Yπήρξαν ιστορικά δύο δρόμοι, συχνά παράλληλοι μεταξύ τους, για αυτή τη διολίσθηση της αριστερής στρατηγικής από την επαναστατική-κομμουνιστική προοπτική στην ενσωμάτωση στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων: Ο πρώτος είναι ο δρόμος που εγκαινίασε η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο δεύτερος είναι εκείνος των «εθνικών συμφερόντων», ο οποίος από πολύ νωρίς «συγκίνησε» την ελληνική (κομμουνιστική) Αριστερά
Του Γιάννη Μηλιού
1. Διατύπωση του προβλήματος [1]
«Με καταδίκασαν σε είκοσι χρόνια βαρεμάρας/ διότι προσπάθησα να αλλάξω το σύστημα από τα μέσα» [2] , τραγούδησε ο Λέοναρντ Κόεν το 1988, σε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του.
Ακόμα και όσοι γλίτωσαν αυτή την «ποινή», διότι δεν εντάχθηκαν στις στρατηγικές που επιχειρούσαν να «αλλάξουν το σύστημα από τα μέσα», σίγουρα, σε κάποιες συγκυρίες, θα «καταδικάστηκαν» σε μια άλλη «ποινή», ίσως μάλιστα περισσότερο μακροχρόνια: Τον αποκλεισμό τους από την κεντρική πολιτική σκηνή, την αδυναμία δηλαδή να κάνουν πολιτική με λαϊκό έρεισμα, πέρα από αριθμητικά περιορισμένους κύκλους νεολαίας και διανόησης. [3]
Εδώ όμως απαιτούνται κάποιες διευκρινίσεις: Τι σημαίνει «από τα μέσα» και συνεπώς πώς θα οριζόταν το «μη από τα μέσα» ή «από τα έξω»; Είναι γνωστό ότι οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί (η πάλη των τάξεων με τη γενική έννοια του όρου), αλλά ακόμα και οι ανοικτοί κοινωνικοί αγώνες, όπως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες, λαμβάνουν χώρα μέσα στις δομές του καπιταλιστικού συστήματος, στους θεσμούς (τις οικονομικές μονάδες, τις περιοχές λειτουργίας του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους).
Η διαφορά υφίσταται κατ’ αρχάς αναφορικά με τη «διοίκηση» ή ανάληψη της «διεύθυνσης» των επιχειρήσεων και των κρατικών θεσμών, με δεδομένο ότι οι δομές στις οποίες αναφερόμαστε εμπεδώνουν και αναπαράγουν την εξουσία του κεφαλαίου: Εφόσον στόχος της Αριστεράς είναι η αλλαγή του κόσμου, η μετάβαση στον σοσιαλισμό, αποτελεί πρόσφορη μέθοδο κοινωνικού μετασχηματισμού η ανάληψη της διεύθυνσης των αστικών θεσμών και ιδίως της διακυβέρνησης του κράτους, ως μέσου για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του σε σοσιαλιστική κατεύθυνση;
Είναι εύκολο να απαντήσει κανείς αρνητικά στο ερώτημα αυτό, με πειστικό τρόπο, για όλες τις περιπτώσεις που η διακυβέρνηση δεν συνδέεται με μια διαδικασία ριζικών τομών και ανατροπών, όπως δείχνουν άλλωστε τόσο τα παλαιότερα όσο και πρόσφατα «αποτυχημένα πειράματα» (αρχίζοντας από την κυβέρνηση των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνοντας μέχρι την πρόσφατη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση της Ιταλίας).4 Από την άλλη, όμως, υπάρχουν περιπτώσεις κινηματικών διαδικασιών που κατέκτησαν και την κυβέρνηση, όπως η περίπτωση Μοράλες στη Βολιβία ή το «φαινόμενο Τσάβες» στη Βενεζουέλα: Από όσο γνωρίζω, η πλειοψηφία των κομμάτων, ρευμάτων και τάσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν και τα δύο εγχειρήματα με συμπάθεια (και ενίοτε με ενθουσιασμό).
Σε ό,τι ακολουθεί θα υποστηρίξω τη θέση ότι η επαναστατική στρατηγική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του κράτους και της αγοράς στην κατεύθυνση κατάργησής τους («απονέκρωσης»: Λένιν) και ότι αυτή η διαδικασία δεν αρχίζει «μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη»: (Μπορεί να) διεξάγεται ακόμα και μέσα στο καθεστώς της τυπικής καπιταλιστικής κυριαρχίας, με τον περιορισμό του χώρου της αγοράς, τη διεκδίκηση «δημόσιου χώρου» και «δωρεάν υπηρεσιών» και προπαντός την προώθηση μορφών κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και άμεσης δημοκρατίας σε λειτουργίες του κράτους και της οικονομίας. Άλλωστε, και «μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη», η ταξική πάλη συνεχίζεται, πράγμα που πολύ απλά σημαίνει ότι η εργατική τάξη εξακολουθεί να παραμένει τάξη εκμεταλλευόμενη, υποκείμενη δηλαδή στους, απολύτως απρόσωπους πλέον, μηχανισμούς καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, οι οποίοι θα διαιωνίζονται όσο υφίστανται οι μορφές του χρήματος, του εμπορεύματος, του μισθού, του κράτους (βλ. Μηλιός, Γ. 2007, «Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ως κριτική της Αριστεράς», Θέσεις τ. 101, σσ. 31-50).
Αν κάτι χαρακτηρίζει την «Αριστερά της ήττας», που «προσπάθησε να αλλάξει το σύστημα από τα μέσα», είναι ότι εγκατάλειψε τη στρατηγική ριζικού μετασχηματισμού και απονέκρωσης του κράτους και εξάλειψης της αγοράς, ότι ενσωματώθηκε στο κράτος και έγινε τελικά εκπρόσωπος του κράτους (της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας) και της αγοράς (του κεφαλαίου). Με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, υπήρξαν ιστορικά δύο δρόμοι, συχνά παράλληλοι μεταξύ τους, για αυτή τη διολίσθηση της αριστερής στρατηγικής από την επαναστατική-κομμουνιστική προοπτική στην ενσωμάτωση στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων: Ο πρώτος είναι ο δρόμος που εγκαινίασε η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο δεύτερος είναι εκείνος των «εθνικών συμφερόντων» (της «ανεξαρτησίας» και «ανάπτυξης»), ο οποίος από πολύ νωρίς «συγκίνησε» την ελληνική (κομμουνιστική) Αριστερά. Κοινή βάση και των δύο αποτελεί η κυριαρχία της άρχουσας αστικής ιδεολογίας μέσα στα κόμματα της Αριστεράς.
2. Η αφετηρία μιας ηγεμονικής στρατηγικής
Η Σοσιαλδημοκρατία, στην ιστορικά «τυπική» μορφή της, επαγγελλόταν μια μεταρρυθμιστική στρατηγική σταδιακής μετεξέλιξης του καπιταλισμού και μετάβασης στο σοσιαλισμό, μέσα από τον εκδημοκρατισμό του κράτους και τη συνεχή επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Με την έννοια αυτή, ως αφετηρία της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής θα πρέπει να θεωρείται η διατύπωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Ε. Bernstein, με την επί δύο χρόνια (1896-98) δημοσίευση στην Neue Zeit, την εφημερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, μιας σειράς άρθρων με τίτλο «Ζητήματα του Σοσιαλισμού».
Αν και η θεωρητική και πολιτική πρόταση του Μπερνστάιν ηττήθηκε στη δεδομένη συγκυρία (συγκεκριμένα στο «Συνέδριο του Ανοβέρου» του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας [SPD] το 1899), εντούτοις δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι οι απόψεις αυτές παρέμειναν ενεργές και κυριάρχησαν «σταδιακά» σε όλα σχεδόν τα δυτικά σοσιαλιστικά κόμματα, μέχρι την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Μεσοπολέμου (αλλά και στα κομμουνιστικά κόμματα, το αργότερο μια δεκαετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).
3. Η υπαγωγή της Σοσιαλδημοκρατία στον κοινοβουλευτικό μηχανισμό διαχείρισης του αστικού κράτους
Η σημαντικότερη διαφορά στη μορφή του πολιτικού συστήματος του τέλους του 19ου αιώνα, σε σχέση με τη σύγχρονη (μεταπολεμική) μορφή του, έγκειται στον περιορισμένο χαρακτήρα που είχαν τότε οι θεσμοί «πολιτικής αντιπροσώπευσης» των λαϊκών τάξεων: Κατά τον 19ο αιώνα, το γενικό εκλογικό δικαίωμα (του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού) δεν ίσχυε παρά σε λίγες μόνο χώρες: Πρώτα εγκαθιδρύθηκε στη Γαλλία το 1848 (για να κακοποιηθεί στη συνέχεια από το βοναπαρτισμό), και στη συνέχεια θεσπίστηκε στην Ελλάδα (1864), στη Γερμανία (1871), στην Ελβετία (1874) στην Ισπανία (1890), στο Βέλγιο (1893) και στη Νορβηγία (1898). Σ’ όλες αυτές τις χώρες οι μισθωτοί αποτελούσαν την εποχή εκείνη μόνο τη μειοψηφία του πληθυσμού.[ 5]
Η καθυστέρηση αυτή στη διαμόρφωση των τυπικών - «αντιπροσωπευτικών» θεσμικών χαρακτηριστικών του αστικού κράτους, διευκολύνει το να υπερεκτιμηθεί η σημασία του γενικού εκλογικού δικαιώματος, ως μέσου με το οποίο η εργατική τάξη μπορεί να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η άρνηση των κυβερνήσεων να παραχωρήσουν το εκλογικό δικαίωμα στις κυριαρχούμενες τάξεις εκλαμβάνεται ως απόδειξη για την ανατρεπτική δύναμη που έχει η ψήφος των εργατών, από τη στιγμή που (με την ανάπτυξη του καπιταλισμού) θα γίνουν η πλειοψηφία του πληθυσμού. [6]
Στη συγκυρία του τέλους του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα, λοιπόν, η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είχε έναν αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό.
Η ιστορική εξέλιξη διέψευσε, όμως, τις επαγγελίες της Σοσιαλδημοκρατίας. Η περιορισμένη δυνατότητα ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων οδήγησε τις πρώιμες «περιορισμένα αντιπροσωπευτικές» μορφές αστικού κράτους σε αλλεπάλληλες κρίσεις νομιμοποίησης, μέσα από τις οποίες άνοιξε τελικά, σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ο δρόμος για την εγκαθίδρυση του τυπικού σήμερα («αντιπροσωπευτικού») κοινοβουλευτισμού. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι το κοινοβουλευτικό - «αντιπροσωπευτικό» κράτος αποτελεί την «ολοκληρωμένη» μορφή του αστικού κράτους, την τυπική κρατική μορφή, με βάση την οποία ασκείται η καπιταλιστική πολιτική εξουσία.
Παρά την εξέλιξη αυτή, η μπερνσταϊνικής έμπνευσης σοσιαλδημοκρατική στρατηγική κατέστη σταδιακά ηγεμονική αφενός επειδή έμοιαζε «αποτελεσματική» (άνοδος της εκλογικής επιρροής της Αριστεράς και προοπτική κατάκτησης της κυβερνητικής αρχής) και αφετέρου επειδή πήγαζε από μια θεωρητική αντίληψη για τον σοσιαλισμό, κοινή ακόμα και στις «επαναστατικές» πτέρυγες του κινήματος, ως, κυρίως, συστήματος δημόσιας διαχείρισης των μέσων παραγωγής: Η κατοχή της κυβέρνησης από τους σοσιαλιστές, μαζί με την αλλαγή της νομικής ιδιοκτησίας (κρατικοποίηση που εκλαμβάνεται ως «κοινωνικοποίηση») των μέσων παραγωγής θεωρείτο ρήξη με τον καπιταλισμό, ακόμα και αν εξακολουθούσαν να διατηρούνται οι ίδιες κοινωνικές δομές, μορφές και ιεραρχίες (χρήμα, εμπόρευμα, δημόσια διοίκηση, κατασταλτικοί μηχανισμοί, εκπαίδευση, δίκαιο και σύστημα απονομής δικαιοσύνης κ.ο.κ.). [7]
Βέβαια, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοσιαλδημοκρατία δεν παρέμεινε συνεπής στη στρατηγική «κοινωνικοποίησης» των μέσων παραγωγής. Η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας την οδήγησε γρήγορα στο να μετατραπεί σε «κόμμα της τάξης», μεταθέτοντας τους στρατηγικούς της στόχους σε ένα όλο και πιο ακαθόριστο απώτατο μέλλον. Η ενσωμάτωσή της στον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους, στον μηχανισμό κοινοβουλευτικής διαχείρισης της συναίνεσης προς την αστική εξουσία, αφυδάτωσε την όποια «σοσιαλιστική» δυναμική της.
4. Η «εθνικοανεξαρτησιακή» μετάλλαξη των Κομμουνιστικών Κομμάτων
Μια αντίστοιχη ενσωμάτωση των ΚΚ στον αστικό κοινοβουλευτικό μηχανισμό διακυβέρνησης λαμβάνει χώρα μέσα από μια παράλληλη οδό: Τα κόμματα αυτά, εκφράζοντας και πάλι την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό τους, εγκαταλείπουν σταδιακά τη στρατηγική αμφισβήτησης και ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, μέσα από τον ισχυρισμό ότι έχουν αναλάβει αυτά να διεκπεραιώσουν καθήκοντα που το αστικό κράτος και το κεφάλαιο όφειλαν αλλά αθέτησαν να προωθήσουν: την «ανάπτυξη» και την «εθνική ανεξαρτησία».
Επειδή στο ζήτημα αυτό έχω αναφερθεί επανειλημμένα και εκτενώς (π.χ. Μηλιός, Γ. 1996, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις και http://users.ntua.gr/jmilios/), περιορίζομαι εδώ στην παρουσίαση ενός παραδείγματος, ίσως του πλέον χαρακτηριστικού:
Η ΕΑΜική «νικηφόρα επανάσταση», κατά την έκφραση του πρώτου γραμματέα του ΕΑΜ Θανάση Χατζή, παρέδωσε τα όπλα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει τη γραμμή της «νόμιμης ύπαρξης», δηλαδή της ενσωμάτωσης στη μετεμφυλιακή αστική κοινοβουλευτική τάξη, χωρίς αμφισβήτηση του κοινωνικού καθεστώτος.
Η γραμμή της ενσωμάτωσης στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη αποτυπώθηκε με ιδιαίτερα γλαφυρό όσο και απόλυτο τρόπο στα κείμενα και τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ τον Οκτώβριο του 1945. Στην Πολιτική Απόφαση του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ ως στρατηγικός στόχος τίθεται βέβαια η μετάβαση από τη λαϊκή δημοκρατία στο σοσιαλισμό. Εντούτοις, ο «στόχος» αυτός απωθείται σε ένα χρονικά απροσδιόριστο απώτατο μέλλον, καθώς η «λαϊκή δημοκρατία» ταυτίζεται με το ίδιο το αστικό καθεστώς, μέσα από μια κενόλογη απολογητική φλυαρία περί «αστικοτσιφλικάδικης» και «εξαρτημένης» Ελλάδας, στην οποία «εκκρεμεί», υποτίθεται, ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας.8 Στην ομιλία του γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη στο 7ο Συνέδριο, στις 5.10.1945, σχετικά με το πρόγραμμα του Κόμματος, διαβάζουμε:
«Η 6η Ολομέλεια (Γενάρης 1934) καθόρισε τον αστικοδημοκρατικό, στο πρώτο, αρχικό στάδιο, χαρακτήρα της μεταβολής αυτής. Η λαϊκή δημοκρατία στις σημερινές συνθήκες εκφράζει ακριβώς αυτή τη μεταβολή, […] πραγματοποιεί τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό σαν απαραίτητο πρώτο στάδιο για το πέρασμα στη σοσιαλιστική μεταβολή. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει, κατ’ αρχήν, βασική διαφορά ανάμεσα στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό […] και στη λαϊκή δημοκρατία […] που η αστική τάξη δεν τον έκανε διότι πρόδωσε την αποστολή της, βρίσκοντας καλύτερο συμφέρο στη συνεργασία και συμμαχία με τους τσιφλικάδες και το ξένο κεφάλαιο» (Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τεύχος Ε, Αθήνα 1945, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ντοκουμέντα του Ελληνικού Προοδευτικού Κινήματος» 4, σ. 18, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).
Σε επίπεδο «τρέχουσας πολιτικής», το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ υποστήριζε, στις 1.6.1945:
«Η ανώτατη και πιο επιτακτική ανάγκη της χώρας είναι σήμερα: Ησυχία - Ενότητα - Ομόνοια - Δουλιά - Ανόρθωση. Όποιος διασπά σήμερα την εσωτερική μας ενότητα και δεν αφήνει τον τόπο να ησυχάσει […] είναι ο μοναδικός εχθρός του λαού και της Ελλάδας» (Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τ. 6, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1987, σ. 702).
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ακόμα και την εποχή αυτή, δηλαδή μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι σοσιαλιστικές κινήσεις και τα κόμματα που είχαν λάβει μέρος στο ΕΑΜ εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την προοπτική «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» της κοινωνίας. Στις 5 Απριλίου 1945 κυκλοφόρησε κοινή Διακήρυξη της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος (Σβώλος, Τσιριμώκος, Στρατής κλπ.) όπου αναφέρεται:
«Η ηγετική αποστολή της αστικής τάξης κατέπεσε και η καθεστωτική κρίση της κεφαλαιοκρατίας μαστίζει τον κόσμο δεκαετίες τώρα […] Η ηγετική αποστολή στη νέα […] κοινωνία ανήκει στο σοσιαλισμό […] Το Κόμμα μας, έχοντας για βασικό σκοπό την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, θεωρεί σαν πρώτο, αναγκαίο σταθμό τη Λαϊκή Δημοκρατία» (ΕΛΔ-ΣΚΕ, Διακήρυξη, Αθήνα, Απρίλιος 1945, σσ. 1-2).
Αναφορικά με το περιεχόμενο της Λαϊκής Δημοκρατίας, στη Διακήρυξη διευκρινίζεται:
«Η Λαϊκή Δημοκρατία θα ανεβάσει στην εξουσία αυτές τις λαϊκές δυνάμεις της εργασίας και της δημιουργίας και θα πραγματοποιήσει μια πρώτη μορφή, ένα πρώτο στάδιο σοσιαλιστικής εφαρμογής […] Πολιτική έκφραση της αντικαπιταλιστικής ενότητας του εργαζόμενου λαού […] αποτελεί το Κόμμα μας […] Στη Λαϊκή Δημοκρατία θα συνυπάρξουν και θα αλληλοβοηθούν δύο τομείς της οικονομίας. Ένας τομέας σοσιαλιστικής οικονομίας που θα σχηματισθεί με την κοινωνικοποίηση των μεγάλων μοχλών κι μέσων παραγωγής και ένας άλλος της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας και των μικρών επιχειρήσεων […] Έτσι η Λαϊκή Δημοκρατία δεν αποτελεί μεταρρύθμιση μες στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, αλλά τον πρώτο σταθμό για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας» (όπ.π., σσ. 3, 5, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).
Ο απολογητικός χαρακτήρας των διακηρύξεων της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά την περίοδο αυτή γίνεται εξόφθαλμος, ακόμα και συγκρινόμενος με τη διακηρυγμένη στρατηγική των Ελλήνων σοσιαλιστών της εποχής.
5. Η στρατηγική για τον κομμουνισμό
Στα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» έγινε φανερό ότι η «κοινωνικοποίηση», δηλαδή η δημόσια νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής συμβαδίζει με τη διατήρηση όλων των μορφών της καπιταλιστικής οικονομίας και του καπιταλιστικού κράτους: Το εμπόρευμα, το χρήμα, η επιχείρηση με τον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας που τη διακρίνει, επομένως και η πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, το δίκαιο, τα δικαστήρια, αλλά και η κυβέρνηση, ο στρατός, η αστυνομία, τα κρατικά μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ο.κ. εξακολουθούν και στον «κομμουνισμό» να διατηρούν τον επίζηλο ρόλο που είχαν στον καπιταλισμό.
Η ιστορική αυτή εμπειρία αλλά και η μαρξιστική θεωρία δείχνουν ότι η διατήρηση των οικονομικών και πολιτικών μορφών μέσω των οποίων εκδηλώνεται η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας (της αξίας, του κράτους) σημαίνει την αναπαραγωγή αυτών ακριβώς των σχέσεων εξουσίας. Με την «κατάληψη της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη», η ταξική πάλη (άρα και η –καπιταλιστική– εκμετάλλευση) συνεχίζεται. Όσο υφίστανται οι μορφές χρήμα, εμπόρευμα, μισθός (και κράτος), η εργατική τάξη υπόκειται σε μια απρόσωπη καπιταλιστικού τύπου εκμετάλλευση (απόσπαση υπεραξίας), η οποία είτε θα εξαλείφεται στην κατεύθυνση της αταξικής-κομμουνιστικής κοινωνίας είτε θα οδηγείται στην παγίωση ενός εκμεταλλευτικού κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος όπως στην ΕΣΣΔ και την Ανατ. Ευρώπη.
Όμως η πάλη για την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής εξουσίας (μπορεί να) διεξάγεται ήδη πριν την όποια «επαναστατική τομή», επιδιώκοντας επιμέρους ρήξεις ή προετοιμάζοντάς τες, όπως δείχνουν τα σύγχρονα πειράματα στη Λατ. Αμερική και αλλού, όπου κινήματα και αριστερά κόμματα χρησιμοποιούν κρατικούς μηχανισμούς αλλά ακόμα και την κυβέρνηση όχι να τους (τη) διατηρήσουν ως έχουν (έχει), αλλά για να ανοίξουν το δρόμο στον κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, την άμεση και εργατική δημοκρατία κ.ο.κ.
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την ανάλυση του Αλτουσέρ, ο οποίος επισήμανε πως ο μόνος τρόπος για να μη μετατραπεί ένα εργατικό-λαϊκό κόμμα σε τμήμα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, σε μηχανισμό «ενσωμάτωσης-αντιπροσώπευσης» των εργατικών πρακτικών στο μακροπρόθεσμο συμφέρον του κεφαλαίου, είναι να βρίσκεται «κατά βάση εκτός κράτους», δηλαδή να ωθεί «με τη δράση του τις μάζες να αγωνιστούν για την καταστροφή των αστικών κρατικών μηχανισμών», στην προοπτική της πλήρους χειραφέτησης των δυνάμεων της εργασίας (Λουί Αλτουσέρ, «Το πρόβλημα του κράτους στη μαρξιστική θεωρία», στο Αλτουσέρ κ.ά. Συζήτηση για το κράτος, εκδ. «Αγώνας», Αθήνα 1980, σ. 17).
Η προσέγγιση αυτή σκιαγραφεί τους άξονες μιας στρατηγικής για τον κομμουνισμό που συνδυάζουν τη λενινιστική προβληματική για την καταστροφή-απονέκρωση του κράτους με τη γκραμσιανή έννοια της (αντι-)ηγεμονίας.
Προϋπόθεση για την κατάληψη της εξουσίας από τους εργαζομένους είναι η «συντριβή» του καπιταλιστικού κράτους και η δημιουργία ενός νέου τύπου κρατικού θεσμικού πλαισίου,9 στόχος του οποίου είναι ο σταδιακός μαρασμός αυτού του ίδιου του κράτους και κάθε εξουσίας, ο κομμουνισμός ως αταξική κοινωνία:
Η εργατική εξουσία, ο σοσιαλισμός, δεν αποτελεί έτσι «καθεστώς», ή κάποιον ιδιαίτερο «τρόπο παραγωγής», αλλά επαναστατική φάση μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό: «Θα υπάρξει ένα ξεχωριστό στάδιο ή εποχή μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, νέοι στόχοι 1971, σ. 84).
Καθοριστικές στην ίδια κατεύθυνση υπήρξαν και οι θεωρητικές παρεμβάσεις που, εκκινώντας συχνά από την εμπειρία της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης, υποδεικνύουν ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό αναγκαστικά σχετίζεται με την κατάργηση της μορφής της αξίας, δηλαδή του χρήματος και του εμπορεύματος, συνεπώς και της μορφής επιχείρηση, στο πλαίσιο του ριζικού μετασχηματισμού αυτού που σήμερα ονομάζεται «οικονομία»:
«Για να επιφέρει την εξαφάνιση των εμπορευματικών σχέσεων, αυτή η κυριαρχία του σχεδίου πρέπει να είναι η μορφή κοινωνικής κυριαρχίας των εργαζομένων πάνω στα μέσα παραγωγής, η μορφή της κοινωνικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής και των προϊόντων από τους ίδιους τους εργαζόμενους […] Η επανάσταση αυτή συνιστά μια από τις “στιγμές” της “επαναστατικοποίησης” των επιχειρήσεων, της μετατροπής τους σε μιαν άλλη “μορφή οργάνωσης”, που συνεπάγεται μιαν άλλη κατανομή των λειτουργιών διεύθυνσης και ελέγχου. Μονάχα ένας τέτοιος μετασχηματισμός μπορεί να αποτελέσει (σε σύνδεση μ’ άλλους μετασχηματισμούς –που δεν αφορούν μόνο την επιχείρηση) ένα από τα στάδια, που οδηγούν σε νέες μορφές κοινωνικοποίησης της εργασίας και, συνεπώς, στην εξάλειψη της μορφής της αξίας από την ίδια την παραγωγική διαδικασία» (Μπετελέμ Σ., Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο για το σοσιαλισμό, Ράππας 1974, σσ. 124, 126).
Η αριστερή στρατηγική δεν μπορεί να είναι παρά στρατηγική για τον κομμουνισμό: Ενάντια στο κράτος και την αγορά, για δωρεάν πρόσβαση σε όλο και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, για κοινωνικό και εργατικό έλεγχο σε όσο το δυνατόν ευρύτερες σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας, για μια κοινωνία αλληλεγγύης, ισότητας, ελευθερίας, για μια κοινωνία όπου «όλα να είναι κοινά». Οι αγώνες για το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, για ελεύθερους χώρους στην πόλη, για τη μη ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, για αξιοπρεπείς συντάξεις εργασίας, για αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ της εργασίας δεν έχουν ένα απλά αμυντικό περιεχόμενο, ενάντια στην τάση επέκτασης του κεφαλαίου. Αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών κοινωνικού ελέγχου και ριζικού μετασχηματισμού κρατικών θεσμών και οικονομικών λειτουργιών: για την αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κεφαλαίου.
- - - - - - - - -
1. Μια πρώτη γραφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στο Κόκκινο, τ. 30, Φλεβάρης 2008.
2. «They sentenced me to twenty years of boredom/ For trying to change the system from within», από το τραγούδι «First We Take Manhattan» της συλλογής I΄m Your Man του συνθέτη και στιχουργού Leonard Cohen.
3. Την ποινή αυτή εξέτισα (με μικρές «άδειες») για μία εικοσαετία: 1981-2000.
4. Εξαιρετική συμβολή στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί το άρθρο «Αριστερά και διακυβέρνηση» των Χρήστου Λάσκου, Χριστόφορου Παπαδόπουλου και Ευκλείδη Τσακαλώτου στο ένθετο της Εποχής «Εντός Εποχής», τ. 13, 25.11.2007. Βλ. επίσης, στο ίδιο τεύχος: Δημήτρη Μπελαντή, «Η μεταπολεμική στρατηγική της κομμουνιστικής Αριστεράς στη Δυτ. Ευρώπη», όπου αποτυπώνονται οι βασικοί μετασχηματισμοί της στάσης των Κ.Κ. απέναντι στο αστικό κράτος και την εξουσία.
5. Αντίθετα στην Αγγλία, την «πατρίδα του βιομηχανικού καπιταλισμού» της εποχής, το γενικό εκλογικό δικαίωμα δεν θεσπίσθηκε παρά στις αρχές του 20ου αιώνα: Οι πρώτοι εργάτες –οι ειδικευμένοι εργάτες– απόκτησαν το εκλογικό δικαίωμα το 1867. Το 1884 επεκτάθηκε και πάλι το εκλογικό δικαίωμα, με τη λεγόμενη «τρίτη εκλογική μεταρρύθμιση». Εντούτοις ο –ανδρικός– πληθυσμός χωρίς περιουσία ή «αναγνωρισμένο» επάγγελμα, παρέμενε χωρίς εκλογικό δικαίωμα.
6. Ακόμα και ο Ένγκελς, αναφερόμενος το 1895 στο γενικό εκλογικό δικαίωμα, το ονομάζει «ένα νέο όπλο από τα πιο ισχυρά» για την εργατική τάξη και συμπεραίνει: «Η ειρωνεία της παγκόσμιας ιστορίας αναποδογυρίζει τα πάντα […] Τα κόμματα της τάξης […] καταποντίζονται μέσα στο νομικό πλαίσιο που αυτά τα ίδια δημιούργησαν. Αναφωνούν απεγνωσμένα […] η νομιμότητα μας σκοτώνει, ενώ εμείς αποκτάμε με αυτή τη νομιμότητα σφιχτούς μύες και κόκκινα μάγουλα» («Εισαγωγή» στο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, ΜΕW τ. 7 σσ. 519, 526).
7. Χαρακτηριστικός στην κατεύθυνση αυτή είναι ο ακόλουθος ορισμός: «Με τον όρον σοσιαλιστική κοινωνία θα εννοούμεν θεσμικόν πλαίσιον, όπου ο έλεγχος των μεσών παραγωγής και αυτής της ιδίας της παραγωγής ανήκει εις κεντρικήν εξουσίαν - ή, όπως ημπορούμεν να είπωμεν, όπου αι οικονομικαί υποθέσεις της κοινωνίας ανήκουν, δία λόγους αρχής, εις την δημοσίαν και όχι την ιδιωτικήν σφαίραν». (J. A. Schumpeter, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία », ΚΕΠΕ, Αθήναι 1972, σ. 230). Η αντίληψη αυτή επέτρεψε στη συλλογικά οργανωμένη κρατική αστική τάξη («ανώτατη γραφειοκρατία») της Σοβιετικής Ένωσης να ανακηρύξει το τέλος της εκμετάλλευσης και την τελεσίδικη εγκαθίδρυση του «παλλαϊκού κράτους» ήδη το 1936. Προηγουμένως, η σοβιετική ηγεσία είχε φροντίσει να (εξ)αφανίσει όσους υποστήριζαν ότι η διαιώνιση κοινωνικών μορφών όπως το δίκαιο (Ε. Πασουκάνις) και το εμπόρευμα (Ι.Ι. Ρούμπιν) υποδηλώνουν τη διαιώνιση των καπιταλιστικών μορφών εξουσίας άρα και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, παρά την εξάλειψη των ατομικών καπιταλιστών της προεπαναστατικής περιόδου.
8. Η συνέχιση, όμως, της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας εναντίον του ΕΑΜικού πολιτικού χώρου και ιδιαίτερα των κομμουνιστών, κυρίως στην επαρχία, οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ στην απόφαση να μη συμμετάσχει στις εκλογές του Μαρτίου του 1946, χωρίς παράλληλα να εγκαταλείψει τη γραμμή της νόμιμης ύπαρξης (και της αποδοχής της αστικής-κοινοβουλευτικής τάξης πραγμάτων). Για το πώς η αντιφατική αυτή γραμμή και κυρίως η «πίεση από τα κάτω» οδήγησε τελικά στην εμπλοκή του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο, βλ. Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τ. 1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2000, σ. 127 κ.ε.
9. «Η απλή μεταβίβαση της παλιάς κρατικής μηχανής σε νέα χέρια δεν είναι καθόλου κατάκτηση της εξουσίας: Το προλεταριάτο οφείλει να συντρίψει αυτόν το μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει με κάτι εντελώς νέο» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, νέοι στόχοι, 1971: 111).
Πηγή: Θέσεις
REDNotebook