το γεγονός ότι ήταν απρόβλεπτος, ότι δεν απέκτησε ιδεολογική σαφήνεια ούτε καν συγκεκριμένο πολιτικό αίτημα, χαρακτηρίζει ακριβώς τη σημερινή έννοια του «πολιτικού» στο σημείο μηδέν. Παρότι έντονα πολιτικός, ο Δεκέμβρης δεν πήρε τη λογική κόμματος, ή μανιφέστου. Έτσι ήταν ταυτόχρονα έντονα ηθικό γεγονός. Οι αόρατοι στο πολιτικό σύστημα, οι άνεργοι, οι υποαπασχολούμενοι, η γενιά των 600 ευρω, αυτοί οι τιποτένιοι που δεν έχουν σχέση με την οργανωμένη πολιτική, εξέφρασαν το καθολικό, το αίτημα μιας ριζικής αλλαγής. Η εμφάνιση πολιτικής με τη μορφή εξέγερσης είναι αναπόφευκτο σύμπτωμα των μεταβιομηχανικών κοινωνιών. Ακολουθεί κυκλικά την ενθρόνιση της ατομικής επιθυμίας ως κεντρικής πολιτικής επιλογής και την αναπόφευκτη ματαίωσή της. Ο βιοπολιτικός σχεδιασμός αποσκοπεί στη διακοπή αυτού του κύκλου. Γι’ αυτό εμφανίζεται άγριος, απότομος, βίαιος.
Ποιος είναι ο πόλος της Ευρώπης σ’ αυτές τις εξελίξεις;
Η μεταπολιτική μορφή της κρίσης σ’ αντίθεση με την ανιαρή «αγορολογία» και «αγορολαγνεία» διαφαίνεται και στην ευρωπαϊκή πλευρά. Το όριο 3% στο έλλειμμα (που το έχουν ξεπεράσει όλα τα κράτη της ευρωζώνης), το σύμφωνο σταθερότητας, η κερδοσκοπία των αγορών έχουν όλα πολιτικά κίνητρα και σχέδιο. Ο στενός δεσμός μεταξύ των μέτρων της ΕΕ και του ΔΝΤ με τη γερμανική πολιτική είναι πασίγνωστος. Είναι δυνατό να ξεπεραστεί σε μια προοδευτική κατεύθυνση ή είναι η Ευρώπη νεκρή όπως λέει ο Μπαλιμπάρ;
Έλλειμμα ή έλλειψη δημοκρατίας στην ΕΕ;
Η ασταθής αρχιτεκτονική του ευρώ, γνωστή από την αρχή στους κριτικούς ευρωπαιολόγους, αποκρύφτηκε μέχρι τώρα. Οι Έλληνες «διανοούμενοι», οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι, που ενθουσιάστηκαν με το ευρώ, «ανακάλυψαν» ξαφνικά τον τελευταίο μήνα ότι δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς κοινή οικονομική στρατηγική σημαίνει ότι οι δυνατοί μετατρέπουν τα συμφέροντά τους σε οικουμενικές αλήθειες σε βάρος των αδύναμων. Η κυβέρνηση «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι οι αγορές μπορούν να στοχεύσουν τα ομόλογα ενός αδύναμου κράτους για να εκβιάσουν και να βγάλουν υπέρογκα κέρδη. Αλλά αυτή υπήρξε ανέκαθεν η λειτουργία των χρηματιστικών αγορών, όπως μάθαμε από τις επιθέσεις στη βρετανική λίρα της δεκαετίας του ‘80 και στις τράπεζες το 2008. Χρειάζεται αφέλεια ή κακή πίστη για να ισχυρίζεται κανείς ότι οι επιθέσεις είναι άνευ προηγουμένου, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούνται οι ίδιοι μηχανισμοί για να εκφοβίσουν τον κόσμο σε αποδοχή των μέτρων.
Μια συνηθισμένη απάντηση στα δομικά προβλήματα της νομισματικής ένωσης είναι η πρόταση για μεγαλύτερη οικονομική ενσωμάτωση, η οποία απαραίτητα οδηγεί σε στενότερη πολιτική ένωση. Για την Αριστερά επίσης, η δημοκρατία είναι ο μόνος δρόμος για να αντισταθούμε στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση του μεγάλου κεφαλαίου, των ευρωκρατών και των πολιτικών ελίτ. Αλλά κάθε στενότερη ευρωπαϊκή πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό που οι προπαγανδιστές της ΕΕ αποκαλούν «έλλειμμα δημοκρατίας», έναν ευφημισμό που αποκρύπτει την πραγματικότητα. Η ΕΕ δεν έχει «έλλειμμα», αλλά πλήρη απουσία δημοκρατίας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω.
Όλες οι αρχές του δημοκρατικού συντάγματος από το διαχωρισμό των εξουσιών ως τη δημοκρατική λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας παραβιάζονται βίαια από την EE. Η Επιτροπή, διορισμένη από τις κυβερνήσεις, ασκεί την αποκλειστική εξουσία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, σαν κοινοβούλιο, αλλά επίσης εφαρμόζει το νόμο, όπως η εκτελεστική εξουσία. Οι αντιπρόσωποι κυβερνήσεων και το συμβούλιο υπουργών νομοθετούν σε συνεργασία με τους διορισμένους από τις κυβερνήσεις επιτρόπους. Το ευρωκοινοβούλιο συζητεί ατέρμονα, αλλά οι εξουσίες του είναι ελάχιστες, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τους ευρωπαίους πολίτες, που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις ευρωεκλογές καταγράφοντας πρόσφατα τα υψηλότερα επίπεδα εκλογικής αποχής. O συνδυασμός ευρωκρατών και εθνικών γραφειοκρατών, που δεν είναι υπόλογοι πουθενά, έχει οδηγήσει σε ένα βουνό νομοθεσίας που ανέρχεται σε 100.000 σελίδες αποτελώντας το 70% της εθνικής νομοθετικής παραγωγής. Aυτό το νομοθετικό βουνό επιβάλλεται στα κράτη χωρίς μια ελάχιστη καν συζήτηση από τα εθνικά κοινοβούλια.
Η απώθηση των λαών στο περιθώριο
Στις ελάχιστες περιπτώσεις που ζητήθηκε από τους λαούς να ψηφίσουν για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το απέρριψαν με αποφασιστικότητα. Τα δημοψηφίσματα για το ευρωπαϊκό «σύνταγμα» στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία επιβεβαίωσαν την εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και το δημοψήφισμα στη Βρετανία χρειάστηκε να ακυρωθεί. Η τυπική και θυμωμένη αντίδραση των απογοητευμένων ελίτ ήταν να αμπαλάρουν το «σύνταγμα» με διαφορετικό τρόπο, να προσφέρουν δωροδοκίες στους Ιρλανδούς και τους Πολωνούς για να το δεχτούν.
Η συμπεριφορά αυτή γίνεται κατανοητή αν διαβάσουμε τα συγγράμματα έγκυρων ευρωπαιολόγων. Ο Άντριαν Μόραβσικ, καθηγητής στο Πρίνστον, υποστηρίζει ότι «η κοινωνική Ευρώπη είναι μια χίμαιρα» και η δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να αποθαρρύνεται, επειδή «είναι αντίθετη με την κοινά αποδεχτή επιστημονική αντίληψη για το πώς λειτουργούν οι προχωρημένες δημοκρατίες». Oι οικονομικές και επιστημονικές αλήθειες δεν επιδέχονται συζήτηση και ψηφοφορία γιατί o λαός είναι «αδαής, άσχετoς και ιδεολογικά κατευθυνόμενος». Ο οξφορδιανός Γιαν Ζιέλονκα υποστήριξε σε πολυσυζητημένο βιβλίο του ότι η Ευρώπη γίνεται μια «καλοπροαίρετη μεταμοντέρνα αυτοκρατορία». Η πολύπλοκη διακυβέρνησή της, ο νεομεσαιωνικός λαβύρινθος αρμοδιοτήτων και ειδικών επιτροπών βρίσκουν την ισορροπία τους μέσω αυθόρμητων προσαρμογών των αγορών. Κάθε δημοκρατική συμμετοχή και κινητοποίηση από την άλλη πλευρά είναι «ακριβή, αντιπαραγωγική και δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μία λύσεις» σε προβλήματα που αντικειμενικά έχουν σωστές απαντήσεις. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ένωσης, κατά τον καθηγητή, είναι ότι είναι «τόσο βαρετή» που οι Ευρωπαίοι δεν πολύ-νοιάζονται για τις δραστηριότητές της. Αυτός ήταν πιθανά ο λόγος των πρόσφατων διορισμών ενός Πρόεδρου και υπουργού Εξωτερικών, των οποίων τo μόνo προσόν είναι ότι είναι παγκοσμίως άγνωστες μη οντότητες.
Αλλά τα ελληνικά μέτρα άλλαξαν την κατάσταση. Δεν αποτελούν βαρετές τεχνικές διατάξεις. Μπαίνουν στην καρδιά του κοινωνικού δεσμού και επηρεάζουν ριζικά την ευημερία ενός λαού. Και από την Ευρώπη του οράματος της φιλίας, της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας περνάμε σε μια Ευρώπη που επικροτεί, δέχεται και επιβάλλει μια τρομερή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.
Η Ευρώπη χωρίς «δήμο»
Εδώ φθάνουμε στο κέντρο του ευρωπαϊκού προβλήματος. Όλες οι μεγάλες νεωτεριστικές ιδέες, από τα ανθρώπινα δικαιώματα ως τη λαϊκή κυριαρχία, το έθνος και το σοσιαλισμό προωθήθηκαν αρχικά από διανοούμενoυs και πολιτικές ελίτ, αλλά μπόρεσαν να εμπνεύσουν τους λαούς και να οργανώσουν τη δράση τους. Κάτι τέτοιο έχει αποτύχει τρανταχτά στην Ευρώπη. Οι ελίτ έχουν εξευρωπαϊστεί, οι Βρυξέλλες είναι η πρωτεύουσα τους, αλλά οι λαοί δεν έχουν ακολουθήσει. Αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα, σύμφωνα με πρόσφατη κοινωνιολογική έρευνα από τον Neil Fligstein (Euro clash, OUP 2008), αντιμετωπίζουν την ΕΕ ως αιχμή του δόρατος της παγκοσμιοποίησης, που οδηγεί σε ανεργία, μείωση του βιοτικού επιπέδου και τώρα διάλυση του κοινωνικού κράτους.
Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς γιατί ο εθνικισμός και η άκρα δεξιά έχουν πάρει τα πάνω τους. Δεν υπάρχει καμία άμεση προοπτική μιας ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Έχουμε μόνο κράτος, μια υπερεθνική εξουσία των ελίτ. Δεν δημιουργήθηκε όμως ευρωπαϊκός δήμος, μια πολιτισμικά και κοινωνικά υπερεθνική συνείδηση. Ο φιλελεύθερος «συνταγματικός πατριωτισμός» του Χάμπερμπας μπορεί να ακούγεται καλός στο Βερολίνο, όπου ο εθνικισμός έχει επανειλημμένα μεταστραφεί σε γενοκτονία, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει καμία πίστη ή ενθουσιασμό στα Πατήσια ή τον Βύρωνα.
Και εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο αδιέξοδο του κυρίαρχου ελληνικού πολιτισμού. Αυτά που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα ως έλληνες του εξωτερικού ήταν πρωτοφανή. Ο ανθελληνικός και αντι-μεσογειακός ρατσισμός και οριενταλισμός, που πρέπει να υπήρχε υφέρπων, έγινε εκκωφαντικός. Οι λαϊκές εφημερίδες επιχαίρουν με την ελληνική τραγωδία, γιατί οι διακοπές στην Κρήτη και τη Ζάκυνθο θα είναι πιο φτηνές. Διανοούμενοι απο την άλλη πλευρά δεν μπορούν να πιστέψουν πως οι νεοέλληνες, που δήθεν κατάγονται απο τους δημιουργούς της φιλοσοφίας και της επιστήμης, έγιναν τέτοιοι ψεύτες, κλέφτες και τεμπέληδες. Αντίστροφα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων βλέπει την Αγγλία ως μέρος για ψώνια στο Χάροντς και σπουδές σε υποβαθμισμένα Πανεπιστήμια, πολλά τμήματα των οποίων διατηρούνται από τους Έλληνες φοιτητές.
Η ψυχανάλυση διακρίνει μεταξύ του «ideal ego» (ιδεώδους εγώ) και του «ego ideal» (του ιδεατού του εγώ). Το πρώτο οργανώνει φαντασιακά το εγώ μέσα απο την προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: βλέπω τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο. Αλλά το ιδεατό του εγώ είναι πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αντικείμενο επιθυμίας, βλέπω τον εαυτό μου απο τη σκοπιά του άλλου και προσπαθώ να γίνω ή να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει απο μένα. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε ότι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι. Και τώρα καταλαβαίνουμε ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ μας βλέπουν σαν τις δικές μας όπως λέει ο Καβάφης το 1918: ανήσυχους, ανήμπορους, ψεύτες.
Αυτό αποτελεί χρεοκοπία του εκσυγχρονιστικού μοντέλου πολιτιστικής ταυτότητας. Στο ψυχικό επίπεδο αποτελεί πρόβλημα αυτών που βιώνουν τη σχέση ανάμεσα στο φαντασιακό τους ευρωπαϊσμό και τον υποτιμητικό τρόπο που τους αντιμετωπίζουν οι ευρωπαίοι. Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Παπανδρέου προσπαθεί να προβάλλει την τραγική φιγούρα κάποιου που κάνει αυτό που πρέπει ακυρώνοντας ταυτόχρονα την ταυτότητά του. Σαν τραγωδία ή σαν φάρσα πάντως, η αναδιάρθρωση του κοινωνικού δεσμού περνάει μέσα από την επανεξέταση της κυρίαρχης πολιτισμικής ταυτότητας.
Ξέραμε βέβαια και ξαναμάθαμε ότι η ταξική αλληλεγγύη των ελίτ έχει πάντοτε προτεραιότητα επί του πατριωτικού συμφέροντος. Ήταν αξιοσημείωτο ότι μόνο αριστεροί, αυτοί που πάντα κατηγορούνται για αντεθνικό πνεύμα, υπερασπίστηκαν την Ελλάδα στην Ευρώπη καταδικάζοντας τη λογική της συλλογικής ευθύνης, ενοχής και τιμωρίας, που ακολουθούν τα ξένα και ελληνικά ΜΜΕ.
Η Αριστερά και το «κοινό καλό»
Τελειώνοντας θα ήθελα να συνδυάσω το λόγο του Καβάφη με έναν άλλο προφητικό λόγο, του Βάλτερ Μπένγιαμιν στις θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας: η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ζούμε τώρα, δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Ο σκοπός μας είναι να την οδηγήσουμε σε μια πραγματική κατάσταση ανάγκης.
Βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που μας επέβαλαν οι ευρωπαϊκές και ελληνικές ελίτ. Πιθανόν όμως οι ελίτ διάλεξαν το λάθος λαό για πειραματόζωο. Στις 6 Μαΐου, μετά τη μεγαλειώδη διαδήλωση, η στάση των Ευρωπαίων άλλαξε. Οι φόβοι για εξάπλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης έγιναν τρόμος για μετάδοση της ελληνικής αντίστασης. Έχουμε μεγάλη ευθύνη λοιπόν. Προς όλη την Ευρώπη. Ευθύνη που δεν διάλεξαν οι Έλληνες αλλά τους κάνει πρωτοπορία στον αγώνα για την επιστροφή της πολιτικής. Ίσως να χρειάζεται μια νέα θεωρητική σύλληψη. Ο δημόσιος τομέας αντιπροσωπεύει τα επιτεύγματα του κοινωνικού κράτους, αλλά σαν υποχείριο των πολιτικών μηχανορραφιών και πελατειακών σχέσεων έχει χάσει μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης και κύρους του. Αυτό βολεύει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που χρησιμοποιεί την ιδιωτικοποίηση και την απορρύθμιση, προκειμένου να μεταφέρει κεφάλαιο και εξουσία από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Συνειδητοποιώντας την αντίφαση ανάμεσα στη δημόσια αρετή που χρησιμοποιείται για ιδιωτική εξαχρείωση, η αριστερά οφείλει να αποτρέψει τη διαίρεση της κοινωνίας σε αντιμαχόμενους χώρους: δημόσιο και ιδιωτικό χώρο.
Πέρα από τη διαίρεση δημόσιου και ιδιωτικού υπάρχει ένας τρίτος όρος: το κοινό καλό. To κοινό αντιπροσωπεύει την κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, την (auctoritas), την ενέργεια που εμψυχώνει την κοινωνία και φέρνει τον κόσμο κοντά. Αυτό το κοινό συμφέρον, το commonwealth, ή κοινοπολιτεία, επικαθορίζεται αδιαμφισβήτητα από το βαθύ ανταγωνισμό ανάμεσα στο λαό και τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Ωστόσο, σε αυτό τον καιρό της κατάστασης ανάγκης, η Αριστερά οφείλει να απευθυνθεί στη δεξαμενή του κοινού αισθήματος.
Από τον κατακερματισμό στην ηγεμονία
Μια ηγεμονική πολιτική αναγνωρίζει την πολυδιάσπαση των κοινωνικών και κομματικών δυνάμεων και ανάγει μια βασική αντίθεση σε γραμμή αντιπαράθεσης συμπυκνώνοντας σ’ αυτή τις διάφορες αντιθέσεις. Το κοινό καλό και η δημοκρατία είναι για μένα οι καλύτεροι υποψήφιοι για μια ηγεμονική πολιτική.
Το καθολικό πάντα εισάγεται από το ειδικό και το συγκεκριμένο. Η Αριστερά είναι η μοναδική κοινωνική δύναμη που μπορεί να εκπροσωπήσει το κοινό καλό, η μοναδική ιδεολογία που διαθέτει ακόμη ηθικό κύρος για την άμυνα της δημοκρατίας που είναι συνώνυμη με την υπεράσπιση της πολιτικής. Ηγεμονική πολιτική σημαίνει αναγνώριση διαφορών και σεβασμό των άλλων απόψεων. Η αριστερά είναι η σκέψη σε δράση και η σκέψη είναι πάντα ανήσυχη. Αυτή τη στιγμή διαφορές και διαφωνίες στην Αριστερά είναι καταστροφικές και απάρνηση ιστορικής ευθύνης. Πιστεύω όμως ότι η Αριστερά δεν μπορεί να το κάνει μόνη της. Χρειάζονται ιδέες, στρατηγικές και μετριοφροσύνη, άνοιγμα σε άλλους χώρους και δυνάμεις.
Είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πρέπει λοιπόν ο αριστερός λόγος να γίνει εκπρόσωπος του καθολικού συμφέροντος, για να δώσει ελπίδα στον κόσμο που αποκολλάται από τις ασφάλειες και σιγουριές δεκαετιών. Ένα τέτοιο μέτωπο δημιουργεί την απαραίτητη δυναμική για να μετατρέψει την αντίσταση σ’ ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Η υποχρέωση της Αριστεράς δεν είναι απλώς να αμυνθεί, να περιορίσει το κακό, να γίνει ο βιβλικός κατέχων. Υποχρέωσή της είναι να προτάξει το καλό, να προετοιμάσει το νέο, το γεγονός της ριζικής αλλαγής, να κάνει την κατάσταση ανάγκης μόνιμη. Ό Όπως έδειξε ο Δεκέμβρης, οι μεγάλες ανατροπές είναι πολλές φορές απρόβλεπτες. Θαύματα γίνονται ακόμη. Όπως λέει ο Beckett, I cannot go on, I cannot go on, I will go on.
Το κείμενο είναι η ομιλία του καθηγητή Κ. Δουζίνα στην εκδήλωση της Παντείου (14-6-2010) που συνδιοργάνωσαν η «αληthεια», η «Εποχή» και οι «Θέσεις». Ο Κ. Δουζίνας στην ομιλία του αυτή κάνει ένα βήμα πιο πέρα από το συνήθη λόγο περί οικονομικής κρίσης και επιχειρεί να ανιχνεύσει τις πολιτικές –αλλά όχι μόνο– προεκτάσεις της οικονομικής κρίσης και των αντιλαϊκών μέτρων με τα οποία την αντιμετωπίζουν οι ελίτ στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη συνολικά. Ο τίτλος και οι μεσότιτλοι είναι της «Εποχής».
* Ο Κώστας Δουζίνας είναι πολιτικός φιλόσοφος, διευθυντής του Ινστιτούτου Μπίρκμπεκ για τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
ακόμα ένα άρθρο του Κώστα Δουζίνα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου