Rear side of prism reflector, by Dantor (Own photo), CC-BY-SA-2.5, via Wikimedia Commons |
Άρθρο του Ηλία Μυλωνά*
Το τελευταίο διάστημα στο πολιτικό πεδίο τίποτε δεν θυμίζει το παρελθόν στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η οικονομική κρίση άλλαξε άρδην τα πράγματα. Η πολιτική αβρότητα που χαρακτήριζε τα αναπτυγμένα δημοκρατικά καθεστώτα της γηραιάς ηπείρου έγινε καπνός και χάθηκε. Οι αστικές κυβερνήσεις, ενταγμένες στη λογική της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, εξοπλίζουν και ισχυροποιούν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που διαθέτουν, ενώ είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να κινητοποιήσουν τον ίδιο το στρατό ενάντια στους εργαζόμενους και την κοινωνία, που αντιδρούν στην ολομέτωπη επίθεση που πραγματοποιείται στις κατακτήσεις τους.
Τα πανίσχυρα οικονομικά τραστ, αυτά που ουσιαστικά δημιούργησαν ή στη καλύτερη περίπτωση επέσπευσαν την παρούσα οικονομική κρίση με την ακόρεστη δίψα τους για γρήγορα και εύκολα κέρδη, ελέγχουν και καθοδηγούν απόλυτα τις διεθνείς πολιτικές δυνάμεις και τις κυβερνήσεις απαιτώντας από αυτές πιο σκληρή, απέναντι στους εργαζόμενους, πολιτική. Ενώ επέβαλλαν ουσιαστικά σαν βασικό μοχλό ανάπτυξης την αντιπαραγωγική τακτική της επένδυσης χρήματος πάνω στο χρήμα, το «τζογάρισμα» δηλαδή καθώς και τον χωρίς όρια δανεισμό καθιστώντας την οικονομία ένα παγκόσμιο καζίνο, τώρα απαιτούν να μη θιγούν ούτε στο ελάχιστο τα κέρδη τους, επιδιώκοντας την κρίση για την οποία είναι απόλυτα υπεύθυνοι αυτοί, να την περάσουν στις πλάτες των εργαζομένων. Είναι αποφασισμένα γι αυτό να χρησιμοποιήσουν οποιονδήποτε μέσον χρειαστεί. Τα προσχήματα δεν ισχύουν πλέον.
ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ «ΤΕΡΑΤΑ»
Σε αυτήν την κατάσταση τα εργατικά κόμματα αδυνατούν να συντονιστούν με την κοινωνία, να μπουν μπροστά και να ανατρέψουν το υπάρχον αρνητικό πολιτικό σκηνικό.
Η σοσιαλδημοκρατία, εκπροσωπούμενη κυρίως από το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, επικυρώνει απόλυτα τη δεξιά στροφή που ξεκίνησε εδώ και λίγα χρόνια, απογοητεύοντας τον κόσμο της και τοποθετώντας τον εαυτό της πλέον όχι στην κλασσική θέση του «δικηγόρου της αστικής τάξης στις γραμμές του εργατικού κινήματος» αλλά ως επίσημου διαχειριστή της οικονομικής κρίσης, ο οποίος έχει αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη να την περάσει στις πλάτες των εργαζομένων. Ποτέ καμιά κυβέρνηση της Δεξιάς στο παρελθόν δεν τόλμησε να περάσει τόσους αντεργατικούς νόμους σε τόσο μικρό διάστημα απ’ όσους πέρασε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τους τελευταίους μήνες.
Τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς (ΚΚΕ-ΣΥΝ) παρακολουθούν μάλλον αμήχανα την κατάσταση και ουδείς είναι σε θέση να πει με σιγουριά ποια ακριβώς είναι η θέση τους σε σχέση με την κρίση και το φλέγον ζήτημα του εθνικού χρέους. Αρχικά μάλιστα αμφισβήτησαν έντονα ακόμα και κατά πόσον είναι πραγματική η συγκεκριμένη καπιταλιστική κρίση.
Οι προτάσεις που ακούστηκαν κατά καιρούς ήταν για λαϊκά ομόλογα, επιτροπές αλληλεγγύης και λαϊκά συσσίτια. Αναβίωσαν παράλληλα ηρωικές σελίδες του παρελθόντος για νέα ΕΑΜ και άλλα αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα, λες και ο ταξικός εχθρός βρίσκεται μόνο έξω απ’ τα σύνορα. Λες και οι ελληνικές τράπεζες, που κατέχουν το 30% του ελληνικού χρέους και δανείζουν το κράτος με επιτόκια 6% και 7% όταν οι ίδιες αντλούν τα κεφάλαιά τους από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1%, είναι αμέτοχες και αθώες.
Αναφέρουν ως μοναδική λύση την ανάπτυξη, όμως δεν λένε πως ακριβώς θα έρθει αυτή. Κουβέντα για μερική ή ολική παύση πληρωμής του χρέους, για ολοκληρωτικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος από το οποίο ξεκινά και το πρόβλημα, για επανεθνικοποίηση των σημαντικών κερδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων που δόθηκαν αντί πινακίου φακής.
Η ελληνική Αριστερά, χρόνια εθισμένη σε μια πολιτική διεκδίκησης θεσμικών μεταρρυθμίσεων, αδυνατεί να αλλάξει πολιτική και να παρακολουθήσει τις ταχύτατες μεταβολές που παρατηρούνται στο πολιτικό σκηνικό καθώς και τις απαιτήσεις της περιόδου. Τα γεγονότα την προσπερνάνε. Οποιαδήποτε πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να πλασσάρει πριν λίγο καιρό σαν πρωτοποριακή και ριζοσπαστική, στη σημερινή κρίσιμη περίοδο φαντάζει εντελώς ρεφορμιστική και εκτός κλίματος.
Καθώς το ζήτημα της ολοκληρωτικής αλλαγής του συστήματος μπαίνει πλέον επιτακτικά, όντως απροετοίμαστη πολιτικά, στην κυριολεξία παραλύει μπροστά σην προοπτική να τα βάλλει απ’ ευθείας με το ίδιο το σύστημα και αυτός ο φόβος την ωθεί σε ακόμα πιο συντηρητικές προτάσεις και θέσεις.
Στο χώρο από την άλλη της λεγόμενης Επαναστατικής Αριστεράς, οι περισσότερες από τις μικρές ομάδες που την απαρτίζουν ένθεν- κακείθεν έχουν βγάλει το συμπέρασμα, μετά από ενδελεχή προφανώς συζήτηση με τον εαυτό τους, ότι ήδη αποτελούν το μαζικό επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, εξακολουθούν να ακολουθούν το μοναχικό τους δρόμο και αδυνατούν να αντιληφθούν ότι απέχουν έτη φωτός από τις πλατιές μάζες της κοινωνίας και την πολιτική τους συνείδηση.
Οι ηγεσίες τους έχουν αναγορεύσει τον εαυτό τους σε κάτι σαν διάδοχο του Λένιν, του Μάο ή του Τρότσκι και ικανοποιημένες από την ατομική επαναστατική τους καθαρότητα, περιστρέφονται σαν τους κομήτες γύρω από τον αριστερό τους μικρόκοσμο, καλώντας εκ του μακρόθεν την εργατική τάξη να ενταχθεί κάτω από το δικό τους κόκκινο λάβαρο. Φυσικά ποτέ δεν παίρνουν απάντηση και η πρόσκληση μένει μονίμως μετέωρη.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η εποχή μας λοιπόν αποτελεί μια μεταβατική περίοδο όπου το καινούργιο δεν είναι εμφανές ακόμα ενώ το παλιό αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να παραμείνει στην επιφάνεια.
Ο Ζίζεκ την αποκάλεσε «Εποχή των Τεράτων». Και πράγματι η εποχή αυτή δημιουργεί εκτρωματικές και τερατώδεις καταστάσεις. Τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο και διαυγές, τόσο στο πολιτικό επίπεδο που περιγράψαμε παραπάνω, όσο και στο κοινωνικό.
Στο κοινωνικό επίπεδο έχουμε μια γενιά που το προηγούμενο διάστημα έδωσε νικηφόρους αγώνες κερδίζοντας σημαντικές κατακτήσεις, τώρα όμως αποσύρεται κουρασμένη, απογοητευμένη, πικραμένη, εθισμένη στον καταναλωτισμό, γεμάτη υποχρεώσεις και χρέη που φορτώθηκε την προηγούμενη περίοδο, όταν όλα φαίνονταν ιδανικά και αισιόδοξα.
Μια νέα γενιά βγαίνει δειλά-δειλά στο προσκήνιο, μια γενιά απολιτικοποίητη ακόμα και κρατώντας απόσταση από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που δεν κατάφεραν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της, μια γενιά όμως που μέρα με τη μέρα συσσωρεύει όλο και μεγαλύτερη οργή και θυμίζει το ελατήριο, που όσο το πιέζεις με τόσο μεγαλύτερη ορμή θα εκτιναχθεί. Λείπει μόνο η ηγεσία που θα την καθοδηγήσει.
Ο πιο καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των συγκεκριμένων εξελίξεων είναι η απόλυτη γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί τη φυσική ηγεσία των εργαζομένων, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Η σημερινή πλειοψηφία της ΓΣΕΕ ξεδιάντροπα στηρίζει τις κυβερνητικές επιλογές. Αντί να βρίσκεται στους χώρους δουλειάς φτιάχνοντας γραμμές άμυνας και δημιουργώντας νέα συνδικάτα εκεί όπου δεν υπάρχουν,διοργανώνει μυστικές μεταμεσονύχτιες συναντήσεις με τους εκπροσώπους του ΣΕΒ και της Τρόϊκα. Την ίδια ώρα εξαγγέλλει (όποτε εξαγγείλει) απεργίες και κινητοποιήσεις χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό, καθιστώντας τες, παρά τη μαζικότητά τους κάποιες φορές, άσφαιρες μπαλωθιές στον αέρα. Και έχει το θράσος να βγαίνει και να θριαμβολογεί γιατί διέσωσε το «θεσμό της διαιτησίας», όταν ήδη έχουν γίνει νόμος οι επιχειρησιακές συμβάσεις που επιτρέπουν στους εργοδότες να θέτουν ανενόχλητοι τους όρους τους στους εργαζομένους.
Με αυτή την προδοτική και ηττοπαθή στάση της, από ηγετικό όργανο των εργαζομένων έχει μετεξελιχτεί στην κυριολεξία σε ένα παρά φύση αντεργατικό τέρας, το οποίο συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία ενός τοπίου πραγματικής εργασιακής φρίκης!
Στην Παιδεία, ενώ η κυβέρνηση προετοιμάζει τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που έχει πραγματοποηθεί ως τώρα στο χώρο αυτό και η οποία θα καταστήσει τα Πανεπιστήμια απόλυτα εξαρτώμενα από τους παράγοντες της αγοράς, το φοιτητικό κίνημα σε αυτή την κρίσιμη φάση βρίσκεται εντελώς διασπασμένο. Το κεντρικό φοιτητικό όργανο, η ΕΦΕΕ, είναι ανενεργό εδώ και χρόνια, η ΠΣΚ ακολουθεί τη διασπαστική λογική του ΚΚΕ, η ΠΑΣΠ αδρανεί συνειδητά και οι υπόλοιπες αριστερές παρατάξεις «παίζουν ξύλο» μεταξύ τους για το ποια θα ηγεμονεύσει στις διάφορες Σχολές.
Το αριστερό κίνημα, πλήρως αθωράκιστο θεωρητικά και οργανωτικά, βιώνει εδώ και πολύ καιρό μια πορεία υποχώρησης και αποδιοργάνωσης. Κατά πως φαίνεται πληρώνει ακόμη το σταλινικό πισωγύρισμα και την κατάρρευση του πρώτου εργατικού πειράματος στον κόσμο που πραγματοποιήθηκε στην πρώην Σοβιετική Ένωση και το οποίο από φάρος για εκατομμύρια ανθρώπους, εξελίχθηκε σε καταλύτη μαζικής αμφισβήτησης των σοσιαλιστικών ιδεών.
Όμως τίποτε δεν μένει σταθερό στη ζωή και τη φύση. Ο ίδιος ο καπιταλισμός με τις τεράστιες εσωτερικές αντιθέσεις του εγγυάται γι αυτό. Αυτές οι ιδέες θα επανέλθουν ξανά στο προσκήνιο παράλληλα με την ίδια την κοινωνία, που ήδη έχει ξεκινήσει να κινείται και να αντιδράει μαζικά. Η ζωντανή πραγματικότητα τότε θα πετάξει από μόνη της στο καλάθι των αχρήστων όλες τις ξεπερασμένες και αναχρονιστικές θεωρίες που επικράτησαν τα χρόνια αυτά και θα αμφισβητήσει έντονα δόγματα και δοξασίες που είχαν γίνει κατεστημένο την προηγούμενη περίοδο.
Οι κοινωνικές συνθήκες και ο ταξικός συσχετισμός θα αλλάξουν και μάλιστα πολύ σύντομα, εξ’αιτίας της αξεπέραστης κρίσης του συστήματος. Οι μάζες εκπαιδεύονται πολιτικά μέσα από τις εμπειρίες τους και σε συνθήκες ανάτασης του κινήματος και αγώνων, βγάζουνε συμπεράσματα με πολύ πιο γρήγορο τρόπο από άλλες περιόδους κοινωνικής ειρήνης.
Το εργατικό κίνημα μετράει αρκετές ήττες το τελευταίο διάστημα όμως δεν έχει εξοντωθεί ακόμα. Και όπως είπε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Η επανάσταση είναι η μοναδική μορφή αγώνα όπου η τελική νίκη μπορεί να προετοιμαστεί μέσα από μια σειρά ηττών».
Η Ιστορία συνεπώς δεν τελείωσε, απλώς ακολουθεί το φυσικό της δρόμο, ένα δρόμο που δεν αποτελεί μια ευθεία γραμμή αλλά έχει στροφές και πισωγυρίσματα.
* Ο Ηλίας Μυλωνάς είναι μέλος του Κόκκινου, συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ, και μέλος της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ 3ης δημοτικής κοινότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου